Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Ο τσαγκάρης της γειτονιάς

                        
  Για λόγους που ποτέ δεν διευκρινίστηκαν πλήρως κάποια μέρα, χωρίς προηγούμενη   ειδοποίηση, την άνοιξη του 1969, μας μετέφεραν από του Αβέρωφ στις φυλακές της Λάρισας. Εκεί, σε σφικτές ημερομηνίες, θα δικαζόμασταν από το τοπικό έκτακτο στρατοδικείο. Τρεις- τέσσερις υποθέσεις άσχετες μεταξύ τους τόσο από άποψη του τόπου της σύλληψης, όσο και του χρόνου που αυτή συνέβη.. Η μόνη λογική εικασία που μπορώ να κάνω είναι η ανάγκη να αποσυμφορηθεί  το κεντρικό στρατοδικείο της Αθήνας από την πληθώρα των υποθέσεων που εκείνη την περίοδο εκδικάζονταν. Οι καταδίκες πέφτανε τόσο εύκολα με συνοπτικές διαδικασίες και τα χρόνια μοιράζονταν σαν καραμέλες. Έτσι βρεθήκαμε στις παλιές φυλακές της Λάρισας. Αυτές είχαν τοίχους χοντρούς σχεδόν ένα μέτρο και  αρχικά χρησιμοποιήθηκαν σαν μπαρουταποθήκη. Από την εποχή της Οθωμανικής εξουσίας.  Τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά από τη γενέτειρά μου τον όμορφο Βόλο.

     Πίσω από την κλούβα της Αστυνομίας και το αυτοκίνητο Ασφαλείας που τη συνόδευε, μέσα σε ένα ταξί ακολουθούσε η Ντόρα, που  είχε βρεθεί τυχαία έξω από τις παλαιές φυλακές Αβέρωφ που τότε μας κρατούσαν, προσπαθώντας μήπως κατορθώσει να με δει στο επισκεπτήριο. Σε λίγο μαζεύτηκαν στη Λάρισα ειδοποιημένοι και λίγοι ακόμα συγγενείς των άλλων συγκροτούμενων.  Μέσα στη φυλακή της Λάρισας είχα απρόσμενες συναντήσεις ανθρώπων, γνωστών  από τα παιδικά μου χρόνια.

    Πρώτα ο Βαγγέλης, ο κουνιάδος της αδελφής μου, που ήταν μέσα για χρέη στην Αγροτική τράπεζα. Εθνικόφρονες όλοι  στην οικογένεια του δεν κινδύνευαν βέβαια  από τη Χούντα, αλλά ήταν και τα χρέη στην  Τράπεζα, που τότε δε χάιδευε τους πελάτες της. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Σε δυο μέρες έγινε μια προσωρινή μερική τακτοποίηση των χρεών και ο Βαγγέλης αποφυλακίστηκε. Δυστυχώς όμως δεν τον ξανάδα γιατί όταν μετά από χρόνια βγήκα από τη φυλακή ο άτυχος Βαγγέλης είχε σκοτωθεί σε αγροτικό ατύχημα. Ανατράπηκε το τρακτέρ πάνω στη γεωργική απασχόλησή του και τον πήρε από κάτω, αφήνοντας ορφανή όλη την οικογένεια του.

   Μια δεύτερη περίπτωση ήταν ένα νέο παιδί, συνομήλικο με μένα που τον ήξερα απλώς φατσικά από παλαιά και που τώρα τον έβλεπα να είναι σε άθλια κατάσταση. Αδύνατος, λες ετοιμόρροπος, τον πρόσεξα όταν στήθηκε απέναντί μας μ’ ένα κουτάλι άδειο και προσποιούνταν ότι το γεμίζει με το δάκρυ του και στη συνέχεια το καταπίνει. Εμείς είχαμε εμπρός μας του κόσμου τα καλούδια που μας έφεραν απ’ έξω οι δικοί μας. Του είπα αμέσως:

  « Γκέλμπουρντά!  Έλα κοντά να φας!»

       Δεν ήθελε παρακάλια, ήρθε αμέσως και τίμησε δεόντως το τραπέζι μας.

    Με την ευκαιρία αυτή θέλω εδώ να πω για την αυθόρμητη ατμόσφαιρα αλληλεγγύης που δημιουργείται στη φυλακή μεταξύ των κρατουμένων. Η κοινότητα των προβλημάτων, η κοινή δεινή θέση, η στέρηση στοιχειωδών αναγκών; Όλα!  Συνυπάρχουν μαζί με  τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς, την έμφυτη τάση του ανθρώπου για εξουσία πάνω στους υπόλοιπους. Όμως ένα είναι σίγουρο. Να αναφερθεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.  Ο  ιδιαίτερος σεβασμός, που δείχνουν οι ποινικοί απέναντι στους πολιτικούς κρατουμένους κάτι που χάιδευε τη ματαιοδοξία και μας τιμούσε. Υπήρξαν και περιπτώσεις που αυτό μας βόλευε. 

    Δε θυμόμουν το όνομα του, αλλά η συζήτηση τόφερε από μόνη της

   «Γιατί είσαι μέσα»

   «  Έκλεψα το παγκάρι του Αγίου Κωνσταντίνου!»

  Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι η παραλιακή εκκλησία στο Βόλο.

  «Σε έπιασαν επ’ αυτοφώρω;»

  « Όχι, με έπιασαν λίγο αργότερα, μέσα στο πάρκο».

   «Μα πώς;»

   «Όλα τα κέρματα τα είχα σε μια τσέπη και ήταν πολύ φουσκωμένη. Ο μπάτσος που με συνέλαβε είπε ότι έγερνα από τη μια μεριά!» 

    Κωμικοτραγικές καταστάσεις, αλλά να είστε σίγουροι ότι όλα υπάρχουν σ’ αυτή τη ζωή! Το τραγικό ερώτημα, που βάζω στον εαυτό μου είναι αν ο νεαρός μπόρεσε στη συνέχεια να επιζήσει. Ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση και δεν είμαι σίγουρος για τίποτα και δεν ξέρω τελικά.

    Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση ήταν ο τσαγκάρης της γειτονιάς μας.  Από άλλους συγκρατούμενους, έμαθα ότι είχε ασελγήσει σε ένα μικρό αγοράκι στο Βόλο, «άθλημα» διαδεδομένο εκείνη την εποχή και τις περισσότερες φορές ατιμώρητο, γιατί  για διάφορους λόγους δε γινόταν εκείνη την εποχή η αυτονόητη σήμερα καταγγελία. Του έκανα την απαραίτητη από μέρους μου λεκτική επίθεση. Μου απάντησε:

  « Λευτέρη εσύ είσαι μορφωμένο παιδί!  Πιστεύεις ότι μπορεί να έκανα ένα τέτοιο πράγμα;»

 Δυστυχώς για αυτόν όμως το πίστευα. Είχα άλλωστε από παλαιά πληροφορίες για το ποιόν του. Όταν κατάλαβε, κυρίως από το ύφος μου, ότι οι δικαιολογίες του δεν περνάνε άλλαξε βιολί και με θράσος μου πέταξε.

  « Μα καλά Λευτέρη, τι έκανα; Αγιασμένο πράμα από το Θεό. Ο ίδιος ο Χριστός δεν είπε: Άφες τα παιδία ελθείν προς με ! Εκείνο το ελθείν ο Δάσκαλος το περιόρισε καθόλου χριστιανέ μου; Το περιόρισε ή το άφησε μέχρι εκεί που τραβά η ψυχούλα σου; Αλλά τι περιμένεις; Νόμοι φτιαγμένοι από ανθρώπους! Ο ισαπόστολος Παύλος δεν ηράσθη σφόδρα τον νεαρό Τιμόθεο; Δεν του έγραψε επανωτές ερωτικές επιστολές; Γιατί αυτόν δεν τον κατηγορούν και τον αναγόρευσαν ισαπόστολο;

   Το παραλήρημά του συνεχίστηκε,  όμως δεν είχε νόημα να δώσω μέσα εκεί οποιαδήποτε άλλη μάχη. Ήταν και αυτός συγκρατούμενος. Δεν έμαθα τι απέγινε και αυτός.

    Με συνοπτικές διαδικασίες έγιναν οι δικές μας δίκες. Αρπάξαμε τα μπόλικα χρονάκια μας χωρίς πολλά- πολλά. Στο στρατοδικείο «δώσαμε την μάχη μας» μπροστά σ’ ένα αδιάφορο έως εχθρικό ακροατήριο που απαρτιζόταν κυρίως από χωροφύλακες. Οι μόνοι πολίτες ήταν οι λιγοστοί συγγενείς μας.

 Με την κλούβα επιστρέψαμε σε λίγες μέρες στις φυλακές Αβέρωφ.

    Ο κύκλος αυτός είχε κλείσει! 

          Νοέμβρης 2008

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου