Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Ο Τάκης (μια τραγική εξομολόγηση)

Το έφερε η μοίρα και συγκατοικήσαμε μερικούς μήνες στο ίδιο κελί στην γκρεμισμένη πια φυλακή του Αβέρωφ το 1969. Κρατούμενοι των επίορκων επιβητόρων της εξουσίας. Οι ειδικές συνθήκες που έγινε αυτή η συγκατοίκηση είχε και τις συνέπειες της. Οι αρκετές κοινές ώρες αποκλεισμού σ’ έναν ιδιαίτερα στενάχωρο μέρος σου αφήνουν μόνο δυο επιλογές.

Ή αναπτύσσεται στενή φιλία ή διατηρείται μόνιμη ένταση.

Σε μας έτυχε το πρώτο. Οι εξομολογήσεις περιστατικών της προηγούμενης ζωής είναι μια άμυνα να ξεπεράσεις τα στενά σύνορα που σου επιβάλλονται. Ταξίδια με το νου, αναμνήσεις, απωθημένα, όνειρα που έμειναν μόνο όνειρα χωρίς να έχουν πραγματοποιηθεί κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου. Βλέπεις τα κελιά τα αμπαρώνανε νωρίς το δειλινό κι άνοιγαν μετά το ξημέρωμα. Ο ανθρωποφύλακας κατά τις οκτώ το βράδυ έκλεινε και τον ηλεκτρικό διακόπτη που βρισκόταν στην εξωτερική πλευρά και το σκοτάδι που σε συντρόφευε δεν άφηνε πολλά περιθώρια ασχολιών.

Ο συγκάτοικός μου στο κελί ήταν ο Τάκης …..……. Από την Πάτρα. Μεσήλικας πια, αλλά πάντα περιποιημένος και με φυσική ομορφιά. Το ακόμα μαύρο, μακρύ και ίσο μαλλί του, με τα πρώτα ίχνη του γκρίζου, τα είχε μονίμως περιποιημένα και το βράδυ για να μη χάσουν τη φόρμα τους τα στερέωνε πάντα με φιλέ. Πρόσεχε την εμφάνισή του. Κι αυτό στις συνθήκες της στέρησης είναι μια άμυνα για την επιβίωση.

Ο Τάκης, μαθητής γυμνασίου στην Κατοχή, δε γινόταν να μείνει ασυγκίνητος από το πατριωτικό κάλεσμα του ΕΑΜ για την απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο κατακτητή. Εντάχτηκε στις γραμμές του και μ’ όλη τη νεανική ορμή και αγνότητα πρόσθεσε τη μικρή δική του συμβολή στον αγώνα ενάντια στον ξένο κατακτητή..

Μετά την απελευθέρωση, είχε κι αυτός, νέος έφηβος ακόμα, την τύχη τόσων και τόσων πατριωτών. Με αστήρικτες και φανταστικές «μαρτυρίες» επαγγελματιών ψευδομαρτύρων καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά κι έζησε στις φυλακές μέχρι το 1960. Τότε γύρισε στην Πάτρα κι άρχισε να ζει τη ζωή σαν άνθρωπος. Ωραίος και λάτρης του ωραίου είχε τις επιτυχίες του, αλλά δεν αξιώθηκε να παντρευτεί

Η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο. Μπλέχτηκε σε μια υπόθεση και νάτος βρέθηκε πάλι στη φυλακή. Δεν κάθισε πολύ μέσα γιατί η ποινή του ήταν μικρή και κάποια στιγμή αποφυλακίστηκε. Εδώ και χρόνια- δυστυχώς- δε βρίσκεται πια στη ζωή.

Ένα από τα βράδια, όταν ακόμα δε μας είχε πάρει ο ύπνος, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι  ακούω τη φωνή του να με ρωτάει

«Λευτέρη μ’ έχεις εμένα ικανό να σκοτώσω άνθρωπο;»

«Έλα, ρε Τάκη! Τι λόγια είναι αυτά βραδιάτικα;»

«Κι όμως Λευτέρη. Έφαγα δυο! Δυο ανθρώπους και μάλιστα συντρόφους στον κοινό αγώνα! Η εικόνα τους με κυνηγάει όλα χρόνια τώρα»

Η δήλωσή του μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Σηκώθηκα καθιστός στο κρεβάτι και τον ρώτησα

«Μα πώς έγινε αυτό;»

«Από Εαμίτης έξω, χωρίς γνώση, αλλά μόνο με πίστη, στη φυλακή μετατράπηκα σε αστυνομία του κόμματος. Δε λέω πως έγινα με το ζόρι. Όχι!  Έχω ίσως το ελαφρυντικό της νεότητας, αλλά με κολάκεψε η ανάθεση σε μένα από μεγάλο επώνυμο στέλεχος να του δίνω αναφορά για τα πάντα. Το έκανα πιστεύοντας ειλικρινά ότι προσφέρω υπηρεσία στον αγώνα. Σήμερα ίσως ν’ ακούγεται γελοίο»

«Και λοιπόν;»

« Εσύ ξέρεις την ένταση των κομματικών διενέξεων. Μην κοιτάς τώρα που άνετα μπορείς να διαφωνείς με την ηγεσία του κόμματος χωρίς συνέπειες. Τότε δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ο κομματικός καθοδηγητής είχε πάνω σου εξουσία ζωής και θανάτου. Δυο συγκρατούμενοι μας στη συνεδρίαση της καθοδηγητικής ομάδας -που εγώ δεν είχα δικαίωμα να λάβω μέρος, αφού ήμουν απλό μέλος βλέπεις - είπαν φαίνεται, εκ των υστέρων κρινόμενο, αιρετικές απόψεις, που από τον καθοδηγητή χαρακτηρίστηκαν επικίνδυνες. Διαλυτικές και καθοδηγούμενες από τη διεύθυνση της φυλακής».

Με άλλα λόγια έπεισε εμένα κι έναν άλλο σύντροφο, το όνομα του οποίου δε θέλω να σου πω, ότι θα προξενήσουν μεγάλο κακό στην ομάδα αν δεν βρεθεί λύση

 «Είναι πληρωμένοι από την Ασφάλεια Τάκη» μου είπε.

« Κι εγώ, ο χαμένος, ασυζητητί το ρούφηξα με την πρώτη. Μην με κρίνεις, Λευτέρη, με τα σημερινά κριτήρια. Τότε το κόμμα είχε πάντα δίκαιο»

«Και λοιπόν τι κάνατε;» 

«Έπρεπε να τους εξαφανίσουμε.  Την ιδέα την έριξε ένα άλλο στέλεχος

 “Στη χαβούζα, μωρέ! Εκεί παραχώστε τα καθάρματα”

«Και λοιπόν;» ρώτησα με αυξημένο εδιαφέρον

« Αυτό κάναμε! Τους παραχώσαμε….»

«Καλά στους άλλους τι είπατε για την εξαφάνισή τους;»

« Είπαμε ότι έκαναν δήλωση και τους έδωσαν χάρη. Τους αποφυλάκισαν πριν ανοίξουν τα κελιά για να μην τους δουν και τους κράξουν οι άλλοι»

«Η διεύθυνση της φυλακής;»

«Έγιναν κάποιες ανακρίσεις. Εμείς τους απαντούσαμε ότι τους   εξαφανίσανε μπαμπέσικα αυτοί και τώρα ζητάτε και τα ρέστα”

 Στους δε δικούς μας ειπώθηκε

«Το κάνουν επίτηδες για να τους καλύψουν. Να μη γίνει γνωστή η προδοσία τους. Ναι Λευτέρη κι εγώ ήμουν στη συνωμοσία και μάλιστα φυσικός αυτουργός»

«Και πέρασε έτσι; Οι δικοί τους;»

«Ε! Αυτό ήταν το ευκολότερο. Τους έφαγαν οι φασίστες»

«Εσύ τόσα χρόνια δε μίλησες»

«Τι θα έβγαινε μετά;  Άλλωστε οι περισσότεροι έχουν τώρα πεθάνει. Μόνο οι τύψεις έμειναν και πολλαπλασιάστηκαν»

Εγώ, το σκέφτηκα πολύ αν θα δημοσιοποιήσω αυτήν την εξομολόγηση. Από τότε πέρασαν 45 χρόνια. Μέχρι τώρα δεν το τόλμησα. Όμως τελικώς κυριάρχησε η σκέψη ότι δε θα ήταν τίμιο, από ιστορική άποψη, να καταπιεί το γεγονός η λήθη. Έχουμε και την ευθύνη απέναντι σε δυο ανθρώπινες ζωές που θερίστηκαν από την εγκληματική στενοκεφαλιά που κυριαρχεί στο μυαλό μερικών ανθρώπων, που μετά επικαλούνται διάφορες σκοπιμότητες αποσιώπησης.

 Όχι! Εγώ μια που άρχισα, θα συνεχίσω να τα λέω . Έτσι για να φανεί καθαρά ότι ο κάθε φανατισμός, από οποιαδήποτε αφετηρία, κι αν ξεκινάει τελικώς γίνεται απάνθρωπος και οδηγεί τον οπαδό του να υιοθετήσει πράξεις ακραίες. Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου