Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017




Στιλβωτές υποδημάτων (λούστροι) της προπολεμικής Λαμίας



“… στο δρόμο, οκτώ χρονών παιδί, το ορφανό, τα ’χε χαμένα. Βρέθηκε ένας Χριστιανός και του λέει «έλα δω ρε, να σε μάθω να γυαλίζεις παπούτσια» και τον πήγε σ’ ένα μαραγκό, έδωσε ενάμιση κατοστάρικο, του έφτιαξε κασελάκι, του πήρε βερνίκια και τον αμόλυσε :  «Άμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις …»”.

Νίκου Τσιφόρου,Τα παιδιά της πιάτσας”, σ. 351, Αθήνα, 1976.





1.      Ανάγκη και επάγγελμα

   Οι δρόμοι και οι πλατείες[1][1] της Λαμίας αλλά και όλου του νομού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν με χώμα, ενώ αρκετοί δρόμοι ήταν στενοί και χωρίς πεζοδρόμια. Από τη σκόνη, το νερό της βροχής και τις λάσπες τα παπούτσια λερώνονταν. Επιπλέον, τα παπούτσια στα χρόνια εκείνα γίνονταν με παραγγελία (δεν υπήρχαν έτοιμα στα καταστήματα) και είχαν σημαντικό κόστος. Δύσκολα οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν δύο ζευγάρια[1][2] παπούτσια.

   Το νέο και συχνό βάψιμο και γυάλισμα των παπουτσιών ήταν απαραίτητο, ώστε να αντέξουν περισσότερο χρόνο και να δείχνουν όμορφα. Για τους άνδρες που έβγαιναν “στην πιάτσα” και στις κοινωνικές συναναστροφές τους τα μαύρα ή καφέ δερμάτινα παπούτσια ή σκαρπίνια έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένα[1][3] και να δείχνουν στο μάτι.

   Την υπηρεσία αυτή ανέλαβαν οι στιλβωτές ή όπως επικράτησε στον κόσμο οι “λούστροι”. Ένα επάγγελμα της πόλης, που κάλυψε αυτή την ανάγκη και σε κάποιους ανθρώπους έδωσε ένα μικρό  αλλά τίμιο εισόδημα για να ζήσει η οικογένειά τους.





2.     Οι άνθρωποι της δουλειάς

   Η λέξη “λούστρος” προήλθε από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη». Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και για την ουσία (το βερνίκι) επάλειψης και στίλβωσης (γυάλισμα) της επιφάνειας. Τα μικρότερης ηλικίας άτομα, τα λέγανε λουστράκια.

Ένας λουστράκος

  Ήταν φτωχοί άνθρωποι, συνήθως αγράμματοι, που προήλθαν από τη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων της Λαμίας (Σλα Μαχαλά), αλλά και κάποιοι που ήρθαν από ορεινές και άγονες περιοχές ή χωριά στην πόλη, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Άνθρωποι εργατικοί και έντιμοι επαγγελματίες οι περισσότεροι.

   Υπήρχαν λούστροι σταθερής θέσης και πλανόδιοι. Στην ανατολική πλευρά[1][4] του Σταροπάζαρου (όπως έλεγαν παλιά την πλατεία Πάρκου) είχαν 4-5 σταθερές θέσεις (τις βροχερές μέρες στεγάζονταν απέναντι, κάτω απ’ τις μαρκίζες των καταστημάτων). Αντίστοιχα υπήρχαν και στην πλατεία Λαού με τα κασελάκια στη σειρά μπροστά στα καφενεία (π.χ. είχαν στέκι ο Δημ Γουλόπουλος, ο Κόγιας, κ.ά.). Όταν γινόταν το παζάρι στην πλατεία Πάρκου, με τις παράγκες, τότε ανάγκαζαν τους λούστρους να φύγουν. Αυτοί υπερασπίζονταν το δικαίωμα στο χώρο και γίνονταν μεγάλοι καβγάδες. Έβαζαν κάποιους να μεσολαβήσουν στο δήμαρχο και τελικά τους άφηναν ένα μικρό χώρο για τα κασελάκια.

   Υπήρχαν οι νόμιμοι και οι παράνομοι. Οι πρώτοι είχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Οι πλανόδιοι ήταν χωρίς άδεια, γι’  αυτό όταν έβλεπαν χωροφύλακα το “έβαζαν στα πόδια” μαζί με τα σύνεργα της δουλειάς τους.

   Στο πόστο τους ήταν πάντα σταθεροί. Διεκδικούσαν τη θέση τους κι αν εμφανιζόταν κάποιος άλλος τότε τον έδιωχναν. Με βάση τον άγραφο νόμο της πιάτσας είχαν δικαιώματα στο επιλεγμένο σημείο κι άλλος λούστρος δε μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πέραν αυτού. Οι πλανόδιοι πήγαιναν σε μέρη όπου σύχναζε κόσμος (σταθμούς λεωφορείων, τραίνου, πλατείες Λαού και Πάρκου κυρίως, καφενεία, κ.ά.).

   Μια από τις πρώτες δουλειές των χωρικών και γενικά των επισκεπτών, για δουλειές στην πόλη μας, ήταν και το βάψιμο των παπουτσιών, μέχρι και την επόμενη επίσκεψή τους. Οι λούστροι γνώριζαν τους περισσότερους στα χρόνια εκείνα και ειδικά ήξεραν τις προτιμήσεις των πελατών τους.

   Στην κοινωνική διαστρωμάτωση η θέση του λούστρου θεωρούνταν κοινωνικά υποδεέστερη[1][5]. Η προπολεμική κοινωνία κατέτασσε άτυπα τους λούστρους και τους τσιγγάνους (γύφτους) στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας. Βέβαια το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του, ο λούστρος όσο διαρκούσε η δουλειά του δεν κοιτούσε ψηλά στον πελάτη, εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει κάτι.

   Η απειλή που διατύπωνε κάποιος πατέρας στο μαθητή - γιο του τότε ήταν: “Αν δεν παίρνεις τα Γράμματα, θα πας να γίνεις λούστρος”, αναγκάζοντάς τον να προκόψει και να διακριθεί στα γράμματα. Αρκετές φορές η λέξη “λούστρος” χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά[1][6]: “Ρε λούστρο” ή “είσαι λούστρος”.





Τα σύνεργα της δουλειάς
Όμορφο κασελάκι με σκαμνί

   Όλος ο εξοπλισμός και τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία της δουλειάς τους ήταν μέσα στο “κασελάκι” τους. Ήταν ένα κουτί, συνήθως ξύλινο και συχνά διακοσμημένο με φύλλα από μπρούντζο σε διάφορα σχέδια. Είχε συρτάρια για τις βαφές (βερνίκια) και τα πανιά γυαλίσματος. Στα πλαϊνά είχε θήκες για τις βούρτσες βαψίματος και γυαλίσματος. Στη μέση της επάνω πλευράς του είχε το πάτημα (μεταλλικό ή ξύλινο), όπου ο πελάτης στήριζε το παπούτσι του για βάψιμο. Για τη μεταφορά του, το “κασελάκι” είχε έναν μακρύ ιμάντα που τον περνούσε στον ώμο του. Ορισμένα απ’ αυτά ήταν αληθινά κομψοτεχνήματα.

  Αυτό ήταν όλη η περιουσία τους. Συνοδευόταν από το αναγκαίο χαμηλό σκαμνί.





4.    Επί το έργον

   Καθισμένος στο χαμηλό σκαμνάκι ο λούστρος περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει[1][7] τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι, με μια βούρτσα. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική βάση της κασέλας. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος.

Στιλβωτής σε ώρα

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017


Η ελληνική παιδεία στην Πελαγονία (πΓΔΜ)

 Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου
Του Θωμά Σιδέρη
Από τα τέλη του 18ου αιώνα κιόλας το Μοναστήρι, η καρδιά της Πελαγονίας, αναδεικνύεται σε σπουδαίο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο.
Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1830 από το Δημήτριο Βαρνάβα. Τα περισσότερα, βέβαια, διδακτήρια ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Πελαγονίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την οικονομική και ηθική υποστήριξη των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων κοινοτήτων, της Ιεράς Μητρόπολης Πελαγονίας, του Ελληνικού Προξενείου, αλλά και με την αρωγή που απλόχερα προσέφεραν οι απόδημοι Μοναστηριώτες και κυρίως, οι ικανότατοι έμποροι που όργωναν στην κυριολεξία τη Βαλκανική και άφηναν το αποτύπωμά τους στις μεγάλες πόλεις και στα πολυσύχναστα λιμάνια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Edward Stanford το 1877 στην επισκοπή Καστοριάς, Πελαγονίας, Βελούσας, Κορυτσάς και Βοδενών υπήρχαν 111 σχολεία, στα οποία φοιτούσαν συνολικά 5.361 μαθητές. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Καλοστύπης υπολόγιζε «το ολικόν άθροισμα των εν Μακεδονία ελληνικών Σχολείων» στα 846 εκπαιδευτήρια με την εξής κατανομή: 3 Γυμνάσια, 3 Διδασκαλεία, μία Ιερατική Σχολή, 71 Ελληνικά Σχολεία, 74 Παρθεναγωγεία, 283 Δημοτικά, 80 Νηπιαγωγεία και 331 Γραμματοδιδασκαλεία, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαθητών ανερχόταν σε 45.870 παιδιά και εφήβους.
Τα «Τσούφλεια Εκπαιδευτήρια» Γευγελής
(1890-1913, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Το Μοναστήρι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν μία Βαβέλ εθνοτήτων και θρησκειών. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι και προτεστάντες αναζητούσαν το δικό τους καθαρτήριο ψυχών, ενώ τους δρόμους του Μοναστηρίου και τα χωριά της Πελαγονίας περιδιάβαιναν Οθωμανοί, Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι και διάφοροι Ευρωπαίοι.
Εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής σύνθεσης, η κοινωνική δομή του Μοναστηρίου ήταν ευμετάβλητη και οι ισορροπίες πιο εύθραυστες, ακόμα και από αυτούς τους ύαλους των Σεβρών. Ως εκ τούτου, η γη της Πελαγονίας αποδεικνυόταν το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν σαν παραφυάδες διάφορες μορφές προπαγάνδας.
Οι κυριότερες από αυτές ήταν η βουλγαρική, κυρίως μετά το 1870 και αφότου ιδρύθηκε η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία και η ρουμανική, με βασικό πρωταγωνιστή τον Απόστολο Μαργαρίτη, βλάχικης καταγωγής. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους οι προπαγάνδες αυτές, προέβαιναν σε αθρόα ίδρυση οργανώσεων, αποστολών, εκκλησιών και σχολείων. Για το λόγο αυτό και ο Μαργαρίτης, υποκινούμενος από την Αυστρία και με την άμεση οικονομική ενίσχυση του Βουκουρεστίου ίδρυσε ρουμανικά σχολεία σε πολλά βλάχικα χωριά της βόρειας Μακεδονίας.
Άδειοι δρόμοι
Άδειοι δρόμοι στη σιωπηλή τώρα πόλη
Πριν λίγο στέναζε από το αλαλάζον πλήθος
Όμως δε μπόρεσε να κρατήσει τους ήχους,
τις μυρωδιές και τα συνθήματα που τη δονούσαν.
Τώρα τα μόνα που απέμειναν,
είναι υπολείμματα υλικών,
πού προηγουμένως κορέσανε
την πείνα και τη δίψα
των ενθουσιωδών οπαδών του νεόκοπου ηγέτη.
Χορτάτοι από ικανοποίηση
και στομάχι γεμάτο,
Σίγουροι ότι το μέλλον θα είναι
έτσι κι αλλιώς φωτεινό.
Αφού αυτός το είπ

Ο βιωματικός χρόνος                  

 Θέλω να ταλαιπωρήσω τη σκέψη μου αναμετρώντας την με το χρόνο. Δεν εννοώ βεβαίως τον αντικειμενικό χρόνο με τη θεωρητική υπόσταση και τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Εδώ θέλω ν’ ασχοληθώ με κάτι πιο άμεσο, πιο χειροπιαστό, μα αρκετές φορές και πιο οδυνηρό. Τον προσωπικό μου χρόνο, το χρόνο της δικής μου διαδρομής. Να περιγράψω - εν ολίγοις – πώς τον αντιμετώπισα από τη στιγμή που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου στη ζωή μέχρι τώρα που διανύω την τελευταία φάση της.

 Με το χρόνο είχα σχεδόν πάντα μια διαφορά φάσης. Πότε εγώ ασθμαίνοντας τον κυνηγούσα, πότε αυτός απειλητικά με καταδίωκε. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις - κι αυτές μικρής διάρκειας – που συμβαδίζαμε ταιριασμένα και σε φάση. Μικρός κυνηγούσα το χρόνο, με τη μόνιμη έγνοια να μεγαλώσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Να γίνω συμμέτοχος σε μια σειρά δραστηριότητες, που ζήλευα και ήταν για μένα απαγορευμένες από τους μεγαλύτερους με την καθησυχαστική προτροπή

 « Δεν μπορείς τώρα! Θα τα κάνεις όταν μεγαλώσεις!»

Η απαγόρευση αυτή αντί να με καθησυχάζει, με πείσμωνε περισσότερο.

Ενώ ο χρόνος δεν βιαζόταν και είχε το δικό του ρυθμό, βιαζόμουν εγώ. Ένα αδιάκοπο τρέξιμο να προλάβω, αλλά άγνωστο τι. Σαν να με κυνηγούσαν. Ως παράδειγμα αναφέρω τη βιάση μου να μετέχω στα παιγνίδια με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, πλην όμως ματαίως. Γιατί όταν ικανοποιούσα έναν ηλικιακό όριο, αυτοί άλλαζαν κύκλους συναναστροφών κι ενδιαφέροντα.

 Θυμάμαι την όμορφη και λίγο μεγαλύτερη γειτονοπούλα μου, που όταν της εκδήλωσα – έστω με χοντροκομμένο τρόπο – το ενδιαφέρον μου γι αυτήν μου απάντησε, όπως η βοσκοπούλα στο γνωστό δημοτικό τραγούδι

«.. ..Είσαι μικρός ακόμα!»

Μα όταν μεγάλωσα κάπως αυτή είχε ήδη βάλει στεφάνι με άλλον και μάλιστα κυοφορούσε μια νέα ζωή. Ευτυχώς και το δικό μου ενδιαφέρον είχε εν τω μεταξύ αμβλυνθεί

 Θυμίζω – γιατί πολλά πράγματα ξεχνιούνται -  ότι παλαιότερα στην είσοδο κάθε κινηματογράφου υπήρχε ο εφοριακός που έλεγχε το κόψιμο των εισιτηρίων. Μαζί υπήρχε κι ένας αυστηρός ηλικιακός έλεγχος. Κάποιες ταινίες, που με τα σημερινά δεδομένα δεν περιείχαν τίποτε το ιδιαίτερο, χαρακτηρίζονταν από μια αυστηρή επιτροπή λογοκρισίας «ακατάλληλες για ανηλίκους». Εγώ για χρόνια ήμουν στο περίμενε με την προσμονή για κάτι το ιδιαίτερο. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι έγινα με τα τότε κριτήρια ενήλικος είδα ότι δεν έχανα και κάτι σημαντικό.

Ήταν όμως και κάποιες στιγμές που ήθελες να κρατήσουν για πάντα! Στιγμές που σε έπνιγαν από ευτυχία και πλήρωση. Τότε αρπαζόσουν απ’ τα κρόσσια του χρόνου με νύχια και δόντια στην απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσεις την μονόδρομη πορεία του. Χωρίς όμως καμιά επιτυχία. Ήταν φωτεινά αστέρια, που έλαμψαν για λίγο στον σκοτεινό ουρανό και χάθηκαν στο αχανές έρεβος. Η μόνη εκ των υστέρων αμοιβή είναι η γλυκιά ανάμνηση που άφησαν και το άρωμα που διαχρονικά συντροφεύει τη σκέψη μου.

 Είμαι υποχρεωμένος όμως να θυμίσω ότι κάποια χρόνια ο προσωπικός μου χρόνος  «σταμάτησε». Ήταν τα χρόνια της ομηρείας. Στην περίπτωση αυτή, ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται, εσύ απομονωμένος δεν μετέχεις καθόλου στις εξελίξεις. Απλώς πληροφορείσαι μερικώς τα συμβαίνοντα, αλλά δυστυχώς η περιγραφή δεν είναι συμμετοχή. Είναι μια ψευδαίσθηση. Στα χρόνια της ομηρείας πρέπει να προσθέσω και τα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας, που με τον τρόπο συμπεριφοράς των αρμοδίων απέναντί μου, επαξίως μπορούν και με το παραπάνω να χαρακτηριστούν ομηρεία! Μια ολόκληρη οκταετία από την αρχή του 1966 έως τουλάχιστον το τέλος του 1973. Όταν πια μπόρεσα να κινηθώ ελεύθερα έπρεπε να τρέξω για να καλύψω το χαμένο έδαφος. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.



 Ακολουθεί η δημιουργική κατά το πλείστον τριακονταετία της εντατικής εργασίας. Η συνεχής επαφή με νέους ανθρώπους αποτέλεσε για μένα μια διαρκής αιμοδοσία, που μου έδινε τη δύναμη ν’ αντέχω τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας. Σ’ αυτό το διάστημα έδωσα και πήρα πολλά. Τίποτα δεν μου χαρίστηκε, στηρίχτηκα μόνο στα δικά μου χέρια. Με αρνητικές αρχικές οικονομικές προϋποθέσεις, χωρίς καμιά σιρμαγιά, έφτιαξα τη δική μου οικογένεια και εξασφάλισα τις συνθήκες για την ανθρώπινη διαβίωσή της. Ακούγονται εγωιστικά αλλά δικαιούμαι κι εγώ λίγο να υπερηφανευτώ. Σ’ όλη αυτήν την πορεία υπήρξαν προβλήματα, αγκομαχητά αλλά και χαρές. Προσμονές για καλύτερες μέρες, ανεβάσματα και πτώσεις.



 Όμως αυτό δεν είναι η ζωή; Ένα σύνολο από γεγονότα ποικίλα, προβλήματα, στεναχώριες, χαρές και τελικά καταστάλαξη σε κάποια συμπεράσματα. Παράδειγμα η έκπτωση από την ψευδαίσθηση ότι μια κατηγορία ανθρώπων με μια ορισμένη ιδεολογική πανοπλία έχει όλα τα δίκαια, ενώ οι άλλοι όλα τ’ άδικα. Εκείνο που είδα είναι ότι παντού, σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σ’ όλα τα μορφωτικά επίπεδα υπάρχουν και κατοικοεδρεύουν όλοι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Καλοσύνη και κακία, μίσος κι αγάπη, αλληλεγγύη κι αδιαφορία, συνύπαρξη κι επιθετικότητα, δικαιοσύνη κι αρπακτικότητα. Αυτή είναι η ανθρώπινη κοινωνία. Τα έχει όλα και τα καλά και τα κακά.

 Αργότερα, συμπληρωμένα τα 65 μου, έγινα απόμαχος της εργασίας. Παραμέρισα οικειοθελώς δίνοντας χώρο κι ευκαιρία στους νεότερους. Τότε είδα πως είχα άπειρο ελεύθερο χρόνο. Ασυνήθιστος να την αράζω βρήκα εναλλακτικές και ελπίζω δημιουργικές νέες απασχολήσεις. Χρόνο για αβίαστη σκέψη, γράψιμο, περίπατοι, ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο αυτήν την περίοδο της ζωής μου την θεωρώ ως την πιο άνετη και δημιουργική.

 Τώρα δεν βιάζομαι πια! Ίσως και να προσπαθώ να πατήσω φρένο. Κυρίως όταν βρίσκομαι στα «χωρικά μου ύδατα». Βιάζομαι μόνον όταν βρίσκομαι σε «ξένους χώρους» και χάνω τις βολές μου. Όμως δεν γίνεται κι αλλιώς. Δεν μπορεί να είσαι απομονωμένος. Υπάρχει η οικογένεια, υπάρχουν φίλοι κι οι μετακινήσεις είναι αναπόφευκτες.

Ένα ακόμα πράγμα θέλω να υπογραμμίσω, κυρίως για τους μη έχοντες προσωπική εμπειρία στο θέμα. Άλλο είναι να μεγαλώνεις πηγαίνοντας από τα 11 στα 12 ( θετική ώθηση ), άλλο από τα 41 στα 42 ( ίσιος δρόμος ) κι άλλο από τα 77 στα 78 ( κατηφόρα ). Τότε ο χρόνος, που έρχεται καπάκι, προσθέτει όλο και μεγαλύτερο βάρος στο ήδη υπάρχον. Για αργότερα δεν ξέρω. Αν έχω την ευτυχία να ζήσω σας υπόσχομαι να σας μεταφέρω τη νέα εμπειρία μου!

 Εν κατακλείδει ένα έχω να πω:

 Βρίσκομαι σε περίοδο συνεχών εκπτώσεων. Οι δυνάμεις κι οι αντοχές του ανθρώπου δεν είναι για πάντα! Ο πρωινός μου περίπατος έγινε μικρότερος, η παραμονή μου μέσα στη θάλασσα κρατάει λιγότερο χρόνο. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις πλευρές της ζωής. Αυτό το προσωπικό ξεγύμνωμα που κάνω δεν είναι τυχαίο. Το κάνω με πλήρη συνείδηση του πράγματος και ας θεωρηθεί σαν μια «οδηγία προς ναυτιλλόμενους». Μην γίνει παρεξήγηση Δεν περιέχει παράπονα. Είναι μόνο περιγραφές και διαπιστώσεις. Οι μεμψιμοιρίες δεν μου ταιριάζουν.

 Να το ξέρεις. Ενώ οι αλλαγές γίνονται σιγά- σιγά κι αδιακόπως, η συνειδητοποίησή τους είναι απότομη έως εκκωφαντική. Ο καθένας πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Προσωπικά καλά την έβγαλα. Δόξα τω Θεώ.  

 



 

Tο πρώτο τμήμα της Τετάρτης τάξης (Δ1΄) του 2ου Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών στα πλαίσια του προγράμματος Πολιτιστικών Θεμάτων πραγματοποίησε  το Σχολικό Έτος 2011-2012 δραστηριότητα με τίτλο «η ιστορία του Σχολείου μου».

Στην αρχή οι μαθητές  ζωγράφισαν με τη φαντασία τους το παλιό πέτρινο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου που κατεδαφίστηκε το 1995. Αφού έγινε σχεδιασμός των δραστηριοτήτων, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και η κατανομή των δράσεων κατά ομάδες και κατά άτομο,  στη συνέχεια οι μαθητές με τη μέθοδο της συνέντευξης  συγκέντρωσαν διάφορες πληροφορίες από τους ηλικιωμένους σχετικά με την ιστορία του Δημοτικού Σχολείου και έγινε ανακοίνωση στην τάξη και συζήτηση.

Ακολούθησε έρευνα και συλλογή παλιών φωτογραφιών από δραστηριότητες του Δημοτικού Σχολείου στο παρελθόν,  παρατήρηση και συζήτηση. Έγινε σάρωση όλων των φωτογραφιών από τους μαθητές (Όλες οι φωτογραφίες που συγκεντρώθηκαν ξεπερνούν τις τριακόσιες). Mε τη βοήθεια του συντονιστή εκπαιδευτικού Αργύρη Καραλιόλιου, τα κείμενα για την ιστορία του Δημοτικού Σχολείου που συγκεντρώθηκαν  γράφτηκαν σε Η/Υ και  αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Σχολείου μαζί με τις φωτογραφίες  http://2dim-greven.gre.sch.gr.

Ακόμη  πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις στο Δήμο, σε Τυπογραφείο  και Ραδιοφωνικό Σταθμό. Όλα  αυτά θα παρουσιαστούν σε ειδική εκδήλωση στο τέλος της Σχολικής Χρονιάς όπου θα γίνει έκθεση φωτογραφίας και αναβίωση των γυμναστικών επιδείξεων. Επίσης με τη δραστηριότητα αυτή    συμμετέχουμε στον 4ο Διαδικτυακό Εκπαιδευτικό Διαγωνισμό Ε.Ε.Ε.Π.-Δ.Τ.Π.Ε. (κατηγορία Ιστορία) «Δημιουργήστε ψηφιακά, κατασκευάστε ένα Website γίνετε πρεσβευτές του τόπου σας» (http://diagonismos2012.com).

Από όλη τη δραστηριότητα συγκεντρώσαμε τις παρακάτω πληροφορίες για την ιστορία του Σχολείου μας:

To 2o Δημοτικό Σχολείο Γρεβενών   (σύμφωνα με το Διευθυντή Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης κ. Γεώργιο Νάστο), ιδρύθηκε το 1925 ή το 1926.

Στεγάστηκε σε κτίριο που χτίστηκε πιθανότατα για το σκοπό αυτό περίπου το 1920 (στην τοποθεσία «Μύλος Μπούσιου». Το κτίριο είχε πέτρινα θεμέλια και δύο ορόφους με τούβλα συμπαγή.

(Σύμφωνα με τον κ. Απόστολο Πήχα.)  «Το παλιό σχολείο  είχε είσοδο από πίσω (δυτικά). Οι Ιταλοί κατακτητές που είχαν εγκατασταθεί στο κτίριο,  για λόγους ασφαλείας είχαν τοποθετήσει στην μπροστινή (ανατολική) πλευρά σιδερένια Π (για σκάλα), τα οποία αφαιρέθηκαν μετά και γι’ αυτό το κτίριο σοβατίστηκε. Μετά το 1970 άλλαξαν την είσοδο και την έκαναν μπροστά (ανατολικά). Αυτό όμως επηρέασε τη στατικότητα του κτιρίου και γι’ αυτό κατέρρευσε από το σεισμό του 1995.»

(Σύμφωνα με την κ. Μαρία  Καραγιάννη – Λιούζα) «Το σχολείο ήταν διώροφο, μακρόστενο με μεγάλα παράθυρα. Η είσοδός του, ήταν από την πίσω πλευρά του σχολείου. Στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες για την πρώτη και δεύτερη τάξη. Υπήρχε και μία μικρότερη αίθουσα για το νηπιαγωγείο του β΄ δημοτικού. Νηπιαγωγός πρέπει να ήταν η σύζυγος του δασκάλου Παπανικολάου Ευάγγελου. Πιο πίσω ήταν αποθηκευτικοί χώροι.

Στον επάνω όροφο ανεβαίναμε από μια μεγάλη τσιμεντένια εξωτερική σκάλα. Στον

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017




2ο Δημοτικό Σχολείο Νάξου: Μία χαραμάδα στο παρελθόν



06/12/2017              Νικόδημος Λιανός



Περνώντας από το κέντρο της πόλης είδα φευγαλέα κάτι μπουλντόζες να βρίσκονται στο χώρο του 2Ο Δημοτικού Σχολείου. Σταμάτησα και κοίταξα καλύτερα. Πραγματικά είδα το 2ο Δημοτικό σχολείο Νάξου να κατεδαφίζεται . 

Του Γιάννη Βαγ. Παπαδόπουλου

    Κατεδαφίζονταν αναμνήσεις κάπου 45 χρονών . Μέσα στα αδρανή υλικά ενός άψυχου κτιρίου που κατεδαφίζεται σήμερα κάτω από όλα αυτά τα άμορφα μπάζα είναι χωμένες ζωντανές αναμνήσεις και συναισθήματα   που όμως δεν κατέρρευσαν ποτέ και θα βρίσκονται πάντα καλά κρυμμένες στην ψυχή όλων που μαθήτευσαν εκεί.

     Το βράδυ της ίδιας μέρας συναντήθηκα με τον φίλο μου τον Αποστόλη. Αποκλειστική συντροφιά από και προς το σχολείο κάθε μέρα. Μεγαλώνοντας στην ίδια γειτονιά πηγαίναμε μαζί κάθε πρωί τις περισσότερες φορές και μ άλλον ένα της γειτονιάς το Γιάννη (δικηγόρος σήμερα) αφού και οι τρείς ήμασταν στην ίδια τάξη. Μοιραία λοιπόν η συνάντηση ήταν και η αφορμή να θυμηθούμε το σχολείο μας που έκλεινε ένα κύκλο ζωής  με την ανακατασκευή του.  Οι αναμνήσεις σαν ποτάμι ξεχείλισαν τόσο εύκολα και ο ένας διόρθωνε τον άλλο να θυμηθεί την λεπτομέρεια το κάτι παραπάνω.

      Πήγαινα  λοιπόν στο 2ο (Β’) Δημοτικό Σχολείο Χώρας  Νάξου. Ήμουν δηλαδή από τους Νότιους το άλλο μισό ήταν οι Βόρειοι 1ο (Α’) Δημοτικό.  Ήμουν και είμαι πάντα υπερήφανος για το σχολείο μου  από τότε με τα κοντά παντελονάκια (που τα φόραγα μέχρι την 6η  τάξη –χειμώνα καλοκαίρι) μέχρι και σήμερα . Το δικό μας το σχολείο ήταν το καλύτερο και μπορούσαμε να παίξουμε μέχρι και ξύλο με τους αντιρρησίες τους βόρειους του 1ου . Το μόνο που δεν μπορούσαμε να ανατρέψουμε με τα επιχειρήματά μας ήταν ότι  το Β γεννήθηκε πριν το  Α και αυτό μας δημιουργούσε μια νομοτελειακή ανακατωσούρα. Το παλεύαμε όμως.  Η αλήθεια είναι ότι οι του 1ου μεγαλώνοντας κοντά σε λιμάνι και μπούργο ήταν πιο αλάνια. Εμείς στο εσωτερικό ήμασταν πιο elegant κοντά στο Γυμνάσιο κλπ. Εγώ είχα την τύχη να έχω παρέες κι απ’ τους δύο λόγω της συνεχούς παρουσίας

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017




Το Σχολείο της Βολισσού
Επιμέλεια: Φαμφαλιού Μαρία
Φθάνοντας στο κεφαλοχώρι των βορειόχωρων, τη Βολισσό, δύο είναι τα μνημεία που έχουν αναλάβει το καλωσόρισμα του επισκέπτη. Αφ' ενός η επιβλητική παρουσία του Κάστρου, το οποίο στέκει αγέρωχο στη φθορά του χρόνου μέσα στους αιώνες, αφ' ετέρου το αξιοθαύμαστο κτίριο του σχολείου, που βρίσκονται στην είσοδο το χωριού.
Πιο συγκεκριμένα αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, μετράει ήδη 80 χρόνια ζωής και παρουσίας στον τόπο. Έχοντας ως πρώτη προτεραιότητα την πνευματική ανύψωση του τόπου, το Σχολείο της Βολισσού, το οποίο συστεγάζει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, συνεχίζει αδιάκοπα τη λειτουργία του και την προσφορά του, αντιστεκόμενο στην πληθυσμιακή παρακμή και ερήμωση της περιοχής.
Στη Βολισσό σχολεία πρωτολειτούργησαν από το 19 ο αιώνα (περί το 1866 με την ίδρυση αλληλοδιδακτικών σχολείων υπό τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο το Βυζάντιο, αλλά τα μαθήματα διδάσκονταν ελλείψει κατάλληλου σχολικού κτιρίου σε διάφορα οικήματα του χωριού).
Το Νοέμβρη του 1923, με δαπάνη του Ιωάννη Ζαρταλούδη, αγοράστηκε το οικόπεδο στο οποίο κτίστηκε το σχολείο και να τεθεί ο θεμέλιος λίθος στις 28 Σεπτεμβρίου 1924. Την ημέρα των Φώτων του 1928 πραγματοποιήθηκε ο αγιασμός των εγκαινίων και η εγκατάσταση του Δημοτικού Σχολείου και του Ημιγυμνασίου.
Το Δημοτικό Σχολείο λειτουργεί συνεχώς από τότε, με εξαίρεση τους πρώτους μήνες της κατοχής, όταν στο κτίριο εγκαταστάθηκε η γερμανική φρουρά. Το Ημιγυμνάσιο λειτούργησε μέχρι το 1937, ενώ επαναλειτούργησε από το 1956 σαν γυμνασιακό παράρτημα του Γυμνασίου Αρρένων Χίου με πρώτο καθηγητή το θεολόγο Βασ. Αϊβαλιώτη. Από το 1964 λειτουργεί σαν ανεξάρτητο Γυμνάσιο και Λύκειο. Την περίοδο 1967 – 1976 λειτούργησε σαν εξατάξιο Γυμνάσιο, ενώ από το 1986 χαρακτηρίζεται Γυμνάσιο με Λυκειακές τάξεις.
Στο σχολείο λειτουργεί από το 2000

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017





 

Η «άλλη κοινότητα» της Αλβανίας

Αλβανίδες που επέλεξαν να ζουν σαν άνδρες και να θεωρούνται άνδρες

Το λυκόφως των «ορκισμένων παρθένων» της Αλβανίας…



Στα ορεινά χωριά της Αλβανίας ξεκίνησε πριν από εκατοντάδες χρόνια μία παράδοση που αρχίζει να χάνεται με τα χρόνια, αυτή των ορκισμένων παρθένων ή αλλιώς των “μπουρνέσας”. Οι ορκισμένες παρθένες είναι γυναίκες της Αλβανίας, που αποφάσισαν να αποποιηθούν την θηλυκή τους ταυτότητα και να ζήσουν σαν άντρες. Ωστόσο, η απόφασή τους αυτή φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τους ρόλους των δύο φύλων στην αλβανική κοινωνία, παρά με τη σεξουαλικότητά τους.

Ειδικότερα, στη συντηρητική κοινωνία της Αλβανίας, οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα και όφειλαν να ζουν σαν περιουσία των συζύγων τους. Μόνη διέξοδος τους, ήταν να ορκιστούν αιώνια παρθένες  («virgjinesha») για να να κερδίσουν το δικαίωμα ψήφου, να μπορούν να οδηγήσουν αυτοκίνητο, να πίνουν αλκοόλ, να καπνίζουν, να φορούν παντελόνια και να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων της οικογένειας. Διαφορετικά θα χρειαζόταν κατά πάσα πιθανότητα να παντρευτούν κάποιον άντρα πολλά χρόνια μεγαλύτερο τους και να ζήσουν μαζί του μια καταπιεσμένη και προβληματική ζωή.

Όπως διηγούνται το να είσαι «μπουρνέσα» δεν σημαίνει πως είσαι λεσβία, απλά σιχαίνονται να γίνονται αντικείμενο στα χέρια και τις επιθυμίες των ανδρών. «Φαντάσου να είσαι μια νεαρή κοπέλα 17 χρονών και να σε αναγκάζουν να παντρευτείς έναν άνδρα που είναι  50 και 60. Την πρώτη νύχτα του γάμου, ο πατέρας σου μπορεί να βάλει μια σφαίρα στη βαλίτσα σου, για να τη χρησιμοποιήσει ο σύζυγός σου σε περίπτωση που δεν είσαι παρθένα. […] Σύντομα, θα ζεις με την οικογένεια του συζύγου, όπου και αν ζει αυτή, σε καθεστώς δουλείας, λαμβάνοντας εντολές. Δεν θα μπορείς ποτέ να αντιμιλήσεις, ακόμα και αν το ζήτημα αφορά τα παιδιά που εσύ γέννησες”, ανέφερε σε παλαιότερη συνέντευξη μια από τις ορκισμένες παρθένες, που έχει πάρει τον όρκο από πολύ μικρή.

Η παράδοση των ορκισμένων παρθένων χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και προέρχεται από τον Κάνουν (εκ του βυζαντινού ΚΑΝΟΝΑΣ), έναν εθιμοτυπικό κώδικα, που ρύθμιζε διάφορα πράγματα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, όπως την οικογένεια, το γάμο, την εργασία, την περιουσία, την τιμή και αποζημίωση για ζημιές. Σύμφωνα με τον Κανούν, η βεντέτα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό ενός “έντιμου” Αλβανού και οι οικογένειες που έχαναν όλους τους άνδρες του σπιτιού, θα μπορούσαν να αναθέσουν το ρόλο του προστάτη στη μεγαλύτερη σε ηλικία κόρη τους, για να σώσει την τιμή της οικογένειας.



Ο όρκος ήταν σκληρός, καθώς δεν θα είχαν ποτέ δικαίωμα στη σεξουαλική ζωή, στο γάμο και στη δημιουργία οικογένειες, παρόλο αυτά φαίνεται ότι λίγες από αυτές το μετάνιωσαν. Το κέρδος μιας ελεύθερης ζωής ήταν πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο, καθώς λάμβαναν το ρόλο του ηγέτη στην οικογένεια και ταυτόχρονα έπαιρναν στην κατοχή τους την περιουσία, που υπό άλλες συνθήκες θα πήγαινε σε κάποιον κοντινό συγγενή. Εκείνη την εποχή, στην Αλβανία, «ήταν καλύτερα να είσαι άντρας, γιατί μία γυναίκα και ένα ζώο θεωρούνταν το ίδιο πράγμα στην κοινωνία μας. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα και οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα με τους άντρες και συνεπώς πιστεύω ότι θα είναι πιο διασκεδαστικό να είσαι γυναίκα«, διηγείται μια από τις ορκισμένες παρθένες.



Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά σταδιακά ξεθωριάζει. Oι περισσότερες Ορκισμένες Παρθένες είναι ηλικιωμένες πλέον και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι η παράδοση ανήκει

Μάθημα στην ύπαιθρο σε χωριό της Λευκάδας – Φωτογραφία: Fritz Berger
Άρθρο του Σπύρου Ν. Βουκελάτου στην εφημερίδα «Τα Χορτάτα».
Μέχρι την δεκαετία του ’60 τα χωριά της ευρύτερης περιοχής του πρώην Δήμου Απολλωνίων έσφυζαν από ζωή. Ήταν γεμάτα κόσμο, που ασχολούνταν, κατά κύριο λόγο, με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Κάθε πρωί άντρες και γυναίκες ξεκινούσαν με τα ζωντανά τους για τα χωράφια, τα αμπέλια, τις ελιές, τους κήπους και τα βοσκοτόπια και ρίχνονταν με ζήλο στη δουλειά. Καλλιεργούσαν κάθε γωνιά της γης και απολάμβαναν τους πλούσιους καρπούς της. Στο χωριό μας η μάνα φύση φάνηκε γενναιόδωρη. Χάρισε απλόχερα όλα τα αγαθά και το σπουδαιότερο: πολλές πηγές με άφθονα νερά. Το χωριό μας ήταν πλούσιο σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Το κάθε σπίτι είχε τις κότες του, τα φρέσκα αβγά, τα αλανιάρικα νόστιμα κοτόπουλα, τα κοκόρια, τη γαλοπούλα για τα Χριστούγεννα, το γάλα, το τυρί, τη μυζήθρα, το σκουπούλι με την παχύρευστη παραδοσιακή σαλαμούρα, – «μα την πεθυμιά της», όπως έλεγε η θειά μου η Βασίλω – και το δικό του αρνί ή κατσίκι για το Πάσχα. Από γεωργικά προϊόντα αφθονία. Το κάθε νοικοκυριό είχε αποθηκευμένα για όλο το χρόνο σιτάρι, κρασί, λάδι και όσπρια όλων των ειδών. Ο φούρνος έκαιγε καυσόξυλα και έψηνε το σιταρένιο, ζυμωτό, χωριάτικο ψωμί, που μοσχοβολούσε από μακρυά όταν το ξεφούρνιζε η νοικοκυρά. Εκεί, όμως, που το χωριό μας ήταν ασυναγώνιστο ήταν τα κηπευτικά. Ευλογία Θεού οι πολλές πηγές με τα άφθονα κρύα νερά. Κάθε σπίτι είχε τον κήπο του, που τον φρόντιζε με μεράκι. Οι Αϊθοδωριώτες στον Αϊ – Θόδωρο και στα Βαριά, οι Χορτιώτες στο Βασιλικό, στο Καλάμι, στο Βρυσούλι και στην Παναγιά. Όλη αυτή η περιοχή ήταν ένα πανέμορφο καταπράσινο περιβόλι. Κάθε κήπος και ένα μανάβικο. Και τι δεν έβρισκες μέσα! Πρώιμες πατάτες, κρεμμύδια και σκόρδα, περίτεχνα πλεγμένα στις κρεμασμένες πλέχτρες για να ξεραθούν. Μετά ακολουθούσαν οι όλο νοστιμιά ροδοκόκκινες ντομάτες, τα αγγούρια, τα φασολάκια, τα κολοκυθάκια, οι κολοκύθες για κολοκυθόπιτα, οι νόστιμες, κολοκυθοκορφάδες, τα μαρούλια, τα αντίδια, τα πράσα, τα βλήτα, οι καλαμποκιές και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Και όλα νόστιμα, χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Μονάχα με κοπριά. Το χωριό μας, βέβαια, δεν ήταν απ’ τα πλουσιότερα. Είχε, όμως, λίγα απ’ όλα, που όχι μόνο επαρκούσαν για τις ανάγκες του, αλλά προμήθευε και τα γειτονικά χωριά. Γι’ αυτό σα να ’χε δίκιο ο μπαρμπα – Γιάννης, που έλεγε: «Εγώ τα’ χω ούλα, δε μ’ λείπ’ τίποτ’ς. Στο μπακάλη πάου μοναχά για σπίρτα, αλάτι και πετρόλαδο (πετρέλαιο)»
Αυτά τα όμορφα και ωραία συνέβαιναν τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό μας είχε πολλά εργατικά χέρια, νέους και νέες που καλλιεργούσαν τη γη. Σήμερα τα χωράφια, με τους άλλοτε όμορφους μπαξέδες, είναι ακαλλιέργητα, χορταριασμένα και σκεπασμένα με βάτα και πουρνάρια. Οι λίγοι κάτοικοι που έχουν απομείνει στο χωριό, κυρίως ηλικιωμένοι, τρέχουν στον πλανόδιο μανάβη να αγοράσουν πατάτες, κρεμμύδια και ντομάτες και στον φούρναρη για ένα καρβέλι ψωμί. Παλαιότερα τα χωριά ήταν γεμάτα ζωή, με πολυμελείς οικογένειες. Γεροδεμένα παλικάρια και λυγερόκορμα κορίτσια ήταν το καμάρι των χωριών. Κάθε Κυριακή οι εκκλησίες πλημμύριζαν από κόσμο. Τα σχολεία ήταν γεμάτα παιδιά, πολλά παιδιά. Κάθε χωριό είχε το σχολειό του και το δάσκαλό του. Συγκεκριμένα, στην περιοχή του πρώην Δήμου Απολλωνίων λειτουργούσαν 16 σχολεία με 25 δασκάλους, όπως αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα:
Όπως παρατηρούμε στον πίνακα 1 σχολεία λειτουργούσαν ακόμη και στα μικρά χωριά Σύβοτα και Ρουπακιά (συνοικισμός που μεταφέρθηκε στον Άγιο Πέτρο και δεν υπάρχει πια), αφού είχαν πολλά παιδιά. Μετά την δεκαετία του ’60 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Ο σχολικός χάρτης της περιοχής αλλάζει δραματικά. Οι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά. Αναζητούν μια καλύτερη ζωή και φεύγουν για τα αστικά κέντρα ή αποδημούν και στο εξωτερικό. Έτσι σιγά – σιγά η ύπαιθρος ερημώνει, τα παιδιά λιγοστεύουν και τα σχολεία κλείνουν. Από τα παραπάνω 16 Δημοτικά Σχολεία που αναφέραμε τα 14 έκλεισαν και λειτουργούν το σχολικό έτος 2013 – 2014, μόνο δύο: Το 3 / θέσιο Δημοτικό Σχολείο Μαραντοχωρίου με 33 μαθητές και 3 δασκάλους και το 6 / θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βασιλικής με 88 μαθητές, 6 δασκάλους και 4 εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων (γυμναστής, δάσκαλος Αγγλικών, Γαλλικών και μουσικής). Στην περιοχή λειτουργούν και 3 νηπιαγωγεία. Ένα στον Άγιο Πέτρο, ένα στο Σύβρο και ένα στη Βασιλική. Στο Δημοτικό Σχολείο Μαραντοχωρίου φοιτούν παιδιά από τα Σύβοτα, την Εύγηρο και το Μαραντοχώρι. Στο Δημοτικό Σχολείο Βασιλικής συγκεντρώνονται τα παιδιά από δώδεκα χωριά: Χορτάτα, Κωμηλιό, Δράγανο, Αθάνι, Μανάσι, Νικολή, Άγιο Πέτρο, Σύβρο, Βουρνικά, Άγιο Ηλία, Κοντάραινα και Βασιλική (πίνακας 2)
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, στα 16 χωριά του πρώην Δήμου Απολλωνίων, το σχολικό έτος 2013 – 2014, λειτουργούν δύο σχολεία με συνολικό αριθμό μαθητών 121. Δηλαδή, όλα τα χωριά μαζί έχουν πολύ λιγότερους μαθητές από τους 182, που είχε ο Άγιος Πέτρος το σχολικό έτος 1958 – 1959. Ο πίνακας 2 είναι αποκαλυπτικός. Τα στοιχεία του συνθέτουν τη δραματική εικόνα της ερήμωσης της υπαίθρου. Χωριά χωρίς παιδιά, χωριά γερόντων. Τα τέσσερα χωριά (Κωμηλιό, Αθάνι, Μανάσι και Νικολή), από τα δώδεκα, που ανήκουν στο Δημοτικό Σχολείο Βασιλικής, δεν έχουν ούτε ένα μαθητή. Τα Χορτάτα και το Δράγανο από ένα το καθένα, ο Άγιος Ηλίας 2, η Κοντάραινα 5, τα Βουρνικά 6, ο Σύβρος14, ο Άγιος Πέτρος 19, από 200 περίπου που είχε την δεκαετία του ’50, και η Βασιλική 40. Είναι το μόνο χωριό που αντιστάθηκε, λόγω τουριστικής ανάπτυξης, στη ραγδαία μείωση του μαθητικού πληθυσμού. Συγκρίνοντας κανείς τον αριθμό των μαθητών, που είχε παλιότερα το κάθε χωριό με τον αριθμό που έχει σήμερα, δεν πιστεύει στα μάτια του. Συγκεκριμένα: στα Χορτάτα υπήρχαν παλαιότερα 70 και 75 μαθητές, σήμερα 1, στο Κωμηλιό 38, σήμερα κανένας, στο Δράγανο 46, σήμερα 1, στο Αθάνι 69, σήμερα κανένας, στο Μανάσι 27, σήμερα κανένας, στο Νικολή 28, σήμερα κανένας, στον Άγιο Πέτρο 182, σήμερα 19, στο Σύβρο 90, σήμερα 14, στα Βουρνικά 58, σήμερα 6, στον Άγιο Ηλία 52, σήμερα 2, στην Κοντάραινα 49, σήμερα 5 και στη Βασιλική 70, σήμερα 40. Συνολικά τα 12 παραπάνω χωριά είχαν 784 μαθητές. Σήμερα 88.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω στοιχεία, που καταδεικνύουν τη δραματική κατά 88% μείωση του μαθητικού δυναμικού και τη γήρανση του πληθυσμού, οδηγούν στην παρακάτω θλιβερή διαπίστωση: τα χωριά ερημώνουν, τα χωριά «αργοπεθαίνουν».




Αρχή φόρμας