Στιλβωτές
υποδημάτων (λούστροι) της προπολεμικής Λαμίας
“… στο δρόμο, οκτώ χρονών παιδί, το
ορφανό, τα ’χε χαμένα. Βρέθηκε ένας Χριστιανός και του λέει «έλα δω ρε, να σε
μάθω να γυαλίζεις παπούτσια» και τον πήγε σ’ ένα μαραγκό, έδωσε ενάμιση
κατοστάρικο, του έφτιαξε κασελάκι, του πήρε βερνίκια και τον αμόλυσε : «Άμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις …»”.
Νίκου
Τσιφόρου, “Τα παιδιά της
πιάτσας”, σ. 351, Αθήνα, 1976.
1. Ανάγκη και επάγγελμα
Οι δρόμοι και οι πλατείες[1][1] της Λαμίας αλλά και όλου του νομού στις πρώτες
δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν με χώμα, ενώ αρκετοί δρόμοι ήταν στενοί και χωρίς
πεζοδρόμια. Από τη σκόνη, το νερό της βροχής και τις λάσπες τα παπούτσια
λερώνονταν. Επιπλέον, τα παπούτσια στα χρόνια εκείνα γίνονταν με παραγγελία
(δεν υπήρχαν έτοιμα στα καταστήματα) και είχαν σημαντικό κόστος. Δύσκολα οι
άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν δύο ζευγάρια[1][2] παπούτσια.
Το νέο και συχνό βάψιμο και γυάλισμα των
παπουτσιών ήταν απαραίτητο, ώστε να αντέξουν περισσότερο χρόνο και να δείχνουν
όμορφα. Για τους άνδρες που έβγαιναν “στην πιάτσα” και στις κοινωνικές
συναναστροφές τους τα μαύρα ή καφέ δερμάτινα παπούτσια ή σκαρπίνια έπρεπε πάντα
να είναι λουστραρισμένα[1][3] και να δείχνουν στο μάτι.
Την υπηρεσία αυτή ανέλαβαν οι στιλβωτές ή
όπως επικράτησε στον κόσμο οι “λούστροι”. Ένα επάγγελμα της πόλης, που κάλυψε
αυτή την ανάγκη και σε κάποιους ανθρώπους έδωσε ένα μικρό αλλά τίμιο εισόδημα για να ζήσει η οικογένειά
τους.
2. Οι άνθρωποι της δουλειάς
Η λέξη
“λούστρος” προήλθε από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη». Η ίδια λέξη
χρησιμοποιείται και για την ουσία (το βερνίκι) επάλειψης και στίλβωσης
(γυάλισμα) της επιφάνειας. Τα μικρότερης ηλικίας άτομα, τα λέγανε λουστράκια.
Ένας
λουστράκος
|
Ήταν φτωχοί άνθρωποι, συνήθως αγράμματοι, που
προήλθαν από τη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων της Λαμίας (Σλα Μαχαλά), αλλά και
κάποιοι που ήρθαν από ορεινές και άγονες περιοχές ή χωριά στην πόλη,
αναζητώντας καλύτερη τύχη. Άνθρωποι εργατικοί και έντιμοι επαγγελματίες οι
περισσότεροι.
Υπήρχαν λούστροι σταθερής θέσης και
πλανόδιοι. Στην ανατολική πλευρά[1][4] του Σταροπάζαρου (όπως έλεγαν παλιά την πλατεία
Πάρκου) είχαν 4-5 σταθερές θέσεις (τις βροχερές μέρες στεγάζονταν απέναντι,
κάτω απ’ τις μαρκίζες των καταστημάτων). Αντίστοιχα υπήρχαν και στην πλατεία
Λαού με τα κασελάκια στη σειρά μπροστά στα καφενεία (π.χ. είχαν στέκι ο Δημ
Γουλόπουλος, ο Κόγιας, κ.ά.). Όταν γινόταν το παζάρι στην πλατεία Πάρκου, με
τις παράγκες, τότε ανάγκαζαν τους λούστρους να φύγουν. Αυτοί υπερασπίζονταν το
δικαίωμα στο χώρο και γίνονταν μεγάλοι καβγάδες. Έβαζαν κάποιους να
μεσολαβήσουν στο δήμαρχο και τελικά τους άφηναν ένα μικρό χώρο για τα
κασελάκια.
Υπήρχαν οι νόμιμοι και οι παράνομοι. Οι πρώτοι είχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Οι πλανόδιοι ήταν χωρίς άδεια, γι’ αυτό όταν έβλεπαν χωροφύλακα το “έβαζαν στα πόδια” μαζί με τα σύνεργα της δουλειάς τους.
Υπήρχαν οι νόμιμοι και οι παράνομοι. Οι πρώτοι είχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Οι πλανόδιοι ήταν χωρίς άδεια, γι’ αυτό όταν έβλεπαν χωροφύλακα το “έβαζαν στα πόδια” μαζί με τα σύνεργα της δουλειάς τους.
Στο πόστο τους ήταν πάντα σταθεροί.
Διεκδικούσαν τη θέση τους κι αν εμφανιζόταν κάποιος άλλος τότε τον έδιωχναν. Με
βάση τον άγραφο νόμο της πιάτσας είχαν δικαιώματα στο επιλεγμένο σημείο κι
άλλος λούστρος δε μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πέραν αυτού. Οι πλανόδιοι
πήγαιναν σε μέρη όπου σύχναζε κόσμος (σταθμούς λεωφορείων, τραίνου, πλατείες
Λαού και Πάρκου κυρίως, καφενεία, κ.ά.).
Μια από τις πρώτες δουλειές των χωρικών και
γενικά των επισκεπτών, για δουλειές στην πόλη μας, ήταν και το βάψιμο των
παπουτσιών, μέχρι και την επόμενη επίσκεψή τους. Οι λούστροι γνώριζαν τους
περισσότερους στα χρόνια εκείνα και ειδικά ήξεραν τις προτιμήσεις των πελατών
τους.
Στην κοινωνική διαστρωμάτωση η θέση του
λούστρου θεωρούνταν κοινωνικά υποδεέστερη[1][5]. Η προπολεμική κοινωνία κατέτασσε άτυπα τους
λούστρους και τους τσιγγάνους (γύφτους) στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας.
Βέβαια το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του, ο λούστρος όσο διαρκούσε η
δουλειά του δεν κοιτούσε ψηλά στον πελάτη, εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει
κάτι.
Η απειλή που διατύπωνε κάποιος πατέρας στο
μαθητή - γιο του τότε ήταν: “Αν δεν
παίρνεις τα Γράμματα, θα πας να γίνεις λούστρος”, αναγκάζοντάς τον να
προκόψει και να διακριθεί στα γράμματα. Αρκετές φορές η λέξη “λούστρος”
χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά[1][6]: “Ρε λούστρο”
ή “είσαι λούστρος”.
Τα σύνεργα της δουλειάς
|
Όμορφο κασελάκι με σκαμνί
|
Όλος ο εξοπλισμός και τα απαραίτητα υλικά
και εργαλεία της δουλειάς τους ήταν μέσα στο “κασελάκι” τους. Ήταν ένα κουτί,
συνήθως ξύλινο και συχνά διακοσμημένο με φύλλα από μπρούντζο σε διάφορα σχέδια.
Είχε συρτάρια για τις βαφές (βερνίκια) και τα πανιά γυαλίσματος. Στα πλαϊνά
είχε θήκες για τις βούρτσες βαψίματος και γυαλίσματος. Στη μέση της επάνω
πλευράς του είχε το πάτημα (μεταλλικό ή ξύλινο), όπου ο πελάτης στήριζε το
παπούτσι του για βάψιμο. Για τη μεταφορά του, το “κασελάκι” είχε έναν μακρύ
ιμάντα που τον περνούσε στον ώμο του. Ορισμένα απ’ αυτά ήταν αληθινά
κομψοτεχνήματα.
Αυτό ήταν όλη η περιουσία τους. Συνοδευόταν
από το αναγκαίο χαμηλό σκαμνί.
4. Επί το έργον
Καθισμένος
στο χαμηλό σκαμνάκι ο λούστρος περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει[1][7] τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι, με μια
βούρτσα. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι
πάνω στην ειδική μεταλλική βάση της κασέλας. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του
βαψίματος.
Στιλβωτής
σε ώρα
|