Ε
|
στιάζοντας
την προσοχή μας στο χώρο της εκπαίδευσης την ίδια χρονική περίοδο, μπορούμε να
διατυπώσουμε τις ακόλουθες αρχικές παρατηρήσεις:
Α. Το
νομοθετικό πλαίσιο
Τα κείμενα των νόμων που ψηφίζονται στη
Βουλή από κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις ή
υπογράφονται από τους εκάστοτε δικτάτορες δεν είναι ασφαλή και μοναδικά
κριτήρια για τη μελέτη της κατάστασης στο χώρο της παιδείας. Βεβαίως εκφράζουν
τις προθέσεις της συγκυριακής εξουσίας αλλά πρέπει σοβαρά να λάβουμε υπόψη ότι
δεν είναι αυτονόητο πως βρίσκουν υλοποίηση και εφαρμογή πάνω στο σώμα της
εκπαίδευσης. Οι λόγοι γι’ αυτόν τον ισχυρισμό είναι πολλοί και βάσιμοι.
1. Δεν παρεμβάλλεται ο αναγκαίος minimum χρόνος για να εφαρμοστούν αφού η επόμενη
εξουσία που διαδέχεται σύντομα την προηγούμενη μέσα στο κλίμα της πολιτικής
αδιαλλαξίας και διχασμού που κυριαρχεί αυτήν την περίοδο αναιρεί τις αποφάσεις
της προηγούμενης.
2. Κατά την ψήφιση των νόμων δε λαμβάνονται
υπόψη οι υπάρχουσες ατελείς και στοιχειώδεις υλικοτεχνικές υποδομές ούτε
προβλέπονται τα απαιτούμενα κονδύλια για τη δημιουργία τους.
3. Η εκπαίδευση στη χώρα έχει σοβαρό
αθηνοκεντρικό χαρακτήρα. Η πρωτεύουσα έχει μέχρι το 1926 τα μόνα ανώτερα
εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εδώ υπάρχουν τα καλύτερα στελεχωμένα πρακτικά Λύκεια και
Γυμνάσια, εδώ βρίσκεται το καλύτερο εκπαιδευτικό προσωπικό. Εδώ είναι τα πιο
φημισμένα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο θεσμός των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων
στη χώρα είναι αρκούντως διαδεδομένος αλλά τα σχολεία της περιφέρειας έχουν
μεγάλα κενά προσωπικού. Τα περισσότερα εκπαιδευτικά στελέχη, μετά την πρώτη
τους αρχική τοποθέτηση σε μια απομακρυσμένη πόλη της περιφέρειας, προσπαθούν με
όλα τα μέσα της εποχής να μετατεθούν ή να αποσπαστούν στην πρωτεύουσα. Έτσι τα
κενά που δημιουργούνται είναι δυσαναπλήρωτα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο
βασικά μαθήματα φυσικών επιστημών να διδάσκονται από θεολόγους ή φιλολόγους,
κλάδοι που είναι την εποχή αυτή πλήρως κυρίαρχοι.
Έτσι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο επίπεδο της μόρφωσης ενός απόφοιτου
περιφερειακού σχολείου κι’ ενός απόφοιτου της πρωτεύουσας. Αυτή η διαφορά θα
καλυφθεί για κάποιους από τα φροντιστήρια.
Β. Το
γλωσσικό πρόβλημα
Μεγάλη διάσταση, σκληρή κόντρα στο χώρο της
εκπαίδευσης πήρε το πρόβλημα της γλώσσας. Η αντίθεση αυτή καλύφθηκε με πολιτικό
μανδύα, έγινε κεντρικό πρόβλημα στη παιδεία, αφορμή διαχωρισμού και διώξεων.
Υπήρξαν περιπτώσεις που αυτός ο πόλεμος βάφτηκε με αίμα. Όμως, χωρίς το φόβο να
κατηγορηθώ για αφέλεια, η προσωπική μου άποψη είναι πως ήταν μια παράλογη
μετάθεση των ουσιαστικών προβλημάτων σε μια δευτερεύουσα διάσταση.
Δημιουργήθηκε τότε η σταθερή ψευδαίσθηση πως η υιοθέτηση της λαϊκής γλώσσας θα
έλυνε ως δια μαγείας τα προβλήματα αγνοώντας ότι η γλώσσα είναι το μέσο της
επικοινωνίας και όχι το ίδιο το πρόβλημα. Υποτιμήθηκε το γεγονός ότι εκείνο που
καθορίζει την εξέλιξη μιας κοινωνίας και άρα της εκπαίδευσής της είναι το
οικονομικό υπόβαθρο, η κατοχή των παραγωγικών δυνάμεων, το επίπεδο των
παραγωγικών σχέσεων και η δυνατότητα αφομοίωσης της επιστημονικής εξέλιξης στην παραγωγή.
Τα δύο στρατόπεδα υποστήριζαν μονολιθικά το
τυπικό της γλώσσας τους αλλά η ζωή ξεπέρασε εκ των πραγμάτων αυτές τις
τυπικότητες και αντιθέσεις.
Γ. Έλλειψη
κεντρικού σχεδιασμού
Πρέπει να υπογραμμισθεί όλως ιδιαιτέρως η
έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού για το περιεχόμενο των σπουδών κάθε εκπαιδευτικής
βαθμίδας για το πρόγραμμα της διδακτέας ύλης όχι μόνο με βάση τις ανάγκες της
χώρας αλλά κυρίως αν η επόμενη βαθμίδα συνεχίζει από εκεί που τέλειωσε η προηγούμενη.
Αν η διδακτέα ύλη περιλαμβάνει την αναγκαία (ύλη) για να γίνουν οι απόφοιτοί
της χρήσιμοι στην κοινωνία, την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας. Το
φαινόμενο είναι εντονότερο στην τρίτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, τα ανώτερα
εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εκεί υπάρχει το πολυδαίδαλο σύστημα εποπτείας. Το
Πανεπιστήμιο «ελέγχεται» από το υπουργείο Παιδείας, το Πολυτεχνείο από το
υπουργείο Συγκοινωνιών, οι στρατιωτικές σχολές από τα τότε υπάρχοντα
στρατιωτικά υπουργεία, η Ανωτάτη Γεωπονική από το υπουργείο Γεωργίας κτλ. Στην
πραγματικότητα, κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα καθορίζει το περιεχόμενο των σπουδών
του και τις απαιτήσεις του από τους υποψηφίους φοιτητές του. Εξεταστέα ύλη
είναι ό, τι περνάει από το μυαλό, τη διάθεση και την ιδιοτροπία του καθενός
καθηγητή που ορίζεται από το ίδρυμα ως εξεταστική επιτροπή. Ο ίδιος μαζί με
τους βοηθούς του είναι αυτός που βαθμολογεί τα γραπτά των υποψηφίων και εκδίδει
τα αποτελέσματα. Ουδείς εξωτερικός έλεγχος σε όλη αυτήν τη διαδικασία.
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συγκρίνουμε
τα θέματα που «έπεφταν» όλα τα προηγούμενα χρόνια στο Πανεπιστήμιο –και
ιδιαίτερα στο Πολυτεχνείο– με την ύλη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έστω
μια τυπική σύγκριση, διότι στην πράξη τα
προβλήματα ήταν εντονότερα, καθώς η
«διδαχθείσα» ύλη απείχε παρασάγγας από τη διδακτέα. Η αυτή σύγκριση θα
επαρκούσε για να ερμηνεύσει την ανάγκη της εμφάνισης των φροντιστηρίων, που
αναπτύχθηκαν και βασίλεψαν με ιδιαίτερη επιτυχία αυτήν την εποχή.
Δ. Η
επαγγελματική εκπαίδευση
Στο χώρο της επαγγελματικής και τεχνικής
εκπαίδευσης, στο χώρο των πρακτικών τεχνών για ενδιάμεσα στελέχη που θα
καλύψουν τις υπάρχουσες ανάγκες η συμμετοχή του κράτους είναι μέτρια έως
μηδενική. Οι απόπειρες που γίνονται αποτυχαίνουν γιατί δεν υπάρχει πραγματική
πολιτική βούληση, γιατί δεν υπάρχει το αναγκαίο minimum τεχνικό ειδικευμένο προσωπικό. Οι κρατικές
σχολές που πολλές φορές ιδρύονται αντιμετωπίζονται σα σχολεία «δεύτερης
κατηγορίας», σύντομα χάνουν τον αρχικό τους προσανατολισμό και μετατρέπονται σε
ένα ακόμα σχολείο γενικής παιδείας και ανθρωπιστικού προσανατολισμού.
Οι μόνες σοβαρές και αξιόπιστες απόπειρες στο
χώρο αυτό οφείλονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, από ανθρώπους που είχαν όραμα
και όχι αυτό που φαντάζονται εύκολα μερικοί κίνητρο μόνο το οικονομικό κέρδος.
Χαρακτηριστική περίπτωση για την οποία θα αναφερθώ αναλυτικά παρακάτω είναι η
«Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία» του Όθωνα
Ρουσόπουλου που ιδρύθηκε στην τελευταία δεκαετία του 19ου
αιώνα (1894) και λειτούργησε για 30 χρόνια με μεγάλη εθνική και εκπαιδευτική
προσφορά στη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου