Η ιστορία του Δημοτικού σχολείου
Όπως αναφέρει η συγγραφέας
Αλκυόνη Παπαδάκη στο βιβλίο της, «ΤΟ ΝΙΟ ΧΩΡΙΟ» Αθήνα 1987, « Στα χρόνια της
σκλαβιάς, είναι γνωστό, την εκπαίδευση την είχανε οι παπάδες, οι καλόγεροι κι
οι αναγνώστες. Δίδασκαν στα κρυφά την ελληνική γλώσσα, από τη Φυλλάδα, το
Ψαλτήρι, το οχταήχι κ.λ.π.
Οι μαθητές ακολουθούσαν τον
παπά ή τον αναγνώστη στα χωράφια, στα εκκλησάκια, όπου βρίσκανε καταφύγιο κι
εκείνος άφηνε τα ζώα του στη βοσκή κι έκανε γρήγορα το μάθημά του.
Δεν ξέρω πως ήταν τα πράγματα
αλλού, μα στο χώρο που μας ενδιαφέρει, αυτό γινότανε με το αζημίωτο. Οι μαθητές
ή δούλευαν στα χωράφια του «δασκάλου» αν είχε, ή το πιο συνηθισμένο,
του έδιναν ό,τι μπορούσαν. Όσπρια, αυγά, κ.λ.π..Και πάλι η υποχρέωση στο
πρόσωπο αυτό ήταν ιερή και τα λίγα γράμματα που μάθαιναν «κολυβογράμματα»,
πολύτιμα. Αργότερα, επισημοποιήθηκε, σα να πούμε, η «αποζημίωση», όπως τη
λέγανε. Και οι γέροι Νιοχωριανοί διηγούνται πως ήτανε, λέει, υποχρεωτικό να
δίνει ο μαθητής στο δάσκαλο κάθε Δευτέρα, ένα μεγάλο ψωμί. Κι όποιος δεν το
‘φερνε, «ξεσκόλιζε». Μάλιστα η συμφωνία ήτανε γραφτή και με δύο μάρτυρες. Η
επιείκεια, τώρα για την ανέχεια κάποιου μαθητή, ήτανε στο χέρι του δασκάλου.
Τα
τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, γύρω στο1878 η εκπαίδευση στην Κρήτη αφέθηκε
ελεύθερη. Οι κάτοικοι του Ν.Χωριού τότε κι οι προεστοί επικεφαλής κατέληξαν,
πως για σχολείο θα χρησιμοποιούσαν το μικρό εκκλησάκι του Αποστόλου Θωμά.
Δάσκαλο διάλεξαν τον Αναγνώστη, Σαριδάκη.
Το σχολείο άρχισε να
λειτουργεί αμέσως. Μόνο που το κτήριο παρουσίαζε πάρα πολλά προβλήματα. Το
εκκλησάκι, ήταν υπόγειο. Το πάτωμα ασπρόχωμα. Και το χειμώνα, γέμιζαν νερά και
λάσπες και δε μπορούσε κανείς να σταθεί. Τότε, όταν έβγαινε ο ήλιος, ο δάσκαλος
και οι μαθητές κάθιζαν κάτω από μια μεγάλη ελιά που υπήρχε στην αυλή της
εκκλησίας.
Αργότερα
το σχολείο μεταφέρθηκε στο καφενείο του Δημ. Λαγωνικάκη «το οποίον – όπως
βλέπουμε στο παλιό γραφτό- την εποχήν εκείνην, επλήρει όλους τους όρους της
σχολικής υγιεινής»!
Ο τύπος του σχολείου ορίστηκε
σαν μονοτάξιο κατώτερο σχολείο με Α΄,Β΄,Γ΄και Δ΄τάξη. Οι απόφοιτοι, αν
ήτανε «των γραμμάτων», συνέχιζαν τις σπουδές τους στο ανώτερο
σχολείο το «σχολαρχείο»του Δήμου Αρμένων, που ήτανε τότε ο ονομαστός τότε
«Ελληνονιδάσκαλος» Λαμπροκλής Βιστάκης.
Στο πρώτο επίσημο σχολείο του
Ν. Χωριού, δίδαξαν πολλοί μορφωμένοι, για τα χρόνια τους, άνθρωποι.
Τα αποτελέσματα του ιδιωτικού
κατώτερου σχολείου του Ν. Χωριού, όπως ασφαλώς και σε άλλα χωριά, θα γινόταν,
τα έβγαζε κάθε χρονιά επιτροπή την αποτελούσαν σπουδαία και μεγάλα
πρόσωπα.
Ο Δήμαρχος της Περιφέρειας, ο
πρόεδρος του Σχολαρχείου Λαμπροκλής και εκπρόσωπος της κυβέρνησης που ερχόταν
για το σκοπό αυτό από τα Χανιά. Οι εκπρόσωποι αυτοί, ήτανε βέβαια, Τούρκοι.
Ύστερα από το μαγείρεμα των
αποτελεσμάτων ακολουθούσε λαμπρή γιορτή. Οι μαθητές απάγγελλαν ποιήματα
και διαλόγους κι όλοι οι γονείς κουβαλούσαν μπόλικα δώρα. Τυριά, αυγά,
κουλούρες, κότες κι ότι άλλο αγαθό υπήρχε στα σπίτια τους για την επιτροπή.
Οι παλιοί διηγούνται τα
επεισόδια που έγιναν μια φορά σε μια τέτοια σχολική γιορτή.Το έτος 1896 ήταν
δάσκαλος στο Ν.Χωριό, ο νεαρός και ονειροπόλος Γ. Παπαδάκης ή Πιπεράκης. Αυτός
είχε όπως δείχνουνε τα πράγματα, μια σπίθα μέσα του, που δεν την έκανε καλά.
Μια ιερή αγάπη για την πατρίδα και τα μεγάλα ιδανικά…
Το μάθημά του ήτανε λένε,
«σωστή πανδαισία», γιατί δεν περιοριζόταν στα ψαλτήρια και στα βιβλία της
εκκλησίας, μα δίδασκε Κρητοελληνική ιστορία κι έβγαζε πύρινους λόγους για την
ανάσταση του γένους κι άλλα τέτοια υψηλά και ωραία…
Μια φορά, αυτός ο δάσκαλος
ανέβηκε σ’ ένα πουλάρι, κι ύστερα του έδωσε μια βιτσιά και το άφησε ελεύθερο
στα βουνά και στα λαγκάδια…
Ήτανε το τέλος της χρονιάς και
θα γινόταν η καθιερωμένη γιορτή. Έγιναν όλα όπως έπρεπε, επιτροπή, απολυτήρια
κ.λ.π.. Ύστερα ήρθε και η σειρά να απαγγείλουν οι μαθητές τα ποιήματά τους.
Πρώτη θέση, σε μια πολυθρόνα
σκεπασμένη με κιλίμι και μαξιλάρες καθόταν ο Τούρκος εκπρόσωπος. Αφερίμ….
Αφερίμ…. Κι όλα πήγαιναν ρολόι. Μια στιγμή βγαίνει στην εξέδρα ένας μαθητής κι
άρχισε ν’ απαγγέλει ένα ποίημα που το είχε γραμμένο , λένε, ο δάσκαλός του.
«Ω λυγηρόν και κοπτερόν σπαθί μου.
Και συ μαύρο τουφέκι μου, πουλί μου.
Εσείς τον Τούρκον σφάξετε
Τον τύραννον πατάζετε.
Να ζήσει το κορμί μου.
Ν’ αναστηθεί η ψυχή μου!
Αυτά τα δυο εγώ ποθώ,
Αυτά τα δυο λαχταρώ.
Να ζήσει το κορμί μου,
αναστηθεί η ψυχή μου!»
Ο Τούρκος ξερόβηξε στην
πολυθρόνα του, ταράχτηκε, ξεστρωθήκανε τα κιλίμια , πέσανε οι μαξιλάρες κι
όρμισε απάνω σαν το θεριό.Ν’ αρπάξει το μαθητή και το δάσκαλο, να τους σφάξει.
Να τιμωρήσει εκείνο το γκιαούρη βρομοδάσκαλο υποδειγματικά, που τόλμησε να σηκώσει
κεφάλι και να περιπαίξει μια αυτοκρατορία…
Το δάσκαλο τον
αγαπούσαν, φαίνεται πολύ, όλοι οι χωριανοί. Κι είχε κι ο εκπρόσωπος, μια μικρή
αδυναμία, όπως λένε, στο καλό μεζέ και στο μπαξίσι. Κι αυτά βοηθήσανε την
κατάσταση και δεν έφτασε στα άκρα. Ώρες προσπαθούσαν οι προεστοί κι οι κάτοικοι
να μερώσουν το Τούρκο. Τι τρόφιμα του φέρανε , πανιέρες ολόκληρες, τι κεντητά,
τζοβαϊρικά, ότι είχανε και δεν είχανε οι κακομοίρηδες του τα ξαδιάσανε. Κι
ύστερα, μ’ όλα τούτα γύρω του, κι από το κρασί και τη χώνεψη ναρκωμένος, είπε
να πάει στο διάολο κι ο μαθητής κι ο δάσκαλος και να τον αφήσουν λιγάκι να
ξεκουραστεί…
Πέντε μουλάρια του φέρανε του
αφορισμένου, για να φορτώσει και να συχωρέσει τους αίτιους…
Ήρθε κι ο δάσκαλος αφού πέσανε
στα πόδια του οι Χωριανοί και προπαντός οι κακομοίρηδες οι γονείς του μαθητή
που στα καλά καθούμενα, χωρίς να ξέρει τι λέει και τι κάνει, παραλίγο να χάσει
τη ζωή του, κι εζήτησε συγγνώμη, γραφτά και προφορικά όπως αξίωσε ο Τούρκος
μετά το μεθύσι του.
Σαν δικαιολογία, λέει, έγραφε,
πως δεν φανταζόταν πως το αγνό και άδολο ποίημά του θα δυσαρεστούσε την
Τουρκική Κυβέρνηση!!!».
Το έτος 1898 επί
Κρητικής Πολιτείας ιδρύεται στο Ν. Χωριό το πρώτο κρατικό σχολείο « Κατώτερο
Μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο»,με δάσκαλο το Γεώργιο Παπαδάκη.
Διδακτήριο δεν υπήρχε. Αυτό το
πρόβλημα βασάνιζε τους προέδρους και προεστούς του χωριού. Ο τότε ιερέας του
χωριού παπά Μάρκος, ήξερε περισσότερο από όλους το σκοπό και το προορισμό του
κρατικού αυτού Σχολείου, διέθεσε τα ενοίκια της περιουσίας των ιερών ναών
Παναγίας και Αποστόλου Θωμά για επισκευή αδέσποτου και ερειπωμένου κτηρίου. Το
κτήριο αυτό ανακαινίστηκε και έγινε κατάλληλο για σχολικό διδακτήριο. Είχε δύο
αίθουσες ευρύχωρες, αρκετά μεγάλη αυλή και μεγάλο σχολικό κήπο. Το μόνο
μειονέκτημα που είχε ήταν, ότι βρισκόταν ανατολικά έξω από το χωριό και ο
δρόμος που οδηγούσε σ’αυτό ήταν ανώμαλος και ανηφορικός.
Επειδή ο ιδιοκτήτης του
κτηρίου ήταν κωφός το διδακτήριο λεγόταν τότε, αλλά και σήμερα ακόμη «στου
κουφού το σχολείο».