( Η Νέα Ιωνία στις δεκαετίες 1940-50 )
Το Ψυχοσάββατο την αράζαμε στην πόρτα του νεκροταφείου* ή σεργιανούσαμε στα μονοπάτια του νεκροταφείου, ανάμεσα στους τάφους όπου τότε οι περισσότεροι συγγενείς που είχαν δικούς τους θαμμένους σ’ αυτό, κάνανε τρισάγιο στον τάφο του ζητώντας συγχώρεση για τα αμαρτήματα του αποθανόντος. Ο παπάς του νεκροταφ...είου δεν προλάβαινε να πάει από τάφο σε τάφο για να πει την παράκληση και την ευχή, παίρνοντας το αναγκαίο ρεγάλο. Κάθε οικογένεια που είχε νεκρό ετοίμαζε στο σπίτι τον στολισμένο δίσκο με τα κόλλυβα, ένα νόστιμο, και δυσεύρετο σε άλλες περιπτώσεις, γλυκό. Πλησίαζες την πενθούσα χήρα κι έλεγες σεμνά
«Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας!»
Εκείνη μ’ ένα κουτάλι σου έδινε στη χούφτα μια κουταλιά. Τις πρώτες τις τρώγαμε κατευθείαν, αλλά μετά από πέντε έξι τις αποθηκεύαμε σε πρόχειρα σακουλάκια – χωνιά από κομμάτια παλαιών εφημερίδων- για αργότερα. Στον περίγυρό μας δεν υπήρξαν περιπτώσεις δηλητηριάσεων, που σε άλλους χώρους συχνά σημειώθηκαν.
Μεταξύ μας δεν ανταλλάσσαμε κακίες. Η ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τα κλάματα των συγγενών, δεν άφηναν χώρο για τρέλες ή άλλες ακατάλληλες συμπεριφορές. Το μόνο που αποτολμούσαμε ήταν ο μεταξύ μας σχολιασμός για το ποιας χήρας είναι τα πιο νόστιμα κόλλυβα και ποιας τα χειρότερα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να γλυκαθεί το στοματάκι μας. Κάτι που σήμερα δεν το συναντάς. Η σημερινή αφθονία έχει καταργήσει τέτοιου είδους ελλείψεις, αλλά και χαρές!
Κάθε χρόνο στο ποτοποιείο της γειτονιάς, ο Στεργίου, πάταγε σταφύλια, να γεμίσει με μούστο τα τεράστια βαρέλια. Αυτό γινόταν ως εξής. Ερχόταν στο δρόμο μπροστά από το μαγαζί ένα φορτηγό φισκαρισμένο με σταφύλια, ενώ είχε προβλεφθεί προηγουμένως ως υπόστρωμα να ντυθεί από την κάτω μεριά, όταν ακόμη ήταν άδειο, με ένα αδιάβροχο ύφασμα που μάλλον ήταν μια μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Η γυναίκα του ποτοποιού μάζευε τη μαρίδα της γειτονιάς για το πάτημα. Η αμοιβή για την εργασία ήταν ότι μπορούσες να φας όσα σταφύλια θέλεις! Αυτά δεν ήταν και πρώτης ποιότητας, ούτε καθαρά και το «δωρεάν» οδηγούσε στην υπερβολή. Το τσιρλιό ήταν το φυσικό επακόλουθο. Βλέπεις οι κανόνες υγιεινής ήταν τότε αρκετά πιο ελαστικοί. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο αυτοκίνητο ήταν ήδη ξυπόλυτοι μονίμως, αλλά η αντίληψη που κι απ’ το αφεντικό κυκλοφορούσε ήταν ότι λίγη βρώμα κάνει το μούστο πιο νόστιμο.
Ο μούστος έρρεε από τη μια άκρη του αδιάβροχου και μαζευόταν σε άδεια δοχεία που στη συνέχεια χύνονταν στα τεράστια ειδικά βαρέλια. Όλα αυτά γινόταν μπροστά και στα μάτια των αυριανών πελατών που θα κατανάλωναν τη «θεϊκή» ρετσίνα. Το χώμα θα είχε κατακάτσει στον πάτο του βαρελιού.
Η αγωνία μας την Κυριακή το απόγευμα ήταν πώς θα μπούμε στο γήπεδο να δούμε τον αγώνα της αγαπημένης μας ομάδας, της Νίκης Βόλου. Να βγάλουμε εισιτήριο ούτε συζήτηση. Τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε καν. Σε αγώνες που δεν ήταν κρίσιμοι και ως εκ τούτου δεν υπήρχε μεγάλη προσέλευση φιλάθλων τα κριτήρια της εισόδου ήταν πιο ελαστικά. Επέτρεπαν σε έναν μεγάλο με το εισιτήριο να μπάσει στο γήπεδο ένα δικό του παιδί. Έτσι κολλούσαμε στους μεγάλους που το είχαν αγοράσει να μας πάρουν μαζί τους σαν παιδιά τους κι αρκετές φορές το κόλπο πετύχαινε. Η δυσκολία ήταν στα ντέρμπι. Τότε πάλι βρίσκαμε τρύπες, επικίνδυνα σκαρφαλώματα στους τοίχους για να δούμε με κάθε θυσία τον αγώνα. Η επιθυμία δημιουργεί κίνητρα, εξάπτει τη φαντασία, εφευρίσκει διεξόδους σε φαινομενικά αδιέξοδα και όταν πετυχαίνεις τελικά το σκοπό σου, ρουφάς όλη τη γλύκα της επιτυχίας.
Μια συχνή απασχόλησή μας ήταν το κλέψιμο φρούτων από ξένα δέντρα. Αυτά φυλάγονταν με ιδιαίτερη προσοχή από τους ιδιοκτήτες, πράγμα φυσικό κι αναμενόμενο με τα κριτήρια και τις ανάγκες της εποχής. Υπήρξαν σημαντικές επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα που αργότερα στις βραδινές συνάξεις τις περιγράφαμε με φιγούρα και την αυτονόητη σάλτσα υπερβολής. Αντίθετα δεν είπα κουβέντα για το γερό μπερντάχι που μου επεφύλαξε ο ιδιοκτήτης μιας τζανεριάς δίπλα στο ποτάμι, όταν με συνέλαβε πάνω στο δέντρο του. Το κλέψιμο από ένα δέντρο δεν το αντιλαμβανόμασταν σαν κλοπή. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η επιτυχία χρεωνόταν σαν κατόρθωμα που θα έπρεπε να τύχει της επιδοκιμασίας και της παραδοχής από τους άλλους συνομήλικους της παρέας. Η μεγάλη έλλειψη και στέρηση καθαγίαζε την αρπαγή.
* Εννοώ το παλαιό νεκροταφείο. Τέρμα Αναπαύσεως και Μαιάνδρου Δείτε περισσότερα
Το Ψυχοσάββατο την αράζαμε στην πόρτα του νεκροταφείου* ή σεργιανούσαμε στα μονοπάτια του νεκροταφείου, ανάμεσα στους τάφους όπου τότε οι περισσότεροι συγγενείς που είχαν δικούς τους θαμμένους σ’ αυτό, κάνανε τρισάγιο στον τάφο του ζητώντας συγχώρεση για τα αμαρτήματα του αποθανόντος. Ο παπάς του νεκροταφ...είου δεν προλάβαινε να πάει από τάφο σε τάφο για να πει την παράκληση και την ευχή, παίρνοντας το αναγκαίο ρεγάλο. Κάθε οικογένεια που είχε νεκρό ετοίμαζε στο σπίτι τον στολισμένο δίσκο με τα κόλλυβα, ένα νόστιμο, και δυσεύρετο σε άλλες περιπτώσεις, γλυκό. Πλησίαζες την πενθούσα χήρα κι έλεγες σεμνά
«Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας!»
Εκείνη μ’ ένα κουτάλι σου έδινε στη χούφτα μια κουταλιά. Τις πρώτες τις τρώγαμε κατευθείαν, αλλά μετά από πέντε έξι τις αποθηκεύαμε σε πρόχειρα σακουλάκια – χωνιά από κομμάτια παλαιών εφημερίδων- για αργότερα. Στον περίγυρό μας δεν υπήρξαν περιπτώσεις δηλητηριάσεων, που σε άλλους χώρους συχνά σημειώθηκαν.
Μεταξύ μας δεν ανταλλάσσαμε κακίες. Η ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τα κλάματα των συγγενών, δεν άφηναν χώρο για τρέλες ή άλλες ακατάλληλες συμπεριφορές. Το μόνο που αποτολμούσαμε ήταν ο μεταξύ μας σχολιασμός για το ποιας χήρας είναι τα πιο νόστιμα κόλλυβα και ποιας τα χειρότερα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να γλυκαθεί το στοματάκι μας. Κάτι που σήμερα δεν το συναντάς. Η σημερινή αφθονία έχει καταργήσει τέτοιου είδους ελλείψεις, αλλά και χαρές!
Κάθε χρόνο στο ποτοποιείο της γειτονιάς, ο Στεργίου, πάταγε σταφύλια, να γεμίσει με μούστο τα τεράστια βαρέλια. Αυτό γινόταν ως εξής. Ερχόταν στο δρόμο μπροστά από το μαγαζί ένα φορτηγό φισκαρισμένο με σταφύλια, ενώ είχε προβλεφθεί προηγουμένως ως υπόστρωμα να ντυθεί από την κάτω μεριά, όταν ακόμη ήταν άδειο, με ένα αδιάβροχο ύφασμα που μάλλον ήταν μια μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Η γυναίκα του ποτοποιού μάζευε τη μαρίδα της γειτονιάς για το πάτημα. Η αμοιβή για την εργασία ήταν ότι μπορούσες να φας όσα σταφύλια θέλεις! Αυτά δεν ήταν και πρώτης ποιότητας, ούτε καθαρά και το «δωρεάν» οδηγούσε στην υπερβολή. Το τσιρλιό ήταν το φυσικό επακόλουθο. Βλέπεις οι κανόνες υγιεινής ήταν τότε αρκετά πιο ελαστικοί. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο αυτοκίνητο ήταν ήδη ξυπόλυτοι μονίμως, αλλά η αντίληψη που κι απ’ το αφεντικό κυκλοφορούσε ήταν ότι λίγη βρώμα κάνει το μούστο πιο νόστιμο.
Ο μούστος έρρεε από τη μια άκρη του αδιάβροχου και μαζευόταν σε άδεια δοχεία που στη συνέχεια χύνονταν στα τεράστια ειδικά βαρέλια. Όλα αυτά γινόταν μπροστά και στα μάτια των αυριανών πελατών που θα κατανάλωναν τη «θεϊκή» ρετσίνα. Το χώμα θα είχε κατακάτσει στον πάτο του βαρελιού.
Η αγωνία μας την Κυριακή το απόγευμα ήταν πώς θα μπούμε στο γήπεδο να δούμε τον αγώνα της αγαπημένης μας ομάδας, της Νίκης Βόλου. Να βγάλουμε εισιτήριο ούτε συζήτηση. Τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε καν. Σε αγώνες που δεν ήταν κρίσιμοι και ως εκ τούτου δεν υπήρχε μεγάλη προσέλευση φιλάθλων τα κριτήρια της εισόδου ήταν πιο ελαστικά. Επέτρεπαν σε έναν μεγάλο με το εισιτήριο να μπάσει στο γήπεδο ένα δικό του παιδί. Έτσι κολλούσαμε στους μεγάλους που το είχαν αγοράσει να μας πάρουν μαζί τους σαν παιδιά τους κι αρκετές φορές το κόλπο πετύχαινε. Η δυσκολία ήταν στα ντέρμπι. Τότε πάλι βρίσκαμε τρύπες, επικίνδυνα σκαρφαλώματα στους τοίχους για να δούμε με κάθε θυσία τον αγώνα. Η επιθυμία δημιουργεί κίνητρα, εξάπτει τη φαντασία, εφευρίσκει διεξόδους σε φαινομενικά αδιέξοδα και όταν πετυχαίνεις τελικά το σκοπό σου, ρουφάς όλη τη γλύκα της επιτυχίας.
Μια συχνή απασχόλησή μας ήταν το κλέψιμο φρούτων από ξένα δέντρα. Αυτά φυλάγονταν με ιδιαίτερη προσοχή από τους ιδιοκτήτες, πράγμα φυσικό κι αναμενόμενο με τα κριτήρια και τις ανάγκες της εποχής. Υπήρξαν σημαντικές επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα που αργότερα στις βραδινές συνάξεις τις περιγράφαμε με φιγούρα και την αυτονόητη σάλτσα υπερβολής. Αντίθετα δεν είπα κουβέντα για το γερό μπερντάχι που μου επεφύλαξε ο ιδιοκτήτης μιας τζανεριάς δίπλα στο ποτάμι, όταν με συνέλαβε πάνω στο δέντρο του. Το κλέψιμο από ένα δέντρο δεν το αντιλαμβανόμασταν σαν κλοπή. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η επιτυχία χρεωνόταν σαν κατόρθωμα που θα έπρεπε να τύχει της επιδοκιμασίας και της παραδοχής από τους άλλους συνομήλικους της παρέας. Η μεγάλη έλλειψη και στέρηση καθαγίαζε την αρπαγή.
* Εννοώ το παλαιό νεκροταφείο. Τέρμα Αναπαύσεως και Μαιάνδρου Δείτε περισσότερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου