Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ψυχογράφημα

                                    
  Κάνοντας μια συνοπτική θεώρηση στην πορεία της ζωής μου δικαιούμαι να πω:

    - Καλά την έβγαλα!

    Παρά τις εγγενείς αφετηριακές δυσκολίες, που με καθόρισαν, παρά τις επίκτητες δικές μου περιπέτειες, η πορεία της ζωής  ήταν καλύτερη απ’ ότι οι αρχικές προϋποθέσεις προέβλεπαν.

    Μεγάλωσα, χωρίς καμιά αξιοσημείωτη περιπέτεια της υγείας μου, σπούδασα μια επιστήμη, παντρεύτηκα μια ικανή, ρεαλίστρια και προστατευτική γυναίκα, έκανα ένα παιδί- δυστυχώς μόνο ένα. Έκτισα ένα σπίτι, φύτεψα δέντρα με σπόρους που συγκέντρωσα από διάφορους ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας και τώρα που μεγάλωσαν τα καμαρώνω και τα χαίρομαι. Μια από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που έζησα ήταν η παρακολούθηση της δύναμης ζωής που εμπεριέχεται σ’ ένα σπόρο. Πως ξυπνάει και πως αναπτύσσεται. Παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την ανάπτυξη ενός φυτού βλέπεις και τη δύναμη της ανθρώπινης ζωής.

      Αυτά! Τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα το συνταρακτικό. Όμως αυτή δεν είναι η ζωή; Όλα τ’ άλλα «τυχαίνουν» μόνο σε κάποιους ιδιαίτερους. Δεν ξέρω όμως αν είναι για καλό ή κακό.  Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά επεισόδια στη ζωή μου και ποια τα βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα μου, τα χούγια του; 

  Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι έζησα πολύ περισσότερο από ότι αρχικά υπολόγιζα. Θυμάμαι το πρώτο όριο που, μεταξύ σοβαρού και αστείου, έχοντας όμως την πλήρη συνείδηση του ισχυρισμού, έβαζα για τον εαυτό μου. Τα χρόνια του Χριστού!   Δηλαδή το όριο των 33 χρόνων. Μάλιστα σε κάποια ευκαιρία επικαλέστηκα αυτό το όριο, ως επιχείρημα για να αποφύγω ένα πρόωρο στρίμωγμα για οριστική συναισθηματική μου δέσμευση.

  - Δε μπορώ να παντρευτώ τη κόρη σου κύριε Μήτσο! Δε μπορώ να πάρω στο λαιμό μου τη μοναχοκόρη σου. Εγώ νωρίς, στα 33 μου, θα πεθάνω!

       Να σημειώσω ότι πολύ νωρίτερα, στους πρώτους μήνες της ζωής μου, κινδύνεψα σοβαρά να τελειώσω από την πείνα και μόνο η αποφασιστικότητα της Μάνας μου και ο ηρωισμός της αδελφής μου με κράτησαν ζωντανό. Σε κάποιες δύσκολες και σκληρές στιγμές, σε κάποια ψυχολογικά κατεβάσματά μου, πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα να φύγω από τη ζωή με δική μου πρωτοβουλία, αλλά η δειλία ή ο φόβος συνδυασμένα με την κοινή λογική τελικά το απέτρεψαν.

      Ευτυχώς!  Έτσι λίγο-λίγο έφτασα εδώ που έφτασα σε μια σεβαστή, με τις παιδικές μου μνήμες, ηλικία και τώρα έγινα και απαιτητικός. Θέλω τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν συνέχεια! Απληστία; Ίσως, αλλά αυτό δεν είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό;

    Κυρίαρχο στοιχείο των παιδικών μου χρόνων είναι οι συνθήκες στέρησης μέσα στις οποίες μεγάλωσα. Εδώ αφετηριακά πρέπει να κάνω μια δήλωση. Τη στέρηση κάποιων πραγμάτων την νιώθεις, την αντιλαμβάνεσαι και τη συνειδητοποιείς μόνο όταν υπάρχουν όροι σύγκρισης με το διαφορετικό και όταν αυτοί οι όροι είναι επικαίρως γνωστοί. Η αλήθεια είναι ότι τη στέρηση άργησα προσωπικά να τη συνειδητοποιήσω. Στερήσεις που δε συνειδητοποιούνται στην ώρα τους είναι  τελικά στερήσεις; Αυτή είναι η αλήθεια κι αυτό είναι το αναπάντητο για μένα ερώτημα.

      Έτσι μια σειρά πράγματα δεν είχα την ευτυχία να τα γνωρίσω έγκαιρα. Ως παράδειγμα αναφέρω τα ταξίδια πέρα από το στενό περίγυρο της περιοχής μου. Αυτά άρχισαν πολύ αργότερα από ότι θα περίμενε κανείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δυο βασικά αστικά κέντρα Αθήνα και Θεσσαλονίκη πρωτοπήγα αφού είχα συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια μου. Άλλες περιοχές, όπως νησιά των Ελληνικών θαλασσών τα γνώρισα αρκετά αργότερα. Στο εξωτερικό βγήκα για πρώτη φορά μετά τη συμπλήρωση της τέταρτης δεκαετίας της ζωής μου.

     Σαν άλλο παράδειγμα αναφέρω το γεγονός ότι στην οικογένειά μας δεν υπάρχουν παιδικές φωτογραφίες όλων μας. Οι πρώτες φωτογραφίες που απεικονίζουν τα αδέλφια μου είναι όταν έχουμε διαβεί πια την πρώτη τουλάχιστον δεκαετία της ζωής μας Εδώ πρέπει να ομολογηθεί μια αλήθεια. Η έλλειψη δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανέχεια. Οφείλεται και στο έλλειμμα της αντίστοιχης κουλτούρας. Αυτή η έλλειψη δεν αφορούσε μόνο την δική μου οικογένεια αλλά και ολόκληρη τη γύρω γειτονιά. Αν υπήρχε κοντά μας ένας επαγγελματίας φωτογράφος, που να έδινε το αρχικό κίνητρο, τουλάχιστον λόγω μιμητισμού ή περιέργειας, αυτή η έλλειψη ίσως να μην υπήρχε.

    Εκείνο που είναι παράξενο και το σημειώνω με έμφαση είναι η παντελής έλλειψη αναμνήσεων  και εικόνων από τα πρώτα  παιδικά μου χρόνια. Τίποτα! Λες και δεν υπήρξαν. Αν ξέρω κάποια πράγματα είναι με έμμεσο τρόπο μέσα από διηγήσεις της Μάνας ή των αδελφών μου. Αυτό μου προξενεί εντύπωση, γιατί άλλοι άνθρωποι και φίλοι -της ίδιας ή ακόμα και μικρότερης ηλικίας από εμένα- βλέπω να θυμούνται με άμεσο τρόπο συμβάντα που αναφέρονται στη δική τους ζωή αντίστοιχη  με τη δική μου ουσιαστικά     «νεκρή περίοδο».

  Μόνο μια αμυδρή και μακρινή  αίσθηση του κρύου, που ένιωθα συνεχώς  στη μέση μου και το συχνό πόνο στην «ελιά», κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά από μια κουραστική από παιχνίδι  και τρέξιμο μέρα. Αυτές είναι δυο  αχνές παιδικές μου αναμνήσεις. Βάζω το ερώτημα. Ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, που υποσυνείδητα απωθήθηκαν από τη μνήμη μου; Είναι κι αυτό ένα ενδεχόμενο, που δε μπορώ να αποκλείσω Οι προσωπικές μου μνήμες αρχίζουν από την εποχή που πηγαίνω στο σχολείο, δηλαδή γεμάτα τα έξη χρόνια.

    Στη συνοικία μας υπήρχε  πρώιμα ένα δημόσιο νηπιαγωγείο! Την εποχή που ακόμα υπήρχαν περιοχές που δεν είχαν καν Δημοτικό σχολείο η Νέα Ιωνία είχε δικό της νηπιαγωγείο. Δε διαθέτω τα στοιχεία, ούτε έχω ποτέ-δυστυχώς- ρωτήσει την αιτία αυτής της πρωτοτυπίας. Πιστεύω όμως ότι αυτό εξηγείται από την πληθυσμιακή σύνθεση του κόσμου της γειτονιάς την εποχή εκείνη. Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο οι συντριπτικά περισσότεροι. Πολλοί από αυτούς στα προηγούμενα χρόνια μιλούσαν τούρκικα ή μιλούσαν και τούρκικα. Ακόμα και μέσα στην οικογένειά μου, όταν οι γονείς μου ήθελαν να πουν κάτι που εμείς δεν έπρεπε να το καταλάβουμε το έλεγαν στα τούρκικα.

   Έτσι θυμάμαι τη κυρά Πόπη τη δασκάλα- δε λέω τη λέξη νηπιαγωγό γιατί δεν είχε μπει ακόμα στο τοπικό λεξιλόγιο αυτή η λέξη- σ’ όλες τις φουρνιές των βλασταριών της γειτονιάς- να διδάσκει τη γλώσσα με τραγουδάκια, με αρκετές προσευχές και λίγα

 διαβάσματα ελληνικών κειμένων,  να δημιουργεί με αυτόν τον τρόπο τα απαραίτητα, πολλές φορές πρώτα ακούσματα χρήσιμα για τις επόμενες χρονιές. Θυμάμαι την αυστηρότητά, αλλά και τις τιμωρίες της. Πως θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά να κουλαντρίσει εξήντα με εβδομήντα άγριους μπόμπιρες που αποτελούσαν την τάξη;   Όρθιος κολλημένος στον τοίχο με στραμμένο το πρόσωπο προς αυτόν, να στηρίζεσαι στο ένα πόδι όλη την ώρα, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη τιμωρία. Η βέργα και η βιτσιά στην ημερήσια διάταξη.  Η χειρότερη όμως ποινή ήταν να σε κλείσει στην «απομόνωση», δηλαδή δίπλα στην υπόγεια αποθήκη που ήταν και το νηπιαγωγείο, εκεί  συντροφιά με τα «ποντίκια»!

   Οι παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν  εδώ  ακόμα στην εποχή του Πάγκαλου.

    Αργότερα άρχισε η συνήθης ζωή της γειτονιάς. Άγρια παιχνίδια, πόλεμος συμμοριών από τις διπλανές γειτονιές, πετροπόλεμοι με τους αναπόφευκτους συχνούς τραυματισμούς, κυρίως στα κεφάλια. Επικίνδυνοι ελιγμοί και παιχνίδια με τα τρένα που περνούσαν κοντά μας κι όλη η περιοχή στις γραμμές ήταν αφύλακτη. Περιοδικές απασχολήσεις για να βγαίνει το χαρτζιλίκι, αλλά μικρή επίγνωση και ακόμα μικρότερη συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν  αυτήν τη περίοδο στη χώρα. 

       Μέσα στη συνήθεια της εποχής και την μονοδιάστατη παράδοση των τοπικών συνθηκών η πορεία ενός νέου ήταν σχεδόν μονόδρομος: Να γίνει παραγιός σ’ ένα μάστορα για να αρχίσει να μαθαίνει μια τέχνη ή υπάλληλος σε κάποιον επαγγελματία Ήταν νωρίς να μπει ως εργάτης στα εργοστάσια της κάτω πόλης. Δε λείπανε δα τα στιβαρά χέρια για να καλύψουν αυτές τις θέσεις.

    Εγώ όμως, μέσα σ’ αυτό το κλίμα του κακορίζικου στενού ορίζοντα, έκανα μια στιγμή από μόνος μου την υπέρβαση, σπάζοντας το τσόφλι της στενής μοίρας των παιδιών της γειτονιάς. Συνέχισα τις σπουδές στο γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις και πέρασα και στο Πανεπιστήμιο.

      Όμως η μετέπειτα πορεία μου καθορίστηκε από την ένταξή  μου στην παράταξη της Αριστεράς. Ήταν αναπόφευκτο κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή; Για τον εαυτό μου πιστεύω ναι! Με την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε γύρω μας και την προσωπική μου ψυχολογία ήταν νομοτελειακή αυτή η πορεία. Η μόνη ένσταση που μπορεί να ασκηθεί- και αυτή εκ των υστέρων βέβαια- είναι η ευκολία με την οποία έγινε αυτή η ένταξη και η ολοκληρωτική και άνευ όρων παράδοση του εαυτού μου, χωρίς κανένα κράτημα και μέτρο. Εδώ χρειάζεται να γίνει μια διευκρίνιση, ένα προκαταρκτικό ξεκαθάρισμα.

   Όταν τοποθετήθηκα στην αριστερή παράταξη δεν ήταν γιατί με κέρδισε η ακτινοβολία της μαρξιστικής ιδεολογίας της ούτε το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας που επαγγελλόταν ότι θα οικοδομήσει. Σ’ εκείνη τη φάση δε χαμπάριζα τίποτα για όλα αυτά. Εκείνο που με έκανε να αγαπήσω τον κόσμο της Αριστεράς ήταν  οι άνθρωποι γύρω μου. Αυτοί που καταδιώκονταν για τις ιδέες τους, που αντιμετώπιζαν τη σκληρότητα και τα κυνηγητά της κρατικής εξουσίας που προέκυψε μετά την ήττα. Προσωπικά δε με κυνηγούσε καμιά οικογενειακή παράδοση. Η οικογένειά μου ήταν από τους σιωπηλούς εκείνους ανθρώπους, που η αποκλειστική σχεδόν έγνοια τους είναι το καθημερινό κυνηγητό του επιούσιου. Δεν είχαν καμιά ουσιαστική συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων, που τραυμάτισαν την πατρίδα μας. Μόνο μια υπόγεια και μη ομολογημένη συμπάθεια στους κυνηγημένους. Σε μένα λειτούργησε η αυθόρμητη τάση που έχει ο άνθρωπος να υποστηρίξει τον κάθε κυνηγημένο, τον κάθε αδικούμενο. Σε άλλη ευκαιρία το έχω ονομάσει «σύνδρομο του Ζορό». Αργότερα μπήκε στη ζυγαριά η ιδεολογία και το όραμα της πιο δίκαιης κοινωνίας.

     Την εποχή εκείνη η τοποθέτησή ενός ατόμου στην αριστερή παράταξη, στις πολιτικές συνθήκες εκείνης της περιόδου, είχε τις  συγκεκριμένες συνέπειες που σίγουρα θα δυσκόλευαν τη ζωή του. Και πράγματι αυτό έγινε!  Η ενασχόληση μου με την πολιτική, από τη πλευρά της Αριστεράς σφράγισε μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, γιατί η ολοκληρωτική αφοσίωση με έφερε στη δυσάρεστη θέση να υποστώ τις συνέπειες που  αυτό συνεπαγόταν.

    Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα  είναι η περίοδος- πάνω από δυο χρόνια- που υπηρέτησα την πατρίδα μου, ως στρατιώτης. Ήταν για μένα μια οδυνηρή και πλήρως αρνητική εμπειρία. Αντιμετωπίστηκα από την κρατούσα κατάσταση ως εχθρός της πατρίδας, ως μίασμα, ως …πράκτορας ξένης δύναμης. Ο στρατός, εκείνη την εποχή, απεμπόλησε το κύριο καθήκον της υπεράσπισης της ακεραιότητας της χώρας και αντί να προετοιμάζει τα παιδιά της να αρθούν στο ύψος αυτού του ιερού καθήκοντος τα χώριζε σε κατηγορίες και κάποια, χωρίς καμία αναστολή τα ποδοπατούσε.   Αμφισβητήθηκε η αγάπη μου για  την πατρίδα, τον τόπο που με γέννησε και ανέθρεψε. Αυτό  με πλήγωσε βαθειά με το πιο οξύτερο τρόπο, ιδιαίτερα όταν έγινε από ανθρώπους νάνους που δεν είχαν τα εχέγγυα και το ηθικό ανάστημα να παίξουν το ρόλο του κριτή.

       Η εναντίωσή μου στη δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της ευαισθησίας που έχει ή πρέπει να έχει ο δημοκρατικός πολίτης να υπερασπίσει το πολίτευμα της χώρας από αυτούς που το επιβουλεύονται. Μπήκα στην αντιστασιακή δραστηριότητα και η σύλληψη και καταδίκη μου από το έκτακτο στρατοδικείο ήταν αυτονόητη συνέπεια. Τα πέντε χρόνια που έζησα στη φυλακή, πάνω στην καλύτερη φάση της ηλικίας του ανθρώπου, ήταν μια αδικία που μου επεφύλαξε η ζωή, αλλά «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Η απομόνωση από την ζωή της κοινωνίας, η στέρηση βασικών πραγμάτων, αλλά και οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στον ευρύτερο παγκόσμιο χώρο αποτέλεσαν την κατάλληλη ευκαιρία για μια πιο ψύχραιμη θεώρηση των πραγμάτων, για μια νέα ανασυγκρότηση των κεντρικών φιλοσοφικών, ιδεολογικών και πολιτικών μου πεποιθήσεων.

    Μετά τη μεταπολίτευση έζησα όλο το κραυγαλέο αναποδογύρισμα των συνθηκών της ζωής, το κυνήγι των μαγισσών που ακολούθησε μετά την πολύχρονη σιωπή της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, τις υπερβολές σ’ όλους τους τομείς της ζωής της Ελληνικής κοινωνίας, που πήρε το όνομα: Αποχουντοποίηση. Μερικοί αυτόκλητα διορίστηκαν εισαγγελείς και οι κατηγορίες άρχισαν, χωρίς μέτρο και συγκρατημό, να εκτοξεύονται επί δικαίων και αδίκων με αποτέλεσμα να χαθεί κάθε ίχνος της αξιοπιστίας αυτής της εκστρατείας, Σ’ αυτόν τον τόπο, που πρωτοειπώθηκε το σοφό ρητό «Μηδέν άγαν», σ’ αυτό τον τόπο στις κρίσιμες πολιτικές περιόδους λείπει το μέτρο, η σοβαρότητα και η ψύχραιμη αντιμετώπιση των καταστάσεων Σα λαός έχουμε μια αυτοκτονική προδιάθεση, να χύνουμε από την τσανάκα όλο το γάλα, που με τόσο κόπο αρμέξαμε.

  Χρόνια η λογική αυτή έγινε ανασταλτικός παράγοντας για την απαιτούμενη ηρεμία που χρειαζόταν ο τόπος μας.  Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της «αγωνιστικής έξαρσης» επηρεάστηκα κι εγώ αναζητώντας, παρά τα προηγούμενα συμπεράσματά μου στην ηρεμία της απομόνωσης, ενδιάμεσες καταστάσεις, θνησιγενείς προσπάθειες αναστύλωσης ξεπερασμένων δομών. Ήταν δεδομένη η αποτυχία. Προφανώς μεγάλη είναι η προσωπική μου ευθύνη, αλλά τέλειοι άνθρωποι και τέλειες καταστάσεις δεν υπάρχουν πουθενά ή υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Με μεγάλη επιφυλακτικότητα πρέπει να αντιμετωπίζονται όλοι οι παρόμοιοι ισχυρισμοί.

     Αυτά τα χρόνια οι πιεστικές βιοτικές ανάγκες με οδήγησαν να εργάζομαι ως δάσκαλος. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα οριστικά με τι θα ασχοληθώ. Αυτή η αμφίσημη θέση μου, αυτή η επαμφοτερίζουσα κατάσταση επέδρασε αρνητικά στη ψυχολογία μου. Έζησα συνθήκες «υπερκόπωσης» με μια μέτρια εργασιακή  απασχόληση σε σχέση με αυτήν που στη συνέχεια και για πολλά χρόνια θα είχα, όταν  οριστικά καταστάλαξα ότι αυτό θα είναι το επάγγελμά μου.

  Έτσι το επάγγελμα που άσκησα ήταν δάσκαλος σ’ ένα μεγάλο φροντιστήριο. Δε μου ταίριαζε η δέσμευση στο δημόσιο και η γενικότερη ατμόσφαιρα που εκεί επικρατούσε. Εν είδει  παρενθέσεως να αναφέρω εδώ ότι κανένας από την οικογένειά μου δεν επιδίωξε την σιγουριά και την «ασφάλεια» της κρατικής θέσης. Έτυχε ή ήταν σφραγισμένο στο DNA μας; Δε ξέρω! Εκείνο που σημειώνω είναι ότι ποτέ δεν επιδιώξαμε γνωριμίες με τον τοπικό βουλευτή, ποτέ δεν διανοηθήκαμε να ζητήσουμε κάποιο ρουσφέτι από κανέναν, ακόμα και την περίοδο της μεγάλης ανέχειας.

  Μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους καθηγητές προετοιμάσαμε στο Φροντιστήριο δεκάδες χιλιάδες μαθητές για την εισαγωγή τους σε μια Πανεπιστημιακή σχολή. Αυτό κατορθώθηκε κυρίως  με τις δικές τους πνευματικές ικανότητες, αλλά  όμως και με τη δική μας καθοδήγηση και συμβολή. Σήμερα ένας μεγάλος αριθμός τελειωμένοι απόφοιτοι Πανεπιστημίων, που κυκλοφορούν στη χώρα και το εξωτερικό υπήρξαν μαθητές μου. Πολλοί μάλιστα από αυτούς έχουν αξιοζήλευτη πορεία και αυτό με γεμίζει με την αυτονόητη περηφάνια.

      Σα δάσκαλος, μάλλον ήμουν καλός. Προσπάθησα να εμπλουτίζω το μάθημα και με άλλα στοιχεία χρήσιμα κατά την άποψη μου στον νέον άνθρωπο. Ίσως γι’ αυτό απόκτησα το προσωνύμιο: Ο Θείος!  Κάποια στιγμή που ολοκληρώθηκε ο χρόνος και έφτασα στη συντάξιμη ηλικία έγινα απόμαχος της εργασίας. Είχα πια εξηνταπενταρίσει. Τώρα βρίσκομαι σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου και νομίζω ότι περνάω σχετικά καλά, αν αγνοήσεις το γεγονός ότι ο χρόνος που περνάει  είναι αδυσώπητος και αφήνει δυστυχώς πίσω του όλο και σαφέστερα τα ίχνη του. Θα επανέλθω πάλι σ’ αυτή την περίοδο.

  Ας έρθω τώρα στη δεύτερη κατηγορία θεμάτων στην οποία θέλω να αναφερθώ, δηλαδή να περιγράψω κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα μου και τις αλλαγές  που επήλθαν σ’ αυτά στη διάρκεια του χρόνου. Με την ευκαιρία θα κάνω κάποιες νύξεις και στα πολιτικά δρώμενα της χώρας σε κάποιους κατά την προσωπική μου άποψη μύθους, που ευρύτερα κυκλοφορούν.

      Η ανέχεια των παιδικών χρόνων, όπως ξανά είπα, στένεψε εξαρχής τον χαρακτήρα μου, τον έκανε παραπονιάρη και μίζερο, του περιόρισε το εύρος των γνώσεων και άρα των ενδιαφερόντων. Αυτό είναι ένα αφετηριακό αρνητικό δεδομένο.  Οι σκληρές συνθήκες της εποχής συνδυασμένες με τη ειδική ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου σφυρηλάτησαν  έναν ανθεκτικό μεν χαρακτήρα, για να αντέχει στις υλικές δυσκολίες, που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν, αλλά τον άφησαν εκτός από μια μεγάλη και χρήσιμη γκάμα ανθρώπινων ενδιαφερόντων, ενώ συγχρόνως τον φιλοδώρησαν με μια σειρά κόμπλεξ και αναστολές που τον συντρόφευσαν σ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής του.

     Ιδιαίτερα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, η ιστορία  και οι περιπέτειές τους. Τα αντικείμενα, οι τεχνικές κατασκευές, ο τρόπος λειτουργίας τους, ποτέ δεν συγκέντρωσαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου. Παρατηρούσα τον υλικό κόσμο με τη γενική ματιά, σαν αυτό που λέμε διαγώνιο διάβασμα. Μ’ άρεσε ένα όμορφο τοπίο, αλλά δεν συγκέντρωνα το ενδιαφέρον μου σε λεπτομέρειες της μορφής αυτού του πράγματος. Όλο αυτό θα το έβαζα κάτω από τον εξής τίτλο:

   Πλήρης έλλειψη καλλιτεχνικής φλέβας!

    Τα χέρια μου δεν είχαν την παραμικρή δεξιοτεχνία στις οποιασδήποτε κατασκευές και όταν μια τέτοια κατασκευή ερχόταν ενώπιόν μου δεν μου ξυπνούσε κανένα ενδιαφέρον για τις δομές της και τη λογική της λειτουργίας της. Αν έχωνα το χέρι μου το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν να την καταστρέψω. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μειονέκτημα που επίσης με συντρόφευσε στη ζωή.

     Είναι χαρακτηριστική η αφοσίωση και η αγάπη πολλών άλλων για τις μηχανές κάθε μορφής, για τα τεχνικά τους δεδομένα, τα αυτοκίνητα, τα μοντέλα. Όλες αυτές οι συζητήσεις που πολλές φορές είναι έντονες και μακρόχρονες προσωπικά τις αντιμετώπιζα με συγκατάβαση, αλλά στην ουσία με άφηναν παντελώς αδιάφορο. Έτσι εξηγείται που δεν έδειξα ποτέ ενδιαφέρον να μάθω οδήγηση, να γνωρίζω τη λειτουργία των πολυποίκιλων ηλεκτρονικών συσκευών, να μείνω τόσο πίσω γενικά στη τεχνολογία. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι σπούδασα Φυσική και έπρεπε λογικά να είμαι μέσα στα πράγματα.

  Είναι ευκαιρία  εδώ να ομολογήσω κάτι. Από πολύ νωρίς λάτρεψα τα Μαθηματικά, ένιωσα τη χαρά να λύνω δύσκολα προβλήματα και κατά ένα ασαφή στην αρχή τρόπο είχα την αίσθηση της λογικής ακολουθίας και ενότητας που αυτά παρουσιάζουν. Μαθηματικός ξεκίνησα να γίνω, στη σχολή αυτή έδωσα εξετάσεις. Στο Φυσικό έδωσα συμπληρωματικά, με το τότε υπάρχον σύστημα εξετάσεων, για λόγους ανασφάλειας. Το γεγονός ότι «παρασύρθηκα» από συμβουλές τρίτων να πάω στο Φυσικό, ενώ είχα πετύχει και στο Μαθηματικό, είναι ένα από τα πολλά λάθη της ζωής μου για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος είμαι εγώ. Όμως δεν το ομολόγησα ποτέ στους μαθητές μου. Θα ήταν παιδαγωγικά απαράδεκτο κάτι τέτοιο. Στην αρχή του πρώτου έτους σπουδών, μου πέρασε από το μυαλό να δώσω πάλι εξετάσεις, αυτή τη φορά στη Φιλολογία, πράγμα όμως που δεν το έκανα. Όταν λίγο αργότερα άρχισα να ασχολούμαι με τη πολιτική ήθελα να σπουδάσω… Οικονομία. Όλα αυτά δείχνουν και  τα στοιχεία της αστάθειας του χαρακτήρα μου, αλλά όμως λίγο-πολύ έτσι δεν είναι οι περισσότεροι άνθρωποι; Τουλάχιστον ας το υποθέτω ότι έτσι είναι, για να παρηγορηθώ. Ένα από τα σχέδιά μου ήταν να γυρίσω ως καθηγητής στην ιδιαίτερη μου πατρίδα. Όμως οι περιπέτειες που παρενεβλήθησαν ακύρωσαν οριστικά αυτά τα σχέδια.

  Ένα άλλο από τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα μου- που αναγνώρισα έγκαιρα- είναι η κόντρα και η αντίδρασή στην οποιαδήποτε πίεση ή απόπειρα επιβολής με τη βία  προθέσεών κάποιων τρίτων χωρίς τη δική μου συγκατάβαση. Τότε από μέσα μου ξεπηδούσε ένα δογματικό πείσμα, μια ανυποχώρητη αντίδραση, που πολλές φορές με οδηγούσε στο αντίθετο άκρο. Ένα από τα πρώτα επεισόδια που θυμάμαι είναι ο πόλεμος που άνοιξα με έναν από τους δασκάλους μου που επιχείρησε με το ζόρι να με κάνει να γράψω με το δεξί χέρι. Δεν του πέρασε όμως, παρά τον απάνθρωπο- όχι απλώς αντιπαιδαγωγικό-  τρόπο με τον οποίο  επιχείρησε να μου το επιβάλλει.   Παρατεταμένη τέτοια πίεση  για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους υπέστην και στο στρατό, αλλά και εκεί στύλωσα τα πόδια και μόνο αυτό το δυνατό πείσμα με κράτησε όρθιο, ανυποχώρητο και συνεπή στην τότε πολιτική μου θέση. Τελικά μη νομίζετε ότι ένα τέτοιο δογματικό πείσμα είναι πάντα για καλό. Στις συνθήκες όμως της εποχής ήταν θα έλεγα η μοναδική διέξοδος. Σήμερα δε διαθέτω πια αυτήν την ικανότητα. Στην ευγενική και ανθρώπινη συμπεριφορά αντίθετα ήμουν συγκαταβατικός έως ευκολόπιστος.

    Στις παιδικές παρέες, μου άρεσε να έχω τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δε νομίζω ότι  επέβαλα με το ζόρι αυτόν το ρόλο. Απλώς η πληθωριστική, έτσι κι αλλιώς, παρουσία μου έκανε το φαινόμενο αυτό εκ των πραγμάτων αναπόφευκτο. Το ίδιο συνεχίστηκε και στο σχολείο, αλλά εκεί υπήρχε το αβαντάζ ότι ήμουν αρκετές φορές ο καλύτερος μαθητής στη τάξη και τότε αυτό είχε τη σημασία του, αφού ο καλός μαθητής ήταν σημείο αναφοράς στο σχολείο και γενικής παραδοχής στην κοινωνία, σε αντίθεση με τη σημερινή αντίληψη κατά την οποία ο καλός μαθητής αντιμετωπίζεται υποτιμητικά ως σπασίκλας ή βλίτο.

       Για πολλά χρόνια βρισκόμουν στο επίκεντρο των εξελίξεων, είχα πολλές γνωριμίες, παρέες με ποικιλία ενδιαφερόντων, ικανότητα προσέγγισης, ευκολία δημιουργίας φιλικών σχέσεων με διάφορους ανθρώπους, φιλίες σ’ όλους τους χώρους, δραστηριότητα έντονη και πολύπλευρη. Το  πράγμα αυτό φάνηκε ανάγλυφα στην φοιτητική μου περίοδο που ασχολήθηκα με τον συνδικαλισμό- τον αθώο συνδικαλισμό εκείνης της  εποχής- και τιμήθηκα με την ψήφο της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Εν τούτοις τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια πλήρης ανατροπή, αφού χρόνο με το χρόνο περιορίζω τους δεσμούς μου με παλαιές γνωριμίες και αρχίζω να εμφανίζω σιγά-σιγά φαινόμενα αγοραφοβίας.

    Παρά τη σκληρότητα  του περιβάλλοντος που μεγάλωσα, από μέσα μου ήμουν ευκολοσυγκίνητος, πολλές φορές σε βαθμό τέτοιο ώστε να το κρύβω μη τυχόν και παρεξηγηθώ. Σε  έργα που έβλεπα στον κινηματογράφο το κλάμα έπεφτε στην κάθε αδικία όπου γινόταν, ιδιαίτερα στο καημένο το κορίτσι που συνήθως αφηνόταν μόνο κι έρημο στους πέντε δρόμους. Όταν ερχόταν η ώρα του διαλείμματος και ανάβανε τα φώτα έσκυβα προς τα κάτω να μη φανεί το κλαμένο μου πρόσωπο Το γνώρισμα αυτό γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς περνάει ο χρόνος. Το δάκρυ είναι έτοιμο στις παρυφές των ματιών μου και με το παραμικρό κυλάει στο μάγουλο, χαρακτηριστικό που, θυμάμαι, είχε κι ο πατέρας μου. Μεγάλη υπόθεση η κληρονομικότητα! Εσύ μπορείς να κάνεις ότι την αγνοείς, εκείνη όμως σκληρά στο υπενθυμίζει. Η Μάνα δεν το είχε. Οι δυσκολίες της εποχής την ανάγκασαν να είναι ρεαλίστρια, προσγειωμένη και γι’ αυτό αποτελεσματική.

    Μένω με την ικανοποίηση ότι δεν εξαργύρωσα κάποια πράγματα, που άλλοι νωρίς στήθηκαν στο «ταμείο» να πάρουν την ανταμοιβή τους. Αν έχεις διάθεση να προσφέρεις κάτι είναι γιατί μέσα  σου υπάρχει ένα περίσσευμα αγάπης και το δίνεις με θετική ψυχική διάθεση και αλτρουϊσμό, χωρίς να ζητάς οποιαδήποτε ανταμοιβή. Τι νόημα θα είχε τότε η λέξη προσφορά! Το χειρότερο όλων είναι ότι αρκετοί εξόφλησαν στο ταμείο ανύπαρκτες προσφορές και μ’ έναν οργανωμένο, αλλά και ιδιαίτερα θρασύ, τρόπο οικοδόμησαν ψεύτικες ιστορίες, επιβεβαιώνοντας ο ένας το ψεύδος του άλλου, καλυπτόμενοι πίσω από καλά προετοιμασμένους μύθους.

     Ας πάει στο διάολο, μωρέ, αυτή η κωλοκατάσταση! Είναι η μόνη ανισορροπία που συμβαίνει γύρω μας; Το ερώτημα και η αγωνία μου είναι μήπως με αυτόν τον τρόπο καταγράφτηκε όλη η προηγούμενη ιστορία στην πατρίδα μας, μήπως οι ήρωες που λατρεύουμε έχουν τελικά πήλινα πόδια.  Να σας ομολογήσω κάτι; Αυτή η ανασφάλεια δε μ’ αρέσει καθόλου! Μου δημιουργεί ένα αίσθημα πνιγμού. Πρέπει, σχεδόν αναγκαστικά, να δεχτούμε- θέλουμε δε θέλουμε - κάποια πράγματα, ως σταθερά. Δε γίνεται διαφορετικά.  Χρειάζεται να υπάρχουν πρότυπα. Αλίμονο αν είναι διαφορετικά. Έτσι νιώθω και αυτό καταγράφω εδώ.

          Ας έρθουμε τώρα σε μερικά γενικής φύσεως θέματα και με αυτή την ευκαιρία ας πω μερικές μου απόψεις γι’ αυτά

     Σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Βασικοί θεσμοί δεν λειτουργούν ή αν λειτουργούν είναι ψευδεπίγραφοι. Ένας ηθικός εκπεσμός είναι διάχυτος σ’ όλους τους τομείς. Αυτό είναι κοινή διαπίστωση. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η αντίσταση σ’ αυτή την κατάντια είναι ασθενής, ενώ αντίθετα το καζάνι υπόκωφα βράζει. Μια σειρά καταστάσεις έχουν γίνει πνιγηροί βρόχοι που αποστερούν από την πατρίδα μας το αναγκαίο οξυγόνο για να πάρει ελεύθερες ανάσες. Ένας εξουδετερωμένος και ξέχειλος κρατικός μηχανισμός είναι ο κύριος παράγοντας της παράλυσης  των θεσμών σ’ αυτή τη χώρα. Και οι κρατούντες τα κλειδιά της ενημέρωσης πάνε να μας πείσουνε για τις «τεράστιες ελλείψεις» του κρατικού μηχανισμού.

     Όμως και ο απλός λαός δεν είναι άμοιρος των ευθυνών του. Τα θέλει ο κώλος του! Δε βλέπεις την πολιτική μας ηγεσία; Γίνανε τόσοι και τόσοι αγώνες, υπεστήκαμε, ως λαός τόσες θυσίες για ν’ απαλλαγούμε από την κληρονομική βασιλεία και φτάσαμε, δυστυχώς, σε ένα καθεστώς κληρονομικής δημοκρατίας. Κάποια αμαρτωλά σόγια νέμονται εναλλάξ την εξουσία, με τη συγκατάθεση και τη σφραγίδα της λαϊκής εντολής. Φταίνε άλλοι γι’ αυτό; Ο λαός είναι αυτός που τους εκλέγει! Δε θα επαναλάβω εδώ την ηλιθιότητα που συχνά ακούγεται για να χαϊδέψει αυτιά:

      Ο λαός έχει πάντα δίκαιο!

 Αν αυτό ήταν αλήθεια θα ήμασταν άλλη χώρα. Για αυτούς που στοιχειωδώς μελετούν την ιστορία βρίσκουν δεκάδες παραδείγματα, που θεμελιώνουν το αντίθετο. Ο λαός μας πολύ συχνά έγινε θύμα εύκολου επηρεασμού από σκοτεινούς κύκλους με ιδιοτελείς σκοπούς.

    Λόμπι, που απόκτησαν, με καταχρηστικούς τρόπους, μεγάλη δύναμη είναι αυτά που με διάφορες μεθόδους ελέγχουν τις πολιτικές εξελίξεις αναστέλλοντας στη πράξη τη βασική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Εργατοπατέρες, συνδικαλιστές του προσωπικού συμφέροντος, ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και των εφημερίδων, εργολάβοι δημοσίων έργων,  πληρωμένοι κονδυλοφόροι με φιλοδοξίες να γίνουν παράγοντες στην κεντρική πολιτική σκηνή. Όλοι αυτοί είναι οι διεκδικητές στο άνομο μοίρασμα της πίτας.

     Στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής στη χώρα κυριαρχούν οι φωνασκούντες, οι ανεύθυνοι, οι τυχάρπαστοι και μερικοί που ενσυνείδητα τρίβουν τα χέρια τους και χαίρονται γι’ αυτή την κατάντια. Πολλές φορές φωνάζουν οι ένοχοι. Ο καταγγελτικός λόγος έγινε εργαλείο ύποπτων συμφερόντων. Προσωπικά αντιμετωπίσω με εξαιρετική δυσπιστία τους «καταγγέλοντες» με τον κίνδυνο να αδικήσω κι αυτόν που μπορεί να έχει το δίκαιο του. Υπάρχει διέξοδος; Το μόνο που μπορώ να πω είναι η ελπίδα πως κάποια στιγμή η ρότα της χώρας θα αλλάξει.

      Από την άλλη έχουμε ένα διαλυμένο σχολείο από μια σειρά δήθεν προοδευτικές παιδαγωγικές καινοτομίες, που κατέστρεψαν τους βασικούς ιστούς της εύρυθμης λειτουργίας του. Παιδαγωγοί των γραφείων, χωρίς τη μυρουδιά της σχολικής τάξης, υιοθετούν χωρίς κανένα δισταγμό κι αμφιβολία κάθε καινοτομία που συναντάνε στη ξένη βιβλιογραφία και θέλοντας να παραστήσουν τον προοδευτικό εισάγουν αμφιβόλου αξίας και χρησιμότητας θεσμούς στο σώμα της εκπαίδευσης.

   Δάσκαλος αποδυναμωμένος από κάθε εξουσία επιβολής μέσα στη τάξη, έρμαιο  των διαθέσεων του οποιουδήποτε κακότροπου νεαρού δεν μπορεί να λειτουργήσει ως παιδαγωγός. Συνήθως μετά από κάποιο χρόνο παραιτείται, θεωρώντας μάταιη την περαιτέρω προσπάθεια.  Πρέπει να ξέρετε ότι όπου γίνεται κάποιο διδακτικό έργο οφείλεται στον ηρωισμό, την επιμονή και την ευσυνειδησία του συγκεκριμένου δάσκαλου. Σχολείο χωρίς τις αρχές της πειθαρχίας, χωρίς τις διαδικασίες της τιμωρίας και του επαίνου δε γίνεται. Πρέπει ο παιδαγωγός να οπλιστεί με τη στοιχειώδη εξουσία, αλλά και την στοιχειώδη εμπιστοσύνη και στήριξη των γονέων και της πολιτείας για να μπορέσει να κάνει το χρέος του. Αν νομίζετε ότι στο χώρο υπάρχουν χιλιάδες χαρισματικοί εκπαιδευτικοί που έχουν την αντικειμενική δυνατότητα με τη δύναμη της προσωπικότητας τους να επιβάλλονται σε κακομαθημένους νέους είστε πολύ γελασμένοι.

     Όμως εδώ, για νάμαι δίκαιος πρέπει να πω και το άλλο. Δε μπορεί να μην υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου της εργασίας και απόδοσης των εκπαιδευτικών. Αυτά  τα μέτρα λασκαρίσματος που «κατακτήθηκαν» τα τελευταία χρόνια στην πραγματικότητα ήταν βήματα διάλυσης και όχι απρόσκοπτης εργασίας. Η έλλειψη επίβλεψης έγινε μαξιλάρι ανάπαυσης για τους έτσι κι αλλιώς τεμπέληδες. Ο εκπαιδευτικός λειτουργός πρέπει να βρίσκεται μονίμως σε καθεστώς αξιολόγησης, και η εξέλιξή του να είναι συνάρτηση αυτής της αξιολόγησης. Οι όροι και οι συνθήκες αυτής της αξιολόγησης να γίνουν αντικείμενο διαλόγου και να είναι αποτέλεσμα- κατά το δυνατόν- κοινής παραδοχής

     Οι παλαιοί σαφείς διαχωρισμοί ανάμεσα στην προοδευτική και την συντηρητική παράταξη, ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά δεν είναι σήμερα πια σαφείς. Στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής και όχι μόνο έχει επέλθει- εδώ και καιρό-  μια μεγάλη προσέγγιση θέσεων, που αν δε γνωρίζεις εκ των προτέρων το ποιόν ενός ομιλητή να μην είσαι σίγουρος σε ποιο μπλοκ πολιτικών δυνάμεων ανήκει.

     Έχετε απαριθμήσει τα τελευταία χρόνια τις αρνητικές τοποθετήσεις της Αριστεράς στις οποιεσδήποτε αλλαγές που προτείνονται από τις δυο τελευταίες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ; Πάντα άρνηση, πάντα καταγγελία. Οπότε σε έναν τρίτο αθώο παρατηρητή αναφύεται το εξής αυτονόητο ερώτημα:

     Καλά, ήταν τόσο ωραία η κοινωνία μας, τόσο προοδευτικοί οι όροι της ζωής της και τώρα έρχονται κάποιοι κακοί να τη γκρεμίσουν; Πως δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι προηγουμένως; Μήπως είχε έρθει η ιδανική σοσιαλιστική κοινωνία και εμείς περί άλλων τυρβάζαμε; Από ότι όμως θυμάμαι η ίδια γκρίνια, ο ίδιος αρνητισμός υπήρχε και τότε! Μήπως χωρίς να το καταλάβουμε η προοδευτική παράταξη, ο χώρος της εξέλιξης και της προόδου μετεξελίσσεται λίγο-λίγο στη συντηρητική εκείνη παράταξη που αγωνίζεται απελπισμένα να «διατηρήσει τα κεκτημένα»;

  Η Αριστερά δεν πρέπει να είναι εκείνη που προωθεί τα πράγματα προς τα εμπρός; Δεν είναι εκείνη, που με τους προβληματισμούς της ρίχνει τους σπόρους των νέων ιδεών και των νέων θεσμών; Πως τότε θα πρέπει να ονοματίσουμε τις δυνάμεις που εναντιώνονται σε κάθε αλλαγή, που θέλουν να διατηρήσουν το Status Quo , που υπάρχει σήμερα; Όλα αυτά είναι παράξενα, αλλά άξια να αναφερθούν.

  Ας κλείσω όμως με τις τελευταίες αναφορές στο πρόσωπό  μου, μια και η ζωή μου ήταν η αφορμή να γραφτεί αυτό το κείμενο.

  Τώρα που βγήκα στη σύνταξη και είδα πως μου μένει ελεύθερος χρόνος, το μυαλό -όσο περίσσεψε από την αρτηριοσκλήρυνση -δεν περισπάται σε πολλές έγνοιες  όπως παλαιά και ως εκ τούτου περισσεύει χρόνος για περισυλλογή και απασχόληση με αντικείμενα που προηγουμένως ήταν λόγω έλλειψης χρόνου σχεδόν απαγορευμένα.

  Μπόρεσα να ασχοληθώ με πράγματα που είχα απωθήσει στην άκρη του μυαλού μου, έγραψα διάφορα κείμενα που ακόμα δεν είδαν το φως της δημοσιότητας και είναι σε αναμονή για μελλοντική χρήση. Συγχρόνως τέλειωσα την ερευνητική μου εργασία για τα Φροντιστήρια και τους ανθρώπους τους, που ήδη γνώρισε τη πρώτη βιαστική δημοσίευση και τη δεύτερη συμπληρωμένη επανέκδοση της. Προηγουμένως είχα εκδώσει με άλλους συνεργάτες διδακτικά σχολικά βιβλία

   Έχω μια εσωτερική ισορροπία, ότι με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα, η στάση μου στη ζωή ήταν αξιοπρεπής.  Σήμερα για ένα πράγμα είμαι στη πρίζα. Όχι σ’ αυτά που έγιναν, αλλά σ’ αυτά που θάρθουν. Που δε θα είναι κυρίως χαρές, αλλά πόνοι, απώλειες αγαπημένων  προσώπων, προσωπική ανησυχία για το μελλοντικό δυσάρεστο ενδεχόμενο αδυναμίας να αυτοεξυπηρετούμαι.  Θα ήταν δώρο Θεού να φύγω όρθιος με ένα ανώδυνο και γρήγορο τρόπο. Αλλά να το ξεκαθαρίσω: Δε θέλω σύντομα. Χρειάζομαι κάποια χρόνια ακόμα όρθιος και με το μυαλό να λειτουργεί όσο αυτό είναι δυνατό για να προλάβω να κάνω κάποια πράγματα που οφείλω στον εαυτό μου και κλωθογυρνάνε χρόνια στο μυαλό μου.

  Χριστέ μου, ας μην καταντήσω σαν εκείνους τους μονόχνωτους ανθρώπους που βλέπω όλο και συχνότερα γύρω μου! Είναι τόσο εύκολο και τόσο βολικό να ζεις στο δυσδιάστατο κόσμο σου, χωρίς τους επικίνδυνους κλυδωνισμούς του πάνω-κάτω. Μόνο αριστερά-δεξιά, μπρος και πίσω. Μόνο γκρίνια και παράπονα! Ποτέ ευχαριστημένοι, πάντοτε με μούτρα Όλο οι άλλοι φταίνε, εκτός από σένα. Όχι δε τη θέλω αυτή την κατάντια!   Δε θέλω να γίνω στα τελευταία μου τσιγκούνης. Ούτε στα χρήματα και τα υλικά αγαθά, αλλά ούτε και κυρίως στα αισθήματα.

    Αντιπαθώ την απληστία, την ανώφελη κατανάλωση, την σκληρότητα στους συνανθρώπους μας, την αυταρέσκεια στα πρόσωπα και την απόλυτη σιγουριά. Προτιμώ την αμφιβολία έστω κι αν αυτό συνεπάγεται ελλιπή πληροφόρηση και αμφιβολία στη δράση. Με αφήνει αδιάφορο το ανηλεές κυνηγητό νέων εμπειριών, η  τάση και η ανάγκη να δοκιμάσεις ντε και καλά τα πάντα.

   Δε μ’ ενδιαφέρουν τα λούσα, οι κοσμικές εκδηλώσεις, και τα πάρτι κοινωνικής προβολής.   Αγαπώ τη νέα ζωή μέσα στα μάτια των παιδιών, αγαπώ τον κήπο και τη θέα με τη θάλασσα από το μπαλκόνι του εξοχικού μου, αγαπώ τα τραγούδια του Μάνου Χατζηδάκη, αλλά και  τα διαφορετικού κλίματος τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, γιατί τα τελευταία είναι δεμένα με τις παιδικές μου μνήμες. Αγαπώ την Νίκη Βόλου μέσα από τα φυλλοκάρδια μου γιατί είναι η ομάδα της γειτονιάς μου και που έπαιξα παλαιότερα στα τσικό της, αγαπώ την ομάδα της ΑΕΚ γιατί τη συνέδεσα από μικρός με την προσφυγική μου καταγωγή.

  Είναι αυτονόητο πως αγαπώ την οικογένειά μου, τη γυναίκα που ήταν μόνιμο στήριγμα στα σκαμπανεβάσματά μου, την αγαπημένη μοναχοκόρη μου που ξέρει πόσο πολύ την αγαπάω και πόσο λίγο ξέρω να της το δείχνω. Αγαπώ τους φίλους μου, στον καθένα έχω τουλάχιστον ένα στοιχείο που καλοπροαίρετα ζηλεύω και θα ήθελα να έχω κι εγώ. Αγαπώ όλες τις γάτες στις οποίες τελευταία αφιερώνω αρκετό χρόνο μου, αλλά ιδιαίτερα την οικόσιτη «χαζούλα» μου, που έχει αναδειχθεί εκ των πραγμάτων ευνοημένο μέλος της μικρής μου οικογένειας. Αυτά προς το παρόν. Ίσως αργότερα να επανέλθω.

 

      Ιανουάριος- Φεβρουάριος 2009

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου