Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Το πατρικό σπίτι

                         
Με τη μικρασιατική καταστροφή η Ελλάδα βρέθηκε σε μια καμπή. Επί μια δεκαετία έσπερνε στα πεδία των μαχών τον ανθό της νεολαίας της. Τώρα που έθαψε τους νεκρούς, έπρεπε μαζί να θάψει τις παραδοσιακές κινητήριες ιδέες που πλάτυναν εκείνα τα χρόνια τα σύνορα της επικράτειας.  Οι πολιτικοί μας όμως δε στάθηκαν ικανοί να δούνε μέχρι που φτάνουν τα όρια αυτής της επέκτασης.

 Μια χώρα φτωχή και χρεωμένη μέχρι το λαιμό αναγκάζεται μέσα σε λίγο χρόνο από δικά της λάθη, αλλά και τις αναπόφευκτες ιστορικές νομοτέλειες, να δεχθεί στους κόλπους της εκατοντάδες χιλιάδες νέους κατοίκους που συνέρρεαν μετά την κατάρρευση του μετώπου.

Πρόσφυγες αποδεκατισμένοι, καθημαγμένοι, έχοντας χάσει συγγενείς και περιουσίες, έρχονται κρατώντας μόνο ένα μικρό μπογαλάκι με λίγα ρούχα, ένα εικόνισμα, λίγες φωτογραφίες και άλλα προσωπικά ενθυμήματα.

Όλοι έπρεπε να τακτοποιηθούν και στη συνέχεια να ορθοποδήσουν. Η χώρα έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της μαζεύοντας τα τελευταία ψυχικά της αποθέματα. Να πάρει μερικές ανάσες, να ανασυνταχθεί και να αρχίσει μια νέα πορεία. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, σε κάποιες περιοχές της χώρας, δημιουργήθηκαν κενά με την αναχώρηση των Τούρκων.

Ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων  στάλθηκε να καλύψει αυτά τα κενά. Ήταν η αγροτική αποκατάσταση. Ένα άλλο σημαντικό μέρος είχε την «ατυχία» της αστικής αποκατάστασης.

Στους δικούς μου, παρά το γεγονός ότι ήταν παραδοσιακοί αγρότες, έλαχε η δεύτερη μοίρα. Αφού τους ακούμπησαν για λίγο στη Μυτιλήνη στη συνέχεια τους πήγαν στην Αίγινα. Η τελική όμως εγκατάσταση  ήταν στο Βόλο. Ένα ραγδαίως αναπτυσσόμενο βιομηχανικό και εμπορικό λιμάνι, εκείνη την εποχή. Αντρικά χέρια για τις σιδηροβιομηχανίες και τα άλλα εργοστάσια. Γυναικεία για τις κλωστοϋφαντουργίες ,τη διαλογή και επεξεργασία καπνού.

Οι συγγενείς μου μαζί με πολλούς άλλους, στοιβάχτηκαν στην Κίτρινη Αποθήκη του Βόλου πάνω σ’ αχυρένια στρώματα σωρηδόν μέσα στους μεγάλους θαλάμους. Εκεί γνωρίστηκαν οι οικογένειες του Πατέρα και της Μάνας μου. Ήταν μόνο γυναίκες, πέντε τον αριθμό. Δυο μάνες και τρεις κόρες. Ούτε ένα αρσενικό. Ο Πατέρας δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Θα ζούσε μια συναρπαστική περιπέτεια που θα τη διηγηθώ μια άλλη φορά

Τώρα, αναζητούσε τους συγγενείς του, βαδίζοντας επί μήνες κατά μήκος της χώρας αρχίζοντας από τον Έβρο και φτάνοντας μετά από περιπέτειες το 1924 κοντά στη Μάνα και την αδελφή του. Άλλο αρσενικό δεν έζησε ή αν έζησε δε συναντήθηκαν ποτέ πια.

Πάνω από τον Κραυσίδωνα, ένα χείμαρρο στα βόρεια σύνορα της πόλης, υπήρχε μια έρημη και άνυνδρη περιοχή με το χαρακτηριστικό όνομα Ξηρόκαμπος. Εκεί λοιπόν αποφασίστηκε να τακτοποιηθούν οι νέοι κάτοικοι, να χτιστεί ένας συνοικισμός. Οι ίδιοι βάπτισαν τη νέα πατρίδα τους  ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ. Τα πρώτα σπίτια χτίστηκαν βιαστικά το ένα κολλητό στο άλλο, σε μικρά τετράγωνα. Το κεντρικό τετράγωνο ήταν τα αποχωρητήρια, δηλαδή ομαδικές τουαλέτες, μία για κάθε δυο οικογένειες. Το κάθε σπίτι ήταν ένα δωμάτιο με μια πόρτα, ένα παράθυρο κι’ ένας μικρός ελεύθερος χώρος. Στην πίσω μεριά ήταν μια άλλη σειρά παρόμοιων σπιτιών. Τα τετράγωνα χωρίζονταν με σοκάκια πλάτους ενάμιση μέτρου.

Πολύ καθυστερημένα συνειδητοποίησα ότι η συνολική έκταση του σπιτιού μας, μαζί με την αυλή, ήταν είκοσι έξη τετραγωνικά μέτρα. Στα επόμενα κύματα ανοικοδόμησης σπιτιών έδωσαν μεγαλύτερο ωφέλιμο χώρο. Εμάς όμως μας έλαχε αυτό το τεφαρίκι. Αργότερα, δίπλα στο δωμάτιο μπροστά στο παράθυρο χτίστηκε ένας ακόμη μικρός χώρος. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι οι γονείς μου ανάστησαν φτωχικά μεν  αλλά με αξιοπρέπεια και πείσμα πέντε παιδιά. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι οι γονείς μου έζησαν πάνω από τριάντα χρόνια.

Από το 1949 και μετά άρχισε η αποσυμφόρηση. Η μοναδική αδερφή μας, το πρώτο παιδί της οικογένειας, παντρεύεται και σε πρώτη φάση πηγαίνει στο χωριό του άντρα της. Τα άλλα αγόρια, με τη σειρά, φεύγουν να υπηρετήσουν τη θητεία τους στο στρατό και στη συνέχεια ένας-ένας παντρεύονται. Μετά το 1955 η αδερφή μου και ο άντρας της έρχονται πίσω στο Βόλο.

Εμείς, υλοποιώντας την οικογενειακή υπόσχεση ότι το σπίτι ανήκει στην αδερφή μας, μαζεύουμε το μικρονοικοκυριό και αρχίζουμε να ζούμε σε νοικιασμένα σπίτια. Μέσα στην επόμενη δεκαετία αλλάξαμε 5-6 τέτοια σπίτια. Το ίδιο έκανε αργότερα και η αδερφή μου γιατί είχε πια δυο παιδιά και τα κριτήρια της άνεσης είχαν άρδην αλλάξει.

 Το πατρικό σπίτι νοικιάστηκε.

Κάποια στιγμή αργότερα η αδερφή μου ήθελε να το πουλήσει. Τότε για πρώτη φορά ήρθε στην επιφάνεια το θέμα των τίτλων ιδιοκτησίας. Ο αρχικός ιδιοκτήτης, ο πατέρας μου, είχε εν τω μεταξύ πεθάνει το 1967. Χρειάστηκε να γίνουν πέντε συμβολαιογραφικές πράξεις, η μάνα και τα τέσσερα αγόρια, παραίτησης από την κληρονομιά, υπέρ της αδερφής μας. Η τελευταία έγινε μετά το 1973 όταν μπόρεσα και εγώ, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, να γυρίσω για λίγο στο Βόλο.

«Ολόκληρο» το σπίτι πουλήθηκε την επόμενη χρονιά 300.000 δρχ. Αυτά δόθηκαν ως προκαταβολή σ’ έναν εργολάβο της πόλης, που σχεδίαζε να σηκώσει μια πολυκατοικία. Το ίδιο διάστημα είχε εγκριθεί κι ένα δάνειο από τον οργανισμό εργατικής κατοικίας. Ο εργολάβος τα έκανε τάτσι– μίτσι– κότσι με τον αρμόδιο υπάλληλο του οργανισμού και πήρε όλα τα λεφτά του δανείου παράνομα χωρίς η πολυκατοικία να έχει προχωρήσει. Το ίδιο έκανε και στους άλλους υποψήφιους ιδιοκτήτες. Τα έφαγε σε διάφορες ασωτίες. Βέβαια έγινε σκάνδαλο και τελικά κατέληξε στη φυλακή. Σημασία, όμως για μένα, έχει το γεγονός ότι τα χρήματα από την πώληση του πατρικού μας σπιτιού ξοδεύτηκαν σ’ ένα λογαριασμό νυχτερινού κέντρου όπου ο εργολάβος τα έσπασε για τα μάτια μιας σουσούς.

Τώρα έχω μπροστά μου τα ακριβή αντίγραφα της «Μικτής Επιτροπής επί της ανταλλαγής των Έλληνο-Τουρκικών Πληθυσμών». Στο ένα περιγράφεται η πατρική περιουσία του πατέρα μου στο Αξάρ της Μ. Ασίας και στο δεύτερο η «πράξις της εκτιμητικής επιτροπής». Η περιουσία μεταφράστηκε σ’ ένα μάτσο χαρτιά  του προσφυγικού δανείου, που αμέσως έγιναν παιχνίδια στα χέρια των επιτήδειων. Αυτή είναι η ιστορία του πατρικού σπιτιού.

Ευτυχώς αργότερα, το σπίτι αγοράστηκε από την κόρη του νονού μου που αγόρασε και τα διπλανά. Αυτή, σεβόμενη την ιστορία τους, τα ανακαίνισε, γκρεμίζοντας όλα τα πρόσθετα και ανέδειξε τα αρχικά δωμάτια. Για αντικειμενικούς λόγους δε μπορούν να γίνουν μια άχρωμη πολυκατοικία.

Τώρα είναι το προσωρινό σπίτι νέων ανθρώπων, που σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

 Αλήθεια! Αυτοί οι φοιτητές που ήρθαν εδώ από διάφορες γωνιές της πατρίδας μας και ζουν την ομορφότερη φάση της ζωής τους, αναρωτήθηκαν άραγε την ιστορία αυτών των σπιτιών; Ακούνε ή αφουγκράζονται τους συμπυκνωμένους καημούς και τις μικρές χαρές που κρύβουν μέσα τους;  

 2005

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου