Μαρασλής Γρηγόριος
Ο Γρηγόριος Μαρασλής, Έλληνας εθνικός ευεργέτης, γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1831 στην Οδησσό της Ρωσίας και πέθανε την 1η Μαΐου 1907, «πιθανώς εκ συγκοπής της καρδίας». Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαΐου και ενταφιάστηκε στην ανατολική πλευρά της αυλής στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην Οδησσό, «..ύστερα από επίμονη παράκληση των αντιπροσώπων της Εκκλησίας και κατά την επιθυμία των συγγενών...» [1]. Παντρεύτηκε το 1903 σε ηλικία 71 ετών, με την Μαρία Φερντινάντοβνα Κιτς, η οποία μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων στερήθηκε την περιουσία της και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου με ενέργειες του καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Γεωργίου Χαριτάκη, της χορηγήθηκε ισόβια τιμητική σύνταξη.
Βιογραφία
Οι γονείς του παντρεύτηκαν περί το 1918, κατάγονταν, ο πατέρας του Γρηγόριος Ιωάννη Μαρασλής, που ήταν μεγαλέμπορος, από το χωριό Μαράς, [Μαράζ], στην περιοχή της Φιλιππούπολης στην Ανατολική Θράκη, ενώ η μητέρα του Ζωή το γένος Θεοδωρίδη, από την Κωνσταντινούπολη. Βαπτίστηκε στις 27 Ιουλίου 1831 με ανάδοχο τον Δημήτριο Θεοδ. Θεοδωρίδη, ο οποίος ήταν αδελφός της μητέρας του. Από το γάμο των γονέων του γεννήθηκαν και μεγαλύτερα παιδιά από τον ίδιο, όμως έζησε και μεγάλωσε μόνο η αδελφή του Ευρυδίκη, που γεννήθηκε το 1820, μετέπειτα σύζυγος του Στεπάν Βασίλιεβιτς Σάφονοφ. Παρακολούθησε μαθήματα στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Κνάρι, στο νομικό τμήμα του Λυκείου Ρισελιέ στην Οδησσό, από το οποίο αποφοίτησε το 1850 και πήρε όπως όλοι οι απόφοιτοι του Λυκείου, το 12ο βαθμό, από τους συνολικά 14 που πρόβλεπε ο νόμος, στην ιεραρχία των υπαλλήλων του Ρωσικού κράτους.
Κρατική Διοίκηση
Την 1η Σεπτεμβρίου 1850 ανέλαβε εργασία στην γραμματεία του κόμητα Μιχαήλ Βοροντσόβ, Γενικού Διοικητή της περιοχής του Καυκάσου, το 1851 είναι ήδη υπάλληλος 9ου βαθμού και το 1854 προάγεται στο βαθμό αυτό, ως «τιτλούχος σύμβουλος». Το Σεπτέμβριο του 1855 αποσπάστηκε και τον Ιανουάριο του 1856 μετατέθηκε στην Πετρούπολη και εργάστηκε στη γραμματεία του 1ου τμήματος των επιτροπών Καυκάσου και Σιβηρίας, με καθήκοντα υπαλλήλου 7ου βαθμού και τον Αύγουστο του 1856, του απονεμήθηκε ο βαθμός Kollezhski assessor, αντίστοιχος του ταγματάρχου στην στρατιωτική ιεραρχία. Τα χρονικά διαστήματα από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο του 1855, από το τέλος του 1856 έως τα μέσα του 1857 και από τα τέλη του 1857 έως το Μάιο του 1858, ταξίδεψε με άδεια εκτός Ρωσίας.
Επιστρέφοντας το 1858, υπέβαλλε την παραίτηση του από τη Δημόσια Διοίκηση και ονομάστηκε τιμητικά Nadvorni Sovethnik, που αντιστοιχούσε στο βαθμό του αντισυνταγματάρχου. Επέστρεψε στην υπηρεσία το 1863, ως έκτακτος υπάλληλος 6ου βαθμού στη γραμματεία του 1ου τμήματος των επιτροπών Καυκάσου και Σιβηρίας, όμως τον Ιούλιο του 1866 παραιτήθηκε για οικογενειακούς λόγους. Με τη μεσολάβηση του στρατηγού Κοτσέμπου, κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας και Βεσσαραβίας, επανήλθε με απόσπαση στο Υπουργείο Εσωτερικών και τέθηκε στη διάθεση του, με έδρα την Οδησσό, ενώ το 1868 για την επιτυχημένη δραστηριότητα του ονομάστηκε Statsky Sovethnik, [Κρατικός Σύμβουλος], που αντιστοιχούσε στο βαθμό του ταξίαρχου.
Το Μάιο του 1869 εκλέχθηκε για τρία χρόνια, επίτιμος ειρηνοδίκης Ιασίου, όμως διατήρησε τη θέση για μακρό χρονικό διάστημα και το 1870 το δημοτικό συμβούλιο της Οδησσού τον εξέλεξε επίτιμο ειρηνοδίκη της πόλεως και το Φεβρουάριο του 1874 προήχθη στον 4ο βαθμό του υπαλληλικού κώδικα και πήρε τον τίτλο Deistvitelny Statsky Sovethnik, [Τακτικός Κρατικός Σύμβουλος]. Λόγω της προαγωγής του απέκτησε τον Ιούνιο του 1875 με διάταγμα της Γερουσίας το δικαίωμα να καταχωρηθεί από το κυβερνείο της Χερσώνας στο γενεαλογικό μητρώο των Ευγενών και κατατάχθηκε στο τρίτο τμήμα, ενώ στις αρχές του 1876, η υπηρεσία ενέκρινε το οικόσημο του και έδωσε σχετικό δίπλωμα.
Δημοτική Διοίκηση
Το καλοκαίρι του 1867, εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος από την τάξη των «Ιδιοκτητών», για διάστημα τριών χρόνων και παράλληλα εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της τάξεως του. Από το 1870 και για τα επόμενα χρόνια, άσκησε καθήκοντα δημάρχου το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως το Σεπτέμβριο, αναπληρώνοντας το δήμαρχο της Οδησσού στο διάστημα της απουσίας του και τον Αύγουστο του 1873 εκλέχθηκε αντιδήμαρχος της πόλεως, ενώ ήταν ήδη πρόεδρος των Ιδιοκτητών εκλογέων, εκτελούσε χρέη προέδρου στην επιτροπή υιοθεσιών και ήταν μέλος της εξελεγκτικής επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο τον εξέλεξε επίτιμο έφορο της σχολής πρακτικής εκπαιδεύσεως, ενώ εκλέχθηκε Πρόεδρος του Συμβουλίου Ειρηνοδικών της Οδησσού.
Δήμαρχος Οδησσού
Εκλέχθηκε Δήμαρχος για πρώτη φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 1878, με 37 ψήφους υπέρ έναντι των 26 ψήφων που πήρε ο αντίπαλος του Μιχαήλ Μπουχτάεβ, συνυποψήφιος του μετά την απόσυρση του έως τότε δημάρχου Νικολάι Νοβοσέλσκι και η εκλογή του επικυρώθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1878, από το Υπουργείο Εσωτερικών. Στις εκλογές του 1885 αντίπαλος του ήταν ο Νικολάι Νοβοσέλσκι, τον οποίο νίκησε με διαφορά 6 ψήφων, ενώ στις εκλογές του 1889 εκλέχθηκε ως μοναδικός υποψήφιος, με 60 ψήφους υπέρ και 4 κατά. Τον Σεπτέμβριο του 1893 γιορτάστηκε η συμπλήρωση δεκαπέντε χρόνων στο αξίωμα του Δημάρχου.
Στη διάρκεια της θητείας του, βελτίωσε τα οικονομικά της πόλεως, επιβάλλοντας φόρο στα ακίνητα και τα αγροτεμάχια, που ήταν ανάλογος με την επιφάνεια κάθε ακινήτου και εξασφάλιζε με αυτόν τον τρόπο το 30% των εσόδων του προϋπολογισμού. Σημαντικά ήταν επίσης, τα έσοδα από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις εξαγωγές δημητριακών, με τα οποία εκσυγχρόνισε τις υποδομές, βελτίωσε τις συνθήκες διαβιώσεως με την εγκατάσταση δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως, ηλεκτροδότησε την πόλη, εξόπλισε τα σφαγεία και λειτούργησε ιππήλατο τραμ. Μεγάλο μέρος των δρόμων επιστρώθηκε με πέτρα, κατασκευάστηκε το νέο θέατρο της Οδησσού, κτίριο κλειστής φυλακής, ενώ ανεγέρθηκαν περισσότερα από δέκα σχολεία και υδραγωγείο. Αποχώρησε από τη θέση του Δημάρχου το 1895, όμως παρέμεινε δημοτικός σύμβουλος και το 1904 ανακηρύχθηκε επίτιμος ειρηνοδίκης του νομού της Οδησσού.
Φιλανθρωπικό έργο
Οδησσός
Φρόντισε για την υγεία των πολιτών της Οδησσού και το 1886 εγκαινίασε το «Μικροβιολογείον», το πρώτο μικροβιολογικό εργαστήριο, στο οποίο ιδιοκτήτης ήταν ο Δήμος, με διευθυντή τον Ηλιά Μέτσνικοβ, ενώ το 1894 ανέλαβε τη δαπάνη για την κατασκευή νέου κτιρίου για το εργαστήριο. Δωρεές του είναι επίσης, τα κτίρια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, του Μουσείου Ιστορίας και Αρχαιοτήτων, το οποίο στεγάζει και τις πλούσιες Ελληνικές Αρχαιότητες που βρέθηκαν στις ανασκαφές των Ελληνικών Αποικιών του Ευξείνου Πόντου. Φιλοξενεί επίσης και μικρή Κυπριακή Συλλογή, δωρεά του 1875 από Ρώσο συλλέκτη, η οποία περιλαμβάνει κεραμικά και γλυπτά, οι ναοί του Γρηγορίου Θεολόγου και της Μάρτυρος Ζωής, το Μουσείο Καλών Τεχνών, το δημοτικό αναγνωστήριο, όμως η φιλανθρωπική του δράση είχε αρχίσει ήδη από το 1853, όταν πρόσφερε 500 ασημένια ρούβλια για τη βελτίωση των συνθηκών κρατήσεως των κρατουμένων και επιπλέον 25 ρούβλια για την αποφυλάκιση φτωχών οφειλετών του Ρωσικού κράτους.
Ελληνική κοινότητα
Χρηματοδότησε την έκδοση του έργου «Ιστορία των Κοζάκων του Ζαπαρόζιε», καθώς και βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που εκδόθηκαν στην Οδησσό, ενώ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελληνική κοινότητα της Οδησσού, συμμετείχε στις εκδηλώσεις της και το 1871 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος, ενώ δώρισε στην Ελληνική κοινότητα τριώροφο κτίριο στην οδό Πούσκιν, το σπίτι του πατέρα του, γνωστό ως το «το σπίτι της Φιλικής Εταιρείας», στην πάροδο Κράσνι αριθμός 18, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το παράρτημα του Ελληνικό Ιδρύματος Πολιτισμού. Δώρισε επίσης το Μαράσλειο Γηροκομείο, παρείχε χρηματική υποστήριξη στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο, στον Ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος, ενώ το 1883 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος, αντικατέστησε τον αποθανόντα Θεόδωρο Ροδοκανάκη, και το 1896 εκλέχθηκε ισόβιος πρόεδρος.
Ελλάδα-Εξωτερικό
Η δράση του απλώθηκε και εκτός Ρωσίας και ίδρυσε εκπαιδευτήρια στην Κωνσταντινούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Αθήνα και την Κέρκυρα.
Συνολικά με χρήματα του κτίστηκαν πέντε εκπαιδευτικά ιδρύματα,
• το Ορφανοτροφείο της Κέρκυρας,
• η Μαράσλειος Σχολή στη Φιλιππούπολη,
• το Μαράσλειο Ελληνικό και Πρακτικό Εμπορικό Λύκειο της Θεσσαλονίκης,
• τη «Μαράσλειος Βιβλιοθήκη», μετά από προτροπή του Διευθυντή της Ελληνικής Σχολής Οδησσού Λύσσανδρου Χατζηκώνστα.
Το 1905 ίδρυσε και χρηματοδότησε το «Μαράσλειο Διδασκαλείο» ή «Διδασκαλείο Αθηνών», όπου φοιτούσαν οι μέλλοντες δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων της Ελλάδος, το οποίο από το 1952 ονομάστηκε «Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία» [2] [3]. Το οικόπεδο ήταν δωρεά της Μονής Πετράκη και τα σχέδια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Καλλία. Με δαπάνες του κτίστηκαν, το κτίριο όπου στεγάζεται το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, με αρχικό σκοπό να στεγαστεί η «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία», ενώ πρόσφερε στη Δημητσάνα τον ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄και ίδρυσε το 1903 τη Διεθνή Έκθεση Αθηνών, της οποίας εκλέχθηκε ισόβιος πρόεδρος.
Το τέλος
Επί πολλά χρόνια ταξίδευε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου υποβάλλονταν σε θεραπεία για αρθρίτιδα και ποδάγρα. Το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1907 ήταν το τελευταίο καθώς υπέστη ημιπληγία και στο τέλος του Απριλίου του 1907 επέστρεψε στην Οδησσό, όπου και πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Γρηγόριος Μαρασλής, Έλληνας εθνικός ευεργέτης, γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1831 στην Οδησσό της Ρωσίας και πέθανε την 1η Μαΐου 1907, «πιθανώς εκ συγκοπής της καρδίας». Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαΐου και ενταφιάστηκε στην ανατολική πλευρά της αυλής στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην Οδησσό, «..ύστερα από επίμονη παράκληση των αντιπροσώπων της Εκκλησίας και κατά την επιθυμία των συγγενών...» [1]. Παντρεύτηκε το 1903 σε ηλικία 71 ετών, με την Μαρία Φερντινάντοβνα Κιτς, η οποία μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων στερήθηκε την περιουσία της και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου με ενέργειες του καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Γεωργίου Χαριτάκη, της χορηγήθηκε ισόβια τιμητική σύνταξη.
Βιογραφία
Οι γονείς του παντρεύτηκαν περί το 1918, κατάγονταν, ο πατέρας του Γρηγόριος Ιωάννη Μαρασλής, που ήταν μεγαλέμπορος, από το χωριό Μαράς, [Μαράζ], στην περιοχή της Φιλιππούπολης στην Ανατολική Θράκη, ενώ η μητέρα του Ζωή το γένος Θεοδωρίδη, από την Κωνσταντινούπολη. Βαπτίστηκε στις 27 Ιουλίου 1831 με ανάδοχο τον Δημήτριο Θεοδ. Θεοδωρίδη, ο οποίος ήταν αδελφός της μητέρας του. Από το γάμο των γονέων του γεννήθηκαν και μεγαλύτερα παιδιά από τον ίδιο, όμως έζησε και μεγάλωσε μόνο η αδελφή του Ευρυδίκη, που γεννήθηκε το 1820, μετέπειτα σύζυγος του Στεπάν Βασίλιεβιτς Σάφονοφ. Παρακολούθησε μαθήματα στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Κνάρι, στο νομικό τμήμα του Λυκείου Ρισελιέ στην Οδησσό, από το οποίο αποφοίτησε το 1850 και πήρε όπως όλοι οι απόφοιτοι του Λυκείου, το 12ο βαθμό, από τους συνολικά 14 που πρόβλεπε ο νόμος, στην ιεραρχία των υπαλλήλων του Ρωσικού κράτους.
Κρατική Διοίκηση
Την 1η Σεπτεμβρίου 1850 ανέλαβε εργασία στην γραμματεία του κόμητα Μιχαήλ Βοροντσόβ, Γενικού Διοικητή της περιοχής του Καυκάσου, το 1851 είναι ήδη υπάλληλος 9ου βαθμού και το 1854 προάγεται στο βαθμό αυτό, ως «τιτλούχος σύμβουλος». Το Σεπτέμβριο του 1855 αποσπάστηκε και τον Ιανουάριο του 1856 μετατέθηκε στην Πετρούπολη και εργάστηκε στη γραμματεία του 1ου τμήματος των επιτροπών Καυκάσου και Σιβηρίας, με καθήκοντα υπαλλήλου 7ου βαθμού και τον Αύγουστο του 1856, του απονεμήθηκε ο βαθμός Kollezhski assessor, αντίστοιχος του ταγματάρχου στην στρατιωτική ιεραρχία. Τα χρονικά διαστήματα από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο του 1855, από το τέλος του 1856 έως τα μέσα του 1857 και από τα τέλη του 1857 έως το Μάιο του 1858, ταξίδεψε με άδεια εκτός Ρωσίας.
Επιστρέφοντας το 1858, υπέβαλλε την παραίτηση του από τη Δημόσια Διοίκηση και ονομάστηκε τιμητικά Nadvorni Sovethnik, που αντιστοιχούσε στο βαθμό του αντισυνταγματάρχου. Επέστρεψε στην υπηρεσία το 1863, ως έκτακτος υπάλληλος 6ου βαθμού στη γραμματεία του 1ου τμήματος των επιτροπών Καυκάσου και Σιβηρίας, όμως τον Ιούλιο του 1866 παραιτήθηκε για οικογενειακούς λόγους. Με τη μεσολάβηση του στρατηγού Κοτσέμπου, κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας και Βεσσαραβίας, επανήλθε με απόσπαση στο Υπουργείο Εσωτερικών και τέθηκε στη διάθεση του, με έδρα την Οδησσό, ενώ το 1868 για την επιτυχημένη δραστηριότητα του ονομάστηκε Statsky Sovethnik, [Κρατικός Σύμβουλος], που αντιστοιχούσε στο βαθμό του ταξίαρχου.
Το Μάιο του 1869 εκλέχθηκε για τρία χρόνια, επίτιμος ειρηνοδίκης Ιασίου, όμως διατήρησε τη θέση για μακρό χρονικό διάστημα και το 1870 το δημοτικό συμβούλιο της Οδησσού τον εξέλεξε επίτιμο ειρηνοδίκη της πόλεως και το Φεβρουάριο του 1874 προήχθη στον 4ο βαθμό του υπαλληλικού κώδικα και πήρε τον τίτλο Deistvitelny Statsky Sovethnik, [Τακτικός Κρατικός Σύμβουλος]. Λόγω της προαγωγής του απέκτησε τον Ιούνιο του 1875 με διάταγμα της Γερουσίας το δικαίωμα να καταχωρηθεί από το κυβερνείο της Χερσώνας στο γενεαλογικό μητρώο των Ευγενών και κατατάχθηκε στο τρίτο τμήμα, ενώ στις αρχές του 1876, η υπηρεσία ενέκρινε το οικόσημο του και έδωσε σχετικό δίπλωμα.
Δημοτική Διοίκηση
Το καλοκαίρι του 1867, εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος από την τάξη των «Ιδιοκτητών», για διάστημα τριών χρόνων και παράλληλα εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της τάξεως του. Από το 1870 και για τα επόμενα χρόνια, άσκησε καθήκοντα δημάρχου το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως το Σεπτέμβριο, αναπληρώνοντας το δήμαρχο της Οδησσού στο διάστημα της απουσίας του και τον Αύγουστο του 1873 εκλέχθηκε αντιδήμαρχος της πόλεως, ενώ ήταν ήδη πρόεδρος των Ιδιοκτητών εκλογέων, εκτελούσε χρέη προέδρου στην επιτροπή υιοθεσιών και ήταν μέλος της εξελεγκτικής επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου, το οποίο τον εξέλεξε επίτιμο έφορο της σχολής πρακτικής εκπαιδεύσεως, ενώ εκλέχθηκε Πρόεδρος του Συμβουλίου Ειρηνοδικών της Οδησσού.
Δήμαρχος Οδησσού
Εκλέχθηκε Δήμαρχος για πρώτη φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 1878, με 37 ψήφους υπέρ έναντι των 26 ψήφων που πήρε ο αντίπαλος του Μιχαήλ Μπουχτάεβ, συνυποψήφιος του μετά την απόσυρση του έως τότε δημάρχου Νικολάι Νοβοσέλσκι και η εκλογή του επικυρώθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1878, από το Υπουργείο Εσωτερικών. Στις εκλογές του 1885 αντίπαλος του ήταν ο Νικολάι Νοβοσέλσκι, τον οποίο νίκησε με διαφορά 6 ψήφων, ενώ στις εκλογές του 1889 εκλέχθηκε ως μοναδικός υποψήφιος, με 60 ψήφους υπέρ και 4 κατά. Τον Σεπτέμβριο του 1893 γιορτάστηκε η συμπλήρωση δεκαπέντε χρόνων στο αξίωμα του Δημάρχου.
Στη διάρκεια της θητείας του, βελτίωσε τα οικονομικά της πόλεως, επιβάλλοντας φόρο στα ακίνητα και τα αγροτεμάχια, που ήταν ανάλογος με την επιφάνεια κάθε ακινήτου και εξασφάλιζε με αυτόν τον τρόπο το 30% των εσόδων του προϋπολογισμού. Σημαντικά ήταν επίσης, τα έσοδα από τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις εξαγωγές δημητριακών, με τα οποία εκσυγχρόνισε τις υποδομές, βελτίωσε τις συνθήκες διαβιώσεως με την εγκατάσταση δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως, ηλεκτροδότησε την πόλη, εξόπλισε τα σφαγεία και λειτούργησε ιππήλατο τραμ. Μεγάλο μέρος των δρόμων επιστρώθηκε με πέτρα, κατασκευάστηκε το νέο θέατρο της Οδησσού, κτίριο κλειστής φυλακής, ενώ ανεγέρθηκαν περισσότερα από δέκα σχολεία και υδραγωγείο. Αποχώρησε από τη θέση του Δημάρχου το 1895, όμως παρέμεινε δημοτικός σύμβουλος και το 1904 ανακηρύχθηκε επίτιμος ειρηνοδίκης του νομού της Οδησσού.
Φιλανθρωπικό έργο
Οδησσός
Φρόντισε για την υγεία των πολιτών της Οδησσού και το 1886 εγκαινίασε το «Μικροβιολογείον», το πρώτο μικροβιολογικό εργαστήριο, στο οποίο ιδιοκτήτης ήταν ο Δήμος, με διευθυντή τον Ηλιά Μέτσνικοβ, ενώ το 1894 ανέλαβε τη δαπάνη για την κατασκευή νέου κτιρίου για το εργαστήριο. Δωρεές του είναι επίσης, τα κτίρια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, του Μουσείου Ιστορίας και Αρχαιοτήτων, το οποίο στεγάζει και τις πλούσιες Ελληνικές Αρχαιότητες που βρέθηκαν στις ανασκαφές των Ελληνικών Αποικιών του Ευξείνου Πόντου. Φιλοξενεί επίσης και μικρή Κυπριακή Συλλογή, δωρεά του 1875 από Ρώσο συλλέκτη, η οποία περιλαμβάνει κεραμικά και γλυπτά, οι ναοί του Γρηγορίου Θεολόγου και της Μάρτυρος Ζωής, το Μουσείο Καλών Τεχνών, το δημοτικό αναγνωστήριο, όμως η φιλανθρωπική του δράση είχε αρχίσει ήδη από το 1853, όταν πρόσφερε 500 ασημένια ρούβλια για τη βελτίωση των συνθηκών κρατήσεως των κρατουμένων και επιπλέον 25 ρούβλια για την αποφυλάκιση φτωχών οφειλετών του Ρωσικού κράτους.
Ελληνική κοινότητα
Χρηματοδότησε την έκδοση του έργου «Ιστορία των Κοζάκων του Ζαπαρόζιε», καθώς και βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που εκδόθηκαν στην Οδησσό, ενώ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελληνική κοινότητα της Οδησσού, συμμετείχε στις εκδηλώσεις της και το 1871 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος, ενώ δώρισε στην Ελληνική κοινότητα τριώροφο κτίριο στην οδό Πούσκιν, το σπίτι του πατέρα του, γνωστό ως το «το σπίτι της Φιλικής Εταιρείας», στην πάροδο Κράσνι αριθμός 18, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το παράρτημα του Ελληνικό Ιδρύματος Πολιτισμού. Δώρισε επίσης το Μαράσλειο Γηροκομείο, παρείχε χρηματική υποστήριξη στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο, στον Ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος, ενώ το 1883 εκλέχθηκε πρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος, αντικατέστησε τον αποθανόντα Θεόδωρο Ροδοκανάκη, και το 1896 εκλέχθηκε ισόβιος πρόεδρος.
Ελλάδα-Εξωτερικό
Η δράση του απλώθηκε και εκτός Ρωσίας και ίδρυσε εκπαιδευτήρια στην Κωνσταντινούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Αθήνα και την Κέρκυρα.
Συνολικά με χρήματα του κτίστηκαν πέντε εκπαιδευτικά ιδρύματα,
• το Ορφανοτροφείο της Κέρκυρας,
• η Μαράσλειος Σχολή στη Φιλιππούπολη,
• το Μαράσλειο Ελληνικό και Πρακτικό Εμπορικό Λύκειο της Θεσσαλονίκης,
• τη «Μαράσλειος Βιβλιοθήκη», μετά από προτροπή του Διευθυντή της Ελληνικής Σχολής Οδησσού Λύσσανδρου Χατζηκώνστα.
Το 1905 ίδρυσε και χρηματοδότησε το «Μαράσλειο Διδασκαλείο» ή «Διδασκαλείο Αθηνών», όπου φοιτούσαν οι μέλλοντες δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων της Ελλάδος, το οποίο από το 1952 ονομάστηκε «Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία» [2] [3]. Το οικόπεδο ήταν δωρεά της Μονής Πετράκη και τα σχέδια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Καλλία. Με δαπάνες του κτίστηκαν, το κτίριο όπου στεγάζεται το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, με αρχικό σκοπό να στεγαστεί η «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία», ενώ πρόσφερε στη Δημητσάνα τον ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄και ίδρυσε το 1903 τη Διεθνή Έκθεση Αθηνών, της οποίας εκλέχθηκε ισόβιος πρόεδρος.
Το τέλος
Επί πολλά χρόνια ταξίδευε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου υποβάλλονταν σε θεραπεία για αρθρίτιδα και ποδάγρα. Το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1907 ήταν το τελευταίο καθώς υπέστη ημιπληγία και στο τέλος του Απριλίου του 1907 επέστρεψε στην Οδησσό, όπου και πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου