Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

 Οι περιπέτειες των απλών ανθρώπων

Αναζήτηση εργασίας

Πρέπει να βρω δουλειά. Με κάθε θυσία. Μια οποιαδήποτε τέλος πάντων απασχόληση που θα μου εξασφαλίζει τα στοιχειώδη και δε θα είμαι πλέον βάρος στους δικούς μου. Έχω σιχαθεί τον εαυτό μου να ζητάει ακόμα χαρτζιλίκι, είκοσι τριών χρονών μαντράχαλος, από τους γονείς. Δεν έχω απ’ αυτούς  κανένα παράπονο. Ξέρω ότι αυτά που μου δίνει ο πατέρας δεν είναι από κανένα ανύπαρκτο  περίσσευμα. Κόβει από δικές του ανάγκες για να μη μου χαλάσει το χατίρι. Και μερικές φορές τσιμπάω και κάτι από τη μάνα μου, ενώ γνωρίζω  τις αιματηρές οικονομίες που κάνει για να τα βγάζει πέρα.

Κι όλα αυτά γιατί πιέζομαι από τη φιλική παρέα μου, που οι περισσότεροι δεν έχουν το δικό μου κωλοσφίξιμο. Οι προτιμήσεις τους είναι δαπανηρές και πολλές φορές υπερβαίνουν των προσωπικών μου δυνατοτήτων. Τότε βρίσκω μια σειρά ψεύτικες δικαιολογίες να μη συμμετέχω. Είμαι άρρωστος, θα λείπω σε ταξίδι κι άλλα παρόμοια ψέματα, Όμως με ενδιαφέρει να μην εμφανιστώ στους άλλους ως ο φτωχός συγγενής και μέχρι τώρα δεν έχω επικαλεστεί ποτέ  την οικονομική αδυναμία μου να τους ακολουθήσω. Γιατί; Ματαιοδοξία; Δεν ξέρω. Είναι μια αυτόματη αντίδραση προσωπικής αξιοπρέπειας. Ίσως κακώς εννοημένης.  Όμως η αλήθεια να λέγεται. Τα πράγματα έχουν  σφίξει και προσεγγίζει η ώρα των αποκαλυπτηρίων. Ενημέρωσα τους δικούς μου για την επιθυμία να βρω μια εργασία. Στην πρόθεση μου αυτή συνάντησα  την απόλυτη επιδοκιμασία τους. Χάρηκαν κατ’ αρχή, μα κι αυτοί έξω από τα πράγματα, σήκωσαν τα χέρια. Ο πατέρας, μου το είπε καθαρά

«Δεν έχω πια επαφές Γιώργο αγόρι μου. Ένας απλός συνταξιούχος είμαι. Η επιχείρηση που δούλευα έκλεισε λόγω οικονομικού αδιεξόδου και το αφεντικό, που πράγματι με εκτιμούσε και τον εκτιμούσα, έφυγε πικραμένο πρόσφατα απ’ τη ζωή. Πλησιέστερα προς την αλήθεια θα ήταν  να έλεγα ότι έσκασε από τη στεναχώρια του. Να απευθυνθώ σε πολιτικά πρόσωπα, μου είναι αδύνατον. Το απέφυγα σ’ όλη μου τη ζωή και δε θα το κάνω τώρα στα γεράματα.  Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο. Αν εσύ το αντέχεις πήγαινε»

Κι ο ίδιος σε κόμματα και βουλεφτάδες δε διανοήθηκε ποτέ ν’ απευθυνθεί. Ξέροντας την κρίση που διέρχεται η χώρα και τις χιλιάδες των ανθρώπων που αναζητούν εργασία, είχα ψαλιδισμένες τις ελπίδες. Μα έπρεπε να εξαντλήσω όλες   τις πιθανότητες. Πήρα σβάρνα μπαρ, καφενεία, ταβέρνες, εστιατόρια ζητώντας μια οποιαδήποτε απασχόληση. Υπήρξαν κάποιες θετικές αντιδράσεις, αλλά όταν άρχιζε η συζήτηση για το ωράριο και τους όρους αμοιβής η ατμόσφαιρα έδειχνε σαφώς την κοροϊδία του πράγματος. Η καλλίτερη προσφορά που μου έγινε ήταν. Τέσσερις μέρες τη βδομάδα -συμπεριλαμβανομένου πάντα του Σαββατοκύριακου - από το μεσημέρι στις 2 έως το βραδινό κλείσιμο με μηνιαία αμοιβή 250 ευρώ στο χέρι καθαρά χωρίς κρατήσεις. Το αφεντικό του μαγαζιού, σε φιλικό τόνο  μου εξήγησε  αναλυτικά

«Άκουσε παιδί μου. Θα έχεις και τα φιλοδωρήματα των πελατών κι η συνολική αμοιβή θα είναι πολύ καλύτερη. Όμως να το ξεκαθαρίσω. Μπλεξίματα με ασφαλιστικά ταμεία μην περιμένεις. Στο λέω καθαρά από την αρχή για να μην έχουμε στο μέλλον μπελάδες. Αν κάποια στιγμή έρθουν στο μαγαζί οι κρατικές ρουφήχτρες για έλεγχο θα κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι και θα κάνεις τον πελάτη. Άκου παιδί μου για να καταλάβεις που βρισκόμαστε. Οι δουλειές είναι γενικά πεσμένες. Η αγορά βογκάει στα χρέη, η ανεργία βρίσκεται στα ύψη και οι προσφορές για να δουλέψουν άνθρωποι είναι πολλές. Οι τιμές μας αναγκαστικά προσαρμόστηκαν στις νέες οικονομικές συνθήκες και το περιθώριο του κέρδους έχει δραστικά συμπιεστεί. Απλώς εσύ μου καλοφάνηκες και σου έκανα την πρόταση. Σκέψου το κι έλα αύριο να μου πεις την απόφασή σου. Βλέπεις ένας από τους σερβιτόρους μου έφυγε χθες για φαντάρος και ο τομέας του καλύπτεται προσωρινά από τους υπόλοιπους»   

Σε πρώτη φάση,  η πρόταση μου φάνηκε σκέτη κοροϊδία. Μα συνειδητοποιώντας τη γενική  κατάσταση και  με τη προσωπική πίεση μεγάλη  δε με έπαιρνε να ψιλοκοσκινίζω  τα πράγματα. Θα δεχόμουν, έστω προσωρινά και σίγουρα θα είχα τα μάτια μου ανοιχτά στην αναζήτηση μιας καλύτερης ευκαιρίας. Το πρόβλημα ήταν ότι τα Σαββατοκύριακα θα ήταν πάντα κλεισμένα. Αυτό δε μου άρεσε. Βεβαίως θα είχα τρία βράδια ελεύθερα και όλα τα πρωινά. Θα πρέπει να ενημερώσω κάποιους τουλάχιστον από την παρέα και οπωσδήποτε τη Φιλιώ με την οποία γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά. Εκτιμά ο ένας τον άλλο και ειδικά για τη Φιλιώ από χρόνια έτρεφα αισθήματα βαθύτερα από μια απλή φιλία, μα ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να της το ομολογήσω. Ίσως φοβούμενος την πιθανή άρνησή της. Έτσι το θέμα έμενε σε εκκρεμότητα.

Ενημέρωσα  τους γονείς μου για την πρόταση και ήταν αρκετά συγκαταβατικοί.

«Καλά έκανες! Πήγαινε γιε μου και βλέπεις. Για μένα το να κάθεσαι και να μην κάνεις τίποτα, είναι χειρότερο από οποιαδήποτε εργασία» μου είπε ο πατέρας.

Την άλλη μέρα πήγα στο αφεντικό και του δήλωσα πως δέχομαι τους όρους του.

Εκείνος του απάντησε 

«Από αύριο αρχίζεις. Θα έχεις στην ευθύνη σου αυτά τα τέσσερα τραπέζια. Εσύ  θα εξυπηρετείς τους πελάτες. Υπάρχουν κάποιες γενικές υποχρεώσεις που τις διεκπεραιώνουν όλοι μαζί ή με συμφωνημένη εναλλαγή μαζί  τους. Οι σερβιτόροι, μαζί με σένα, είστε τέσσερεις  και καλό θα είναι να συνεργάζεσαι μαζί τους. Με την κουζίνα, τις προμήθειες και την ετοιμασία των φαγητών εσύ δε θα μπλέξεις. Υπάρχουν άλλοι γι’ αυτές τις δουλειές. Εσείς οι τέσσερεις θα είστε υπεύθυνοί για το χώρο, που κινούνται οι πελάτες. Καθαριότητα, τακτοποίηση τραπεζιών, οι καρέκλες να μπουν στις θέσεις τους και το κυριότερο. Ευγένεια κι εξυπηρέτηση του πελάτη. Όταν αύριο έρθεις θα σε συστήσω στους άλλους. Εύχομαι να έχουμε ήρεμη και διαρκή συνεργασία»

Οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν ευγενικός μαζί μου. Με ενημέρωσε για τις υποχρεώσεις μου και οι όροι της μεταξύ μας συνεργασίας ήταν από την αρχή ξεκάθαροι. Μπήκα στη θάλασσα κι έπρεπε να κολυμπήσω.

Χωρίς να το επιζητώ, καθώς βγήκα από το μαγαζί, το μυαλό μου έκανε μια αναδρομή στα χρόνια που πέρασαν. Κι αυτό καθώς σεργιάνιζα στο διπλανό πάρκο, καθυστερώντας επίτηδες την επιστροφή μου στο σπίτι. Μια ζωή έζησα μέσα στην ασφάλεια και τη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας. Μοναχογιός, από νωρίς είχα πάνω μου στραμμένη όλη την προσοχή και τη φροντίδα των γονέων μου  Ο πατέρας μου, διστακτικός στις διαχύσεις και τα λόγια, είχε ολημερίς την έγνοια μου. Πάντα από μικρός με αντιμετώπιζε σαν να είμαι ώριμος και μου μετέδωσε δια του παραδείγματος τα καθαρά στοιχεία του χαρακτήρα του. Η μάνα μου ήταν η αγκαλιά που χουχούλιαζα όταν κάτι δεν μου πήγαινε καλά.  Η μόνη έγνοια της ήταν να μη μου λείψει κάτι. Φρόντισαν για το σχολείο, αλλά πρέπει να το ομολογήσω χωρίς ντροπές δεν ήμουν και φανατικός μαθητής. Κινούμουν στο μέσο όρο της τάξης, περνούσα εύκολα τις τάξεις και κάποια στιγμή, χωρίς καθόλου να δυσκολευτώ πήρα το απολυτήριο του Λυκείου. Πιο πέρα δε δοκίμασα κι οι δικοί μου δε με πίεσαν στον τομέα αυτό. Εκείνη την εποχή ο πατέρας μου ακόμα εργαζόταν και τα λεφτά που έβγαζε ήταν αρκετά για το τρένο και το ρυθμό της ζωής μας. Όταν πήγα να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία βρέθηκα για πρώτη φορά έξω από την οικογενειακή εστία για μεγάλο σχετικά διάστημα και τότε εκτίμησα πιο καθαρά τη φροντίδα που είχα στο σπίτι. Ναι, με είχαν καλομαθημένο και δεν οπλίστηκα με γνώσεις και πρακτικές ικανότητες να βγάζω μόνος το ψωμί μου. Δε θέλω να κάνω κριτική στον πατέρα και τη μάνα. Αυτοί πάντα με φρόντιζαν. Εγώ ώριμος πια δε φρόντισα να μάθω καμιά χρήσιμη τέχνη. Κάθισα πάνω στην ασφάλεια και την άνεση που μου εξασφάλισαν οι δικοί μου και κατάντησα στην ουσία ένας κηφήνας. Πρέπει πια να ενηλικιωθώ. Να κάνω δραστική αλλαγή στις προτεραιότητες που έβαζα μέχρι τώρα στην καθημερινότητά μου

 

Οι πρώτες εντυπώσεις

 

Δύο παρά τέταρτο ήμουν στον τόπο της εργασίας. Το αφεντικό με σύστησε στους συνεργάτες και πιάσαμε αμέσως δουλειά. Οι πελάτες έρχονται συνήθως μετά τις πέντε. Ήταν άνοιξη και ο Ντίνος που ήταν ο παλαιότερος σερβιτόρος πήρε την πρωτοβουλία. Τον ενημέρωσε για την όλη διαδικασία με κάθε λεπτομέρεια και στο τέλος πρόσθεσε

«Μη στεναχωριέσαι. Αφού δεν έχεις προηγούμενη εμπειρία στην αρχή θα κάνεις και λάθη. Μα δε χάλασε κι ο κόσμος. Σε λίγες μέρες θα στρώσεις. Πάντως για όποια απορία έχεις, μπορείς χωρίς δισταγμό να με ρωτάς. Σε ένα καζάνι όλοι βράζουμε, για το μεροκάματο παλεύουμε για να ζήσουμε τις οικογένειές μας και χρειάζεται αλληλοκατανόηση και συνεργασία. Α, μην το ξεχάσω. Άφησε την περηφάνεια σου έξω απ’ το μαγαζί. Πρέπει να είσαι υπομονετικός με τους πελάτες. Το μότο του αφεντικού είναι «Ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο». Να σου πω κάτι; Τελικά έχει δίκαιο Δε στερεώνουν αλλιώς οι δουλειές μας τόνισε»

Ένιωσε καλά με όλη τη συναδελφική συμπεριφορά του Ντίνου κι αυτό ήταν μια θετική ώθηση για τη συνέχεια. Πράγματι σε λίγο στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν πελάτες και όλοι οι σερβιτόροι να κινούνται πάνω κάτω, παίρνοντας παραγγελίες και μεταφέροντας σερβίτσια και φαγητά. Δεν το είχε ποτέ σκεφτεί, ως πελάτης σε ένα τέτοιο μαγαζί, το ζόρι που τραβούν οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί μέσα να φέρουν σε πέρας και σωστά όλη την υποχρέωση. Καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα ένιωθε βαριά τα πόδια του και το κεφάλι του καζάνι. Τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε πόσο δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο. Κατά τις δυο η ώρα τη νύχτα έφυγε από το μαγαζί πτώμα στην κούραση, αλλά πεισματωμένος και με σταθερή την απόφαση να συνεχίσει. Μέσα στην τσέπη του κουδούνιζαν τα κέρματα από τα φιλοδωρήματα. Τίποτα το ιδιαίτερο, μα ούτε κι αμελητέο. Η μάνα του γεμάτη αγωνία τον περίμενε ξύπνια στο σπίτι με έτοιμο φαγητό. Της είπε ότι έφαγε στη δουλειά κι έπεσε κατευθείαν ψόφιος για ύπνο. Το πρωί ξύπνησε αργά και με όλο το σώμα του πιασμένο, αλλά με την οριστική απόφαση να συνεχίσει απτόητος την εργασία

 

Μάθημα ζωής

 

Μέρα με τη μέρα συνήθιζε το νέο ρυθμό ζωής και κάποιες μικρές γκάφες που έκανε καλύφτηκαν από τη συναδελφική αλληλεγγύη των άλλων σερβιτόρων. Μερικούς αγενείς πελάτες εύκολα τους αγνόησε κοιτώντας μόνο τη δουλειά του. Μέσα στον πρώτο μήνα είχε γίνει ξεφτέρι.  Όταν πήρε τον πρώτο μισθό γεμάτος περηφάνια αποπειράθηκε να τον δώσει στους δικούς του. Ο πατέρας του ήταν αρνητικά  κάθετος

«Όχι αγόρι μου. Αυτά είναι δικά σου λεφτά. Τα έβγαλες με τον ιδρώτα σου και είμαι περήφανος για σένα. Αγόρασε κάνα ρούχο να βάλεις πάνω σου. Ας έχεις κάποια λεφτά στην τσέπη σου. Νέο παιδί είσαι»

Στο διάστημα αυτό είχε εκ των πραγμάτων εξαφανιστεί από την παρέα και σε κάποια τηλεφωνήματα που του έγιναν από φίλους έδωσε κάποιες αόριστες μα καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις ότι έχει κάποιες έκτακτες απασχολήσεις αυτό το διάστημα. Όμως η ώρα της αλήθειας πλησίαζε κι έπρεπε να γίνουν αντρίκια και καθαρά οι πρέπουσες εξηγήσεις. Προτεραιότητα έδωσε στη φίλη του Φιλιώ. Τηλεφωνικά έκλεισαν ραντεβού ένα βράδυ, αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει μαζί της πλήρως το τοπίο. Πράγματι όταν βρεθήκαν οι δυο τους πρώτον της είπε αναλυτικά για την εργασία και τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή τη λύση. Στη συνέχεια ευκαιρίας δοθείσης πήρε το θάρρος και της εξομολογήθηκε για τα αισθήματα που από χρόνια τρέφει για την ίδια.  Τι περίμενε όμως; Δε βρήκε κανέναν ενθουσιασμό από μέρους της, μα ούτε και καμιά ευθεία άρνηση. Το μόνο που η Φιλιώ ψέλλισε ήταν πως την αιφνιδίασαν όλα αυτά και ότι θέλει χρόνο να σκεφτεί. Αυτός ρεαλιστής  το εισέπραξε ως χυλόπιτα. Μέσα του αισθάνθηκε  η πόρτα αυτή με τη Φιλιώ και την παρέα γι’ αυτόν έκλεισε οριστικά και με πάταγο.  Τα έβαλε όλα κάτω. Σκέφτηκε τις προοπτικές που έχει στη σημερινή του απασχόληση. Δε γίνεται μια ζωή να τη βγάλει ως σερβιτόρος. Κάποια στιγμή πρέπει να βρει κάτι πιο σταθερό και συγχρόνως να έχει προοπτικές εξέλιξης στο μέλλον. Με ανθρώπινο ωράριο πέντε ημερών και τα σαββατοκύριακα δικά του. Μετά είναι και η ασφαλιστική κάλυψη. Καλά σήμερα δεν πιέζεται. Είναι νέος και υγιής, μα αν έρθει κάτι έκτακτο τι θα γίνει; Στο μέλλον κάποια στιγμή  θα θέλει λογικά να  δημιουργήσει οικογένεια.  Τότε οι ανάγκες δεν θα είναι παιχνίδι. Θα πρέπει να έχει τα μάτια και τ’ αυτιά του ανοιχτά να εκμεταλλευθεί την όποια ευκαιρία του παρουσιαστεί. Τότε μια λάμψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Για πρώτη φορά σκέφτηκε  το εξής ενδεχόμενο.

Ο αδελφός της μάνας του, ο θείος Νίκος, ήταν υδραυλικός και δούλευε με εργολάβους σε νέες οικοδομές, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία και πάσης φύσεως οικοδομικές εργασίες. Ήταν μικρότερος από τη μάνα του και είχε δικό του σπίτι. Μήπως μπορούσε κι αυτός να προσκολληθεί δίπλα του ως μαθητευόμενος και σιγά σιγά να μάθει την τέχνη; Γιατί όχι; Ο θείος Νίκος τον αγαπούσε κι αν υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα δε θα έλεγε όχι. Ενημέρωση για τη νέα του επιθυμία τη μάνα του κι αυτή συμφώνησε να βολιδοσκοπήσει τον αδελφό της

Στην ταβέρνα είχε πια συμπληρώσει ένα εξάμηνο και είχε μάθει όλα τα χούγια της δουλειάς. Το αφεντικό  ήταν ευχαριστημένο μαζί του, μόνο που προοπτικές διαφοροποίησης δεν υπήρχαν στον ορίζοντα. Οι συνθήκες ήταν δεδομένες και οι προοπτικές εξέλιξης ανύπαρκτες. Έπρεπε να αναζητήσει αλλού λύσεις. Η μάνα του σύντομα τον ενημέρωσε για την αντίδραση του θείου Νίκου.

«Κι αυτός είπε θέλει να σε δει από κοντά να το συζητήσετε. Σε περιμένει την Κυριακή το πρωί στο σπίτι του. Να πας, παιδί μου, Να πας»

 

Η στροφή

 

Ο θείος Νίκος ήταν σαρανταπεντάρης εργένης και ζούσε μόνος σε μια μονοκατοικία, που είχε έγκαιρα αγοράσει και με τη γενική ανακαίνιση που της είχε κάνει, ήταν πρώτης τάξεως κατοικία εξοπλισμένη με όλα τα κομφόρ. Την καθορισμένη ώρα ήταν εκεί στο ραντεβού. Ο θείος του τον υποδέχτηκε με χαρές. Αφού είπαν τα προκαταρτικά και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του έκανε, στο τέλος ο θείος του του είπε

«Γιωργάκη μεγάλωσες κι ανδρώθηκες πια. Χάρηκα όταν έμαθα από τη μάνα σου ότι εδώ και μήνες εργάζεσαι σκληρά. Η αδελφή μου μου είπε την επιθυμία σου. Κοίταξε Γιώργο. Είσαι ο μοναχογιός της αδελφής μου και σε θεωρώ και λίγο σαν δικό μου παιδί. Έτσι θέλω από την αρχή να σου ξεκαθαρίσω τις συνθήκες, που θα αντιμετωπίσεις και να πάρω από σένα τη διαβεβαίωση ότι θα τ’ αντέξεις. Εγώ ξεκίνησα στα δεκαοκτώ μου δίπλα στον μαστρο-Μίλτο σε συνθήκες δουλοπαροικίας, μα έκανα υπομονή γιατί ο βασικός μου στόχος ήταν να μάθω την τέχνη και τους ανθρώπους του κλάδου των οικοδομών. Υπέφερα πολύ για χρόνια, μα στο τέλος πέτυχα το στόχο μου. Είσαι αποφασισμένος εσύ ν’ αντέξεις αυτές τις συνθήκες; Θα σε πάρω μαζί μου στις δουλειές, μα να ξέρεις σε συμφέρει να μην αναφερθεί καθόλου προς το παρόν η συγγενική μας σχέση γιατί τότε σε όλους τους άλλους που δουλεύουν μαζί σου θα σε κυνηγά το στίγμα ότι εδώ που βρίσκεσαι δεν το οφείλεις στην προσωπική σου αξία, αλλά στο μέσον που σε έφερε στο χώρο. Βέβαια εγώ θα έχω την έγνοια σου και οποιαδήποτε στιγμή αν αντιμετωπίσεις κάποιο μεγάλο πρόβλημα θα έρχεσαι να με ενημερώνεις εγκαίρως για να παρέμβω. Στην ομάδα που δουλεύει μαζί μου, ο Μπάμπης είναι άνθρωπος της πλήρους εμπιστοσύνης μου και καλός τεχνίτης για να σου μάθει τα πρώτα μυστικά της δουλειάς. Βλέπεις εγώ ενώ  παρακολουθώ την πορεία κάθε εργασίας,  δεν είμαι συχνά μέσα στο εργοτάξιο γιατί έχω κι άλλες ευθύνες. Όπως την αναζήτηση νέων εργασιών με τους εργολάβους συνεργάτες μου, τη διαπραγμάτευση της αμοιβής, τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Βεβαίως έχω και συνεργάτη για όλες αυτές τις γραφειοκρατικές δουλειές. Εσύ όμως πρέπει να μπεις προς το παρόν εξολοκλήρου μέσα στην οικοδομή με πείσμα και σιγά-σιγά να ψηθείς στην ατμόσφαιρα και τα μυστικά του επαγγέλματος. Κι αυτό να ξέρεις δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται πείσμα κόπο, χρόνο και υπομονή. Είσαι λοιπόν διατεθειμένος  γι  αυτές τις συνθήκες και είσαι αποφασισμένος να δώσεις την προσωπική σου μάχη;»

Όση ώρα ο θείος μου μιλούσε τον άκουγα με προσοχή και ήξερα ότι εναλλακτική λύση δεν υπάρχει.  Έτσι η απάντησή μου ήταν άμεση και θετική

«Ναι θείο Νίκο. Είμαι αποφασισμένος και θα δώσω τη μάχη. Ένα μόνο ζητώ. Όταν προχωρήσω στη δουλειά και τη μάθω, όταν με δεχτεί το περιβάλλον σαν ένα άξιο μέλος της ομάδας θέλω τότε να πω ότι είμαι ανιψιός σου»

Ο θείος χαμογέλασε ευχαριστημένος και η απάντησή του ήταν

«Μη φοβάσαι! Σε αυτήν την αναγγελία θα σε προλάβω εγώ. Μόνο θα χρειαστείς κάποια ρούχα της δουλειάς. Δε θα παρουσιαστείς εκεί σαν ένας  γραφιάς. Βλέπω ότι είσαι στις διαστάσεις περίπου σαν και μένα και θα σου δώσω μερικά ρούχα της δουλειάς από τα δικά μου. Θα συνεννοηθώ με τον Μπάμπη και σ’ αυτόν θα παρουσιαστείς στην οικοδομή που τώρα δουλεύουμε. Πότε θες ν’ αρχίσεις;»

« Κανονικά από αύριο, αλλά δεν το θεωρώ τίμιο να τα παρατήσω χωρίς να ενημερώσω το προηγούμενο αφεντικό μου. Δεν είσαι σωστό να τον αφήσω στα κρύα του λουτρού χωρίς προειδοποίηση. Σήμερα είναι Κυριακή. Λέω την Τετάρτη»

«Ωραία!»

Του έδωσε τη διεύθυνση του εργοταξίου και κατέληξε

«Εγώ θα έχω ενημερώσει το Μπάμπη. Στις επτά το πρωί να είσαι  εκεί. Μ’ ακούς ;»


 Η παρέα συνεχίζει απτόητη

Ήταν μαζεμένοι στο μπαρ του Συντάγματος, τόπος αρχικής συνάντησης της παρέας. Εκεί που προγραμμάτιζαν κάθε φορά τις επόμενες εξορμήσεις τους. Έπιναν τα πρώτα ποτά και σχολίαζαν τα νέα των άλλων μελών της παρέας, που είχαν καθυστερήσει ή έλειπαν τον τελευταίο καιρό . Το κουτσομπολιό είναι για ετερόφωτα άτομα, που δεν έχουν δική τους σκέψη, τρόπος ζωής και ικανοποίησης των απωθημένων τους. Ιδιαίτερα  όταν μπουν στη μέση αρνητικά στοιχεία για τον άνθρωπο που σχολιάζεται. Τότε πέφτουν, ως ύαινες, να κατασπαράξουν το θύμα, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο αντλούν δύναμη για τον εαυτό τους. Ενισχύουν τη δική τους μετριότητα. Στην πραγματικότητα όλη η προσπάθεια είναι μάταιη

 Ακόμα δεν είχε καταφτάσει στο μπαρ η ψυχή της παρέας, το πλουσιόπαιδο ο Άκης. Αυτός είχε πάντα στη τσέπη του μεγάλα ποσά και εύκολα, με βάση αυτό το όπλο, επηρέαζε αρκετούς απ’ τους υπόλοιπους. Το χρήμα του έδινε έναν αέρα πρωτοκαθεδρίας ανάμεσα στους άλλους, παρά το γεγονός ότι κάποιοι δε συμφωνούσαν και εποφθαλμιούσαν οι ίδιοι τη θέση του αρχηγού.

Το σημερινό πρόγραμμα έλεγε ότι θα διασκεδάσουν σ’ ένα από τα θορυβώδη νυχτερινά κέντρα της Ιεράς οδού, όπου μια από τις δευτεροκλασάτες τραγουδίστριες έκανε τα γλυκά μάτια σ’ ένα από τα αγόρια της παρέας. Μια τόσο μεγάλη παρέα που θα άφηνε λεφτά στο μαγαζί θα ανέβαζε τις μετοχές της στα μάτια του αφεντικού και ίσως επηρέαζε την επέκταση του συμβολαίου της. Ο Άκης κατέφτασε με καθυστέρηση μιας ώρας, συνοδευόμενος από τη Φιλιώ. Σίγουρα κάτι παιζόταν μεταξύ τους, αλλά ακόμα δεν είχε τίποτα επισημοποιηθεί και το κουτσομπολιό εναντίον του δεν ήταν κι ένα εύκολο πράμα. Όλοι σχεδόν είχαν ζητήσει μια χάρη από αυτόν. Η βραδιά κύλισε με κατανάλωση ποτών Τραγούδια, χειροκροτήματα και κραυγές επιδοκιμασίας. Τρία μπουκάλια ουίσκι πρώτης ποιότητας τους έφτασαν τσίμα-τσίμα.

Ο ειδικά ενδιαφερόμενος για τη γκόμενα πλήρωσε από την τσέπη του μια δεκάδα δίσκους με λουλούδια για να στεφανώσει τη δικιά του. Αν κάποια στιγμή αμείφτηκε για το έξοδο του αυτό  στη συνέχεια καμιά πληροφορία δεν έφτασε στα αυτιά κανενός. Μεθυσμένοι όλοι χώρισαν τις πρωινές ώρες για τα σπίτια τους, δίνονταν ανοιχτό ραντεβού το βράδυ στο ίδιο στέκι  του Συντάγματος. Κανείς τους δεν είχε υποχρέωση ωραρίου σε κάποια μόνιμη εργασία

 

 

 Στο εργοτάξιο

 

Με ανησυχία, αλλά και αποφασιστικότητα, το πρωί της Τετάρτης μπήκε στην ώρα του στο εργοτάξιο και συστήθηκε στον Μπάμπη. Αυτός του είπε 

«Μ’ ενημέρωσε τ’ αφεντικό για  σένα. Να προσέχεις και να μ’ ακούς. Έλα μαζί μου» Αυτή ήταν η πρώτη μέρα. Προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του να είναι συνεπής, πρόσεχε τις κινήσεις των μαστόρων. Συνέχεια ρωτούσε και στην πορεία ανακάλυψε κάτι που ποτέ δεν το είχε προσέξει στο παρελθόν , γιατί ποτέ δε του δόθηκε η αφορμή, ότι το μυαλό του κόβει στα πρακτικά τεχνικά ζητήματα και τα χέρια του πιάνανε. Ο Μπάμπης τον είχε από κοντά κι εκτίμησε την αφοσίωση στη δουλειά. Βέβαια η κούραση δεν περιγράφεται, μα ποτέ δεν παραπονέθηκε σε κανέναν. Έσφιγγε τα δόντια και τον ενδιέφερε πολύ ν’ αποδείξει στο θείο του την υπόσχεση που του είχε δώσει. Τα μεροκάματα πέφτανε κανονικά κάθε βδομάδα και σε λίγο του δόθηκε από το γραφείο του θείου του η πληροφορία ότι εκδόθηκε το ασφαλιστικό του βιβλιάριο και κολλήθηκαν τα πρώτα ένσημα. Σύντομα άλλαξαν τόπο εργασίας και με τον μάστρο- Μπάμπη πήγαν σε νέο κτίριο, όπου θα έκαναν όλη την υδραυλική εγκατάσταση. Εκεί σε λίγες μέρες είχε πια δείξει  στον Μπάμπη ότι δεν είναι πλέον ο μικρός μαθητευόμενος κι έτσι αυτός τον εμπιστευόταν και του ανάθετε υπεύθυνες δουλειές. Η δικαίωση ήρθε ξαφνικά όταν ένα μεσημέρι στο τραπέζι της Κυριακής στο πατρικό του, την ώρα που οι τρείς έτρωγαν το νόστιμο γιουβέτσι της μάνας του. απρόσκλητος εμφανίστηκε ο θείος του. Χαρούμενοι όλοι, μα περισσότερο η αδελφή του,  τον υποδέχτηκαν με έκπληξη αλλά κι ευχαρίστηση.

«Στάσου να σε σερβίρω Νίκο. Πριν λίγο αρχίσαμε»

Έφαγαν, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Και στις προπόσεις ο θείος Νίκος με χαμόγελο είπε

«Όταν τον πήρα κοντά μου είχα ένα φόβο για το πόσο θ’ αντέξει. Σήμερα ήρθα να σας πω πως είμαι περήφανος με τον ανιψιό μου. Αποδείχθηκε ικανός και πολύ πιο σύντομα απ’ ότι περίμενα έγινε άξιος συνεργάτης στην ομάδα μου»

Ο Γιώργος έγινε κόκκινος σα παντζάρι, αλλά με μια γεμάτη εσωτερική ικανοποίηση και χαρά που πέτυχε το στόχο του. Πήρε το μπράβο από τον πατέρα του κι ένα ζεστό φιλί από τη μάνα του. Ναι! Η εργασία μπορεί να είναι κουραστική, το διαρκές πρωινό ξύπνημα ενοχλητικό, Μα αυτή είναι που απελευθερώνει τον άνθρωπο από δουλείες κάθε μορφής. Εδώ θα συνεχίσει, είπε από μέσα του ο Γιώργος, γιατί γεμίζει με αυτοπεποίθηση ως άνθρωπος και γίνεται χρήσιμος στον εαυτό του και την κοινωνία. Αφού τα συχαρίκια τελείωσαν ο θείος του συνέχισε

«Όταν άρχισε να δουλεύει σε μένα του είχα πει να μην κοινοποιήσει στους άλλους ότι είναι ανιψιός μου. Είχα τους λόγους μου. Όμως αύριο θα πάω στην οικοδομή να το πω ο ίδιος με περηφάνεια. Η γνώμη μου είναι να κάτσει ακόμα δίπλα στον Μπάμπη, που μου είπε πως τον εκτιμά γιατί κόβει το μυαλό του και γιατί είναι αφοσιωμένος στο καθήκον του. Η τέχνη μας έχει κι άλλα στα οποία δεν δοκιμάστηκε ο Γιώργος ακόμα. Όταν κρίνω ότι είναι έτοιμος θα δούμε τι νέες ευθύνες θα του αναθέσω. Ένας νέος τομέας της δουλειάς μας έχει σχέση με τις εγκαταστάσεις φυσικού αερίου και με τις συσκευές κλιματιστικών. Θα του δώσω ότι βιβλία και φυλλάδια έχω σχετικά με τα θέματα αυτά, να τα διαβάσει και να πάρει μια πρώτη ιδέα. Βέβαια η γνώση σταθεροποιείται μέσα μας πάνω στην εφαρμογή και στην πράξη και εκεί θέλω στη συνέχεια να στοχεύσει το ενδιαφέρον του. Να γίνει γνώστης σε όλους τους τομείς του επαγγέλματός μας. Σε κάνα δυο χρόνια θα είναι έτοιμος. Μέσα σε αυτά τα χρόνια θα φροντίσω να παρακολουθήσει τα σεμινάρια που χρειάζονται, να δώσει τις απαραίτητες δοκιμασίες για να πάρει τις επίσημες πιστοποιήσεις για την άσκηση αυτών των ειδικοτήτων και τότε θα δούμε τον νέο του ρόλο που θα έχει μέσα στην εταιρεία. Κάθε επάγγελμα πια θέλει ειδίκευση και γνώσεις και εγώ αντί ν’ αναζητήσω κάποιον ξένο να συνεταιριστώ διαλέγω το δικό μου άνθρωπο. Έχουμε, πρώτα ο θεός ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε»

Οι γονείς μου έλαμπαν από τη χαρά τους, η μάνα μου αγκάλιασε και φίλησε θερμά τον αδελφό της κι εγώ γεμάτος αγωνίες για τις νέες προοπτικές. Εκεί που πίστεψα ότι η περίοδος της μαθητείας ολοκληρώθηκε, άνοιξε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο στον ίδιο τομέα. Έπρεπε να περάσω κι αυτή τη δοκιμασία. Ο θείος μου είχε στο μυαλό του μεγάλα σχέδια κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι τους. Έτσι απευθυνόμενος στο θείο μου του είπε

«Είμαι θετικός στο ν’ ακολουθήσω την πορεία που διέγραψες για μένα θείο Νίκο. Μα θέλω μια καθοδήγηση και μια βοήθεια από σένα»

«Θα την έχεις και με το παραπάνω. Αύριο θα σου φέρω τα σχετικά φυλλάδια και ενημερωτικές σημειώσεις. Κάτσε και μελέτησέ τα. Τώρα μπορώ να σου πω κάτι που το το κράτησα μυστικό. Ο Μπάμπης ήξερε απ’ την αρχή ότι είσαι ανιψιός μου και του είπα να σε προσέχει, μα δε χρειάστηκε καθόλου. Με ενημέρωσε ότι ήσουν, από μόνος σου, παλικάρι»   

 

Ο καιρός της μαθητείας

 

Η υπόσχεση του θείου υλοποιήθηκε πλήρως την επόμενη μέρα κι από τη στιγμή εκείνη και μετά έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο το θέμα. Μπήκε και στο Google και ξεψάχνισε κάθε σχετικό θέμα. Όμως ζητούσε να κάνει πρακτική εξάσκηση. Ο Μπάμπης, σε συνεννόηση και συμφωνία με τον θείο του τον σύστησε σ’ έναν γνωστό του, που εργαζόταν σε επιχείρηση με ειδικότητα εγκατάστασης φυσικού αερίου. Αυτός είπε στο αφεντικό του ότι έχει ένα φίλο, καλό υδραυλικό που ψάχνει για δουλειά. Η επιχείρηση είχε πολλές ανοιχτές εργασίες και χρειάζονταν προσωπικό. Ο άνθρωπος που τον προσέλαβε τον ρώτησε για την εμπειρία του κι εδώ ο Γιώργος πασάλειψε την κατάσταση με λίγα ψέματα. Έτσι εύκολα μπήκε μέσα στο χώρο της ειδικότητας που ήθελε. Είχε διαβάσει αρκετά πράγματα, ήξερε το λεξιλόγιο και τα εργαλεία της δουλειάς αλλά τώρα βρισκόταν  μπροστά στην πρόκληση. Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη Δεν ήταν άμοιρος των πραγμάτων και το μυαλό του έκοβε. Σε δυο τρεις μέρες ξεπέρασε τις πρώτες δυσκολίες και μπήκε με φόρα στα μυστικά της δουλειάς. Σε ένα πεντάμηνο αφού γεύτηκε σχεδόν όλες τις πλευρές της ειδικότητας δήλωσε παραίτηση για λόγους οικογενειακούς. Στο διάστημα αυτό ήταν σε συνεχή επαφή με τον θείο του, που του τόνιζε την ευαρέσκειά του. Έμενε η πλευρά της εγκατάστασης συσκευών κλιματισμού, μα τώρα ο Γιώργος είχε συσσωρευμένη ήδη εμπειρία. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος να καλύψει κι αυτήν την ειδικότητα. Σ’ ένα τετράμηνο επέστρεψε στη δουλειά του θείου εξοπλισμένος με όλη την απαιτούμενη γνώση. Τότε έγινε και η πρώτη αναβάθμισή του. Ο θείος του τον προβίβασε. Υπεύθυνος σ’ ένα εργοτάξιο. Μόνο που δίπλα του, του  έβαλε για ασφάλεια τον Μπάμπη. Αυτό δεν τον ενόχλησε καθόλου. Άλλωστε ο Μπάμπης ήταν ο μάστορας δίπλα στον οποίο έμαθε τη δουλειά και πλέον ήταν καλοί φίλοι

 

Η συνάντηση με το παρελθόν

 

Είχε συμπληρωθεί μια ολόκληρη διετία που είχε απομακρυνθεί από την παλιά του παρέα. Ανάμεσά τους  αρκετοί ήταν παιδιά που γνώρισε στο σχολείο. Η απομάκρυνση του είχε σχέση με την αδυναμία του να ακολουθήσει τις δαπανηρές τους συνήθειες. Σήμερα αυτή η δυσκολία είχε πια εκλείψει. Με τα μεροκάματα απ’ τη δουλειά του και την άρνηση των γονέων του να συμμετάσχει  στα έξοδα του σπιτιού από τη μια και τη συνετή δική του διαχείριση από την άλλη τον έφεραν να έχει ένα καλό κομπόδεμα. Για τα δικά του βεβαίως μέτρα. Δεν ήταν όμως τώρα μόνο οικονομικοί οι λόγοι της απομάκρυνσης. Από τη στιγμή που άρχισε το μεροκάματο, η κούραση και η ημερήσια ανάγκη πρωινού ξυπνήματος προστέθηκε μέσα του και άλλη διάσταση. Η προηγούμενη παρέα ήταν σχεδόν εξολοκλήρου μια ομάδα καλομαθημένων παιδιών που ζούσαν σε βάρος των γονιών τους και δεν είχαν ιδέα με τι κόπο βγαίνουν τα λεφτά. Αυτή η γνώση του μετέβαλλε και τα κριτήρια με τα οποία ξόδευε τα δικά του χρήματα.

Αραιά και που απ’ το μυαλό του περνούσε η εικόνα της Φιλιώς. Για το κορίτσι αυτό έτρεφε για χρόνια ελπίδες που ποτέ δεν πήραν σάρκα και οστά. Κι αυτή η καθυστέρηση είχε σχέση με τον ενδόμυχο φόβο της άρνησης και του οριστικού τέλους της ελπίδας. Έφερε στο νου του την τελευταία τους συνάντηση, όπου μέσα στ’ άλλα την ενημέρωσε για τα αισθήματά του. Η αντίδρασή της ήταν εκ των πραγμάτων αρνητική. Δεν του το είπε κατάμουτρα. Είπε ότι αιφνιδιάστηκε και χρειάζεται να το σκεφτεί. Από τότε πέρασε πάνω από ένας χρόνος και σημάδια ζωής δεν υπήρξαν. Αυτό έδειχνε καθαρά πια την απόρριψή της. Έπρεπε να το χωνέψει και να πάρει οριστικά την απόφαση ότι αυτή η πόρτα έκλεισε πριν καν ανοίξει. Πρέπει να προσανατολιστεί σε νέους χώρους και ο μόνος χώρος που τελευταία ζει είναι η δουλειά του, όπου λείπουν ανεξαιρέτως οι γυναίκες. Κλείστηκε στον εαυτό του. Ευτυχώς η κούραση και η καυτή επιθυμία να μάθει τα μυστικά της τέχνης τον κρατούσαν όλο αυτό το διάστημα σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης κι αυτό ήταν η σωτηρία του. Μόνο που, όπως σε όλα τα πράγματα, υπάρχουν όρια που δεν ξεπερνιόνται. Η ανάγκη ν’ αγαπήσει και να αγαπηθεί ήρθε σαν ένα πελώριο κύμα που τον σκέπασε ολόκληρο και του έκοψε την ανάσα. Δεν ήταν η σεξουαλική ανάγκη της γυναίκας. Αυτή την εκπλήρωνε με κάποιο αγοραίο τρόπο και κάθε φορά αηδιάζοντας ορκιζόταν ότι είναι η τελευταία. Μα λίγο καιρό καταπατούσε τους όρκους του. Πρέπει κάτι να κάνει. Να επιζητήσει νέα συνάντηση με την παιδική του αγάπη; Δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Όμως τον έτρωγε και η περιέργεια. Τι να κάνει, αλήθεια, αυτό το κορίτσι; Τι να κάνει η παλαιά του παρέα; Μετά από πολλές ταλαντεύσεις τον κέρδισε η περιέργεια. Έκανε μια απόπειρα να την βρει στο τηλέφωνο που είχε από παλιά, μα ο απρόσωπος τηλεφωνητής του έλεγε διαρκώς ότι ο αριθμός είναι απενεργοποιημένος. Όταν, μετά από πολλές επαναλήψεις, έχασε κάθε ελπίδα πήρε ένα συμμαθητή που κάποιες φορές αποτέλεσε μέρος της παρέας. Τον βρήκε αμέσως και του ζήτησε ζωντανή συνάντηση χωρίς περισσότερες εξηγήσεις. Συμφώνησαν τόπο και χρόνο. Όταν συναντήθηκαν αντάλλαξαν τις πρώτες πληροφορίες. Αυτός πρώτος τον ρώτησε

«Πού βρίσκεσαι, ρε; Γιώργο Έχεις χαθεί από την πιάτσα. Έχω πολύ καιρό να σε συναντήσω ή να μάθω νέα σου. Πού κινείσαι τώρα; Με τι ασχολείσαι;»

Του απάντησε με κάθε ειλικρίνεια τι έχει κάνει όλο αυτό το διάστημα κι άλλος έμεινε κατάπληκτος με τις πληροφορίες που άκουσε

« Μπράβο ρε Γιώργο. Δεν το περίμενα από σένα. Εγώ, δυστυχώς, δεν έκανα τίποτα Φυτοζωώ σε βάρος των γονέων μου. Ευτυχώς  είχαν από παλαιά περιουσία κι ακόμα αντέχουν στην κρίση. Μα μην νομίσεις ότι δε νιώθω άσχημα. Προσπαθήσαμε, οι γονείς μου κι εγώ να βρω μια αξιοπρεπή εργασία, μα παρά τις υποσχέσεις που μας έδωσαν υψηλά ιστάμενοι μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει τίποτα»

«Με τα άλλα παιδιά της παρέας έχεις επαφή;» 

« Η παλαιά παρέα έχει λίγο-πολύ  διαλυθεί, λόγω της κρίσης. Κάποιοι έφυγαν στο εξωτερικό και λίγοι βρήκανε απασχόληση με τη νέα εξουσία. Βλέπεις ο ένας από αυτούς είναι συγγενής με έναν από τους υπουργούς και μπόρεσε να τακτοποιήσει τρεις τέσσερις απ’ αυτούς»

«Για τη συμμαθήτριά μας Φιλιώ τι ξέρεις;»

«Τη Φιλιώ έχω πολύ καιρό να τη δω και ούτε έμαθα που βρίσκεται και με τι ασχολείται;»

«Έχεις κανένα τηλέφωνό της;»

Κοίταξε το κινητό του και στις επαφές βρήκε έναν αριθμό. Όταν του τον έδωσε η απογοήτευση του ήταν πλήρης. Ο αριθμός ίδιος με αυτόν που είχε και ο ίδιος. Επέμεινε

 «Έχεις επαφή με κανέναν άλλο; Μήπως ξέρεις που καθόταν η Φιλιώ;»    

«Δεν έχω ιδέα. Από το πατρικό στην παλαιά γειτονιά έχει φύγει από χρόνια. Δυστυχώς δε μπορώ να σε βοηθήσω». Η περιέργεια του έμεινε ανικανοποίητη και έπρεπε να το πάρει απόφαση. Αυτή η φάση της ζωής του έκλεισε πια

 

Η Φιλιώ

 

Σκεφτόταν την πορεία της ζωής της, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Σκαμπανεβάσματα απίθανα μέσα σε λίγα χρόνια. Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια με στερήσεις. Αυτές οι στερήσεις δημιούργησαν εντός της μια απέχθεια για το είδος αυτής της ζωής. Όχι, είπε στον εαυτό της δε θα ζήσω μετρώντας το ένα ευρώ. Η οικογένειά της δεν πεινούσε, μα και δεν διέθετε κανένα πλούτο πέρα από τον καλό μισθό του πατέρα κι ένα ενοίκιο από ένα δυάρι, προίκα της μάνας. Στην τελευταία παρέα που είχε δημιουργηθεί περιλάμβανε άτομα με πολλές αφετηριακές προελεύσεις. Ήταν κάποιοι συμμαθητές και παιδικοί φίλοι, όπως ο Γιώργος, αλλά και άτομα ευκατάστατων οικογενειών, όπου το χρήμα έρρεε άφθονο. Κάποια ήταν και κακομαθημένα, μα χρήσιμα γιατί κάλυπταν οικονομικά κενά σε μερικούς. Είχαν συχνές συνευρέσεις σε εκδηλώσεις, σε εκδρομές, σε συναυλίες.  Ζούσαν έντονη ζωή. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ότι για πολλά χρόνια δεν είχαν ομαδικά λείψει από το καρναβάλι της Πάτρας. Της Φιλιώς της άρεσε αυτή η έντονη ζωή και δεν ήταν δύσκολο να καλομάθει. Μια δυσκολία ήταν να βρίσκει τα απαιτούμενα έξοδα. Είχε κάνει γενναία αφαίμαξη από τους γονείς τις με παρακάλια κι έντονες συζητήσεις-που κατέληγαν σε καυγάδες. Παρ’ όλα αυτά τα χρήματα δεν έφταναν. Ευτυχώς ο Άκης που το έμαθε με άνεση συμπλήρωνε τα κενά. Δεν ένιωθε κι άνετα, αλλά ευτυχώς μέχρι τώρα το έκανε διακριτικά. Όλα κυλούσαν όμορφα, μα από κάποια στιγμή και μετά εξαφανίστηκε ο παιδικός και καλός της φίλος ο Γιώργος. Δεν της άρεσε αυτό, αλλά και δεν έχασε τη βολή της να τον αναζητήσει. Κάποια στιγμή τη συνάντησε αυτός και της είπε ότι από πάντα την αγαπούσε. Μα συγχρόνως την ενημέρωσε ότι τώρα δουλεύει σερβιτόρος σε μια ταβέρνα Αυτό την τρόμαξε. Τον συμπαθούσε, ήταν πάντα ευγενικός μαζί της, αλλά η ενδεχόμενη σχέση μαζί του θα την παρέσυρε στη μίζερη ζωή που τόσο μισούσε. Έτσι η απόφαση που αυτόματα πήρε ήταν όπου φύγει-φύγει

Στη συνέχεια τα πράγματα σφίξανε στο σπίτι. Ο πατέρας δήλωσε αδυναμία να συνεχίζει να της δίνει το προηγούμενο χαρτζιλίκι γιατί με την κρίσι μειώθηκαν τα έσοδα του. Της πρότεινε να ψάξει για δουλειά μα αυτή, ένα τέτοιο ενδεχόμενο το απεχθανόταν όπως ο διάολος το λιβάνι. Μίλησε με τον Άκη, που πάντα τη λιμπιζόταν και την πίεζε ν’ ανοίξουν ερωτικές παρτίδες μαζί και μέχρι τώρα το είχε αποφύγει. Αυτός την καθησύχασε

«Μη στεναχωριέστε μωρό μου. Εγώ είμαι εδώ!»

Αλλά η μικρή δεν είχε την εμπειρία της ζωής. Δεν ήξερε ότι σπάνια δίνεται κάτι χωρίς να ζητείται αντίτιμο. Και πολλές φορές αυτό είναι δυσβάστακτο. Τώρα πια η αντίστασή της σε αυτό που από καιρό της ζητούσε είχε εκ των πραγμάτων είχε ξεφουσκώσει. Του κάθισε κι αυτός χωρίς ευγένειες και σεβασμό την λεηλάτησε με τον πιο ψυχρό τρόπο. Επειδή  οι αντιστάσεις της είχαν ελαττωθεί η κατηφόρα άρχιζε κι ήταν ολισθηρή.

 

Νέες γνωριμίες    

 

Όπως ήδη έχω αναφέρει με τον Μπάμπη ήταν καλοί φίλοι και καμιά φορά, ίσως μαζί και με μερικούς άλλους βρεθήκανε σε καμιά ταβέρνα μετά το μεροκάματο και κοντά στο εργοτάξιο που κάθε φορά εργάζονταν. Όμως ποτέ δεν υπήρξαν μεταξύ τους προσωπικές εξομολογήσεις. Η μόνη γνώση που υπήρχε ήταν πως το κοινό τους αφεντικό ήταν θείος του. Όμως στις αρχές Φλεβάρη ο Μπάμπης άνοιξε μια νέα πόρτα λέγοντάς του

«Φίλε Γιώργο σε λίγες μέρες έχω την ονομαστική μου γιορτή και η γυναίκα μου ετοιμάζει στο σπίτι ένα τραπέζι το Σάββατο νωρίς το βράδυ. Θα μου κάνεις την τιμή να έρθεις στο σπίτι και συ. Θα είναι μερικοί συγγενείς και δυο τρεις φίλοι»

«Με μεγάλη ευχαρίστηση Μπάμπη. Θεωρώ την πρόσκληση τιμή μου»

Με αυτήν την ευκαιρία ήρθαν στην επιφάνεια και οι πρώτες προσωπικές αποκαλύψεις.  Ο Μπάμπης μόλις είχε καβατζάρει τα πενήντα κι ήταν μικροπαντρεμένος με δυο μεγάλα παιδιά. Νωρίς είχε αγοράσει κάπου στο Περιστέρι ένα καλό οικόπεδο κι εκεί με αρκετή προσωπική εργασία έχτισε το σπίτι που σήμερα κατοικεί. Αυτό έγινε σιγά -σιγά κι όταν ήρθαν τα παιδιά χρειάστηκαν επεκτάσεις κι αλλαγές

«Δούλεψα πολύ και με πείσμα σε αυτό το σπίτι Γιώργο. Έκανα μεροκάματα σε κενά απ’ τη δουλειά και δίπλα μου είχα παλικάρι και βοηθό τη γυναίκα μου την κυρά Φρόσω. Φέτος συμπληρώνουμε 26 χρόνια παντρεμένοι. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν και προοδεύουν, αλλά τα έξοδα όλο και πληθαίνουν. Ευτυχώς η κυρά μου, είναι καλή στην τέχνη της. Μοδίστρα με πτυχίο, παρακαλώ. Έχει πελάτισσες πιστές και συμβάλει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Εκείνο που μόνο παρακαλώ και θέλω είναι να έχουμε την υγειά μας και να προλάβω να μεγαλώσω εγγόνια»

Το Σάββατο έβαλε τα καλά του και την καθορισμένη ώρα βρέθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού. Λίγο καθυστερημένος γιατί ο ταξιτζής μπερδεύτηκε και άργησε να βρει το δρόμο. Μια μεγάλη μονοκατοικία σε άνετο οικόπεδο μ’ έναν κήπο στο μπροστινό μέρος, περιποιημένο, που έδειχνε πως κάποιος τον φροντίζει με επιμέλεια και αγάπη. Τον υποδέχτηκε πρόσχαρα  η κυρία του σπιτιού στην οποία έδωσε τα λουλούδια που είχε αγοράσει προηγουμένως και το κουτί με μια γραβάτα για τον άνδρα της

«Επιτέλους, Γιώργο, σε γνωρίζω από κοντά. Αλλά είναι σαν να σε ξέρω από καιρό, γιατί ο άνδρας μου σε έχει αναφέρει πολλές φορές»

Τότε εμφανίστηκε κι ο Μπάμπης. Χειραψίες και επιφωνήματα χαράς

«Καλώς τον, καλώς τον!»

Είδε το δώρο στο κουτί και δήθεν αποδοκιμαστικά είπε

«Γραβάτα μου πήρες μωρέ Γιώργο. Με είδες ποτέ να φοράω γραβάτα;»

«Ευκαιρία είναι τώρα να φορέσεις!» απάντησε ο Γιώργος

«Καλά σου λέει» συμπλήρωσε η κυρά Φρόσω

Τον συνόδεψαν μέσα στο σπίτι και το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Είπε τη δυνατή καλησπέρα σε όλους που του ήταν βεβαίως άγνωστοι κι ο Μπάμπης έκανε τη γενική σύσταση

«Αυτός είναι ο Γιώργος καλός και άξιος συνεργάτης στη δουλειά μου. Εδώ και ενάμιση χρόνο Γίναμε καλοί φίλοι και τρώμε ψωμί από το ίδιο αφεντικό»

Ακούστηκαν κάποια χειροκροτήματα και κάποια θερμά λόγια. Ευτυχώς για τον Γιώργο δεν προχώρησε σε άλλες λεπτομέρειες. Δεν τον άφησε να καθίσει σε μια καρέκλα και τραβώντας τον από το μπράτσο του είπε

«Έλα να σε συστήσω στα καμάρια μου»

Πρώτα ήταν ο γιος του

«Ο Μανώλης μου. Σπουδάζει ηλεκτρονικός στα ΤΕΙ Πειραιά και φιλοδοξεί του χρόνου, πρώτα ο θεός και μετά οι απεργίες και καταλήψεις του χρόνου να πάρει το πτυχίο του»

Ένα όμορφο και ψηλό παλικάρι που σηκώθηκε ευγενικά και του έδωσε το χέρι. Στη συνέχεια τον παρέσυρε παρακάτω και σταμάτησε σ’ ένα πανέμορφο κορίτσι

«Αυτή είναι η Μαρία η κόρη μου. Φέτος μπήκε στο Παιδαγωγικό τμήμα της Αθήνας και φιλοδοξεί να γίνει δασκαλίτσα»

Με λίγο κόκκινο να ροδίζει τα μαγουλά της ίσως από ντροπή ή ενόχληση σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε στα μάτια. Μέσα του άκουσε μια καμπάνα να χτυπά, όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ένιωσε αυτοστιγμεί ένα ξαφνικό τρέμουλο για πρώτη φορά στη ζωή του. Όταν του έδωσε το χέρι για την χειραψία, αυτός αισθάνθηκε το ρεύμα να τον διαπερνά. Δεν ξέρει αυτή τι ένιωσε. Ούτε τι κατάλαβε ο πατέρας της. Προσπάθησε να μη δείξει την εντύπωση που του έκανε η Μαρία μόνο που δεν ξέρει πόσο αυτό το πέτυχε

Στη συνέχεια τον έβαλε να κάτσει δίπλα του και άρχισε να τον ενημερώνει ποιοι είναι οι συνδαιτημόνες στο τραπέζι. Η αδελφή της γυναίκας του με τον άνδρα της, ο πρώτος του ξάδελφος γιος του αδελφού του πατέρα του, που κι οι δυο έχουν πια φύγει απ’ τη ζωή, ο γείτονας και κολλητός του Ανδρέας και δυο τρεις ακόμα   που δε συγκράτησε ονόματα. Ευτυχώς από τη θέση του είχε πλάγια κι απέναντι την αγγελική μορφή της Μαρίας. Μόνο που δεν κοίταζε προς το μέρος του και είχε σκυμμένο το κεφάλι. Η γυναίκα του μαζί με μια άλλη- μάλλον γειτόνισσα - σέρβιραν το κυρίως πιάτο. Πάνω στο τραπέζι ήδη υπήρχε ποικιλία από σαλάτες κι νόστιμους μεζέδες. Ο κολλητός του Ανδρέας πρώτος σήκωσε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί κι έκανε την πρόποση

«Καλέ μου φίλε Μπάμπη ότι ποθείς να το πάθεις! Υγεία σε σένα και τη Φρόσω. Καλή πρόοδο στα όμορφα παιδιά σου»

Εκεί σαν να αισθάνθηκα μάτια να με κοιτάζουν. Γύρισα σαν αστραπή προς το μέρος της και την πρόλαβα τη στιγμή που κατέβαζε το βλέμμα της προς το πιάτο της. Ναι! Αυτό το διάπυρο βλέμμα το ένιωσα πάνω μου. Μ’ ενδιαφέρει και πολύ μάλιστα. Μέσα απ’ το μυαλό του πέρασε η σκέψη. Είναι ένα αίνιγμα τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Πως δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, που βλέπονται για πρώτη φορά ανοίγουν νοητούς λεωφόρους επικοινωνίας. Ήξερε πως αναφέρεται σίγουρα για τον εαυτό του, μα ήλπιζε αυτό να συμβαίνει και σ’ εκείνη. Με πιοτό, φαγητό και τραγούδια τράβηξε βαθιά η νύχτα. Κάποιοι ήδη είχαν φύγει μα το πλάσμα παρέμεινε σταθερά στη θέση του. Ήρθε κι η δική του σειρά να φύγει. Ευχαρίστησε θερμά την νοικοκυρά του σπιτιού, τον Μπάμπη και αναζήτησε το γιο για να τον χαιρετίσει. Του είπαν πως πήγε να κοιμηθεί. Ήρθε η σειρά της Μαρίας. Πήγε κοντά της με φόβο κι αγωνία μην παρεξηγηθεί. Ίσως να  μπέρδεψε τα λόγια του μα το ζουμί τους ήταν

«Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. Κι εντυπωσιάστηκα. Θα ήθελα να σε ξαναδώ» Πώς τόλμησε να το πει , ούτε ο ίδιος μπορεί να το πει. Εκείνη δεν απάντησε, μα τον αποζημίωσε με ένα γλυκό χαμόγελο 

 

Τα επόμενα βήματα

 

Την Δευτέρα που συναντήθηκαν στη δουλειά είπε στον Μπάμπη, πως πέρασε πολύ καλά σπίτι του και εντυπωσιάστηκε από τα παιδιά του και τη γυναίκα του

«Έχεις όμορφη οικογένεια φίλε μου!»

«Κι εγώ το ίδιο πιστεύω και θα κάνω τα πάντα να τη διατηρήσω ευτυχισμένη» Εκείνη τη μέρα είχε μια ευχάριστη έκπληξη. Τον πήρε τηλέφωνο ο θείος του και του είπε να περάσει από το γραφείο του γιατί έχουμε κάτι να συζητήσουμε

«Το ραντεβού είναι αύριο στις 6 το απόγευμα. Μην το ξεχάσεις νεαρέ»

«Θα είμαι εκεί»

Υποπτευόταν ότι η συνάντηση θα είναι για τα επόμενα βήματα της συνεργασίας τους. Αλλά σίγουρα δεν μπορεί να προβλέψει το πώς και τι. Εκείνο που ήταν σίγουρο είναι πως η σκέψη του προσανατολίστηκε στη συνάντηση και για λίγο ξέφυγε από τη σκέψη της Μαρίας, που τον ταλαιπωρούσε από τη στιγμή που την αντίκρυσε

Την ώρα που του ζήτησε έμπαινε στο κτίριο και χτυπούσε το κουδούνι του θείου του. Όταν του άνοιξαν έπεσε σε νέα έκπληξη. Τον είχε προφτάσει ο.. Μπάμπης. Φαίνεται ότι είχε καλέσει κι αυτόν. Τους έβαλε να κάτσουν στις δυο πολυθρόνες κι αυτός από τη θέση του άρχισε να μιλά

«Σας κάλεσα και τους δυο σήμερα εδώ γιατί σας θεωρώ ως τους δυο ανθρώπους που εμπιστεύομαι περισσότερο για να σας κάνω κοινωνούς κάποιων σκέψεων μου και κάποιων βημάτων που σκέφτομαι να κάνω στο εγγύς μέλλον. Ξέρετε πολύ καλά ότι η κρίση χτύπησε γερά τον κλάδο μας Όμως εγώ προσωπικά, ίσως γιατί από το παρελθόν με συμπαθούσαν αρκετοί κατασκευαστές, ίσως γιατί διέθετα το πιο αξιόπιστο συνεργείο, αλλά και γιατί συμπίεσα λογικά τις απαιτήσεις μου δε βρέθηκα παρά μόνο λίγες μέρες χωρίς να βρίσκομαι σε κάποιο εργοτάξιο. Όμως αυτά τα χρόνια κάποιοι κλάδοι σχετικοί με τη δουλειά μας ογκώθηκαν περισσότερο από άλλους που ο κύκλος εργασιών περιορίστηκε. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρω τον τομέα του φυσικού αερίου. Εμείς δε γίνεται να μείνουμε απέξω απ’ αυτό το πανηγύρι. Από καιρό σκέφτομαι αυτήν την υπόθεση. Ξέρετε κι οι δυο σας ότι προετοίμασα τον ανιψιό μου σε αυτόν τον τομέα. Συστήνω μια σχετική εταιρία με μετόχους εμάς τους τρείς. Μη φοβάστε το κεφάλαιο και τα έξοδα της ίδρυσης τα αναλαμβάνω εξ ολοκλήρου εγώ. Τα ποσοστά της συμμετοχής του καθενός τα αποφάσισα μόνος μου. 45% εγώ 30% ο Γιώργος και 25% ο Μπάμπης. Τα κριτήρια δεν είναι μόνο αξιολογικά. Είναι εκ των πραγμάτων και οι συγγενικές σχέσεις. Όμως να δηλώσω την απόλυτη εκτίμηση και εμπιστοσύνη που τρέφω όλα τα χρόνια της συνεργασίας με τον Μπάμπη. Θέλω να σκεφτείτε την πρόταση κι αν υπάρχει καμιά αντίρρηση να ειπωθεί έγκαιρα. Ειδάλλως αύριο το βράδυ θα συναντηθούμε στα γραφεία του δικηγόρου να υπογράψουμε το συμφωνητικό της σύστασης της εταιρείας»

Το λόγο πήρε ο Μπάμπης και είπε

«Τί αντίρρηση να έχουμε αφεντικό; Δεν είμαστε αχάριστοι. Αντίθετα σου εκφράζω την ευγνωμοσύνη  μου. Γιατί ανοίγονται προοπτικές για βελτίωση των συνθηκών ζωής για την οικογένειά μου»

Ο Γιώργος του είπε

«Είμαι μαζί σου έτσι κι αλλιώς!»

«Ωραία. Ας πάμε στα σπίτια μας να ξεκουραστούμε. Αύριο μας περιμένει το εργοτάξιο»

 

Η αδιέξοδη πορεία

Μέσα σε βρώμικα ξενοδοχεία, σε δωμάτια που τα είχαν επισκεφθεί στο παρελθόν εκατοντάδες ζευγάρια, χωρίς την αισθηματική αναγκαία κάλυψη γίνονταν οι συνευρέσεις, Κάθε φορά η Φιλιώ το εισέπραττε σαν ένα ακόμα βιασμό. Χωρίς προφυλάξεις, χωρίς να θέλει να διακόψει την εγωιστική δική του απόλαυση, όλο το προϊόν της προσωπικής του ικανοποίησης έμενε μέσα της και ποτέ δεν ρώτησε τι η ίδια νιώθει. Έτσι το αποτέλεσμα ήταν προγεγραμμένο. Παρατήρησε καθυστέρηση στην περίοδό της και η επίσκεψη στον αρμόδιο γιατρό επιβεβαίωσε την υποψία της. Ήταν έγκυος σε πρώιμο βεβαίως στάδιο. Όταν τον ενημέρωσε τι αλήθεια πίστευε και ήλπιζε πως θα γίνει; Να χοροπηδήσει απ’ τη χαρά του και να την αγκαλιάσει ευτυχισμένος; Να την οδηγήσει άρον -άρον στην εκκλησία και να επισημοποιήσει το δεσμό τους; Οι προσδοκίες πολλές φορές είναι ξερά φύλλα στον άνεμο. Τελικά το μόνο που έγινε ήταν να βάλει τις υστερικές κραυγές και να της πει με τον πιο αισχρό τρόπο να τσακιστεί να το ρίξει αμέσως

«Θα σου δώσω ότι λεφτά χρειάζονται. Συνεννοήσου με το γιατρό, πάρε μαζί μια φίλη σου κι έλα πίσω όταν αυτή η μπερδεψιά πάρει τέλος»

Εδώ έπρεπε ν’ αντισταθεί. Να αρνηθεί αυτήν την κατάντια, να αντιδράσει με ό,τι δυνάμεις της απόμειναν. Μα τίποτε τέτοιο δε συνέβη, Από καιρό όλες οι δυνάμεις αντίστασης είχαν καταναλωθεί. Ήδη ήταν υποδουλωμένη στις αδυναμίες της από τη μια και τις αυταρχικές απαιτήσεις του από την άλλη. Η επόμενη φάση ήταν το παιχνίδι με τα ναρκωτικά. Της είχε από καιρό ζαλίσει το μυαλό

«Μη φοβάσαι μωρή! Και μην πιστεύεις αυτά που λένε, οι άσχετοι. Εμείς θα κάνουμε μικρή χρήση πριν τον έρωτα. Τότε θα φτάσουμε ψηλά στην ευχαρίστηση. Θα ανέβουμε κι οι δυο σε άλλα επίπεδα, Θα το δεις και δε θα το πιστεύεις»

Οι εκ των υστέρων συμβουλές  μικρή σημασία έχουν. Σε λίγο καιρό η ίδια τα αναζητούσε και η έλλειψη τους την έπνιγε. Ο άθλιος εκμεταλλευόταν αυτή την αδυναμία της, όλο ζήταγε περισσότερα βυθίζοντας την σε ακόμα χαμηλότερα σκαλοπάτια της προσωπικής της αξιοπρέπειας. Τότε και μόνο τότε κατάλαβε ότι οδηγείται στο σίγουρο θάνατο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης της έδωσε την ύστατη δύναμη να δραπετεύσει από το σφιχταγκάλιασμά του με αβέβαιη όμως κατάληξη. Η πόρτα του πατρικού της σπιτιού είχε από καιρό κλείσει  γι αυτήν Τότε τυχαία συνάντησε στο δρόμο της   το παλαιό της φίλο Γιώργο

 

Απόπειρα προσέγγισης

 

Η γιορτή στο Περιστέρι τον σφράγισε. Και ειδικότερα το λαμπερό πρόσωπο και τα τσακίρικα μάτια της Μαρίας. Η σκέψη του συνεχώς ταξίδευε σ’ αυτήν κι έγινε βάσανο. Τυράννησε το μυαλό του να βρει έναν τρόπο να την προσεγγίσει. Πριν τις εξομολογηθεί τα δικά του αισθήματα και πριν ανιχνεύσει τις δικές της προθέσεις δεν μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα. Ρωτώντας έμαθε την έδρα του παιδαγωγικού τμήματος, που σπούδαζε η Μαρία. Όταν κάτι πολύ επιθυμείς βρίσκεις τρόπους. Να τη στήσει απέξω και κάποια στιγμή να την πάρει το μάτι του. Μα πώς; Αυτός συνήθως εργάζεται και τα Σαββατοκύριακα που είναι ελεύθερος δε γίνονται μαθήματα. Αδιέξοδο; Όχι αυτός πίστευε βαθιά στη μοίρα και τις συμπτώσεις της. Την επόμενη Τετάρτη ειδοποίησε ότι για προσωπικούς λόγους δε θα πάει στη δουλειά. Από νωρίς την έστησε έξω απ’ τη σχολή σε σημείο που να έχει φάτσα την είσοδο μα όχι και δίπλα. Να μη φανεί ότι την έχει εκεί στημένη. Αν την δει να προσποιηθεί ότι η συνάντηση είναι τυχαία. Κάποια στιγμή την είδε να έρχεται από μακριά με μια φίλη της χαμογελαστή και περπάτησε προς τα εκεί με σκοπό να φανεί το τυχαίο του πράγματος.. Όταν κι αυτή τον είδε ξαφνιάστηκε, φάνηκε καθαρά ότι τον αναγνώρισε και πως αναστατώθηκε απ’ αυτό. Χαιρετήθηκαν με χειραψία και την άκουσε να λέει στη φίλη της

«Προχώρα εσύ και κράτα μου θέση στο αμφιθέατρο»

Όταν αυτό έγινε ο Γιώργος βιαστικός της είπε

«Πρέπει οπωσδήποτε να σου μιλήσω. Αλλά δε θέλω και να χάσεις και το μάθημα σου. Πες μου που και πότε»

Δεν αιφνιδιάστηκε η μικρή, λες και το περίμενε

«Μπορείς σε δυο ώρες να είσαι μπροστά στο Οφθαλμιατρείο, Πανεπιστημίου και Σίνα; »

«Μπορώ!» της απάντησε αυτόματα

«Εντάξει Πάω μάθημα τώρα»

Ήταν πολύ χαρούμενος. Με την πρώτη την πέτυχε και η ατμόσφαιρα αισθάνθηκε ότι είναι θετική. Χάζεψε στους γύρω δρόμους, είδε βιτρίνες, αγόρασε μια εφημερίδα να διαβάσει και καθισμένος  στα μάρμαρα του κτιρίου της Ακαδημίας προσπάθησε να τη διαβάσει. Μάταια όμως. Το μυαλό του ήταν εγκλωβισμένο στη συνάντηση που θα γινόταν σε λίγο. Τι θα της πει; Πώς θα την καθησυχάσει ότι δε ζητά μια σχέση ευκαιριακή; Αντίθετα επιζητά κάτι σοβαρό και μόνιμο. Τι εντύπωση της άφησε από την πρώτη συνάντηση; Πώς βλέπει αυτή μια τέτοια προοπτική και τόσα ακόμη. Η αλήθεια είναι πως ήταν πρωτάρης. Η πρώτη κοπέλα που πεθύμησε κάτι σοβαρό μαζί της τον έφτυσε κι έτσι δεν ξέρει και πως να φερθεί. Θα του δώσει θάρρος η θα τον αποθαρρύνει και δε θα έχει πια την ευκαιρία να βλέπει το γλυκό προσωπάκι της; Έδωσε παρηγοριά στον εαυτό του. Όλα θα πάνε καλά! Μα κι αυτό το ρολόι λες κι ήταν σταματημένο, οι δείκτες δεν  κινούνται καθόλου

Όταν πλησίαζε να κλείσει το δίωρο την είδε να πλησιάζει από το πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου. Έτρεξε να τον δει και της έκανε νόημα ν’ ανέβει τη Σίνα. Όταν ήρθε κοντά του της είπε

«Μέσα στο πρώτο στενό ξέρω ένα ήσυχο μπαράκι. Τώρα το πρωί δεν θα έχει κόσμο. Πάμε εκεί να τα πούμε με την ησυχία μας»

Τον ακολούθησε χωρίς να πει κουβέντα. Μόνο όταν κάθισαν και το γκαρσόνι τους έφερε τους καφέδες που παράγγειλαν με σταθερή φωνή και κοιτάζοντάς τον στα μάτια τον ρώτησε στα ίσια

«Πες μου γιατί ήθελες να συζητήσουμε;»

«Θα το πω καθαρά και χωρίς εισαγωγές και τερτίπια. Πιστεύεις στον κεραυνοβόλο έρωτα. Ε! λοιπόν εγώ είμαι ένα θύμα του. Την πάτησα μόλις σε συνάντησα στο σπίτι σου. Η σημερινή μας συνάντηση δεν είναι τυχαία. Δεν πήγα στη δουλειά λέγοντας μια ψεύτική δικαιολογία και την έστησα έξω απ’ τη σχολή σου….»

«Δε χρειάζεται να μου το πεις. Δεν είμαι χαζή Το κατάλαβα μόνη μου. Κοίταξε, από τη δική σου μεριά το κατάλαβα από την πρώτη συνάντηση στο σπίτι μου. Το διάβασα στα μάτια σου. Κοινώς την πάτησες. Από την πλευρά μου να σου πω πως και σε μένα μου έκανε εντύπωση η παρουσία σου στη γιορτή του μπαμπά. Εκεί ένιωσα το ειδικό ενδιαφέρον σου για μένα. Τόσο που φοβάμαι ότι έκανε εντύπωση και σ’ άλλους»

«Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Μπορώ να ενημερώσω αμέσως τον πατέρα σου για το ενδιαφέρον μου για σένα…»

«Ε..εε! Στάσου. Μην είσαι τόσο βιαστικός. Δε λέω. Μ’ ενδιαφέρεις, μα για να πάμε παρακάτω θα χρειαστεί καιρός. Πρέπει να μαζέψουμε κοινές εμπειρίες. Να δούμε, ρε καλέ μου άνθρωπε, πόσο ταιριάζουν τα χνώτα μας. Ένα πράγμα πρέπει να σου καθαρίσω από την αρχή και να το πάρεις ως αδιαπραγμάτευτο δεδομένο. Εγώ όπως και να έρθουν τα πράγματα το πτυχίο της δασκάλας θα το πάρω. Στο θέμα αυτό δε δέχομαι κουβέντα»

Του έκανε εντύπωση η ωριμότητα και το θάρρος της γνώμης της Μαρίας. Έπρεπε να δώσει απάντηση και δε γινόταν διαφορετικά παρά να δεχθεί τους όρους που του έθεσε.

«Δέχομαι ότι είπες καλή μου Μαρία με μια ένσταση μόνο. Με τον πατέρα σου δεθήκαμε πολύ μέσα στην κοινή μας εργασία. Μου φέρθηκε καλύτερα από πατέρας και δε θέλω να σκεφτεί ότι τον πρόδωσα  πίσω από την πλάτη του..»

Του έριξε ένα πονηρό βλέμμα κι ένα χαμόγελο ντροπαλό, αλλά κι ευχαριστημένη από την απαίτησή του

« Το καταλαβαίνω και το σέβομαι. Μην ανησυχείς όμως. Σε μια τέτοια περίπτωση να σε καλύψω εγώ. Θα επιβεβαιώσω ότι από την πρώτη στιγμή ήθελες να του το πεις. Να μια πρώτη προφύλαξη. Στο κινητό μου θα σε περάσω με το όνομα ενός φανταστικού μου συμφοιτητή. Είσαι ο Μίλτος. Αν σε αποκαλέσω έτσι στο τηλέφωνο να ξέρεις ότι κοντά μου βρίσκεται κάποιος της οικογένειας. Εσύ γράψε με όπως θέλεις»

Είμαι πολύ καθυστερημένος σε αυτά, σκέφτηκε ο Γιώργος. Αντάλλαξαν τα τηλέφωνά τους. Τώρα πια υπήρχε η δυνατότητα να μιλάνε όποτε χρειάζεται

« Θα σκεφτώ που και πότε θα γίνει η επόμενη μας συνάντηση. Να ξέρεις ότι τις καθημερινές έχω το ωράριο του εργαζόμενου ανθρώπου. Σκέψου και κάνε πρόταση κι εσύ. Μόνο που αυτό θέλω να γίνει σύντομα. Έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη ζωή

 

Ώρα για τη ρεβάνς

 

Τον σήκωσαν σαν αποσκευή, χωρίς καθόλου να τον ρωτήσουν, και τον  στείλανε με το ζόρι στην Ελβετία. Για να νικήσει είπαν την εξάρτηση του από τα ναρκωτικά. Στην πραγματικότητα όμως τον φυλάκισαν σε έναν παλαιό πύργο, θεραπευτήριο το λένε, κάπου έξω απ’ τη Γενεύη. Δε γινόταν να το παίξει υπάκουο σκυλάκι. Αυτός έχει τη δική του προσωπικότητα και δεν έχει συνηθίσει τρίτοι άνθρωποι να ρυθμίζουν τη ζωή του. Στην αρχή τους έκανε  τη ζωή δύσκολη. Να καταλάβουν ότι ο Άκης έχει τη δικιά του άποψη.  Γίνεται να ζήσω ρε μάγκες εγώ  χωρίς τη δόση μου; Γίνεται να είμαι φυλακισμένος σε τέσσερις τοίχους, χωρίς έξοδο και διασκέδαση;

Σύντομα όμως κατάλαβε την παγίδευσή μου. Δεν είχε εδώ τις επαφές του, δεν είχε το πορτοφόλι του, δεν είχε τη μάνα μου, που εύκολα πάντα την τούμπαρε να του δίνει το χοντρό χαρτζιλίκι. Σιγά μην της λείψει. Ο παππούς, της άφησε πλούτο και πλούτο, άλλον σε τράπεζες και ακίνητα κι άλλον περισσότερο κρυμμένο αριστερά και δεξιά από δουλειές, που μόνο αυτός ήξερε και χειριζόταν. Ήταν αλεπού ο παππούς και τον παραδέχεται. Μέσα στα άλλα άφησε και σ΄ αυτόν ένα καταπίστευμα, μόνο που δεν καταλάβαινέ  γιατί έβαλε τον περιορισμό να τα πάρει στα χέρια μου όταν συμπληρώσει τα είκοσι πέντε του χρόνια. Σε λίγες μέρες θα τα έβαζε στην τσέπη του κι οι πούστηδες -μάλλον με παρέμβαση του πατέρα του- τον  έστειλαν  άρον- άρον δώθε. Όμως εκεί βρήκε ένα οργανωμένο και αυστηρά φυλαγμένο μέρος. Έτσι δεν τον έπαιρνε να κάνει τον επαναστάτη. Τότε  το σκέφτηκε αλλιώς. Θα έκανε του κωλοτούμπα. Θα το έπαιζε  υπάκουο σκυλάκι σε ότι αυτοί επιθυμούσαν. Δε γίνεται! Κάποια στιγμή θα τ’ αφήσουν να φύγει. Έτσι ηρέμησε κι ακολούθησε σαν καλό παιδί το πρόγραμμα. Τυραννήθηκε ειν’ αλήθεια, πόνεσε πολύ, μα η ιδέα να πάρει το αίμα του πίσω του έδιναν τη δύναμη να αντέξει.

Αυτή η περιπέτεια κράτησε πάνω από δυο μήνες. Μια μέρα ο γιατρός που τον κουράριζε του ανακοίνωσε πως αύριο έρχονται οι δικοί του να τον πάρουν

«Κρίθηκε, κύριε Άκη  ότι απεξαρτηθήκατε από τις ουσίες και μπορείτε να επανέλθετε υγιής στην κοινωνία. Εύχομαι να δείξετε δύναμη κι αποφασιστικότητα. Κρατηθείτε μακριά τους. Γιατί ο δρόμος μαζί τους είναι αδιέξοδος Ευχαριστούμε για τη συνεργασία σας κι ελπίζω να μη χρειαστεί να ξανασυναντηθούμε»

Το επόμενο πρωί ετοίμασε τη βαλίτσα και σε λίγο τον ειδοποίησαν να πάει στο  θυρωρείο. Έπρεπε όμως να συνεχίσει το ρόλο του καλού παιδιού μέχρι να πάρει το χρήμα στα χέρια του. Εκεί με αγκαλιές και κλάματα με υποδέχθηκε η μάνα μου

«Αχ μωρό μου πόσο σε πεθύμησα! Μου έλειψες πολύ. Όμως, πρέπει να το παραδεχθείς, σου βγήκε σε καλό. Με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι ξέφυγες από την κακή συνήθεια και χαίρομαι πολύ.   Επιστρέφουμε στο σπίτι μας αυθημερόν. Έχω τ’ αεροπορικά εισιτήρια στη τσάντα μου»

Δεν έδωσε απάντηση. Απλώς την ακολούθησε έχοντας κατά νου το δικό του σκοπό. Στην Αθήνα μετά από τόσο καιρό συνάντησε τον πατέρα του και η μεταξύ τους ψυχρότητα ήταν εμφανής. Αυτό δεν άρεσε στη μάνα, μα δεν μπορούσε να παρέμβει. Φοβόταν τη σύγκρουση κι ο μονάκριβος γυιόκας μόλις έβγαινε από μια περιπέτεια. Έτσι έκανε κι αυτή το μόκο. Κοιμήθηκε στο κρεβάτι του μετά τόσες μέρες έναν ύπνο ανήσυχο γεμάτο με παράξενα όνειρα και εφιάλτες. Το πρωί δεν ένιωθε καθόλου ξεκούραστος μετά μια τέτοια νύχτα. Η μάνα του, με αυξημένη, από την έλλειψη, αδυναμία για τον γιο της, μόλις πήρε είδηση ότι ξύπνησε του πήγε ένα πλούσιο πρωινό με δίσκο στο κρεβάτι του και με ιδιαίτερη χαρά είδε τρώει με όρεξη. Τον τελευταίο καιρό κάθε μέρα, όταν ξυπνούσε αργά με φωνές κι εκνευρισμό έπινε μόνο έναν εσπρέσο. Από μέσα της είπε.

«Δόξα το θεό φαίνεται ότι  η Ελβετία τον βοήθησε»

 

 

Το αυτοκίνητο

 

Όταν ξύπνησε ο Γιώργος το πρωί μια σκέψη κυριάρχησε στο κεφάλι του. Πέρασαν τόσα χρόνια και -τι ντροπή – δε ξέρει ακόμα να οδηγεί αυτοκίνητο. Πρέπει να κάνει απαραιτήτως μαθήματα και να πάρει το δίπλωμα. Όταν στη δουλειά είδε τον Μπάμπη του είπε την νέα επιθυμία του

«Άντε με το καλό. Το επόμενο βήμα ας είναι ν’ αποκτήσεις δικό σου αυτοκίνητο»  Έψαξε στο διαδίκτυο και βρήκε μια σχολή οδηγών σε βολική απόσταση  από το σπίτι του. Ο δάσκαλος του είπε τα δικαιολογητικά που χρειάζονται να συγκεντρώσει, ενώ άρχισε τα μαθήματα.. Αμέσως φάνηκε η εξοικείωση του με το τιμόνι κι ο δάσκαλός του είπε ότι δε θα συναντήσει δυσκολίες στις εξετάσεις. Πράγματι σε λίγο καιρό πήρε επάξια το επίσημο χαρτί. Αμέσως βολιδοσκόπησε τους δικούς του ότι σκέφτεται ν΄ αγοράσει δικό του αυτοκίνητο. Ο πατέρας του ήταν ουδέτερος

«Κάνε ότι θες, γιε μου. Δικά σου είναι τα λεφτά»

Η μάνα του, λίγο διστακτική, το μόνο που βρήκε να πει ήταν

«Να προσέχεις παιδί μου! Σήμερα τόσα και τόσα γίνονται»

Ο θείος του ήταν πιο κατατοπιστικός

«Σήμερα το αυτοκίνητο, Γιώργο, είναι ένα απαραίτητα εργαλείο για έναν δραστήριο άνθρωπο, σαν εσένα. Δε θέλω να επέμβω, μα η γνώμη μου είναι να προτιμήσεις γερμανική  εταιρεία. Όπως έχεις δει εγώ έχω ένα Golf της Volkswagen . Αξιόπιστο αμάξι με έχει βολέψει πολύ. Από λεφτά τι γίνεται;»

Έχω ένα κομπόδεμα, μα ξέρω ότι κάνουν δόσεις. Θα το ξοφλήσω σιγά- σιγά»

«Εντάξει! Να υπολογίζεις κι εμένα. Θα τσοντάρω κατά ένα μέρος. Έναν ανιψιό έχω»

Έτσι σύντομα βρέθηκε με αμάξι και βέβαια στην αρχή με τη φυσική αγωνία του νέου οδηγού μέσα στη δύσκολη κυκλοφορία της Αθήνας. Σύντομα όμως πήρε το κολάι κι έγινε καλός, μα και προσεκτικός. Οι πρώτοι επιβάτες που μπήκαν στο αμάξι ήταν οι γονείς του. Τους πήγε σε μια ψαροταβέρνα στην παραλιακή. Ο μπαμπάς περήφανος κι ευχαριστημένος με την πορεία και εξέλιξη του γιού του. Η μάνα με τη μόνιμη αγωνία, αλλά δε λησμόνησε να παινευτεί στις φιλενάδες της για την πρόοδο του κανακάρη της

«Οδηγούσε προσεκτικά και μας πήγε σε ένα πολύ ωραίο μαγαζί στην παραλία. Αντιγόνη μου, φάγαμε πλούσια και τα πλήρωσε όλα ο ίδιος. Δεν άφησε τον πατέρα του να δώσει ούτε ένα ευρώ. Είμαι τόσο περήφανη με τον μοναχογιό μου. Ο Γιώργος μου είναι διαμάντι»

 

Νέες συναντήσεις

 

Στο διάστημα αυτό, από την πρώτη συνάντηση με τη Μαρία μέχρι την αγορά του αυτοκινήτου, είχαν δυο -τρεις σύντομες συναντήσεις, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξέλιξη, πέρα από ένα πεταχτό φιλί που του έδωσε κάθε φορά όταν χώριζαν. Όταν ο ίδιος πήρε το θάρρος να την αγκαλιάσει δεν έφερε αντίρρηση μα όταν αποπειράθηκε να τη φιλήσει ερωτικά στο στόμα του πρόσφερε το μάγουλό της. Τον αναστάτωσε η επαφή των σωμάτων τους. Η Μαρία ήταν ακόμα επιφυλακτική και με πείσμα αυτή καθόριζε τι επιτρέπεται και τι όχι. Στον τομέα αυτό ήταν φειδωλή Οι συζητήσεις τους  περιστρέφονταν  γύρω από τα μαθήματα στη σχολή και τις εξετάσεις της. Την άκουγε μ’ ενδιαφέρον. Αυτός της είπε για τις εξελίξεις στη δουλειά, τη νέα εταιρία που ίδρυσαν οι τρεις συνέταιροι  και οι προοπτικές που ανοίγονται. Μα η Μαρία δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό για αυτής της κατηγορίας τα θέματα, με την απογοήτευση του Γιώργου, που όμως δεν την εμφάνισε με λόγια ή άλλες αντιδράσεις και την κατάπιε σιωπηλά και αμάσητη εντός του.

Αυτός όταν τη σκεφτόταν  μόνος φλεγόταν από το πάθος, ήθελε να ζήσει μαζί της φλογερές στιγμές, αυτονόητες για δυο νέους ανθρώπους που αγαπιόνται. Τον έσπαγε ο δισταγμός  της. Όμως δεν μπορούσε να ξέρει ότι κι εκείνη με μεγάλο ζόρι συγκρατούσε την επιθυμία της να τον ζουπήξει και να τον φιλήσει παντού. Ήταν η οικογενειακή αγωγή, ήταν ο φόβος μην τυχόν ο Γιώργος παρεξηγήσει την ευκολία με την οποία του παραδίνεται στα χάδια. Έτσι μέχρι στιγμής ο ένας δεν είχε δοκιμάσει τη γεύση του άλλου

Σήμερα ήταν το πρώτο ραντεβού, που θα πήγαιναν μαζί με το αυτοκίνητο. Η τηλεφωνική συνεννόηση ήταν να περάσει από συγκεκριμένο μέρος τη συμφωνημένη ώρα. Έτσι κι έγινε. Άνοιξε με θάρρος την πόρτα και κάθισε δίπλα του

«Με γεια το αυτοκίνητο, Γιώργο. Όμορφο είναι. Μόνο, καλέ μου, να προσέχεις και να είσαι συνετός οδηγός Μη μου πάθεις τίποτα. Πάνω σου έχω στηρίξει όλες μου τις ελπίδες»

Ήταν η πρώτη φορά που του ξανοιγόταν τόσο άμεσα και το εισέπραξε με ευχαρίστηση. Γύρισε με χαμόγελο το κεφάλι του προς το μέρος της και είπε

«Ναι κορίτσι μου θα προσέχω. Θέλω μαζί σου να ζήσω όλες τις χαρές που δικαιούται ένας άνθρωπος»

Του χαμογέλασε κι αυτή ευχαριστημένη. Πάλι τράβηξε προς τα κάτω στη θάλασσα. Εκεί ήξερε την ψαροταβέρνα που  είχε πάει τους γονείς του, μα αυτό δεν το είπε καθόλου. Ήθελε να της κάνει και λίγο φιγούρα

Πώς ένιωθε και τι σκεφτόταν την ίδια στιγμή το κορίτσι του, η Μαρία;

Μέσα στο σπίτι την ώρα του οικογενειακού δείπνου ο πατέρας της είχε αναφερθεί με τα καλύτερα λόγια για τον νεαρό συνεργάτη του Γιώργο. Εργατικός, φιλότιμος, κόβει το μυαλό του, αφομοιώνει με ευκολία τη νέα γνώση, είναι ανιψιός του αφεντικού και επειδή αυτός είναι φανατικός εργένης και μάλλον  δεν θα παντρευτεί ποτέ, σχεδιάζει να είναι ο διάδοχός του.

  Όλα αυτά τα ξέρει και από την ολιγόχρονη δική τους γνωριμία, εκτίμησε τα στοιχεία του προσωπικού του χαρακτήρα και το σεβασμό που δείχνει στο πρόσωπό της. Ξέρει ότι ο Γιώργος την αγαπάει και μέχρι τώρα τη σεβάστηκε και δε διεκδίκησε εκβιαστικά αυτό που τόσο καθαρά διαβάζει στα μάτια του. Αλλά μέχρι πότε θα αντέχει κι αυτός το κράτημα της; Αυτός θα νομίζει ότι εκείνη είναι παγοκολόνα, ότι δεν έχει επιθυμίες και πάθη, ότι δε θέλει με το ίδιο πάθος ό,τι κι αυτός επιθυμεί. Αχ κακομοίρη, να ήξερες σε τι αναμμένο φούρνο ζω κι εγώ. Πόσες φορές κρατήθηκα σφίγγοντας τα δόντια μου να μη σε ρουφήξω αμάσητο. Τέλος πάντων είναι πια η ώρα να ανοίξω λίγο το παιχνίδι και να του δείξω ότι κι αυτή έχω  επιθυμίες και αισθήματα.

Ο Γιώργος διαισθάνθηκε την ατμόσφαιρα σήμερα πιο ζεστή και αφού έφτασαν στον προορισμό τους, πριν να κατέβουν από το αυτοκίνητο και καθώς αυτή γυρισμένη τον κοίταζε χαρούμενα έσκυψε προς το μέρος της και φυλάκισε το πρόσωπό της με τις δυο παλάμες του. Με συγκινημένη φωνή της είπε

«Να το ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ κορίτσι μου»

Έσκυψε κι η ίδια προσφέροντάς του τα χείλη της. Περίμενε καιρό κάτι τέτοιο. Πίεσε τα χείλη του στα δικά της και το στόμα της αυτόματα άνοιξε. Για πρώτη φορά δοκίμαζε τη γεύση της μ’ ένα αμφίπλευρο πάθος που συνοδευόταν με σιγανούς αναστεναγμούς

«Νομίζεις χαζούλη μου ότι τόσο καιρό δε σε ήθελα κι εγώ. Απλώς ήμουν συγκρατημένη. Κι εγώ σ’ αγαπώ και μάλιστα από την πρώτη στιγμή. Μην το πάρεις βέβαια κι απάνω σου. Όλα θα πρέπει να προχωρήσουν μ’ ελεγχόμενο ρυθμό»

Ήταν η καλύτερή τους συνάντηση. Έφαγαν, ήπιαν το κρασάκι τους κι άρχισαν να σχεδιάζουν το κοινό τους μέλλον. Επιτέλους ο Γιώργος αισθάνθηκε πως είναι πραγματικό ζευγάρι. Την πήγε κοντά στο σπίτι της και πριν να την αφήσει να φύγει της είπε

« Μήπως ωρίμασε ο καιρός να επισημοποιήσουμε στους δικούς μας τη σχέση μας; Δεν είναι κρίμα να συμπεριφερόμαστε σαν ένοχοι ανύπαρκτου αμαρτήματος;»

«Άσε να περάσει λίγος καιρός ακόμα»

«Τι φοβάσαι. Σου δίνω το λόγο μου ότι δε θα σου φέρω εμπόδια να τελειώσεις τη σχολή και να πάρεις το πτυχίο σου»

«Θα το συζητήσουμε εκτενέστερα, σου υπόσχομαι, στην επόμενη συνάντησή μας»

 

 

Δυσκολίες στην εργασία

 

Με ελπίδα και χαρά υποδέχτηκαν ο Μπάμπης και ο Γιώργος τη δημιουργία της νέας συνεταιριστικής εταιρείας για το φυσικό αέριο. Mα όταν ο θείος ανέλαβε από ένα συνεργάτη του κατασκευαστή στο κτίριο που σήκωνε κι αυτή την υποχρέωση φάνηκαν στην πράξη οι ελλείψεις. Ζημιές, χαμένα μεροκάματα και αναγκαστική στο τέλος πρόσληψη επιπλέον έμπειρου συνεργάτη για την επιτυχή ολοκλήρωση της εγκατάστασης. Ο θείος κρατήθηκε και δεν έβαλε τις φωνές στη διάρκεια των εργασιών στο εργοτάξιο μπροστά σε τρίτους, μα όταν συναντήθηκαν στο γραφείο τους εκείνο που τους είπε ήταν

«Να ξέρετε ότι εκείνο που με ενόχλησε δεν είναι το επιπλέον οικονομικό βάρος. Αυτό θα το απορροφήσω θέλοντας και μη. Εκείνο όμως που με φόβισε και πρέπει πάση θυσία να το αποφύγουμε είναι μήπως φανούμε αναξιόπιστοι στον άνθρωπο που μας εμπιστεύθηκε τη δουλειά. Ευτυχώς τελειώσαμε εγκαίρως και δεν υπήρξε παραπέρα πρόβλημα»

Εκείνος που βαθιά ένιωσε την ενοχή του ήταν ο Γιώργος

«Ξέρω ότι εγώ είμαι ο υπεύθυνος αυτής της ανωμαλίας. Πίστεψα επιπόλαια ότι μετά τη θεωρητική μελέτη και τη σύντομη πρακτική μου εξάσκηση που έκανα, θα ήμουν έτοιμος και δε θα υπήρχαν προβλήματα. Η πράξη  όμως έδειξε ότι είχα πολλές ελλείψεις.  Όμως ένα μπορώ να πω πια τώρα. Παρακολούθησα από κοντά όλες τις φάσεις της εγκατάστασης και επανέλαβα ο ίδιος μια φορά ακόμα την κάθε  εργασία. Στο σπίτι κράτησα αναλυτικές σημειώσεις και νομίζω ότι τώρα είμαι έτοιμος. Νιώθω καθαρά την προσωπική μου ενοχή και σας ζητώ ειλικρινά συγνώμη απ’ όλους σας»

Ο Μπάμπης συμπλήρωσε

«Τώρα οπλιστήκαμε με την αναγκαία εμπειρία. Είμαι σίγουρος ότι την επόμενη φορά θα σε βγάλουμε κυρ Νίκο ασπροπρόσωπο. Παρακολούθησα τη φιλότιμη προσπάθεια του Γιώργου και έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Η προσωπική του διαβεβαίωση μου αρκεί»

Το θέμα ξεπεράστηκε, μα ο Γιώργος θα ζούσε για μεγάλο διάστημα την ενοχή του. Ήταν μια προειδοποίηση ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρεί δεδομένο και απόλυτο κτήμα του. Η περίοδος της μαθητείας συνεχίζεται και πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά σε κάθε καινούριο που εισβάλει στο επάγγελμα. Τεχνικές, υλικά και άνθρωποι. Η ζωή έχει τα τερτίπια της και δεν είναι πανηγύρι

 

Η απρόσμενη αποκάλυψη

 

Αυτό το διάστημα η Μαρία έδινε μαθήματα στη σχολή της. Έτσι δεν την ενόχλησε καθόλου και προφανώς δε ζήτησε συνάντηση μαζί της. Ήξερε πόσο φανατική ήταν στον τομέα αυτόν. Όμως η αλήθεια ήταν ότι του έλειπε και του έλειπε φρικτά. Ιδιαίτερα τώρα που στη δουλειά του είχε κάποια προβλήματα και είχε την ανάγκη μιας ηθικής συμπαράστασης. Μα κάθε μέρα δεν είναι και γιορτή. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς προβλήματα. Πρέπει να το απορροφήσει ομαλά και χωρίς άλλες συνέπειες στην καθημερινότητά του

Το ανεπάντεχο συνέβη τυχαία στο δρόμο. Επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά του πάρκαρε το αυτοκίνητο σε μια ελεύθερη θέση που βρήκε στο δρόμο κοντά στο σπίτι του και περπατώντας αισθάνθηκε κάποιος να τον τραβάει απ’ το μανίκι. Στρέφοντας το κεφάλι του έμεινε άναυδος. Ήταν η παιδική του αγάπη, η Φιλιώ. Διστακτική και χωρίς την παλαιά αυτοπεποίθηση του είπε

«Γιώργο εσύ είσαι;»

«Ναι Φιλιώ εγώ είμαι. Τι κάνεις; Χρόνια έχω να μάθω νέα σου»

«Είχα πολλές περιπέτειες και αν μπορείς πάμε κάπου να το συζητήσουμε»

Το σκέφτηκε. Κανονικά έπρεπε ν’ αρνηθεί. Πρώτον γιατί όταν περίμενε καιρό νέα της,  αυτά ποτέ δεν ήρθαν. Τότε που αρνήθηκε την πρότασή του με την πρόφαση ότι θέλει να το σκεφτεί. Δεύτερο και σημαντικότερο είναι ότι πια έχει δώσει την καρδιά του στη γλυκιά του Μαρία. Όμως δεν του πήγαινε να απορρίψει την πρόταση για συζήτηση. Δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα του. Κάποτε ήταν το κορίτσι για το οποίο έτρεφε τρυφερά αισθήματα. Τόσο σκληρόκαρδος ποτέ δεν ήταν. Την πήγε σ’ ένα κοντινό καφενείο και της είπε

«Έλα, σ’ ακούω Είμαι όλος αυτιά» 

Παρέμενε σιωπηλή για αρκετά δευτερόλεπτα ακόμα. Αυτός σεβάστηκε τη σιωπή της. Όταν άρχισε να μιλάει τα πρώτα διστακτικά λόγια που βγήκαν από το στόμα της ήταν

«Δεν ξέρω από που ν’ αρχίσω»

«Είναι πολύ απλό. Ξεκίνα από την αρχή»

Παρέμενε σιωπηλή. Ήταν έκδηλος ο δισταγμός της. Κάποια στιγμή φαίνεται ξεπέρασε τις αναστολές κι άρχισε να μιλάει

« Όταν μου μίλησες καθαρά για την οικονομική σου κατάσταση κι ότι εργάζεσαι ως σερβιτόρος η αλήθεια είναι ότι τρομοκρατήθηκα. Ήμουν μια χαζοβιόλα με το μυαλό πάνω από το κεφάλι μου. Έτσι όταν μου μίλησες για τα αισθήματά σου, μέσα μου μια δυνατή φωνή μου μου είπε. Φύγε Φιλιώ .. φύγε μακρά. Κι αυτό έκανα. Θεωρούσα ότι εγώ είμαι πλασμένη για τη μεγάλη ζωή. Από μια οικογένεια που με μεγάλη δυσκολία μου έδινε αυτά που χρειαζόταν για να μετέχω στην παρέα. Σήμερα ξέρω ότι η στάση μου ήταν λαθεμένη, αλλά δε σώζομαι με μία συγνώμη γιατί στο μεσοδιάστημα συνέβησαν ακολουθία αρνητικών πράξεων. Μετά τη δική σου αποχώρηση δέχτηκα μετά από ολιγόχρονη άμυνα να φτιάξω σχέση με τον Άκη. Δεν ξέρω αν τον θυμάσαι. Ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που θεωρούσε δικαίωμα του την υλοποίηση της όποιας επιθυμίας του. Στα χέρια του παρά την εσωτερική μου άρνηση, εύκολα έγινα άθυρμα. Παιχνίδι στα ανώμαλα καπρίτσια του»

Σταμάτησε να πάρει ανάσα και θάρρος να πει τη χειρότερη συνέχεια

«Όταν μετά από κάποιους μήνες έμεινα έγκυος έγινε θηρίο ανήμερο και με υποχρέωσε να κάνω έκτρωση. Θα μου πεις κι εσύ γιατί δέχτηκες; Γιατί σ΄ αυτήν την πορεία έχασα πια την προσωπικότητά μου κι όταν αρχίσει ο κατήφορος δύσκολα σταματάει. Κι όχι μόνο. Στη συνέχεια γίνεται όλο και πιο  σκληρός. Κάναμε – για πλάκα στην αρχή – χρήση ναρκωτικών. Εδώ έπρεπε να το βάλω στα πόδια, μα δεν το έκανα. Μπήκα στον αδιέξοδο κύκλο των ουσιών κι έφτασα στον πάτο του πηγαδιού. Τον Άκη η οικογένειά του τον έστειλε στην Ελβετία σ’ ένα κέντρο απεξάρτησης κι εγώ μόνη σαν καλαμιά στον κάμπο ν’ αναζητώ τη δόση. Είμαι λοιπόν ένα βήμα πριν τον αφανισμό και άλλη λύση εκτός της αυτοκτονίας δεν υπάρχει. Αυτά είναι τα δικά μου τα νέα Γιώργο. Μαύρα κι άραχνα. Εσύ τι έκανες;»

Ο Γιώργος βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δράμα, με όλη την κυριολεξία της λέξης. Λυπήθηκε την κατάσταση μιας παιδικής του συντρόφισσας, αλλά είδε και την αδυναμία του να προσφέρει κάποια βοήθεια. Με λίγα λόγια της είπε το δικό του βίο και το συναισθηματικό του δέσιμο με ένα νέο κορίτσι από άλλους χώρους. Της είπε ακόμα ότι πριν λίγους μήνες αγόρασε αυτοκίνητο με δόσεις κι ακόμα βρίσκεται στη φάση της σταδιακής εξόφλησης του. Μετά απ’ όλα αυτά κατέληξε

«Για την σημερινή σου θέση τι σχόλιο μπορώ να κάνω; Λυπάμαι πολύ για σένα. Ήσουν μια παιδική φίλη και δε μου ταιριάζει να το παίξω αδιάφορος. Μόνο που δε βλέπω πως μπορώ να σε βοηθήσω. Η μόνη συμβουλή που μπορώ να σου δώσω είναι να γυρίσεις στην οικογένειά σου. Είναι η μόνη ελπίδα σου για στήριξη»

Κούνησε με απελπισία το κεφάλι της

«Κι εκεί τα έχω κάνει σκατά, Γιώργο. Αφού τους άρμεξα πάνω κι απ’ τις δυνάμεις τους, μου έκλεισαν την πόρτα. Ο πατέρας μου το είπε καθαρά. Δεν έχω δυο παιδιά πλέον. Μου απόμεινε το ένα. Δε σε ξέρω. Εσύ θα μας πάρεις μαζί σου όλους στον όλεθρο. Σε αυτό  συμφώνησαν μάνα κι αδελφή.

«Άκου καλή μου Φιλιώ. Οι δεσμοί του αίματος είναι ακατάλυτοι. Πήγαινε στο σπίτι σου και πες τους να σε κλειδώσουν σ’ ένα δωμάτιο μόνη σου. Θα περάσεις άσκημες μέρες, μα σφίξε τα δόντια και δώσε τη μάχη της ζωής σου. Εγώ σε θυμάμαι ένα κορίτσι με δύναμη και όνειρα. Ψάξε μέσα σου να το ξαναβρείς»

«Μα δε με δέχονται πια, ούτε μου μιλάνε»

« Άκου τι θα κάνεις. Κατασκήνωσε έξω από την πόρτα και μη φύγεις πριν κάνεις την πρότασή σου σ΄ ένα μέλος της οικογένειας. Πες τους την πρότασή  και μην αποχωρήσεις μέχρι να τη δεχτούν. Είμαι σίγουρος ότι στο τέλος θα σε δεχθούν. Ο κόμβος όμως είσαι εσύ. Άντεξε και βρες σιγά- σιγά τον παλαιό σου εαυτό. Το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά και μετά από καιρό να σε ξαναδώ στο δρόμο ζωντανή και περήφανη»

«Σ’ ευχαριστώ Γιώργο. Αυτό θα κάνω»

Του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε. Στο Γιώργο αυτή η συνάντηση ήταν ένα σοκ. Είδε ζωντανά πως οι εύκολες επιλογές και οι αθώες σε πρώτη φάση υποχωρήσεις μπορεί να γίνουν στην πορεία μια χιονοστιβάδα που στο διάβα της παρασέρνει και καταστρέφει τα πάντα. Ευτυχώς ο ίδιος έγκαιρα ξέκοψε από αυτήν την παρέα και βρήκε ένα νέο και- πιστεύει - δημιουργικό δρόμο ζωής.  

 

Η Μαρία

 

Εδώ και δέκα μέρες διαβάζει ασταμάτητα. Ήδη έδωσε δυο μαθήματα στην περίοδο που διανύει και της απομένουν ακόμα τέσσερα. Έχει μέλλον μπροστά της και από τώρα τον νοστάλγησε. Τουλάχιστον προς το δειλινό να τον πάρει ένα τηλέφωνο. Μόνο με τη στέρηση της επαφής κατάλαβε ότι ο Γιώργος της έγινε απαραίτητος. Θυμήθηκε το δυνατό ερωτικό φιλί που αντάλλαξαν στο αυτοκίνητο κι ένα ρίγος έντονης επιθυμίας διαπέρασε όλο το κορμί της. Όχι δε θ’ αντέξει την αποχή όλες τις μέρες. Ας κανονίσει να τον δει κι ενδιάμεσα. Δε θα χαλάσει δα κι ο κόσμος. Ενδόμυχα χωρίς βεβαίως ποτέ να το παραδεχθεί ακόμα και στον εαυτό της, κυκλοφορούσε και ο μυστικός φόβος μη της τον κλέψει καμιά σουρλουλού. Άντρας ολόκληρος είναι με όλες τις ανάγκες κι ίδια δεν μπορεί τουλάχιστον προς το παρόν να τις καλύψει. Όμως το ενδεχόμενο αυτό είναι στα υπόψη. Γιατί να μην τ’ ομολογήσει; Και η ίδια παλεύει για να το αναβάλει. Κι η ίδια  το επιθυμεί, αλλά κάθε φορά λέει: άστο για αργότερα. Με τους δικούς της δεν έχει κανένα πρόβλημα. Ξέρει να τους χειρίζεται καλά και ποτέ δεν έδωσε αφορμές για παραλείψεις ή αμαρτήματα.

Ο Γιώργος δέχτηκε με χαρά το τηλεφώνημα, ιδιαίτερα όταν τις προηγούμενες μέρες του είχε πει να μην παίρνει αυτός και διασπά την προσοχή της. Στην πρόταση να πάνε καμιά βόλτα για να πάρει λίγο τον αέρα της της απάντησε ότι μπορεί αν θέλει και τώρα. Έτσι ορίστηκε η ώρα και το σημείο συνάντησης ατάκα κι επί τόπου. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο αυθόρμητα του είπε

«Σε νοστάλγησα μωρέ τόσες μέρες»

Κι αυτός κολακευμένος τη ρώτησε τι περιθώρια χρόνου υπάρχουν

«Δε θέλω ν’ αργήσω πολύ. Το καταλαβαίνεις. Για ταβέρνα και δεν το βλέπω. Σταμάτα κάπου να ανταλλάξουμε δυο τρείς κουβέντες»

Σ’ ένα ανοιχτό χώρο που βρήκε μπροστά του, χώθηκε μέσα κι έσβησε τη μηχανή. Ήταν πια νύχτα και στο γύρω περιβάλλον δεν έβλεπαν άλλη ανθρώπινη παρουσία.

«Έπηξα στο διάβασμα Γιώργο. Δε λέω, καλά πάω, γιατί θέλω να τελειώσω με αυτό το βάσανο. Αλλά τώρα μπήκες κι εσύ στη ζωή μου κι αναστατώθηκε ο προηγούμενος ρυθμός. Αυτό μη το πάρεις σα παράπονο. Είναι μια διαπίστωση. Μη με παρεξηγήσεις. Μου λείπει ένα φιλί σου. Εδώ με εμποδίζουν όλα αυτά τα συμπράγκαλα ανάμεσα στις δυο θέσεις. Ας βγούμε λίγο έξω να νιώσω και το αεράκι»

Όταν αυτό έγινε, ακουμπώντας στην πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του είπε

« Έλα κοντά μου. Μη φοβάσαι δε δαγκώνω»

 Όταν την πλησίασε τον αγκάλιασε και του πρόσφερε τα χείλη της. Συγχρόνως κόλλησε το σώμα της πάνω του. Τη φίλησε ξανά και ξανά με πάθος και τρέμοντας ολόκληρη αισθάνθηκε το διεγερμένο ανδρισμό πάνω της. Ήταν μια πρωτόγνωρη γι αυτήν εμπειρία που την αναστάτωσε και έδειξε τη φωτιά του πάθους που κοιμάται μέσα της και είναι ώριμη να την πυρπολήσει.  Φοβήθηκε και του ζήτησε να μπούνε πάλι στο αυτοκίνητο. Ο Γιώργος ταράχτηκε νομίζοντας ότι έκανε κάτι άπρεπο. Την ρώτησε στα ίσια και η Μαρία το αρνήθηκε κάθετα. Εκείνο που μόνο του είπε ήταν

«Γλυκέ μου Γιώργο, όταν δέχτηκα να βγω μαζί σου, για μένα αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα συγκατάθεσης. Ήταν μια αναγνώριση ότι εσύ ήσουν ο άνθρωπό μου. Φτάνει όμως  για σήμερα. Η ζωή είναι μπροστά μας. Στα ζητήματα αυτά είμαι απόλυτη και σταθερή. Από σένα ένα ζητώ. Να μ’ αγαπάς και τα με σκέφτεσαι. Όλα θα έρθουν στην ώρα τους»

«Το ξέρεις πως σ’ αγαπώ» της είπε εκείνος

 

Η επαγγελματική πορεία

 

Μετά το πάθημα την πρώτη φορά στη συνέχεια τους έγινε μάθημα. Στην επόμενη οικοδομή που ανέλαβαν η εγκατάσταση του φυσικού αερίου έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα και σε χρόνο μικρότερο απ’ αυτόν που προϋπολογίστηκε. Στην παρακολούθηση της πορείας της εγκατάστασης ήταν από κοντά κι ο θείος του Νίκος και μετά το τέλος των εργασιών, έδωσε τα συγχαρητήρια στον ανιψιό του. Για εκείνον ήταν θέμα προσωπικής τιμής. Στο τέλος δικαιωμένος ένιωσε μια μεγάλη ανακούφιση. Τα ίδια συχαρίκια πήρε κι απ’ το στενό του συνεργάτη και φίλο Μπάμπη, που τα ευχαριστήθηκε επίσης πολύ, γιατί ο ίδιος μόνο ήξερε ότι ο Μπάμπης δεν ήταν μόνο συνεργάτης. Ήταν κι ο μέλλων πεθερός του. Τον ενοχλούσε που κάτω απ’ τη μύτη του και χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει είχε ανοίξει παρτίδες με την κόρη του κι αυτό τον έκανε να νιώθει στενάχωρα

Επιτέλους αυτή η εκκρεμότητα πρέπει να λάβει ένα τέλος. Την επόμενη φορά θα πιέσει μέχρι τέλους τα πράγματα. Δεν πάει άλλο. Ίσως όχι με το πρώτο γάμος, αλλά ένας λόγος επίσημος, ένας αρραβώνας ενώπιον και των δυο οικογενειών ήταν πάνω από απαραίτητος. Θα τους απελευθέρωνε να μπορούν να συναντώνται, χωρίς το άγχος και τις ενοχές απέναντι στον φίλο του Μπάμπη.

Στην επόμενη συνάντηση με τη Μαρία την ενημέρωσε για τις επιθυμίες του και μάλιστα με ένα τελεσιγραφικό τρόπο

«Άκου Μαρία κορίτσι μου. Ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και μαζί σου θέλω να φτιάξω οικογένεια. Ξέρω και ακόμα ότι πρώτα θέλεις να τελειώσεις την εκκρεμότητα του πτυχίου σου, και το σέβομαι. Όμως δεν αντέχω άλλο να κρύβομαι. Υπάρχουν και ενδιάμεσες καταστάσεις. Να ανταλλάξουμε επίσημα βέρες ενώπιον των οικογενειών μας. Η μάνα μου συνέχεια με πιέζει

«Καλά εσύ πότε σκέφτεσαι να μας φέρεις το κορίτσι σου να το γνωρίσουμε»

Η Μαρία έκανε μια απόπειρα να τον διακόψει, μα αυτός αποφασιστικός δεν της το επέτρεψε

«Θα μιλήσεις μετά. Άφησε με να ολοκληρώσω τη σκέψη μου. Το πρώτο βήμα είναι να ενημερώσεις τον πατέρα σου. Με έναν όμορφο τρόπο που να μη δημιουργηθούν λαθεμένες εντυπώσεις. Αν ντρέπεσαι ή φοβάσαι διατίθεμαι να κάνω εγώ αυτό το καθήκον. Δε μπορώ άλλο. Κατάλαβέ με. Νιώθω πολύ άσχημα. Μέσα σε δέκα μέρες πρέπει να κλείσει αυτό το θέμα. Αν το αρνηθείς  με το δίκιο μου  θα   δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δε βλέπεις μέλλον για τους δυο μας κι ότι πρέπει  να κάνω  αναπροσανατολισμό εφ’ όλης τη ύλης»

Έμεινε για λίγο αμίλητη. Το ύφος του τελεσίγραφου προφανώς την ενόχλησε. Βεβαίως είχε κι αυτός τα δίκια του, μα από τον δικό της δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά. Έπρεπε να πάρει θέση

«Δεν περίμενα από εσένα, που είσαι ο άνθρωπός μου, τέτοια απολυτότητα. Απολυτότητα που φτάνει στις παρυφές του εκβιασμού. Όμως επειδή σ’ αγαπώ το αντιπαρέρχομαι. Τις δικές μου υποχρεώσεις εγώ τις διεκπεραιώνω. Σου είχα υποσχεθεί ότι εγώ θα μιλήσω στον πατέρα μου για τη σχέση μας κι αυτό θα κάνω. Έχουμε μια συναισθηματική σχέση και τη γνωρίζουμε μόνο οι δυο μας. Τώρα θα γίνει κτήμα όλων.  Αυτό θα μας προσφέρει κάποιες ελευθερίες, μα να το ξέρεις, θα δημιουργήσει  και νέες υποχρεώσεις»

Ο Γιώργος αναπήδησε ανήσυχος

«Μα κορίτσι μου πιστεύεις ότι εγώ μπορούσα να έχω ποτέ τέτοια πρόθεση. Εγώ κοιμάμαι και ξυπνάω με την προσδοκία να ζήσω μαζί σου. Είσαι το πλάσμα που αγαπώ περισσότερο απ’ το κάθε τι»

Ο ρεαλισμός της γυναίκας έλυσε την ένταση. Τον πλησίασε και τον φίλησε γλυκά

« Εντάξει! Τα λέμε πάλι»

 

Η ενημέρωση

 

Σε δυο μέρες τον ενημέρωσε τηλεφωνικά

« Η εντολή σου εκτελέστηκε. Τα είπα στο μπαμπά»

«Μη μου μιλάς έτσι αγάπη μου. Το παρουσιάζεις λες κι ήταν διαταγή. Το έκανα για το καλό μας.  Πες μου όμως την αντίδρασή του μπαμπά σου»

« Στην αρχή του κακοφάνηκε που αυτά έγιναν πίσω απ’ την πλάτη του και επανειλημμένα του είπα ότι εσύ προτιμούσες άμεση ενημέρωση κι εγώ ήμουν εκείνη που αντιδρούσε. Ξέρεις τη μεγάλη αδυναμία που μου έχει και ήμουν απ’ την αρχή σίγουρη, ότι θα εξομαλύνω την κατάσταση. Αύριο το πρωί που θα συναντηθείτε στη δουλειά να είσαι έτοιμος. Εσύ ζητούσες επισημοποίηση. Τώρα θα υποστείς τις συνέπειες»    

«Με μεγάλη μου χαρά»

Το βράδυ τον έφαγε η αγωνία, παρά το γεγονός πως η Μαρία τον διαβεβαίωσε ότι όλα τακτοποιήθηκαν. Πώς θ’ αντικρύσει τον Μπάμπη, έναν άνθρωπο που του συμπεριφέρθηκε σαν πατέρας τα χρόνια της μαθητείας του στο νέο επάγγελμα; Με αυτήν την αγωνία έπεσε για ύπνο, που δύσκολα όμως ήρθε!

Την άλλη μέρα ο Μπάμπης τον περίμενε έξω από το εργοτάξιο κι όταν ο Γιώργος έφτασε μπροστά σου με σοβαρό ύφος τον ρώτησε

«Για πες μου πώς τα κατάφερες κύριε Γιώργο;»

Ένιωσε άσχημα.

«Σας καταλαβαίνω κύριε Μπάμπη και ζητώ εκ βαθέων συγνώμη. Ομολογώ ότι ο ένοχος είμαι εγώ. Μα όταν συνάντησα τη μέρα της γιορτής σας τα μάτια της κόρης σας σκλαβώθηκα δια παντός»

Εκείνος άλλαξε γρήγορα ύφος και τόνο φωνής

«Άκου Γιώργο. Άσε τον πληθυντικό. Τόσο καιρό μιλούσαμε στον ενικό σαν φίλοι κι έτσι ας συνεχίσουμε. Η κόρη μου, μου περιέγραψε αναλυτικά τα συμβάντα και ξέρω την πρόθεσή σου εξαρχής να με ενημερώσεις, Ας αφήσουμε ότι έχει συμβεί πίσω κι ας κοιτάξουμε μπροστά Μια ερώτηση έχω να σου κάνω. Το αγαπάς το κορίτσι  μου;»

Η απάντηση ήρθε αυτόματα

«Για τη Μαρία μπορώ να πέσω στη φωτιά. Μια διαβεβαίωση θέλω να σου δώσω. Τη Μαρία τη σεβάστηκα και θα μπορούσα ακόμα και αύριο να την παντρευτώ. Της το πρότεινα κιόλας, μα η ίδια μου είπε όχι πριν πάρει το πτυχίο της..»

«Ας σταματήσει η συζήτηση αυτή. Είσαι ένα θαυμάσιο παιδί και κάθε πατέρας θα σε ήθελε σύζυγο της κόρης του. Αυτό να μην της το πεις σε παρακαλώ. Είναι πολύ καλό παιδί, αλλά θέλει και μια τιθάσευση. Αυτό είναι πια δικό σου καθήκον. Ελπίζω αυτό να γίνει όταν κάνετε οικογένεια. Προς το παρόν ας κάνουμε έναν επίσημο αρραβώνα. Προτείνω αυτό να γίνει σε δυο βδομάδες από σήμερα στο σπίτι μου. Θα καλέσω μικρό αριθμό στενών συγγενών. Και συ κάνε το ίδιο Συμφωνείς; Εννοείτε ότι θα φάμε, θα πιούμε και θα χορέψουμε. Μια κόρη έχω κι είναι διαλεχτή»

«Συμφωνώ πλήρως Μπάμπη. Εγώ θα φέρω τους γονείς μου, το θείο και δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος. Μόνο επειδή είμαι άσχετος βοήθησε με τι θα χρειαστώ να προμηθευτώ, Παράδειγμα βέρες, δαχτυλίδι και τι άλλο. Ρώτα τις γυναίκες κι εγώ θα το κάνω»

«Έλα να σου δώσω ένα φιλί. Από φίλος σε λίγο καιρό θα γίνω πατέρας σου. Από τώρα στο λέω. Θέλω εγγονάκια, νεαρέ και γρήγορα»

 

Η χαρά των δύο οικογενειών

 

Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ενημερώσει τους γονείς του

«… Τη λένε Μαρία και σπουδάζει δασκάλα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι κόρη του στενού μου συνεργάτη στη δουλειά. Του Μπάμπη. Έμπιστος  συνεργάτης και φίλος τοι θείου Νίκου. Φαντάζομαι, όταν θα τον ενημερώσω θα χαρεί πολύ, γιατί πρόκειται για εξαίρετο άνθρωπο με μια όμορφη οικογένεια και κάθονται στο Περιστέρι. Ο αρραβώνας θα γίνει σε δυο βδομάδες στο σπίτι τους»

Η χαρά των γονιών του ήταν μεγάλη. Τα τελευταία χρόνια ο πατέρας του έζησε από κοντά τον αγώνα του γιου του να προκόψει επαγγελματικά και ήταν περήφανος γι αυτόν. Η μάνα τον αγκάλιασε και με σιγουριά είπε

«Για την διαλέξεις εσύ Γιώργο μου το κορίτσι θα το αξίζει. Όμως κι αυτή είναι  τυχερή γιατί της έπεσε λαχείο. Παίρνει το καλύτερο παιδί. Να τη φέρεις να την γνωρίσουμε; Πότε θα γίνει ο γάμος;»

«Εγώ θα ήθελα και αύριο, μα εκείνη θέλει πρώτα να πάρει το πτυχίο της»

«Και σκέπτεται σωστά» πετάχτηκε ο πατέρας του

«Ναι, αλλά βιάζομαι τώρα να πάρω στην αγκαλιά μου εγγονάκια» απόσωσε η μάνα

Ήρθε η σειρά του θείου του. Το βράδυ τον βρήκε στο γραφείο και τον ενημέρωσε. Ήταν μεγάλη έκπληξη αλλά και χαρά γι αυτόν

«Αχ ανιψιέ! Πέτυχες φλέβα χρυσού. Η καλύτερη οικογένεια. Μ’ έχουν τραπεζώσει στο σπίτι τους και είδα με τα μάτια μου πόσο ευτυχισμένη οικογένεια είναι. Πόσο προκομμένος κι άξιος είναι ο φίλος μας, ο  Μπάμπης. Τη κόρη του τη θυμάμαι μικρούλα, αλλά έχω κάποια χρόνια να τη δω. Οι γυναίκες ανιψιέ από τη μια μέρα στην άλλη αλλάζουν. Είναι σαν τα πεπόνια στο μπαξέ. Τη μια μέρα μοιάζουν άγουρα και την άλλη μέρα είναι ώριμα και μεστωμένα. Εγώ, δυστυχώς, φαίνεται θα μείνω γεροξεκούτης. Δεν βρήκα την κατάλληλη, αλλά και δεν το κυνήγησα το θέμα. Μ’ έφαγε, βλέπεις  η αφοσίωση μου με τη δουλειά; Δεν ξέρω κι ο ίδιος να απαντήσω. Μαγκούφης και γεροντοπαλίκαρο κατάντησα»

«Μα τι λες θείο. Ακόμα είσαι νέος και με τα επικρατούντα κριτήρια περιζήτητος γαμπρός. Τώρα που κάνω εγώ την αρχή βάλε στόχο και κλείσε το θέμα»

«Προχώρα εσύ και βλέπουμε. Προφανώς θα είμαι εκεί. Δε θα χάσω τέτοια ευκαιρία»

 

Ανίχνευση εδάφους

 

Θα της ζήταγε λεφτά για να βγει έξω, αλλά δίσταζε. Ήταν τελείως άφραγκος. Δε χρειάστηκε όμως να το κάνει. Του έδωσε εκείνη ένα ποσόν.

«Να έχεις κάτι στη τσέπη σου αγόρι μου. Ψώνισε κάνα ρούχο, αγόρασε κανένα βιβλίο. Φάε όταν κάτι σ’ αρέσει. Δεν νιώθω καλά όταν σκέφτομαι ότι κάτι σου λείπει»

Ήταν ίδια κι απαράλλαχτη η καλή του μάνα. Ίσως αυτή τον κακοσυνήθισε μα πρέπει να το παραδεχτεί ότι τον αγαπούσε. Άξιζε ένα φιλάκι κι όταν αυτό έγινε, πράγμα σπάνιο γι αυτή,  δάκρυα χαράς ήρθαν στα μάτια της. Ο γλυκός, ο όμορφος, ο μονάκριβος γιος της!

Ντυμένος με τα καλύτερα ρούχα του βγήκε από το σπίτι. Ευτυχώς ό πατέρας του έλειπε με τα συχνά κι άγνωστης χρησιμότητας ταξίδια του. Εδώ και καιρό ήταν μάνα και πατέρας στα μαχαίρια. Ο πατέρας ως την αιτία αυτού του γεγονότος έβαζε τη συμπεριφορά της μάνας απέναντι στο γιο του, μα ο ίδιος υποπτευόταν ότι ο κύριος ξενοπηδούσε. Κάπου θα είχε ανοίξει νέες παρτίδες. Πάντα στον τομέα αυτό ήταν ατακτούλης και η μάνα το υπέμεινε αδιαμαρτύρητα και είχε στρέψει όλη την τρυφερότητα στο παιδί της. Βεβαίως είχε δικά του εισοδήματα μα ποτέ δε συνέβαλε στον οικογενειακό προϋπολογισμό, που όλον τον εξυπηρετούσε ο μπεζαχτάς της μάνας και μερικές φορές τσιμπούσε κι αυτός από την ίδια πηγή ισχυριζόμενος διάφορες έκτακτες, αλλά ψεύτικες για το γιο, αιτιολογίες. Έτσι ανάμεσα στον πατέρα και γιο επικρατούσε ένα κλίμα ακήρυκτου πολέμου. Αν τολμούσε να του δώσει πατρική συμβουλή γινόταν σίγουρα καυγάς με τη μάνα του πάντα να υπερασπίζεται το παιδί της. Όλα τα συμβαίνοντα  στη ζωή πάντα έχουν την ερμηνεία τους. Κι ο πατέρας δεν άνοιγε  πόλεμο με το γιο του. Ήξερε ότι η μάνα θα ταχθεί στο πλευρό του γιο κι αυτός θα βρεθεί εκτεθειμένος

Ήξερε ο γιος από την αρχή τον προορισμό του. Θα πήγαινε στο συμβολαιογράφο που κρατούσε τις εντολές του παππού του.  Το θυμάται πολύ καλά γιατί ήταν παρών στο άνοιγμά της και εκεί ενημερώθηκε για το καταπίστευμα σ’ αυτόν και τον δυσβάσταχτο όρο της συμπλήρωσης των είκοσι πέντε  ετών ηλικίας. Τα γραφεία του ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Επιβιβάστηκε σε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση. Μπήκε στην πολυκατοικία και δε θυμόταν όροφο μα υπήρχε σ’ έναν απ’ τους πλαϊνούς τοίχους, ευτυχώς ενημερωτική πινακίδα. Πέμπτος όροφος. Το αυτόματο ασανσέρ τον μετέφερε εκεί και με αποφασιστικότητα χτύπησε το κουδούνι. Μετά από λίγο του άνοιξε μια δεσποινίδα και τον ρώτησε τι ζητάει. Είπε όνομα και σκοπό επίσκεψης. Η απάντησή της τον απογοήτευσε λίγο.

«Ο κύριος Παρασκευόπουλος δυστυχώς λείπει και θα απουσιάζει και τις δυο επόμενες μέρες. Είναι σε ταξίδι με την κυρία του στο Παρίσι. Επιστρέφουν μεθαύριο. Δυστυχώς δεν έχω καμιά αρμοδιότητα επί των φακέλων. Αναγκαστικά θα περιμένετε την επιστροφή του»

Έφυγε απογοητευμένος και κάθισε στου Φλόκα που ήταν κοντά να φάει ένα γλυκό. Δεν είχε σχεδιάσει καμιά ενέργεια παραπέρα. Έβγαλε την ατζέντα του και κοίταξε τα ονόματα που ήταν καταγεγραμμένα. Να απευθυνθεί στον κύριο στόχο του ήταν μάλλον νωρίς κι απροετοίμαστος Ας πάρει προς το παρόν έναν από τους κολλητούς του. Ξεφύλλισε τις σελίδες. Α, ναι.  Ο Ορφέας Τον βρήκε στις επαφές του κινητού του. Τον κάλεσε, μα απάντηση δε βρήκε. Άφησε φωνητικό μήνυμα ότι επέστρεψε  στη βάση του. Έκανε νέα απόπειρα με τον Όθωνα και επιτέλους τον βρήκε.  Συμφώνησαν να συναντηθούν αύριο στο παλαιό τους στέκι. Ήθελε να μάθει τα νέα από τα παιδιά της παρέας.  Βλέπεις είχε μήνες να μαζευτούν όπως παλαιά

 

Η στόχευση

 

Ο Όθωνας την επόμενη μέρα του έκανε μια καλή ενημέρωση

«Πριν να φύγεις εσύ για την Ελβετία κάποιοι είχαν ήδη φύγει για το εξωτερικό. Με την αλλαγή της εξουσίας το 2015 μερικοί βρήκαν δόντι και χώθηκαν σε δημόσιες υπηρεσίες. Ο φτωχομπινές,  ο Γιώργος είχε από καιρό αν θυμάσαι εξαφανιστεί από την παρέα. Μια πληροφορία λέει ότι δουλεύει σε οικοδομή. Χριστέ μου τί άσχετους είχαμε μαζέψει γύρω μας. Για τη Φιλιώ εσύ θα ξέρεις περισσότερα αφού είχες την αποκλειστικότητα μαζί της. Η αλήθεια είναι πως έχω πολύ χρόνο να τη δω κι αυτή. Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο που ήσουν στην Ελβετία. Σαν να την κατάπιε το μαύρο σκοτάδι. Η παρέα μετά και τη δική σου απουσία ουσιαστικά διαλύθηκε.»

Τα άκουσε όλα ήρεμα χωρίς να δώσει ένδειξη για το ειδικό του ενδιαφέρον. Το μόνο που είπε ήταν

«Σ’ ευχαριστώ  Όθωνα για την ενημέρωση. Μη χαθούμε. Ας κρατήσουμε την επαφή μαζί κι αν έχεις καμιά παλαιά συνάντηση μη διστάσεις να μου χτυπήσεις ένα τηλέφωνο. Άσε τα ποτά θα τα πληρώσω εγώ.»

Σκοτάδι από τους παλαιούς. Αλλά που θα πάει στο τέλος θα βρω μια άκρη

Μετά δυο μέρες πήρε τηλέφωνο το συμβολαιογράφο και η όμορφη υπάλληλος τον ενημέρωσε ότι αύριο το μεσημέρι υπάρχει κλεισμένο ραντεβού. Σε λίγο θα σας τηλεφωνούσα με εσείς με προφτάσατε. Λες και διαβάσατε το μυαλό μου»

 Ο Άκης έπιασε το άνοιγμα που του έκανε η μικρή κι από μέσα του είπε θα το έχω στα υπόψη. Πράγματι την άλλη μέρα ήταν συνεπής στο ραντεβού. Ο συμβολαιογράφος ήταν μέσα στο γραφείο του με το προηγούμενο ραντεβού, που καθυστέρησε λίγο κι έτσι θρονιάστηκε δίπλα στη φιλόδοξη πεταχτούλα υπάλληλο.

«Τώρα που γνωριστήκαμε δε θα ήταν άσχημα να πάμε σε κανένα μπαρ για ποτό, αν και συ το επιθυμείς»

«Γιατί όχι! Γράψτε το τηλέφωνό μου».

Λίγο πολύ, η μικρή  ήξερε την οικονομική επιφάνεια της οικογενείας του και τέτοιες ευκαιρίες δε χάνονται από έξυπνα και τολμηρά κορίτσια

Όταν βρέθηκε απέναντι στον συμβολαιογράφο ξαφνικά εισέπραξε ένα κλίμα επισημότητας. Μπροστά του είχε έναν πράσινο φάκελο.

«Καθίστε κύριε Θεόδωρε παρακαλώ. Ο παππούς σας από την πλευρά της μητέρας σας Παναγής Παναγόπουλος άφησε στον εγγονό του Θεόδωρο Καλόπουλο ένα σεβαστό ποσόν που σήμερα με την ενσωμάτωση των τόκων ανέρχεται στο ποσόν 879,472,50 ευρώ. Μπροστά μου έχω την επίσημη ληξιαρχική βεβαίωση της γεννήσεώς σας και με τον υπολογισμό που έκανα σήμερα είστε είκοσι πέντε  ετών, ενός μηνός και  πέντε ημερών. Ακριβώς. Έτσι ικανοποιείται ο χρονικός όρος που έθεσε ο παππούς σας. Τα χρήματα ήταν  κατατεθειμένα στην Εθνική τράπεζα και στο όνομά μου και σήμερα κατέθεσα σε λογαριασμό που άνοιξα στην ίδια τράπεζα μόνο στο δικό σας όνομα το ποσόν των 856,234,50 ευρώ. Η διαφορά είναι η αμοιβή μου και τα έξοδα χαρτοσήμων. Τελειώνοντας θέλω να προσθέσω το εξής. Ο παππούς σας ήταν ένας άξιος κύριος, τολμώ να πω φίλος και απ’ τους καλύτερους πελάτες του γραφείου μας. Σας συνιστώ συνετή διαχείριση του ποσού με την εξ εμπειρίας γνώση ότι κανένα ποσό δεν είναι ατέλειωτο. Ιδού το βιβλιάριο σας. Ευχαριστώ δια τη συνεργασία σας»

Έτσι στα ψυχρά από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε κάτοχος ενός μεγάλου ποσού, που του έλυνε τα χέρια

 

Η αναζήτηση

 

 Τώρα είναι κι αυτό ένα πρόβλημα, Αλήθεια γιατί ήταν κολλημένος στην αναζήτηση της Φιλιώς, ίσως ούτε ο ίδιος δε μπορούσε με σαφήνεια να απαντήσει στο ερώτημα. Ανδρικό πείσμα; Πειραγμένη αξιοπρέπεια; Σίγουρα όχι ειλικρινής αγάπη. Αυτός ήταν ο άνδρας που πρώτος και ίσως ο τελευταίος που την αποπλάνησε, αυτός την κατέστησε έγκυο και στη συνέχεια την υποχρέωσε σε έκτρωση, αυτός την έμπασε στο χώρο των ναρκωτικών. Όμως κάποια στιγμή, αυτό το ερείπιο, που το είχε υπό τον πλήρη έλεγχό του,  σήκωσε κεφάλι, του τα έψαλε για τα καλά και μετά χάθηκε από προσώπου της Γης Ποια; Αυτή που στα χέρια του ήταν το μαλακό ζυμάρι που το έπλαθε όπως εκείνος γούσταρε. Έ, λοιπόν αυτό δεν το σηκώνει με τίποτα. Θα τη βρει όπου κι αν είναι χωμένη  και θα αναγκαστεί να ζητήσει γονατιστή χίλιες φορές συγνώμη για τη θρασύτατη συμπεριφορά της. Η πρώτη απόπειρα ήταν να κάνει κλήση στον αριθμό του κινητού της που είχε παλαιά. Τζίφος. Η συσκευή ήταν απενεργοποιημένη. Η δεύτερη απόπειρα ήταν στο σταθερό του σπιτιού της. Μια αντρική φωνή με σαφή τον τόνο της ψυχρότητας του είπε πως η Φιλιώ, αναχώρησε, εδώ κι ένα μήνα για το εξωτερικό και δεν επιθυμεί καμιά επαφή με τους παλαιούς γνωστούς της. Προφανώς δεν τον πίστεψε. Έπρεπε να ψάξει ο ίδιος με άλλους τρόπους

Μα για την ώρα είχε άλλες προτεραιότητες. Τα χρήματα που είχε στον προσωπικό του λογαριασμό, του έδιναν έναν αέρα αυτοπεποίθησης, αλλά και μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Όλα έχουν την τιμή τους κι όλα αγοράζονται. Αυτό πίστευε. Μπήκε στο δίλημμα Θα κρατηθεί καθαρός μακριά από ουσίες ή τώρα που μπορεί θα το τραβήξει μέχρι το τελικό άκρο; Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τον προσανατόλιζε στη πρώτη θέση, μα υπήρχε και μια κρυφή συνιστώσα, που μόνο αυτός γνώριζε. Αν δε πάρει τη δόση είναι ανίκανος να νιώσει την ένταση και τον παροξυσμό της ερωτικής πράξης. Κι αυτό ήδη του έλειπε και άρχιζε να του σφίγγει το λαιμό. Γεμάτος με αυτοπεποίθηση ήταν βέβαιος ότι μπορεί να κάνει ελεγχόμενη χρήση, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Να προμηθευθεί ουσίες δεν υπήρχε πρόβλημα. Είχε τις επαφές του και το κυριότερο, το απαραίτητο ρευστό

Πήρε τηλέφωνο το συμβολαιογραφείο του του απάντησε η γνωστή γυναικεία φωνή

«Ο Άκης είμαι. Είσαι το βράδι για παραλία;»

«Και βέβαια είμαι!»

Συμφώνησαν ώρα και τόπο συνάντησης, μα δεν ήξερε η κακομοίρα σε τι περιπέτεια άρχιζε να μετέχει. Εκτός αν ήταν πιο έξυπνη από τον άλλον και καθόρισε αυτή τις εξελίξεις…

 

Η μέρα που αντάλλαξαν τις βέρες

 

Όλα ήταν έτοιμα. Είχαν πάει στην αγορά με τη Μαρία και είχαν αγοράσει όλα τα απαιτούμενα. Το μόνο που απ’ τη πλευρά του Γιώργου απέμεινε ήταν να φτάσει η μέρα. Νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής, με τους γονείς του  μέσα στο αυτοκίνητο και τα απαραίτητα λουλούδια έφτασε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού  της Μαρίας, Η οικογένεια σύσσωμη τους υποδέχθηκε στην εξώπορτα. Χαρές καλωσορίσματα, συστάσεις, ασπασμοί. Ήταν η πρώτη συνάντηση των γονέων και η συγκίνηση ήταν διάχυτη. H μάνα του Γιώργου για πρώτη φορά αντίκρυζε τη Μαρία και την αγκάλιασε με συγκίνηση λέγοντας

«Μωρέ Γιώργο μου, που βρήκες αυτό το πανέμορφο αγγελούδι; Κόρη μου κι ο γιος μου είναι διαμάντι»

«Το ξέρω μητέρα!»

Ακολουθώντας ίσως τις συμβουλές της μάνας της, όταν ήρθε η στιγμή να χαιρετίσει τον πεθερό της έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Συγκίνηση

Παντού υπήρχε ένας εορταστικός στολισμός ένδειξη  σε όλη τη γειτονιά ότι πρόκειται για ευτυχές γεγονός. Μόλις μπήκαν στο κυρίως σπίτι είδαν και γνωρίστηκαν με τους λίγους ακόμα συγγενείς που ήδη είχαν έρθει νωρίτερα. Το τραπέζι για το γεύμα ήταν στρωμένο και τους περίμενε με όλα τα καλούδια του κόσμου. Με μικρή καθυστέρηση έφτασε κι ο θείος Νίκος, που λίγο πολύ τους γνώριζε όλους και κάθισαν στο τραπέζι. Έγιναν προπόσεις. Ο πατέρας της Μαρίας και φίλος του Μπάμπης είπε συγκινημένος

«Είμαι ευτυχισμένος. Το όμορφο κορίτσι, η μονάκριβη Μαρία μου σήμερα δένει τη ζωή της μ’ έναν πανάξιο νέο. Τον Γιώργο. Γνωριστήκαμε μαζί μέσα στην οικοδομή και ξέρω από πρώτο χέρι τι καλό παιδί είναι. Εύχομαι η κοινή ζωή τους να είναι ασυννέφιαστη και να στεφανωθεί με την ευλογία να αποκτήσουν τα ίδια μ’ αυτούς όμορφα παιδιά. Θέλουμε και νοσταλγούμε εγγόνια. Δεν ντρέπομαι να το πω πως τα αναμένω και προσωπικά όσο πιο σύντομα γίνεται »

Όλοι χειροκρότησαν την ευχή του. Εκείνη που ένιωσε λίγο στενάχωρα ήταν η Μαρία που τη φόρτωναν τόσο σύντομα με αυτήν την υποχρέωση. Όμως εμπρός στους άλλους και κυρίως εμπρός στα πεθερικά της δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Την εκνεύρισε και το ύφος του Γιώργου, που αυτάρεσκα συμφωνούσε με τον πεθερό του. Ήρθε η ώρα να της φορέσει το δαχτυλίδι και η ομήγυρη σύσσωμη φώναζε

«Φιλί στη νύφη… φιλί στη νύφη»

Αμήχανος ο Γιώργος την αγκάλιασε και τη φίλησε σεμνά μέσα στα χειροκροτήματα όλων των άλλων

 

Επιστροφή στη ζωή

 

Η Φιλιώ ακολούθησε πιστά τις συμβουλές του Γιώργου. Κατασκήνωσε έξω απ’ το σπίτι, κι όταν η μάνα της βγήκε να τη δει της το είπε.

«Θα με κλειδώσετε στο μέσα δωμάτιο κι όσο κι αν διαμαρτύρομαι δε θα με λυπηθείτε. Μόνο νερό και ίσως λίγο φαγητό. Μέχρι να ξεπεράσω το σατανά που με παιδεύει. Αν δεν το κάνετε η μόνη λύση που απομένει είναι  θα πέσω στις γραμμές του ηλεκτρικού. Μετάνιωσα πικρά για το κακό που σας έκανα μα θέλω να επανέλθω και να ζήσω σαν κανονικός άνθρωπος στην κοινωνία»

Δεν περίμενε την έγκριση από τον άνδρα της, ούτε ρώτησε τη μικρότερη κόρη που ήταν στο σχολείο. Ήταν μάνα κι αυτή δε θ’ απαρνιόταν το σπλάχνο της  Την έμπασε στο σπίτι και τακτοποίησαν το δωμάτιο

«Αν φωνάζω, διαμαρτύρομαι ή ουρλιάζω δεν θα δώσετε καμιά σημασία. Να το ξέρετε. Θα χρειαστώ μέρες. Το τρέμουλο μη σε τρομάζει. Κάποια στιγμή θα φύγει. Όμως δε θέλω να με δει ο μπαμπάς κι η αδελφή μου Ελένη πριν συνέλθω τελείως»

Η κόρη το έμαθε από τη μάνα της αμέσως μα, παρά την επιθυμία να δει την αδελφή της, αυτή δεν ικανοποιήθηκε. Ο πατέρας της έβαλε τις φωνές όταν γύρισε στο σπίτι. Του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τη συμφωνία, που έκανε με την κόρη της

«Μου ήταν αδύνατον ν’ αφήσω το παιδί μας να πεθάνει. Ας την βοηθήσουμε να περάσει αυτήν την περιπέτεια»

Στραβομουτσούνιασε, μουρμούρισε αρκετά, μα στο τέλος το δέχτηκε. Όταν αποπειράθηκε να τη δει, του είπε ότι δε θέλει να δει κανέναν πριν ανθρωπέψει.  Στην αρχή δέχτηκε μόνο το νερό. Όλη τη μέρα άκουαν τα βογγητά της μα η μάνα κέρβερος δεν άφησε κανέναν να ανοίξει την πόρτα. Αυτό κράτησε τρεις τέσσερεις μέρες κι όταν της πήγε μέσα ένα πιάτο ζεστής σούπας για πρώτη φορά ρούφηξε μερικές κουταλιές.

Οι γονείς της πείστηκαν για τη σοβαρότητα της απόφασής της κόρης τους. Αποφάσισαν να κρατήσουν μυστική τη παρουσία στο σπίτι. Ο πατέρας το αποφάσισε όταν κάποιος τη ζήτησε στο τηλέφωνο. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου σε αυτόν που τηλεφώνησε είπε ότι η κόρη του έφυγε εδώ και μέρες στο εξωτερικό

«Πρέπει να την απομακρύνουμε οριστικά από τις παλαιές της παρέες. Μέσα σ’ αυτούς είναι και οι άνθρωποι που την παρέσυραν και ίσως οι προμηθευτές των ναρκωτικών. Το κορίτσι μας έφυγε στο εξωτερικό. Αυτό θα λέμε σε ερωτήσεις κι η μάνα συμφώνησε πλήρως».

 Μέσα σ’ ένα μήνα η κατάσταση της Φιλιώς είχε σαφή βελτίωση. Οι πόνοι της στέρησης είχαν σχεδόν ξεπεραστεί και σιγά- σιγά της ερχόταν η όρεξη. Λούστηκε καλά, περιποιήθηκε τον εαυτό της. Με τη βοήθεια της μάνας της σουλούπωσε κάπως το μαλλί της. Κοιτάζοντάς την η μάνα, την διαβεβαίωσε ότι η σημερινή της όψη δεν έχει καμιά σχέση με την όψη που είχε την πρώτη μέρα που ήρθε

«Όταν σε είδα μου κοπήκαν τα πόδια. Από μέσα μου είπα πάει το χάσαμε το παιδί. Κορίτσι μου έδωσες παλικαρίσια μάχη και την κέρδισες με το σπαθί σου Η χαρά όλων μας είναι  μεγάλη. Όμως ας μην πάρουνε τα μυαλά μας αέρα. Η υγεία σου είναι ακόμη πολύ εύθραυστη και τα επόμενα βήματα πρέπει να γίνουν πολύ προσεκτικά»   

  

Βρήκε ο Άκης νέο θύμα;

 

Η Ζωή ήταν δυο χρόνια υπάλληλος στο συμβολαιογραφείο του κ. Παρασκευόπουλου. Μέχρι τώρα είχε ακούσει πολλά και το μυαλό της έπιανε πουλιά στον αέρα. Όταν έλειπε το αφεντικό δεν δίσταζε ν’ ανοίγει φακέλους και να μαθαίνει μυστικά των πελατών παρά τις αυστηρές εντολές του συμβολαιογράφου. Έτσι ήξερε επακριβώς την οικονομική θέση του Άλκη. Θεωρούσε πως άνετα θα μπορούσε να του μασήσει ένα τμήμα από αυτό το ποσόν. Πίσω της είχε μια σειρά εμπειρίες και η συνείδησή της από νωρίς εφησυχασμένη ότι το μέγιστο αγαθό είναι να δρέψει όλα τ’ αγαθά που το άφθονο χρήμα εξασφαλίζει. Οι ηθικολογίες είναι για τους αφελείς και τους ηλίθιους. Το τηλεφώνημα που κάποια στιγμή δέχτηκε από τον πλούσιο Άκη ήταν το σήμα που άνοιγε το μεταξύ τους αγώνα

Ήρθε στο ραντεβού με το αυτοκίνητο της μάνας του κι αμέσως την ενημέρωσε ότι το προχωρημένο αυτοκίνητο που παράγγειλε με όλα τα εξτρά δεν του είχε ακόμα παραδοθεί. Αμέσως του είπε

«Όταν το παραλάβεις θέλω να είμαι η πρώτη γυναίκα που θα μπει μέσα»

Δεν της απάντησε, ούτε την ενημέρωσε για τον προορισμό τους.  Την οδήγησε σε ένα από τα εστιατόρια της Πειραϊκής. Το άφησε ασχολίαστο. Προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει τις προθέσεις του. Αμίλητοι κάθισαν και τότε μίλησε ο αμίλητος.

«Τι θα πεις;»

«Σαμπάνια!»

«Γιορτάζουμε τίποτα; Ρώτησε αυτός

«Βεβαίως! Τη γνωριμία μας. Λίγο το έχεις αυτό;»

Η ζωή πέρα από εκλεκτική στο ποτά ήταν και κορίτσι με μεγάλη όρεξη. Έφαγε διπλάσια απ’ αυτόν κι όταν αυτός το σχολίασε η απάντησή της ήταν

«Κορίτσι πάνω στην ανάπτυξή μου είμαι. Η όρεξη άλλωστε είναι ένδειξη υγείας
«Μα αν δεν προσέξεις σε λίγο θ’ αρχίσεις να ξεχειλώνεις»

Μη φοβάσαι. Έχουν γνώση οι φύλακες»

Σημείωσε την ετοιμότητα των απαντήσεών της και συμπέρανε ότι είναι περπατημένη και σέρνει πίσω της πλούσια προσωπική εμπειρία. Όμως με τη νηστεία τόσων ημερών τη Ζωή την έβλεπε σαν ξερολούκουμο. Άσε που κι αντικειμενικά η Ζωή διέθετε όλα τα προσόντα που ελκύουν έναν άνδρα.

Όχι αναβολή. Εδώ και τώρα είπε από μέσα του. Τη θέλω. Μετά το φαγητό της πρότεινε βόλτα στην παραλιακή κι αυτή ποτέ δεν είπε όχι. Πάρκαρε έξω από ένα επισκεπτάδικο της περιοχής που γνώριζε από παλαιά και την πήγε μέσα. Πάλι καμιά αντίρρηση. Όταν ανέβηκαν στο δωμάτιο στην τουαλέτα κατάπιε στα γρήγορα δυο κατάλληλα χάπια και σε λίγο ήταν έτοιμος για τη μάχη. Οι πρώτες αψιμαχίες και τα πρώτα παθιασμένα φιλιά Σε λίγο γυμνοί στο κρεβάτι. Όταν αποπειράθηκε να μπει μέσα της σαν να ξύπνησε το κοιμισμένο θηρίο

«Χωρίς προφυλακτικό δε γίνεται»

«Μα δεν έχω μαζί μου»

« Ας φρόντιζες»

Ό άλλος ξαναμμένος βόγκηξε με παράπονο. Το χαρακτηριστικό της ήταν τα συνεχή βογκητά σε κάθε χάδι ή φιλί. Αυτό τον άναβε περισσότερο μα η βασική του επιθυμία έμεινε ως το τέλος ανεκπλήρωτη.

«Μ’ αρέσεις σαν άνδρας. Γουστάρω να το κάνω μαζί σου, αλλά με τους όρους της υγιεινής. Δεν το ευχαριστιέμαι αλλιώς. Ο φόβος πιθανών επιπτώσεων μου τη σπάει εντελώς»

Ήταν να σκάσει. Μα δεν του άφηνε κανένα περιθώριο. Χολωμένος άρχισε να ντύνεται. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Όταν την πήγε εκεί που του ζήτησε, η τελευταία της κουβέντα ήταν

«Μη χαθούμε. Περιμένω τηλέφωνό σου»

Εκείνη την ώρα από μέσα του τη διαολόστειλε, μα καθώς ξημέρωσε η επόμενη μέρα η ανεκπλήρωτη επιθυμία άρχισε να βασανίζει τη σκέψη του.  Μόλις του παρέδωσαν το καινούριο αυτοκίνητο την πήρε τηλέφωνο.  Η απάντησή της ήταν

«Ναι αμέ! Στις οκτώ το βράδυ εκεί που με άφησες την προηγούμενη φορά»

 

Μετά τον αρραβώνα

 

Ήταν όμορφες οι ώρες που πέρασαν οι δυο οικογένειες τη μέρα των αρραβώνων του Γιώργου και της Μαρίας, μα μετά το ερώτημα μπήκε από μόνο του στο μυαλό και των δυο. Και τώρα τι γίνεται παρακάτω; Βεβαίως λύθηκαν κάποια θέματα όπως το άγχος του Γιώργου να ενημερωθεί ο πατέρας της Μαρίας και η ελευθερία να την επισκέπτεται στο σπίτι και να βγαίνουν μαζί έξω. Πέραν τούτων καμιά θεαματική αλλαγή.

Η Μαρία συνέχιζε τις σπουδές της, χωρίς απώλειες  και καθυστερήσεις. Η προηγούμενη παράδοση  των απεργιών και καταλήψεων εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, χωρίς να δοθούν απαντήσεις και λύσεις στα προηγούμενα αιτήματα των απεργών, δίνοντας έτσι δικαίωση σε αυτούς που έλεγαν ότι η υποκίνησή τους περισσότερο οφείλονταν σε πολιτικούς και κομματικούς λόγους παρά για το ειλικρινές ενδιαφέρον για τα ίδια τα προβλήματα. Μια μικρή και δραστήρια δράκα φοιτητών δημιουργούσε τις ανώμαλες  καταστάσεις με τη μεγάλη πλειοψηφία των φαιτητών να μένει αδρανής και ουδέτερη,

Ο Γιώργος πλούτιζε καθημερινά τις γνώσεις του στο επάγγελμα. Απλά η κρίση δεν του έδιναν πολλά περιθώρια για επαγγελματικά ανοίγματα, που είχε στο μυαλό του. Έτσι από πλευράς εξελίξεων ένιωθε σαν φυλακισμένο θηρίο σε κλουβί. Με τη Μαρία συναντιούνταν τώρα πιο συχνά, πήγαινε στο σπίτι της, σε σινεμά σε θέατρα, αλλά στον ερωτικό τομέα είχε βάλει αυστηρά όρια, που αυτόν του φαίνονταν υπερβολικά και ξεπερασμένα. Της είπε πολλές φορές, ότι αυτό τον δυσαρεστεί. Είναι ενήλικες, αγαπιούνται, δώσανε λόγο. Ποια άλλη διαβεβαίωση χρειάζεται για να τον πιστέψει. Είναι λογικό να θεωρεί ότι δεν τον εμπιστεύεται ή ακόμα χειρότερα δεν τον αγαπά. Όλα αυτά ειπώθηκαν κι ένα πρώιμό σύννεφο ψυχρότητας λες και εγκαταστάθηκε ανάμεσά τους

Ήταν πρωί όταν χτύπησε το κινητό του. Ήταν η Μαρία.

«Γιώργο σε καταλαβαίνω. Αλλά κάνεις μεγάλο λάθος αν νομίζεις πως κι εγώ δε καίγομαι από την ίδια επιθυμία. Άκου λοιπόν. Αύριο οι γονείς μου πάνε στο χωριό του πατέρα μου για κάποιο λόγο  κληρονομιών και ο αδελφός μου είναι σε φοιτητική εκδρομή  στην Κέρκυρα. Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μετά τη δουλειά σου και θα δούμε…»

«Θα είμαι στην ώρα μου»

Το ένιωσε Ήταν η πρόσκληση γι αυτό που από καιρό επιζητούσε. Τώρα πρέπει να παραμείνει ψύχραιμος. Ξέρει ότι η αγωνία και ανησυχία μπορεί να επιδράσουν αρνητικά πάνω του. Έφτασε εκεί φορτωμένος με άγχος, μα όταν αντίκρυσε το γλυκό πρόσωπο της δικιάς του, που του άνοιξε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο την πόρτα το άγχος λες κι ήταν πουλί πέταξε μακριά του διώχνοντας μαζί την κάθε αγωνία. Τον αγκάλιασε θερμά και του χάρισε ένα ζεστό φιλί. Από τη στιγμή εκείνη και μετά του ήταν αδύνατο να περιγράψει τα επόμενα στάδια γιατί η ένταση των αισθήσεων κάλυψε τη λογική και τον έλεγχο. Πρέπει όμως να ήταν ονειρεμένες οι στιγμές γιατί όταν προσπάθησε αργότερα να τις αναβιώσει στο μυαλό του το μόνο που κατόρθωσε ήταν μια γλυκιά ανατριχίλα να διαπερνά όλο το είναι του

Αφού μετά από πολύ ώρα λαχανιασμένοι κι δυο, αλλά γεμάτοι βρέθηκαν ανάσκελα δίπλα-δίπλα, μόνο η Μαρία μπόρεσε να μιλήσει

«Είδες ανυπόμονε;  Νόμιζες ότι εγώ δεν το ήθελα. Ήταν λάθος σου! Κι εγώ καιγόμουν να σε τρυγήσω. Τώρα έγινε και δεν το μετανιώνω. Νιώθω ολοκληρωμένη γυναίκα μαζί σου. Εμμέσως πολλές φορές στη βιασύνη σου αμφισβήτησες την αγάπη μου για σένα. Αυτό με πλήγωνε, μα επειδή σ’ αγαπώ το προσπερνώ και συνεχίζουμε»

«Σου ζητώ ειλικρινά να με συγχωρέσεις. Η ζωή έδειξε ότι εσύ είσαι ικανότερη στο χειρισμό καταστάσεων κι αυτό μου είναι ένα καλό μάθημα για το μέλλον»

Ευχαριστημένη με τα λόγια του τον αγκάλιασε σφικτά λέγοντας συγχρόνως

«Μου έρχεται να σε φάω κομματάκι – κομματάκι. Αλλά μετά τι θα έχω η άμοιρη;»

 

 Ο Άκης και η Ζωή

 

Τώρα ήταν προετοιμασμένος πλήρως. Χάπια, προφυλακτικά και χρήμα. Δεν πήγαν πουθενά αλλού. Κατευθείαν στο ξενοδοχείο  Όταν βρέθηκαν στο κρεβάτι πάλι γυμνοί κι άρχισαν τα ερωτικά παιχνίδια, η ζωντάνια, η ευλυγισία του σώματος της  Ζωής, τα ερεθιστικά λόγια και οι συνεχείς αναστεναγμοί ευχαρίστησής της  τον ανέβασαν σε επίπεδα πολύ ψηλότερα, απ’ αυτά που μέχρι τώρα είχε γνωρίσει. Με λόγια παραπλανητικά τον έπεισε ότι ήταν ο καλύτερος εραστής που συνάντησε ποτέ στη ζωή της. Τι περισσότερο χρειάζεται να ικανοποιηθεί η ματαιοδοξία ενός άνδρα; Έζησε μαζί της έναν πρωτόφαντο ερωτισμό, που τον έκανε μεν ερείπιο, αλλά αυτό δεν ήταν που από πάντα αναζητούσε; Από την πρώτη φορά κατέληξε ότι η Ζωή του ήταν πια απαραίτητη. Μα στη πορεία θα μάθαινε ότι η κάθε νέα συνεύρεση μαζί της θα του στοίχιζε ακριβά. Τέτοια ήταν τα γούστα και οι απαιτήσεις της πονηρής Ζωής. Τώρα ήρθε η σειρά ο Άλκης να παίξει   ένα ρόλο που έπαιξαν γι αυτόν κάποιες άλλες στο παρελθόν. Το ρόλο του θύματος. Η Ζωή βήμα-βήμα κατακτούσε τον κυρίαρχο ρόλο στη μεταξύ τους σχέση και οι απαιτήσεις  της όλο και γίνονταν πιο δαπανηρές. Τα λόγια του συμβολαιογράφου ότι κανένα ποσό δεν είναι ατελείωτο πλησίαζαν να επαληθευθούν. Η Ζωή είχε φροντίσει με τα ακριβά της γούστα, με τα πανάκριβα δώρα και το ζεστό χρήμα, που του έφαγε για απίθανες και προφανώς ψεύτικες δικαιολογίες να περιορίσει δραστικά το αρχικό ποσόν. Στα χρηματικά ζητήματα ο Άκης ποτέ δεν ένιωσε ανησυχία. Μόνο που κάποια στιγμή  συνειδητοποίησε ότι η υπόθεση της Φιλιώς μέσα του είχε πλήρως ξεθωριάζει. Η πληθωρική Ζωή έσβησε τις παλαιές επιθυμίες κι όλο το παρελθόν του, το ξαπόστειλε στη λησμονιά.

Μα όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν. Όταν η άπληστη Ζωή ένιωσε ότι η πηγή στέρεψε, με τελευταίο δείγμα ότι ο Άκης πούλησε το αυτοκίνητό του για την τελευταία ικανοποίηση της Ζωής, αυτή άρχισε να το παίζει βαρύ πεπόνι, αυξάνοντας συγχρόνως τις απαιτήσεις της. Δεν της στοίχιζε, αφού από την αρχή για τον κύριο δεν έτρεφε τρυφερά αισθήματα. Τον έβλεπε μόνο σαν τη κότα που έκανε τα χρυσά αυγά. Η στέρηση αγαθών, το φτύσιμο της Ζωής ήταν τα αίτια της κατηφόρας που ακολούθησε. Ευτυχώς γι αυτόν υπήρχε η αφοσιωμένη μάνα του τον έστειλε για δεύτερη φορά ημιλιπόθυμο στη Γενεύη.

 

Η πορεία της Φιλιώς

 

Το μυαλό του πατέρα της Φιλιώς βασάνιζε εδώ και καιρό η ίδια επίμονη σκέψη. Εντάξει το κορίτσι, που εύκολα είχε ξεγράψει έδωσε μια μεγάλη μάχη, σαν αληθινό παλικάρι και την κέρδισε. Αυτό κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει. Όμως ζει σε περιορισμό κάτω απ’ τη γονική ομπρέλα προστασίας. Το ερώτημα είναι όταν αφεθεί ελεύθερη στην κοινωνία θα αντέξει τους πειρασμούς που την έφεραν στο χείλος του αφανισμού, ιδιαίτερα όταν μπροστά της βρεθούν οι ένοχοι της αποπλάνησής. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Χρειάζεται να κάνω μια σοβαρή συζήτηση μαζί της. Και σύντομα του δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Της είπε

«Πώς, κορίτσι μου, σκέφτεσαι να συνεχίσεις εδώ στην Αθήνα τη ζωή σου;»

«Είναι και δική μου απορία μπαμπά. Τι θα κάνω, με τι θ’ ασχοληθώ; Σε ένα όμως είμαι αμετακίνητη. Μπλέξιμο με τις παλαιές παρέες δεν υπάρχει περίπτωση να έχω. Σου δίνω την υπόσχεση πάνω σ’ αυτό. Η τραγική περιπέτεια που πέρασα χαλύβδωσε τη θέλησή μου, να ζήσω μια κανονική ζωή. Να ψάξω για μια δουλειά, ότι κάνει μια κανονική κοπέλα της ηλικίας μου. Στο θέμα της δουλειάς θα ήθελα μια βοήθεια γιατί στον τομέα αυτό είμαι εντελώς έξω από τα πράγματα»

«Άσε να το ψάξω μερικές μέρες και θα σου πω»

Παίδεψε το μυαλό του. Εντάξει οι διαβεβαιώσεις της νεαρής, αλλά για καλό και κακό μια αλλαγή περιβάλλοντος ίσως θα ήταν μια πρόσθετη εξασφάλιση. Στην πόλη της Καβάλας είχε εγκατεστημένο τον αδελφό του με την οικογένειά του. Ναι, από χωριό κοντά στην πόλη ήταν η καταγωγή του. Στην Καβάλα έζησε τα παιδικά του χρόνια κι αγαπά αυτήν την πόλη. Μήπως θα ήταν καλύτερα να πάει εκεί;  Πήρε τηλέφωνο τον αδελφό του και του είπε αναλυτικά την κατάσταση

«Αδελφέ την έσωσα την τελευταία στιγμή. Όμως η ίδια έδωσε σαν παλικάρι τη μάχη και την κέρδισε. Για προληπτικούς λόγους και μόνο σκέφτομαι να φύγει για κάποιο χρονικό διάστημα από την πόλη, που ζουν οι άνθρωποι που την παρέσυραν. Δεν της έχω πει ακόμα κουβέντα, αλλά σκέφτομαι το εξής. Θα μπορούσες εσύ να τη φιλοξενήσεις; Βεβαίως και μόνο σε γνώση των δυο μας είμαι διατεθειμένος να καλύπτω με ένα μηνιαίο ποσό την οικονομική επιβάρυνση, που θα έχεις. Σε ρωτάω πριν της πω ο,τιδήποτε»

«Στείλε την. Ανιψιά μου είναι. Θα τη βολέψω. Για τα χρήματα ούτε να το σκεφτείς. Δεν είμαι πλούσιος, μα ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο φαγητό μπορώ να το καλύψω. Εσύ να την εφοδιάζεις με λεφτά για τα προσωπικά της έξοδα»

«Σ’ ευχαριστώ καρντάση. Θα το χρωστάω. Θα της το πω και θα σ’ ενημερώσω»

Όταν ενημέρωσε για το σχέδιο την κόρη του, η πρόταση την βρήκε πλήρως απροετοίμαστη, αλλά δεν το απέρριψε. Το μόνο που είπε ήταν

«Άσε μπαμπά να το σκεφτώ λίγο»

Καθώς το παίδευε στο μυαλό της, η πρόταση του πατέρα της φαινόταν όλο και καλύτερη. Τι πράγμα αλήθεια την κρατούσε στην πρωτεύουσα;. Ο Άκης ήταν γι αυτήν πια ένας κίνδυνος. Μόνο πονοκέφαλο κι αγωνία της έφερνε όταν τον σκεφτόταν. Μακριά απ’ αυτόν πάση θυσία. Ο μόνος που θα την κρατούσε στην Αθήνα χάθηκε οριστικά γι αυτήν. Είχε ο άνθρωπος και με το δίκιο του δώσει την καρδιά του αλλού. Βέβαια θα είναι μακριά από τους δικούς της, αλλά δεν πάει στο άγνωστο. Θα φιλοξενηθεί από τον αδελφό του πατέρα της. Και τέλος πάντων αν κάτι δεν πάει καλά τίποτα δεν την υποχρεώνει με το ζόρι να συνεχίσει τη ζωή της εκεί. Παίρνει το λεωφορείο και γυρνάει σπίτι της

Το βράδυ που γύρισε ο πατέρας της του έδωσε τη θετική απάντηση. Σε λίγες μέρες έφτασε στην Καβάλα

 

Το αδιέξοδο του Άλκη

Η πρώτη φορά που κλείστηκε σε αυτό το θεραπευτήριο ήταν σχετικά υποφερτή. Έγινε συνεργάσιμος γιατί είχε την προοπτική να εισπράξει την κληρονομιά του από τον παππού. Η μανία να εκδικηθεί την προδοσία της Φιλιώς ήταν στην πραγματικότητα ένας στόχος χωρίς αντικείμενο, πέρα από κάποιο ηλίθιο εγωισμό. Τώρα τα πράγματα έχουν σφίξει από πολλές πλευρές. Πρώτον τα λεφτά φαγώθηκαν σύντομα από τη λυσσασμένη Ζωή. Πώς το κατόρθωσε αυτό, μόνο στο τέλος το συνειδητοποίησε.  Πρέπει να το παραδεχθεί. Τον έπιασε κορόιδο και τον άρμεξε κανονικά. Μα γιατί δεν την έδιωχνε; Πολύ απλό. Την είχε ανάγκη και δεν τολμούσε να της αρνηθεί κάτι. Όταν όμως η πουτάνα του κερατά κατάλαβε ότι το χρήμα τέλειωσε τον πέταξε σαν άχρηστο σκουπίδι. Δεύτερον η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ χειρότερη. Ο οργανισμός του εξασθενημένος, αλλά η εξάρτηση από τις ουσίες ιδιαίτερα ενισχυμένη. Οι ελπίδες για ανάκαμψη ψαλιδισμένες και η μόνη ελπίδα για βοήθεια από την καλόβολη μάνα του σε αυστηρή φραγή. Ένιωσε μόνος, χωρίς κανένα στήριγμα και η πίεση για να πάρει φάρμακα αφόρητη. Όλο το σώμα του τον πονούσε και υπέφερε φρικτά. Τα παρακαλετά του σε γιατρούς και νοσοκόμες συναντούσαν την παγερή τους αδιαφορία κι έφτασε σε κατάσταση απόγνωσης. Το μυαλό του είχε πλέον κουρκουτιάσει και μη έχοντας συνηθίσει την άρνηση και αδιαφορία  έκανε  το απονενοημένο διάβημα. Με φόρα σ’ ένα διάδρομο του  θεραπευτηρίου έπεσε με φόρα και το κεφάλι πάνω στον ακλόνητο τοίχο. Άγνωστες οι προθέσεις του. Ίσως να προκαλέσει τον οίκτο και να εισακουστούν τα αιτήματά του για τη χορήγηση φαρμάκων, ίσως γιατί θα έπαιρνε την εκδίκηση για την συμπεριφορά απέναντί του. Σίγουρα δεν ήταν η τολμηρή πράξη διακοπής της ζωής του. Όμως η σύγκρουση με τον τοίχο προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό. Η άμεση μεταφορά του σε νοσοκομείο δεν απέτρεψε την κατάληξή του. Ο ήδη από πριν εξασθενημένος οργανισμός δεν άντεξε τη νέα ταλαιπωρία και εκεί στο νοσοκομείο μετά από δυο μέρες άφησε την τελευταία του πνοή. Ο μόνος άνθρωπος που τον έκλαψε ήταν η μάνα του, που δεν ήταν κι άμοιρη των ευθυνών για την καταστροφική του πορεία. Ίσως είναι επιτρεπτό να ειπωθεί πως η κοινωνία δεν υπέστη καμιά απώλεια. Ο θάνατός του ήταν η ανακουφιστική κατάληξη μιας βρώμικης και βλαπτικής πορείας για το κοινωνικό του περιβάλλον

 

Ο Γιώργος και η Μαρία

 

Η υπέροχη βραδιά που έζησε το ζευγάρι στο σπίτι της Μαρίας σφράγισε θετικά τη σχέση τους. Ο έρωτας και το ταίριασμά τους τους ήταν η απόλυτη απόδειξη, ότι ήταν πλασμένοι να ζήσουν μαζί. Το πτυχίο παρέμενε σε προτεραιότητα για τη Μαρία, μα οι χαρές του Έρωτα έβαλαν λίγο νερό στο κρασί της απολυτότητάς της. Δεν ήταν μόνο ο Γιώργος που επιδίωκε συναντήσεις. Και η Μαρία ζούσε με την προσδοκία της επόμενης φοράς. Μόνο που σε μια από τις φορές έγινε το ατύχημα. Χωρίς βέβαια να το επιδιώκουν. Αλαφιασμένη η Μαρία του είπε στο τηλέφωνο. Ότι έχει καθυστέρηση. Ο Γιώργος δεν ήξερε  αν πρέπει να ανησυχήσει ή να βγάλει κραυγή χαράς. Το μόνο που της είπε να κάνει υπομονή δυο τρεις μέρες κι αν τίποτα δε συμβεί θα πάνε μαζί στο γιατρό. Τα λόγια του την ηρέμησαν λίγο, μα η πιθανότητα της εγκυμοσύνης την έβαλε μπροστά σε διλλήματα. Σ’ ένα χρόνο κανονικά θα τέλειωνε τη σχολή της. Τώρα τι θα γίνεις Θα υπάρξει καθυστέρηση; Αν είναι έγκυος πώς βλέπει το ενδεχόμενο της έγκαιρης διακοπής. Τι γνώμη θα έχει γι αυτό ο δικός της; Μετά το άλλο Οι γονείς τους τι θα πουν; Βιάζομαι είπε από μέσα της. Ας περιμένω και θα δούμε.

Καθημερινά Ο Γιώργος της τηλεφωνούσε ανήσυχος ζητώντας πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας της και μετά από τρεις μέρες αναμονής, την ενημέρωσε ότι έρχεται στο σπίτι να την πάρει για να πάνε σε γιατρό. Δεν της πολυάρεσε αυτό το στενό μαρκάρισμα, αλλά δεν είπε τίποτα. Η γνωμάτευση του γιατρού ήταν η αναμενόμενη. Ήταν δυο μηνών έγκυος και θα πρέπει να ρυθμίζει το ρυθμό της ζωής της με βάση την αναμονή του ευχάριστου γεγονότος. Όταν βγήκαν από το ιατρείο τα αισθήματα των δυο τους ήταν αντιφατικά. Αυτός ενθουσιασμένος κι αυτή προβληματισμένη.

«Κοίταξε Γιώργο, μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Δεν το ήθελα να γίνει από τώρα. Ξέρεις από νωρίς τις απόψεις μου. Μα τώρα που έγινε δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Θα προσαρμόσω τη ζωή μου με βάση τις συμβουλές του γιατρού μέχρι να έρθει στη ζωή το παιδί μας. Μα να ξέρεις. Σε καμιά περίπτωση δεν παραιτούμαι από το στόχο να πάρω το πτυχίο μου. Εκεί έχω επενδύσει χρόνια κόπο και δε θέλω να πάνε χαμένα»

«Σε όσα είπες δεν έχω καμία αντίρρηση. Ίσα-ίσα θα σε στηρίξω σε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου. Εκείνο, που θέλω να μου πεις είναι τι κάνουμε παρακάτω»

«Εσύ τι προτείνεις;»

«Πρώτα να ενημερώσουμε τους γονείς μας και σύντομα να κάνουμε το γάμο μας. Μη φτάσεις στην εκκλησία με τουρλωμένη κοιλιά. Αυτά!»

 

Η Φιλιώ γύρισε σελίδα

 

Στην Καβάλα τη συνόδεψε ο πατέρας της. Η Φιλιώ συμφωνούσε πλήρως στην αλλαγή περιβάλλοντος. Η μόνη ένσταση που έθεσε στον πατέρα της ήταν.

«Πώς θα γεμίζω τη μέρα μου, ρε μπαμπά; Θα κοπροσκυλιάζω όλη μέρα χωρίς να κάνω τίποτα; Μια απασχόληση μου χρειάζεται. Δεν έχω απαιτήσεις πολλές. Μόνο ανθρώπινο ωράριο και μια αμοιβή για τα προσωπικά μου έξοδά»

«Θα το συζητήσουμε με το θείο σου όταν φτάσουμε εκεί»

Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή και η ατμόσφαιρά φιλική. Η γυναίκα του η Σοφία και τα δυο παιδιά τους. Η μικρή Φιλιώ- όνομα της μάνας τους- που φέτος θα τελείωνε το γυμνάσιο και ο μικρός Λευτέρης που ακόμα ήταν στο δημοτικό.  Όλοι  κάθισαν στο έτοιμο τραπέζι, που ήταν γεμάτο με όλα τα καλά. Έφαγαν με όρεξη, Ήπιαν το ντόπιο κρασί κι ο θείος στην πρόποση καλωσόρισε την ανιψιά του, διαβεβαιώνοντάς την ότι ο ερχομός της ήταν για όλη την οικογένεια μια ιδιαίτερη χαρά

Ο πατέρας της έθεσε αμέσως το θέμα

«Μια οποιαδήποτε δουλειά. Να μην είναι όλη τη μέρα μέσα στα πόδια σας. Οι οικονομικές απαιτήσεις της είναι περιορισμένες. Ας αναζητήσουμε κάτι….»

Ο αδελφός του τον πρόλαβε

«Ήδη το σκέφτηκα κι εγώ και το βρίσκω λογικό. Δεν ξέρω αν θυμάσαι τον Κυριάκο Τοπούζογλου; Ήταν συμμαθητής σου στο δημοτικό. Ο Κυριάκος έχει εδώ στην Καβάλα τριάντα χρόνια ένα βιβλιοπωλείο. Παντρεύτηκε μα δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά. Πρόσφατα είχε ένα καρδιακό επεισόδιο που μας φόβισε όλους, μα με πείσμα σηκώθηκε πάλι κι άνοιξε το μαγαζί. Τον είδα προχθές και βολιδοσκόπησα την κατάσταση. Δύσκολα τα φέρνει πέρα. Τα κουράγια του μειώθηκαν πολύ. Του είπα πως η κόρη σου έρχεται για εγκατάσταση στην πόλη και χάρηκε γιατί σε θυμόταν. Προφανώς δεν είπα τίποτε άλλο για τη Φιλιώ. Θέλει να τη δει και να συζητήσει μαζί της το θέμα. Κατ’ αρχή είναι θετικός»

Η Φιλιώ κι ο πατέρας της ενθουσιάστηκαν

«Μ’ ενδιαφέρει και θέλω να πάω» είπε χωρίς δισταγμό εκείνη

 

Ο γάμος

 

Όταν ενημερώθηκε ο Μπάμπης για την εγκυμοσύνη της Μαρίας δραστηριοποιήθηκε τάχιστα. Στο ζευγάρι με όλη την αυστηρότητα τους είπε

«Γρήγορα γάμος και μάλιστα θρησκευτικός ! Να ευλογηθεί απ’ το θεό. Θα πάω στον παπά και θα κλείσω ημερομηνία όσο συντομότερα γίνεται. Γαμπρέ ενημέρωσε τους δικούς σου και το θείο σου κι αγόρασε κουστούμι. Όπως στρώσατε θα κοιμηθείτε. Εσύ Μαρία με τη μάνα σου όλες τις δικές σας ετοιμασίες. Επ’ αυτών δε δέχομαι αντιρρήσεις. Ξαμοληθείτε»

Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Σε λίγες ώρες τους ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι ο γάμος θα γίνει σε δυο Κυριακές στην ενορία της γειτονιάς του

«Με τον παπά είμαστε γνωστοί και μ’ εξυπηρέτησε σε ό,τι του ζήτησα. Εσείς χρεώνεστε με τις άλλες προετοιμασίες. Αν συναντήσετε   καμιά δυσκολία θέλω να με ενημερώνετε αμέσως

Όταν ο Γιώργος σ

Ενημέρωσε τους δικούς του εκείνοι τρελάθηκαν απ’ τη χαρά τους. Ιδιαίτερα η μάνα του

«Αμήν και πότε. Να γίνω κι εγώ γιαγιά. Να νταντέψω στην αγκαλιά μου εγγόνι. Σ’ ευχαριστώ αγόρι μου για τη χαρά που μας δίνεις»

Το ίδιο ενθουσιαστικός ήταν κι ο θείος του

«Ανιψιέ, παίρνεις κορίτσι από την καλύτερη οικογένεια. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία κι αν θέλεις γίνομαι και κουμπάρος. Ρώτα το κορίτσι κι αν συμφωνεί ενημέρωσέ με»

Με τη στενή κι αυστηρή εποπτεία του Μπάμπη, όλα στην καθορισμένη ημερομηνία ήταν πανέτοιμα. Η Μαρία με τη σκέψη ότι μέσα της μεγαλώνει ένα παιδί της αγάπης του προσγειώθηκε κι ακολούθησε  το ρυθμό που της υπέβαλαν τα γεγονότα. Όμως από μέσα της δεν παραιτήθηκε από την επιθυμία, μόλις περάσει η φούρια να πάρει το πολυπόθητο πτυχίο

Έτσι τη μεθεπόμενη  Κυριακή πέρασαν το κατώφλι της εκκλησίας και μετά το μυστήριο βγήκαν από την πόρτα δεμένοι με τους όρκους της αιώνιας πίστης κι αγάπης. Ο Γιώργος περήφανος,  που σε λίγους μήνες θα ήταν κι αυτός πατέρας.

Το γλέντι που ακολούθησε κράτησε όλη τη νύχτα. Στο ενδιάμεσο της νύχτας, πάνω στη γενική χαρά πήρε το λόγο ο κουμπάρος, Θείος Νίκος.

«Εγώ καλοί μου φίλοι σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος γιατί πάντρεψα το μοναδικό αγόρι της αγαπημένης μου αδελφής με το πανέμορφο κορίτσι του μόνιμου συνεργάτη μου και καλού μου φίλου Μπάμπη. Στο νιόπαντρο ζευγάρι θέλω να κάνω ένα δώρο. Άλλωστε ελπίζουμε σύντομα ν’ αρχίσει να μεγαλώνει η οικογένεια με νέα μέλη. Εγώ έχω ένα δυάρι στο κέντρο, που το έχω επιπλώσει με όλα τα χρειαζούμενα. Το δικό μου το σπίτι το νοικιάζω στο αντρόγυνο με την υποχρέωση να μου δίνουν κάθε μήνα δυο ευρώ. Οι τρεις συνέταιροι, ο Μπάμπης, ο Γιώργος κι εγώ θα φροντίσουμε σε μια από τις οικοδομές που ανεβάζουμε να κρατήσουμε ένα καλό νέο διαμέρισμα για τα παιδιά. Να μην ανησυχούν, έχουν ανθρώπους που τους αγαπούν»

Η ομιλία του έκλεισε με θερμά χειροκροτήματα, από όλους. Η νύφη δακρυσμένη σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι. Κι αδελφή του, μάνα του Γιώργου τον έσφιξε θερμά στην αγκαλιά της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου