Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Τα φαιά κύτταρα …και άλλα διηγήματα


              Λευτέρης Τσίλογλου 

    Τα φαιά κύτταρα

          …και άλλα διηγήματα



Αθήνα 2014

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 

                              Τα φαιά κύτταρα

        Δεν είχε καταλάβει το πώς και πότε. Κάποια στιγμή, ουδέτερη, έτσι στην ψύχρα,  συνειδητοποίησε ότι …ψηλώνει. Δεν ήταν εδώ και χρόνια στην ηλικία της ανάπτυξης. Βρισκόταν πια στο μεσοδρόμι της ζωής. Το παρατήρησε με τα ρούχα του. Το παντελόνι έγινε πιο κοντό ενώ όταν το είχε αγοράσει ταίριαζε πάνω του κανονικά. Το ίδιο κι οι μπλούζες και τα πουλόβερ.

 Έκανε απόπειρα να μετρηθεί μόνος του. Τεντώθηκε κανονικά, ευθυτενής ήρθε σε επαφή με τον ελεύθερο τοίχο και μ’ ένα μολύβι πάνω από το κεφάλι του έβαλε ένα σημάδι. Με τον αριθμημένο χάρακα που είχε στο γραφείο έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό για το μπόι του. Ένα μέτρο και εβδομήντα επτά! Η παλαιά του ταυτότητα έγραφε 1.70. Μόνο.

 Πότε την έβγαλε αλήθεια; Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι είχε ημερομηνία έκδοσης. Έκανε ένα χοντρό λογαριασμό. Τότε λοιπόν ήταν 23 χρόνων. Η ανάπτυξη του μάλλον είχε ολοκληρωθεί.  Ναι! Τώρα το θυμήθηκε. Είχε χάσει την πρώτη ταυτότητα που είχε βγάλει ως έφηβος όταν έπαιρνε μέρος στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Βρισκόταν μέσα στο λεωφορείο όταν του κλέψανε το πορτοφόλι. Τότε καταθέτοντας νέα δικαιολογητικά  είχε απ’ την αρχή εκδώσει καινούρια. Ο νεαρός αστυφύλακας του είχε μετρήσει βιαστικά το ύψος. Αλλά να είχε γίνει τόσο μεγάλο λάθος; Μάλλον απίθανο.

   Επανέλαβε αρκετές φορές τη μέτρηση. Εκεί, γύρω στο 1.77. Μήπως ο δικός του χάρακας είχε κατασκευαστικό λάθος; Προμηθεύτηκε μια επαγγελματική μεζούρα, ξανάβαλε νέο σημάδι στον τοίχο και η μέτρηση, που τώρα θα ήταν οπωσδήποτε πιο αξιόπιστη έδειξε 1.77. Άρα δεν ήταν ιδέα του.

     Του κόλλησε.

    « Κάτι συμβαίνει με μένα», είπε.

    Σε μια βδομάδα είδε ότι είχε πάρει σχεδόν έναν ακόμα πόντο. Θορυβήθηκε. Αυτό δεν είναι για καλό, στην ηλικία που βρίσκεται.

    «Θα επισκεφθώ γιατρό» αποφάσισε από μέσα του.

   Πήγε σ’ ένα γενικό παθολόγο και του είπε το πρόβλημά του.

    «Δεν γίνονται αυτά, κύριε μου, κάποιο λάθος θα κάνετε»

    «Κοιτάξτε την ταυτότητα και μετρήστε το σημερινό μου ύψος»

 Έτσι κι έγινε. Η ακριβής μέτρηση με το όργανο που διέθετε ο γιατρός έδειξε 1.79.

    «Το βλέπετε; Δεν είναι ιδέα μου»

    «Μήπως η μέτρηση στο τμήμα που σας έκαναν ήταν λαθεμένη; Ενδεχομένως υπάρχει κι άλλο ενδεχόμενο. Μπορεί να είναι και λάθος του αντιγραφέα πάνω στο δελτίο της ταυτότητας»

    «Τι να σας πω για να με πιστέψετε; Κοιτάξτε το παντελόνι. Όταν τ’ αγόρασα ήταν κανονικό. Τώρα κόντυνε. Βλέπετε και μόνος σας ότι φαίνονται οι κάλτσες»

    « Αφού επιμένετε, πρέπει να σας πιστέψω. Τότε όμως χρειάζεται να δώσω μια επιστημονική εξήγηση στο φαινόμενο. Και τέτοια εξήγηση, προς το παρόν, δεν έχω. Το καλύτερο είναι να ψάξω τη βιβλιογραφία, να ρωτήσω άλλους συναδέλφους μου, μήπως αυτοί ξέρουν κάτι περισσότερο πάνω στην περίπτωσή σας. Αυτό θα ήταν και το πιο λογικό. Σε λίγες μέρες η γνώμη μου είναι να επανέλθετε. Μπορεί άλλωστε να έχουμε νέα αλλαγή στο ύψος και τότε θα υποχωρήσουν οριστικά κι οι τελευταίες αμφιβολίες που έχω μέσα μου για το φαινόμενο»

    Αυτό κι έγινε. Όταν βρέθηκε για δεύτερη φορά απέναντι στον γιατρό είχε τη λογική αγωνία της απάντησης που θα του δώσει. Το πρώτο που αυτός έκανε ήταν να τον μετρήσει πάλι. Το αποτέλεσμα της μέτρησης ήταν μπόλικο 1.79. Σε λίγο θα καβαλούσε το 1.80.

    «Σίγουρα κάτι συμβαίνει με σένα. Αλλά απάντηση στο φαινόμενο αυτό δεν μπόρεσα να βρω. Διάβασα, ρώτησα όπου μπορούσα. Αλλά μηδέν εις το πηλίκον. Δεν έχω εξήγηση στο φαινόμενο. Στο ιντερνέτ ανακάλυψα μια αναφορά στο θέμα, μόνο που δεν υποστηρίζεται από καμιά, προς το παρόν, αξιόπιστη πηγή, ούτε από κάποια στοιχεία στατιστικών ερευνών»

   Έκανε μια μικρή παύση, ενώ η αγωνία του άλλου ήταν στο κατακόρυφο

   «Η αναφορά μιλούσε για την ισχύ στη φυσιολογία του γνωστού νόμου της Χημείας Μπόιλ- Μαριότ. Ο νόμος αυτός μας λέει ότι το γινόμενο πίεσης κι όγκου μιας ποσότητας αερίου είναι σταθερό. Αν μεγαλώνει ο όγκος μειώνεται η πίεση κι αντίστροφα. Στη Φυσιολογία το γινόμενο αναφέρεται σε δυο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Έτσι όταν αυξάνεται το ένα πρέπει να μειώνεται κάποιο άλλο. Στην περίπτωσή σου αυξάνεται το ύψος. Ποιο όμως μπορεί να είναι το μέγεθος που μειώνεται; Για σκέψου τι μπορεί να είναι αυτό;»

   Έφυγε από το ιατρείο άδειος.  Αντί η επίσκεψη στο γιατρό να λύσει τις απορίες του, επέτεινε τα ερωτήματα που εκ των πραγμάτων αναφύονταν μέσα του κι αύξησε την ανησυχία που άρχισε να τον καταλαμβάνει. Κυριάρχησε στη σκέψη του η νέα εξέλιξη. Του έγινε έμμονη ιδέα. Στηνόταν με τις ώρες μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και παρατηρούσε με ένταση κάθε σωματικό χαρακτηριστικό του.

  Η θεωρία που του ανέφερε ο γιατρός μήπως είχε κάποια βάση; Πέρναγε από έλεγχο κάθε χαρακτηριστικό του σώματός του. Υπάρχει κάτι άλλο στο σώμα του που να μικραίνει; Δεν μπόρεσε να διαπιστώσει καμιά αλλαγή. Οι μέρες περνούσανε χωρίς κάτι σημαντικό να συμβεί. Οι έρευνα στο σώμα του συνεχίστηκε αδιάλειπτη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό. Τότε μπήκε στο μυαλό του το άλλο ενδεχόμενο

    «Μήπως η αλλαγή αφορά εσωτερικό όργανο του σώματος; Μήπως- ακόμα χειρότερα- δεν αναφέρεται σε όργανο αλλά κάποια ιδιότητα του χαρακτήρα μου;»

  Για στάσου! Μήπως ξαφνικά έγινε πιο οξύθυμος ή πιο συγκαταβατικός απ’ ότι μέχρι τώρα; Έγινε περισσότερο ανυπόμονος ή αντίθετα πιο υπομονετικός; Μήπως ασχήμυνε ή αντίθετα ομόρφυνε; Σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα την απάντηση δεν μπορούσε να τη δώσει ο ίδιος. Χρειαζόταν μια εξωτερική δεύτερη γνώμη. Ποιον να τολμήσει όμως να ρωτήσει; Θα τον κοροϊδεύει μετά μια ζωή. Άσε που θα τον κάνει ρεντίκολο σ’ όλους τους γνωστούς του. Τίποτα, απλώς πρέπει να παραμείνει ο ίδιος σε διαρκή επιφυλακή. Κάποια στιγμή με το πέρασμα του χρόνου το αίνιγμα θα λυθεί, τα ερωτήματα θα απαντηθούν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   Ενώ το ύψος του συνέχιζε να αυξάνεται, αλλά με ρυθμούς πολύ μικρότερους από την αρχική επέλαση, παρατήρησε στον εαυτό του νέα χαρακτηριστικά. Να μειώνεται ραγδαία η μνήμη του, να ξεχνάει ονόματα αγαπητών του ανθρώπων, σημαντικές ημερομηνίες εορτών γενεθλίων δικών του ανθρώπων, να παρουσιάζει αρρυθμίες στην εκφορά του λόγου, αστάθεια στο περπάτημα, να αισθάνεται γρήγορη εξάντληση των δυνάμεών του με την πρώτη και συνηθισμένη προσπάθεια. Όλα στην αρχή τα απέδωσε σε πρόσκαιρα αίτια, που είχαν σχέση με τη δύσκολη φάση που αντιμετώπιζε αυτή την περίοδο και τις κάποιες οικονομικές δυσκολίες. Όμως τα φαινόμενα αντί να μετριάζονται με το χρόνο αντιθέτως εντείνονταν.

     Τότε και μόνο τότε πέρασε απ’ το μυαλό του η φοβερή σκέψη. Μήπως το μέγεθος που σ’ αυτόν μειωνόταν ήταν οι πνευματικές λειτουργίες του, η ποσότητα φαιάς ουσίας του εγκεφάλου του, τα πασίγνωστα φαιά κύτταρα του Ηρακλή Πουαρό;

     Ίσως αυτή να ήταν η τελευταία έλλογη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του. Τα ορμητικά κύματα της νόσου Αλτσχάϊμερ ήρθαν να ισοπεδώσουν τα τελευταία απομεινάρια του εγκεφαλικού του ιστού.

 

                                                                        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                        Το πρώτο του φιλί

   Είναι κάτι μνήμες, μικρές και μακρινές, που σε συντροφεύουν δεκαετίες κι όταν έρχονται απρόσκλητες στο μυαλό, σου απαλύνουν το σκοτάδι που η ζωή πολλές φορές μας επιφυλάσσει. Είναι σαν τα φτωχά ψιχουλάκια από το αντίδωρο που πέφτουν στο χώμα από τον απρόσεκτο χριστιανό, που μετά το τέλος της λειτουργίας βγαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας και τρώει σε μικρές μπουκιές το αγιασμένο σώμα του Χριστού. Τότε τα σπουργίτια έρχονται και λαίμαργα τα τσιμπολογάνε προσπαθώντας να κοπάσουν λίγο την πείνα τους. Έτσι κι οι μνήμες. Εκεί που η καταιγίδα ανταριάζει τη ζωή σου αυτές σπάνε το αδιαπέραστο τείχος από τα νέφη που κρύβουν τον ουρανό και  σαν μια στενή δέσμη φωτεινών ακτίνων του ήλιου κατορθώνουν να ζεστάνουν την παγωμένη διάθεσή σου, να θωπεύσουν τον σπόρο ελπίδας και χαράς που ζει ίσως κοιμισμένος εντός σου.

   Το θυμόταν σαν να έγινε χθες, ενώ πέρασαν τόσα και τόσα ταραγμένα χρόνια. Ήταν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, που στην ιδιαίτερη πατρίδα του για πρακτικούς λόγους και εξ ανάγκης, το σχολείο ήταν μεικτό σε αντίθεση με όλα τα γυμνάσια της χώρας, όπου με την στενή και σεμνότυφη αντίληψη της εποχής τ’ αγόρια και τα κορίτσια έπρεπε να πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία που βρίσκονταν σε ξεχωριστά κτίρια. Να μην μπαίνουν, λέει, σε πειρασμούς. Όμως οι ορμονικές λειτουργίες μπορούν να ησυχάσουν και να υπακούσουν στις κρατικές απαγορεύσεις;

    Είχανε μάθημα Αρχαίων. Κύρου Ανάβασις. Κι ο καλός φιλόλογος διάνθιζε το μάθημα με ιστορίες των πρωταγωνιστών αυτής της ενδιαφέρουσας περιπέτειας. Θέλω εδώ να θυμίσω ότι τότε οι γνώσεις ήταν είδος «εν ανεπαρκεία» κι έτσι τέτοιες ευκαιρίες ήταν σπάνιες κι όταν υπήρχαν συγκέντρωναν ευχαρίστως την προσοχή εκείνων που είχαν την περιέργεια να μάθουν. Οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν τόσο αυτονόητα όπως διαδίδονται σήμερα. Βιβλία στα σπίτια ήταν πολύ λίγα έως ανύπαρκτα, οι εγκυκλοπαίδειες κλειδωμένες στις βιβλιοθήκες. Η τηλεόραση ήταν ακόμα όνειρο για το μακρινό μέλλον. Μόνο οι τοπικές εφημερίδες κι αυτές στο καφενείο κι αν τύχει και είναι ελεύθερες από τους μεγάλους που είχαν προτεραιότητα.

    Στη μέση του μαθήματος άνοιξε απότομα η πόρτα ταράζοντας όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή. Τότε κι αυτός ήταν συνεχώς υπό τον έλεγχο του γυμνασιάρχη και του επιθεωρητή. Η προαγωγή ή η μετάθεση του ήταν κυρίως υπόθεση της έκθεσης που θα υπέβαλλαν αυτοί οι δυο για το έργο του. Η απότομη είσοδος δεν ήταν όμως για κακό. Ο γυμνασιάρχης έφερνε στην αίθουσα μια νέα μαθήτρια, που συνοδευόταν από τον πατέρα της, ανώτερο κρατικό υπάλληλο σε μια γεωργική υπηρεσία όπως πληροφορήθηκαν αργότερα. Μετά τις αναγκαίες συστάσεις οι μεγάλοι αποχώρησαν και το κορίτσι κάθισε μόνο του σ’ ένα απ’ τα άδεια θρανία της τάξης. Θα ήταν συμμαθήτριά τους. Μέσα στον περιορισμένο χώρο του σχολείου, αλλά και της συνοικίας τους αυτό ήταν γεγονός. Εκεί στο προαύλιο την παρατήρησε για πρώτη φορά. Από μακριά μέτραγε με τα μάτια τα χαρακτηριστικά της και τα θαύμαζε. Μικροκαμωμένη με συμμετρικά κατανεμημένα τα μέλη του σώματός της, όσο βέβαια του επέτρεπε να δει η ολόσωμη μπλε ποδιά και το λευκό στρογγυλό γιακαδάκι που κύκλωνε το λαιμό. Μακριά ίσα καστανά μαλλιά δεμένα πίσω με μια άσπρη κορδέλα. Μάτια μεγάλα που κοιτούσαν γεμάτα περιέργεια τους ανθρώπους και τα αντικείμενα. Στην αρχή ήταν μόνη της, μα σύντομα την πλησίασαν δυο κορίτσια της τάξης. Αυτός δεν τόλμησε. Ήταν πάντα διστακτικός κι εσωστρεφής.

   Στις επόμενες μέρες θα έρχονταν περισσότερες πληροφορίες. Ο πατέρας της πήρε ξαφνική μετάθεση κι προσωρινά θα άφηναν τη μοναχοκόρη τους στην αδελφή της μάνας της, που ζούσε στη γειτονιά μας. Στην αρχή απροσανατόλιστη  στο νέο περιβάλλον, κινούνταν διστακτικά. Σύντομα όμως πήρε το θάρρος και προσαρμόστηκε με άνεση στις ιδιαιτερότητες του νέου χώρου και έδειξε ότι είχε τον απαιτούμενο αέρα για τις κοινωνικές δραστηριότητες. Δεν ήταν κακή ή αδιάφορη μαθήτρια. Έκοβε το μυαλό της, μόνο που δεν χώνευε τα μαθηματικά. Τα είχε πάρει απ’ την αρχή με κακό μάτι κι είχε κενά. Άλγεβρα και Γεωμετρία. Γι αυτόν, αντίθετα, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Αφοσίωση έως ανωμαλίας. Έτσι ήρθε το πλησίασμα. Είχαν περάσει ήδη αρκετές μέρες στο νέο περιβάλλον όταν την πρωτοβουλία την πήρε εκείνη

    «Κώστα, να σου πω κάτι; Δυσκολεύομαι στα μαθηματικά. Εσύ βλέπω είσαι σαΐνι. Θα ήθελες να με βοηθήσεις;»

   «Ό,τι θέλεις Αργυρώ. Είμαι στη διάθεσή σου!»

   «Θα σου πω αύριο»

 Τον γέμισε η προσδοκία. Λες να βρεθούνε μόνοι τους κοντά; Που ξέρεις;

   Την άλλη μέρα χαρούμενη του είπε:

   «Ρώτησα τη θεια μου και μου είπε ναι! Αρκεί νάναι κι αυτή παρούσα. Δυστυχώς πρέπει να έρχεσαι στο σπίτι μας. Μπορείς εσύ Κώστα;»

     Ήταν δυνατόν να πει όχι;

     Η αρχή έγινε από την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισαν δίπλα- δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κι η θεία στον νεροχύτη έκανε δουλειές.

     Ιδιότητες κι ασκήσεις στα ισοσκελή τρίγωνα για τη Γεωμετρία. Ταυτότητες κι απλοποιήσεις αλγεβρικών παραστάσεων στην Άλγεβρα. Εξηγήσεις σιγά-σιγά, ερμηνευτικά λόγια, ερωτήσεις εκατέρωθεν ήταν το περιεχόμενο του πρώτου μαθήματος. Η θεία δίπλα απίκο λες και είχε να πλύνει τα πιάτα ενός συντάγματος. Στο επόμενο μάθημα που έγινε μια από τα ίδια, αλλά αυτή τη φορά η θεία είχε επισκέψεις κι έπρεπε να μένει στο σαλόνι. Στο μάθημα ήταν μόνοι. Όμως συχνά, για το φόβο των Ιουδαίων, έμπαινε στην κουζίνα και ρωτούσε μη θέλουν κάτι. Τον φίλευε, άλλωστε, με σταφίδες και ξηρούς καρπούς και αυτός τα τιμούσε δεόντως.

    Ο ίδιος κούτσουρο θα έμενε, ακίνητος στον αιώνα τον άπαντα. Πάλι εκείνη είχε τον πρώτο λόγο. Αισθάνθηκε το μπούτι της να τον ακουμπάει με πίεση και να τον κοιτάει ενώ συγχρόνως είχε τον νου της και στην πόρτα. Άμαθος και παρθένος από αντίστοιχες εμπειρίες ανατρίχιασε σ’ όλο του το σώμα. Απλώς γύρισε και την κοίταξε αμίλητος. Εκείνη πιο τολμηρή του έπιασε το χέρι  και το ακούμπησε στιγμιαία στο στήθος της. Ένας θόρυβος τους έκανε να απομακρυνθούν, αλλά μετά από λίγο το κορίτσι τον ξαναπλησίασε και τώρα το πρόσωπό της προσέγγισε το δικό του. Θέλοντας και μη, με το φόβο κυρίαρχο μέσα του, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε πιο τολμηρά πιέζοντας τα δικά της ενώ συγχρόνως άνοιγε το στόμα. Ένιωσε στο στόμα του το σάλιο της κι άρχισε να τρέμει. Η αναστάτωση ήταν γι αυτόν πρωτόφαντη. Νέος θόρυβος τους απομάκρυνε πάλι. Αυτή τη φορά οριστικά. Η θεία ήρθε μέσα και τους είπε να τελειώνουν γιατί θέλουν να την δουν οι επισκέπτες της. Αυτό ήταν! Στη συνέχεια η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν ραγδαία, τόσο που δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της ήρθε και την πήρε μαζί του στη νέα θέση που τοποθετήθηκε.

    Αυτός έμεινε με τη ζωντανή αίσθηση του πρώτου φιλιού, της παρθενικής επαφής του με το άλλο φύλο. Κάποιος τρίτος με τα σημερινά δεδομένα θα έλεγε:

    «Μωρέ και τι ήταν;»

    Κι όμως δε θα μπορεί να καταλάβει πως αυτό το απλό συμβάν εκείνον τον σημάδευσε οριστικά. Ενώ η ζωή του επεφύλαξε στη συνέχεια αρκετούς δεσμούς, το βιαστικό πρώτο φιλί κάθε φορά που το φέρνει στον νου του δίνει ακέρια την έντονη πρώτη συγκίνηση. Για το κορίτσι δεν ξέρει τίποτα. Ούτε κι έψαξε να την βρει. Εκείνη θα θυμάται άραγε αυτό το φιλί;  Προτιμάει η απάντηση στο ερώτημα να μείνει μετέωρη κι αμφίβολη. Θα ήθελε όμως κάτι να έχει μείνει και σ’ αυτήν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              Η παρέα των παιδικών χρόνων

 

(α) Το ταλέντο, ο Τάκης

   Πόσο τον θαύμαζε, πόσο τον ζήλευε; Ίσως και λίγο να τον μισούσε. Μα ο άθλιος, ήταν ανυπόφορος! Μπορούσε να «φύγει» νοερά από δίπλα μας, έτσι ξαφνικά. Να μην ακούει τις ομιλίες, να μην αισθάνεται την παρουσία μας καθόλου και πάλι ξαφνικά να τον! Να  «επανέρχεται», λες και συνήλθε από κώμα. Τότε να ζητάει το λόγο σε θέμα που εμείς το είχαμε ήδη εξαντλήσει και είχαμε πάει παρακάτω. Όταν του τον έδιναν, έ, δεν θα το πιστέψετε. Τότε άρχιζε να απαγγέλει, σαν τρεχούμενο νεράκι, ένα κείμενο πλήρως δομημένο, με αρχή, μέση και τέλος, με στέρεα επιχειρήματα λες και ήταν η απόδειξη ενός σύνθετου προβλήματος της γεωμετρίας.

   «Πώς το κάνεις αυτό ρε αδελφέ;» τολμάς κάποια στιγμή να τον ρωτήσεις.

   Με την έκπληξη γραμμένη στο πρόσωπό του για την ερώτηση, που του γίνεται, απαντά λες και λέει την απλούστερη κοινοτυπία.

   «Το γράφω, δικέ μου, με τη γραφομηχανή του μυαλού μου κι όταν είμαι έτοιμος, απλώς σας το διαβάζω»

   Η απάντηση μπορεί να είναι αποστομωτική, αλλά δεν ικανοποιεί το ερώτημα που σε βασανίζει.

  «Γιατί μωρέ να μην μπορώ κι εγώ να το κάνω αυτό;»

    Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μου, το αποτέλεσμα; Τζίφος, μηδέν εις το πηλίκο! Είναι φαίνεται ειδικό δώρο του θεού μόνο σ’ αυτόν. Μια ευτυχισμένη συνύπαρξη αναλυτικής σκέψης, συνθετικής ικανότητας και λίαν αυξημένης μνήμης στον ίδιο άνθρωπο. Δεν εξηγείται αλλιώς.

    Κι όμως! Αυτός ο προικισμένος άντρας ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκής σε άλλους τομείς της ζωής μας. Ε! Θα ήταν αδικία, βρε αδελφέ, όλα να του πάνε δεξιά! Τότε για μένα μια και μόνο διέξοδος θα υπήρχε. Να δώσω ένα σάλτο από τη ψηλή γέφυρα και… καλιά μου. Βλέπεις είναι ο κολλητός μου και τον τρώω στη μάπα τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου. Δεν θ’ άντεχα το αίσθημα μειονεκτικότητας που θα με περιτριγύριζε τότε σαν μια επίμονη πλανεύτρα και κακιά νεράιδα.

  Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρω τον αισθηματικό τομέα. Εκεί τα κάνει πάντα μαντάρα! Σε μένα οφείλει τη σωτηρία του, αν και δεν το παραδέχεται. Όμως δεν με πειράζει. Είναι φίλος και του το οφείλω.

   Πόσο μα πόσο εύκολα πιάνεται κορόιδο ο κύριος! Ερωτεύεται ακαριαία και με τον πιο άγαρμπο τρόπο ζητά την αντίστοιχη ανταπόκριση. Είναι αναπόφευκτο να τρώει χυλόπιτες ή ακόμα και σφαλιάρες. Του το είπα εκατοντάδες φορές

    «Αδελφέ δεν γίνονται έτσι απότομα αυτά. Η γυναίκα θέλει υπομονή, χρειάζεται στρατηγική, να κάνεις χειρισμούς. Τη γυναίκα την κερδίσεις σιγά σιγά. Θέλει, δικέ μου, γαλιφιές, θέλει τρυφερότητα, προηγείται η φάση του φλερτ. Εν τέλει, θέλει και τα δωράκια της. Δεν είσαι κι ο Μπραντ Πιτ μανάρι μου, να πέσουν αυτόματα στην αγκαλιά σου! Σχεδόν ποντικομούρης είσαι και τα ταλέντα που έχεις, ναι έχεις, το ξέρω, δεν φαίνονται με την πρώτη.  Ή ακόμα και να τα γνωρίζουν, ίσως να μην τις ενδιαφέρουν. Είναι παράξενη ράτσα οι γυναίκες Τάκη. Πότε θα το μάθεις;»

   Αντιθέτως αν καμιά υστερόβουλη και καπάτσα καταλάβαινε εγκαίρως με τι κορόιδο έχει να κάνει του αποσπούσε με άνεση και σε χρόνο μηδέν ό,τι είχε και δεν είχε. Μόνο η δική μου παρέμβαση και πάλι, τον έσωσε πολλές φορές στο παρελθόν από ηχηρά κάζα.

   Τελικά η φύση δεν είναι τόσο άδικη να τα δώσει όλα σ‘ έναν και μόνον έναν. Έχει τη σοφία να κρατά κάποιες ισορροπίες. Όχι να ισομοιράζει, αλλά να μην υπάρχουν κι ανισότητες σε βαθμό σκανδάλου. Αυτό και μόνο με καθησυχάζει και δεν οδηγήθηκα τελικά σε ακραίες λύσεις. Γεννηθήκαμε σε διπλανά σπίτια, ζήσαμε στενά μαζί και τον θεωρώ και λίγο αδελφό μου.

 

(β) Ο γκομενιάρης Μπάμπης

   Το είχε από μικρός το χούι. Το μυαλό του ήταν πάντα προσανατολισμένο στις γκόμενες. Σ’ αυτές που δοκίμασε και σ’ όλες τις υπόλοιπες που φιλοδοξούσε να δοκιμάσει. Το θέμα είχε την αποκλειστικότητα στην σκέψη του. Δεν ορρωδούσε μπροστά σε καμιά κοινωνική συμβατικότητα, ούτε τον φρέναραν ηθικής φύσεως διλήμματα. Χτύπαγε στόχους χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς αναστολές, εκλεκτικότητα ή κάποιου είδους φόβους.

   Να σας πω το παράξενο; Είχε τόσες και τέτοιες επιτυχίες που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο με τα αντικειμενικά του προσόντα. Δηλαδή το επίπεδο ομορφιάς, μόρφωσης, οικονομικής επιφάνειας κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.  Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κάποιος είναι ότι οι γυναίκες είναι ευεπίφορες σε περιπέτειες και οι άνδρες, συνήθως φοβισμένοι και διστακτικοί στο ενδεχόμενο της απόρριψης, δεν τολμούν να πάρουν τη στοιχειώδη πρωτοβουλία και να εκμεταλλευθούν την αστείρευτη αυτή πηγή.  Αυτός όχι! Ατρόμητος καβαλάρης εφορμούσε προς τα πρόσω κι είχε εισπράξει πολλάκις το «κέρδος των κόπων» του.

   Πρέπει να ειπωθεί και το άλλο. Δίπλα στην αλυσίδα των επιτυχιών, δίπλα στη συλλογή των καταφατικών απαντήσεων υπάρχει μια αντίστοιχη αλυσίδα από καζούρες, με εξευτελισμούς και κακά ξεμπερδέματα. Δεν τον συγκρατούσαν φιλίες, συγγενικές σχέσεις, ηλικίες και ομορφιά ή ασχήμια Το ρητό που είχε ως προμετωπίδα του ήταν: «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει». Σε ένα ακόμα πρέπει να τον παραδεχτώ. Αφομοίωνε τις αποτυχίες του σε μηδενικό χρόνο, λες και διέθετε το μυστικό της επιλεκτικής λήθης. Τόσο, μα τόσο άνετα τα πέταγε στα σκουπίδια, ενώ αντίθετα συνέχιζε αδιακόπως να επαίρεται για τις επιτυχίες του που δεν «ξεχνούσε» ποτέ.

 

 

(γ) Ο αόρατος Αγάθωνας

   Μπορεί να περνούσε δίπλα σου και να μην τον έπαιρνες είδηση. Να  ανταλλάσσατε λόγια κι έπειτα να μην θυμάσαι τι σου είπε και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του. Αδιάφορος πάντα και αθόρυβος. Καθ’ υπερβολή θα έλεγα, αδιαφανής. Μικρός το δέμας, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία που ενδεχομένως θα τραβούσαν την προσοχή τρίτου. Ίσια μαλλιά, αραιά πλέον, χτενισμένα προς τα δεξιά με μια τεθλασμένη σχεδόν χωρίστρα στο αριστερό ημισφαίριο του κεφαλιού του. Ρούχα πολυφορεμένα σε ουδέτερα χωμάτινα χρώματα και μια μονόχρωμη γραβάτα, που δεν πρόσθετε κάτι. Απλώς έδινε την εντύπωση ότι του σφίγγει το λαιμό λες κι αποπειράται να τον πνίξει.

   Εργαζόταν κάτω από τον ίδιο και μόνο εργοδότη, από την έναρξη της εργασιακής του ζωής. Χωμένος σ’ ένα εσωτερικό γραφείο της επιχείρησης κρατούσε τα βιβλία της  και έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του αφεντικού του, είχε την εξουσιοδότηση αυτός να κάνει τις αναλήψεις των απαραίτητων ποσών από τις τράπεζες για την πληρωμή όλων των εργαζομένων. Επιτελούσε αυτό το καθήκον με ιερή προσήλωση, έχοντας ως οδηγό τις αρχές της καθαρότητας και της διαφάνειας. Κάτι που πρέπει να διακρίνει έναν τίμιο άνθρωπο. Κι αυτό έκανε. Ποτέ μα ποτέ δεν διανοήθηκε να υπεξαιρέσει, έστω κι ένα παρά, από χρήματα που δεν του ανήκαν. Το αφεντικό τον είχε νωρίς ψυχολογήσει σωστά και τον εμπιστευόταν πλήρως. Η εμπιστοσύνη δε αυτή δεν λεκιάστηκε ποτέ.

   Το μόνο έσοδό ήταν ο τακτικός μισθός από τη δουλειά του. Με την περιορισμένη, για να μην πω ασκητική, ζωή του τα λεφτά του έφταναν και του περίσσευαν. Με το καιρό είχε συγκεντρώσει ένα ποσό και συνεπικουρούμενος από ένα δάνειο της τράπεζας, με την οποία η εταιρία του συνεργαζόταν, είχε αγοράσει σε μια πολυκατοικία ένα δυαράκι. Το είχε επιπλώσει με τα βασικά απαιτούμενα χρειώδη ενός νοικοκυριού και απαραίτητα με μια τηλεόραση. Ήταν η μοναδική ευκαιρία που έδινε στον εαυτό του για «διασκέδαση», μαζί με μερικούς ολιγόχρονους περιπάτους στο διπλανό πάρκο. Δεν του κακοφαινόταν. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Ο ίδιος είχε κάνει τις επιλογές του, έλεγε από μέσα του, κάτι που δεν ήταν πλήρως αληθές. Αυτό που εσύ ονομάζεις επιλογή σου είναι τις περισσότερες φορές καταναγκαστική επιβολή των εξωτερικών συνθηκών κι επιδράσεων.

   Μέχρι τώρα δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία μιας σχέσης με το γυναικείο φύλο. Δεν είχε κανένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που γίνονται δέλεαρ στις γυναίκες, ούτε διέθετε προτερήματα άλλου είδους, που προσελκύουν τις αχόρταγες. Χρήματα ή εξουσία. Μόνος κι αυτάρκης; Σχεδόν, αφού και οι γενετήσιες ορμές ήταν κι αυτές περιορισμένες. Είχε αλλάξει περιβάλλον, όταν αγόρασε το διαμέρισμα κι έκοψε με μαχαίρι τις περιορισμένες, έτσι κι αλλιώς, παιδικές του γνωριμίες.

   Τον είδα όλως τυχαία ένα απόγευμα, όταν βρεθήκαμε φάτσα-φάτσα σ’ ένα κεντρικό σούπερ μάρκετ. Έχω την εντύπωση ότι δεν ενθουσιάστηκε, αλλά και δεν και μπορούσε και να με αγνοήσει παντελώς. Στα παιδικά μας χρόνια ήμασταν γειτονόπουλα. Με το ζόρι μου έδωσε το τηλέφωνο στη δουλειά του. Το προσωπικό του αρνήθηκε με την ψεύτική - κατ’ εμέ - δικαιολογία ότι δεν διαθέτει ο ίδιος. Πώς την βγάζει, με τι ασχολείται; Ποιες είναι οι παρέες του;  Δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα γιατί πεισματικά αρνήθηκε να μου δώσει, έστω και λίγα ψίχουλα από τέτοιες πληροφορίες

 

(δ) Η εθελόντρια Νίτσα

   Στην πορεία της ζωής της δεν βρήκε τον κλασσικό τρόπο της προσωπικής ευτυχίας δίπλα σ’ έναν άντρα που θα της εμπνεύσει τον έρωτα και θα κάνει μαζί του οικογένεια και παιδιά. Ήταν αποτυχία ή δική της επιλογή; Σ’ αυτό ούτε η ίδια θα μπορούσε με ειλικρίνεια και σιγουριά να απαντήσει! Ο θεός μόνο ξέρει κι η ροή του νόμου της  αδράνειας.

   Είχε μέσα της αξόδευτο «λίπος» για κοινωνική προσφορά και δράση. Εκεί προσανατόλισε το περίσσευμα της ενεργητικότητας της. Όπου κι όταν έβλεπε ανάγκη και κίνηση προσφοράς να την κι αυτή στην πρώτη ζήτηση με όρεξη κι αποφασιστικότητα να συμβάλει στο μέτρο των δυνάμεών της.

   Με έναν παράδοξο, αλλά κι αξιοθαύμαστο τρόπο, μπορούσε με μια μονοκοντυλιά να σβήνει από την μνήμη της, την απογοήτευσή όταν η προσπάθεια, μετά από έναν  όγκο κόπων και προσωπικών θυσιών, πήγαινε στο βρόντο και δεν είχε το αποτέλεσμα που έλπιζε αρχικά.

   Σε λίγο, και με την ίδια δύναμη, λες και τίποτα δεν είχε προηγηθεί, θα ξεκινούσε  την νέα εκστρατεία. Ένστικτο αυτοσυντήρησης, τυφλότητα, αφέλεια ή αισιοδοξία μέχρι βλακείας; Δεν ξέρω. Κάνε εσύ την επιλογή σου. Εκείνη, σαν το φοίνικα εύρισκε τη δύναμη να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες, μέσα από τις διαψεύσεις, σαν ένας νέος σπόρος που σπάει το σκληρό φλοιό της γης και δίνει πάλι ελπίδα ζωής. Θεέ μου, τι επιμονή και τι πείσμα!

  Πολλές φορές είδε στη ζωή της ανθρώπους, που ξεκινούσαν μαζί της με την ίδια όρεξη μια αποστολή, αλλά όχι και την ίδια ανιδιοτέλεια. Στην πορεία έβλεπε ότι αυτή η προσφορά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το πρώτο σκαλοπάτι για τις ύστερες κι αρχικά υπόγειες φιλόδοξες βλέψεις τους. Μόνο που το πάθημα αυτό δεν της γινόταν μάθημα. Αμέσως, λες και τίποτα δεν συνέβη,  ήταν έτοιμη για την επόμενη διάψευση.

   Την έβλεπα, γιατί συνεχίζαμε να διατηρούμε τη μεταξύ μας επαφή, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις μου, παρά τις συμβουλές μου, αυτή δεν έπαιρνε από λόγια. Μ’ ενδιέφερε γιατί ήταν παιδική μου φίλη κι όταν το έσκαγε παλαιά από το αυστηρό της σπίτι, πάντα κοντά μας κατανάλωνε τις ώρες της, δίνοντας και το γυναικείο χρώμα στην αγορίστική παρέα μας. Τη συμπαθούσα κιόλας. Δεν μπόρεσα να την πείσω.

 

(ε) Ο κερχανατζής Μίλτος

   Την λέξη την άκουσα για πρώτη φορά από τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός. Κι όταν τον ρώτησα τι σημαίνει μου είπε:

   «Άσε μικρέ. Αργότερα θα σου εξηγήσω»

    Τέτοιου είδους απαντήσεις εμένα, που ήμουν περίεργη φύση από μικρός, δεν με ικανοποιούσαν για αυτό έψαξα να μάθω. Κι έμαθα. Η γριά που ζούσε δίπλα μας και που ήταν η χαρτορίχτρα και φλυτζανού της γειτονιάς μας, αλλά και η πρακτική θεραπεύτρια, αυτή  που μοίραζε βότανα κι αλοιφές δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, δεν είχε τις αναστολές του πατέρα μου. Όταν της έκανα την ίδια ερώτηση χωρίς καμιά καθυστέρηση μου είπε απευθείας την απάντηση

   «Ο πουτανιάρης αγοράκι μου! Αυτός που συχνάζει στα μπουρδέλα. Ο καλός πελάτης στα κορίτσια! Γιατί ρωτάς;»

   «Τίποτα κυρία Πουλχερία. Κάπου την άκουσα και δεν την κατάλαβα τι σημαίνει»

   «Θα μάθεις αργότερα μικρέ. Θα μάθεις. Θες και δεν θες!»

   Είχε το δίκιο της η έμπειρη και τετραπέρατη κυρία Πουλχερία, που μετέφερε τις πλούσιες και χρήσιμες γνώσεις της από την «πατρίδα», την πολυαγαπημένη της Σμύρνη.  Έμαθα!

   Παρά την ντροπή, παρά τους δισταγμούς, όταν η κλειστή παρέα συγκέντρωσε τα αναγκαία χρήματα πήγαμε ομαδικά στο «καλό σπίτι». Ανεβήκαμε σε φάλαγγα κατ’ άντρα, τα σκαλοπάτια του δίπατου νεοκλασικού στην κάτω πόλη. Εκεί χάσαμε την παρθενιά μας. Προσωπικά εγώ στην τουαλέτα, αμέσως μετά, έβγαλα ό,τι είχα φάει το μεσημέρι και δεν ξαναδοκίμασα τα επόμενα χρόνια να επισκεφτώ τέτοια μέρη.

    Ο δικός μου όμως κόλλησε σαν τη μύγα μες στο μέλι. Η αλήθεια να λέγεται. Όλοι λίγο πολύ βρήκαμε κάποια σύντροφο να μας καλύπτει ή στη χειρότερη των περιπτώσεων αρκούμασταν στην άταιρη ικανοποίηση. Αυτός δεν φτούρησε να κάνει σεφτέ εκτός του αγοραίου έρωτα. Από ένα σημείο δε και μετά, έπαψε και ν’ αναζητεί κιόλας. Η μόνη  εναλλαγή που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν να αλλάζει «σπίτι» με καινούριες κοπέλες.

   Όταν οι φίλοι τολμούσαν να του κάνουν κάποια παρατήρηση ή συμβουλή, η απάντησή του ήταν κάθετα αρνητική.

   «Ρε παιδιά εμένα με βολεύει. Αφήστε με ήσυχο. Δεν θέλω δεσμεύσεις και προβλήματα. Σας λέω εγώ τι να κάνετε;»

   Είναι πολύ συνηθισμένο μια αδυναμία σου ή ένα ελάττωμά να τα επικαλύπτεις με θεωρητικό μανδύα και να τους δίνεις ανύπαρκτο περιεχόμενο.

 

(στ) Η θεούσα Ελπίδα

   Δεν της φαινόταν στην αρχή. Όταν ήμασταν στη γειτονιά τίποτα δεν προμήνυε την κατοπινή της εξέλιξη. Η σχέση μας με την εκκλησία και τη χριστιανική ζωή όλων μας ήταν στο μέσο επίπεδο εκείνης της εποχής. Να θυμίσουμε βεβαίως ότι όλοι παλαιότερα είχαν πιο έντονη απασχόληση με τα θεία. Ως παράδειγμα αναφέρω τον υποχρεωτικό συχνά εκκλησιασμό με το σχολείο, τη μεγάλη διάδοση του κατηχητικού, τη στενή παρακολούθηση του εορτολογίου και τις περιόδους των νηστειών την οικογενειακή διατροφή να είναι σχεδόν υποχρεωτικά προσαρμοσμένη στις επιταγές της παράδοσης.

   Αυτά ήταν κοινά στη γειτονιά για όλους μας παλαιά, αλλά άρχισαν να περιορίζονται με τα χρόνια, καθώς η κοινωνία προσαρμοζόταν με τα νέα δεδομένα. Ενώ όμως για όλους  η ενασχόληση με τα θεία έπαιρνε την κατιούσα, αντίθετα για αυτήν άρχισε να ακολουθεί την ανηφόρα. Τόσο, που εκ των πραγμάτων, υπήρξε μια απομάκρυνση που με τον καιρό μεγάλωσε και στο τέλος το χάσμα βάθυνε τόσο που χάσαμε την επαφή μαζί της. Έτσι ήταν άγνωστη η σημερινή της κατάσταση κι ακόμα περισσότερο οι αιτίες που την οδήγησαν σε αυτή τη διαφοροποίηση.

   Αποσπασματικές πληροφορίες που μας έρχονταν στα αυτιά από τρίτους, μιλούσαν πως μάλλον κλείστηκε σε μοναστήρι ή πως προσχώρησε σε μια κλειστή θρησκευτική σέχτα και πως όλος ο χρόνος της δαπανάται σε αυτήν. Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν ήταν σίγουρο, αφού από χρόνια είχε φύγει οικογενειακώς από τη γειτονιά και κανείς μας δεν έτυχε να τη συναντήσει στο δρόμο του, έστω και τυχαία.

   Είχε κι αυτή τη συμμετοχή της στην παιδική μας παρέα, όχι βέβαια τόσο συχνή, αλλά είχε. Προσωπικά θα μ’ ενδιέφερε να μάθω λεπτομέρειες, αλλά προς το παρόν δεν εύρισκα μια άκρη για να απευθυνθώ.

 

 

 

(ζ) Κι εγώ, ο Αλέκος

   Επειδή έζησα όλα τα χρόνια στη γειτονιά, επειδή γνώρισα εκ του σύνεγγυς όλα τα μέλη της παιδικής μας παρέας, είμαι πιστεύω ο κατάλληλος να ιστορίσω τα συμβάντα. Δεν περιλαμβάνουν κάτι το συνταρακτικό, αλλά πώς να το κάνουμε. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι τα παιδικά χρόνια του κάθε ανθρώπου είναι τα χρόνια που τον σφραγίζουν ανεπιστρεπτί. Σε ενδιάμεση φάση νομίζεις ότι τα πετάς πίσω σου σαν ανεπιθύμητο ρούχο, μα αυτά εμφανίζονται και πάλι εμπρός σου αργότερα, βασανιστικά και γεμάτα με νοσταλγία. Ιδιαίτερα όταν αρχίζεις να προσεγγίζεις το τέρμα της ζωής. Κι όσοι για τον οποιοδήποτε λόγο τα απαρνήθηκαν σε κάποια φάση, αυτά από μόνα τους, σαν τον νεκραναστηθέντα Λάζαρο, έρχονται σαν καρφιά που καρφώνονται, θες και δεν θες, πάνω στη σκέψη σου.

   Να κάνω την προκαταρτική δήλωση. Όσοι μιλάνε για αντικειμενικότητα και ουδέτερη στάση απέναντι σε συμβάντα εθελοτυφλούν. Όταν παραθέτεις μνήμες αυτές έχουν - και πολλές φορές χωρίς να το θέλεις – περάσει προηγουμένως από το πλυντήριο της προσωπικής σου αυτολογοκρισίας. Είναι αδύνατο να μην έβαλαν τις πινελιές τους σ’ αυτές, οι προσωπικές σου προτιμήσεις, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και συμπάθειες σε πρόσωπα και καταστάσεις. Το ομολογώ εξαρχής ελπίζοντας στο αποστολικό: Αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία ήδη συγχωρεμένη 

 

(η) Το κοινό μας παρελθόν

   Όλους τους παραπάνω μας έδενε ένας ισχυρός κρίκος. Το κοινό παρελθόν.  Αυτοί, αλλά μαζί και άλλοι, είχαν ανάμεσά τους ακλόνητους δεσμούς. Γεννήθηκαν στην ίδια γειτονιά περίπου την ίδια εποχή, έζησαν μαζί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, κυνηγήθηκαν και κυνήγησαν στα ίδια στενά δρομάκια, μάλωσαν, αγαπήθηκαν, ζυμώθηκαν. Έπαιξαν παιχνίδια, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους ή με παρέες από διπλανές γειτονιές, χρειάστηκε τόσες φορές να δείξουν την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Δέθηκαν. Φλερτάρισαν κορίτσια, έκλεψαν διστακτικά φιλιά, στριμώχτηκαν δήθεν τυχαία σε μια απόμερη γωνιά, χαϊδεύτηκαν με φόβο αλλά και μέτρο, όσο οι αυστηροί όροι της εποχής το επέτρεπαν.

    Κυρίως ήταν αγορίστικη παρέα, αλλά πολλές φορές χώνονταν ανάμεσά μας και δυο τολμηρά κορίτσια, όσο τους επέτρεπε η αυστηρή γονική επιτήρηση εκείνων των χρόνων. Κι όμως, παρά την κοινή συνισταμένη τόσων και τόσων εμπειριών, καθώς ο χρόνος κυλούσε έπλαθε ανάμεσα μας τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες.

   Η εξήγηση βρίσκεται σε ποικίλους παράγοντες. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω το στενό οικογενειακό περιβάλλον, τα γενετικά χαρακτηριστικά του καθενός, την πορεία των  σπουδών τους. Κάποιοι τις σταμάτησαν νωρίς και μπήκαν αμέσως στην βιοπάλη, ενώ άλλοι συνέχισαν παρακάτω με συνέπεια την εμφάνιση διαφορών. Πολλές φορές αυτό ενισχύθηκε και με την αλλαγή περιβάλλοντος. Κάποιοι έφυγαν από τη γειτονιά, κάποιοι που έμειναν για προσωπικούς λόγους τραβήχτηκαν σε άλλες νέες παρέες.

   Προσωπικά μου έμεινε ένα ισχυρό απωθημένο.  Υπάρχει άραγε δυνατότητα να τους μαζέψω κατά το δυνατόν όλους σ’ ένα στέκι κάποια μέρα να θυμηθούμε τα παλαιά; Μήπως αυτό είναι μάταιος κόπος; Μήπως κυνηγώ χίμαιρες; Πιθανόν! Μα εγώ θα την κάνω την απόπειρα κι ας μαζέψω στο τέλος τα ερείπια της αποτυχίας μου.

   Χρειάστηκε να αφιερώσω πολλές εργατοώρες σ’ αυτήν την προσπάθεια, που δεν ήταν μόνο συζητήσεις ανάμματος του ενδιαφέροντος και πειθούς πάνω στο σκοπό μου. Περιελάμβανε και έρευνα να ανακαλύψω άτομα που είχαμε χάσει τα ίχνη τους από χρόνια. Κάποια στιγμή πίστεψα ότι έκανα το ανθρωπίνως δυνατόν και όρισα τόπο και ημερομηνία, έχοντας ακέραια την αγωνία για την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας μου.

 

 

 

θ) Η αποτυχία

   Και ημέρα έφτασε! Μετρούσα άτομο-άτομο τους προσερχόμενους. Έφτασα στον ικανοποιητικό αριθμό των επτά (7) ατόμων. Σ’ αυτούς ήδη αναφέρθηκα προηγουμένως περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά τους. Επιφωνήματα, ασπασμοί, χαρούλες και τα ψεύτικα που πάντα λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

   «Καλέ μια χαρά είσαι! Δεν άλλαξες καθόλου»

   «Πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω»

   «Μπράβο Αλέκο, που είχες την πρωτοβουλία!» κι άλλα τέτοια ηχηρά και παρόμοια.

    Βέβαια γι αυτούς που δεν τους βλέπαμε ή δεν μας έβλεπαν για καιρό.

    Έκανα όλες τις προσπάθειες να ζεστάνω το κλίμα, θυμίζοντας ευτράπελα επεισόδια από την κοινή ζωή μας. Σερβιρίστηκαν τα ποτά και το φαγητό. Είπα την επιμελώς προετοιμασθείσα  πρόποση μου, ελπίζοντας να θερμάνω την ατμόσφαιρα που ακόμα κυριαρχούνταν από αμηχανία.

   Εκείνος που ήταν πιο άνετος ήταν ο Μπάμπης που κάθισε δίπλα στην Ελπίδα κι άρχισε το μόνιμο χόμπι του. Θα ήθελε πάρα πολύ να κουτουπώσει τη θεούσα. Όχι πως είχε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά να: Να κάνει μετά σε μας τον καμπόσο. Απ’ ό,τι φαινόταν η πιθανότητα να πετύχει κάτι τέτοιο, ήταν πολύ χλωμή.

   Όλοι προσπάθησαν φιλότιμα να ανταποκριθούνε στην εκφρασμένη μου επιθυμία να ξαναβρούμε την παλαιά σχέση φιλίας και στοργής. Αλλά εκ των πραγμάτων τότε είδα το μάταιο της εκστρατείας μου. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι και το τοπίο άλλαξε. Τα νιάτα έφυγαν παίρνοντας μαζί τους και τη φιλία και τη στοργή. Ήμασταν πια διαφορετικοί!

 

 

 

                       Ματαιότης ματαιοτήτων;

  Γνωρίζετε την έκφραση «έκανε το σκατό του παξιμάδι»; Με αυτόν τον ντορό  πορεύτηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ο κύριος Ζαχαρίας.

   Τι ήταν μωρέ; Ένας απλός εμποροϋπάλληλος σ’ ένα κεντρικό μαγαζί με το μισθό της συλλογικής σύμβασης. Αναμένοντας κάθε φορά την ετήσια αύξηση με την ΑΤΑ και την επόμενη ωρίμανση λόγω τριετίας. Μόνο που ο λαίμαργος πληθωρισμός τα έτρωγε πριν προλάβει να τα χαρεί. Ανάσα μόνο τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα. Παράπονο από τ’ αφεντικό του δεν είχε. Τηρούσε ο άνθρωπος κατά γράμμα τα τυπικά της εργατικής νομοθεσίας. Ο μισθός έπεφτε κάθε μήνα ανελλιπώς και χωρίς καθυστερήσεις. Κι αυτός όμως ήταν εντάξει- και με το παραπάνω- στα καθήκοντά του. Ποτέ δεν έλειψε απ’ τη δουλειά. Ακόμα και τη μέρα που είχε πυρετό ήρθε στη δουλειά. Μόνο όταν γεννήθηκε ο μπόμπιρας του, ο Γιωργάκης, του τηλεφώνησε η γυναίκα του κι έφυγε έκτακτα για να την πάει  στο μαιευτήριο. Έτσι ήταν μια ζωή. Τύπος και υπογραμμός!

   Ο κυρ Ζαχαρίας είχε ένα όνειρο. Να βάλει στο κεφάλι ένα δικό του κεραμίδι. Τίποτε το ιδιαίτερο. Ένα δυαράκι του έφτανε και περίσσευε. Τόσες και τόσες πολυκατοικίες χτίζονται γύρω του, τόσοι γνωστοί του έκαναν αγορές διαμερισμάτων. Γιατί όχι κι αυτός; Μάνα δεν τον γέννησε κι αυτόν;  Κατσίκα τον γέννησε; Έτσι άρχισε να βάζει στην πάντα δραχμή-δραχμή. Μια τολμηρή πρωτοβουλία γι αυτόν, αφού την κράτησε, σαν ιερό μυστικό, μακριά από τους άλλους. Τα χρήματα δεν τα είχε στο σπίτι. Λίγα ήταν τα σημεία στο νοικιασμένο σπίτι του που θα μπορούσε να τα κρύψει. Σίγουρα απ’ την πρώτη μέρα η γυναίκα θα τ’ ανακάλυπτε. Έτσι τα φύλαγε σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί σε μια γωνιά της αποθήκης του μαγαζιού, αλλά για καλό και για κακό το έλεγχε κάθε μέρα. Αυτός μόνο κατέβαινε κάτω.

   Από το μισθό του κρατούσε κάθε μήνα ένα ποσόν για τα προσωπικά του έξοδα και τα υπόλοιπα τα έδινε στη γυναίκα του να κάνει εκείνη κουμάντο. Είχε κάτι τυχερά, μερικές φορές και υπερωρίες. Αυτά πηγαίνανε κατευθείαν στο κουτί. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι! Έκοψε τις «δαπανηρές» προσωπικές του συνήθειες, Το τσιγάρο και το δεκατιανό κουλούρι. Το πρωί άρπαζε στα κρυφά μια φέτα ψωμί και την έχωνε στην τσέπη και σπανίως έκανε απ’ τ’ αφεντικό του τράκα ένα τσιγάρο. Έτσι για μια τζούρα.

   Μετά από χρόνια το ποσόν, για τα μέτρα του, έγινε σεβαστό και τα κατάθεσε στην Εθνική να παίρνει και τον τόκο. Στη συνέχεια έκανε και αίτηση στην τράπεζα για στεγαστικό δάνειο. Αφού ήρθε η σειρά του τον ειδοποίησαν ότι εγκρίθηκε. Από καιρό έψαχνε να βρει δυάρι σε κατάλληλη θέση. Κοντά στην γειτονιά του οπωσδήποτε. Και το βρήκε.

   Μετά από πολλά παζάρια και παρακάλια συμφώνησαν στην τιμή και την άλλη μέρα έγινε το συμβόλαιο στον συμβολαιογράφο. Τον δυσκόλεψε το έκτακτο έξοδο με την αμοιβή του δικηγόρου, που δεν το είχε υπόψη του, αλλά το ξεπέρασε κι αυτό. Ήταν επιτέλους ιδιοκτήτης ενός νεότευκτου διαμερίσματος! Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη. Είναι παράξενη η αίσθηση της ιδιοκτησίας, φίλε μου! Ότι κάτι είναι όλο δικό σου. Σου δίνει μπόι και βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Επιτέλους θα σταματήσει να δίνει το μηνιαίο χαράτσι στον γεροξούρα ιδιοκτήτη της μονοκατοικίας που είχε νοικιασμένη. Αυτός; Δεν ήξερε τι είχε. Τι θα τα κάνει ο έρημος, μαζί του θα τα πάρει;

   Τότε και μόνο τότε το ανακοίνωσε στη γυναίκα και το γιο του. Με περηφάνια και καμάρι λες και είχε τετραγωνίσει τον κύκλο κι η χαρά του, να δεις, μεταλαμπαδεύτηκε και σ’ αυτούς. Με συνοπτικές διαδικασίες και μόνοι τους κάνανε τη μετακόμιση. Έξη μέρες χάρηκε το νέο, το δικό του σπίτι! Την έβδομη μέρα έφυγε απ’ τη ζωή ξαφνικά και γρήγορα με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τον κλάψανε πολύ τον άντρα της οικογένειας. Ήταν το στήριγμα τους μια ζωή και τώρα θα άρχιζε η δική τους περιπέτεια.

   Το ερώτημα που μπαίνει είναι αυτόματο.

    Ήταν μάταιη τελικώς η πολύχρονη προσπάθειά του; Δεν άξιζε τον κόπο και τις θυσίες που είχε υποβάλλει ο κυρ Ζαχαρίας στον εαυτό του;

   Η καταφατική απάντηση θα ήταν βιαστική κι άδικη. Αυτός είχε ένα όνειρο και μ’ αυτό ξημεροβραδιαζόταν! Ήδη η προσμονή της πραγμάτωσής του κι η γλύκα της ολοκλήρωσης δεν είναι μια αμοιβή; Πόσοι και πόσοι συνάνθρωποι μας δεν πέρασαν από τη ζωή, χωρίς στόχους χωρίς να αφήσουν με τον οποιοδήποτε τρόπο το στίγμα τους σ’ αυτό το πέρασμα

   Όχι δεν ήταν μάταιη η ζωή του κυρ Ζαχαρία. Άτυχη ήταν! 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                             Η μάχη με τη μοίρα

   Από την αρχή φιλοδωρήθηκε με μια σειρά μειονεκτημάτων. Δεν αναφέρομαι στους υλικούς όρους διαβίωσης και τις ελλείψεις βασικών αγαθών. Αυτά τα προβλήματα με προσπάθεια και επιμονή είναι δυνατόν κάποια στιγμή να τα ξεπεράσεις. Εκείνο που δεν υπερνικείται όμως με τίποτα, είναι τα χαρακτηριστικά που σου κληρονόμησαν οι γεννήτορες σου. Μπορείς να κάνεις κάτι για το μπόι και για τη φάτσα σου; Είναι αυτά συνοδευτικά δεδομένα ολόκληρης της ζωής.

   Δυο πήχες και κάτι το ανάστημά του, χαρακτηριστικό που τον κυνηγούσε από τη στιγμή που κατάλαβε τι αυτό σημαίνει. Έφαγε στα μούτρα όλη την καζούρα από το περιβάλλον που ζούσε. Κοντό τον ανέβαζαν, Τσάτσο τον κατέβαζαν!  Μέχρι ανέκδοτα και παρατσούκλια άρχιζαν να του λένε. Με τέτοιο μπόι ποτέ μέχρι τώρα δεν αξιώθηκε να σταυρώσει μια γυναίκα πέρα από τις κοκότες, που σου κάθονται επί πληρωμή.  Μάλιστα και σ’ αυτές διάβαζε στα μάτια τους την υποτίμηση και το συγκαταβατικό τους ύφος, κάτι που πάντα τον διαόλιζε. Μόνο σ’ έναν τομέα του βγήκε σε καλό αυτό του το χαρακτηριστικό, αλλά αυτός θα προτιμούσε να μην έχει αυτήν την τύχη. Πήρε οριστική απαλλαγή από το στρατό.

   «Αχ μωρέ ας είχα μπόι κι ας έβγαζα όλη τη θητεία μου στα σύνορα!» ψιθύρισε απελπισμένα από μέσα του.

   Να ήταν μόνο αυτό; Ίσως με την πάροδο του χρόνου να το συνήθιζε. Ήταν κι η φάτσα του. Ποντικομούρης, σχεδόν σπανός, λες και πάνω στο πρόσωπό του είχαν κάνει συνέλευση όλα τα ελαττώματα. Στο σπίτι του δεν υπήρχε καθρέπτης. Τους είχε όλους επί τούτου θρυμματίσει. Πλην ματαίως γιατί στο δρόμο έβλεπε χωρίς να το επιδιώκει συχνά τη φάτσα του σε βιτρίνες καταστημάτων, αντανακλάσεις σε πολλές επιφάνειες, αλλά το χειρότερο, το έβλεπε συνεχώς στα μάτια των ανθρώπων που τον αντίκριζαν.

   Κάθισε μέρες και μέρες να σκεφθεί την κατάστασή του.

    Δεν ήταν και κανένας χαζός; Αυτό φάνηκε και στη περίοδο των σπουδών του. Το μυαλό του έκοβε πάνω από το μέσο όρο. Εγκαίρως είχε για προφανείς λόγους αποκλείσει μια σειρά από επαγγέλματα. Ένα απ’ αυτά ήταν το επάγγελμα του δασκάλου, του παιδαγωγού. Θα του άρεσε πολύ, αλλά υπήρχαν προφανή απαγορευτικά στοιχεία. Δεν θα άντεχε τις αναπόφευκτες κοροϊδίες των παιδιών. Έτσι σπούδασε οικονομικά και ειδικεύτηκε στα φορολογικά και λογιστικά θέματα. Οι γνώσεις του γρήγορα αξιολογήθηκαν από κάποιους επιχειρησιακούς κύκλους, που τον αξιοποίησαν δεόντως.

     Ένας λοιπόν τομέας που μπορούσε να δώσει μάχη και να κερδίσει την παραδοχή του περιβάλλοντός του ήταν η επαγγελματική καταξίωση. Κι αυτό μάλλον το είχε ήδη πετύχει κατά ένα μεγάλο ποσοστό. Όμως δεν του ήταν αρκετό. Με βάση τις συμβουλές και τις γνώσεις του κάποιοι από τους πελάτες του είχαν γλυτώσει σημαντικά ποσά από την εφορία. Και είχε εισπράξει κι αυτός την γενναία αμοιβή του. Έτσι δεν τον κυνηγούσε πλέον το πρόβλημα της διαβίωσης. Όμως η πρώτη αυτή επιτυχία δεν του έφτανε. Και αλλού έπρεπε ν’ αναζητήσει την προσωπική του καταξίωση. Ματαιοδοξία; Όχι ! Ανθρώπινη ανάγκη παραδοχής της ύπαρξής του; Μάλλον !

   Κάπου άκουσε για το Facebook. Πως εκεί μπορείς να μην βάζεις τη φωτογραφία σου, ακόμα και το πραγματικό σου όνομα. Το τελευταίο μάλλον δεν τον ενδιέφερε, αφού ζητούσε δικαίωση στο άτομο του. Το θέμα της φωτογραφίας τον βόλευε πολύ. Κάθισε και μελέτησε πολύ τους όρους λειτουργίας του. Κάποια στιγμή το τόλμησε. Μπήκε διστακτικά κι αναζήτησε τους πρώτους φίλους. Είδε ότι δεν ήταν δύσκολο να το πετύχει. Παρατήρησε συμπεριφορές, είδε με τι ασχολούνται οι παλαιότεροι. Εικόνες, βιντεάκια, λόγια σοφών, που τα εύρισκες εύκολα στο διαδίκτυο ήταν τα πιο συνηθισμένα. Αλλά και απόψεις πάνω στα θέματα της επικαιρότητας, σχολιασμοί γεγονότων, καταγγελίες, επέτειοι, προσωπικότητες και τόσα ακόμα.

   Περπάτησε κι αυτός στα ίδια μονοπάτια και σε λίγο άρχισε να τον συνεπαίρνει η νέα ασχολία.  Κέρδισε πολλά like για αρκετές αναρτήσεις και η αυτοπεποίθησή του ανέβηκε κατά αρκετά σκαλοπάτια. Μέρα με τη μέρα ανακάλυπτε νέες πηγές και τα προσωπικά του σχόλια ήταν πάντα προσεγμένα, έτσι ώστε να μην δημιουργούν ενδεχόμενες αντιδράσεις. Συνεχώς διεύρυνε τον κύκλο των φίλων και για πρώτη φορά επιτέλους - έστω και εκ του μακρόθεν - εύρισκε μια θετική ανταπόκριση για τον εαυτό του.

   Όμως δεν μπορούσε μονίμως να συνεχιστεί αυτή η ρόδινη ατμόσφαιρα. Από κάποια στιγμή και μετά εμφανίστηκαν οι πρώτες δυσκολίες. Πρώτα οι προσκλήσεις να παραβρεθεί σε εκδηλώσεις Όταν απευθύνονταν σ’ αυτόν προσωπικά επικαλούνταν ψεύτικες, αλλά αρκετά αληθοφανείς δικαιολογίες. Εννοείται ότι τις απέφευγε διακριτικά, αλλά μέχρι πότε; Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν κατέφθασαν κλήσεις για Skype. Εκεί πρόκειται για συνομιλία τηλεφωνική που συνοδεύεται με τη ζωντανή εικόνα των ομιλούντων.  Έμαθε πως να ακούγεται μόνο η φωνή του, αλλά όχι κι η εικόνα του. Δεν πατούσε δηλαδή το απαραίτητο εικονίδιο κι όταν οι συνομιλητές του έλεγαν να το κάνει, έλεγε ψέματα ότι το πατούσε αλλά δεν υπήρχε ανταπόκριση. Κάποιο ελάττωμα θα έχει φαίνεται ο δικός του υπολογιστής ή η κάμερα.

 Με τη φωνή δεν είχε κανένα πρόβλημα γιατί ήξερε πως ακούγεται μια χαρά. Παρά τα άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Τις κοινωνικές συναναστροφές τις απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι και ο κύκλος των άμεσα γνωστών ήταν κυρίως από το χώρο της εργασιακής του απασχόλησης. Μόλις μπόρεσε άλλαξε και γειτονιά, οπότε οι συναντήσεις με άτομα που ήξεραν όνομα και φάτσα είχε δραστικά περιοριστεί. Όμως το σκουληκάκι μέσα του άρχιζε με την πάροδο του χρόνου να γίνεται ενοχλητικό.

    Μέχρι πότε, μωρέ, θα κρύβεται; Το ερώτημα ήταν όχι αν μπορεί έτσι επ’ άπειρον να συνεχίσει, αλλά αν κοροϊδεύοντας τους άλλους κοροϊδεύει και υποτιμά μαζί και τον εαυτό του. Είναι αυτό σωστό; Με το κρυφτούλι βρίσκει την πολυπόθητη δικαίωση που πάντα επιθυμούσε;  Προφανώς όχι!  Πρέπει να τολμήσει τα αποκαλυπτήρια; Το βασάνισε αρκετά και κάποια στιγμή το τόλμησε. Ένιωσε επιτέλους απελευθερωμένος. Βεβαίως δεν συνάντησε ενθουσιασμό, βεβαίως είδε τα γνωστά απαξιωτικά βλέμματα, κάποιοι τον έσβησαν από φίλο, αλλά μπρος στο αίσθημα της απελευθέρωσης που εισέπραξε όλα τα παραπάνω ήταν μικρά πταίσματα. Μπήκε πάλι στην κοινωνία και το κρυφτό έγινε παρελθόν. Και η ασχήμια συνηθίζεται!

                                                                                                           

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                             Αιτία διαζυγίου

   Μέσα στα πολλά που συνέβησαν στην ζωή του ήταν και τούτο. Στο τετράγωνο που βρίσκεται το διαμέρισμά του γύρω-γύρω υπάρχουν πολυκατοικίες. Όταν πρωτοκατοίκησε  σε αυτό η εικόνα ήταν αρκετά διαφορετική, αφού ακόμα σώζονταν πολλές παλαιές μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες. Μέσα στο κύμα της παράλογης και ανεξέλεγκτης  «αξιοποίησης» της περιουσίας, με τη μέθοδο της αντιπαροχής, σιγά-σιγά στη θέση τους υψώθηκαν εξαώροφες πρόχειρες και κακοφτιαγμένες πολυκατοικίες. Δεν έμεινε ούτε ένα κενό, ούτε ένα δείγμα του παρελθόντος. Πρόοδος!

    Στο κέντρο του τετραγώνου υπάρχουν οι «κοινόχρηστοι χώροι» χωρισμένοι με πρόχειρα τοιχάκια. Σ’ αυτούς αγωνίζονται να ζήσουν κάποια φυτά αλλά στην ουσία οι χώροι αυτοί γίνονται αποθήκες κάθε άχρηστου αντικειμένου και εκ των πραγμάτων εστίες ρύπανσης. Όταν έβγαινες στα εσωτερικά μικρά μπαλκόνια είχες φάτσα τις κρεβατοκάμαρες των απέναντι διαμερισμάτων και λίγο ως πολύ αρκετά συμβαίνοντα σ’ αυτά ήταν σε κοινή θέα κι ακρόαση. Ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί η σημερινή απαραίτητη σχεδόν εγκατάσταση των κλιματιστικών που απομόνωσε ακόμα περισσότερο τα διαμερίσματα αφού σήμερα στα περισσότερα οι μπαλκονόπορτες είναι κλειστές και σπανίως στη διάρκεια της ημέρας ανοίγουν για τον ελάχιστο αερισμό τους.

    Τότε, κυρίως τις καλοκαιρινές νύχτες, οι μπαλκονόπορτες έμεναν ορθάνοιχτες στην αναζήτηση λίγης δροσιάς. Ακόμα ο φόβος των παράνομων εισβολέων στην οικογενειακή εστία δεν είχε αναπτυχθεί, κατάσταση καθημερινή κι επίφοβη σήμερα. Κι αυτό είχε τις αναπόφευκτες συνέπειες. Γινόσουν ακούσιος - και γιατί όχι εκούσιος- μάρτυς πολλών από τα διαδραματιζόμενα σε γειτονικές κρεβατοκάμαρες. Εδώ θέλω ν’ αναφερθώ σε μια ακραία περίπτωση που τάραξε την ισορροπία σε πολλά ζευγάρια κι αποτέλεσε την αφορμή ακόμα και οριστικών χωρισμών και διαζυγίων.

    Ένα αυγουστιάτικο βράδυ η ηρεμία της προχωρημένης νύχτας σχίστηκε από τους δυνατούς ήχους μιας ερωτικής πράξης. Ήχοι που έρχονταν από το ανοιχτό παράθυρο κάποιου διαμερίσματος. Κραυγές δυνατές, εκκλήσεις για περισσότερη ένταση, αναστεναγμοί ευχαρίστησης, λόγια ερωτικά, βωμολοχίες τρυφερές αλλά κι άγριες, παραδοχές ευχαρίστησης, αμοιβαία παινέματα κι όλα τα συναφή κι ανάλογα.

    Θέλεις δεν θέλεις, κάτι τέτοιο ξυπνάει και τον αναίσθητο. Αυτή η πανδαισία ήχων κράτησε πάνω από ένα τέταρτο. Αναστάτωσε τους πάντες κι αναπόφευκτα έγινε αφορμή για συζήτηση σε πολλές λιμνάζουσες κρεβατοκάμαρες. Οι συγκρίσεις έγιναν αυτόματα από μόνες τους και η ζήλεια εισχώρησε σαν σκουλήκι στο μυαλό ανδρών και γυναικών. Τα ερωτήματα κι οι απορίες ορθώθηκαν πελώρια στο μυαλό πολλών, ιδιαιτέρως μερικών που είναι πάνω από το μέσο όρο περίεργοι και κουτσομπόληδες. Κάθε πολυκατοικία, δόξα τω θεώ, διαθέτει τουλάχιστον ένα τέτοιο άτομο. Όμως αυτό ήταν μόνο η πρώτη νύχτα, ένα είδος γενικής πρόβας. Το φαινόμενο συνέχισε να επαναλαμβάνεται και τις επόμενες βραδιές, χωρίς διακοπή. Για πολλούς έγινε εφιάλτης, αλλά για μερικούς αφορμή διασκέδασης και κίνητρο εκτόνωσης των καταπιεσμένων κι ανικανοποίητων επιθυμιών τους.

   Από τα γύρω διαμερίσματα άρχισαν να ακούγονται γκρίνιες, τα πρώτα παράπονα, οι κατάρες κάποιων γυναικών για την τύχη τους, να μην είναι παντρεμένες μ’ έναν τέτοιον άνδρα, που έχει την ικανότητα να απογειώνει τη γυναίκα και να της χαρίζει τόση έντονη και παρατεταμένη ευχαρίστηση. Φτύσιμο και υποτιμητικά σχόλια για τον δικό τους άνδρα. Καυγάδες κι ένταση.

   Το ζήτημα έγινε κεντρικό θέμα συζήτησης στους ενοίκους των πολυκατοικιών του τετραγώνου και άρχισε το κυνηγητό αναζήτησης των ενόχων ή ηρώων του μεταμεσονύχτιου γλεντιού. Ο καθένας επιστράτευσε τους γνωστούς του σε διπλανά διαμερίσματα και ενοίκων των απέναντι πολυκατοικιών, αλλά σε πρώτη φάση η έρευνα δεν έδωσε θετικό αποτέλεσμα. Το θαυμαστό ζευγάρι παρέμενε άγνωστο κι όλοι αρνούνταν διαρρήδην ότι είναι οι ένοχοι. Φυσιολογικά ήρθε το ερώτημα πού βρίσκουν αυτήν την ικανότητα για τόσο έντονο ερωτισμό και επιπρόσθετα τη δύναμη για την αδιάκοπη επανάληψη.

   Μετά από κάποιες μέρες ένας μόνιμος αλλά και παρατηρητικός ένοικος παρατήρησε ομοιότητα στην επανάληψη των ερωτικών περιπτύξεων, ήχων και λέξεων και του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Είχε και προσωπικό λόγο να τον ενδιαφέρει το ζήτημα γιατί από τη μέρα που πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο, η δικιά του συμβία του έκανε τη ζωή κόλαση με παράπονα και γκρίνιες. Ανίκανο τον ανέβαζε, ανίκανο τον κατέβαζε και τον απειλούσε ότι θα τα μαζέψει και θα γυρίσει στη μάνα της. Από τη στιγμή που υποπτεύθηκε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, το έβαλε αμέτι μουχαμέτι, να βρει την άκρη του νήματος.  Μετά από κόπο και με τη βοήθεια άλλων συμπασχόντων, ο ένοχος βρέθηκε και η ανακάλυψή του ήταν μια έκπληξη για όλους.

   Μούφα το πράγμα! Ο πρωταγωνιστής κι ένοχος της αναστάτωσης ήταν ένα σχεδόν ανέραστο γεροντοπαλίκαρο, με σωρευμένη  μέσα του την πίκρα, που καθόταν μόνο κι έρημο σε μια γκαρσονιέρα ορόφου. Έπασχε από χρόνια αϋπνία και  εκατοντάδες βράδια την έβγαζε στο μπαλκόνι αθόρυβα, αλλά με τεντωμένα τ’ αυτιά του ακούγοντας τους πάσης φύσεως ήχους που έρχονταν στ’ αυτιά του από όλα τα γύρω διαμερίσματα. Η πράξη του ήταν μια εκδήλωση της πίκρας  για την ως τώρα μοναξιά του. Ήταν ένα είδος εκδίκησης προς την άδικη κοινωνία που δεν του έλαχε κι αυτού ένα ψήγμα ανθρώπινης συντροφιάς. Στο γραφείο της δημόσιας υπηρεσίας που εδώ και χρόνια εργαζόταν, ένας συνάδελφος είχε προμηθευθεί μια μαγνητοταινία με αυτό το περιεχόμενο και με έπαρση του είχε εξομολογηθεί τα καθέκαστα. Κάποιος ξάδελφος του, την είχε στείλει από το εξωτερικό. Αναφέρθηκε σε μια από τις ανούσιες συζητήσεις που γίνονται εκεί κι από τότε έγινε στο συνάδελφο τσιμπούρι μέχρι ν’ αποκτήσει ένα αντίγραφο. Ο άλλος θεώρησε ότι το θέλει για προσωπική του χρήση και κάποια στιγμή ενέδωσε στο πιεστικό αίτημα. Που να φανταζόταν τι έκρυβε ο άλλος μέσα του και ποιες ήταν οι υποχθόνιες βλέψεις του;

    Το φαινόμενο, μετά την ανακάλυψη του ενόχου, έλαβε οριστικά τέλος. Το γεροντοπαλίκαρο μετά τη γενική κατακραυγή δεν άντεξε. Τα μάζεψε κι άλλαξε γειτονιά. Ίσως, χωρίς να έχει συνείδηση τι στοίχισε στους άλλους η αποκοτιά του. Βλέπεις, οι εντυπώσεις δεν σβήνονται από τη μια στιγμή στην άλλη κι ένα ζευγάρι χώρισε εξ αιτίας του οριστικά. Βεβαίως το συμβάν ήταν η αφορμή γιατί προϋπήρχε η αιτία. Σκοτεινό σημείο που δεν συζητήθηκε ποτέ ήταν η επίδραση που είχε στα παιδιά των οικογενειών το ζήτημα. Οι ήχοι δεν κάνουν ηλικιακές διακρίσεις. Διαδίδονται και εισχωρούν παντού. Άδηλο τα ψυχικά τραύματα που επέφεραν, σίγουρα όμως έγιναν αφορμή για μπόλικους άταιρους εφηβικούς έρωτες.   

                                                                                  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                               Το πέρασμα

   Το μαγαζί το είχε σταμπάρει από πριν. Μπήκε αποφασιστικά μέσα κι εξήγησε τι θέλει. Ο μαγαζάτορας του έδειξε διάφορες ποιότητες. Εκείνο που τον ενδιέφερε είναι η αντοχή τους.

   «Κι ένα τόνο μπορεί ν’ αντέξει, κύριε!»

   «Α! Εντάξει. Κόψτε μου πέντε μέτρα..»

   «Θα σας φτάσει;»

   «Και περισσεύει… Σας παρακαλώ, τυλίξτε το ..»

   Μαζεμένο  σε μια κομψή μικρή κουλούρα, τυλιγμένο με μια ουδέτερη κορδέλα. Όλα έπρεπε να γίνουν με πρόγραμμα και τάξη. Βασικό γνώρισμα ολόκληρης της ζωής του.

   Όταν έφτασε στο σπίτι γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Φεύγοντας το πρωί είχε φροντίσει να υπάρχει ζεστό νερό. Λούστηκε με ιδιαίτερη φροντίδα, έκοψε νύχια στα πόδια και τα χέρια. Με το ψαλιδάκι εξαφάνισε μερικές τρίχες που με θράσος έβγαιναν απ’ τα ρουθούνια του. Ξυρίστηκε με προσοχή και με μπαγιονέτες καθάρισε επιμελώς τ’ αυτιά του.

   Πασαλείφτηκε χωρίς φειδώ με την κολόνια που είχε για ειδικές περιπτώσεις και φόρεσε καινούρια εσώρουχα, που προμηθεύτηκε από την προηγούμενη μέρα. Έβαλε το καλό ρολόι με το χρυσό μπρασελέ και με ικανοποίηση είδε ότι έχει αρκετό χρόνο μπροστά του μέχρι να έρθει το ταξί.

   Κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του κι άνοιξε το συρτάρι με τα προσωπικά ενθυμήματα, που του είχαν απομείνει. Είδε μια προς μια τις φωτογραφίες και κάποιες τις χάιδεψε με τρυφερότητα. Κάθε πράγμα εκεί μέσα, του έφερνε στο νου, εικόνες, συμβάντα, πρόσωπα. απώλειες. Μ’ άλλα λόγια μια συμπυκνωμένη περιήγηση της ζωής του. Δεν ήταν καιρός για αξιολόγηση ή κριτική. Αυτή ήταν η ζωή του …

  Εκεί ξεχάστηκε λίγο και κάποια στιγμή είδε το ρολόι. Πετάχτηκε όρθιος. Σ’ ένα πεντάλεπτο θα ερχόταν το ταξί. Έκλεισε το συρτάρι. Ντύθηκε βιαστικά, αλλά και με φροντίδα, με ρούχα που από πριν είχε ξεχωρίσει. Η μόνη αλλαγή με το σύνηθες ήταν πως δεν φόρεσε γραβάτα. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο ότι το ταξί είναι από κάτω, μόλις που είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία του. Αρπάζοντας την κουλούρα και ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω, έκλεισε πίσω του την πόρτα…

   Ήταν πια δειλινό. Χαιρέτησε ευγενικά τον οδηγό και μπήκε στην πίσω θέση. Του είπε χοντρικά τον προορισμό του. Όταν το ταξί κινούνταν στον επαρχιακό δρόμο, ο επιβάτης είπε απότομα στον οδηγό να σταματήσει. Εκείνος έκπληκτος υπάκουσε και με απορία γύρισε να τον ρωτήσει.

   «Εδώ θέλετε; Μα είναι ερημιά»

   «Μια χαρά είναι. Κράτα τα ρέστα..»

   «Να σας περιμένω;»

   «Όχι. Να πας στο καλό. Ευχαριστώ»

   Όταν τα φώτα του ταξί χάθηκαν, αυτός κατευθύνθηκε με σιγουριά σε μέρος που φαίνεται το ήξερε από πριν. Όταν έφτασε στο μεγάλο πεύκο στηρίχτηκε στον κορμό του για λίγο. Ήξερε με ακρίβεια τα επόμενα βήματά του. Απλώς έκανε στάση για μια ανάσα. Με ιδιαίτερη αναρριχητική ικανότητα σκαρφάλωσε στο χοντρό κλάδο που από παλαιότερες επισκέψεις ήξερε.

   Άνοιξε το δέμα που είχε στην τσέπη του. Στο ένα άκρο έκανε έναν βρόχο και το άλλο άκρο το έδεσε στον στέρεο κλάδο. Να που οι γνώσεις του σε ναυτικούς κόμπους που είχε μάθει στην προσκοπική του περίοδο του φάνηκαν τελικά χρήσιμοι. Πέρασε τον βρόχο στο λαιμό του κι έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του. Όταν πήδηξε στο κενό δεν μίλησε καθόλου. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε στην ηρεμία που επικρατούσε στο χώρο, εκείνη τη στιγμή  ήταν ο κρότος του λαιμού του που έσπαζε κάτω από τη μεγάλη πίεση του βάρους του..

    Οι λίγοι γνωστοί του αναρωτήθηκαν για τα αίτια της τραγικής του πράξης, αλλά παρά το επιμελημένο ψάξιμο δεν βρέθηκε κανένα σημείωμα που να εξηγεί τα κίνητρά του.

                                                                    

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                    Με τον καιρό μαθαίνεις

   Την είχαν από νωρίς προειδοποιήσει. Αυτό να μην το κάνει ποτέ! Ε λοιπόν, δεν φταίει η ίδια. Αν δεν της το απαγόρευαν έτσι απότομα κι αυταρχικά, ποτέ δεν θα το αποτολμούσε. Υπέκυψε στη ενδόμυχη περιέργεια από την οποία ταλανίζεται ο συνήθης άνθρωπος να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό, το μήλο του παραδείσου.

   Είχε ανακαλύψει έναν τρόπο να «βλέπει» τα συμβαίνοντα  μέσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Δεν ήταν κάποιο άνοιγμα ή κλειδαρότρυπα. Όχι, ήταν ένα οπτικό φαινόμενο. Ήτανε μια αντανάκλαση που γινόταν όταν ο ήλιος βρισκόταν στο γέρμα του κι εσύ καθόσουν στην κατάλληλη θέση. Τότε η εικόνα της κρεβατοκάμαρας σερβιριζόταν επαρκώς στα μάτια σου με όλα τα συμβαίνοντα εντός της.

    Με έκπληξη μια μέρα το είδε και χάρηκε πολύ. Φορτωμένη με την παιδική αφέλεια για την ανακάλυψή της, το είπε αθώα στη μάνα της. Τι ήταν μωρέ τότε; Ένα κοριτσάκι πέντε μόνο χρόνων, σε φάση που ο άνθρωπος μαζεύει εικόνες, λόγια, κάθε λογής ακούσματα. Συλλέγει πράγματα κι εμπειρίες που χτίζουν μέσα του τη γνώση της ζωής και οικοδομούν το χαρακτήρα του. Προτερήματα, ελαττώματα και χούγια.

    Ναι! Αυτό πιστεύει. Η μάνα της φταίει!  Αυτή κουνώντας το δάχτυλο με αυστηρότητα της είπε

    «Αυτό να μην το ξανακάνεις ποτέ! Ακούς τι σου λέω;»

   Καλά ! Πες στον διψασμένο στην έρημο να μην πιει νερό απ’ τη πηγή, που μετά από βασανιστικές μέρες έφτασε κοντά της. Αυτή ήταν η φοβέρα. Τι ήταν να το πει;

   «Αχ, ρε μάνα από ψυχολογία ήσουν στο μηδέν!» 

    Είπε, από μέσα της,  όταν μετά από χρόνια ξανάφερε στο νου της τη σκηνή, ενθυμούμενη με ντροπή το περιστατικό της παιδικής και διελθούσης ανεπιστρεπτί  πλέον ηλικίας.

    Ένα απόγευμα έπαιζε στην αυλή και είχε ψιλοβαρεθεί μόνη της. Είχαν περάσει δυο τουλάχιστον ώρες από το μεσημεριανό κυριακάτικο γεύμα, που πάντα στην οικογένεια είχε έναν γιορταστικό και λίγο επίσημο χαρακτήρα. Βλέπεις τις καθημερινές ο μπαμπάς δεν ερχόταν απ’ τη δουλειά του σπίτι. Αυτό γινόταν μόνο το βράδυ. Έτσι μαζί του τρώγανε μόνο τα μεσημέρια της  Κυριακής  και κάποιες από τις άλλες  αργίες. Οι γονείς της ζήτησαν να μην κάνει φασαρία γιατί ήθελαν να ξεκουραστούν με λίγο ύπνο.

    Το σεβάστηκε. Βγήκε στην αυλή να παίξει μην τους ενοχλήσει από τυχαίους θορύβους. Δεν είχε όμως συντροφιά. Της έλειπε η παρέα και σύντομα κουράστηκε. Θέλησε να πάει στο δωμάτιό της και περνώντας από την «κατάλληλη θέση», χωρίς να το επιδιώξει, είδε μια άγρια σκηνή από την αντανάκλαση του ήλιου. Της φάνηκε ότι οι γονείς της μαλώνουν ή ακόμα χειρότερα ότι χτυπιόνται μεταξύ τους με ένταση και πείσμα, που συνοδεύονταν με παράξενες κραυγές που δεν έμοιαζαν ούτε φωνές χαράς, αλλά κι ούτε και πόνου. Φοβήθηκε πολύ.

    Ο μπαμπάς είχε πέσει πάνω στη μάνα και της φάνηκε πως  προσπαθούσε να την πνίξει. Κι εκείνη φώναζε απελπισμένα να πάρει ανάσα. Δεν άντεξε το θέαμα. Μ’ όλη τη δύναμη των παιδικών ποδιών της, με το φόβο πελώριο μέσα της, έτρεξε μήπως προλάβει να σώσει τη μάνα της. Άνοιξε με φόρα την πόρτα και με θυμωμένη φωνή είπε αυστηρά στον πατέρα της

    «Άφησε την μπαμπά! Άφησέ την να ζήσει. Σε παρακαλώ μπαμπά, σε παρακαλώ!»

   Οι άλλοι σταμάτησαν αμέσως κι η μάνα αλαφιασμένη, έτσι γυμνή όπως ήταν,  την πήρε στην αγκαλιά της, ενώ η μικρή συνέχιζε να κλαίει, Να κλαίει σπαρακτικά.  Την καθησύχαζε

  «Όχι μωρό μου! Δεν μου κάνει κακό ο μπαμπάς. Έτσι κάνουν οι μεγάλοι. Μην κλαις, ηρέμησε σε παρακαλώ!»

   Πέρασε καιρός να της φύγει η αντιπάθεια που ένιωσε για τον μπαμπά της και να μάθει πως «έτσι κάνουν οι μεγάλοι». Με τα χρόνια  κατάλαβε ότι δεν μάλωναν, αλλά γινόταν κάτι που κι αυτή από μια στιγμή και πέρα ευχόταν να μαθαίνει όσο συχνά γινόταν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      Η  βεντέτα

1.     Το χωριό

     Είχε δώσει πολύχρονη μάχη να στήσει στην πόλη το δικό του νέο σπιτικό. Και το είχε καταφέρει. Κόντρα στις χίλιες αντιξοότητες που συνάντησε στην πορεία, με δεδομένα τα πενιχρά αφετηριακά στοιχεία και την ελλιπή αρχική του μόρφωση. Είναι κοινός τόπος ότι η κάθε κατάκτηση του ανθρώπου, με τις απαραίτητες ασφαλώς εξαιρέσεις, κρύβει πίσω της αγώνα, πείσμα, στοχοπροσήλωση και θυσίες προσωπικές. Δεν γίνονται όλα απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Το αντίθετο είναι δυνατόν. Μπορεί όλος αυτός ο πολύχρονος ιδρώτας, μέσα σε λίγες ώρες, να γίνει στάχτη και πούλβερη. Αυτός είναι ένας μόνιμος κίνδυνος, ένα απρόβλεπτο ενδεχόμενο, που δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να το αγνοεί ή να το υποτιμά.

    Έδωσε πολλές μικρές μα αδιάκοπες μάχες να ξεπεράσει βήμα προς βήμα τα αρχικά χάντικαπ που τα πρώτα χρόνια της ζωής, του επιφύλαξαν. Βλέπεις, ήταν ο κλειστός ορίζοντας του χωριού, η μόνιμη οικονομική στενότητα της οικογένειας, η έλλειψη παράδοσης στα γράμματα, αλλά κυρίως το άχθος του παρελθόντος. Το βάρος που τύλιγε μ’ ένα σφικτό δίχτυ την οικογένεια και την παρέσερνε προς την καταστροφή. Διαμάχες, δράματα, αφανισμοί και αίμα, εδώ και δυο τουλάχιστον γενιές. Μια ατέλειωτη βεντέτα που τους κρατούσε σε διαρκή εγρήγορση, διατηρούσε άσβεστο το μίσος, αλλά και τη συνεχή επιφυλακή για το φόβο της ανταπόδοσης. Στοιχεία που δεν είναι καλοί σύμβουλοι σε έναν άνθρωπο και δεν τον αφήνουν ν’ αναπτυχθεί φυσιολογικά. Όλα ήταν καθοριστικά στον σχηματισμό του χαρακτήρα του.

   Έτσι πέρασε τη παιδική του ηλικία. Ο χρόνος δεν ξοδευόταν σε διαβάσματα και παιχνίδια, κάτι συνηθισμένο στα περισσότερα συνομήλικα παιδιά. Όλες τις ώρες της μέρας τις έτρωγαν οι ατέλειωτες και επαναλαμβανόμενες αγροτικές δουλειές. Να πάει, από τα ξημερώματα, τα πρόβατα στο βοσκοτόπι, το απόγευμα να τα μαζέψει στο μαντρί, να τα μετρήσει καλά, μην του έχουν αρπάξει κανένα, να προσέχει μην τυχόν οι εχθροί έχουν καταπατήσει τα χωράφια και τα λιβάδια τους.

    «Αλίμονο μας κακομοίρη μου! Αν υποχωρήσουμε και μια σπιθαμή θα μας τα πάρουν όλα. Ξέρεις τι διαβολόσογο είναι οι Σφακιανάκηδες;». Του τόνιζε αδιάκοπα ο πατέρας

    Να τ’ αρμέξει, να κουβαλήσει τα δοχεία στο δρόμο που θα περάσει το φορτηγό για  τα γάλατα. Και νάταν μόνο αυτά; Υπήρχε κι ο μπαξές της αυλής. Δική του ήταν η ευθύνη για το πότισμα και το ξεβοτάνισμα. Ούτε γιορτές, ούτε Κυριακές, ούτε ωράρια. Τα παράπονα μετρημένα και διστακτικά. Δεν τον έπαιρνε και για περισσότερα. Η μόνη πιθανή απάντηση θα ήταν καμιά ανάποδη από τον πατέρα του, με τη μάνα να συγκατανεύει σε μια τέτοια συμπεριφορά.

    Όμως η αλήθεια να λέγεται. Λίγο πολύ αυτή ήταν κι η μοίρα  των περισσοτέρων νέων στο χωριό του. Το μόνο που μπόρεσαν να τελειώσουν ήταν το δημοτικό σχολείο. Μετρημένα στα δάκτυλα ήταν τα παιδιά που συνέχιζαν, γιατί γυμνάσιο υπήρχε μόνο κάτω στην πόλη. Αυτό σήμαινε έξοδα κι αφαίρεση από την οικογένεια χρήσιμων χεριών στις καθημερινές δουλειές. Οι περισσότεροι γονείς δεν τ’ αποφάσιζαν.

   Η σκέψη - και χωρίς να το θέλει – πλανεύτρα κι ανεξέλεγκτη, ταξίδευε συχνά στο παρελθόν. Τότε οι μνήμες  τον κύκλωναν χωρίς έλεος και συγκρατημό. Για τον ίδιο ήταν αβάστακτη η ανασκόπηση των συμβάντων. Στο σπίτι τον γέμιζαν, απ’ το πρωί ως το βράδυ, με παραινέσεις και συμβουλές. Το καθήκον της οικογένειας. Ιερή υποχρέωση των μελών της είναι να αποκαταστήσει την τιμή που λερώθηκε .

   «Μας χρωστάνε αίμα Μανώλη μας! Το αίμα του Γιωργή φωνάζει. Εκδίκηση ζητάει. Μας τον σκότωσαν ύπουλα τον αδελφό σου! Τον βρήκαν μόνο πάνω στο βουνό και τον έσπρωξαν στον γκρεμό. Αυτοί ήταν! Τους ξέρω καλά. Ψυχροί δολοφόνοι! »

   «Μα πώς το ξέρουμε, ρε μπαμπά; Πώς είμαστε βέβαιοι; Δεν μπορεί να γλίστρησε και να έπεσε μόνος του;»  Τόλμησε να ψελλίσει ο μικρός, μα απότομα τον σταμάτησε ο πατέρας

   «Από τον παππούλη σου, βρε, μας κυνηγούν. Ξύπνα Μανώλη μας! Μην είσαι χαζός Ζητούν τον αφανισμό μας! Την οικογένεια μας την σκιάζει η ντροπή. Βλέπεις δεν έχω μούτρα να πάω στο καφενείο να πιω μια ρακή, να πω με φίλους δυο κουβέντες. Ντρέπομαι! Εσύ, έχεις ιερή αποστολή. Εσύ θα ξεπλύνεις την ντροπή και να σώσεις την τιμή μας!»

   Νωρίς το κατάλαβε ότι τον προορίζουν για φονιά. Μόλις αντρωθεί, να γίνει ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των αφανισμών που έχουν ήδη συμβεί.

   «Όχι δεν θα βάψω τα χέρια μου με αίμα. Ας με πουν δειλό, ας με πουν προδότη. Φονιά πάντως, δε θα τους δώσω την ευκαιρία να με αποκαλέσουν».

Από μέσα του τόλμησε να ψιθυρίσει

 

2.     Η δραπέτευση - τα πρώτα βήματα

    Μια μέρα το αποφάσισε. Δραπέτευσε από το χωριό. Δεν πήρε μαζί του τίποτα. Ούτε ένα μπογαλάκι. Μόνο με τα ρούχα που φορούσε. Αναγκαστικά, καθώς λειτούργησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης.  Οι πρώτες μέρες του στην Αθήνα όπου κατέφυγε, μετά από περιπέτειες κι αγωνίες, ήταν τραγικές. Τότε για πρώτη φορά ένιωσε τι θα πει να πεινάς και να μην έχεις ούτε ένα σκέτο ξεροκόμματο για να μετριάσεις την πείνα που σε κατατρώει. Κι όμως! Μέσα σ’ αυτήν την ανώνυμη κοινωνία βρέθηκαν άνθρωποι να του δώσουν το χέρι βοήθειας. Ένα φτωχικό φαγητό κι ένα γιατάκι, ν’ απλώνει το σώμα του και να κοιμάται λίγο μ’ ασφάλεια. Τελικά πρέπει παντού να υπάρχουν και καλοί άνθρωποι! Δεν είναι, μωρέ, όλα μαύρα. Ευτυχώς.

    Μόλις στυλώθηκε στα πόδια του αναζήτησε δουλειά. Οποιαδήποτε, αρκεί να του εξασφάλιζε το καθημερινό φαγητό. Στην αρχή πήγε λαντζέρης σε μια ταβέρνα κι έτσι  κάλυπτε και τη σίτιση του. Το ωράριο ήταν εξοντωτικό, αλλά για τον Μανώλη, σιγά τον πολυέλαιο. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια.

   Άλλο ήταν αυτό που τον ένοιαζε. Να κρατήσει την ανωνυμία του. Απαραίτητο, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι να στηριχθεί πλήρως στα πόδια του και μετά να μορφωθεί, να μάθει και να ζήσει αυτά που η ζωή στο χωριό τα είχε στερήσει. Να πάει στο σχολείο – που ήταν κι η επιθυμία του - ήταν λίγο δύσκολο. Θα χρειάζονταν χαρτιά που σ’ αυτή τη φάση δεν διέθετε. Δεν ήθελε να δώσει σημεία ζωής στους δικούς του. Τον βόλευε η γνώση ότι δεν θα απευθυνθούν στις αρχές να τον αναζητήσουν. Όλα τα χρόνια τα έζησε μαζί και τους ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά. Θα ήταν μεγάλη  ντροπή και καταισχύνη να παραδεχθούν δημόσια πως ένα μέλος της οικογένειας το έσκασε από δειλία και δεν ανέλαβε  να κάνει το πρέπον. Μια τέτοια γνώση θα έκανε τους αντίπαλους περισσότερο επιθετικούς και θρασείς. Κι άντε μετά να τους σταματήσεις. Θα διαδώσουν, σίγουρα, κάποια δικαιολογία για την απουσία του. Να κρατηθούν απλώς τα προσχήματα.  Ο ίδιος δεν είχε δυνατότητα να έχει πληροφορίες απ’ το χωριό.

   Με τον καιρό έκανε την πρώτη τακτοποίηση. Καταρχήν η κατοικία. Είχε νοικιάσει  ένα διαμέρισμα ορόφου, ολόδικό του. Το είχε επιπλώσει σιγά-σιγά με όλα τα χρήσιμα έπιπλα και το απαιτούμενο νοικοκυριό. Είχε μόνιμη πια εργασία. Ο τελευταίος εργοδότης του, μετά από ενδιάμεσες αποτυχημένες περιπέτειες, είχε εκτιμήσει τελικά την εργατικότητά του, είχε διαπιστώσει με πολλούς τρόπους την τιμιότητά του και στην πορεία από ένα απλός υπάλληλος είχε γίνει το απαραίτητο γρανάζι στη λειτουργία της επιχείρησης. Μέσα στ’ άλλα, παρακινούμενος από το κυρίαρχο αίσθημα ανασφάλειας, που εξαρχής τον κυνηγούσε, είχε κάνει κι ένα αξιοπρεπές κομπόδεμα. Το βιβλιάριο στην τράπεζα είχε μόνον καταθέσεις. Μικροποσών μεν, αλλά με το σωρευτικό χαρακτήρα τους, τόσο καιρό, είχαν αποκτήσει ένα υπολογίσιμο μπόι.

  Μετά ήταν η μόρφωση. Μέσα του, χωρίς προηγουμένως να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε τη θεία περιέργεια της γνώσης, την άσβεστη δίψα για μάθηση. Παρά τις βαριές εργασιακές υποχρεώσεις του, με πρωτοφανή φανατισμό, αξιοποιούσε κάθε ελεύθερο χρόνο για να διαβάσει το κάθε τι που έπεφτε στα χέρια του. Στην αρχή με τυχαίο τρόπο, αφού ο ίδιος ήταν σχεδόν λευκό χαρτί. Με την πάροδο του χρόνου όμως μπόρεσε κι έβαλε στόχους. Ιεράρχησε τις προσωπικές του ανάγκες, προμηθεύτηκε σταδιακά τα απαραίτητα βιβλία και μόνος ακολούθησε, σε συμπιεσμένο χρόνο, όλη την εγκύκλια ύλη της μέσης παιδείας. Προφύλαξε τον εαυτό του από την αμαρτία της επίδειξης γνώσεων και ματαιοδοξίας. Τώρα με άλλο κριτικό μάτι διάβαζε τα βιβλία και παρακολουθούσε από τα μέσα ενημέρωσης τις εξελίξεις στην πολιτική επικαιρότητα και τις κοινωνικές δραστηριότητες.

    Μέσα στο περιβάλλον της δουλειάς, γύρω απ’ τη νέα γειτονιά και κάποιες άλλες συμπτώσεις που του έτυχαν στην πορεία, είχε δημιουργήσει έναν νέο κύκλο γνωριμιών, αλλά πρέπει να τ’ ομολογήσει. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το σταθερό. Οι περισσότερες ήταν επιδερμικές και δεν είχαν την απαιτούμενη συνέχεια. Βλέπεις είχε μια σειρά αναστολές που όλες ξεκινούσαν και κατέληγαν στην ανάγκη να διατηρήσει την ανωνυμία του.

    Όταν εσύ το παίζεις μυστικοπαθής, φέρνεις τον απέναντί σου σε δύσκολή θέση. Δεν στερεώνονται φιλίες όταν δεν υπάρχει αμοιβαιότητα. Όταν οι εξομολογήσεις είναι μονόπλευρες. Τότε ο άλλος το θεωρεί ως προσωπική προσβολή ή ακόμα χειρότερα αρχίζει να υποπτεύεται ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Με τον ένα πήγε δυο- τρεις φορές στο γήπεδο, αλλά παρά την επιθυμία του να μπει στο κλίμα του οπαδισμού που χαρακτήριζε τους γύρω, δεν μπόρεσε να συγχρωτιστεί με την ατμόσφαιρα. Δεν του πήγαινε το πράγμα. Με κάποιους από τους συνάδελφους πήγε σε ταβέρνα και γλέντησε. Μέχρι που σηκώθηκε και χόρεψε ένα χορό. Με μια συνάδελφο είδε μια φορά ένα έργο στο σινεμά, αλλά του έλειψε το θάρρος για οποιασδήποτε επιπλέον πρωτοβουλία. Η κοπέλα - φυσικό ήταν - απογοητευμένη δεν επεδίωξε συνέχεια της σχέσης.

    Τις ορμονικές του ανάγκες τις κάλυπτε - αραιά και που - με το χυδαίο αγοραίο τρόπο, με πόρνες του δρόμου, παίρνοντας μόνο προφυλάξεις διαφύλαξης της προσωπικής του υγείας. Χωρίς να το ξέρει άρχισαν τα πρώτα σχόλια για τον χαρακτήρα και τις προτιμήσεις του.

   «Λες νάναι… ; Τόσο καιρό και τίποτα. Όμως, φίλε μου, σε κάτι τον παραδέχομαι. Δεν μάθαμε τίποτα για το άτομό του, έστω από που κρατάει η σκούφια του»

Αυτό είναι αλήθεια! Απέφευγε συστηματικά να δίνει προσωπικές πληροφορίες. Όσο του ήταν μπορετό. Γιατί υπάρχουν και πιεστικοί περίεργοι. Έτσι πολλές φορές βρέθηκε σε δύσκολή θέση και η αμηχανία ήταν κυρίαρχη.

 

3.      Ο κόμπος φτάνει στο χτένι

   Το μύριζε. Δεν πάει άλλο. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η ερμαφρόδιτη κατάσταση. Δεν του έλεγαν κατάμουτρα κανένα σχόλιο, αλλά δεν ήταν και ηλίθιος να μην ανιχνεύει στα μάτια τους τα ερωτήματα, που λογικά υπήρχαν για το άτομό του. Τέλος! Πρέπει να αποκτήσει τη θέση του μέσα στην κοινωνία, χωρίς τους περιορισμούς που έφτασαν πια να τον πνίγουν, που δημιουργούσαν συνεχώς παρεξηγήσεις στους χώρους που ζούσε και κινιόταν.

    Ήταν όμως και το άλλο. Δεν γίνεται να θάψει οριστικά και τελεσίδικα την οικογένειά του. Αυτό, ούτε ο ίδιος θα το ήθελε έστω κι αν μπορούσε να το επιβάλει. Δεν γίνεται Είναι οι δικοί του άνθρωποι. Είναι το αίμα του Η εσωτερική φωνή του έλεγε:

    «Εκεί είναι οι ρίζες σου, ρε κακομοίρη»

    Ήθελε δεν ήθελε,  τα ερωτήματα αυτά τον βασάνιζαν έστω κι αν αυτό δεν θα το παραδεχόταν ποτέ φωναχτά. Αλήθεια τι να κάνουν οι δικοί του; Τι θα είπαν για την πολύχρονη απουσία του; Ποια είναι η δικαιολογία που πλασάρισαν στο χωριό; Σίγουρα οι δικοί του θα τον θεωρούν λιποτάκτη. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο. Θα πάει  πίσω αποφασισμένος ν’ αντιμετωπίσει την επιλογή κι όλες τις συνέπειες της.

   Τώρα δεν είναι το φοβισμένο παιδί, που με καρδιοχτύπια και φόβους χώθηκε σαν λαθρεπιβάτης στο γκαζάδικο που βρήκε στο λιμάνι και κρύφτηκε πίσω από τη βάρκα για να μην τον δουν. Ευτυχώς το πλοίο σε μια μέρα έφυγε απ’ το νησί και σε μια ακόμα ελλιμενίστηκε στην Ελευσίνα. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα τα πράγματα, αλλά η μοίρα, ο καλός θεός, τον βοήθησαν να φτάσει εκεί ζωντανός. Τώρα είναι πιο ώριμος, πιο συνειδητοποιημένος, με περισσότερες γνώσεις και με δική του οικονομική ανεξαρτησία. Πώς να το κάνουμε. Είχε φτιάξει την προσωπική του καριέρα.

 

4.     Η επιστροφή

  Πήρε άδεια απ’ την εργασία. Αυτήν που δικαιούταν. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα για τα σχέδιά του. Ετοίμασε τη βαλίτσα και μπήκε στο πλοίο για το νησί. Αυτή τη φορά όχι ως λαθρεπιβάτης μα σαν κανονικός ταξιδιώτης με το εισιτήριο. Η καρδιά  σφιγμένη, αλλά η απόφαση οριστική και τελεσίδικη. Να ξεκαθαρίσει τα πράγματα τονίζοντάς τους καθαρά, ότι δεν είναι διατεθειμένος να συνεχίσει την αλυσίδα των χαμών. Φτάνει πλέον η βεντέτα. Δεν τον ενδιαφέρει ποιος είναι ο θύτης και ποιο είναι το θύμα. Τελεία και παύλα. Το φονικό πρέπει να σταματήσει με κάθε θυσία.

    Αυτά τα έλεγε από μέσα του. Τόσο ωραία και τόσο ξεκάθαρα. Μα όσο πλησίαζε στο χωριό ο φόβος άρχιζε πάλι να εμφανίζεται εντός του. Βλέπεις μετέφερε τραυματικές εμπειρίες. Στο χωριό είχαν συμβεί δράματα με έναν από τους πρωταγωνιστές να είναι η οικογένεια του. Αν τα δεις με τη χρονική απόσταση βέβαια η αφαίρεση έστω και μιας ζωής είναι πάντα καταδικαστέα και χωρίς καμιά δικαιολογητική βάση. Όμως στη βράση, τη στιγμή της έντασης, όταν η λογική παραμερίζεται ποιος είναι σε θέση να διατηρεί την ψυχραιμία του;  Μανουσάκηδες και Σφακιανάκηδες. Να φανταστείς κανένας δε θυμόταν πια πώς και πότε άρχισε η ρήξη και ποια ήταν η πρώτη αφορμή.

   Θα μπορούσε να συνεχίσει στην Αθήνα την νέα ζωή.  Όμως η ανάγκη να κρύβει τη προέλευσή του τον είχε κουράσει. Η μοναξιά είναι καλή συντροφιά, αρκεί να  έχει ένα λογικό χρονικό ορίζοντα. Μετά ήταν η οικογένειά του. Δε γίνεται να τους σβήσει. Έτσι πήρε την απόφαση να λύσει το γόρδιο δεσμό. Με προφανή αγωνία έφτασε στην πόρτα του πατρικού του σπιτιού. Οι δικοί του ήταν στην αυλή. Ο πατέρας κι η μάνα γερασμένοι πρόωρα, η μικρούλα αδελφή ολόκληρη κοπέλα. Αυτή ήταν που πρώτη τον αναγνώρισε και γεμάτη χαρά έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του.

   «Μπαμπά, μαμά ο Μανώλης μας είναι. Ο αδελφούλης μου γύρισε!»

   Τα δάκρια ήρθαν και στων δυο τα μάτια. Η μάνα σηκώθηκε, αλλά διστακτικά κοίταξε προς το μέρος του άνδρα της. Πώς θ’ αντιδράσει αυτός;

   «Μανούσο μου, ο Μανώλης! Γύρισε ο γιος μας»

   Γύρισε αργά το κεφάλι προς το μέρος της και με σπασμένη φωνή είπε:

    «Εγώ έναν γιο είχα και μου τον σκότωσαν άδικα οι Σφακιανάκηδες. Ο άλλος δεν είναι γιος μου. Δεν είναι Μανουσάκης. Ένας κιοτής είναι! Ένας λιποτάκτης, που χέστηκε πάνω του όταν έπρεπε να κάνει το χρέος του»

   Τα λόγια του πατέρα, ενώ ήταν αναμενόμενα κι ήξερε ότι έτσι θα τον υποδεχόταν, τα ένιωσε ως ένα ράπισμα στο πρόσωπό και δεν μπόρεσε, να παραμείνει αμίλητος

   «Ναι πατέρα. Ένας λιποτάκτης είμαι! Αλλά σε ρωτάω κι εγώ. Μέχρι πότε θα συνεχίζεται το μακελειό. Μέχρι πότε οι μανάδες θα είναι μαυροφορεμένες και θα πενθούν τ’ αδικοσκοτωμένα παιδιά τους; Εγώ αποφάσισα. Το ρυάκι του αίματος να  σταματήσει»

    Ο πατέρας σ’ έξαλλη κατάσταση, όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα πόδια του, έφτασε κοντά και του άστραψε μια ανάποδη. Είδε τον ουρανό με τ’ άστρα! Ταρακουνήθηκε απ’ τη θέση του και κινδύνεψε να πέσει. Τότε αλαφιασμένη επενέβη η μάνα που τελικώς ποτέ δεν απαρνιέται το σπλάχνο της

 «Όχι Μανούσο! Το παιδί μας είναι. Σχώρα το και δώσε τόπο στην οργή»

  Τον αγκάλιασε σφικτά προσπαθώντας να τον προστατεύσει από δεύτερο χτύπημα με το πρόσωπο δακρυσμένο και την ικεσία στα μάτια. Ο Μανώλης την αγκάλιασε κι αυτός μα το βλέμμα του παρέμενε προσηλωμένο στον πατέρα του

   Παρά τα χρόνια που είχαν διαβεί, θα νόμιζες ότι τα κότσια του δεν λύγισαν καθόλου. Όμως παρατηρώντας καλύτερα τα χαρακτηριστικά είδε το τραγικό θέαμα. Συρρικνωμένος και καμπουριασμένος. Αξύριστος από καιρό λες κι ένα διαρκές πένθος τον σφράγισε δια παντός. Με συγκίνηση ψέλλισε

   «Δεν σε πρόδωσα πατέρα. Σ’ αγαπώ και σε σέβομαι. Καταλαβαίνω την πίκρα σου, αλλά δες και τη δική μου πλευρά. Ο ένας γιος σου είναι από χρόνια στο χώμα. Θέλεις κι άλλος να σαπίσει στα σίδερα στιγματισμένος απ’ την ανθρώπινη δικαιοσύνη, ως φονιάς; Δεν σε πρόδωσα. Απλώς η ζωή προχώρησε και τα πράγματα μπαμπά άλλαξαν»

   «Κι η τιμή της οικογένειας, μωρέ; Η κουτσουλιά πούχουμε στο μέτωπο έτσι θα μείνει; Τι θα πει ο κόσμος;»

   «Άστο πάνω μου πατέρα. Εγώ θα το εξηγήσω δημόσια στο καφενείο. Αύριο κιόλας»

 «Έχεις μούτρα βρε να σταθείς μπροστά τους; Δε φοβάσαι μη σε κράξουν όλοι; Για τόλμα το, λοιπόν»

 

 

5.     Η δημόσια επανεμφάνιση

   Πόσα χρόνια είχε να κοιμηθεί στο σπίτι; Παρατηρώντας γύρω είδε ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα ίδια φτωχικά έπιπλα, που ο άτιμος ο  χρόνος  είχε αφήσει πάνω τους τα σημάδια του,  τώρα φάνταζαν ετοιμόρροπα. Ήταν σαφής η ένδειξη της συνεχιζόμενης φτώχειας. Υπάρχει όμως και η ανύπαντρη αδελφή και το θέμα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ο ύπνος δεν ερχόταν. Μόνο οι ενοχές. Τόσα χρόνια δεν έδωσε σημεία ζωής κι αυτός που μπορούσε να κάνει κάτι,  έλειπε.

   Τι παράξενη κι  αντιφατική που είναι τελικά η ζωή! Πας να γλυτώσεις από κάτι και με την πράξη σου ανοίγεις μια νέα εκκρεμότητα, δημιουργείς ένα ακόμα πρόβλημα. Μήπως έτσι θα γίνεται πάντα; Μήπως ζωή χωρίς προβλήματα δεν υπάρχει; Ίσως, αλλά να έχει τουλάχιστον, βρε αδελφέ, και κάποιες χαρές. Δεν αντέχεται το μόνιμο σκοτάδι.

    Θα μπορούσε να τους στείλει οικονομική βοήθεια. Ανωνύμως. Αλλά ο βλάκας δεν το σκέφτηκε κι ενοχές πολλαπλασιάστηκαν. Η κατάσταση στο σπίτι χειροτέρεψε. Το κοπάδι με τα πρόβατα θα ελαττώθηκε δραστικά. Ποιος θα μπορούσε από δυο ηλικιωμένους κι ένα κοριτσάκι να κουμαντάρει ένα μεγάλο κοπάδι και να συλλέγει το γάλα; Πρέπει να τα δει όλα από μηδενική βάση.

    Άργησε πολύ να κοιμηθεί κι όταν ξύπνησε δεν ένιωθε ξεκούραστος. Όμως έκανε ένα κρύο ντους στην αυλή για να ξυπνήσει καλά. Και η μάνα είχε ετοιμάσει από νωρίς ένα παραδοσιακό πρωινό. Έφαγε μ’ όρεξη ενώ δίπλα καθισμένη τον καμάρωνε η αδελφή του. Ρώτησε για τον πατέρα και η απάντηση επαλήθευσε τους φόβους του. Είχε βγάλει για βοσκή το κοπάδι. Ρώτησε για τα πάντα. Σωστά τα υπέθεσε. Η ζωή τους είχε χειροτερέψει, αλλά λιτοδίαιτοι και περήφανοι δεν έδωσαν αφορμή στους γείτονες να το καταλάβουν. Η αγωνία της μάνας επικεντρωνόταν στο κορίτσι. Σε λίγο το Λενάκι θα φτάσει σε ηλικία παντρειάς. Δεν κρατήθηκε άλλο:

   «Θα βοηθήσω εγώ μάνα. Έχω καλό κομπόδεμα. Και απ’ τη δουλειά μου έχω μόνιμο  εισόδημα»

   Ασφυκτιούσε μέσα χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Ετοιμάστηκε να βγει έξω, μα η μάνα με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του είπε:

   «Να προσέχεις αγόρι μου. Τα μάτια δεκατέσσερα. Μην μπλέξεις σε καυγά»

    «Όχι, ρε μάνα, από πού κι ως που. Θα γυρίσω γρήγορα»

   Πήγε κατευθείαν στο βοσκοτόπι. Εκεί που συνήθως πήγαινε κι ο ίδιος. Ο πατέρας  κοιμόταν στη σκιά ενός δένδρου. Του μίλησε ήρεμα μην τον τρομάξει.

    «Ο Μανώλης είμαι πατέρα. Ήρθα να σε αντικαταστήσω. Πήγαινε σπίτι.»

    «Τι θα γίνει με σένα παιδί μου; Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

    «Να βοηθήσω θέλω πατέρα»

    «Τι να σου πω. Μεγάλωσα και τα κότσια μου λύγισαν! Ανέλαβε εσύ κι ο θεός να σε φωτίσει»

   Το απόγευμα γύρισε το κοπάδι στο μαντρί και για το άρμεγμα ήταν επί τόπου η αδελφή με τα σύνεργα έτοιμη. Του είπε

   «Πήγαινε εσύ να πλυθείς. Θα το κάνω εγώ όπως κάθε μέρα αυτά τα χρόνια»

   Κανονικά θα έπρεπε ν’ αρνηθεί, όμως είχε άλλο σχέδιο κι ο χρόνος δεν τον έπαιρνε. Πλύθηκε, ντύθηκε και πήγε κατευθείαν στην πλατεία του χωριού. Εκεί βρισκόταν το καφενείο, χώρος συγκέντρωσης των ανδρών κάθε σούρουπο.

    «Εδώ σε θέλω Μανώλη» είπε από μέσα του.

    Μπήκε διστακτικά μέσα στο καφενείο και μερικά κεφάλια γύρισαν περίεργα να τον δουν. Τότε το συνειδητοποίησε κι αυτός. Έφυγε μικρό παιδί και γύρισε άνδρας. Ποιος μπορεί να τον θυμόταν; Λες κι είχε ξαναπάει μέσα εκεί; Ευκαιρία είναι τώρα

   «Συγχωριανοί, είμαι κι εγώ παιδί του χωριού. Απλώς, έφυγα πριν από χρόνια στην Αθήνα, όπου κι εργάζομαι και ίσως γι αυτό δεν με γνωρίζεται. Είμαι ο Μανώλης Μανουσάκης, ο γιος του Μανούσου. Ένα θέλω να ξεκαθαρίσω. Δεν έφυγα απ’ το χωριό γιατί κιότεψα. Δεν έφυγα γιατί φοβήθηκα τους Σφακιανάκηδες. Έφυγα γιατί δεν ήθελα να συνεχιστεί το άδικο αυτό μακελειό. Το αθώο αίμα κι οι αντεκδικήσεις. Αυτή παραμένει και σήμερα η θέση μου»

   Γύρισε το βλέμμα του σ’ όλους αναζητώντας εντυπώσεις και συνέχισε:

   «Το λέω καθαρά μπροστά σ’ όλο το χωριό. Θέλω ειρήνη. Ό,τι έγινε, έγινε! Οι νεκροί, δυστυχώς, δε γυρίζουν πίσω. Αν βρίσκονται εδώ μέλη της οικογένειας, να το πιστέψουν και να το μεταφέρουν και στους άλλους. Αν δεν είναι κανείς, κάντε μου τη χάρη, να τους τα πείτε. Ορκίζομαι στην Παναγιά, ότι λέω την αλήθεια και θέλω να συνυπάρξουμε με ηρεμία κι αγάπη. Την Κυριακή που έρχεται θα είμαι στην εκκλησία. Μετά τη λειτουργία, αφού μεταλάβω, να δώσουμε τα χέρια και να ξορκίσουμε μια για πάντα το κακό. Αυτά είχα να πω. Ευχαριστώ που μ’ ακούσατε»

 Έκανε μεταβολή κι έφυγε, χωρίς να μάθει την εντύπωση των λόγων του.

 

6.     Η έκπληξη

    Το βράδυ ενημέρωσε τους δικούς του. Η αντίδραση της μάνας ήταν:

    «Αμήν, παιδί μου. Ο θεός να τους φωτίσει και να έρθουν στο ραντεβού»

    Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι και είπε:  

    «Μ’ αυτό το κεφάλι να κοιμάστε. Ο λύκος και την προβιά του να βγάλεις, πάλι λύκος θα παραμένει!»

    Ο Μανώλης είπε στην αδελφή του:

    «Αύριο το πρωί θα κατέβουμε στην πόλη. Να είσαι έτοιμη. Σκέψου τι σου χρειάζονται να ψωνίσεις»

    Για πρώτη φορά στη ζωή της η Ελένη ένιωσε μέλος μιας οικογένειας, που την υπολογίζουν και τη σκέφτονται. Όλα τα χρόνια ήταν παραπεταμένη, χρήσιμη μόνο για τις  δουλειές του σπιτιού. Από τη μέρα που εξαφανίστηκε ο αδελφός, στο σπίτι έπεσε μόνιμο πένθος. Ούτε έξοδοι, ούτε γλέντια, τίποτα. Μόνο δυο- τρεις φιλενάδες από το σχολείο και τη γειτονιά με περίπου την ίδια μοίρα με την ίδια.

    Ό,τι της υποσχέθηκε ο Μανώλης πραγματοποιήθηκε. Στην πόλη για πρώτη φορά στη ζωή της γνώρισε χαρές. Δυο φορέματα, παπούτσια, εσώρουχα κι ότι άλλο χρειάζεται ένα νέο κορίτσι. Ο Μανώλης κουβαρντάς κι ανοιχτοχέρης ήθελε να σβήσει μέρος από τις ενοχές που τόσα χρόνια την είχε παρατήσει.

    Εκείνη με το πρόσωπο να λάμπει του ζήτησε ικετευτικά

    «Μανώλη να έρθω κι εγώ μαζί την Κυριακή στην εκκλησία; Σε παρακαλώ αδελφέ, πες ναι;»  Δεν μπορούσε να της αρνηθεί

   «Εντάξει Ελένη. Μαζί θα πάμε»

   Η μικρή έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Με τον αδελφό και τα καινούρια ρούχα! Ούτε στ’ όνειρό της. Σήμερα είναι Παρασκευή. Αχ, πότε θα ξημερώσει Κυριακή;  Το Σάββατο ήταν μέρα περισυλλογής για τον Μανώλη. Από μέσα του ήταν σταθερή η απόφαση να λύσει οριστικά το γόρδιο δεσμό. Χωρίς να είναι συνηθισμένος, προσευχήθηκε στο θεό εκλιπαρώντας για αίσια έκβαση. Η μάνα θα έμενε στο σπίτι για τις δουλειές του νοικοκυριού, ο μπαμπάς θα πήγαινε τα πρόβατα στη βοσκή - δε γινόταν διαφορετικά - κι η Ελένη με την αναστάτωση και την προσδοκία των νέων εντυπώσεων.

    Ξημερώματα Κυριακής, αφού η μάνα τους έδωσε την ευχή της, ξεκίνησαν για τη λειτουργία. Όταν μπήκαν στον ναό τα περισσότερα κεφάλια γύρισαν και τους κοίταξαν. Είχε πολύ καιρό να έχει τόσο κόσμο η εκκλησία. Ίσως μόνο στις μεγάλες γιορτές της Ανάστασης και  του Αγίου Νικολάου, πολιούχου του χωριού. Σαφής η ένδειξη ότι το νέο είχε διαδοθεί και υπήρξε ανταπόκριση. Ο παπάς, λες και βιαζόταν να τελειώσει, διάβαζε τροχάδην τα κείμενα και ήρθε η στιγμή της θείας μετάληψης. Ο Μανώλης μπήκε κανονικά στη σειρά κι όταν έφτασε μπροστά στον παπά με ανοιχτό το στόμα δίνοντας του τη μετάληψη του είπε

    «Ο θεός να σ’ ευλογεί, παιδί μου. Είμαι στο πλευρό σου. Εύχομαι να επικρατήσει ειρήνη κι αγάπη στο χωριό»

   Μόλις τελείωσε η λειτουργία, ο κόσμος βγήκε με περιέργεια στο προαύλιο περιμένοντας τις εξελίξεις. Η αδελφή του, του σύστησε μια όμορφη νεαρή κοπέλα

    «Μανώλη αυτή είναι η Μαριώ ή το Μαράκι όπως τη λέγαμε στο σχολειό. Εσύ δεν το ξέρεις, αλλά η Μαριώ είναι από την οικογένεια των Σφακιανάκηδων. Εμείς κάναμε παρέα. Απλώς οι γονείς μας δεν το ήξεραν»

   «Μπράβο κορίτσια. Δε μου λες Μαριώ είναι εδώ άλλα μέλη της οικογένειας;»

    «Ήθελε ο αδελφός μου να έρθει, αλλά δεν τον άφησε ο πατέρας»

    «Τι κρίμα κι ήθελα να τελειώσει αυτή η έχθρα».

    «Κι εγώ θα το ήθελα και πολύ μάλιστα. Θα κάναμε πλέον ανοιχτά παρέα με το Λενάκι. Πάντα ήμασταν καλές φίλες»

    «Μην απογοητεύεστε! Θα ξαναπροσπαθήσω. Σκέφτηκα να βάλω μεσολαβητή τον παπά, που συμφωνεί με την πρωτοβουλία μου. Χάρηκα που σε γνώρισα Μαριώ, θα τα ξαναπούμε»

    «Πάμε Ελένη θα μας περιμένει στο σπίτι η μάνα»

   Ξεκίνησαν ροβολώντας το μονοπάτι, μα μόλις έκαναν λίγα βήματα, ο Μανώλης ένιωσε έναν αφόρητο πόνο στην πλάτη του και μια δυνατή ώθηση που τον κουτρουβάλησε στα σκαλοπάτια. Πριν καλά να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει έχασε τις αισθήσεις του.

 

 

7.     Στο νοσοκομείο

   Σαν να έρχεται μέσα απ’ ένα άγνωστο μονοπάτι, στενό κι απειλητικό, με τα κλαδιά και τα φύλλα των θάμνων να γρατζουνάνε το πρόσωπο. Έτσι αισθανόταν. Άγνωστη η αφετηρία, άδηλος ο προορισμός. Λεπτό προς λεπτό αποκτούσε συνείδηση των πραγμάτων, συνερχόταν από ένα ταξίδι σε ανεπίσκεπτους τόπους. Δεν τολμούσε όμως ν’ ανοίξει τα μάτια του φοβούμενος τα χειρότερα. Στη μνήμη ήρθε η ύστατη στιγμή. Ο δυνατός πόνος και το κουτρουβάλιασμα στα σκαλοπάτια. Αλήθεια τι του είχε συμβεί; Φαίνεται χωρίς να το θέλει, ασυνείδητα κούνησε λίγο τα βλέφαρά και μια γνωστή φωνή ακούστηκε χαρούμενη στο χώρο

    «Συνέρχεται, συνέρχεται! Έλα αδελφούλη μου γλυκέ, άνοιξε τα ματάκια. Τώρα που σε βρήκα θα σε χάσω;  Μανώλη εγώ είμαι, η Ελένη»

   Ένιωθε τρομερή αδυναμία να κάνει την παραμικρή κίνηση. Όμως δίπλα μ’ αγωνία η αδελφή του ζητούσε να δώσει σημάδια ζωής. Όταν άνοιξε τα μάτια το τοπίο ήταν θολό. Μόνο σκιές να κινούνται. Σιγά- σιγά όμως οι μορφές ξεκαθάρισαν. Πρώτα αναγνώρισε την Ελένη. Με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα, αλλά με το χαμόγελο πλατύ στο πρόσωπο, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. Δίπλα ήταν ένας ωραίος νέος, που στεκόταν χαμογελαστός, αλλά άγνωστος στο ίδιο.

    «Πες μου Ελένη, πού βρίσκομαι;»

   «Είμαστε στο νοσοκομείο της πόλης Μανώλη. Τρεις μέρες είσαι αναίσθητος και πεθάναμε απ’ την αγωνία. Ευτυχώς ο θεός κι οι γιατροί σε κράτησαν ζωντανό!»

    «Τι έγινε; Δεν θυμάμαι τίποτα»

    «Θυμάσαι πως βγήκαμε από τη λειτουργία, πως σου σύστησα τη φίλη μου τη Μαριώ Σφακιανάκη και πώς στη συνέχεια ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι; Πίσω απ’ τον πλάτανο της πλατείας παραμόνευε ο πατέρας Σφακιανάκης κι είχε στήσει καρτέρι να μας κάνει ζημιά.  Μόλις στρίψαμε το μονοπάτι πετάχτηκε και σε μαχαίρωσε στην πλάτη. Δεν μπόρεσα ν’ αντιδράσω καθόλου. Έβαλα τις φωνές και άνθρωποι που ήταν στο προαύλιο της εκκλησίας έτρεξαν να δουν τι συνέβη. Εσύ ξαπλωμένος αιμορραγούσες κι εγώ τα είχα χαμένα. Ας είναι καλά ο ψύχραιμος παπάς. Με τη βοήθεια κι άλλων σ’ έβαλε, όσο πιο γρήγορα γινόταν   στο αυτοκίνητο και σ’ έφερε στο νοσοκομείο. Εγώ δίπλα σου πίεζα με το μαντήλι την πληγή να σταματήσει η αιμορραγία. Πλην ματαίως. Το αίμα έτρεχε συνέχεια κι οι γιατροί μας είπαν αν αργούσαμε λίγο ακόμα δεν θα μπορούσαν να σε σώσουν»

    «Ο νεαρός δίπλα;»

     «Είναι ο Μιχάλης Σφακιανάκης, αδελφός της Μαριώς και γιος του δράστη. Σήμερα είναι η δεύτερη φορά που έρχεται. Θέλει λέει να εκφράσει τη λύπη του για το συμβάν και να ζητήσει συγνώμη»

    «Χαίρομαι που είσαι εδώ Μιχάλη. Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ και να σου σφίξω το χέρι, αλλά να το ξέρεις από σήμερα σε θεωρώ φίλο. Που βρίσκεται ο πατέρας σου;»

    «Τον έχουνε συλλάβει..»

   «Να του πεις ότι εγώ τον συγχωρώ. Δε θα δώσω συνέχεια. Εκείνο που επιθυμώ είναι να τελειώσει η διένεξη και να ζήσουμε από δω και πέρα εν ειρήνη.»

    Επενέβη η αδελφή του Ελένη

   «Φτάνει πια Μανώλη. Καταλάβαμε, μην κουράζεσαι άλλο. Κοίτα να ξεκουραστείς. Το απόγευμα θα ξανάρθει η μάνα να σε δει»

   Όταν έγινε γνωστό ότι ο Μανώλης συνήλθε από την αφασία των τριών ημερών άρχισαν οι αλλεπάλληλες επισκέψεις. Συγγενών και αρμοδίων. Στην Αστυνομία τόνισε ότι δεν επιδιώκει τη δίωξη του δράστη. Το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν η διαιώνιση της αντίθεσης των δυο οικογενειών. Αυτό δεν ήταν όμως στο χέρι τους του είπαν. Η απόπειρα κατά της ζωής του διώκεται αυτεπαγγέλτως κι έπρεπε παρέμβει ο αρμόδιος εισαγγελέας. Ίσως αυτός να μπορεί κάτι να κάνει.

    Ο πατέρας του, παρά την εκ πρώτης όψεως επαλήθευση των φόβων του, ήταν αρκετά αλλαγμένος, πεισμένος από το πείσμα και τη σταθερότητα του γιου του.

    «Μακάρι αγόρι μου να γίνουν αυτά που θέλεις. Να γλυτώσουμε από την αγωνία, που μας κυνηγούσε σ’ όλη τη ζωή. Λες να μην το θέλω κι εγώ;»

 

8.     Η εντύπωση στην Αθήνα

    Η απόπειρα εναντίον του Μανώλη, ως συνέχεια μιας πολύχρονης βεντέτας μεταξύ των δυο οικογενειών, έγινε είδηση στα μέσα ενημέρωσης. Εφημερίδες, τηλεοράσεις  είχαν ανταποκρίσεις από το νησί με τις απαραίτητες φωτογραφίες. Η ταυτότητα του Μανώλη έγινε παντού γνωστή. Στη δουλειά του η είδηση έπεσε σαν βόμβα. Η απορία  που υπήρχε στους καχύποπτους μέχρι εκείνη τη στιγμή συναδέλφους και τους λίγους γνωστούς  λύθηκε.

   «Εμ βέβαια, τώρα εξηγούνται όλα!»

    Έστειλαν τηλεγράφημα στο νοσοκομείο. Θερμές ευχές κι  όταν περάσει η μπόρα τον περιμένουν πίσω.

    Οι εκκρεμότητες στο χωριό ήταν πολλές. Πρώτον η συμφιλίωση δεν είχε ολοκληρωθεί, οι δικοί του είχαν μεγαλώσει και τον χρειάζονταν κοντά τους, η αδελφή  έπρεπε να αποκατασταθεί. Έτσι προς το παρόν έπρεπε να μείνει στο χωριό. Η κατάθεση που του ζήτησε η Αστυνομία ήταν μια καθαρή προσπάθεια να υποβαθμίσει το συμβάν και να υπερτονίσει την ανάγκη της ειρήνης ανάμεσα στις δυο οικογένειες.

   Ο εισαγγελέας του είπε ότι δίκη θα γίνει, αλλά θα ληφθούν υπόψη όλα αυτά τα ελαφρυντικά στοιχεία. Ο κύκλος του αίματος μεταξύ των οικογενειών έκλεισε οριστικά με το γάμο που έγινε. Του Μιχάλη Σφακιανάκη και της Ελένης Μανουσάκη. Αμήν.

                                                                             

 

 

 

                                               Η εκδίκηση

         Έχει πολλαπλώς ειπωθεί ότι «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Η δική μου άποψη είναι ότι η εκδίκηση, με την έννοια της ανταπόδοσης μιας άδικης πράξης, τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται πάνω στη βράση των γεγονότων, όταν η λογική και η ψυχραιμία είναι στην μπάντα. Στην περίπτωση αυτή κυρίαρχα είναι τα ένστικτα, η απουσία της λογικής, το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι και η μανία για απάντηση  σβήνει όλες τις άλλες συμπεριφορές.

      Όμως υπάρχουν και οι περιπτώσεις που για διάφορους λόγους, η διάθεση για εκδίκηση παραμένει ανεκδήλωτη. Είτε για λόγους αδυναμίας πάνω στην εξέλιξη και συγκυρία των γεγονότων, είτε γιατί η θέση που τελικά κυριαρχεί είναι να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία ώστε το χτύπημα που θα γίνει, να είναι καίριο και πολλαπλάσιο υπερκαλύπτοντας την αφετηριακή αδικία. Υπερκαλύπτοντας την Ευαγγελική ρήση. Όχι οδόντα αλλά μασέλα αντί οδόντος!

      Η τελευταία περίπτωση είναι και η πιο ενδιαφέρουσα γιατί ότι γίνεται σ’ αυτήν πιστεύεται - αλλά μάλλον λαθεμένα - ότι είναι με βάση μόνο την ψυχρή λογική, πάνω σε ένα κατάλληλα προετοιμασμένο σχέδιο. Όμως όπως παντού υπάρχουν και οι αστάθμητοι παράγοντες.

    Μια τέτοια περίπτωση θέλω να ανασύρω από μνήμη μου, που συνέβη στα παιδικά μου χρόνια σε κάποια συνοικία του Βόλου.  Στην περιοχή αυτή ζούσε μια όμορφη οικογένεια χαμηλών τόνων, τυπικά μικροαστική. Ο πατέρας είχε ένα μικρό μαγαζί κι έβγαζε τίμια το ψωμί του, η μάνα ήταν η νοικοκυρά του σπιτιού, που μεγάλωνε τα δυο παιδιά της και ήταν υπεύθυνη για όλο το νοικοκυριό. Τα παιδιά ήταν στην εφηβική ηλικία, πήγαιναν στο γυμνάσιο και θα ακολουθούσαν την πορεία που διέγραφαν οι συνθήκες της εποχής και οι οικονομικές τους δυνατότητες. Το αγόρι, μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, να μπει στο μαγαζί να μάθει τη δουλειά και σιγά-σιγά να αντικαταστήσει τον πατέρα, όταν τον πάρουν και τα χρόνια. Το κορίτσι να νοικοκυρευτεί δίπλα σ’ ένα τίμιο παιδί του κύκλου τους και να τους δώσει τα εγγόνια που κάθε γονέας περιμένει από τα παιδιά του. Δεν είχαν ακουστεί ποτέ μέχρι τώρα, αφού με την ήρεμη καθημερινή ζωή τους δεν είχαν δώσει ποτέ καμιά αφορμή.

    Όμως αλλιώς τα σχεδιάζεις κι αλλιώς οι συγκυρίες φέρνουν τα πράγματα. Το αγόρι στα 15 και το κορίτσι στα 14 χρόνια τους, όταν οι ανησυχίες αρχίζουν να παιδεύουν τους νέους, όταν μέσα στον καθένα γίνεται μια ορμονική επανάσταση, χωρίς ακόμα να ξέρουν το αίτιο αυτής της ανησυχίας που τους κυριεύει. Η ενημέρωση των νέων στα θέματα της σεξουαλικής ζωής ήταν πολύ περιορισμένη, με κυρίαρχο το αίσθημα του φόβου στο άγνωστο και συγχρόνως τη συνεχή πίεση από τους γονείς για προσοχή κι αυτοσυγκράτηση. Το κορίτσι πρέπει να πάει ανέγγιχτο στον άντρα της γιατί αλλιώς το πήρε κι το σήκωσε. Είμαι σίγουρος ότι οι παλαιότεροι θα έχουν τέτοιες μνήμες και δε θα τις έσβησε το παλιρροϊκό κύμα των αλλαγών που έφεραν τα τελευταία χρόνια κυρίως η τηλεόραση, ισοπεδώνοντας όλες τις ιδιομορφίες, τα ήθη και τις ντοπιολαλιές του κάθε τόπου.

   Είχαν τις παρέες τους από το σχολείο και τη γειτονιά, όμως σπάνιες υπήρχαν οι ευκαιρίες για μικτές παρέες, εκτός αν η παρουσία του αδελφού νομιμοποιούσε τη σύγχρονη παρουσία του κοριτσιού με τα αγόρια.

    Παρά τους κοινωνικούς περιορισμούς, παρά τις αναστολές που επέβαλαν τα ήθη της εποχής, παρά την επιτήρηση της μάνας, μια μέρα το κακό έγινε. Το κορίτσι βρέθηκε μόνο του με το δεκαοκτάρικο γειτονόπουλο και λειτούργησε η ενστικτώδης φύση. Δεν ήταν βιασμός. Θα έλεγα ότι αυτό που έγινε, έγινε  με κοινή συναίνεση ή καλύτερα με κοινή άγνοια. Λαμβάνοντας υπόψη την παντελή έλλειψη γνώσης εκ μέρους της κοπέλας θα μπορούσες να πεις ότι ο νεαρός βιάστηκε, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και για πρώτη συνάντηση οδήγησε τα πράγματα στα άκρα. Αυτή δεν είχε προλάβει να καταλάβει τι γίνεται κι αυτός βρέθηκε μέσα της. Μήπως άλλωστε ένιωσε τίποτε από τα θρυλούμενα πάθη που συνοδεύουν αυτές τις πράξεις; Τζίφος ! Μόνο λίγα δευτερόλεπτα πρόλαβε να μπει μέσα της κι αισθάνθηκε αμέσως κάποια υγρά ανάμεσα στα πόδια της. Το μόνο που της είπε ήταν.

   - Πρόσεξε κακομοίρα μου μη πεις πουθενά τίποτα ! Εμείς, να ξέρεις θα τα ξαναπούμε !

    Το κορίτσι όμως, φοβισμένο και γεμάτο ερωτηματικά τα ξέρασε αμέσως όλα στη μάνα της. Εκείνη άρχισε αμέσως να κλαίει και να οδύρεται σπαρακτικά, να τραβάει απελπισμένη τα μαλλιά της και να λέει ανάμεσα στα κλάματα

    - Θεέ μου τι να κάνω τώρα ; Εγώ φταίω, εγώ φταίω! Θα με σκοτώσει ο πατέρας σου!

    Όλη τη μέρα σκεφτόταν πώς θα το πει στους δικούς της. Δε γινόταν και διαφορετικά. Δεν άντεχε να κρατήσει μόνη το βάρος μιας τέτοιας ανίερης πράξης. Το απόγευμα έστειλε για καλό και για κακό τη κόρη στην αδελφή της, κάτι που είχε γίνει κι άλλες φορές, εφευρίσκοντας μια ψεύτικη δικαιολογία. Κάθισε στο σαλόνι και τους περίμενε Δεν είχε ούτε το κουράγιο να ετοιμάσει φαγητό. Όταν έκλεισε το μαγαζί και γύρισαν οι άντρες στο σπίτι ανάμεσα στα σπαρακτικά κλάματα της, τους είπε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί. Δεν υπήρξαν υστερίες, ούτε άμεσο κυνηγητό του ενόχου. Μόνο μια απέραντη πίκρα, μια  βαθειά στεναχώρια, ένα δυσβάστακτο βάρος που θα το κουβαλούσε η οικογένεια από εδώ και πέρα συνεχώς μέσα της.

     Με μια δυσεξήγητη ψυχραιμία, άρχισαν να συζητούν και οι τρεις μαζί την απάντησή τους. Εκείνη τη νύχτα κανένας  τους δεν έκλεισε μάτι. Στο τέλος ο πατέρας έκλεισε το θέμα με τα εξής λόγια.

   - Δε θα πούμε τίποτα στη μικρή. Θα τη στείλω στον αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη να μάθει ραφτική. Αυτό θα πούμε σε όλους. Στον εγκληματία κουβέντα ! Σαν να μην ξέρουμε τίποτα. Άσε να περάσει κάποιος χρόνος και τότε θα έρθει  η δική του η ώρα.

    Πράγματι την άλλη μέρα ο ρυθμός της ζωής τους δε φάνηκε να  αλλάζει καθόλου. Σε όλη τη γειτονιά ανακοινώθηκε το σχέδιο της οικογένειας να κάνουν τη μικρή μοδίστρα. Η μάνα με μια ανεξήγητη και για την ίδια ψυχραιμία έλεγε αριστερά- δεξιά.

   - Τι να το κάνει το σχολείο το κορίτσι;  Ας μάθει μια τέχνη, να γίνει καλή νοικοκυρά. Να της βρούμε κι ένα καλό παιδί να τελειώνουμε με αυτή την υποχρέωση.

   Μετά από λίγες μέρες, γεμάτος αγωνία, εμφανίστηκε στις παρυφές του σπιτιού ο νεαρός ζητώντας πληροφορίες. Η μάνα ψύχραιμη του έδωσε την ίδια πληροφορία. Πέρασαν αρκετές μέρες και οι αρχικοί του φόβοι καταλάγιασαν. Η μικρή ήδη από τις πρώτες μέρες είχε αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη.

   - Την πήδηξα είπε από μέσα του. Η μικρή δεν άνοιξε το στόμα της. Ωραία !

    Έτσι οι σχέσεις ομαλοποιήθηκαν. Τόσο που κάποια στιγμή, που έλειπαν οι άντρες από το σπίτι, μπήκε μέσα, όπως έκανε παλαιότερα, και έφαγε το κουταλάκι γλυκού με νεραντζάκι, που του πρόσφερε η μάνα. Χαρούλες και χαμόγελα, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων καθησύχασαν οριστικά τον νεαρό. Εντάξει !

    Ήταν Κυριακή μεσημέρι. Όλη η οικογένεια στο στρωμένο τραπέζι, έτρωγε το φαγητό της Να σου κι ο νεαρός να περνάει μπροστά από την αυλή Η μάνα τον είδε και χωρίς να χάσει χρόνο τον φωνάζει:

  -  Έλα μέσα για έναν μεζέ.

  -  Μα πάω στο δικό μου σπίτι, θα με περιμένουν

  -  Ένα μεζέ παιδάκι μου. Τόσο ακατάδεκτος είσαι;

    Η επιμονή της τον έκανε να ντραπεί. Δε μπορούσε να κάνει το βαρύ πεπόνι.

    Μπήκε μέσα και με κάποιο δισταγμό κάθισε στην καρέκλα. Αμέσως του προσφέρθηκε ένα ποτήρι κρασί και ένας καλοψημένος κεφτές. Λίγα συνηθισμένα αθώα λόγια έσπασαν λίγο- λίγο τον αρχικό πάγο.

    Το αγόρι του είπε κάποια στιγμή:

  - Πάμε λίγο μέσα. Αγόρασα κάτι και θέλω και τη γνώμη σου.

    Αυτός δίστασε:

   - Πρέπει να πάω σπίτι, θα με περιμένουν. Είδε τη διάχυτη αμηχανία, που προκαλούσε η άρνηση του και ντράπηκε. Μαζί με το αγόρι πέρασε την πόρτα και προχώρησε μέσα στο δωμάτιο.

    Αμέσως ένιωσε ότι κάτι δεν πάει καλά. Με αστραπιαίες κινήσεις πίσω του η πόρτα έκλεισε και άκουσε τον ήχο του κλειδιού που γυρνώντας κλείδωνε την πόρτα. Στο δωμάτιο ήταν ξαφνικά όλοι. Δεν πρόλαβε να πει πολλά. Τα στιβαρά χέρια των αντρών, κυρίως του πατέρα, τον ακινητοποίησαν και η μάνα με μια πετσέτα, που άρπαξε από δίπλα, του έκλεισε το στόμα. Λόγια δεν ειπώθηκαν καθόλου, ούτε εξηγήσεις. Μόνο τα απεγνωσμένα μουγκρητά του και η απέλπιδα προσπάθεια του νέου να ελευθερωθεί. Με συντονισμένες κινήσεις, λες κι είχαν κάνει αμέτρητες προηγούμενες πρόβες, προχώρησαν παρακάτω.

    Η μάνα άνοιξε την παγωνιέρα – ακόμη τα σπίτια δεν είχαν ψυγεία – και έβγαλε ένα τεράστιο αγγούρι από μέσα. Χωρίς καμιά κουβέντα, αμίλητη, λες και έκανε κάτι καθημερινό, κάτι το συνηθισμένο, του κατέβασε το παντελόνι. Οι άντρες τον ανάγκασαν να σκύψει, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του Τότε με μια παθιασμένη δύναμη άρχισε να σπρώχνει το αγγούρι από πίσω του. Τα μουγκρητά του πόνου έφτασαν στο όριο αλλά αυτοί ασυγκίνητοι  συνέχιζαν για να ολοκληρώσουν το έργο τους.  Αλλά δεν υπολόγισαν το αναπάντεχο.

     Από πίσω άρχισε μια ακατάσχετη αιμορραγία. Το συνειδητοποίησαν όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει. Τότε κατάλαβαν τον κίνδυνο, ιδιαίτερα όταν ο νεαρός άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Δε γινόταν διαφορετικά, ο πατέρας είπε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Από μια στιγμή και πέρα τα πράγματα τους πήραν από κάτω. Ήρθε η αστυνομία, το σκάνδαλο ξέσπασε σε όλη την έκταση του. Οι τοπικές εφημερίδες, μέσα στην ανθρωποφαγική αντίληψη που τις διακρίνει, βρήκαν για μέρες πρωτοσέλιδα. Ευτυχώς ακόμα τηλεόραση δεν υπήρχε και οι αθηναϊκές εφημερίδες είχαν περιορισμένο τοπικό αναγνωστικό κοινό. Μια οικογένεια που ποτέ δεν είχε ακουστεί βρέθηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, ολόκληρη στα κρατητήρια της αστυνομίας και στο στόμα ολόκληρης της πόλης, που στάθηκε διχασμένη για το δίκαιο ή άδικο της πράξης τους. Όλες οι λεπτομέρειες της υπόθεσης βγήκαν στη φόρα. Μετά κάποιο χρόνο στη δίκη που έγινε καταδικάστηκαν οι γονείς σε κάποια χρόνια και κλείστηκαν στη φυλακή. Το αγόρι με κοινή συναίνεση όλων προστατεύτηκε και αθωώθηκε.

    Ο νεαρός ξεπέρασε το πρόβλημα υγείας, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη γενική θυμηδία της κοινωνίας. Το πραγματικό του όνομα χάθηκε.  Όλοι τον αποκαλούσαν:

    Ο αγγούρας ! Η πόλη δεν τον σήκωνε πια. Πήρε των ομματιών του και άλλαξε περιβάλλον και πόλη. Χάθηκε μέσα στην ανωνυμία της Αθήνας. Ο πατέρας, με κλονισμένη ήδη την υγεία του δεν σήκωσε για πολύ το σκάνδαλο, τον οδήγησε σύντομα στο τάφο. Το κορίτσι έμεινε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα και το αγόρι προσπάθησαν να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους, ανοίγοντας το μαγαζί αλλά το τζάμι είχε πια ραγίσει.

    Δυο οικογένειες καταστράφηκαν, από μια πράξη ενός νέου. Ο θυμός δεν εκδηλώθηκε την κατάλληλη στιγμή, καταπιέστηκε, υπόγεια μεγάλωσε, κι όταν ξέσπασε καθυστερημένα έγινε ανεξέλεγκτος με τραγικές συνέπειες για τόσους ανθρώπους.

   Δεν υπάρχει χώρος για εύκολα συμπεράσματα. Έτσι είναι η ζωή, έχει τις τραγικές της στιγμές και καμιά ευχή ή κατάρα δεν μπορεί να τις καταργήσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    Το  Rolex

    Κάποια στιγμή το ακριβό του ρολόι σταμάτησε! Πάγωσε! Αμέσως έφερε στη μνήμη του τον τρόπο που το απόκτησε. Δεν το αγόρασε μόνος του. Ο ίδιος ποτέ δεν θα έδινε τόσα λεφτά για ένα πράγμα που θα μπορούσε να αγοράσει κάποιο αντίστοιχο με σαφώς υποπολλαπλάσιο ποσόν. Δεν είναι στον χαρακτήρα του κάτι τέτοιο. Να κάνει ένα άσκοπο έξοδο για λόγους μόνο ματαιοδοξίας και επίδειξης; Όχι! Σε καμιά περίπτωση. Και το ρολόι των δεκαπέντε ευρώ την ίδια δουλειά κάνει. Αν χαλούσε, το πολύ –πολύ θα αγόραζε άλλο. Απλώς το κληρονόμησε από έναν συγγενή του, ο κακομοίρης «αποδήμησε εις κύριον».

     Ο συγχωρεμένος έδινε μεγάλη σημασία στην ακρίβεια του χρόνου και όταν μπόρεσε αγόρασε όχι ένα, αλλά  δυο πανάκριβα ρολόγια. Σε αυτόν προσφέρθηκε το Rolex. Ονομαστή μάρκα, πανάκριβο είδος, όνειρο πολλών ονειροπαρμένων επιδειξιών. Ίσως και να ένιωθε αμηχανία όταν το έβλεπε στο χέρι του, ίσως κιόλας ασυναίσθητα στην αρχή κι όσο μπορούσε να το έκρυβε από τους άλλους.

     Όμως, πώς να το κάνουμε. Η ύπαρξη του ρολογιού στο χέρι του σταδιακά του πρόσθεσε ένα φορτίο εμπιστοσύνης. Είχε ακούσει τόσα καλά λόγια για την μάρκα, παινέματα και ζήλιες από ανθρώπους του περίγυρο του και η σιγουριά εγκαταστάθηκε αυτόματα μέσα του. Το ρολόι ήταν έμπιστο, του έδειχνε την ακριβή ώρα χωρίς καμιά αβεβαιότητα. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά το επιδείκνυε με καμάρι κι όλο μιλούσε για τα προτερήματά του.

    Μέσα στο πέλαγο του εφησυχασμού κάποια στιγμή του ήρθε κατακέφαλα η τραγική διάψευση. Το ρολόι ξαφνικά… σταμάτησε να λειτουργεί. Οι δείκτες του ακινητοποιήθηκαν λες και έπαθαν αγκύλωση, λες και μια άγνωστη πανίσχυρη δύναμη τους κρατούσε με τη βία ακίνητες στην ίδια θέση. Έπαθε ψυχολογικό κλακάζ. Του ήταν αδιανόητο να το πιστέψει επειδή εξ αρχής απέκλεισε, ίσως αυθαίρετα, το ενδεχόμενο της λειτουργικής βλάβης. Μα είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε να έπαθε κάτι το ιδανικό κατασκεύασμα  που λέγεται Rolex; Όχι! Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει.

  Μην τυχόν πράγματι ο χρόνος «τέλειωσε»; Μήπως η ζωή επίσης έλαβε τέλος;  Λες να ήρθε το τέλος του κόσμου; Κοίταξε με τρόμο γύρω του αλλά δεν παρατήρησε τίποτα το έκτακτο κι ανησυχητικό. Ο άνεμος συνέχισε να φυσάει και κουνάει τα φύλλα των δένδρων. Σε κάποιο απ’ αυτά ένα πουλάκι πέταξε και πήγε στο απέναντι δένδρο. Το τζιτζίκι που πριν του ζάλιζε το κεφάλι με τον αδιάκοπο τριγμό του  συνέχιζε το βιολί του. Από μακριά οι ήχοι της πόλης έφταναν, όπως πάντα, σβησμένοι στ’ αυτιά του. Τίποτα καινούργιο, τίποτα ασυνήθιστο. Δεν μπορεί, γύρω του η φύση συνέχιζε την αδιάκοπη ζωή της. Μήπως ο χρόνος σταμάτησε μόνο γι αυτόν; Μήπως ήταν η ένδειξη ότι η προσωπική του παρουσία πάνω στη γη τελείωνε οριστικά; Δεν μπορούσε λογικά να εξηγήσει διαφορετικά το σταμάτημα του δικού του ρολογιού. Δεν ήταν το οποιοδήποτε. Ήταν ένα Rolex!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                  Η τσουκνίδα κι η μολόχα

   Όταν ήμασταν μικρά παιδιά δεν φημιζόμασταν δα για ήσυχα κι ήρεμα πλάσματα. Οι γειτονιές της συνοικίας μας απαιτούσαν σκληραγωγημένα άτομα και έτοιμα ν’ αντέξουν τις κακουχίες και τις προκλήσεις που συχνά εμφανίζονταν. Πρόσθεσε επιπλέον τις ελλείψεις των βασικών αγαθών σε τροφή και ένδυση. Ξυπόλητοι με κοντά παντελονάκια με τιράντες απ’ το ίδιο ύφασμα κι ένα φανελάκι. Αυτή ήταν η καλοκαιρινή μας αμφίεση.

   Στη συνοικία δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, ούτε τα πέτρινα μονοπάτια των ορεινών χωριών. Χώμα και πέτρες, ήταν που τις βροχερές ημέρες γίνονταν λάσπη. Άδεια οικόπεδα κι αλάνες μεγάλες, με κάθε είδους αγριόχορτα γεμάτες. Κι όμως, έτσι με γυμνά τα πόδια ήμασταν σε συνεχές τρεχαλητό, με τις πατούσες επίσης σκληραγωγημένες για ν’ αντέχουν.

    Δυο μόνο φορές θυμάμαι μου συνέβη το εξής παράξενο πράγμα. Ολόκληρη η φτέρνα άρχιζε να πονάει κι ένιωθα σαν να μαζεύει εσωτερικά πύον. Τότε για μερικές μέρες υπήρχε ένα κράτημα στο τρεχαλητό και μόνο οι αναγκαίες μετακινήσεις γίνονταν με τις μύτες των ποδιών. Κάποια στιγμή, λες και το φαινόμενο ωρίμαζε, όλη η παχιά επιδερμίδα εύκολα αποσπόταν από το πόδι σαν άχρηστο και περιττό υλικό. Για να έχετε μια ιδέα του γεγονότος αυτό που αφαιρούνταν ήταν σαν τα πρόσθετα επιθέματα που βάζουμε, για ορθοπεδικούς λόγους σήμερα, στο εσωτερικό των υποδημάτων.

   Μετά χρειαζόταν κάποιος χρόνος η νέα επιδερμίδα να συνηθίσει το σκληρό χώμα. Θυμάμαι δυο φορές μόνο γιατί αργότερα προμηθεύτηκα παπούτσια. Απλώς για την ιστορία αναφέρω ότι τα πρώτα ήταν ένα ζευγάρι ΕΛΒΙΕΛΑ, που χρειάστηκε για τις γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς στο σχολείο. Θυμάται κανείς σας το στουπέτσι με το οποίο τα βάφαμε, όταν λερώνονταν και γίνονταν σαν καινούρια;

   Όλα τα προηγούμενα τα είπα για να υπενθυμίσω το εξής αξιοσημείωτο γεγονός. Στα αγριόχορτα που ευδοκιμούσαν στις αλάνες κυριαρχούσαν οι τσουκνίδες. Το τρίψιμο της τσουκνίδας με το γυμνό καλάμι του ποδιού δημιουργούσε ένα έντονο τσούξιμο (κνησμό). Ε!  λοιπόν δίπλα στις τσουκνίδες υπήρχαν κι άφθονες μολόχες. Το έτερο ήμισυ της τσουκνίδας, το αντίδοτο! Αν στο ερεθισμένο δέρμα έτριβες φύλλα μολόχας η ενόχληση μετριαζόταν αισθητά

   Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή η σωτήρια συνύπαρξη; Αυτός που πιστεύει στη θεϊκή δημιουργία θα ισχυριστεί ότι φρόντισε ο σοφός δημιουργός γι αυτό. Αλλά ο σκεπτικιστής θα αντιτείνει: «Γιατί έφτιαξε τότε την τσουκνίδα;»  Ένα από τα αιώνια κι αναπάντητα ερωτήματα, που η λύση τους δεν μπορεί να αναζητηθεί μέσω της λογικής, αλλά με την παραδοχή. Πιστεύεις ή δεν πιστεύεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       Ρομπέν των δασών

    Τους είδε την τελευταία στιγμή. Να μπαίνουν βιαστικοί και μετά να χωρίζουν αρπάζοντας ο καθένας ένα καλάθι από μπροστά της. Ήταν η δεύτερη φορά που τύχαινε τέτοιο συμβάν και η δεύτερη φορά που συναντούσε τον ίδιο άνθρωπο να κάνει το ίδιο πράγμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έκλεβαν για τον εαυτό τους. Ό,τι άρπαξαν την προηγούμενη φορά τα μοίρασαν αδιακρίτως στους περαστικούς. Ναι, αλλά μέσα στη βιασύνη τους πώς ξέρουν, αν αυτοί που τα πήραν είχαν πραγματική ανάγκη κι όχι κάποιοι διπλανοί τους;

    Ποιοι είναι αυτοί που αυτοπροσδιορίστηκαν φύλακες άγγελοι των άλλων; Ήταν ένας καθαρός εγωισμός, μια έπαρση σχεδόν ενοχλητική.  Τα προϊόντα μιας διαρπαγής είναι ευπρόσδεκτα; Τότε γιατί ένα μέρος των διαρπαγέντων επιστράφηκε πίσω, από τους θέλοντας και μη προσωρινούς δέκτες; Να μιλήσει ή όχι; Ξέρει ότι διακινδυνεύει από τους απρόβλεπτους νεαρούς, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα της να μένει άφωνη σε κάτι που αυτή πιστεύει ως λαθεμένο. Τους ξέρει καλά αυτούς τους επαναστάτες του σαλονιού. Αυτούς που διυλίζουν τον κώνωπα ανάμεσα σε δυο σφηνάκια τις μεταμεσονύκτιες ώρες περικυκλωμένοι από ακκιζόμενες νεαρές. Αντίθετα ξέρει ότι η μάνα της και το μωρό της, από το δικό της μισθό  περιμένουν για να ζήσουν.

     Τρώει καθημερινώς στη μάπα τις παραξενιές των πελατών, ανέχεται την υπεροψία των προϊσταμένων της, έχει τη διαρκή έγνοια να «βγάλει» κάθε φορά το μήνα και αυτά τα χορτασμένα τσογλάνια μπορούν να το παίζουν ανεύθυνα τον Ρομπέν των Δασών. Ε λοιπόν όχι! Δεν μπορεί να συγκρατήσει την παρόρμηση που την κυριεύει. Νιώθει ότι πνίγεται.  Η σιωπή είναι συνενοχή. Δεν το ανέχεται κάποιοι, χωρίς κόστος και χωρίς καμιά αντίστοιχη προσωπική εμπειρία, να παριστάνουν τους καλούς και δίκαιους, τους υπεράνω. Ενώ στη πράξη δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα.

    Έτσι κολύμπησε στη θάλασσα της αβεβαιότητας και της διακινδύνευσης.

    Του το πέταξε κατάμουτρα: «Εσένα σε ξέρω από την άλλη φορά. Πάψε να παριστάνεις τον υπεράνω. Ένας κοινός κλέφτης είσαι και τίποτα άλλο. Να το ξέρεις ότι έτσι αισθάνομαι εγώ μια σκληρά εργαζόμενη μητέρα των 700 ευρώ!»

   «Σκάσε, μωρή σκρόφα. Σκατά είσαι εργαζόμενη. Ένα συμβιβασμένο τσανάκι του αφεντικού είσαι και τίποτα άλλο»

   «Εγώ, βρε κακομαθημένο καθίκι, κάνω καθημερινό οκτάωρο, για να πάρω τα 700 ευρώ. Εσύ δεν αντέχεις να δουλέψεις ούτε μια εβδομάδα. Αλλά, τι να κάνουμε. Βλέπεις σε σένα καθαρίζει η μαμά»

   «Είσαι φτιαγμένη για δούλα, ξεφτιλισμένη. Αυτή είναι η μοίρα σου!»

   «Αν τόσο αγαπάς τους φτωχούς να βρεις μια δουλειά και με την αμοιβή σου να βοηθάς όποιον νομίζεις κι έχει ανάγκη. Εσύ είσαι ο έξυπνος κι όλοι οι άλλοι ηλίθιοι! Μωρέ τι μετριοφροσύνη!»

    Δεν υπήρχε περιθώριο για πολλές κουβέντες. Βιαστικοί, σίγουροι για τα βήματά τους, αναχώρησαν με τα λάφυρα. Οι άλλοι άρπαξαν στην κυριολεξία από τα χέρια αυτόν που συμμετείχε στον απρόσμενο διάλογο σέρνοντάς τον έξω από το μαγαζί. Του είπε ο σύντροφός του

   «Καλά, χαζός είσαι; Ήταν αυτή ώρα για συζητήσεις;»

   «Μα δεν την είδες την πουτάνα τι επίθεση μου έκανε;»

    Αφού μοίρασαν σε τυχαίους περαστικούς ό,τι είχαν «κοινωνικοποιήσει» από το σούπερ- μάρκετ,  χάθηκαν στα δρομάκια της περιοχής. Έτυχε να έχει δίπλα του τον εκ των πραγμάτων «αρχηγό» που σημείωσε τα λόγια της υπαλλήλου.

    «Σε γνωρίζει αυτή. Πρέπει να πας λίγο στην άκρη. Να ξεχαστούν τα πράγματα. Άλλωστε μέσα από τη δράση φαίνεται ότι τέτοιες ενέργειες δεν κινητοποιούν τις μάζες που μας ενδιαφέρουν. Ίσως μια ολοκληρωτική καταστροφή ενός πολυκαταστήματος θα ήταν ένα ταρακούνημα. Ας προβληματιστείς και συ να έχουμε μια πρόταση στην επόμενη συνάντηση.  Εσύ απόφευγε τα γνωστά σου μέρη»

    Η ταμίας του πολυκαταστήματος έβριζε από μέσα της τον εαυτό της. «Τι ήθελες μαλακισμένη να ανακατευτείς; Λες πως είσαι κι αριστερή. Εντάξει! Δεν συμφωνείς με τέτοιες μεθόδους. Πρέπει να το κάνεις βούκινο; Εσύ θα βγάλεις τα κάστανα από τη φωτιά; Κάνε και μια φορά την πάπια».

   Ο κρύος προϊστάμενος της είχε γίνει στενός κορσές. Γνωρίζοντας ότι δεν έχει άντρα, ενώ έχει παιδί, τη θεώρησε στην αρχή εύκολη λεία να περνάει αξόδευτα τον καιρό του. Όμως έκανε λάθος υπολογισμούς χωρίς να σκεφτεί το απόλυτο φτύσιμο που συνάντησε η απόπειρά του. Γρήγορα κατάλαβε ότι έχει να κάνει με στραβόξυλο και έκανε την υποχώρησή του. Όμως της το είχε κρατημένο. Μήπως τώρα θα στηριχθεί εδώ για να της κάνει τον εκβιασμό του;

   Μετά από λίγο νάτος μπροστά της με τον πικρό λόγο στο στόμα του.

   «Αυτό που έκανες ήταν επικίνδυνο. Έβαλες σε κίνδυνο το κατάστημα και τους πελάτες που ήταν μέσα»

   «Άκου να δεις, κύριε προϊστάμενε, αν δεν σου αρέσω πες μου να ψάξω για άλλη δουλειά. Είχα πριν τους άλλους, τώρα μου το παίζεις εσύ τσάμικο ταμπάκο. Το ξέρεις ότι αυτά εγώ δεν τα σηκώνω. Εξηγηθήκαμε;»

  Ας το διάολο! Πρέπει να βάλει τη μάνα της να της ράψει το στόμα.  

 

                                                                                       

 

 

 

 

 

 

 

                                Κρίκος στην αλυσίδα  

   Η μνήμη μερικές φορές είναι μια κοντή κι αποκρουστική παλιόγρια, που όταν έρχεται απρόσκλητη στο οπτικό πεδίο του  κοινού ανθρώπου του δημιουργεί φαινόμενα πνιγμού. Για αυτό κι ο άνθρωπος σε τέτοιες περιπτώσεις την αποδιώχνει μετά βδελυγμίας. Τις περισσότερες φορές όμως μάταια, γιατί - κακίστρα όπως είναι - επιμένει να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Μια χοντρή βελόνα σα σακοράφα μπήγεται στο στήθος του κάθε φορά που - παρά τη θέληση του - η καταραμένη ανάμνηση έρχεται και διαλύει τη σκέψη του. Αυτό νιώθει κάθε φορά που θυμάται εκείνη την νύχτα

    Ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έκανε την νύχτα μέρα, ενώ τη σιγαλιά της νύχτας την έκοβαν μόνο μακρινές φωνές ζώων, ενώ οι αναπνοές τους ακόμα δεν είχαν αποκτήσει την κανονικότητά τους, μετά από ένα υπέροχο ερωτικό ταίριασμα που έζησαν οι δυο τους, εκείνο το λατρεμένο αθώο πρόσωπο, εκείνο το κορίτσι που αγάπησε παράφορα απ’ την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, εκείνη η υπέροχη μαντόνα που του είχε εμπνεύσει τον μεγάλο, για πρώτη φορά στη ζωή του έρωτα, με μια ψυχρή φωνή, που με τέτοια χροιά δεν είχε ακούσει να ξαναβγαίνει μέχρι τώρα από το στόμα της, του πέταξε τις λέξεις, που τις ένιωσε σαν κοτρώνες, να τον χτυπάνε χωρίς λύπηση στο πρόσωπο. Βουρδουλιές πάνω στη γυμνή κι απροφύλακτη ράχη.

   «Σε μισώ κύριε! Ακούς; Βρωμάς σαπίλα ολόκληρος. Σε σιχαίνομαι! Με τη σκέψη και μόνο ότι θα μ’ ακουμπήσεις πάλι, μου έρχεται εμετός»

   «Μα…»

   «Δεν έχει μα και ξε μα!  Με σένα τελείωσα!. Αυτό που ήθελα έγινε. Μ’ αγάπησες και τώρα ρούφα την πίκρα της εγκατάλειψης. Είσαι, κύριε, ένας ακόμα κρίκος στον όρκο που έδωσα στον τάφο της μάνας μου. Θα εκδικηθώ τον άντρα!»

   «Κι εγώ σε τι φταίω;»

   «Φταις, γιατί υπάρχεις. Φταις, γιατί μου τον θυμίζεις. Φταις, γιατί είσαι άντρας. Μέσα μου ακόμα υπάρχει πολύ μίσος και πρέπει να το καταναλώσω. Μόνο τότε θα απελευθερωθώ από τον άνθρωπο, που από φύλακας άγγελος έγινε ο στυγνότερος βιαστής του σώματος και της ψυχής μου. Το ορκίστηκα, ναι! Θα πάρω το αίμα μου πίσω! Οι άντρες θα πληρώσουν το τίμημα» 

   Έτσι με μια έκφραση μίσους και απέχθειας στο πρόσωπό της, την είδε για τελευταία φορά. Εξαφανίστηκε αστραπιαία, αρπάζοντας τα ρούχα που ήταν πεταμένα δίπλα γι’ αυτά που είχαν προηγηθεί. Σαν να ήταν καπνός και διαλύθηκε με μια αιφνίδια ριπή του ανέμου. Μάταια την αναζήτησε σε όλα τα σημεία που συχνάζανε,  κανένα ίχνος της. Όταν πήγε στο νοικιασμένο δωμάτιο που καθόταν και μέσα εκεί είχαν ζήσει ονειρεμένες βραδιές η νοικοκυρά με έκπληξη του είπε:

   «Καλά εσείς δεν ξέρετε τίποτα; Πριν δυο μέρες το άδειασε το δωμάτιο παίρνοντας τα λιγοστά της πράγματα. Τα έπιπλα είναι δικά μου. Δεν έχω παράπονο. Πλήρωσε όλους τους λογαριασμούς. Μου είπε ότι πάτε σε άλλη πόλη… Δεν είναι αλήθεια;»

    Σιώπησε γιατί δεν ήξερε τι να πει. Όμως από μέσα του κατέληξε:

   «Ήταν, λοιπόν, προσχεδιασμένο..»

    Έφερε στο μυαλό του την αρχή της ιστορίας.

    Εκεί που μόνος του καθόταν κι έκλαιγε τη μαύρη μοίρα του, που δεν του έδωσε μέχρι στιγμής ένα κομμάτι ευτυχίας, αυτό που ανήκει στον καθένα, αισθάνθηκε το βλέμμα της να τον διαπερνά. Στην αρχή θεώρησε ότι απευθύνεται σε κάποιον πίσω του, μα όταν κοίταξε εκεί, δεν ήταν κανείς.

   Τον έπιασε το συνηθισμένο τρέμουλο που πάντα αισθανόταν για τις όμορφες γυναίκες που τις θεωρούσε απλησίαστες για τον ίδιο και δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία. Είδε με τρόμο να τον πλησιάζει.

   «Θα με κεράσεις ένα ποτό;»

   Του έκανε τόσο εντύπωση το γεγονός, πως όταν προσπάθησε να μιλήσει δε βγήκε ήχος από το λαιμό του. Μια αμηχανία λίγων δευτερολέπτων κι αυτή του είπε:

   «Φαίνεται πως δε θες. Συγνώμη για την ενόχληση»

   Στη λέξη συγνώμη σαν να ξύπνησε από τον ύπνο

   «Βεβαίως. Βεβαίως. Τι ποτό να παραγγείλω»

   «Ένα ουίσκι με πάγο..»

   Τσακίστηκε να το φέρει και στο χρόνο που μεσολάβησε βρήκε λίγο το θάρρος του και της συστήθηκε

  «Τάκης Τσιτσιρίκος. Χαίρομαι που θα πιούμε μαζί ένα ποτό»

   «Αντωνία»

   Έτσι σκέτο.  Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη.  Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε δείξει ενδιαφέρον γι αυτόν τέτοια γυναίκα. Κάτι ξώφαλτσες περιπέτειες, περιστασιακές με χρονικό ορίζοντα μιας νύχτας του είχαν μέχρι στιγμής τύχει, μαζί με κάποιες πληρωμένες εκδουλεύσεις, που βρίσκεις στη μεγάλη ανάγκη, αρκεί να είσαι διαθέσιμος να ξοδέψεις ένα χρηματικό ποσόν

   Πού είναι τα όμορφα φλερτ, οι δύσκολες διεκδικήσεις ενδιαφέροντος, ο μεγάλος έρωτας, αυτός για τον οποίο ο άνθρωπος δίνει τα ρέστα του; Μέχρι τώρα αυτά τα είχε δει σε κινηματογραφικές ταινίες ή σπανιότερα τα είχε συναντήσει στα λίγα μυθιστορήματα που έτυχε να διαβάσει. Και τώρα του ήρθε το θεόσταλτο αυτό δώρο, που ούτε στα πιο φιλόδοξα όνειρα δεν μπορούσε να ελπίζει.

   Του προσφέρθηκε με όλη τη δύναμη του εαυτού της, του έδωσε χωρίς δισταγμούς και προϋποθέσεις ό,τι πολύτιμο είχε. Αισθανόταν ο τυχερότερος άνδρας του πλανήτη. Πού να φανταστεί ο αδαής και άπειρος άνδρας την πολυπλοκότητα της γυναικείας καρδιάς και τα χίλια δυο μυστικά δωμάτια που αυτή έχει. Πως πίσω από την εμφανή μάσκα που σου παρουσιάζει μπορεί να υποκρύπτονται άλλες σκοτεινότερες επιδιώξεις

   Την αγάπησε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του κι από την πρώτη φάση ήταν αποφασισμένος να δώσει τα πάντα γι αυτήν. Νωρίς της πρότεινε να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, αλλά αυτή με υπεκφυγές το ανέβαλλε για αργότερα.

   Δεν παραιτήθηκε εύκολα από την αναζήτησή της. Χρησιμοποίησε κάθε δυνατότητα, αλλά το μόνο που κατόρθωσε να βρει ήταν ένα προηγούμενο θύμα της συλλογής της. Μόνο που αυτός ήξερε - άγνωστο με ποιο τρόπο - περισσότερες λεπτομέρειες. Η μάνα της έμεινε νωρίς χήρα και για να μεγαλώσει τη μικρή της κόρη ξαναπαντρεύτηκε κάποιον, που είχε τον τρόπο και τα μέσα. Δεν ήταν αγάπη αλλά μια οικονομική συμφωνία

   Άτυχη από τη γέννα, η μάνα της, αρρώστησε βαριά κι όταν πλησίαζε το τέλος της μπροστά στην κόρη της, που πια ήταν κοπελίτσα, τον όρκισε να την προσέχει σαν τα μάτια του. Μετά την κηδεία όταν επέστρεψαν στο σπίτι ο θετός της πατέρας την βίασε με τον αγριότερο τρόπο ματώνοντας το σώμα και την ψυχή της.

   «Να το ξέρεις μικρή μου. Από καιρό σε λιμπιζόμουν»

   Φοβούμενος τις συνέπειες, τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε. Όταν συνήλθε η μικρή δεν κοινολόγησε το  συμβάν από ντροπή σε κανέναν, αλλά ορκίστηκε εκδίκηση. Επειδή τον ίδιο δεν τον εύρισκε με τίποτα έκανε μια νοητή μετατόπιση. Ο πόνος, που αμέσως είχε μεταλλαχθεί σε μίσος την έπνιγε. Επειδή δε μπόρεσε να εντοπίσει τον φυσικό αυτουργό, που σαν καπνός εξαφανίστηκε, το συμπυκνωμένο μίσος το έστρεψε σε κάθε άνδρα. Ο ένοχος είναι το αντρικό φύλο κι αυτός έγινε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εκδίκησής της.

Παρά την πολύχρονη αναζήτηση δεν πέτυχε στην ουσία τίποτα περισσότερο…

 

                                                                                    

 

 

 

                    Οι κοινωνικές συμβάσεις

 

     Δυο άγνωστες μεταξύ τους παρέες βρέθηκαν όλως συμπτωματικά στον ίδιο τόπο, τον ίδιο χρόνο. Έκαναν κάμπινγκ στην ίδια απόμερη ακρογιαλιά. Τα περισσότερα ήταν κατασταλαγμένα ζευγάρια, αλλά υπήρχαν κι ελεύθερες, αδέσμευτες περιπτώσεις κι απ’ τα δυο φύλα. Είναι προφανές ότι τα μέλη της κάθε παρέας έσερναν πίσω τους κοινές και πολύχρονες εμπειρίες, δεσμούς στέρεους ακόμα και δεσμούς αίματος. Ενώ όμως μεταξύ τους υπήρχε όλη αυτή η προϊστορία, ανάμεσα στις δυο ξεχωριστές παρέες δεν φάνηκε να υπάρχει καμιά εμφανής σχέση ή τουλάχιστον δεν ομολογήθηκε από κανένα μέλος της. 

     Αναπόφευκτα γνωρίστηκαν, αφού κολυμπούσαν στην ίδια θάλασσα, μοιράζονταν την ίδια πλαζ κι η ένωσή τους ήρθε σαν ώριμο φρούτο. Εκ των πραγμάτων οι κοινές συνθήκες διαβίωσης έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη συντονισμού κάποιων ενεργειών. Παράδειγμα η κοινή προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων και του πόσιμου νερού από το πρώτο κατοικήσιμο μέρος που δεν ήταν δα και δίπλα τους. Συμφωνήθηκε ακόμα να κάνουν την ανάγκη τους σε ελεγχόμενους χώρους, να συγκεντρώνουν τα σκουπίδια σε συγκεκριμένο τόπο. Να έχουν κοινές ώρες ησυχίας.

   - Να μη βρωμίσουμε τα πάντα, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Σύμφωνοι;

      Όμως ο υπόγειος ανταγωνισμός υπήρχε κι η πρώτη ζωντανή εκδήλωσή του έγινε με την ευκαιρία της οργάνωσης ενός αγώνα ποδοσφαίρου πάνω στην άμμο της ακρογιαλιάς. Ενώ θα έπρεπε να είναι μια ευκαιρία διασκέδασης και γνωριμίας από την πρώτη στιγμή μετατράπηκε σε λυσσασμένη μάχη προκειμένου η κάθε παρέα ν’ αποδείξει την υπεροχή της. Οι άντρες να κάνουν στα δικά τους κορίτσια τη φιγούρα τους. Ευτυχώς ο αγώνας έληξε ισόπαλος και δεν υπήρξαν τελικώς μονόπλευροι πανηγυρισμοί.

      Έγιναν από μέλη και των δυο πλευρών ειλικρινείς προσπάθειες δημιουργίας κλίματος ανοχής ανάμεσά τους, όμως ένας προσεκτικός παρατηρητής θα αισθανόταν την εγκλωβισμένη και καταπιεσμένη ένταση που κυκλοφορούσε μεταξύ τους. Η μια παρέα οργάνωσε κοινό γλέντι. Πάνω στην πρόχειρη ψησταριά, που είχε φτιάξει κάποιος, ψήθηκαν κρέατα, ετοιμάστηκαν διάφορες φρέσκες σαλάτες και προμηθεύτηκαν μεγάλες ποσότητες κρασιού και μπύρας. Τα δώρα που έφερε η άλλη παρέα συμπλήρωσαν το μενού. Η μουσική που ακουγόταν από το CD έντονα κι επιθετικά, τους ξεσήκωσε σε λίγο για ομαδικό χορό κι όλοι έκαναν φιλότιμες προσπάθειες  να σπάσει ο πάγος που υπήρχε. 

    Όταν όμως ο χορός με βάση τη μουσική ήταν κατά ζεύγη, τότε ο αρχικός διαχωρισμός ζωντάνευε χωρίς εξαίρεση, μέχρι τη στιγμή που ένας άντρας της μιας παρέας πήρε την πρωτοβουλία και σήκωσε ένα κορίτσι της άλλης. Για μερικά δευτερόλεπτα η προσοχή όλων επικεντρώθηκε σ’ αυτούς, αλλά σε λίγο η ένταση ξεπεράστηκε και το φαινόμενο επαναλήφθηκε χωρίς αυτό να αποτελεί πια αντικείμενο προσοχής.

   Την άλλη μέρα όταν ξύπνησαν αργά μετά το ολονύκτιο γλέντι, όλοι ένιωσαν την ανάγκη για μπάνιο. Η θάλασσα γέμισε από κουρασμένα κορμιά που στη δροσιά του νερού αναζητούσαν τον τρόπο να ξυπνήσουν. Μέσα στη θάλασσα οι παρέες ανακατώθηκαν κι όλοι σχολίαζαν θετικά τη χθεσινή βραδιά. Έτσι φάνηκε ότι η αρχική εχθρότητα σιγά-σιγά ξεπερνιόταν.

     Αυτό μέχρι το δειλινό, όταν κάποιος από τη μια παρέα συνέλαβε στα πράσα μια κοπέλα της παρέας του σε προχωρημένη φάση μ’ έναν άντρα της άλλης παρέας. Σαν λυσσασμένος ταύρος έπεσε πάνω τους ξεσηκώνοντας με τις φωνές του όλους που βρισκόντανε στην ακρογιαλιά. Η πάλη που ακολούθησε μεταξύ των δυο αντρών ήταν αντίστοιχη με το κρυμμένο μίσος που εξαρχής ανιχνεύτηκε ανάμεσά τους.   Η κοπέλα προσπαθούσε απεγνωσμένα να τους χωρίσει ενώ τα άλλα μέλη διαιρεμένα σε δυο ομάδες παρατηρούσαν σιωπηλοί με ζωντανή την ένταση που τους είχε κυριεύσει. Αυτή έλεγε:

      «Ό,τι έγινε, έγινε με τη θέλησή μου. Με τον Κώστα γνωριζόμαστε  από παλιά στη σχολή που σπουδάζαμε. Είχαμε και παλιότερα σχέση. Σταματήστε πια! Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Δεν έχουμε το δικαίωμα της επιλογής; Πρέπει να ζητήσω την άδεια κανενός;»

    Όμως τα λόγια της πέφτανε στο βρόντο. Αντί να σταματήσει ο καυγάς των δυο μπήκαν κι άλλοι στο παιχνίδι και σε λίγο η συμπλοκή γενικεύτηκε, μη εξαιρουμένων των γυναικών.  Μετά από ώρα τα δυο στρατόπεδα πληγιασμένα και  κουρασμένα χωρίστηκαν στις δυο άκρες της κοινής ακρογιαλιάς για μια ανάσα, να μετρήσουν τις πληγές τους και να ανασυνταχθούν.

      Η τελική έκρηξη έγινε το ίδιο βράδυ όταν δυο άντρες της μιας παρέας απήγαγαν με το ζόρι μια κοπέλα της άλλης που απομακρύνθηκε λίγο προς τα βράχια για την ανάγκη της. Την έσυραν προς τα μέσα και με εκδικητική λύσσα την βίασαν επανειλημμένα. Όταν επέστρεψε στους άλλους και διηγήθηκε την περιπέτειά της έγινε η έκρηξη. Οπλίστηκαν μ’ ό,τι ήταν πρόχειρο μπροστά τους. Σουγιάδες, τραπεζομάχαιρα, χοντρά κλαδιά από δέντρα και πέτρες. 

     Με ορμή κι όλο το μίσος πέσανε πάνω στους άλλους κι άρχισε μια μάχη ζωής και θανάτου. Τα πρώτα κορμιά σωριάστηκαν πάνω στην άμμο και το αίμα άρχισε να σκορπίζεται αριστερά και δεξιά. Ο παροξυσμός γενικεύτηκε και παρέσυρε στην παράλογη πορεία του όλους. Νέοι άνθρωποι, ήρεμοι, με τη λογική των μελών μιας  οργανωμένης κοινωνίας, με δουλειές που απαιτούσαν ειδικά προσόντα, με πολύχρονες σπουδές, πολιτισμένοι, με σύγχρονες ευαισθησίες  για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής ξαφνικά γύρισαν αιώνες πίσω. Μέσα τους ξύπνησαν αταβιστικά τα παλιά ένστικτα και έγιναν μέλη της αγέλης. Ο πολιτισμός σαν πουκάμισο φιδιού ξεφλουδίστηκε από πάνω τους κι έγιναν άξια τέκνα των αιμοβόρων προγόνων τους.

     Μετά από ώρα κάποιοι που ήταν σε καλύτερη κατάσταση μπόρεσαν και πλησίασαν κατοικημένη περιοχή. Οι αρμόδιες αρχές αμέσως κινητοποιήθηκαν και το πρώτο όργανο της τάξης που έφτασε στην περιοχή δεν πίστευε στα μάτια του. Χρειάστηκαν αρκετά ασθενοφόρα να μεταφέρουν στο κοντινό νοσοκομείο τους τραυματίες. Ευτυχώς δεν υπήρχε νεκρός, όμως αρκετοί ήταν οι τραυματισμένοι.

    Οι ανακρίσεις που έγιναν δεν ξεκαθάρισαν την κατάσταση. Κανένας αρμόδιος δεν μπορούσε να καταλάβει πώς πολιτισμένοι άνθρωποι ξαφνικά έγιναν πρωτόγονα όντα φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένες συνήθειες που όμως μεταφέρονταν τελικά στο DNA τους και με ασήμαντη αφορμή ξύπνησαν από τον ύπνο αιώνων. Παρά τις επίμονες ανακρίσεις η αστυνομία δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Ακαταλαβίστικες δικαιολογίες, στόματα που ξαφνικά σφραγίστηκαν, άτομα φοβισμένα από τον κίνδυνο της δημόσιας διαπόμπευσης επέστρεψαν με φόρα στις κοινωνικές συμβατικότητες κι αρνήθηκαν διαρρήδην ότι συμμετείχαν στα επεισόδια.

   «Μα δεν γίνεται να μη συνέβη τίποτε. Πώς εξηγούνται οι πληγές, τα αίματα, η αναστάτωση του χώρου;»

    Βρέθηκε η λύση εκεί που όλοι επικαλούνται σε τέτοιες περιπτώσεις. Τους επιτέθηκαν άγνωστοι κι όλοι μαζί έδωσαν τη μάχη να σωθούνε. Ήταν μια εκδοχή που βολεύει κι ο δημοσιοϋπαλληλικός χαρακτήρας της αστυνομίας κάθισε με ανακούφιση πάνω σ’ αυτή την εκδοχή. Ο φάκελος θα έμενε ανοιχτός με την αναζήτηση των αγνώστων. Σύντομα τα γεγονότα θα ξεχνιόνταν και ο φάκελος τελικώς θα έμπαινε στο αρχείο.

   Τα μέλη της κάθε παρέας απομακρύνθηκαν για λίγο αλλά όταν ξανασυναντήθηκαν, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κράτησε την περιπέτεια εκτός ημερησίας διατάξεως στις ανούσιες συζητήσεις που επακολούθησαν. Το παράχωσαν σε μια απόρθητη γωνιά του υποσυνείδητου κι όλοι συνέχισαν την ευθύγραμμη ζωή τους ικανοποιημένοι.

                                                                                              

 

 

 

 

                                           Το Ξύπνημα

        Κοίταζε την λυγερόκορμη σιλουέτα που περπατούσε ανάλαφρα μπροστά του. Η εικόνα της ήταν ένα χάδι στα μάτια του τα συνηθισμένα στην ομοιόμορφη  πεζότητα της καθημερινής ζωής. Την κοίταζε εδώ και ώρα. Τα μάτια του  λες κι είχαν κολλήσει πάνω της. Ήταν μια μαγνητική παρουσία. Η λεπτή  κορμοστασιά, τα πλούσια  μαύρα μαλλιά, το απέριττο ντύσιμό της ήταν στοιχεία που σκλάβωναν την προσοχή του. Ήθελε να της μιλήσει, να την πλησιάσει, αλλά μια ανεξήγητη διστακτικότητα τον εμπόδιζε και δεν τον άφηνε να ολοκληρώσει την επιθυμία του. Απλώς συνέχιζε να την κοιτάζει. 

     Εκείνη δεν τον είχε προσέξει καθόλου, κοίταζε εμπρός το απέναντι τοπίο και ίσως τα πουλιά που πέταγαν στον ουρανό. Κινούνταν αυτάρκης στο χώρο, σίγουρη πάντα για την εντύπωση που προκαλούσε γύρω της, σαν ένα μαχαίρι που έκοβε το τοπίο.

    Μέχρι τώρα η ζωή του ήταν ένα κυνηγητό. Τίποτα δεν τον είχε κρατήσει σταθερό σε έναν τόπο. Χωρίς έναν άνθρωπο που να τον νιώσει δικό του, να πονάει για αυτόν, να ταρακουνηθεί από δυνατά συναισθήματα. Είχε τις φάσεις του, τα πάνω και τα κάτω, αλλά δε ρίζωσε πουθενά. Οι τόποι παραμονής του  συνεχώς άλλαζαν, λες και κάτι να τον κυνηγούσε, λες και από κάτι να  ήθελε να ξεφύγει. Αυτό είχε τις αναπόφευκτες συνέπειες. Δεν προλάβαινε να ριζώνει πουθενά, να κάνει σταθερές, όχι εφήμερες σχέσεις, να δεθεί με τόπους και ανθρώπους. Έφευγε από το ένα μέρος πηγαίνοντας στο άλλο, χωρίς να μεταφέρει στην ουσία αναμνήσεις, χωρίς να φέρνει μέσα του πληγές. Ένα αποδημητικό πουλί, που αφήνει μόνο αχνά τα χνάρια πίσω του.

    Ήταν αυτονόητο λοιπόν το κενό που ένιωθε τώρα μέσα του. Λίγο- λίγο άρχιζε να το συνειδητοποιεί, χωρίς όμως να ανιχνεύει ακόμα την αιτία του. Θα ερχόταν κι αυτή η στιγμή; Το ζήτημα είναι αν θα υπήρχαν τότε τα περιθώρια  αυτό το κενό  να γεμίσει με κάτι. Αυτό ήταν εντελώς απροσδιόριστο προς το παρόν.

   Τώρα η εικόνα της κοπέλας για πρώτη φορά κάτι καινούργιο του προκαλούσε. Ξύπναγε μέσα του ξεχασμένα ή και άγνωστα συναισθήματα, αδιόρατες μακρινές αναμνήσεις. Του ήρθε να το βάλει στα πόδια, ένα σήμα κινδύνου χτύπαγε μέσα του λέγοντας:

    «Φύγε κακομοίρη, φύγε! Θα μπλέξεις».

    Όμως τα πόδια του ήταν καρφωμένα στην ίδια ρότα. Δε μπόρεσε να το νικήσει. Άρχιζε να την πλησιάζει. Όταν έφτασε κοντά της τότε και μόνο τότε αυτή ένιωσε την παρουσία του. Δεν έδειξε να αλλάζει τη συμπεριφορά της, συνέχισε να κοιτάζει γύρω της, λες και η παρουσία του δεν την αφορούσε. Της μίλησε:  «Θες να περπατήσουμε λίγο μαζί;»

     Ξαφνιασμένη έως ενοχλημένη του απάντησε:  «Για ποιο λόγο;»

     «Εγώ το θέλω πολύ. Δε μπορώ να σε υποχρεώσω να το κάνεις. Αν το θέλεις όμως λίγο κι εσύ…»

   Μικρές στιγμές αμφίπλευρης αμηχανίας. Δευτερόλεπτα που κύλησαν με δυσκολία, τεντωμένα, λες κι ήταν έγκυα.

    «Καλά δε θα χαλάσει ο κόσμος! Όμως μη βγάλεις κανένα συμπέρασμα. Πάμε μαζί, απλώς να περπατήσουμε λίγο δίπλα στη θάλασσα».

    Αυτός ένιωθε μια ταραχή πρωτόγνωρη. Είχε γνωρίσει γυναίκες και γυναίκες στη ζωή του. Βέβαια όλες ήταν εφήμερες γνωριμίες, ακόμα και αγοραίος έρωτας, αλλά τώρα το προαισθανόταν. Ήταν διαφορετικά Έπρεπε κάτι να πει, να της δείξει την ιδιαίτερη σημασία που είχε γι’ αυτόν, να τη γνωρίσει, να αρπάξει αυτή τη μοναδική ευκαιρία που του έτυχε. Πως όμως; Η γλώσσα του λες κι είχε δεθεί κόμπος. Το μυαλό του να μην κατεβάζει καμιά ιδέα. Έτσι αμίλητοι περπάτησαν κάπου αρκετά μέτρα.

     Γύρισε το κεφάλι της προς αυτόν και με φωνή που μόλις την άκουσε του είπε:  «Λοιπόν;»

     Μέσα του ταρακουνιόταν από μια τρικυμία. Είμαι πια σαράντα δύο χρόνων. Πόσες άλλες ευκαιρίες θα παρουσιαστούν; Έπρεπε να είναι άμεσος. Χωρίς εισαγωγές και φιοριτούρες.

    «Θέλεις να ζήσουμε μαζί;»

    «Τι; Είσαι τρελός άνθρωπέ μου; Γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα;»

    «Όχι το εννοώ! Το εννοώ κανονικά Αν μου πεις όχι, εντάξει θα φύγω. Δε θα σε ξαναενοχλήσω.  Θα φύγω, θα απομακρύνομαι μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου! Δεν θέλω να συνεχίσω πια αυτή τη μοναχική  ζωή»

     Αυτή η αμεσότητά του, ο κοφτός τόνος της φωνής του, η αποφασιστικότητα που έκρυβε μέσα του της κίνησαν την περιέργεια.

   «Μα δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα. Γίνονται έτσι τα πράγματα;»

    «Έτσι νιώθω, έτσι κάνω!»

     Άρχισε να της ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του. Να  εξομολογείται όσα ήταν μπουκωμένα μέσα του. Άκουγε να της λέει πράγματα που ούτε στον εαυτό του δεν είχε ποτέ ομολογήσει. Όχι λόγια του αέρα. Καθώς τα ξεστόμιζε  και έμπαιναν και στα δικά του αυτιά ερχόταν η συνειδητοποίηση της αλήθειας τους, της πραγματικής ύπαρξής τους. Μίλαγε, μίλαγε συνέχεια όσο ποτέ μέχρι τώρα δεν το είχε κάνει. Καθώς έβγαζε, από μέσα του αυτό το σωρευμένο βάρος άρχισε να νιώθει ότι έφευγε σιγά-σιγά από πάνω του, λες κι ένας αόρατος μάστορας γκρέμιζε λίγο-λίγο τον τοίχο που του έκλεινε  το απέναντι τοπίο, λες κι ο βρόχος που του έσφιγγε το λαιμό  όλα αυτά τα χρόνια γινόταν όλο και πιο χαλαρός και άρχιζε να παίρνει τις πρώτες κανονικές ανάσες. Εκείνη αμίλητη τον άκουγε συνέχεια, προσηλωμένη σ’ αυτόν, χωρίς όμως να κάνει ερωτήσεις ή κάποιο σχόλιο.

    Ενώ η απόσταση που είχαν διανύσει όλο και μεγάλωνε, αυτός ένιωθε ανάλαφρος, ξεκούραστος λες και μόλις είχε ξυπνήσει από έναν πολύωρο και ήσυχο ύπνο.

     Ένιωθε το πλησίασμα που δημιουργούσε η εξομολόγησή του κι αυτό τον γέμιζε με ελπίδα ότι τουλάχιστον δε θα δραπετεύσει απότομα από κοντά του για να χαθεί οριστικά.

         Είχε κατορθώσει χωρίς να το καταλάβει να δημιουργήσει τον πρώτο ιστό της αράχνης που θα τους κρατούσε προς το παρόν δεμένους.   Αλήθεια αυτή η αμίλητη σφίγγα τι ένιωθε μέσα της; Η μόνη αντίδρασή της ήταν κάτι σύντομες και φευγαλέες ματιές προς εκείνον. Δε μπορούσε αυτός να καταλάβει και τη δική της εσωτερική τρικυμία Ναι, τρικυμία! Το συναντούσε για πρώτη φορά. Ποτέ κάποιος άντρας δεν την είχε πλησιάσει τόσο άμεσα, ποτέ κάποιος άνθρωπος δεν είχε ξεγυμνώσει έτσι ολοκληρωτικά την ψυχή του μπροστά της.

     Αυτό δεν μπορούσε να την αφήσει αδιάφορη. Αντίθετα τη γέμιζε με πρωτόγνωρα αισθήματα.  Άρχισε να τον παρατηρεί με άλλο μάτι. Όχι, όχι δεν της ήταν αδιάφορος. Δεν ήταν δοσμένη οριστικά σε κάτι μέχρι τώρα. Ο δρόμος μπροστά τους εκ πρώτης όψεως ήταν ανοιχτός. Του είπε κάποια στιγμή:  «Ας κάτσουμε κάπου. Θα ήθελα λίγο νερό!»

    Για αυτόν η επιθυμία της ήταν διαταγή. Κοίταξε γύρω του και σε μικρή απόσταση είδε ένα καφενείο-κιόσκι. Την οδήγησε εκεί και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι. Αυτός ένιωθε γεμάτος, αυτή ήταν κυριευμένη από μια πιεστική περιέργεια. Από μέσα της αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματα. Μήπως από την αρχή έκανε λάθος; Μήπως του έδωσε την εντύπωση της εύκολης,  της διαθέσιμης για μια σύντομη περιπέτεια;  Θα ήταν άδικη παρεξήγηση κάτι τέτοιο γιατί δεν θα περιέγραφε τις προθέσεις, ούτε τον χαρακτήρα της.

    Αυτός είχε χάσει το μέτρο. Ένιωθε τόσο γεμάτος που δεν ήταν ικανός για λογικές σκέψεις, μόνο για όνειρα μελλοντικών ευτυχισμένων στιγμών, που από δω και πέρα θα έρχονταν στη ζωή του.  Πως  μια τυχαία στιγμή, μια αναπάντεχη συνάντηση, μια καινούργια εικόνα, μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου! Όχι μόνο για αυτόν αλλά και για εκείνην. Το λέει η παροιμία

    Όσα φέρνει η στιγμή δε φέρνει ο χρόνος όλος.

     Ήταν και για τους δυο μια νέα χρήσιμη γνώση. Κοίταζαν τώρα το χρόνο που θα ερχόταν με μια άλλη αισιόδοξη ματιά. Το ξύπνημα μιας καινούριας μέρας.

 

                                                                                     

   

 

                                                 Η σκοπιά

     Ήταν σκοπός στην αριστερή πλευρά του στρατοπέδου. Στην κεντρική πύλη βέβαια  ήταν τοποθετημένοι – απαραιτήτως - άτομα αυξημένης εμπιστοσύνης με «καθαρό» φάκελο και προσεγμένες στολές: Οι αλφαμίτες. Υπηρετούσε εδώ κι αρκετούς μήνες τη στρατιωτική του θητεία σ’ αυτήν την ακριτική πόλη. Το στρατόπεδο τώρα ήταν σχεδόν άδειο Οι περισσότεροι φαντάροι με δίωρη άδεια είχαν έξοδο στην πόλη. Κάποιοι με την κανονική άδεια ήταν στα σπίτια τους. Κυριακή απόγευμα. Οι αξιωματικοί στις οικογένειές τους, εκτός από αυτόν που του έλαχε η μοίρα να είναι σε  υπηρεσία. Από τους απλούς φαντάρους, λίγοι κλεισμένοι μέσα για τις απαιτούμενες βάρδιες στις σκοπιές γύρω από το στρατόπεδο και λίγοι που βρέθηκαν αυτή τη μέρα ελεύθεροι υπηρεσίας και τελικά κοπροσκυλιάζανε αριστερά και δεξιά μέσα στον έρημο χώρο του στρατοπέδου.

 

   Αυτός έπρεπε να είναι σε συναγερμό. Προσεκτικός και αυστηρός σε όποιον πλησιάζει, να τον σταματήσει έγκαιρα και να κάνει όλη την προβλεπόμενη τελετουργία. Ήταν πολύ άλλωστε να του την έχουν στημένη;   Όχι βέβαια!  Όρθιος με το όπλο παραπόδα έπρεπε να κοιτάζει συνεχώς γύρω του και να αφουγκράζεται κάθε ασυνήθιστο ήχο. Ηλίθια πολιτική φόβου απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς, αλλά ο στρατός έχει πάντα τη δική του λογική. Μη ζητάς λογικές εξηγήσεις για μια σειρά συμπεριφορές. Είναι μάταιος κόπος.

 

    Μπροστά ήταν ο δρόμος. Περαντζάδα για τους πολίτες,  αλλά σε κάποια απόσταση. Όλοι οι περαστικοί γυρνούσαν το κεφάλι τους προς αυτόν και τον παρατηρούσαν.  Καμιά άλλη αντίδραση.  Άγνωστες οι σκέψεις  που περνούσαν από το μυαλό τους.   Ίσως αδιάφορες.  Πιθανόν αρνητικές. Δεν ήταν δα οι στρατιωτικοί αυτήν την εποχή και οι αγαπημένοι του λαού.  Η κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό του ήταν: Πότε θα περάσουν οι 4 ώρες που ήταν η βάρδιά του στη σκοπιά, να πάει να τεντώσει το κουρασμένο σώμα του στο άβολο κρεβάτι. Η επόμενη μέρα προβλεπόταν κουραστική. Είχε ήδη περάσει η μία ώρα και σε λίγο θα άρχιζαν να επιστρέφουν οι εξοδούχοι.

 

    Τότε ήταν που την αντιλήφθηκε. Για πρώτη φορά. Είχε σταματήσει ακριβώς απέναντί του και τον κοίταζε. Τον κοίταζε συνέχεια, χωρίς σταματημό. Ένιωσε την αυτονόητη ταραχή και  αμηχανία, που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά δεν του επιτρεπόταν να της μιλήσει. Το παράξενο ήταν ότι ούτε κι αυτή έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Εκεί, σχεδόν ακίνητη, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, να μην ξεχνά καθόλου την προσήλωσή της σ’ αυτόν.

 

  Ήταν νέα. Πλησίαζε ίσως τα είκοσι. Φόραγε μια φούστα στενή και μια μπλούζα στο σιέλ. Τα μαλλιά της καστανά και μακριά. Ίσως και τα μάτια της, αλλά δεν υπήρχε αρκετό φως, για μια ξεκάθαρη εικόνα. Η γενική εντύπωση ήταν: Ένα συμπαθητικό νέο κορίτσι Το βλέμμα της είχε κάτι το παρακλητικό κι ήταν ολόκληρη  προσηλωμένη σ’ αυτόν. Προσπάθησε να την αγνοήσει, έκανε πως κοίταζε αλλού, μα εκείνη είχε το ανυποχώρητο πείσμα, που δίνει η απόγνωση.

  Κάποια στιγμή του μίλησε. Την άκουσε να λέει:

 

  « Ε ! Φαντάρε! Ε! Φαντάρε μ’ ακούς; Σε σένα μιλάω. Πότε απολύεσαι;»

 

  Δε μπορούσε να κάνει τον αδιάφορο. Την πρόσεξε καλύτερα. Μήπως ήταν γνωστή του; Μήπως την είχε ξαναδεί; Όχι! Όχι, δεν του θύμιζε τίποτα. Άλλωστε εδώ στου διαόλου τη μάνα, που υπηρετούσε τη θητεία του, δεν ήξερε κανέναν; Μόνο έναν ντόπιο φαντάρο, καλό φίλο, και κάτι άλλες ουδέτερες και τυπικές γνωριμίες στις λίγες ώρες που είχε κυκλοφορήσει στην πόλη.

 

     Αυτή όμως επέμενε και μάλιστα φορτικά

    «Πότε φεύγεις, πότε; Πότε παίρνεις το απολυτήριο;»

    Δε γινόταν να παριστάνει τον μουγκό, έπρεπε να απαντήσει

    «Μη με ενοχλείς, δεν επιτρέπεται να μιλάμε σε πολίτες. Από στιγμή σε στιγμή θα περάσει η περίπολος. Μη σε δει εδώ κοντά μου. Θα βρω τον μπελά μου, κοπέλα!»

     «Πες μου όμως, πότε φεύγεις;»

    Δε γινόταν έπρεπε κάτι να της πει Αλλιώς δεν θα ξέπλεκε μαζί της.

    «Σε μερικούς μήνες»

    «Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πάρε με μαζί σου! Πάρε με μαζί σου, δε θα σου γίνω βάρος, βοήθα με να ξεφύγω από δω, δεν αντέχω άλλο!»

   «Τι λες κορίτσι μου, είσαι με τα καλά σου!»

   «Πάρε με μαζί σου, δεν αντέχω άλλο! Θα πέσω στη θάλασσα και θα πνιγώ. Στο λέω να το ξέρεις!»

   «Φύγε κορίτσι μου δε γίνονται αυτά! Φύγε σε παρακαλώ! Έρχεται η περίπολος!»

      Έτσι με όλη την αγωνία του, με τα παρακαλετά γλύτωσε από το στρίμωγμα της. Με έναν μαγικό τρόπο αίφνης εξαφανίστηκε. Σε λίγο πέρασε η περίπολος και έγινε όλη η προβλεπόμενη διαδικασία. Σε λίγη ώρα, άρχισαν να επιστρέφουν οι φαντάροι από την έξοδό τους και το «επεισόδιο» δεν έγινε γνωστό σε κανέναν. Ξεχάστηκε. Ακόμα κι απ’ τον ίδιον.

     Έτσι μονότονα πέρασαν και οι υπόλοιπες μέρες. Πλησίαζε πια η απόλυσή του. Μια μέρα ο ντόπιος φίλος του, σε μια απρόσμενη στιγμή, του είπε:

    «Τα έμαθες; Χθες το βράδυ η θάλασσα ξέβρασε ένα πτώμα. Ήταν ένα κορίτσι που καθόταν κοντά στο σπίτι μου. Όλοι λένε πως πνίγηκε ενώ κολυμπούσε. Άλλοι, ότι αυτοκτόνησε»

    Δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τίποτα. Πως ήταν το κορίτσι, τι χαρακτηριστικά είχε. Δεν είπε κουβέντα. Όλα τα παράχωσε σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού του, ελπίζοντας ότι πρόκειται για σύμπτωση. Η απορία τον ταλανίζει ακόμα και σήμερα.

 

                                                                        

 

 

 

 

 

                                    Η «αναχώρηση»

 

       Η πρωινή αυγούλα σε αργή κίνηση έλουζε, με το αχνό φως της, τα αντικείμενα γύρω του. Καθάριζε τις θολές κι απροσδιόριστες γωνιές τους, τα οριοθετούσε. Έδιωχνε τις απειλητικές σκιές που σκέπαζαν πριν το τοπίο. Σε λίγη ώρα οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου θα ξανάφερναν στη ζωή τα κοιμισμένα στοιχειά της φύσης. Κι αυτός ήταν κομμάτι αδιαίρετο μαζί της.

    Χαμηλά, στην μεγάλη απλωσιά που απλωνόταν μπροστά του, ήταν τα σπίτια της πόλης με τα νυχτερινή φώτα να υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη κι αξεπέραστη φυσική πηγή φωτός που είναι ο ήλιος. Από δω μακριά που βρισκόταν αχνοέβλεπε την κίνηση που άρχιζε μέσα στην πόλη και στ’ αυτιά του ίσως να έφταναν κάποιοι μισοσβησμένοι ήχοι μιας πόλης που τώρα ξυπνούσε.

    Ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο η κοιμισμένη πόλη αποκτούσε ζωή. Πως οι άδειοι δρόμοι άρχιζαν να έχουν κίνηση, πως τα κατεβασμένα ρολά ανέβαιναν, οι κλειδαριές άνοιγαν στα μαγαζιά και άφηναν ελεύθερη την είσοδο στους πελάτες. Πως οι εργάτες τραβούσαν προς τα εργοστάσια και τα παιδιά ετοιμάζονταν για το σχολείο. Πριν αρκετό καιρό ήταν κι αυτός ενεργό μέλος αυτής της πόλης, ένα κομμάτι της.

        Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τα δρομάκια της πόλης, τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν σ’ αυτούς, τα συνήθη καθημερινά συμβάντα. Πολύ περισσότερο ήξερε πολλά από τα μυστικά των κατοίκων της, τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ακόμα και τα χωμένα βαθειά στο μυαλό απωθημένα τους. Μέχρι τη μέρα που έγινε αναχωρητής κουβαλούσε ένα αβάσταχτο φορτίο. Δικών του, αλλά και ξένων αμαρτιών.

     Αυτές αποτέλεσαν το υπόστρωμα που τον έκανε να χάσει την εμπιστοσύνη του στην οργανωμένη κοινωνία. Φτάνει πια ο φαρισαϊσμός! Το ψέμα έγινε κανόνας. Δεν αντέχει άλλο τα υποκριτικά χαμόγελα, τις δύσκολα καλυμμένες κακίες, την άκρατη πλεονεξία μερικών, την αλόγιστη επίδειξη των περισσοτέρων. Όχι, αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, δεν είναι στοιχεία του χαρακτήρα του. Για αρκετό καιρό έκανε υπομονή και σε κάποια φάση επιχείρησε να βελτιώσει  μερικές καταστάσεις. Έπεσε πάνω σ’ ένα ανυποχώρητο τείχος άρνησης ν’ αλλάξει το οτιδήποτε. Γι’ όλους υπήρχε μια βολική ισορροπία, ένας εύσχημος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων που ενσωμάτωνε στο σύστημα όλα τα χαρακτηριστικά τους. Είτε καλά, είτε κακά.

   - Ως εδώ, είπε κάποια στιγμή.

     Ρύθμισε τα θέματα της προσωπικής του περιουσίας, κράτησε μόνο κάτι ενθύμια από τους πρόωρα χαμένους δικούς του και, χωρίς να ενημερώσει κανέναν από τους περίοικους, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα κι αναχώρησε πάνω στο βουνό. Εκεί έκανε ένα πρόχειρο καλύβι, κανόνισε τις πρώτες απαραίτητες προμήθειες και ξεκίνησε μια μοναχική ζωή αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμα και στις πιθανές τυχαίες συναντήσεις μαζί τους. Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τα σχόλια που ενδεχομένως θα προκάλεσε η βιαστική κι ανεξήγητη αναχώρησή του. Τον άφηναν τελείως αδιάφορο.

   - Ας πούνε ό,τι θέλουν! Ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να τους δω.

    Έκανε αναγνώριση του περιβάλλοντος γύρω από το καλύβι του. Βρήκε εναλλακτικές θέσεις να πηγαίνει σε ώρες ανάγκης, πηγές φρέσκου και δροσερού νερού. Ρύθμισε τις βιοτικές του ανάγκες στο ελάχιστο και μέχρι τώρα που είχε συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της εθελούσιας απομόνωσής του είχε κατέβει στις παρυφές της πόλης, στην αντίθετη πλευρά από τη γειτονιά του, για μερικές απαραίτητες προμήθειες, όπως αλεύρι και διάφορους σπόρους, μόνο δυο φορές. Άρχισε να μαζεύει την πρώτη σοδιά στον πρόχειρο μπαξέ που έφτιαξε κοντά του.

   Έπρεπε να μάθει τους τρόπους που οι μοναχικοί άνθρωποι επιβίωσαν κόντρα σ’ όλες τις δυσκολίες. Θυμήθηκε τον Ροβινσώνα Κρούσο, που είχε κάποτε διαβάσει κι έκανε τις αυτόματες συγκρίσεις. Η δική του απομόνωση ήταν εθελούσια σε αντίθεση με τον Κρούσο, που την επέβαλαν οι ατυχείς συνθήκες του ναυαγίου. Ο Ροβινσώνας περίμενε την εξωτερική άφιξη του πολιτισμού που θα τον σώσει από το έρημο νησί. Αυτός μπορούσε με μια πορεία λίγων ωρών να βρεθεί στον «πολιτισμό». Ο ίδιος τον απαρνήθηκε, τον απέρριψε κι έφυγε μακριά του. Δεν θ’ ανεχόταν τη συνδρομή κανενός Παρασκευά.

  Το σπουδαιότερο κίνητρο για τη φυγή του ήταν η απέχθεια που ένιωθε για τους ανθρώπους γύρω του, αλλά όχι μόνο. Το ίδιο σπουδαίο γι’ αυτόν ήταν η μοναξιά  κι η επαφή του με τη φύση να γίνει αφετηρία για μια πλήρη ενδοσκόπηση του εαυτού του. Μέσα του υπήρχαν αναπάντητα ερωτήματα, χίλιες απορίες. Ήταν η δική του ιδιομορφία ή το κακό ήταν αντικειμενικά υπαρκτό; Πίεσε το μυαλό του, κατέγραψε σ’ ένα πρόχειρο τεφτέρι ό,τι ερώτημα κατέβαζε η κούτρα του και προσπάθησε τίμια, με πείσμα κι επιμονή να δώσει στον εαυτό του πειστικές απαντήσεις.

  Ο μέχρι τώρα απολογισμός της προσπάθειάς του ήταν πενιχρός. Έστυβε καλά το μυαλό του. Δεν είχε τους περισπασμούς των απασχολήσεων της αστικής κοινωνίας, δεν αποπροσανατολιζόταν από τη συνεχή ροή των συμβάντων της καθημερινής συγκυρίας. Κι όμως, οι αναμενόμενες απαντήσεις δεν έρχονταν.

    - Τελικά δεν διαθέτω το απαιτούμενο μυαλό να βρω τη λύση, ούτε είμαι τόσο προικισμένος σε γνώσεις κι εξυπνάδα για να φέρω σε πέρας το στόχο μου!

    Δεν παραιτήθηκε. Με τον ίδιο αρχικό ενθουσιασμό συνέχισε, λες κι ήταν ο αισιόδοξος χρυσοθήρας που από μέρα σε μέρα θα πέσει πάνω στην αστείρευτη φλέβα που θ’ ανοίξει όλες τις πόρτες και θα δώσει πειστικές απαντήσεις σε κάθε ερώτημα.

     Όλα όμως τελικά έχουν το όριό τους. Όταν συμπληρώθηκε κι ο δεύτερος χρόνος η αμφιβολία μέσα του άρχισε να κερδίζει πόντους.

   - Λες να μη φταίω εγώ; Μήπως κυνηγώ μια ουτοπία; Χιλιάδες μυαλά στο παρελθόν με ιδιαίτερες ικανότητες, τουλάχιστον περισσότερο από μένα, για τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν ν’ απαντήσουν κι εγώ μια σκέτη μονάδα θα το πετύχω; Μάλλον δεν έκανα τους σωστούς  λογαριασμούς!

   Είχε κάνει τις επιλογές του πια κι αισθανόταν ότι είναι μη αναστρέψιμες. Του ήταν  αδύνατο να επιστρέψει στους παλιούς ρυθμούς. Μπορεί να μην είχε βρει απάντηση στα ερωτήματα που τον ταλάνιζαν βρήκε όμως έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που γι’ άλλους ίσως νάταν ανυπόφορος, αλλά για τον ίδιο κάλυπτε τα νέα ποιοτικά του κριτήρια.

    Ένας ήταν ο νέος μελλοντικός κίνδυνος που άρχισε σιγά- σιγά να διαγράφεται εμπρός του. Ενώ απαρνήθηκε τον πολιτισμό και τις ανέσεις του, αισθανόταν ότι αυτός, χρόνο με το χρόνο έφτανε πάλι κοντά του. Η πόλη συνεχώς επεκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήδη τα περάσματα από ανθρώπους έγιναν συχνότερα. Σε κάποια βέβαια απόσταση είχε ανοίξει κι ένας νέος δρόμος από τον οποίο περνούσαν αυτοκίνητα.

  Το ερώτημα εισχώρησε στη σκέψη του, σαν βασανιστικό καρφί που στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του για να του υπενθυμίζει χωρίς διακοπή κι έλεος αυτά που ήρθαν αλλά κυρίως αυτά που αναμένονται:

   - Και τώρα τι γίνεται;

    Μια λύση ήταν να ψάξει για νέο καταφύγιο, να μετακινηθεί ακόμα πιο μέσα στο δάσος, να προφυλαχθεί από πιθανούς απρόσκλητους επισκέπτες, να επιμείνει στην αρχική του απόφαση. Η απέχθεια για τον πολιτισμό παρέμεινε μέσα του αλώβητη, όπως ήταν στην αφετηρία του εγχειρήματός του. Όμως έπρεπε ν’ αρχίσει πάλι να τακτοποιήσει τις πρώτες ανάγκες: Νέο γιατάκι, νέο περβόλι, όλα εξαρχής. Ο σωματικός κόπος δεν τον φόβιζε, οι ενδεχόμενες δυσκολίες δεν ήταν παράγοντας αποτροπής. Άλλες σκέψεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν στο μυαλό του και να γίνονται οι νέοι δαίμονές του.

    Μέχρι πότε θα έχω το κουράγιο, την σωματική ικανότητα ν’ αυτοσυντηρούμαι; Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και στο πέρασμα του αφήνει ευδιάκριτα τα σημάδια πάνω του. Ήδη άρχισαν τα όργανα, δεν ήταν όπως παλιά. Οι αντοχές του περιορίζονται. Βεβαίως οι επιπτώσεις δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Αλλά μέσα στην προοπτική του χρόνου;  Έτσι το ερώτημα επανήλθε ενώπιόν του.

    Δύο είναι τα ενδεχόμενα. Ένα γυρίζει πίσω. Εντάξει, δεν του ταιριάζει η οργανωμένη ζωή, αυτή άλλωστε ήταν κι η αίτια της αναχώρησης του. Αλλά η πόλη έχει τα γηροκομεία, τα νοσοκομεία, τους γιατρούς της και σε λίγο αυτά θα του ήταν απαραίτητα. Το άλλο ενδεχόμενο ήταν η ηθελημένη διακοπή της ζωής. Θα επέλεγε ένα εύκολα προσβάσιμο μέρος που διέθετε γκρεμό κι όταν έφτανε στο Αμήν θα έριχνε έναν πήδο κι όλα θα έσβηναν σε δευτερόλεπτα. Ηθικές ή θρησκευτικές αναστολές δεν είχε. Έπρεπε σύντομα να πάρει τις οριστικές αποφάσεις του.

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                Η γνωριμία με το θάνατο

    Σε κάποια φάση γίναμε φίλοι. Ο γιος του διευθυντού του δημοτικού σχολείου κι εγώ. Ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο. Στην αρχή το παιδί το θεωρήσαμε σαν κλειστό και φοβισμένο, γιατί πολύ λίγο συμμετείχε στα παιχνίδια που απαιτούσαν δύναμη, διεκδίκηση και σωματικό κόπο. Η ερμηνεία που δώσαμε στην αρχή ήταν πως τηρεί τις εντολές του αυστηρού πατέρα του. Αυτός, ως γιος του δασκάλου, έπρεπε να είναι το υπόδειγμα μέσα στο σχολείο, δίνοντας και το μέτρο σύγκρισης για το τι είναι σωστό και τι όχι.

 

      Αντίθετα επειδή ήταν  έξυπνο και διαβαστερό παιδί συμμετείχε σε πνευματικά παιχνίδια με ξεχωριστή απόδοση, είχε ευρύτερες γνώσεις από μας, ήταν καταδεκτικός και σεβόταν τους συμμαθητές του και πάντα ήταν διαθέσιμος να προσφέρει βοήθεια σε κάτι που περνούσε απ’ τα χέρια του. Ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός της θέσης του πατέρα του. Το αντίθετο θα τολμούσα να πω. Εκ των υστέρων, αναλογιζόμενος τα γεγονότα θα μπορούσα να σημειώσω ότι τον χαρακτήριζε μια μελαγχολία, μια εσωστρέφεια, αλλά τότε δεν ήμασταν σε θέση ή στην κατάλληλη ηλικία να ερμηνεύσουμε ή να ασχοληθούμε με τέτοιας φύσεως ζητήματα.

 

      Η παρέα μου με τον Τάκη - αυτό ήταν το όνομά του - είχε τη συγκατάθεση και ίσως την ενθάρρυνση της οικογένειας του. Ήμουν καλοδεχούμενος στο σπίτι τους, κυρίως από την ήρεμη μάνα του. Το σπίτι αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας, δυο τρεις δρόμους πιο πέρα, με μεγάλη αυλή χτισμένο αργότερα σε οικόπεδα που σε έκταση ήταν πολλαπλάσια από τα πρώτα κουτιά που έτυχαν να είναι τα δικά μας σπίτια.  Ακόμα για λόγους περιουσιακούς - η γυναίκα του  διευθυντή μας, ήταν από ένα χωριό της Θεσσαλίας με μεγάλη κτηματική περιουσία - είχαν αρκετή οικονομική άνεση. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν πάντα νόστιμες λιχουδιές. Όταν πήγαινα να κάνω παρέα με τον Τάκη, η μάνα του έβγαζε πάντα ένα πιάτο με ξηρούς καρπούς και σταφίδες. Είχε καταλάβει, ως ευαίσθητη μάνα, πόσο μεγάλη είναι η επιθυμία μου γι’ αυτά.

 

      Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τίποτα. Σιγά – σιγά συνειδητοποίησα πόσο λίγο λάβαινε μέρος στα παιγνίδια μας, πόσο είχε στραμμένη πάνω του την προσοχή της οικογένεια και έγνοια γι’ αυτόν ήταν συνεχής. Αυτή απαρτιζόταν από το Διευθυντή, τη γυναίκα του και μια κόρη, μεγαλύτερη από εμάς. Καθώς περνούσαν οι μέρες ο Τάκης έβγαινε λιγότερο από το σπίτι, οι συναντήσεις μας γίνονταν πια μέσα στο σπίτι. Τότε και μόνο τότε μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Στα νέα παιδιά αργεί να μπει η κακή σκέψη.

 

    Διακριτικά ρώτησα τη μάνα του. Αμέσως φάνηκαν τα δάκρυα στα μάτια της και με σπασμένη φωνή μου είπε:

  - Ο Τάκης,  Λευτέρη,  είναι πολύ άρρωστος. Προσευχόμαστε στο θεό να μην τον χάσουμε. Μην σου ξεφύγει σε παρακαλώ τίποτα. Συνέχισε, αγόρι μου, να του κάνεις παρέα σαν να μη ξέρεις τίποτα.

    Αυτό ήταν μια κουβέντα. Διέθετα αυτή την ικανότητα;  Η συμπεριφορά μου επηρεάστηκε σημαντικά παρά την ειλικρινή προσπάθεια μου να μην το δείξω. Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Τα δυσάρεστα γεγονότα μας πρόλαβαν. Η κατάσταση του χειροτέρευσε ραγδαία. Ο Τάκης έπαψε να έρχεται στο σχολείο. Τότε έπαιζα το ρόλο του αναγνώστη. Από την πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του διάλεγα ένα βιβλίο και το διάβαζα λίγο- λίγο. Εκεί σ’ αυτό το σπίτι πρωτόπιασα στα χέρια μου βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα.

    Ο Τάκης έφυγε σύντομα από τη ζωή πριν καν προλάβει να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Και εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν δίπλα του. Χωρίς φωνές, χωρίς πόνους η αναπνοή του σταμάτησε Ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τόσο κοντά το θάνατο στη ζωή μου σε πρόσωπο που τελικά άξιζε της αγάπης μου. Μετά έμαθα ότι η αρρώστια του ήταν μια μορφή λευχαιμίας.

   Η οικογένεια πένθησε τον Τάκη, το μοναδικό αγόρι τους, μέχρι που τους πρόφτασε κι αυτούς ο θάνατος. Το κορίτσι γηροκόμησε τους γονείς κι από ότι έμαθα αργότερα έμεινε μόνη μέχρι το τέλος και της δικής της ζωής. Ο θάνατος του γιου σφράγισε με τον πιο τραγικό τρόπο όλη την οικογένεια.

                                                                                           

 

 

                              Το σκουληκάκι

            (Μια ιστορία, αφορμή για να σκάσει ένα μικρό χαμόγελο)

 

   Απ’ ό,τι θυμόταν - το ίδιο επιβεβαιώνουν και οι γονείς του - ήταν παράδοση στην οικογένεια. Κάθε διακοπές του Πάσχα να πηγαίνουν από νωρίς όλοι μαζί στο χωριό του παππού. Ήταν ο πατέρας της μάνας του. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι, ενώ δίπλα βρισκόταν το αγροτικό υποστατικό με το κοτέτσι, τον όμορφο κήπο και το μεγάλο μπαξέ. Πιο δίπλα, το λιοστάσι με το μικρό αμπέλι μέσα του. Ιδανικός χώρος για παιχνίδι και γνωριμία με τη φύση. Τα φυτά και τα ζώα της ήταν γνώριμες εικόνες για τον μοναχογιό της οικογένειας, τον Γιαννάκη.

   Οι γονείς του ήταν και οι δυο καθηγητές σε γυμνάσια της  Αθήνας. Έτσι μπορούσαν να βρίσκονται εκεί από τις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο μπαμπάς, παιδί της πόλης, χωρίς παιδικές αναμνήσεις από την ύπαιθρο, αδημονούσε και γέμιζε από χαρά όποτε του δινόταν η ευκαιρία να πηγαίνει στο χωριό, όπου είχε κάνει καινούριους φίλους και ρουφούσε μ’ ευχαρίστηση τη ζωή του χωριού.

   Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο παππούς ασχολιόταν ο ίδιος με τις αναγκαίες αγροτικές εργασίες, από τις οποίες πάντα είχε ένα πρόσθετο εισόδημα. Βέβαια η κύρια απασχόλησή του ήταν το δασκαλίκι στο χωριό. Μέχρι να βγει στη σύνταξη πριν από κάμποσα χρόνια από τα χέρια του πέρασαν σχεδόν όλα τα παιδιά του χωριού. Κι αυτό επί τριάντα συναπτά χρόνια. Γενιές και γενιές παιδιών. Στο χωριό είχαν ξεχάσει το βαπτιστικό του όνομά: Για όλους ήταν ο «δάσκαλος»!       Σεβαστός για την επιμονή κι αφοσίωσή του να μάθει σ’ όλους γράμματα, αλλά κι ονομαστός για την αυστηρότητά του- έως υπερβολής- με βάση τη σημερινή κυρίαρχη παιδαγωγική αντίληψη. Όλοι είχαν δοκιμάσει τις βιτσιές του ή ακόμα και τις ηχηρές ανάποδές του. Σεβασμός ανάμεικτος με φόβο ότι εσύ θα είσαι το επόμενο θύμα των νουθεσιών του.

   Με το πέρασμα του χρόνου τα κότσια του παππού, οι δυνάμεις του γενικότερα, μειώθηκαν δραστικά και η ενασχόληση με τη γη περιορίστηκε μόνο στην επιτήρηση του βολικού και φιλότιμου μετανάστη,  που συνέχισε τη καλλιέργεια των αναγκαίων ζαρζαβατικών για τους ίδιους, την περιποίηση και το πότισμα των λουλουδιών που ήταν η αδυναμία της γιαγιάς, το κλάδεμα, την λίπανση των λιόδεντρων και τη συγκέντρωση μια φορά το χρόνο των καρπών τους. Απλώς το λάδι της χρονιάς γι όλη την οικογένεια. Το αμπέλι αφέθηκε στην τύχη του. Τα χρειαζούμενα ποτά της χρονιάς τα προμηθεύονταν πλέον από το εμπόριο.

   Ο Γιαννάκης την έβρισκε στο χωριό. Συνεχώς σουλατσάριζε με το ποδήλατο στις κοντινές εξοχές μαζί με κάποιους από τους ντόπιους κολλητούς του ή το  έριχνε στο δίτερμα μέσα στο προαύλιο του σχολείου.

    Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ όλη η οικογένεια ανελλιπώς πήγαινε στην εκκλησία για τη λειτουργία της Αναστάσεως. Φέτος ο παππούς δεν είχε όρεξη για να βγει έξω από το σπίτι. Ίσως γιατί ο καιρός δεν ήταν στα καλύτερά του. Φοβήθηκε μην αρπάξει καμιά πούντα κι έχουμε άλλα ντράβαλα. Την πρόσεχε τη ζωούλα του ο γέρος. Ευκαιρία βρήκε ο μικρός και πρόσθεσε τον εαυτό του μέσα.

  - Θα κάτσω κι εγώ στο σπίτι να τον προσέχω! Δεν είναι καλό να μείνει μόνος του!

   Με κάποια αμηχανία οι υπόλοιποι το βρήκαν χρήσιμο και λογικό. Συμφώνησαν μαζί του. Μόνο η γιαγιά είπε

  - Μη φάτε όμως. Περιμένετε να φάμε όλοι μαζί. Η μαγειρίτσα θα είναι έτοιμη.

    Όμως ο μικρός, αφού πρώτα χωρίς σκέψη δεσμεύτηκε με τη δήλωσή του, στη συνέχεια θυμήθηκε ότι ο παππούς θα του πρήξει τα σκότια. Δε θα τον αφήσει λεπτό ελεύθερο να πάρει ανάσα. Θα τον τρελάνει στις ερωτήσεις  και τον έλεγχο των γνώσεων του. Όμως ήταν πια αργά να πάρει το λόγο του πίσω. Πράγματι μόλις οι άλλοι έφυγαν άρχισε το σφυροκόπημα

   - Γιαννάκη, βλέπω μεγάλωσες κι εσύ. Πρώτη γυμνασίου δεν είσαι;

   - Ναι παππού

   - Βρε μπόμπιρα, πότε ήταν που βγήκες απ’ τη κοιλιά της μάνας σου και τώρα έγινες γυμνασιόπαιδο!

   -  Ναι παππού.

   Άρχισε η συζήτηση πάνω σε διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Ο παππούς δε ξέχασε καθόλου τις παλιές του συνήθειες. Συμβουλές, παραινέσεις, μικρές παγίδες για έλεγχο γνώσεων. Κάποια στιγμή, εκεί που η συζήτηση είχε φουντώσει, είδε ότι μέσα από μια μικρή τρύπα του ενός τοίχου βγήκε με όλη δύναμη το κεφαλάκι από ένα σκουλήκι που αγωνιζόταν φιλότιμα να περάσει όλο το κορμί του μέσα στο δωμάτιο. Μόλις το πήρε χαμπάρι και ο παππούς μονολόγησε από μέσα του.

    «Ευκαιρία να δώσω ένα περιβαλλοντολογικό μάθημα στο μικρό»

    Απευθυνόμενος στον εγγονό του ρώτησε

   - Τι είναι αυτό Γιαννάκη;

   - Ένα σκουληκάκι παππού

   - Τι πρέπει να κάνουμε Γιαννάκη;

   - Δεν ξέρω. Κάνε ό,τι  γουστάρεις. Πέταξε το στο τζάκι παππού. Θα καεί μαζί με τα ξύλα. Ο παππούς μόρφασε με δυσφορία

   - Μα δεν το λυπάσαι, παιδί μου; Το σκουληκάκι είναι ένα ζωντανό πλάσμα, χρήσιμο στη φύση. Εδώ μέσα στη ζέστη θα στεγνώσει και ένα στεγνό σκουληκάκι είναι νεκρό κι άχρηστο. Αυτό πρέπει να βρίσκεται έξω στη φύση. Να ανασκαλεύει το χώμα, ν’ ανοίγει τρύπες, να βοηθά τις ρίζες των φυτών να βρίσκουν διαδρόμους, να εισχωρούν στο έδαφος, ν’ απορροφούν όλες τις απαραίτητες ουσίες, να  ανεβάζουν στα κλαδιά όλους τους χυμούς, να δίνουν στον άνθρωπο τους χρήσιμους για τη διατροφή του καρπούς. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν Γιαννάκη;

  -  Άνοιξε το παράθυρο και πέταξέ το έξω! Τι άλλο να σου πω;

 -  Γιαννάκη τι σκληρότητα κι απονιά είναι αυτή εκ μέρους σου; 

   Με άφατη τρυφερότητα, ο παππούς έπιασε απαλά το σκουληκάκι και προσπάθησε να το περάσει μέσα από την τρύπα που είχε μπει. Όμως, αυτό κούναγε το κεφαλάκι του και δεν έμπαινε μέσα. Προσπάθησε για δεύτερη φορά, αλλά πάλι τίποτα. Το κεφαλάκι κουνιόταν και δεν έμπαινε μέσα. Ο παππούς άρχισε να νιώθει αμηχανία για την αδυναμία του. Ντροπή! Μπροστά στον εγγονό! Αν κάποιος ήταν προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε, έστω και δύσκολα, στο μέτωπο του παππού τις πρώτες αδιόρατες σχεδόν ακόμα σταγόνες ιδρώτα αμηχανίας να σχηματίζονται. Έκανε και τρίτη απόπειρα. Τα χρόνια που πέρασαν, το τρέμουλο των χεριών, οι αναπόφευκτες συνέπειες δεν τον άφησαν να έχει επιτυχία στο στόχο του. Την ίδια ώρα ο Γιαννάκης από μέσα του έβραζε και σκυλόβριζε. Στο τέλος δεν άντεξε πια. Απότομα του είπε:

  - Παππού δώστο μου να το κάνω εγώ!

 Ο παππούς δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Έκανε μια ακόμα απόπειρά, αλλά κι αυτή  ήταν ανεπιτυχής.

   - Δώστο σε μένα παππού, επιτέλους!

   Με βαριά καρδιά του το έδωσε. Αλλά γιομάτος αγωνία του είπε:

 - Πρόσεχε, Γιαννάκη! Πρόσεχε!

   Ο Γιαννάκης το άρπαξε αποφασιστικά με το ένα του χέρι και με το άλλο χέρι έβγαλε από την κωλοτσέπη του το σωληνάριο UHU, που είχε πάντοτε μαζί του. Έριξε πάνω του μια σταγόνα, την άλειψε στο σκουληκάκι και το φύσηξε αρκετά μέχρι να στεγνώσει. Τότε σημάδευσε την τρύπα και πετώντας  με δύναμη το σκουληκάκι – λες κι ήταν η μπάλα του μπάσκετ για τρίποντο- αυτό πέρασε μέσα από την τρύπα και βρέθηκε αυτοστιγμής όλο έξω, πάλι στη φύση.

    Έχει μεγάλη αξία να περιγράψουμε με συντομία τις εκφράσεις στο πρόσωπο του παππού και τις εναλλαγές που έγιναν στη διάρκεια των κινήσεων του Γιαννάκη.

    Σε πρώτη φάση τα μάτια του πετάγανε φωτιές θυμού. Έτοιμος να ρίξει ως άλλος Δίας τους κεραυνούς του επί της κεφαλής του εγγονού του. Σε λίγο η έκφραση στο πρόσωπό του άλλαξε. Κυριάρχησε η απορημένη έκφραση για τα συμβαίνοντα. Έμεινε ενεός από την έκπληξη. Τελικά με αστραφτερό βλέμμα έβγαλε θριαμβικές κραυγές χαράς κι επιδοκιμασίας.

  - Γιαννάκη μου! Αίμα μου, DNA μου! Χριστέ μου, τι ιδέα είναι αυτή! Πως δε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό; Έλα κοντά μου ξύπνιε εγγονέ μου. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω του. Ένιωσε να πνίγεται απ’ αγάπη

   - Κράτα αυτά τα πέντε ευρώ να πάρεις αύριο σοκολάτες αμυγδάλου!

   - Ευχαριστώ, παππού μου!

   Εκείνη την ώρα επέστρεψαν στο σπίτι οι εκκλησιασθέντες, μεταφέροντας μαζί τους το ιλαρόν φως της Αναστάσεως. Όλοι είδαν χαρά κι ικανοποίηση στα πρόσωπα του παππού και του Γιαννάκη. Χρόνος για συζήτηση δεν υπήρχε. Μόνο η έντονη επιθυμία να γευτούν το αναστάσιμο τραπέζι. Ευχαριστημένοι και χορτασμένοι πήγαν, χωρίς καμιά καθυστέρηση, για ύπνο.

   Την άλλη μέρα ο Γιαννάκης μπήκε πρώτος στην κουζίνα. Οι άλλοι ακόμα κοιμούνταν ή χουχούλιαζαν στα κρεβάτια τους. Εφόσον δεν ήταν κάποιος να του σερβίρει πρωινό, άρπαξε πρόχειρα ένα κουλούρι κι ένα κόκκινο αυγό και βγήκε με φόρα στην αυλή. Για το συνηθισμένο πρωινό του παιχνίδι. Του φάνηκε παράξενο που ο παππούς δεν καθόταν στη συνηθισμένη πολυθρόνα του, πίνοντας τον πρωινό του καφέ. Εικόνα που, χωρίς εξαίρεση, κάθε πρωί συναντούσε όλες τις άλλες φορές.

    Η νιότη και η ανάγκη για παιχνίδι έσβησαν σύντομα την απορία του και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στις δικές του ασχολίες.

    Μετά από λίγη ώρα ο παππούς βγήκε κι αυτός στην αυλή, αλλά με καινούρια χαρακτηριστικά. Το μουστάκι του φρεσκοχτενισμένο και τσιγκελωτό. Πρόσωπο γεμάτο αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Κοτσονάτος κι αυτάρκης. Το πρώτο που έκανε ήταν να αναζητήσει τον εγγονό του. Όταν τον πήρε το μάτι του με βροντερή φωνή τον κάλεσε κοντά του:

   - Γιαννάκη έλα εδώ!

   Ο Γιαννάκης με κάποιο φόβο μουρμούρισε από μέσα του.

   «Ωχ! Αυτή τη φορά δε γλυτώνω τη σφαλιάρα»

   Πήρε το κατάλληλο ύφος και με μελιστάλακτη φωνή του είπε

   - Τι θέλεις παππούλη;

    Αυτός του πρότεινε ένα νέο πεντάευρω

   - Πάρτο να πάρεις σοκολάτες!

   - Μα χτες μου το έδωσες παππού;

    - Πάρε κι αυτό! Είναι απ’ τη γιαγιά σου. Με τις ευχαριστίες της. Μου είπε να στο πω!

 

                                                                                   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      Η ζωή είναι σκληρή

 

1.     Το κουσέλι

    Οι άνδρες και τα μεγάλα παιδιά έφευγαν νωρίς για το μεροκάματο. Η γειτονιά άδειαζε σχεδόν. Τα μικρά παίρνανε τις θέσεις τους στην αλάνα για το πρωινό  δίτερμα. Ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία ήταν κλειστά. Τότε και μόνο τότε, οι γυναίκες είχαν τη δική τους ευκαιρία για ένα σύντομο διάλλειμα. Να πούνε τα δικά τους, ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες, να κουτσομπολέψουν τους απόντες, να κάνουν λίγο κουσέλι. Ήταν το «καφενείο των γυναικών». Το καφενείο δίπλα ήταν ακόμα μόνο για τους άνδρες και ζωντάνευε μόνο κατά το σούρουπο όταν αυτοί γύριζαν από τις δουλειές τους. Για τις γυναίκες ήταν εκ των πραγμάτων ακόμα ένα άβατο.

    Λίγες φερτές καρέκλες ή τα βολικά χαμηλά σκαμνάκια, πάντα καφές φρεσκοαλεσμένος με το σπιτικό χειροκίνητο μύλο. Μικρά φλιτζάνια με το απαραίτητο πιατάκι τους, μόνο τούρκικος, αυτός που σήμερα λέμε ελληνικό. Μετά, όταν τον ρουφήξουν ηχηρά και γουλιά- γουλιά, να τα γυρίσουν ανάποδα. Τα φλιτζάνια πάνω στα πιατάκια τους να τ’ αφήσουν να «στεγνώσει» ο ντελβές. Κάποια στιγμή η κυρά Χρυσούλα θα διάβαζε κάποια τυχερά από αυτά. Όποια αυτή, με δική της αυθαίρετη επιλογή, είχε επιλέξει. Στην πρώτη απόπειρα γκρίνιας ο αποκλεισμός θα ήταν σίγουρος. Κι η κυρά Χρυσούλα ήταν μαστόρισσα στις προβλέψεις. Συζητήσεις με υπονοούμενα, με λέξεις διφορούμενες και νοήματα κρυμμένα, ένας κώδικας ζυμωμένος μέσα στην πολύχρονη κοινή συμβίωση τους.

     «Καλέ, το πήρατε χαμπάρι τι συνέβη χθες αργά την νύχτα; Στης χήρας το σπίτι;»

     «Όχι! Πες μαρή, τι έγινε.»

    « Έμπασε από το πανάθυρο τον Μαύρο και της τον ήκατσε»

    «Ιβί-ιβί λωλάδες. Καλά το είδες με τα ίδια σου τα μάτια μαρή αετομάτα; Ή το πετάς έτσι για να κάνεις την ξύπνια. Ξαγρύπνια είχες αλλοπαρμένη ψες;»

     «Σας το ορκίζομαι στα ματάκια μου, καλέ. Να μην ξημερώσω αύριο. Δεν είχα ύπνο και τον πήρε το μάτι μου μέσα απ’ την κουρτίνα»

    «Στημένη την είχες! Ας τις ψεύτικες δικαιολογίες. Εμένα από την κούραση ψες, λες και με πλάκωσε το πάπλωμα. Δεν πήρα χαμπάρι Χριστό»

    «Α! τη σαλή! Αποσελάθηκε τελείως. Από τότε που έχασε τον άνδρα της, της άνοιξε καλά η όρεξη. Ποιος, άραγε, της έδωσε το καλό ορεκτικό πρώτος; Προσέξτε γιατί θα πάρει αμπάριζα όλους τους άνδρες μας.

    Πετάχτηκε η τρίτη.

    «Μωρέ κορίτσια να σας πω λίγο την αμαρτία μου; Έχει και τα καλά του το ζήτημα. Μην μου πείτε; Τον είδατε τελευταία τον Μαύρο;»

     «Τον λέγανε Μαύρο γιατί ήταν ηλιοκαμένος και χιλιοδαρμένος στη θάλασσα. Πελώριος, με δασύτριχο στήθος, με ανοιχτό πουκάμισο χειμώνα- καλοκαίρι με δυνατά μπράτσα ικανά να στύψουν ακόμα και το σίδηρο. Καμιά μέχρι τώρα δεν είχε κατορθώσει να τον βάλει στο βρακί της. Παρέμεινε λεύτερο πουλί, αλλά  δοκίμαζε τον καρπό από πολλά δένδρα, χωρίς συνέπειες, χωρίς μόνιμες υποχρεώσεις. Τουλάχιστον μέχρι τώρα την είχε βγάλει καθαρή. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε μόνος στην ανοιχτή θάλασσα κι έριχνε τα δίχτυα του. Τις ψαριές του τις πουλούσε στη γειτονιά κι αυτό ήταν το μόνο του εισόδημα. Δεν είχε άλλωστε ιδιαίτερες καταναλωτικές ανάγκες. Ζούσε λιτά, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της συνοικίας.

    Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τους άλλους άνδρες, ίσως γιατί φοβόταν μη διαβάσουν στα μάτια του τις ενοχές του. Δεν εμφανιζόταν στο καφενείο όπου μαζεύονταν όλοι οι άλλοι. Στο απόμερο καλύβι του ο μοναχικός ψαράς είχε το βαρελάκι με το κοκκινέλι και μόνος κατέβαζε τα ποτηράκια του. Συχνά δεχόταν στο κρυφό κι αμίλητο κάποιες νοικοκυρές που τον φιλεύανε μ’ ένα πιάτο σπιτικό φαγητό. Μερικές φορές το αντίτιμο της αξίας του το πλήρωνε σε είδος. Τις άλλες, ξηρά τροφή, όπως έκανε στο στρατό παλιότερα.

    «Αλήθεια ζηλεύω, καλέ, και λίγο. Πώς να ’ναι, αλήθεια, η μαλαπέρδα του. Βρε σεις, τη δοκίμασε καμιά σας να μας πει;»

    «Καλά δεν ντρέπεσαι που ρωτάς, κυρά μου; Είναι δυνατόν καλέ γειτόνισσα να πατήσω το στεφάνι μου;»

    « Όχι, εσύ δεν το πατάς. Εσύ πηδάς από πάνω του!»

    «Τι λόγια είναι αυτά, μωρή Φρόσω; Πώς τολμάς και λες τέτοια λόγια; Ζητάς μου φαίνεται να σε ξεμαλλιάσω»

    «Ναι, γκαβή είμαι νομίζεις. Δεν σ’ είδα, μαρή τις προάλλες να σ’ έχει στριμώξει ο ψιλικατζής, ο Γιακουμής, πίσω απ’ τον πάγκο και να στον φοράει, στα όρθια!»

     «Γιατί εσύ, Λούλα μου, πας πίσω με τον παγοπώλη! Έχει ρέψει ο κακομοίρης! Θα τον ρουφήξεις όλον τελικά».

    Επενέβη τότε ο φυσικός ηγέτης της παρέας, η Χρύσα η φλιτζανού.

    «Βγάλτε το σκασμό όλες σας! Μωρέ συφοριασμένες θα μαλώνουμε και μεταξύ μας; Όλες λίγο-πολύ την έχουμε κάνει κάποτε την κουτσουκέλα μας. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε και βούκινο. Να βγάλουμε τ’ άπλυτα μας στο μεϊντάνι. Μόνες μας, βρε ξεμυαλισμένες θα βγάζουμε τα μάτια μας; Στεφανωμένες γυναίκες είμαστε, έχουμε και παιδιά. Θέλετε να μάθουν κι αυτά τι κουμάσια είστε;

   Απόλυτη και με αυστηρότητα έκλεισε το θέμα

  «Εντάξει καμιά φορά θέλουμε λίγο αλατάκι στο φαγί. Η κάθε μια μας ας κάνει κουμάντο στο βρακί της κι ότι  κάνει η δεξιά της να μην το μαθαίνει η αριστερά της. Αλλά ως εδώ και μη παρέκει! Τα στόματα κλειστά, ραμμένα και τάφος. Μη σας ξανακούσω ν’ αρπάζεστε γι’ αυτά τα θέματα!»

   «Έχεις δίκαιο, μαρή Χρύσα, αλλά θα γούσταρα πολύ να με βάλει ο Μαύρος κάτω και να μ’ αναστενάξει. Έτσι για μια μόνο φορά, να μου φύγει και το απωθημένο»

  Πετάχτηκε η άλλη

   «Τον βλέπω  συχνά στο καρνάγιο. Αν τον πετύχεις εκεί όρμα του. Άκου, αυτός είναι τάφος. Δεν τον συμφέρει να βγουν στη φόρα τα ξωκύλια του. Θα τον κυνηγάει τότε ο μισός αρσενικός πληθυσμός της γειτονιάς».

   «Κοιτάξτε να δείτε, έκλεισε το θέμα η Χρύσα. Οι άνδρες μας είναι καλοί και ικανοί  οικογενειάρχες. Όλη τη μέρα δίνουν τα σκότια τους να μας φέρουν το ψωμί για τα παιδιά μας. Το βράδυ γυρίζουν σπίτι πτώματα και είναι φυσικό να θέλουν να ξεκουράσουν το κορμάκι τους, να πάρουν μια ανάσα για το αυριανό μεροκάματο. Εσείς άλλα ονειρεύεστε κι επιθυμείτε, αλλά σκεφτείτε μωρέ τι πετεινάρια ήταν όταν τους στεφανωθήκαμε. Ας ξεκουραστούν λίγες μέρες, ας τους μπουκώσουμε λίγο καρύδι και μέλι και τότε θα μάθετε από μέσα κι απ’ έξω πόσα απίδια έχει ο σάκος».

   Όλες σιώπησαν για λίγο, δίνοντας από μέσα τους δίκιο στη Χρύσα. Άλλωστε αγαπούσαν τους άνδρες τους. Ήταν οι πατεράδες των παιδιών τους.

    Ακολούθησε το διάβασμα στο φλιτζάνι. Σήμερα η Χρύσα ήταν συνοφρυωμένη. Τα έβλεπε όλα μαύρα κι άραχλα.

    «Κακομοίρες μου, κακά μαντάτα βλέπω στο δρόμο μας! Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Μαζευτείτε και προσέχετε. Να φωνάξουμε το παπά Εφραίμ να μας κάνει ένα ευχέλαιο στη γειτονιά. Δεν τα βλέπω καλά τα πράματα!»

 

2.     Η ανησυχία

     Όταν αργά τ’ απόγευμα γύρισαν στα σπίτια οι άνδρες ήταν αναστατωμένοι. Ρίξανε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπο και ντουγρού για το καφενείο.

    «Έχουμε να συζητήσουμε, κυρά, πράμα. Η δουλειά δε φτουράει πια και μάλλον θ’ έχουμε περιπέτειες. Πηγαίνουμε για απολύσεις! Έχει να πέσει τέτοια λόρδα, κακομοίρα μου, να φάνε κι οι κότες. Ετοιμάσου κι έρχεται η πείνα».

    Όλοι, σχεδόν, στη γειτονιά βγάζανε το ψωμί τους από το κοντινό εργοστάσιο. Τούβλα, κεραμίδια κι όλων των ειδών διακοσμητικά από πηλό. Η απορρόφηση των προϊόντων, εδώ και μήνες, έπεσε σημαντικά και το στοκ των έτοιμων προϊόντων έγινε ένας τεράστιος σωρός. Γέμισε η αποθήκη και τώρα τα στοιβάζουν στην αυλή. Θα χρειαστεί σίγουρα κάμποσος χρόνος να πουληθούν τα έτοιμα προϊόντα και δε χρειάζεται νέα παραγωγή για ένα διάστημα. Οι απολύσεις ήταν προ των πυλών. Άρχισαν να μυρίζουν ότι το μέλλον είναι σκοτεινό. Το ζήτημα σήκωνε συζήτηση κι ο φυσικός χώρος για κάτι τέτοιο ήταν το καφενείο. Εκεί που πριν το βραδινό φαγητό κατέβασαν το εικοσπενταράκι τσίπουρο με λίγο μεζεδάκι. Το καφενείο ήταν ο χώρος που αντάλλαζαν τους καημούς και μάλωναν στα λόγια μεταξύ τους, λίγο πριν γυρίσουν σπίτι.

      Σήμερα όμως τα πράματα ήταν διαφορετικά. Έπρεπε να ανοίξει το θέμα, να βάλουν τα πράγματα κάτω, να δούνε τι θα κάνουν. Το εργοστάσιο ήταν η μοναδική σχεδόν πηγή εισοδημάτων που τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη στην πλειοψηφία των οικογενειών της γειτονιάς.  Το ερώτημα κρεμιόταν, σαν δαμόκλεια σπάθη, πάνω απ’ το κεφάλι τους. 

   «Τι κάνουμε τώρα, καρντάσηδες;»

  Ακουστήκαν όλες οι απόψεις. Ο καθένας σε αυτές τις περιπτώσεις θέλει  να μιλήσει, να πει το μακρύ και το κοντό του, να δείξει την παρουσία του στο χώρο. Ο καθένας νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους.

    «Να κάνουμε απεργία».

    «Να κάνουμε κατάληψη στο εργοστάσιο».

    «Μου λες, ρε έξυπνε,  πώς θα ζήσουμε τότε τα παιδιά μας αν το Σάββατο δεν πέσει το βδομαδιάτικο;»

    «Να κόψει το αφεντικό λαιμό του και να μας πληρώσει απ’ τα έτοιμα που έχει στην τράπεζα. Όλα τα λεφτά του από τον ιδρώτα μας βγήκανε;»

     «Και γιατί, μωρέ έξυπνε, δεν ανοίγεις εσύ μια δική σου δουλειά, να μην έχεις κανέναν πάνω στο κεφάλι σου;»

    «Ας είχα την πρώτη σιρμαγιά εγώ και σου ’λεγα τότε!»

    «Ναι! Αυτό μόνο σου έλειπε καημένε. Όλα τ’ άλλα τα ’χεις!»

     «Τα πράματά είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνονται».  Είπε ο λιγομίλητος συνήθως Μήτσος.

    «Εντάξει, δε λέω, αρκετές περιουσίες είναι βαμμένες με αίμα. Άλλες είναι προϊόντα αρπαγής και απληστίας σε σκοτεινά χρόνια. Άλλες είναι έτοιμες κληρονομιές από τους πατεράδες τους. Όμως δεν είναι μόνον έτσι τα πράγματα! Κάποιοι - πώς να το κάνουμε - είναι  πιο καπάτσοι  και πιο έξυπνοι απ’ τους άλλους. Κάποιοι δούλεψαν χρόνια και χρόνια με πείσμα και επιμονή. Άλλοι μπήκαν σε κινδύνους, τόλμησαν, διακινδύνευσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Μερικοί έκαναν για χρόνια το σκατό τους παξιμάδι και εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Τα μεγάλα καράβια είναι που αντέχουν και στις μεγάλες φουρτούνες. Τα λόγια εύκολα λέγονται, αλλά τα λόγια από μόνα τους τα παίρνει το πρώτο αεράκι. Τα λόγια δεν γεμίζουν τ’ άδεια στομάχια. Πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι, ρεαλιστές και πρακτικοί. Δε θα λύσουμε τώρα εμείς τα μόνιμα προβλήματα της κοινωνίας μας».

    Ο Μήτσος πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

   «Εκείνο που εμάς ενδιαφέρει είναι πως θα εξασφαλίσουμε το ψωμί των οικογενειών μας. Εδώ θέλω ν’ ακούσω απόψεις και προτάσεις απ’ όλους σας. Αφήστε την επανάσταση σ’ αυτούς που έχουν το χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες. Σε μας βασιλιάς κι αφέντης είναι το καθημερινό μεροκάματο. Δε μας ταιριάζουν ούτε κλάψες, ούτε μεμψιμοιρίες! Αυτές δε λύνουν τα προβλήματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να  είμαστε ενωμένοι, προσγειωμένοι και να πατάμε γερά στο χώμα».

   «Έχει δίκαιο ο Μήτσος, ρε παιδιά! Έτσι είναι τα πράματα. Εγώ λέω να πάμε στο αφεντικό και να συζητήσουμε, σαν άνθρωποι, το πράμα μαζί του. Να δούμε τι σκέφτεται, να του πούμε τους φόβους μας, να μάθουμε τις προθέσεις του. Τόσα χρόνια απ’ αυτόν δε βγάζουμε το ψωμί μας;»

   «Αύριο κιόλας να πάει μια αντιπροσωπεία από μας».

   Επενέβη ο άλλος

  «Δεν είναι ώρα για παρακαλετά. Η γνώμη μου είναι να του τρίξουμε λίγο τα δόντια. Κι ο άγιος φοβέρα θέλει, παιδιά. Μην νομίζει ότι είμαστε του χεριού του».

   «Εντάξει, αλλά αυτά να τα πεις εσύ στ’ αφεντικό κι εμείς θα σιγοντάρουμε».

 

3.    Η αποκάλυψη

     Στις επόμενες δυο μέρες ζήτησαν συνάντηση μαζί του.

    «Κι εγώ θέλω να σας πω μερικά πράγματα, παιδιά. Αλλά αυτό θα γίνει μετά το τέλος της βάρδιας».

    Η απάντηση τους έκοψε τα πόδια. Αυτό δε θα ’ταν για καλό. Φαίνεται θα τους ανακοινώσει τις απολύσεις! Στο βραδινό ραντεβού πήγαν με σφιγμένη τη ψυχή.

    Όταν βρεθήκαν μπροστά του ήταν γεμάτοι αγωνία. Άρχισε εκείνος να μιλάει

    «Τα πράγματα στην επιχείρηση δεν πάνε καθόλου καλά. Φαντάζομαι το έχετε καταλάβει. Οι πωλήσεις των προϊόντων μας έχουν μια σημαντική πτώση που φτάνει το 40%. Η παραγωγή των προϊόντων συνεχίστηκε αμείωτη για να μη χάσετε τις δουλειές σας, αλλά ο κόμπος έφτασε πια στο χτένι. Κάτι πρέπει να γίνει γιατί η τράπεζα ήδη μου ’στειλε το μήνυμα. Τα χρέη είναι πολλά κι η βρύση της χρηματοδότησης θα σταματήσει. Τότε, να το ξέρετε, δεν θα πάρετε και σεις τα μεροκάματά σας. Πρέπει να πάρω δραστικά μέτρα και θέλω να το συζητήσουμε μαζί».

     «Μα αφεντικό μ’ αυτό το μεροκάματο ζουν οι οικογένειές μας. Πώς θα ταΐσουμε τα παιδιά μας;»

     «Το ξέρω, παιδί μου, γι’ αυτό μέχρι τώρα έκανα υπομονή και δεν πήρα κανένα μέτρο. Αλλά δεν πάει άλλο. Δυο είναι οι λύσεις, που έχω μπροστά μου. Ή το κλείνω τελείως το μαγαζί και η τράπεζα για να πάρει τα λεφτά της τα βγάζει όλα στο σφυρί ή κάνω δραστική περικοπή προσωπικού με την ελπίδα ν’ ανοίξουν πάλι οι δουλειές στο μέλλον. Περιμένω ν’ ακούσω κι από σας γνώμες».

    Πρώτος μίλησε ο Τάσος:

    «Καλά αφεντικό, γιατί πέσανε ξαφνικά τόσο οι δουλειές; Είναι γενικό το φαινόμενο ή μόνο στο δικό μας εργοστάσιο».

    «Ακούστε. Υπάρχει εξήγηση. Στην πρωτεύουσα άνοιξε ένα καινούργιο εργοστάσιο, έχει σύγχρονο εξοπλισμό και οργάνωση παραγωγής. Έχει λοιπόν περιθώριο να  ρίξει τις τιμές για να μας εξαφανίσει. Ο συναγωνισμός είναι άγριος. Θέλω δεν θέλω πρέπει να τις κατεβάσω κι εγώ. Φωτιά στα μπατζάκια μας. Εσείς, ίσως πιστεύετε ότι κολυμπάω στο χρήμα. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Χρωστάω πολλά στις τράπεζες κι αυτές, όπως το ξέρετε, δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ζητάνε τα λεφτά τους πίσω και δεν υπολογίζουν οικογένειες κι άλλα τέτοια.

    «Και τώρα τι γίνεται;»

    «Μέχρι τώρα τους συγκρατώ και δεν επενέβησαν. Καλά τη βγάλαμε, αλλά άμα ρίξω τις τιμές όσο χρειάζεται, θα μπαίνω μέσα. Τα περιθώρια του κέρδους είναι περιορισμένα και δεν ξέρω πόσο θ’ αντέξω ακόμα. Ας το έχετε όλοι υπόψη σας. Όσοι έχουν εναλλακτική δυνατότητα να βγάλουν το ψωμί τους ας την κυνηγήσουν, ας κοιτάξουν προσωρινά να βολευτούν, γιατί οι απολύσεις είναι μάλλον αναπόφευκτες».

    Αλλιώς είναι να υποψιάζεσαι κάτι κι αλλιώς να το ακούς έτσι στα ίσα. Καθαρά και ξάστερα. Τους έκοψε τα πόδια. Τι απεργία και πράσινα άλογα! Εδώ θα πεινάσουν τα παιδιά τους κι ώρα για παράλογες ενέργειες δεν υπήρχαν. Πρέπει να κάτσουν και να στύψουν το μυαλό τους. Τι άλλες δυνατότητες υπήρχαν; Να σκεφτούν σαν μια οικογένεια.

    «Μην κοιτάξει ο καθένας την πάρτη του – άμοιροι - γιατί τότε μας πήρε και μας σήκωσε!»

  Είπε ο φυσικός ηγέτης της παρέας, ο Μήτσος.

 

4.     Η συνέλευση

    Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στη γειτονιά. Όχι μόνο στις οικογένειες, αλλά και στους μαγαζάτορες της γειτονιάς. Έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου! Άρα κι αυτοί θα την είχαν βαμμένη. Έπρεπε να γίνει συζήτηση με τη συμμετοχή όλων. Ένα είδος συνέλευσης, να ακουστούν όλες οι γνώμες. Που ξέρεις κάποιος μπορεί να κατεβάσει καμιά ιδέα, να βρει μια διέξοδο στο αδιέξοδο που φτάνουμε.

   «Πού θα γίνει η συνέλευση;» ρώτησε με περιέργεια κάποιος.

   «Στο καφενείο, ρε! Πού αλλού;»

   «Χωράμε όλοι;»

   «Θα χωρέσουμε».

   «Κι αν θέλουν να έρθουν κι οι γυναίκες; Εγώ προτείνω στην εκκλησία που έχει χώρο για όλους».

   Επενέβη αγανακτισμένος ο Βαγγέλης

    «Αυτές να κάτσουν στ’ αυγά τους και να προσέχουν τα παιδιά. Εδώ έχουμε να συζητήσουμε σοβαρά θέματα. Δεν είναι για γυναίκες. Στην εκκλησία γίνεται η λειτουργία, οι γάμοι και τα βαφτίσια. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα; Στο καφενείο! Το ξέρουμε και μας ξέρει».

   «Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο! Αύριο, μετά το σχόλασμα».

   Όταν γύρισαν απ’ τη δουλειά κι άρχισαν να συγκεντρώνονται στο καφενείο είδαν ότι όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες από τις γυναίκες τους και κάποια παιδιά. Η είδηση είχε φυσιολογικά διαρρεύσει. Το θέμα ήταν σημαντικό για όλους κι ανάμεσα στις γυναίκες έπεσε σύρμα. Η Χρύσα τόπε καθαρά

   «Να πάμε κι εμείς. Μόνοι τους οι άνδρες θα τα κάνουν μαντάρα»

   «Θα μας βάλουν τις φωνές. Άσε που αργότερα στο σπίτι πιθανόν να πέσουν κι ανάποδες. Ξέρεις τι στραβόξυλο και μονόχνοτος είναι ο δικός μου».

   «Κοίταξε να καθαρίσεις μόνη σου. Αν τόσο τον φοβάσαι και χέζεσαι πάνω σου κάτσε στο σπιτάκι σου και περίμενε. Κάποια στιγμή τα κεραμίδια θα πέσουν στο κεφάλι  σου κακομοίρα μου! Δεν είναι μόνο για μας. Είναι και τα παιδιά μας. Δεν είναι πρόβλημα να το αφήσουμε, χωρίς τη δική μας βοήθεια, μόνο στους άνδρες. Εκτός αν προτιμάτε να κατέβουμε στην πόλη για πεζοδρόμιο, αν βέβαια πιάνουν παρά ακόμα τα ψωμιά μας».

    Όταν ο Βαγγέλης είδε την εικόνα μέσα στο καφενείο του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Με το γνωστό του γαϊδουρινό τρόπο έβαλε τις φωνές

   «Ποιος σας κάλεσε κυράδες μου στο καφενείο; Για αδειάστε μας τη γωνιά. Και μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί και τα νιάνιαρα σας!»

  Του απάντησε στα ίσα η Χρύσα

   «Άκου να δεις άνδρα με τη μεγάλη γλώσσα και το μικρό μυαλό. Τα ζοριλίκια σου να τα πουλήσεις αλλού. Εκεί που περνάνε. Όχι σε μας που σας ξέρουμε σαν κάλπικες δεκάρες. Το θέμα μας ενδιαφέρει όλους και μάλιστα πολύ. Όχι μόνο θα κάτσουμε, αλλά θα πούμε και τη γνώμη μας».

   «Τότε δεν έχω εδώ δουλειά. Θα πάω αλλού».

   «Στο καλό και να μας γράφεις, κόπανε!»

  Τελικά στριμώχτηκαν όλοι μέσα στο καφενείο. Οι άνδρες βρήκαν να κάτσουν, τα παιδιά όρθια ή φύγανε να παίξουν κρυφτό στο δρόμο. Οι γυναίκες οι περισσότερες όρθιες, κάποιες βολεύθηκαν στη ίδια καρέκλα με τον άνδρα τους.

  Το λόγο ζήτησε να πάρει ο Μήτσος κι όλοι συμφώνησαν ξέροντας την ωριμότητα και τη σωφροσύνη του που τον χαρακτήριζε πάντα σ’ όλες τις πράξεις του:

   «Το έχετε καταλάβει όλοι σας! Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Απολύσεις θα γίνουν, όσο και να χτυπάμε τον κώλο μας κάτω. Πρέπει να αποφύγουμε τα χειρότερα. Κι αυτά είναι να κλείσει το εργοστάσιο τελείως κι όλοι να βρεθούμε στο δρόμο. Ας το κρατήσουμε με τα δόντια και τα νύχια ανοιχτό. Τ’ ακούσατε τι είπε τ’ αφεντικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Εδώ δεν έχουμε τέτοια περιθώρια. Λίγο πολύ η μοίρα είναι κοινή για όλους μας».

  Έκανε μια στάση για να αφομοιωθούν κατ’ αρχήν τα λόγια του κι η κυρά Χρύσα πρόλαβε κι είπε το είπε το λογάκι της:

    «Εσύ τι προτείνεις να κάνουμε; Αυτό έχει τώρα σημασία».

    «Έχεις απόλυτο δίκιο. Προϋπόθεση για κάθε λύση είναι να μείνουμε ενωμένοι, σα μια γροθιά, χωρίς γκρίνιες και μικρότητες. Τόσα χρόνια συμβιώνουμε όλοι σ’ αυτή τη γειτονιά. Ζήσαμε μαζί χαρές και λύπες. Θάψαμε δικούς μας ανθρώπους κι αναστήσαμε παιδιά. Πολλοί έχουν αδυναμίες κι ελαττώματα, αλλά πρέπει να τα δεχτούμε και κατά το δυνατόν να τα περιορίσουμε. Όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι ίδια. Η πρόταση που έχω σκεφτεί είναι να κάνουμε κοινό ταμείο. Κάποιοι θα δουλεύουν, κάποιοι θα απολυθούν. Όμως ανάγκες για να ζήσουν έχουν ανεξαιρέτως όλοι. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό. Όσοι δεν συμφωνούν ας αναζητήσουν άλλη λύση. Υπάρχουν τα χωριά μας, υπάρχει η Αθήνα και τέλος η πόρτα της ξενιτιάς. Ο κακούργος μισεμός. Αυτά τα άλματα θέλουν όμως και κότσια. Αν ήταν τόσο εύκολα όλοι θα είχαμε ήδη φύγει. Αυτοί που θα απολυθούν δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Θα αναζητήσουν οποιαδήποτε δουλειά. Να μαστορέψουμε κάνα δυο καροτσάκια για μικρομεταφορές, να πηγαίνουμε σκαφτιάδες στα κοντινά περβόλια, για μάζεμα στις ελιές, στο θερισμό του Ιούλη, στον τρύγο του Σεπτέμβρη, βοηθοί στα χτισίματα και τις οικοδομές, βαστάζοι στο λιμάνι, ψαράδες στη θάλασσα κι ό,τι άλλο σκεφτούμε όλοι μαζί που θα προσθέτει κάνα φράγκο στο κοινό ταμείο. Κουμάντο στα λεφτά να κάνουν δυο τρεις απ’ τις γυναίκες μας. Ας ορίσουν οι ίδιες τις πιο έμπιστες και ικανές. Αυτά είχα να πω προς το παρόν. Βλέποντας και κάνοντας θα προχωρήσουμε παρακάτω».

    Από κάτω οι άλλοι, μουγγοί για αρκετά δευτερόλεπτα κοίταζαν ν’ αφομοιώσουν τα νέα δεδομένα, με πρόσωπα γεμάτα απορίες, φόβους κι ανασφάλειες. Τώρα μόνο μερικοί άρχισαν να συνειδητοποιούν τις αλλαγές που θα έρθουν.

    Πρώτη μίλησε η κυρά Χρύσα

   «Εγώ βρίσκω λογικές τις προτάσεις του Μήτσου. Το αναπόφευκτο ή το δέχεσαι και δίνεις τη μάχη να περιορίσεις τις συνέπειες του ή αφήνεσαι να σε καπακώσει για τα καλά. Όχι, εμείς πρέπει να δώσουμε τη μάχη μας! Κι οι γυναίκες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει να σκεφτούμε κι άλλους τρόπους να συνεισφέρουμε στο κοινό ταμείο το δικό μας οβολό. Όμως απ’ την αρχή να είμαστε προετοιμασμένοι. Θα υπάρξουν από νωρίς προβλήματα. Ο παράδεισος δεν κατακτιέται μόνο με καλές προθέσεις. Θέλει επιμονή, υπομονή και συνεχή επιφυλακή».

   Κανονικά θα έπρεπε να γίνει διεξοδική συζήτηση, οι μόνιμοι αντιρρησίες να μιλήσουν, να αντιπαρατάξουν τα επιχειρήματά τους, αλλά η ωμότητα των δεδομένων τους σφράγισε το στόμα. Η συνέλευση τέλειωσε άδοξα κι όλοι χωρίς εξαίρεση μαζεύτηκαν νωρίς στα σπίτια τους.

 

5.     Η κοινή προσπάθεια

   Σε λίγες μέρες η καμπάνα της ανεργίας χτύπησε. Και χτύπησε εκκωφαντικά. Οι μισοί απ’ τους εργάτες του εργοστασίου βρέθηκαν εκτός του εργοστασίου. Οι οφειλόμενες  αποζημιώσεις παραπέμφθηκαν  στο μέλλον. Το αφεντικό τους εξήγησε ότι αυτός είναι όρος για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη λειτουργία του με τους υπόλοιπους.

   «Η άλλη λύση είναι η φαλίρα, οπότε αναλαμβάνουν οι τράπεζες κι από τους Σκρουτζ δεν θα πάρετε δεκάρα τσακιστή».

    Θέλανε δε θέλανε το δέχτηκαν. Το κοινό ταμείο λειτούργησε στην αρχή καλά, κάτω από τη δρακόντεια οικονομική επιτήρηση της αδιάφθορης Χρύσας. Ένας νεανικός ενθουσιασμός κυρίευσε τους πάντες και η αισιοδοξία ήταν διάχυτη παντού. Η ατμόσφαιρα αυτή έδωσε σ’ όλους ελπίδα, δημιουργώντας ένα δίχτυ ασφάλειας για το μέλλον. Στο κοινό ταμείο άρχισαν να μπαίνουν κι έσοδα από άλλες πηγές. Κάποιες από τις νοικοκυρές αναζήτησαν μεροκάματα στα πλούσια σπίτια της κάτω πόλης. Την ευθύνη των παιδιών αναλάμβαναν οι άλλες γυναίκες μαζί με την προετοιμασία του καθημερινού φαγητού.

    Λίγοι από τους απολυμένους  άρχισαν να μετατρέπουν μερικά από τα χέρσα χωράφια της περιοχής σε περβόλια οργώνοντάς τα με προσωπική εργασία, φυτεύοντας όλους τους χρήσιμους σπόρους. Απλώς έπρεπε να περάσει ο αναγκαίος χρόνος για να δρέψουν την πρώτη σοδειά. Ο χαμένος από την κοινότητα κι εθελοντικά απομονωμένος Μαύρος άρχισε να προσφέρει χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα τις ψαριές του, κάτι που εκτιμήθηκε από πολλούς κι ιδιαίτερα από μερικές που τους κυνηγούσε το απωθημένο να τον γνωρίσουν από κοντά καλύτερα.

    Όλα έδειχναν ότι θα ξεπεράσουν αυτήν την κρίση. Για αύριο «έχει ο θεός»

 

6.    Η διάψευση των προσδοκιών

    Όμως η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα δεν κράτησε πολύ. Δεν κύλισε αρκετό νερό στο ποτάμι κι άρχισαν τα όργανα. Μία υπόκωφη σπερμολογία αόριστων φημών για ατασθαλίες και σκοτεινές δαπάνες, ότι κάποιοι από μέσα μασάνε καλά τον κόπο και τον ιδρώτα αυτών που εργάζονται, βρήκαν το μήνα που τρέφει τους άλλους έντεκα. Στις περιπτώσεις αυτές δεν χρειάζεται κόπος να βρουν πρόσφορο έδαφος να φυτρώσουν οι αόριστες φήμες και ν’ αρχίσουν να γίνονται πιστευτές. Λίγη αφορμή θέλουν και φουσκώνουν όπως ο ξεροπόταμος μετά από μια δυνατή μπόρα.

   Σε λίγο εκφράστηκαν με λόγια

   «Τι θα γίνει; Θα δουλεύουμε μόνο εμείς και θα τρώνε το ίδιο κι οι τεμπέληδες, που βρήκαν την ευκαιρία ν’ απλώσουν την αρίδα τους; Δε μπορεί αυτό να συνεχίζεται. Φτάνει πια!»

    Έτσι άρχισαν οι πρώτες αρνήσεις της καταβολής των χρημάτων που έπαιρναν από το εργοστάσιο στο κοινό ταμείο. Μια προσπάθεια του Μήτσου στη διεύθυνση του εργοστασίου να δίνονται όλα τα χρήματα κατευθείαν στο κοινό ταμείο συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση του αφεντικού που επικαλέστηκε νομικούς και γραφειοκρατικούς περιορισμούς.

    Έτσι το σχέδιο της κοινοκτημοσύνης που ξεκίνησε με τόση αισιοδοξία κι όρεξη, που αρχικά φάνηκε ότι θα πετύχει, τελικά τορπιλίστηκε κι έδειξε ότι το μέλλον του δε θα ’ναι πολύ μακρύ. Οι καλές προθέσεις, τα φιλόδοξα σχέδια επί χάρτου δεν είναι και τα ασφαλή κλειδιά για την επιτυχία των στόχων. Η ανάγκη τους οδήγησε εκ των πραγμάτων να βάλουν νερό στο κρασί τους. Υποβλήθηκε  νέα συμβιβαστική πρόταση για μερική και εθελοντική καταβολή του μεροκάματου στο κοινό ταμείο. Το ποσοστό της εισφοράς αφέθηκε στη διάθεση και το φιλότιμο του προσφέροντος.

    Πολύ σύντομα επαληθεύτηκε η ιστορική γνώση ότι δεν αρκούν τα λόγια και τα οργανωτικά μέτρα για την επιτυχία και τη μακροημέρευση μιας συμφωνίας. Τα ελαττώματα του ανθρώπου είναι βαθειά γραμμένα πάνω στα γενετικά του χαρακτηριστικά. Ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στο κοινό ταμείο άρχισε να φυλλορροεί παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια των πρωτεργατών της πρότασης να ευοδωθεί η προσπάθειά. Η φτώχεια γεννάει γκρίνια, η γκρίνια φέρνει τις αιτίες για ξεφύτρωμα νέων διαφορών και το κομπολόι των εντάσεων αποκτά έτσι νέες χάντρες. Μόνο ο Μαύρος αγόγγυστα συνέχισε να προσφέρει στο κοινό συσσίτιο όλη τη ψαριά του χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα.  

    Κάποιοι άρχισαν να φεύγουν από την περιοχή, κάποιοι αφοσιώθηκαν σε νέες ασχολίες κι όλα έδειχναν ότι η πρωτοβουλία πηγαίνει για φούντο. Οι εισροές από άλλες πηγές δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Όπου κάποιος ανακάλυπτε μια τρύπα να κερδίζει χρήματα φρόντιζε περισσότερο για την πάρτη του παρά για το κοινό ταμείο. Δικαιολογητική βάση στη συμπεριφορά τους εύρισκαν στις φήμες που κυκλοφορούσαν, όχι βέβαια φωναχτά, ότι μερικοί έβαζαν το δάκτυλό τους στο μέλι. Για αυτές τις φήμες δεν υπήρχαν βέβαια στοιχεία, αλλά έλα να πείσεις έναν άνθρωπο που αναζητάει  αφορμή να δραπετεύσει από αυτή την υποχρέωση. Μετά από μια αναλυτική συζήτηση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της πρωτοβουλίας του κοινοβίου αποφάσισαν να καταθέσουν τα όπλα.

     Ο κυρ Μήτσος περίλυπος κι απογοητευμένος είπε στη Χρύσα, που είχε αναδειχτεί άξια σύντροφος στην προσπάθεια τόσων ημερών

   «Δυστυχώς Χρύσα, δεν τα λογαριάσαμε σωστά. Ήμασταν περισσότερο αισιόδοξοι από την πραγματική κατάσταση. Και αρκετά αφελείς. Τελικά οι πράξεις των ανθρώπων είναι κατώτερες των ιδεών τους. Ξεκινήσαμε καλά, πιστέψαμε ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά σύντομα διαψευστήκαμε. Αναρωτιέμαι αλήθεια έτσι είναι πάντα η ζωή ή εμείς δεν τα χειριστήκαμε όπως έπρεπε;»

   Η Χρύσα τον άκουγε με προσοχή, αλλά ήταν φανερό ότι δεν συμφωνούσε

   «Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό, Μήτσο, απάντησε η Χρύσα. Απλώς κάτι δεν πήγε καλά στην περίπτωσή μας. Δε δέχομαι αυτήν την κακή μοίρα. Όχι, θα συνεχίσω να πιστεύω στον άνθρωπο και τον αγώνα που πρέπει να κάνει για να βελτιώσει τη ζωή του. Δεν είμαστε καταδικασμένοι από χέρι. Εκεί που χωλαίνουμε είναι η συντροφικότητα, το απαραίτητο κι αναγκαίο αίσθημα αλληλεγγύης. Εδώ πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Μην παραιτηθούμε οριστικά. Τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και με το χρόνο ίσως γίνονται οξύτερα. Ας μείνουμε σε επιφυλακή κι ας προπαγανδίσουμε την ανάγκη για μια νέα προσπάθεια. Δεν μπορώ από τώρα να ξέρω τι μορφή θα έχει αυτή η δεύτερη προσπάθεια, αλλά ας βρίσκεται αυτό το ενδεχόμενο συνεχώς στο μυαλό μας».

   Μετά τη διάλυση του κοινού ταμείου η γειτονιά έχασε τη συνοχή της. Ο καθένας άρχισε να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του κι ίσως κάποιων στενών φίλων ή συγγενών. Η ανεργία αντί να συνενώσει τους ανθρώπους άνοιξε νέα ρήγματα μεταξύ τους.

  Δυστυχώς το συμπέρασμα που βγαίνει είναι: Στην ανέχεια αντί να ενισχύεται η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, αντί να κοιτάξει ο ένας πως θα συμπαρασταθεί τον άλλο, σπάνε οι συνήθεις κοινωνικοί δεσμοί και ο μέσος άνθρωπος κοιτάζει πως θα λύσει το πρόβλημα του σε ατομική βάση. Οπότε σ’ αυτή τη διεκδίκηση μπορεί να οδηγηθεί σε πράξεις αρπαγής και αυτοδικίας. Ξυπνάνε μέσα του τα προπατορικά αμαρτήματα της απληστίας, της πλεονεξίας και του ατομισμού.

          

                                                                              

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                 Η αϋπνία

   Με τον ύπνο δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Αυτή ήταν η εντύπωση του. Οι σκέψεις που τριβέλιζαν αδιάκοπα το μυαλό του δεν τον άφηναν λεπτό ήσυχο. Για να υπερνικήσει αυτό το ελάττωμα χρησιμοποίησε όλες τις παραδοσιακές μεθόδους.

    Όπως για παράδειγμα:  Ηρεμία φίλε μου, μέτρα προβατάκια, πιες πριν ένα ποτήρι γάλα  και τόσα άλλα παραδοσιακά τεχνάσματα. Όμως το αποτέλεσμα ήταν τζίφος! Συνεχές στριφογύρισμα πάνω στο κρεβάτι, αλλαγή θέσης, μαξιλαριών. Ό  ύπνος δεν ερχόταν με τίποτα. Αναβάθμισε τις παρεμβάσεις του. Άρχισε από τα ελαφρά ηρεμιστικά φάρμακα, μετά αύξησε τη δόση τους. Συνέχισε με καθαρά υπνωτικά, χωρίς και πάλι  κανένα αποτέλεσμα. Έχασε κάθε ελπίδα και το πήρε πια απόφαση.

    - Είμαι καταδικασμένος, είπε, να είμαι συνεχώς ξύπνιος.

     Ήταν πια ένα ερείπιο, οι δυνάμεις του είχαν περιοριστεί, οι αντοχές  ήταν κοντά στο λιποθυμικό όριο. Ο γιατρός είχε σηκώσει τα χέρια.

    - Το πρόβλημα είναι δικό σου και είναι ψυχολογικό. Να το ξέρεις! Πρέπει να το λύσεις από μόνος σου!

      Μέσα στο αδιέξοδό του  κάθισε να σκεφτεί το πρόβλημά  από μηδενική βάση. Τι έφταιγε μ’ αυτόν; Τι έκανε ή τι δεν έκανε σε σχέση με τις συνηθισμένες πράξεις των άλλων ανθρώπων. Σε τι ήταν υπερβολικός και σε τι υστερούσε; Πότε το θέμα αυτό άρχισε να τον βασανίζει; Η πρώτη του διαπίστωση ήταν ότι παλαιότερα το πρόβλημα δεν ήταν τόσο έντονο. Αυξήθηκε προϊόντος του χρόνου. Μήπως ήταν συνέπεια του γεγονότος ότι μεγάλωνε; Γιατί τότε το ίδιο φαινόμενο δεν εμφανιζόταν και στους άλλους ανθρώπους; Το συμπέρασμα ήταν να αναζητήσει τη λύση στη μνήμη του.  Συνέβη ενδιάμεσα στο διάβα της ζωής του κάτι το εξαιρετικό, κάτι το ιδιαίτερο; Δεν εύρισκε κάποιο συμβάν. Τα συνήθη σ’ όλους τους ανθρώπους περιστατικά

     Αν ήταν θρησκευόμενος - που δεν ήταν - θα έβαζε το ερώτημα μήπως είναι η θεϊκή τιμωρία για τα αμαρτήματά του, που δε μπορούσε όμως να προσδιορίσει ποια είναι, αλλά ο Θεός που όλα τα βλέπει όλα και τα παρακολουθεί σίγουρα θα ήξερε καλύτερα από αυτόν. Μήπως λοιπόν το κύμα των τύψεων άγνωστων ανομημάτων τον είχε περικυκλώσει από όλες τις μπάντες και τον τυραγνούσε χωρίς έλεος; Στο τέλος κατέληξε ότι είναι μάλλον χαρακτηριστικό ιδίωμα της ιδιοσυγκρασίας του, κάτι που μεταφέρει από τους γεννήτορές του με το DNA του.

      Αλλά όμως πως μπορεί να καταπολεμήσει το αίσθημα της πλήρους εξάντλησης, που τον έχει κατακυριεύσει, ως συνέπεια της συνεχιζόμενης αγρύπνιας του; Τι πρέπει να κάνει για ν’ αποκτήσει φυσιολογική ζωή, να ζει τις μικρές χαρές της γλυκιάς καθημερινότητας.

    Τώρα γλιστρούσε μέρα με τη μέρα στην απομόνωση. Έπρεπε ν’ αντιδράσει, να πάει κόντρα στην κατηφόρα που είχε πάρει, ν’ αγνοήσει κατά το δυνατόν το αίσθημα της αδυναμίας που τον κατέτρεχε.   Αυτό αποπειράθηκε να κάνει με πείσμα, με επιμονή και υπομονή, δίνοντας συνεχώς κουράγιο στον εαυτό του.

     Όλα τα πράγματα όμως έχουν το όριό τους. Δεν είναι μόνο θέμα προθέσεων, είναι και θέμα αντικειμενικών νομοτελειών. Ειπώθηκε πως εκεί που υπάρχει ένα «θέλω», υπάρχει κι ένα «μπορώ». Ναι, αλλά όλα είναι σχετικά. Είναι γεγονός πως η θέληση μπορεί να κάνει θαύματα, αλλά μην είμαστε και υπερβολικοί. Στην περίπτωσή του χρειαζόταν κάτι περισσότερο από θαύμα. Έτσι στη πορεία σκόνταψε, γονάτισε και παραιτήθηκε της προσπάθειας.

    Αποφάσισε να αφεθεί, έστω κι αν καταντήσει φυτό, ένα απόβλητο της ζωής και της κοινωνίας. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και αφέθηκε πλήρως.

   - Αϊ στο διάολο ας πεθάνω! Ο θάνατος θα είναι λύτρωση για μένα, είπε.

     Άπαξ και το αποφάσισε και δε παίδευε πλέον το μυαλό του με το πρόβλημα συνέβη το θαύμα. Κάποια στιγμή χάθηκε, έπεσε σ’ ένα βαθύ ανακουφιστικό και λυτρωτικό ύπνο. Μια ολόκληρη μέρα κοιμόταν χωρίς διάλειμμα και αυτό θα συνεχιζόταν αν οι φυσικές ανάγκες δεν τον υποχρέωναν να ξυπνήσει. Η φούσκα του θα έσπαγε και μια ξεχασμένη όρεξη για φαγητό τον υποχρέωσε να φάει ό,τι πρόχειρο βρισκόταν μέσα στο ψυγείο του. Το μικρό διάλειμμα ανεφοδιασμού ήταν αρκετό. Αμέσως ξανάπεσε στο κρεβάτι λες σε λήθαργο για πολλές ακόμα ώρες. Όταν ξύπνησε για δεύτερη φορά ένιωθε ανάλαφρος ξεκούραστος, αναγεννημένος.

   - Ώρα να επιστρέψω στη ζωή, είπε.

    Και αυτό έκανε.

    Το δίδαγμα που έβγαλε από αυτή την εμπειρία ήταν όσο πιλατεύεις ένα πρόβλημα τόσο πιο πολύπλοκο καταντάει. Τόσο πιο περίπλοκο γίνεται. Άσε τη ζωή μόνη της και τον πανδαμάτορα  χρόνο να δώσει τη λύση. Οι επιστήμονες λένε: Η φύση απεχθάνεται το κενό. Ο ανθρώπινος οργανισμός απεχθάνεται το περιπεπλεγμένο. το μυαλό του ανθρώπου αποφεύγει το μπέρδεμα και την ανακατωσούρα. Ανακουφίζεται όταν κάνει παρέα με το απλό, το ευθύγραμμο, το συνηθισμένο. Χωρίς φιοριτούρες και τερτίπια, χωρίς κόλπα και τεχνάσματα, που διάφοροι ισχυρίζονται πως είναι απαραίτητα.

 

                                                                         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              Η χήρα

    Δεν είχαν πια δικό τους σπίτι. Έτσι πήγαιναν  σε ξένα σπίτια, ως ενοικιαστές. Αυτά κάθε τόσο άλλαζαν, για διάφορους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους. Πάντως όλα  τους ήταν εκεί γύρω στην γειτονιά που είχε γεννηθεί. Η αρχική οικογένεια είχε λιγοστέψει. Ήταν το μόνο παιδί στην οικογένεια, όταν γίνανε νοικάρηδες στο σπίτι της χήρας.

    Αυτή είχε χάσει πρόσφατα τον άντρα της και είχε μείνει έρημη και μόνη με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά. Μη γίνει όμως καμιά παρεξήγηση Δεν ήταν και ανήμπορη. Αντίθετα ήταν πλήρως αυτεξούσια του εαυτού της σε μια εποχή, που η χήρα έπρεπε να είναι σε εθελούσια απομόνωση. Ούτε της έλειπε δα και το μυαλό. Πήρε τα μέτρα της για να λύσει τις βιοποριστικές ανάγκες και μια από τις ιδέες ήταν να χωρίσει το σπίτι πρόχειρα σε δυο μέρη νοικιάζοντας το ένα από αυτά σε τρίτους ενδιαφερόμενους.  Η οικογένεια του ήτανε αυτή, που έκανε σεφτέ στην νέα ρύθμιση των πραγμάτων.

     Δεν είχε προλάβει να χαρεί τον άντρα της. Ένιωθε ακόμα  στα ντουζένια της, είχε έντονες τις ανάγκες της νιότης, αλλά ο στενός κύκλος της γειτονιάς δεν της άφηνε περιθώρια για αταξίες. Η μόνη επιτρεπόμενη και αποδεκτή, από το κοινωνικό περίγυρο, λύση ήταν να βρει έναν άλλο άντρα και να στεφανωθεί. Ένιωθε τις ανάγκες της νέας γυναίκας, αλλά το μητρικό ένστικτο καταπίεζε κάθε άλλη προς το παρόν επιθυμία. Έτσι ζούσε μυστικά το δράμα της, συγκρατώντας με νύχια και με δόντια τις ένοχες επιθυμίες, που την έπνιγαν στον ύπνο και στον ξύπνιο της. 

   Ξαφνικά μέσα στα πόδια της βρέθηκε ένας δεκαπεντάρικο, ζωντανό και δυνατό αγόρι, παιδί των νοικάρηδων, που η παρουσία του μέσα στο σπίτι, της άναψε νέες φωτιές και έκανε πιο έντονες τις φαντασιώσεις της. Υπήρχαν κοινοί χώροι, όπως η εσωτερική αυλή, το πλυσταριό και η τουαλέτα. Οι συναντήσεις ήταν αναπόφευκτες και συχνές.

   Αυτός, μέσα στο κλίμα της εποχής και σε μια κλειστή και εκ των πραγμάτων συντηρητική κοινωνία, ήταν σχεδόν άγουρος από ερωτικές εμπειρίες. Πλήρη και ολοκληρωμένη ερωτική πράξη δεν είχε ακόμα γευτεί. Μόνο κάποια βιαστικά χάδια και μερικά φοβισμένα φιλιά με τα κορίτσια της γειτονιάς ή του σχολείου, όταν βρισκόταν και οι κατάλληλες συνθήκες. Τίποτα παραπάνω. Ούτε πληρωμένος έρωτας με τις πολυάριθμες μπαλκονάτες κοκότες της κάτω πόλης. Κυρίως από έλλειψη χρημάτων, αλλά και από έναν απροσδιόριστο φόβο να μπει στο «σπίτι» και να ανέβει τα σκαλιά μέχρι να συναντήσει την έντονα βαμμένη πουτάνα. 

    Όταν τύχαινε να βρίσκονται κι οι δυο στο στενό διάδρομο του σπιτιού τα σώματά τους σχεδόν ακουμπούσαν. Μετά από λίγες μέρες παρατήρησε ότι αυτή η επαφή γινόταν όλο και πιο έντονη και ίσως κρατούσε περισσότερο χρόνο από πριν Μια φορά είδε ότι δε φοράει τίποτα από μέσα. Κάθε τόσο του έριχνε σαΐτικες ματιές γεμάτες υποσχέσεις. Μια φορά οι ρόγες του στήθους της τρίφτηκαν πάνω στο πρόσωπό του, όταν είχε ανασηκώσει τα πέλματά της προσπαθώντας να φτάσει δήθεν κάτι  που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο από πάνω του.     Όταν ήταν σίγουρη ότι δεν την έβλεπε κανείς άλλος, σήκωνε τολμηρά το μαύρο φουστάνι να του δείξει τα κρυφά κάλλη της ή χάιδευε το στήθος της με την αντίστοιχη ηδυπάθεια. Μια άλλη φορά στο πλυσταριό τη βρήκε γυμνή, αλλά στο διπλανό δωμάτιο ήταν η μάνα του και όταν ακούστηκε η φωνή της τότε φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της κι εξαφανίστηκε στη δική της πλευρά. Οι προκλήσεις ήταν ολοφάνερες. Το μόνο που πρόσεχε ήταν να μη τις καταλάβει κάποιος τρίτος και κυρίως η μάνα του.

       Η ζωή και η σκέψη του σκλαβώθηκε από αυτήν. Δεν ήταν μέχρι τώρα λίγες οι φορές, που στα μοναχικά του ονειροπολήματα η χήρα ήταν η αιτία και η νοερή συντροφιά στον άταιρο μοναχικό του έρωτα

    Μια μέρα βρέθηκαν μόνοι στο σπίτι. Ο πατέρας σίγουρα έλειπε στην καθημερινή δουλειά, η μάνα ήταν ο μόνος κίνδυνος. Τον ρώτησε άμεσα

  «Που είναι η μάνα σου;»

 «Πήγε να δει τη Φεβρωνία»

   Μια φίλη, που την ήξερε και η χήρα.  Ο δρόμος λοιπόν ήταν ανοιχτός. Όλες τις πρωτοβουλίες μέχρι τώρα ήταν δικές της. Αυτός ήταν ένα σκέτο ξυλάγγουρο.

   Τον άρπαξε από το μπράτσο και χώθηκε μαζί του στο πλυσταριό. Περίμενε κι από αυτόν κάποια πρωτοβουλία, αλλά αυτός τίποτα. Άβουλος, παράλυτος και άφωνος. Τον έσπρωξε προς τα πίσω Σα ρομπότ υπάκουσε, χωρίς αντίρρηση. Η πλάτη του ακούμπησε  στον απέναντι τοίχο, δε γινόταν να προχωρήσει πιο πίσω. Αυτή όμως απαιτητική τον έσπρωχνε κι άλλο, αλλά τώρα όχι με τα χέρια της. Αυτά είχαν τυλιχτεί γύρω από τους ώμους του. Η πίεση γινόταν με όλο το σώμα της, κυρίως τους μηρούς της. Η λεπτή και φαρδιά μαύρη φούστα της άφηνε ελεύθερους τους μηρούς να κάνουν επιθετικούς ελιγμούς ανάμεσα στα μπούτια του. Μια θέρμη βιαστική άρχισε να τον κυριεύει. Σ’ όλο του το σώμα. Και να ήθελε να μιλήσει, να πει κάτι το στόμα της απαιτητικό, του σφράγισε το δικό του. Μια γλώσσα λαίμαργη άρχισε να εξερευνά όλο το χώρο.

   Ένιωθε όμορφα, αλλά μαζί και έναν απροσδιόριστο φόβο. Μια σειρά πρωτόγνωρων επιθυμιών λίγο-λίγο τον κυρίευσαν. Το όργανό του είχε ογκωθεί καταλαμβάνοντας όλο το διαθέσιμο χώρο, κάνοντας αντίσκηνο στο παντελόνι. Από ένα σκουληκάκι που ήταν συνήθως, τώρα μεταμορφώθηκε σε έναν κατακόρυφο οβελίσκο, από σκληρό υλικό. Δεν έφτανε μόνο αυτό. Ένα αρπακτικό χέρι άρχισε να το χαϊδεύει ρυθμικά κι αισθάνθηκε ότι σε λίγο ο οβελίσκος θα γίνει πίδακας που θα εκστομίσει το νερό της ζωής. Προσπάθησε να προλάβει το κακό μα ήταν πια αργά. Οι κάνουλες είχαν ανοίξει. Βγάζοντας ένα υπόκωφο βογκητό, ένιωσε μουσκεμένος από μέσα και τα σημάδια δεν άργησαν να φανούν και έξω από το παντελόνι.

  Εκείνη άδραξε το χέρι του και το έχωσε ψηλά μέσα στα μπούτια της. Δεν φορούσε εσώρουχο.

  «Χάιδεψε με! Δυνατά!  Πιο ψηλά… πιο ψηλά. Ναι.. ναι! Τα δάχτυλα σου Μέσα! … Όλα ...κι άλλο ...Ναι αντράκι μου .. πιο γρήγορα. πιο γρήγορα.. Ναι.. Έρχομαι …έρχομαι σου λέω.. ααααχ…!»

   Την ένιωσε αδύναμη να στηρίζεται με όλο της το βάρος πάνω του.

   «Αχ!  Το είχα τόσο ανάγκη. Ήταν ωραίο! Μικρέ μου μπάσταρδε!»

  Του έδωσε ένα ακόμη ρουφηχτό φιλί και τον άφησε σύξυλο. Ο σκοπός είχε τώρα επιτευχθεί.

  Την άλλη μέρα οι δρόμοι τους συναντήθηκαν πολλές φορές μέσα στο σπίτι και με την παρουσία της μάνας του. Περίμενε ένα σήμα, ένα νεύμα, μια νύξη για τα χθεσινά. Αυτό όμως δεν ήρθε ποτέ. Το επεισόδιο στο πλυσταριό ήταν σαν να μην είχε συμβεί καθόλου. Δεν αναφέρθηκε ποτέ στη συνέχεια.

       Ποιες  σκέψεις να περνούσαν από το μυαλό της χήρας ήταν κάτι που ποτέ δεν το έμαθε. Σφίγγα, δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Όταν κάποτε της έκανε μια ευθεία νύξη εκείνη έκανε πλήρως την ανήξερη.   Του έμεινε  απωθημένο ο ανολοκλήρωτος έρωτας μαζί της. Πόσες και πόσες φορές αυτό δεν έγινε στα όνειρά του ή ακόμα χειρότερα μόνος στο ξύπνιο του.   Σε λίγο καιρό ήρθε η εξήγηση της αδιαφορίας της.

        Στο σπίτι ήρθε και εγκαταστάθηκε ένας ώριμος άντρας, που σε λίγο καιρό έγινε και ο επίσημος δεύτερος σύζυγός της. Ποτέ δεν έδειξε να ανησυχήσει αν ο νεαρός κάνει σε άλλους γνωστή τη συμπεριφορά της. Τον έφτυσε πλήρως και αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Το μεγαλύτερο βάσανό του ήταν όταν τα βράδια μέσα από τους λεπτούς τοίχους έφταναν στα αυτιά του τα γεμάτα και παρατεταμένα βογκητά από το διπλανό δωμάτιο. Το έβλεπε άλλωστε στο πρόσωπό της. Ήταν ένα λουλούδι που είχε ξανανθίσει!

  Η τιμωρία του τελείωσε- κατά έναν τρόπο- όταν μετά από δυο μήνες φύγανε νοικιάζοντας άλλο σπίτι.

                                                                        

 

 

 

 

 

                       Ο  α δ υ σ ώ π η τ ο ς   χ ρ ό ν ο ς

 

      Δεν ήταν πια ο αστόχαστος νεαρός των είκοσι πέντε χρόνων, που αφήνει το ίχνος του, σαν τον σκύλο σε κάθε στύλο και γωνιά του δρόμου που περνάει. Τα χρόνια κυλούσανε αδυσώπητα. Έπρεπε να δεχθεί και να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα. Δεν περίσσευε χρόνος για τσιμπιτές περιπετειούλες. Γνωριμίες της μιας βραδιάς, συζητήσεις σε εύκολα και βατά θέματα κι ό,τι ήθελε προκύψει. Ποτά στα μπαρ μέχρι αργά τη νύχτα, φιγούρα και παραλλαγή. Και μετά η νύχτα μπορεί να είναι μεγάλη. Ποτέ δεν ξέρεις τι είδους νέα εμπειρία σου επιφυλάσσει.

     Δε λέω. Όλα αυτά έχουν τις χαρές  και τις όμορφες στιγμές τους. Ρουφάς χωρίς πολλές συνέπειες τη γλύκα της συγκυρίας. Δημιουργείς μια πλούσια φαρέτρα κατακτήσεων, κάνεις ένα νοητό μουσείο αναμνήσεων.

    Να έχεις κάτι, ρε αδελφέ, αύριο όταν δε σε κρατούν τα πόδια σου, μετά το βραδινό τσάι κι αμέσως μετά την κατάποση των αναγκαίων χαπιών. Να φέρνεις επιτέλους στη μνήμη σου και κάτι ευχάριστο. Όχι σαν μερικούς–μερικούς που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μετράνε τις χάντρες στο κομπολόι των χαμένων ευκαιριών. Αυτός τουλάχιστον θα έχει να θυμάται…

      Όμως ως εδώ και μη παρέκει. Τέρμα τα ψέματα! Η ζωή δεν είναι μόνο φρου- φρου κι αρώματα Τι μένει τελικά από τις τέρψεις της στιγμής; Το ρεζουμέ δείχνει μηδέν εις το πηλίκο. Μόνος του αναρωτήθηκε. Πότε άνοιξε μια σοβαρή συζήτηση με τον οποιοδήποτε για τα μπουκωμένα που έχει μέσα του; Πότε ξανοίχτηκε στην ανοιχτή θάλασσα της ουσιαστικής ανθρώπινης επαφής; Μέχρι τώρα άφηνε προσβάσιμο σε τρίτους μόνο ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του. Το υπόλοιπο το φύλαγε σαν πολύτιμο θησαυρό.

    Για ποιον όμως; Είναι φόβος;  Είναι εγωισμός; Μήπως τελικά το υπόλοιπο που έκρυβε είναι ένα τρύπιο άδειο βαρέλι; Ένα κύμβαλο αλαλάζον; Η ζωή σίγουρα δεν είναι μόνο χαρούλες.

     Εντάξει, στάθηκε έξυπνος ή έστω τυχερός κι έλυσε αρκετά νωρίς το πρόβλημα του προσωπικού του βιοπορισμού. Φρόντισε ακόμα να μη χωθεί στη μέγγενη του αδιέξοδου κυνηγητού για ευρύτερο πλουτισμό. Όχι, να του λείπουν οι επιχειρήσεις ή τα εργοστάσια που  απαιτούν σπατάλη χρόνου, αφοσίωση και τελικά σκλαβιά. Κάτι τέτοιο δεν είναι μέσα στους προσωπικούς του στόχους.

    Μπόρεσε ακόμα να ξεπεράσει τη τάση της ματαιοδοξίας, που έχει από τη φύση του ο άνθρωπος, για κοινωνική προβολή και «καταξίωση». Δεν μπήκε στον πειρασμό της ενασχόλησης με τα «κοινά» και τις μοντέρνες «κοινωνικές ευαισθησίες».

     Ήθελε να ρυθμίζει μόνος  τα του οίκου του. Μέχρι τώρα, από δική του επιλογή, το πρόσωπο του δεν το έχει δει ο φακός της τηλεόρασης. Τον ήξεραν πολλοί λίγοι, που τους περισσότερους αυτός είχε επιλέξει. Διάλεγε προσεκτικά τις παρέες του και σ’ αυτές όχι πολλά- πολλά. Απέφευγε τις μόνιμες δεσμεύσεις όπως ο διάολος το λιβάνι. Βέβαια κάπου στην άκρη του μυαλού του ήταν κρυμμένο το μυστικό της ανθρώπινης επιθυμίας για οικογένεια και περισσότερο για ένα δικό του παιδί, «σάρκα εκ της σαρκός» του.

    Μέχρι τώρα το είχε αποφύγει. Κοιτώντας τον καθρέφτη ανακάλυπτε στο πρόσωπό του τα πρώτα σημάδια του χρόνου. Τα μαλλιά του ευτυχώς δεν τον πρόδωσαν, παρέμειναν πεισματικά στη θέση τους. Μόνο κάτι λίγες τρίχες είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν. Σιγά τον πολυέλαιο, μια καλή μπογιά θα λύσει το πρόβλημα.

   Η σκέψη της μόνιμης συντροφιάς που θα μάθαινε και θ’ άντεχε τα χούγια του ήταν μέσα στη σκέψη του. Όμως άκουγε μια εσωτερική προειδοποίηση.

   «Φύγε, εξαφανίσου! Η περιοχή έχει νάρκες κακομοίρη μου».

    Η σκέψη ανυπότακτη γυρίζει σαν επίμονη μέλισσα γύρω από το λουλούδι με τη γύρη. Επιμονή που καταντάει βραχνάς.

     «Άσε αργότερα, έχουμε ακόμα καιρό!»

     «Καλά πότε θα αντιμετωπίσεις, κύριε μου, καταπρόσωπο το πρόβλημα; Όταν γίνεις χούφταλο; Συντροφιά θέλεις ή νοσοκόμα να σου φέρνει στο κρεβάτι τη βούτα για κατούρημα;»

      Κι εκεί που ήταν σίγουρος για το εαυτό του, οχυρωμένος πίσω από ένα σταθερό πλέγμα αρχών η ροπαλιά τον χτύπησε κατακέφαλα και τον έριξε νοκ-άουτ με το πρώτο.  Ήταν τα γλυκά και σεμνά μάτια μιας κοπέλας.  Όταν τα πρωτοαντίκρισε κάτι τον χτύπησε κατακέφαλα σαν καμπάνα της εκκλησιάς μέσα του και τον ταρακούνησε. «Αυτό είναι!» είπε.

    Εκεί που ψιλοκοσκίνιζε τα πάντα, εκεί που ήταν το απόρθητο οχυρό, το ανοξείδωτο μέταλλο, που δε κινδύνευε από τίποτα, εκεί έπεσε μεμιάς αμαχητί, θύμα  καινοφανών επιθυμιών που αναδύθηκαν εντός του κι έπνιξαν όλες τις αντιστάσεις.

     Κυνήγησε το «θήραμα» με πείσμα κι επιμονή, χρησιμοποίησε όλα τα τεχνάσματα, που η ζωή τον είχε διδάξει και στο τέλος πέτυχε το στόχο του. Τα απανωτά βήματα που ακολούθησαν τον μετέβαλαν σε χρόνο ρεκόρ σε ένα τυπικό μικροαστούλη, ευχαριστημένο κιόλας με τις αλλαγές που είχαν συμβεί.

     Όταν μάλιστα άρχισε να μεγαλώνει μέσα στη κοιλιά της γυναίκας του μια νέα ζωή, δημιούργημα και δικό του, που θα αποτελούσε συνέχεια της παρουσίας του στη ζωή, αφοσιώθηκε στη νέα κατάσταση πραγμάτων, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι τα ένστικτα του ανθρώπου είναι τελικά δυνατότερα από προσωρινές βολικές καταστάσεις. Αυτός δεν μπορούσε να αποτελεί μονίμως την εξαίρεση. Κάποια στιγμή θα ερχόταν καταπρόσωπο με τα γεγονότα και θα βρισκόταν ενώπιον της μοίρας του. Και τότε θα επαλήθευε τους σιδερένιους κι αδυσώπητους νόμους της ανθρώπινης φύσης.

 

                                                                                    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου