Ποιος φταίει για την κρίση ?
Όπως πάντα, καμιά ερώτηση δεν έχει μια πειστική και μονοσήμαντη
απάντηση. Πολλαπλές είναι οι δυνατές απαντήσεις και η βαρύτητα της κάθε
μιας δεν έχει για όλους τους ανθρώπους την
ίδια αποτίμηση. Η αξιολόγηση που κάνει το κάθε άτομο σίγουρα έχει σχέση με τη
θέση του στο χώρο της παραγωγής και τα
πολιτικά του πιστεύω. Οπωσδήποτε είναι και συνάρτηση της ικανότητάς του να
διαπιστώνει και να ερμηνεύει τα
προβλήματα, που εμφανίζονται στην κοινωνία που ζει.
Ένα όμως είναι σίγουρο και μη επιδεχόμενο
αμφισβήτηση. Δεν μπορεί μονίμως κάποιος να ξοδεύει περισσότερα χρήματα απ’ αυτά
που διαθέτει. Είναι φανερό ότι κάποια στιγμή τα χρέη θα τον πνίξουν και θα
χάσει ολοσχερώς την αξιοπιστία στο
περιβάλλον του. Αυτό ακριβώς συνέβη στη χώρα μας. Τα χρέη, που εδώ και χρόνια
συσσωρεύονταν, έγιναν ο βρόχος που μας
έπνιξε. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ασφυξίας ζει η μεγάλη πλειοψηφία του λαού
μας εδώ και χρόνια.
Πάντα στην Ελλάδα στους ετήσιους
προϋπολογισμούς υπήρχε μια υστέρηση. Με
δυο τρεις παλαιότερες εξαιρέσεις, το πρόβλημα ήταν υπό σχετικό έλεγχο.
Οι ισορροπίες χάλασαν τις τελευταίες δεκαετίες
όταν στην εξουσία ανέβηκε ο
Ανδρέας Παπανδρέου. Για δικούς του λόγους, που χρειάζονται μεγάλη
ανάλυση και δεν αφορούν το αντικείμενο αυτού του άρθρου, σκόρπισε πολλά χρήματα
σε πολλούς. Όχι μόνο τα σημαντικά ποσά που μπήκαν ως ενισχύσεις από την ΕΕ
εκείνη την περίοδο, αλλά και τα επιπλέον δανεικά, που αντλήθηκαν με τα
συνοδευτικά επιτόκια, από τα ισχυρά
διεθνή χρηματιστηριακά τραστ. Η κίνησή
του αυτή, από τον απλό ψηφοφόρο, ερμηνεύτηκε ως φιλολαϊκή πολιτική και
χαιρετίστηκε απλόχερα από τα ΜΜΕ, μα πολύ λίγοι καταλάβαιναν εκείνη την περίοδο
ότι αυτή η πολιτική, πέραν της πρόσκαιρης γοητείας της, άνοιγε την πόρτα στο
αδιέξοδο που θα ερχόταν στο μέλλον. Αυτό
το λέω γνωρίζοντας ότι ακόμα και τώρα ένα σημαντικό κομμάτι της Ελληνικής
κοινωνίας συνεχίζει να είναι ενθουσιασμένο με αυτό το είδος της πολιτικής,
γιατί- πως να το κάνουμε- είναι δύσκολο κάποιος να υπερβεί το στενό ορίζοντα
του πρόσκαιρου προσωπικού συμφέροντός του
Επιπροσθέτως, όταν φάνηκε προς το
τέλος της δεκαετίας του 1990 ότι χάνει
την εξουσία, αλλάζει με τον ανεκδιήγητο Κουτσόγιωργα τον εκλογικό νόμο με τρόπο
ώστε να υπάρξει σίγουρη ακυβερνησία. Πέρα και πάνω από τις συγκυριακές απόψεις
και φανατισμούς της εποχής ένα είναι το σχόλιο που αποτυπώνεται από μόνο του
: Πλήρης απουσία πολιτικής ευθύνης και
ενδιαφέροντος για την ομαλή πορεία της χώρας. Εκείνο που μόνο τον γεμίζει είναι
να ακούει τις ιαχές των κοντόφθαλμων οπαδών του Τρεις απανωτές εκλογικές
αναμετρήσεις -με ουσιαστική παράλυση του κράτους, με ανυπολόγιστη οικονομική κι
όχι μόνο ζημιά- ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επικεφαλής πλέον της συντηρητικής
παράταξης, παρά το σεβαστό ποσοστό 47% στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, δεν
κατορθώνει να πάρει την πλειοψηφία της Βουλής. Έτσι δεν είναι σε θέση να
εφαρμόσει την τουλάχιστον διακηρυγμένη άποψή του για νοικοκύρεμα των δαπανών
στη χώρα, άποψη που σηκώνει τις τρίχες όλων των τρωκτικών του δημόσιου κορβανά.
Έτσι παίρνονται όλες οι αναγκαίες κι αποτελεσματικές πρωτοβουλίες για να μην
περάσει αυτή η πολιτική. Αυτό δεν είναι και δύσκολο, αφού ποτέ κι ο ίδιος δεν
έγινε μ’ ευχαρίστηση δεκτός από τους
παραδοσιακούς δεξιούς της παράταξης. Τον κυνηγούσε για τους δεξιούς ότι ήταν
από την οικογένεια του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ για τους δημοκρατικούς τον
κυνηγούσε η εδραιωμένη από την παρατεταμένη προπαγάνδα άποψη ότι αποστάτησε και
«πρόδωσε» την αρχική του παράταξη.