Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ 1971

          Νίκος  Γιανναδάκης – Λευτέρης   Τσίλογλου

     ( Μοιράστηκε για ανάγνωση στην ομάδα συμβίωσης                                  

       των φυλακών  Κορυδαλλού τον   Απρίλιο του 1971)

Α.« Δε θα ήταν καλό να σκεφτόμαστε όλοι το ίδιο. Η διαφορά γνωμών κάνει τα άλογα να τρέχουν στις κούρσες ..»

    Η φράση αυτή του Μαρκ Τουέν είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρη και δεν υποδηλώνει μόνο ότι η διαφωνία είναι η κινητήρια δύναμη στην αναζήτηση της αλήθειας και την κατάκτηση της προόδου. Δηλώνει συγχρόνως και τη σημασία του σεβασμού στην διαφορετική άποψη, μια και ο σεβασμός αυτός είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη εποικοδομητικής διαφωνίας. Η επιθυμία για έναν πραγματικό διάλογο ήταν η βασική αιτία για τη συγγραφή αυτού του κειμένου που δεν αποτελεί παρά απόπειρα προσέγγισης μιας σειράς προβλημάτων- ιδεολογικών και πολιτικών – από μια διαφορετική σκοπιά.

       1. Τα οικονομικά συστήματα, ανεξάρτητα από τη φύση τους, διέρχονται το στάδιο μετάβασης από το εκτατικό στο εντατικό πρότυπο ανάπτυξης. Η διαρκής βελτίωση της τεχνικής και η ορθολογική οργάνωση και αξιοποίηση της εργασίας είναι δύο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του προτύπου. το εντατικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης συνδέεται στενά με την τάση για βαθμιαία μετατροπή του χαρακτήρα της εργασίας σε επιστημονική και τη συνεχή εκτόπιση της χειρονακτικής και της ανειδίκευτης εργασίας από την άμεση παραγωγική διαδικασία. Έτσι, ο ιδιαίτερος ρόλος της διανόησης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο αντανακλά σε μεγάλο βαθμό, την αύξουσα σημασία της γνώσης στις οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου.

        2. Οι απαιτήσεις της ανεπτυγμένης και περίπλοκης τεχνολογίας και του μακροχρόνιου προγραμματισμού της οικονομικής δραστηριότητας προκαλούν τη βαθμιαία μετάθεση του κέντρου επεξεργασίας και λήψης των αποφάσεων επί των κατευθυντηρίων γραμμών από το άτομο στην τεχνικά και επιστημονικά ομάδα. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει το πλήρες αντίστοιχό του στις πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες εξακολουθούν να είναι συγκεντρωτικά συγκροτημένες, ενώ η σύνθεση των ηγετικών τους πυρήνων ανταποκρίνεται σε κριτήρια μιας παλαιότερης και απλούστερης εποχής. Όμως, η πολιτική δεν είναι παρά επιστημονική μελέτη του παρόντος και επιστημονική πρόβλεψη του μέλλοντος. Έτσι, η ορθότητα των πολιτικών κατευθύνσεων εξαρτάται από το βαθμό συμμετοχής των κατόχων της γνώσης στη διαδικασία διαμόρφωσής τους και από το βαθμό  επέκτασης  των δυνατοτήτων για όλο και ευρύτερη παρουσία του κοινωνικού συνόλου σ’ αυτή τη διαδικασία, μέσω εξελιγμένων δημοκρατιών θεσμών.

       3. Η δυνατότητα για προγραμματισμένη παρέμβαση του κράτους  σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας περιόρισε ή απομάκρυνε τις ισχυρές οικονομικές κρίσεις και την προοπτική συνεχούς διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η οποία θα κατέληγε στη βίαιη καταστροφή του αστικού οικονομικού συστήματος. Δημιουργήθηκαν συνθήκες , που επιτρέπουν- κάποτε επιβάλλουν- τη παράλληλη εξέλιξη και εξυπηρέτηση των εγκαθιδρυμένων και κυρίαρχων συμφερόντων του ανταγωνιστικού συστήματος από τη μια και των συμφερόντων της εργασίας – με τη σύγχρονη έννοια του όρου- από την άλλη. Η ανάπτυξη του αστικού οικονομικού συστήματος είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί πια όχι  μέσω της καταστροφής του συντελεστή « εργασία » αλλά μόνο μέσω της βελτίωσης και πολύπλευρης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Παρατηρείται η τάση για απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων όλο και περισσότερων ατόμων, αλλά μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνεται στους

« από τα πριν » και «από τα πάνω » καθορισμένους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους. Έτσι τα στοιχεία αυτά έρχονται να προστεθούν στη κλασσική προβληματική της Αριστεράς και τείνουν να οδηγήσουν στην ανασκευή των υποθέσεων που αφορούν τις προοπτικές του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας.

      4. Η, σε γενικές γραμμές, επίλυση των βασικών προβλημάτων οικονομικής ευημερίας, χωρίς να σημειωθούν  ουσιαστικές μεταβολές στα τυπικά χαρακτηριστικά του αστικού οικονομικού συστήματος, δίδει, σ’ αυτήν  την ιστορική περίοδο, προτεραιότητα στα αιτήματα, που περιστρέφονται γύρω από το πρόβλημα της « απελευθέρωσης της ιστορικής πρωτοβουλίας των μαζών» μέσω της κατάργησης κάθε θεσμού ή διαδικασίας που κατατείνει στον « καταναγκασμό» του ατόμου ή των, εκτός των κέντρων εξουσίας, ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων και της δημιουργίας ή της διεύρυνσης θεσμών και δυνατοτήτων κατάλληλων για την αποτελεσματική συμμετοχή των μαζών στη διαδικασία δημιουργίας της ιστορίας τους. Όμως, τα αιτήματα ελευθερίας και ανάπτυξης του ίδιου του ανθρώπου δεν μεγεθύνονται μόνο εξ’ αιτίας του υποβιβασμού της σημασίας των οικονομικών διεκδικήσεων. Βρισκόμαστε και στο σημείο η κοινωνική ανάπτυξη πραγματοποιείται και μέσω της ισχυροποίησης των ανεξαρτήτων από τη θέληση του ανθρώπου δυνάμεων, που επιδιώκουν, για τα δικά τους στενά συμφέροντα, να προσδιορίσουν ολοκληρωτικά τη σκέψη και τη συμπεριφορά του. Έτσι, διακυβεύεται, στο  όνομα επιβολής ¨από τα πάνω¨ προερχομένων

« προτύπων»,το καθαρό ανθρώπινο γνώρισμα: η ικανότητα προς ελεύθερη δημιουργία. Κάθε προσπάθεια για τη διάσωσή του αποτελεί και βήμα προς την ελευθερία.

           5.Η ανεξέλεγκτη οικονομική δραστηριότητα, που δεν τείνει προς την εξυπηρέτηση ενός συλλογικά επεξεργασμένη και καθορισμένου σκοπού, καταλήγει συχνά στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος του ανθρώπου. Ενώ οι δυνατότητες μαζικής παραγωγής όλο και διευρύνονται, η απειλή της καταστροφής του ανθρώπου από τις δυνάμεις, που ο ίδιος δημιούργησε, αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αν σ’ αυτή την απειλή προστεθεί και εκείνη της πυρηνικής καταστροφής, είναι δυνατό πια να εξηγηθεί η νέα, η ευρύτερη μορφή ενότητας του κάθε ανθρώπου – ανεξάρτητα από ταξική, εθνική ή ιδεολογική προέλευση -απέναντι στα πανίσχυρα σύγχρονα κέντρα εξουσίας και τους μηχανισμούς τους. Έτσι το αίτημα για την κατάργηση των στρατιωτικών συνασπισμών αντανακλά τη θέληση του ανθρώπου να απομακρύνει οριστικά το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής καταστροφής του  και την επιδίωξη των διαφόρων χωρών να χαράξουν μόνες τους το εθνικό τους μέλλον. Και η προσπάθεια αποτροπής της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος του ανθρώπου από τις αλόγιστες αποφάσεις, που προκαλεί ο ανταγωνισμός θα ολοκληρωθεί μόνο αν πραγματοποιηθεί  η εναρμόνιση των ποικίλων και αντιφατικών αυτών αποφάσεων με τους δημοκρατικά επεξεργασμένους  και επιθυμητούς στόχους του κοινωνικού συνόλου.

           6.Η σύγχρονη ιστορική περίοδος δεν περικλείει μόνο νέα στοιχεία και τάσεις σε οικονομικό επίπεδο. Είναι και περίοδος της απομυθοποίησης των προτύπων καθεστώτων και θεσμών, της αποκάλυψης του πραγματικού προσώπου των επισήμων ιδεολογιών και διακηρύξεων. Η κατάργηση των καλουμένων          «  ανταγωνιστικών » αντιθέσεων – που συνδέονται άρρηκτα με το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας- δε συνεπάγεται και τη ποιοτική άνοδο των δημοκρατικών θεσμών. Το εγχείρημα για την εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών στη Σοβιετική Ένωση ενισχύει την άποψη ότι ο θεσμός του κράτους δεν αποδεικνύεται μόνο ικανός για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων μιας τάξης, αλλά είναι το ίδιο αποτελεσματικός και για την αυταρχική επιβολή των πολιτικών και ιδεολογικών αρχών που επεξεργάζεται μια μικρή κομματική ηγετική ομάδα. Το κίνητρο του κέρδους μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή ολόκληρων λαών, αλλά και το κίνητρο για την υλοποίηση μιας βαθειάς  ανθρωπιστικής ιδέας μπορεί να καταλήξει στο καθαγιασμό των απαισιώτερων  εγκλημάτων. Ο διεθνισμός θυσιάζεται άνετα στο όνομα της εξυπηρέτησης βραχυχρονίων εθνικών και κομματικών συμφερόντων και η δυνατότητα ένοπλης σύρραξης ανάμεσα σε σοσιαλιστικές χώρες δεν αποτελεί πια τμήμα της αντιδραστικής προπαγάνδας, αλλά πραγματικό ενδεχόμενο το οποίο απομακρύνεται κάπως από το φόβο της ολοκληρωτικής καταστροφής. Ο μακιαβελισμός, στο όνομα της υπεράσπισης αδιαφιλονίκητων « αληθειών » σφυρηλατεί δεσμά για τους ελεύθερους ανθρώπους τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή Και τα αμείλικτα « γιατί » συγκροτούν το τέλος  των ουτοπιών, το μαρασμό της μεγάλης ελπίδας για ένα ιδανικό κόσμο. Η αδιάκοπη επιδίωξη του ανθρώπου για τη βελτίωσή του έγινε το υποκατάστατό της.

        7.Όταν, a priori , η θέληση και η γραμμή της ηγεσίας του κόμματος ή του κράτους είναι εκείνη που ταυτίζεται με το «αληθινό» συμφέρον της κοινωνίας, τότε τα ερωτήματα και οι αντιρρήσεις που αφορούν βασικά σημεία αυτής της γραμμής έρχονται σε αντίθεση με το αυταρχικά οριζόμενο «αληθινό» κοινωνικό ιδεώδες. Κατά συνέπεια, πρέπει να κινηθούν αυτόματα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κόμματος ή του κράτους για να τα καταπνίξουν. Η συλλογιστική, που έχει την αφετηρία της την αυθαίρετη ταύτιση του κοινωνικού και ατομικού ιδεώδους με το οριζόμενο από μια ελέγχουσα τους μηχανισμούς εξουσίας ομάδα συμβολίζει τη συλλογιστική  της δικτατορίας, ανεξάρτητα από το φιλοσοφικό περιεχόμενο αυτής της συλλογιστικής Η ανάγκη των παραδοσιακών οργανώσεων και κρατών για πλήρη ένταξη και περιορισμό της σκέψης και της δράσης των μελών τους σε μια                                         «από τα πριν » και «από τα πάνω» καθορισμένη «γραμμή» έχει σαν αποτέλεσμα την επιβολή  και διατήρηση μιας  και μοναδικής ιδεολογίας και λογικής, γιατί μόνο με την εξασφάλιση της «ομοιομορφίας» η εξουσία καθίσταται πλήρης και αποτελεσματική. Όμως, ο δρόμος για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης περνά από την ουσία της πνευματικής ελευθερίας, όταν η γραμμή που καλείται να υπηρετήσει το άτομο διαμορφώνεται μακριά από τη δικιά της συμμετοχή. Η, de facto, υπονόμευση της προσπάθειας των αυταρχικών κεντρικών αρχών για την ευθυγράμμιση ενός ατόμου ή ενός συνόλου προς μια γραμμή πραγματοποιείται από τη στιγμή που στην αυταρχικά καθορισμένη γραμμή αντιπαρατίθεται η κριτική της ελεύθερης κι’ ανεπτυγμένης ανθρώπινης σκέψης , που σήμερα περισσότερο από άλλοτε, έχει την ικανότητα να διεισδύει βαθύτερα στα προβλήματα και να επιτυγχάνει ορθότερες επιλογές. Έτσι, το εγχείρημα για την προάσπιση και επέκταση της ατομικής ελευθερίας και τη διαμόρφωση συνθηκών που θα                     

     8. επιτρέπουν την άνθιση ενός πολιτικού και ιδεολογικού πλουραλισμού, βασισμένου σε συλλογικά επεξεργασμένες αρχές, απορρέει και από την ανάγκη κατάργησης των μονολιθικών κατευθύνσεων  και καθεστώτων, που τείνουν να επιβάλλουν οι συγκεντρωτικές και αυταρχικές οργανώσεις και κράτη στην εποχή μας. Εκεί που σημειώνεται η απουσία των θεσμών ελευθερίας , όπου η δημοκρατική διαπαιδαγώγηση και η παιδεία των μαζών βρίσκεται σε χαμηλή στάθμη, όπου οι υλικές απαιτήσεις καθιστούν υποχρεωτική τη σύντονη και δραστήρια κινητοποίηση μεγάλων μαζών προς μια κατεύθυνση ή όπου ο έλεγχος των ενόπλων σχηματισμών είναι υπόθεση οικονομικών, στρατιωτικών και πολιτικών μειοψηφιών, η δικτατορία αποτελεί την μοιραία κατάληξη της κοινωνικής εξέλιξης. Η έκταση και η συχνότητα του φαινόμενου της δικτατορίας, σ’ αυτήν την ιστορική περίοδο εκδηλώνεται και με την αδυναμία του ανθρώπου να αναπροσαρμόσει- με τη χρήση της κλασσικής μεθόδου δράσης- την δημοκρατία και την ελευθερία σε ανώτερα επίπεδα. Ακόμα η στάση των ευρύτερων μαζών απέναντι στη δικτατορία, που είναι στάση παθητική, υποδηλώνει την επίγνωση της αδυναμίας τους να αντιταχθούν κατά μέτωπο και αποτελεσματικά σε μια αυταρχική εξουσία, που διαθέτει ισχυρότατα μέσα αστυνόμευσης και επηρεασμού του κοινωνικού συνόλου. Γι’ αυτό η διαπάλη  για την απόκτηση της κεντρικής εξουσίας γίνεται κυρίως υπόθεση των ομάδων εκείνων που διατηρούν ή αποκτούν στηρίγματα και προσβάσεις στους ένοπλους σχηματισμούς ασφαλείας και πληροφοριών και στα μέσα μαζικού επηρεασμού και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.

      9.Έτσι, η επαναστατική πράξη δε συγκεκριμενοποιείται , πια μόνο, σε μια ιστορική στιγμή, στη στιγμή της κατάληψης της κεντρικής αρχής. Η επαναστατική δραστηριότητα αφορά κάθε συνειδητή προσπάθεια για τη μεταβολή των δεδομένων θεσμών, ιδεών και καταστάσεων, όταν δεν εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις για την εξυπηρέτηση των εκάστοτε επιθυμητών στόχων. Η επανάσταση  γίνεται αντιληπτή σαν μια ατέρμονη σειρά σκόπιμων μεταβολών που υποβοηθούν την προσέγγιση του ανθρώπου σε όλο και ανώτερα πρότυπα ευημερίας και ελεύθερης δημιουργίας. Η επαναστατική διαδικασία κατατείνει στη δημιουργία και διεύρυνση συσπειρώσεων και θεσμών, που είναι σε θέση να ανθίστανται στην κάθε κεντρική εξουσία, που επιδιώκει την καταναγκαστική επιβολή και συντήρηση της οποιασδήποτε κατεύθυνσης και την υποβοήθηση της εξέλιξης προς μια κοινωνία όπου οι ιδέες της ελευθερίας, της δημιουργίας και του ανθρωπισμού θα αποκτήσουν πιο συγκεκριμένο και πιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο βαθμός προσέγγισης προς μια τέτοια κοινωνία είναι ανάλογος με το βαθμό εξασθένησης κάθε αυταρχικής εξουσίας και με το βαθμό ανόδου του μορφωτικού επιπέδου του κοινωνικού συνόλου. Γιατί  η έννοια της «ουσιαστικής» ελευθερίας και δημοκρατίας δεν υποδηλώνει μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων για τη διακίνηση των γνώσεων, αλλά και την ύπαρξη των δυνατοτήτων για τη δημιουργία και ανάπτυξη αυτών των γνώσεων και ιδεών. Η αξία της κάθε επαναστατικής κοινωνικής μεταβολής συναρτάται άμεσα από την έκταση της συμμετοχής των κατόχων της γνώσης στην επαναστατική δραστηριότητα.

       10. Από τις παραπάνω σκέψεις απορρέουν και οι ακόλουθες ,πολύ  συνοπτικές, απόψεις σχετικά με το ρόλο της πολιτικής οργάνωσης     ( ή του κόμματος) σήμερα. Η σύγχρονη κοινωνία είναι βασικά κοινωνία οργανώσεων. Το πλήθος των οργανώσεων κατανέμεται σε πλήθος ενδιαφερόντων, δραστηριοτήτων και επιδιώξεων, με αρκετά ειδικευμένο χαρακτήρα. Ο καθορισμός των ειδικών στόχων της οργάνωσης, όταν λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι ζήτημα που αφορά πρωταρχικά τα συναπαρτίζοντα την οργάνωση μέλη. Όμως η δημοκρατική λειτουργία των οργανώσεων δεν αποτελεί και πλήρη εγγύηση για το ότι οι ειδικοί στόχοι τους εναρμονίζονται με εκείνους του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, η σύγχρονη πολιτική οργάνωση θα πρέπει να επιχειρεί την εξασφάλιση τέτοιων σχέσεων με τις οργανώσεις που την ενδιαφέρουν, ώστε όταν κρίνει σκόπιμο, να είναι σε θέση να κινητοποιεί τις οργανώσεις αυτές προς την κοινωνικά επιθυμητή κατεύθυνση ή να προασπίζει τη προσπάθεια εξυπηρέτησης των κοινωνικών επιθυμητών στόχων από τις καταστρεπτικές παρεμβάσεις και δραστηριότητες των επί μέρους οργανώσεων. Για να αποτραπεί ο κίνδυνος των «από τα πάνω» προερχομένων και επιβαλλομένων στόχων είναι ανάγκη η επιθυμητή για την οργάνωση κατεύθυνση να είναι προϊόν επεξεργασίας των ειδικών επί των προβλημάτων και κατευθύνσεων των επί μέρους οργανώσεων. Ο μέσω της επιστημονικής διαδικασίας καθορισμός των στόχων και η, μέσω του δημοκρατικού διαλόγου, αποδοχή και κινητοποίηση του πλήθους των οργανώσεων για την υλοποίηση τους , πρέπει να αποτελέσει σήμερα το κεντρικό μέλημα της πολιτικής οργάνωσης. Η πολιτική οργάνωση αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο από τη στιγμή που, σαν συνένωση καταρτισμένων ατόμων, επιτυγχάνει την αποκατάσταση απρόσκοπτης επικοινωνίας με όλες τις κεντρικές αρχές των επί μέρους οργανώσεων πραγματοποιώντας έτσι τον ορθότερο καθορισμό των στόχων της και διασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις για την εθελοντική υιοθέτησή τους.

     11. Οι διαπιστώσεις, οι σκέψεις και τα προβλήματα που περιέχονται σε προηγούμενες παραγράφους αποτελούν ένα μικρό τμήμα των θεμάτων γύρω από τα οποία περιστρέφεται το ενδιαφέρον του σύγχρονου δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι θέματα που αφορούν κυρίως τις αναπτυγμένες βιομηχανικά κοινωνίες, αλλά σε μια σχετικά σύντομη προοπτική θα συγκεντρώσουν όλα τους το κεντρικό ενδιαφέρον του Ελληνικού δημοκρατικού κινήματος.

 

Β.

 

        12.Η Ελληνική  Αριστερά έχει για πολύ συνηθίσει να αντιγράφει ξένα πρότυπα και λύσεις και να πραγματοποιεί μηχανιστικές μεταφορές στα Ελληνικά δεδομένα. Το φαινόμενο αυτό έχει την ιστορική του ερμηνεία Όμως δεν πρέπει να διαφεύγει από κανένα ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια «κλειστή» φιλοσοφική άποψη. Για να είναι σύμφωνος με τις αρχές του οφείλει να τείνει «ευήκοον ούς» και να αφομοιώνει κάθε στοιχείο που καθημερινά εγείρει η ανάπτυξη στην επιστήμη, στην τεχνική και την επαναστατική πρακτική. Η Ελληνική Αριστερά καλείται σήμερα να απαντήσει σε προβλήματα που θέτει η κρίσιμη , για κάθε άνθρωπο, ιστορική περίοδος και η πίστη για την ύπαρξη «πασπαρτού» για όλες τις περιστάσεις, έχει ξεπεραστεί από τη ζωή Οι ιδιομορφίες και οι ηθικές συνθήκες του Ελληνικού χώρου δημιουργούν νέα και ιδιαίτερα προβλήματα, που με τη σειρά τους επιβάλλουν και την ανάγκη για νέες και πρωτότυπες λύσεις και παραδοχές. Η κατάκτηση της πρωτοπορίας εξαρτάται άμεσα από την ικανότητα της κάθε πολιτικής ηγεσίας για εξεύρεση ορθών λύσεων και προσανατολισμών.

     13. Η κρίση στο χώρο της Ελληνικής Αριστεράς είναι αδύνατον να διακριθεί από την κρίση που επέρχεται σε παγκόσμια κλίμακα το δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Δε συνιστά ένα ασήμαντο και παροδικό φαινόμενο. Πριν συντελεστεί η προσαρμογή των περί δημοκρατίας και σοσιαλισμού ιδεών στα νέα ιστορικά και οικονομικά δεδομένα, είναι αδιανόητος ο ισχυρισμός  για οριστικό «ξεπέρασμα» της κρίσης. Η, διαφορετικά, όσο καθίσταται αδύνατη η, μέσω της αμφισβήτησης βασικών αρχών και θεσμών, αναζήτηση  και ανακάλυψη του «καινούργιου», τόσο το σχήμα ( ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό) στο οποίο εμμένουν οι υπάρχουσες οργανώσεις θα τίθεται στο περιθώριο από την ίδια την εξέλιξη της ζωής. Η στάση των επίσημων πολιτικών οργανώσεων απέναντι στα προβλήματα αυτής της κρίσιμης ιστορικής περιόδου δε μπορεί ακόμα να είναι στάση «ολοκληρωμένων» πολιτικών παρατάξεων, που έχουν επεξεργαστεί και αποσαφηνίσει τις κατευθυντήριες γραμμές τους. Πρέπει, κατά κύριο λόγο, να είναι έκφραση της στάσης του σκεπτόμενου σύγχρονου ανθρώπου, που αναζητά ακριβώς αυτές  τις κατευθυντήριες της σύγχρονης ιστορικής περιόδου.

     14. Το κείμενο που ακολουθεί δε φιλοδοξεί να παρουσιάσει «θέσεις» και «λύσεις». Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό , αν ληφθεί υπόψη η απόσταση που μας χωρίζει από τη ζωή και το περιορισμένο των διαθέσιμων στοιχείων. Είναι μια μικρή συμβολή στη προσπάθεια μετάθεσης του προβληματισμού από τους λίγο-πολύ γνωστούς χώρους και πλαίσια σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο.

          15. Τον Απρίλιο του 1967 ορισμένοι αξιωματικοί, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους ορισμένα βασικά ένοπλα σώματα και μηχανισμούς επικοινωνίας, κατόρθωσαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, καταργώντας την ( τυπικά ) νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα διαλύθηκαν ή αδρανοποιήθηκαν οριστικά όλα τα υπάρχοντα κόμματα και η, μέσω των νόμιμων διαδικασιών, κινητοποίηση των μαζών για την αποτροπή ή ανατροπή της στρατιωτικής ομάδας κατέστη αδύνατη. Η ικανότητα των σύγχρονων καταπιεστικών μηχανισμών να εξουδετερώνουν και τα πιο ισχυρά μαζικά πολιτικά κινήματα, όταν τα τελευταία δεν κατέχουν καίριες θέσεις σ’ αυτούς, αποδείχτηκε υψηλή. Πέρασαν από την εγκαθίδρυση του στρατιωτικού καθεστώτος τέσσερα χρόνια. Οι τυπικοί δημοκρατικοί θεσμοί ( κόμματα, εκλογές, κοινοβούλιο ) δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία, ενώ παράλληλα το στρατιωτικό καθεστώς έχει γίνει λιγότερο άκαμπτο ( σχετική ελευθεροτυπία, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, συνθήκες για μια κάποια ιδεολογική- πολιτική παρουσία των αντιτιθέμενων δυνάμεων )

     16. Με αυτές τις γενικές διαπιστώσεις τίθεται σήμερα για έρευνα το ζήτημα του χαρακτήρα του συγκεκριμένου στρατιωτικού καθεστώτος. Για την υποβοήθηση μιας τέτοιας έρευνας παρατίθενται εδώ μερικά βασικά δεδομένα

        α) Το στρατιωτικό καθεστώς ενδιαφέρεται κατ’ αρχή για την προώθηση της διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης θεωρώντας την προσπάθεια που καταβάλλει και σαν μέσο για τη διατήρησή του. Χρόνια προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας παραμένουν άλυτα, αλλά ταυτόχρονα το στρατιωτικό καθεστώς απόφυγε να θίξει κεκτημένα συμφέροντα, αποφεύγοντας έτσι τις ισχυρές δυσχέρειες ή κινητοποιήσεις που στηρίζονται στη μη ικανοποίηση ουσιαστικότατων αιτημάτων. Η πολιτική οικονομικής ανάπτυξης του στρατιωτικού δε διαφέρει σε ουσιαστικά σημεία από την οικονομική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων αν και εμφανίζεται ενισχυμένη σε ό,τι αφορά το ρόλο του ξένου κεφαλαίου, τις δαπάνες  για τη παιδεία, η προσέλκυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου  και τον εκσυγχρονισμό της κρατικής μηχανής. Η έλλειψη όμως δημοκρατικών θεσμών αποβαίνει σε βάρος του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και μακροχρόνια θα είναι καταστρεπτική για το σύνολο των εθνικών συμφερόντων.

         β) Το στρατιωτικό καθεστώς υποχρεώνεται ( αν και απουσιάζουν  οι ισχυρές αντιστασιακές δυνάμεις) να διαφοροποιείται προς την κατεύθυνση εκδημοκρατικοποίησής του για τρεις βασικά λόγους

     ι. εξαιτίας της μορφής που προσλαμβάνει η σύγχρονη οικονομική ανάπτυξη η οποία πρέπει να συντελείται σε συνθήκες ελευθερίας και  αυξανόμενης συμμετοχής όλο και μεγαλύτερων τμημάτων της εργασίας στις διαδικασίες διαμόρφωσης των βασικών οικονομικών αποφάσεων.

     ιι. εξαιτίας της αλληλεξάρτησης των κρατών που συμμετέχουν σε σύγχρονους στρατιωτικο- οικονομικούς συνασπισμούς η εσωτερική πολιτική του στρατιωτικού καθεστώτος και τα αντιδημοκρατικά μέτρα του δεν είναι δυνατό, χωρίς να προκληθούν πολλαπλές εξωτερικές αντιδράσεις, να υπερβούν ορισμένα όρια. Προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης του άκαμπτου στρατιωτικού καθεστώτος επιδρούν και οι εξελίξεις ή ανακατατάξεις που συμβαίνουν σε άλλα κράτη του στρατιωτικού συνασπισμού.

     ιιι. Εξαιτίας της επίγνωσης της δύναμής του το στρατιωτικό καθεστώς μπορεί να τηρεί μια ανεκτική στάση σε μια σειρά κινήσεις (καλλιτεχνικές, πνευματικές, εκδοτικές.) και εκδηλώσεις (διακήρυξη για την 25η Μαρτίου, διακήρυξη για τη δίκη των Βάσκων) που δε θίγουν άμεσα την κυριαρχία του.

       γ) Το στρατιωτικό καθεστώς έχει την απόλυτη εξουσία του, ισχυρότατα σύγχρονα μέσα αστυνόμευσης και μαζικού επηρεασμού της κοινής γνώμης (ιδιαίτερα του τμήματος εκείνου που εξαιτίας του μορφωτικού του επιπέδου δεν έχει την δυνατότητα δεν έχει την ικανότητα να ανθίσταται με επιτυχία στις επιδράσεις που ασκεί συστηματική και εκτεταμένη προπαγάνδα) Έτσι μεγεθύνεται η ανάγκη για τις αντιτιθέμενες στο στρατιωτικό καθεστώς δυνάμεις να αποκτήσουν ανάλογα μέσα μαζικής επικοινωνίας και να αντιπαραθέσουν τις ιδέες και τους προσανατολισμούς της δημοκρατικής παράταξης στο μονοπώλιο της προπαγάνδας του αυταρχικού καθεστώτος.

δ) Το στρατιωτικό καθεστώς ενδιαφέρεται για την εξυπηρέτηση εθνικών οικονομικών συμφερόντων και τείνει να αναπτύξει οικονομικές σχέσεις προς πολλές κατευθύνσεις (αραβικές και σοσιαλιστικές χώρες) Το φαινόμενο αυτό έχει την πιθανή εξήγησή του σε δυο λόγους. Είτε το στρατιωτικό καθεστώς επιχειρεί τα «ανοίγματά» του στηριζόμενο από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και για λογαριασμό τους, είτε το στρατιωτικό καθεστώς έχει επισημάνει ύπαρξη δυνατοτήτων για αμοιβαίο όφελος από αυτές τις σχέσεις, όφελος που πιθανόν να αντισταθμίσει την ανακοπή των ευεργετημάτων από την ανακοπή της διαδικασίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή κοινότητα. Αν στις σκέψεις αυτές προστεθούν και οι ενδείξεις για κάποια ανεξαρτοποίηση του στρατιωτικού καθεστώτος, σε στρατιωτικά θέματα (αγορά στρατιωτικού υλικού από τη Γαλλία, ανησυχίες ορισμένων Αμερικανών για τη στάση της Ελλάδος σε ενδεχόμενη σύρραξη στη Μέση Ανατολή) τότε θα πρέπει να ενισχυθεί η άποψη ότι στους κόλπους της ηγετικής ομάδας διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο και εθνικιστικά στοιχεία. Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά η εξωτερική πολιτική του καθεστώτος το υποχρεώνει να παρουσιάζει μια όχι απόλυτα αυταρχική φυσιογνωμία στο εξωτερικό και να καθίσταται επιδεκτικότερο στις πιέσεις που αγγίζουν ευαίσθητα σημεία αυτής της πολιτικής.

      ε) Η προοπτική  ένταξης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενισχύει τις κινήσεις που απαιτούν σύντομες προσαρμογές προς αυτή την κατεύθυνση, προσαρμογές οικονομικής πολιτικής και πολιτικών θεσμών γενικά. Στις κινήσεις αυτές διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο οι επιστήμονες, οι διανοούμενοι και οι, με το δυτικό πρότυπο πολιτισμού και που ανησυχούν έντονα για την ενδεχόμενη απώλεια της Εθνικής φυσιογνωμίας, πράγμα που θα συμβεί από μια προετοιμασμένη ένταξη της χώρας σε μια πανίσχυρη, οικονομικά, πολιτικά και επιστημονικά Ευρώπη.

 

Γ.

 

         17. Τα προηγούμενα πέντε σημεία θα πρέπει να είναι από εκείνα που θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σοβαρής επιστημονικής ανάλυσης. Η έλλειψη ολοκληρωμένων απόψεων πάνω σε τέτοια προβλήματα υποδηλώνει και την ανεπάρκεια της πολιτικής γραμμής ή τελικά η πολιτική γραμμή πρέπει να είναι απόρροια της επιστημονικής ανάλυσης.

Το κείμενο αυτό καταπιάνεται τώρα με το πρόβλημα της κρίσης στο χώρο της Ελληνικής Αριστεράς και καταλήγει με την εξέλιξη μερικών θεμάτων προσανατολισμού και περιεχομένου του αντιστασιακού κινήματος σήμερα. Η διάσπαση του Κ.Κ έφερε στην επιφάνεια και κατέστησε προσιτές στον καθένα απόψεις και γεγονότα που μέχρι εκείνη τη στιγμή αφορούσαν αποκλειστικά την ηγετική του ομάδα.

       18. Μια από τις κύριες ανεπάρκειες του δημοκρατικού κινήματος της νόμιμης περιόδου ήταν η αδυναμία του  να επιτύχει την αρμονική σύνδεση των πολιτικών του στόχων με τα ενδιαφέροντα, τις επιδιώξεις και τα προβλήματα των διαφόρων οργανώσεων και οικονομικο- κοινωνικών ομάδων. Μια από τις βασικές αιτίες γι’ αυτή την κατάσταση ήταν η αδυναμία της τότε πολιτικής ηγεσίας- που οφείλεται σε ιστορικούς λόγους- να προσεγγίσει αυτά τα προβλήματα και ενδιαφέροντα και, μέσω της προσέγγισης, να αποκαταστήσει και να αναπτύξει ένα δημιουργικό διάλογο με όλες τις τάξεις και στρώματα, ώστε να καθορίζει και να προωθεί ευκολότερα τους στόχους της. Η τότε πολιτική ηγεσία των δημοκρατικών δυνάμεων ακολουθούσε βασικά την τακτική της εξασφάλισης προσβάσεων στις ποικίλες οργανώσεις και συσπειρώσεις με σκοπό την αυταρχικά επεξεργασμένης «γραμμής» της. Η έκδηλη απουσία  λειτουργούντων δημοκρατικών θεσμών και επιστημονικής αντιμετώπισης των προβλημάτων είναι ίσως το κύριο γνώρισμα της προδικτατορικής περιόδου. Το γνώρισμα αυτό διακρίνει τον πολιτικό φορέα της Ελληνικής Αριστεράς, την ΕΔΑ.

    19. Ο κομματικός μηχανισμός της ΕΔΑ ήταν κυρίως αγωγός της θέλησης του παράνομου και εκτός Ελληνικού χώρου ευρισκόμενου Κ.Κ. Οι αποφάσεις που αφορούσαν την πολιτική και γενικά το μέλλον της Ελληνικής Αριστεράς λαμβάνονταν ουσιαστικά ερήμην των μελών και στελεχών της ΕΔΑ και μέσω της παραβίασης κάθε  δημοκρατικής λειτουργίας. Η αυταρχικά επιβαλλόμενη γραμμή ή και ιδεολογική αντίληψη αποτελούσε το απόλυτο μέτρο το οποίο μετρούσε την «νομιμότητα» και την «ορθότητα» της κάθε άποψης, σκέψης ή πρωτοβουλίας που παρουσιαζόταν στο χώρο των των δημοκρατικών δυνάμεων και στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό της ΕΔΑ. Η ύπαρξη ενός αυταρχικού καθεστώτος στον πολιτικό φορέα της Ελληνικής Αριστεράς απώθησε τις μη προσκείμενες άμεσα στο Κ.Κ. πολιτικές δυνάμεις, περιόρισε την ιδεολογική αναζήτηση σε στενά πλαίσια και μετέτρεψε βαθμηδόν την ΕΔΑ σε υποκατάστατο ενός αντιδημοκρατικού και δογματικού Κ.Κ. Η ΕΔΑ έπαψε, από ένα σημείο και πέρα, να είναι ο ενιαίος φορέας όλων των δυνάμεων που επιδιώκουν την εθνική δημοκρατική αλλαγή.

        20. Όμως σε μια πορεία όλο και εντονότερης παρουσίας στη πολιτική  και εθνική ζωή  της χώρας μας, θα πρέπει ρητά και κατηγορηματικά  να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα «αρχής». Ένα από αυτά αφορά τη μορφή και τη σύνθεση του νέου δημοκρατικού συνασπισμού που θα αντιπαραταχθεί στη δικτατορία. Γιατί, στις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής ζωής, αλλά και ιδιαίτερα στις δοσμένες Ελληνικές συνθήκες τα προβλήματα της ανάπτυξης της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού δε «χρεώνονται»  μόνο στα κόμματα της εργατικής τάξης. Υπήρξαν και υπάρχουν δυναμικές πολιτικές συσπειρώσεις στη δημοκρατική παράταξη (Δημοκρατική Άμυνα) που διαπνέονται από το ιδανικό ενός προτύπου δημοκρατικού σοσιαλισμού προσαρμοσμένου στις Ελληνικές συνθήκες και ιδιομορφίες και εμπλουτισμένου από την πείρα  εφαρμογής των σοσιαλιστικών ιδεών σε διάφορες ανατολικές και δυτικές χώρες. το γεγονός αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί από το οργανωμένο τμήμα της Αριστεράς και απαιτείται η αποδέσμευση από το κλασσικό αξίωμα «μια τάξη ένα κόμμα, μια ιδεολογία, ένα πρότυπο σοσιαλιστικής κοινωνίας». Πρέπει να αναζητηθούν μορφές συνεργασίας τέτοιες ώστε να καταστεί δυνατή η κοινή επεξεργασία ενός προτύπου δημοκρατίας και σοσιαλισμού και ( αν ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της ΕΔΑ ) οι σχέσεις ισοτιμίας και η ύπαρξη συνθηκών ουσιαστικού διαλόγου είναι προϋποθέσεις για κάθε μορφής συνεργασίας σήμερα.

    21. Η συσπείρωση γύρω από το  Γραφείο Εσωτερικού δεν ήταν παρά μια συσπείρωση ιδεολογικών και πολιτικών αναζητήσεων και ουσιαστικός όρος για την επιβίωση της θα ήταν η εξασφάλιση συνθηκών δημοκρατικού διαλόγου όπου θα αναγνωριζόταν η νομιμότητα της κάθε ιδεολογικής και πολιτικής άποψης, αρκεί η κάθε άποψη να σεβόταν τα δικαιώματα της άλλης. Το Γ. Ε. μπορούσε να παίξει το ρόλο του υποκινητή και του συντονιστή ενός πραγματικού διαλόγου στο χώρο των κατεσπαρμένων δυνάμεων της Αριστεράς με σκοπό την, μετά από μακροχρόνια διαδικασία, επεξεργασία μιας μελετημένης και εθελοντικά υιοθετημένης κατεύθυνσης της ιδεολογικής αντίληψης. Όμως ο ρόλος αυτός δε παίχτηκε ποτέ. Λειτούργησε τυπικά και όχι πάντοτε η εσωκομματική δημοκρατία, αλλά μια δημοκρατία στην οποία «από τα πριν» και «από τα πάνω» είχε επιβληθεί μια άκαμπτη πολιτική γραμμή και ιδεολογία. Τα προβλήματα της Αριστεράς, που συνδέονται με την ανάγκη για προσαρμογή και ανάπτυξη της ιδεολογίας της και την απαίτηση για την επεξεργασία του Ελληνικού προτύπου δημοκρατίας και σοσιαλισμού, έμειναν προβλήματα ενός περιορισμένου σε έκταση κομματικού μηχανισμού, ο οποίος φροντίζει να κινείται σύμφωνα με τις «παραδεδεγμένες» και  «αναλλοίωτες» αρχές του παρελθόντος. Έτσι, μετά από τρία χρόνια, μια από τα πάνω προερχόμενη γραμμή αποτελεί ξανά το απόλυτο μέτρο βάσει του οποίου υπολογίζεται η ορθότητα και η νομιμότητα κάθε άποψης, σκέψης ή πρωτοβουλίας, που παρουσιάζεται στο χώρο των δημοκρατικών δυνάμεων και στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό της συσπείρωσης του Γ. Ε

       22. Η συσπείρωση γύρω από το  Γ. Ε. υπήρξε το προϊόν της «κατ’αρχήν» αποδοχής του συνθήματος της ανανέωσης, που αυτό έριξε και εξέφρασε την υγιή αντίθεση των Ελλήνων κομμουνιστών απέναντι στο απαράδεκτο, αυταρχικό και δογματικό καθεστώς. Όμως η τακτική που ακολούθησε στη συνέχεια το Γ. Ε. στο εποικοδόμημα του προβλήματος και όχι στην ουσία του. Κύριο μέλημα του Γ. Ε. έγινε η ποσοτική και όχι σε ιδεολογικο-πολιτική βάση συσπείρωσης της μάζας των στελεχών γύρω από αυτό το κέντρο, ενώ ταυτόχρονα επεδίωξε μάταια και με ουτοπικό τρόπο την επιδοκιμασία των άλλων. Η επιδίωξη αυτή ήταν ουτοπική γιατί, αν ληφθούν υπόψη τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το διεθνές κίνημα, τα κριτήρια που αναγνωρίζει το Κ.Κ.Σ.Ε. για να προχωρήσει στην έγκριση του στην οποιαδήποτε πολιτική κίνηση και οι δυσχέρεια που αντιμετωπίζει δια να διατηρήσει την ηγετική του θέση σε παγκόσμια κλίμακα καθιστούν αδύνατη μια τέτοια αναγνώριση στη σημερινή φάση της ωμής αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων. Όμως οι συσπειρώσεις δε γίνονται στο όνομα  της συσπείρωσης. Η ολοκληρωμένη πολιτική έρχεται σαν αποτέλεσμα της κοινής αποδοχής μιας ολοκληρωμένης πολιτικής γραμμής, ενός καθαρού σκοπού και για την εξυπηρέτησή του. Το σύνθημα της ανανέωσης έμεινε άσαρκο, δεν υλοποιήθηκε και ποτέ δεν προσδιορίστηκε το ακριβές περιεχόμενό του. Αυτή ακριβώς η ασαφής τοποθέτηση του Γ.Ε. το υποχρέωσε αρκετές φορές- ακόμα και σήμερα- να αδυνατεί να διευκρινίσει τη θέση του πάνω σε βασικά και κύρια προβλήματα πολιτικής γραμμής και ιδεολογικών απόψεων.

 

Δ.

 

         23. Έχοντας τώρα σκιαγραφήσει το πρόβλημα της κρίσης στο χώρο της Ελληνικής Αριστεράς είναι δυνατή και η εξέταση μερικών θεμάτων προσανατολισμού και περιεχομένου του αντιστασιακού κινήματος σήμερα. Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της σημερινής κατάστασης η μη αποδοχή της νομιμότητας του στρατιωτικού καθεστώτος από το σύνολο σχεδόν του παλαιού πολιτικού κόσμου και η γενική θέληση για εξασφάλιση και κατοχύρωση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και ενεργού συμμετοχής του λαού σ’ όλες τις καθοριστικές για το μέλλον του εκδηλώσεις και διαδικασίες. Τα αιτήματα της σημερινής περιόδου είναι βασικά αιτήματα λειτουργίας και ανάπτυξης δυτικού τύπου.

      24.Τα παράνομα αντιστασιακά κέντρα, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, συμβολίζουν την καταπατημένη από το στρατιωτικό καθεστώς συνταγματική νομιμότητα και τη συνέχεια των γνήσιων παραδόσεων του δημοκρατικού  κινήματος και θα εξακολουθούν να συμβολίζουν τη νομιμότητα και τη δημοκρατία μέχρις ότου διαμορφωθεί μια «νόμιμη» αντιπολιτευτική κίνηση να επωμισθεί το βάρος αυτού του συμβολισμού. Όμως είναι διαφορετικό πράγμα ο απλός συμβολισμός  της νομιμότητας και της δημοκρατίας και διαφορετικό το a priori δικαίωμα για καθοδήγηση όλων των συσπειρώσεων και κινήσεων, που κατατείνουν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και μάλιστα σε συνθήκες όπου για πολλούς  είναι αδύνατο να ασκηθεί ένα τέτοιο δικαίωμα.

         25. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η αδυναμία των παράνομων οργανώσεων να επεκταθούν πέρα από ορισμένους αυτοσυντηρούμενους κύκλους προσώπων στους χώρους όπου πραγματικά συντελούνται έντονες ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες ή εκδηλώσεις. Οι παράνομοι αντιστασιακοί πυρήνες δε κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν βάσεις «νόμιμης» αντιπολίτευσης, με σκοπό τη δημιουργία, τον έλεγχο και τη καθοδήγηση όλων των κρίσιμων πολιτικών, ιδεολογικών και συνδικαλιστικών κινήσεων και την μέσα από τους εγκαθιδρυμένους θεσμούς, προώθηση αιτημάτων ελευθερίας, δημοκρατίας και οικονομικής ανάπτυξης.

         26. Η αδυναμία της επίσημής αντίστασης να εξασφαλίσει μια παρουσία στις κρίσιμες δραστηριότητες οφείλεται βασικά:

     α) στον προσανατολισμό της που αποκλείει ουσιαστικά τη «μεταρρυθμιστική» πολιτική, με το να θέτει σαν πρώτο και άμεσο στόχο την ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος, παραγνωρίζοντας τη σταθεροποίηση του και τις δυνάμεις που οδηγούν μακροχρόνια στη διαφοροποίηση του.  Η μεταρρυθμιστική δραστηριότητα και κατ’ επέκταση, η προσπάθεια για την εξασφάλιση «νόμιμων» θέσεων, προϋποθέτει μια-κατ’ αρχήν- de facto κατάφαση απέναντι στα εγκαθιδρυμένα από το στρατιωτικό καθεστώς θεσμικά πλαίσια και, αργότερα την απαρχή  της διαδικασίας για τη διαφοροποίησή ή αντικατάστασή τους. Το αίτημα για την ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος (που στην συγκεκριμένη  περίπτωση έχει θεσμοθετηθεί με το σύνταγμα του 1968) θα αποτελέσει το αποκορύφωμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, εξαιρετικής εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που προσφέρονται στις δυνάμεις της δημοκρατίας και δημιουργίας ενός «παρασυντάγματος», που θα αντισταθμίσει τους φραγμούς και τις δεσμεύσεις του συντάγματος του 1968, προς όφελος  των δυνάμεων της δημοκρατίας

     β)Στις  τεχνικές δυσχέρειες που είναι σύμφυτες με κάθε προσπάθεια επέκτασης των παράνομων αντιστασιακών κέντρων πέρα από ορισμένα όρια. Το καθεστώς έχει τη δυνατότητα να αστυνομεύσει σε ουσιαστικό τη κοινωνική ζωή και να καταστείλει κάθε κίνηση, που δεν απολαμβάνει μιας τυπικής νομιμότητας. Μια ακόμα από τις δυσχέρειες είναι η αδυναμία των παράνομων αντιστασιακών κέντρων να αποκτήσουν τη δυνατότητα μαζικής έκφρασης και επικοινωνίας με όλες τις κοινωνικές και εθνικές περιοχές επιτυγχάνοντας έτσι τις προϋποθέσεις που θα τον επιτρέπουν την υπόδειξη γενικών κατευθύνσεων και την επισήμανση των ασθενών σημείων του στρατιωτικού καθεστώτος.

      27. Τα παράνομα κέντρα αντίστασης καλούνται σήμερα να διαδραματίσουν στην διαδικασία επαναπροσανατολισμού  της αντίστασης προς νέες μορφές δράσης και έκφρασης μέσω της αξιοποίησης των δυνατοτήτων που η σημερινή νομιμότητα παρέχει και της διεύρυνσης  αυτών των δυνατοτήτων ανάλογη με τις εκάστοτε τάσεις μετεξέλιξής του. Μέχρι να υπάρξει ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων, μια πολιτική αντιπολιτευτική κίνηση ικανή να αντιπαρατεθεί στους φορείς της πολιτικής του στρατιωτικού καθεστώτος, θα πρέπει να δημιουργούνται στηρίγματα και προσβάσεις από τις δυνάμεις που είναι σε θέση να αναπτύξουν μια νόμιμη δραστηριότητα στις κύριες διεργασίες της εθνικής μας ζωής.  Ο  προσανατολισμός αυτός προϋποθέτει υιοθέτηση των αρχών όχι του ανατρεπτικού αλλά του μεταρρυθμιστικού κινήματος και το γρήγορο πέρασμα των πρωτοβουλιών και της καθοδήγησης από τα παράνομα κέντρα στους νόμιμους χώρους και στις νόμιμες συσπειρώσεις. Η άρνηση αυτού του προσανατολισμού θα έχει σα λογική κατάληξη την απομόνωση από τη συνέχεια της ζωής και τη μετατροπή του αντιστασιακού κινήματος σε άγονο νοσταλγό ημερών ή καταστάσεων που επιθυμία όλων μας θα ήταν να είναι πραγματικότητα, μα που σήμερα έχουν οριστικά ξεπεραστεί.

             28. Ανάγκη της σημερινής περιόδου είναι η πάνω σε ενδιαφέροντα και εφικτές γραμμές δημιουργία συσπειρώσεων, που σε μια πορεία, θα καταστούν ικανές να αντιπαρατεθούν σα πολιτική κίνηση (ή κινήσεις) στους φορείς του στρατιωτικού καθεστώτος Συσπειρώσεις σε ενδιαφέροντα και προβλήματα και με μόνιμη κάλυψη είναι δυνατό να σκιαγραφηθούν με τρία γενικά παραδείγματα. α) οι νομικοί που εντάσσονται στο χώρο των δημοκρατικών δυνάμεων θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια κίνηση για την προάσπιση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου από νομική και ανθρωπιστική πλευρά του, στο βαθμό, που αποκτά ευρύτητα, θα καθίσταται δυνατή να επισημάνει και τις πολιτικές πλευρές του προβλήματος. Είναι ακόμα δυνατό να καλυφθεί και μέσω συγκεκριμένων  σχέσεων και συνεργασιών με ανάλογες οργανώσεις ή κινήσεις του εξωτερικού με αναγνωρισμένο κύρος. Η αποσόβηση των βασανιστηρίων, η υπεράσπιση και απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και η απαίτηση για ελεύθερη έκφραση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν  αντικείμενο της κίνησης αυτής. β) Ένας ορισμένος κύκλος οικονομολόγων θα μπορούσε αντικειμενικά και συντονισμένα να επεξεργαστεί  και να προβάλλει μια σειρά μελετών για βασικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας σα συμβολές στη προσπάθεια για μια ορθά προσανατολισμένη οικονομική ανάπτυξη. Έτσι θα καταστεί αργότερα δυνατή και η επεξεργασία και αντιπαράθεση οικονομικών προγραμμάτων και λύσεων σ’ εκείνες του στρατιωτικού καθεστώτος. γ) Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες γενικά θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα έκδοσης εντύπων και οργάνωσης συζητήσεων για την ενημέρωση του Ελληνικού κοινού επί συγχρόνων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων και προβληματισμών και, σε μια πορεία, με σκοπό την άμεση εφαρμογή των δημιουργικά  αφομοιούμενων ιδεών στα Ελληνικά δεδομένα Ειδικότερα θα πρέπει να επιδειχθεί ενδιαφέρον για την προσέλκυση των νέων, που έχουν και τις εντονότερες πνευματικές ανησυχίες κι’ αναζητήσεις.

       29. Τα παραδείγματα αυτά αφορούν τρεις μορφές δημιουργίας και ανάπτυξης συσπειρώσεων στις νέες συνθήκες και πρέπει να θεωρηθούν ενδεικτικά μέσα από ένα πλήθος ανάλογων περιπτώσεων. Μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας θα προκύψει και η αναγκαία ανθρώπινη «υποδομή» , που θα στελεχώσει αύριο μια πολιτική κίνηση και οργάνωση αξιώσεων. Μέσω αυτού του προσανατολισμού θα πραγματοποιηθεί φυσιολογικά ο στόχος της ανανέωσης των προδικτατορικών   πολιτικών δυνάμεων και των διατηρούμενων υπολειμμάτων τους.

 
(δακτυλογραφήθηκε από το αρχικό χειρόγραφο κείμενο τον Ιούλιο του 2008) 

                                                 Λ. Τ.   Πόρτο Χέλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου