Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 1. Εισαγωγή 2. Ο πατέρας της Χρυσούλας 3. Η Χρυσούλα 4. Η οικογένεια μεγαλώνει 5. Η ανατροφή των παιδιών 6. Ο Αντρέας 7. Η Φοίβη 8. Η Νίκη 9. Η Ντόρα 10. Το πολιτικό περίγυρο 11. Ο χρόνος κυλάει 12. Οι κόρες 13. Ο Μίλτος 14. Η απογοήτευση 15. Το φροντιστήριο 16. Η μεταπολίτευση 17. Η πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου 18. Τρία χρόνια μετά- 1978 19. Η πολιτική αλλαγή 20. Η απελευθέρωση της Φοίβης 21. Ο πρώτος γάμος 22. Η Φοίβη «κινείται μπροστά» 23. Η Ντόρα ζητάει το μερτικό της 24. Ο Ιάσονας 25. Η «βόμβα» 26. Το αδιέξοδο της Νίκης 27. Η Φοίβη κινείται σε υψηλούς κύκλους 28. Η Νίκη ανασυγκροτείται 29. Η πολιτική ζωή στη χώρα υποβαθμίζεται 30.Η Χρυσούλα γίνεται γιαγιά 31.Η νέα πτυχιούχος 32.Ο θάνατος του Αντρέα Παπανδρέου 33. Η οικογένεια συνεχίζει 34. Η Νίκη αφήνει πίσω της το παρελθόν 35. Ο παππούς Αντρέας κάνει τον απολογισμό της ζωής του 36. Η Φοίβη ενώπιον του διλήμματος 37. Η Χρυσούλα έχει όλα τα παιδιά γύρω της 38. Η Νίκη λύνει τον προσωπικό της γρίφο 39. Η Ντόρα θέτει το πρόβλημα 40. Η Νίκη σε δίλημμα 41. Η άνοδος των μεταρρυθμιστών στην εξουσία 42. Η Φοίβη προσγειώνεται 43. Η Νίκη ζει την περιπέτειά της 44. Οι κληρονομικοί διάδοχοι στην εξουσία 45. Η Νίκη σε νέο περιβάλλον 46. Η οικογένεια ωρίμασε 47. Το κλείσιμο 1. Εισαγωγή Είχε περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που το ξημέρωμα έφερνε το πρώτο λιγνό φως του, νικώντας για μια ακόμα φορά, το μαύρο κι άραχνο σκοτάδι. Μέσα στην αιώνια κίνηση της Γης γύρω απ’ τον εαυτό της, πλησίαζε η χρονική στιγμή που στην περιοχή οι πρώτες ζωοδότες αχτίνες του ήλιου θα άρχιζαν να εργάζονται πυρετωδώς εξοβελίζοντας τα δαιμόνια του σκότους και αφαιρώντας την πάχνη της νύχτας. Έτσι, μετά από λίγη ώρα, θα έκαναν υποφερτή την παραμονή του νοικοκύρη στην ανοιχτή βεράντα του σπιτιού του. Αυτός είχε ξυπνήσει από νωρίς και ήδη είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Μόνιμη συνήθεια πια κι από κοντά, τον ακολουθούσε η γυναίκα του που αναγκαστικά απέκτησε κι αυτή το χούι. Περίμενε λίγο στην τραπεζαρία να περάσει η ώρα. Άνοιξε την τηλεόραση κι άκουσε, με την αναπόφευκτη δυσφορία, την πρωινή φλυαρία των καναλιών. Κεφάλια να μιλάνε χωρίς διακοπή, με ύφος παντογνώστη. Κενή φλυαρία χωρίς περιεχόμενο κι ουσία. Έκανε υπομονή να περάσει λίγος χρόνος. Απέφευγε πλέον να βγαίνει πρωί-πρωί στη βεράντα, το αγαπημένο στο σπίτι του μέρος. Βλέπεις τα χρόνια που πέρασαν είχαν αφήσει στο σώμα τα αναπόφευκτα σημάδια. Η υγρασία πάντα του περόνιαζε τα μέλη και οι ρευματικοί πόνοι με τις σουβλιές του έστελναν οδυνηρά μηνύματα. Σύντομα βαρέθηκε την τηλεόραση, βγήκε στη βεράντα και κάθισε στην άνετη του πολυθρόνα. Βρισκόμασταν για καλά στην άνοιξη, αλλά το πρωί, μετά το ξύπνημα, τα πονάκια δεν έλεγαν να τον ξεχάσουν. Είχε ρίξει στην πλάτη το χοντρό πανωφόρι, με το φόβο μην αρπάξει καμιά πούντα στα καλά του καθουμένου. Την πρόσεχε τη ζωούλα του ο κύριος και σ’ αυτό δεν μπορούσες να του προσάψεις καμιά κατηγορία. Ήταν μια φυσική ανθρώπινη άμυνα. Κι ακόμη δεν ήταν μόνος στη ζωή. Είχε υποχρεώσεις κι οικογένεια να ζήσει. Σε άλλα θέματα όμως μπορούσες να του αναφέρεις έναν μακρύ κατάλογο από δυστροπίες, μικροελαττώματα και παράπονα. Είναι γεγονός πως σ’ όλη τη ζωή του ήταν ξεροκέφαλος κι αγύριστο κεφάλι. Αυταρχικός, μερικές φορές έως υπερβολής, πάτερ φαμίλιας, γινόταν ανυπόφορος στους δικούς και στο περίγυρο του. Μόνο η ικανότητα, η απύθμενη υπομονή κι εγκαρτέρηση της γυναίκας του ήταν το φάρμακο για να τον ηρεμεί και να τον προσγειώνει. Αυτή μέσα στην πάροδο του χρόνου είχε πετύχει να αμβλύνει, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, αυτές τις αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα του και να τον κάνει υποφερτό. Είχε τον τρόπο της η κυρά Χρυσούλα! Μια από τις πρώτες έγνοιες της κάθε πρωί ήταν να του σερβίρει ένα παραδοσιακό πρωινό κι αυτό έκανε μόλις ο δικός της κάθισε στη θέση του. «Ας είσαι καλά κυρά Χρυσούλα μου!» Της είπε ευχαριστημένος ο άντρας της. «Σαν τον καφέ σου, γυναικούλα μου, δεν έχω πουθενά αλλού δοκιμάσει» Η άλλη δεν απάντησε στις τσιριμόνιες του. Ο κυρ Αντρέας έριξε μια μικρή τζούρα και κάηκε η γλώσσα του. Τις έβαλε, δήθεν, τις φωνές. «Καυτό τον έφερες, μωρέ; Να με σκοτώσεις θέλεις;» «Μόλις τον κατέβασα απ’ το καμινέτο, Αντρέα. Ας μην βιαζόσουν κι εσύ τόσο. Μια ζωή λαίμαργος είσαι. Μη φοβάσαι, άντρα μου! Δεν θα στον πιει κανένας άλλος. Δικός σου είναι ο καφές» Έτσι με γλυκές αψιμαχίες, αλλά στο βάθος αγάπη και κατανόηση, που βάθαινε με την πάροδο των χρόνων, τραβούσε η οικογενειακή ζωή την ανηφόρα. Όμως ας μην είμαστε γκρινιάρηδες. Ας μην εστιαζόμαστε μόνο στα αρνητικές πλευρές. Ο άνθρωπος είχε και μια σειρά προτερήματα κι αρετές, η κυριότερη των οποίων ήταν η πλήρης αφοσίωση στην οικογένεια και ο πολύχρονος μόχθος που είχε κάνει για να εξασφαλίσει τους αναγκαίους όρους στην άνετη διαβίωση των μελών της. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια, αυτή ήταν η κύρια έγνοια του. Ποτέ δε λοξοδρόμησε. Αφοσιωμένος πάντα στη γυναίκα του, δεν είχε μάτια για καμιά άλλη. Στον τομέα αυτόν δεν είχε να του προσάψει κανένα παράπονο. Το μόνο που της έλειψε εκ μέρους του ήταν λίγη τρυφερότητα στην καθημερινή τους ζωή. Ένας καλός λόγος, μια ζωντανή κουβέντα απ’ το στόμα του. Να της πει, βρε παιδί μου, έστω και μια φορά ένα λόγο αγάπης, να της δώσει ένα φιλί. Ο αγροίκος δεν κατάλαβε ποτέ ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από χουχούλιασμα, από ένα τρυφερό χάδι, από έναν λόγο αγάπης. Από ένα απλό κι απρόσμενο δωράκι. Αυτά τα θεωρούσε εκείνος εκδηλώσεις των ολίγον κουνιστών. Τέτοιες χειρονομίες δεν ταιριάζουν στους καθαρούς άνδρες σαν κι αυτόν. Δυστυχώς μια ζωή ήταν και παρέμενε χωριάτης. Στον τομέα αυτόν δεν κατάφερε, σχεδόν καθόλου, να τον αλλάξει. 2. Ο πατέρας της Χρυσούλας Η γυναίκα του Αντρέα θυμόταν- σαν να είναι πρόσφατο το γεγονός- πότε και πώς τον γνώρισε, πώς άρχισαν τα μεταξύ τους πάρε δώσε, ενώ στην πραγματικότητα, είχαν ήδη περάσει πάνω από τριάντα χρόνια. Ναι! Τη σκοτεινή εκείνη εποχή η δική της οικογένεια περνούσε τις συνέπειες της εμφύλιας διαμάχης με τον οδυνηρότερο τρόπο. Ο πατέρας της στη φυλακή πλήρωνε τη συμμετοχή στην αντίσταση κατά των Γερμανών και την ένταξή του σε μια από τις μεγαλύτερες οργανώσεις, το ΕΑΜ. Μετά την απελευθέρωση οι απλοί αγωνιστές αντί να γευτούν τη χαρά της ελευθερίας εισέπραξαν το ανελέητο κυνηγητό από την αντίπαλη παράταξη. Ο ίδιος δεν είχε τη γνώση και την πληροφόρηση των σκοπιμοτήτων και των ύστερων βλέψεων των διάφορων ηγετικών ομάδων. Η συμμετοχή του άρχιζε και τέλειωνε στην αγνή κι άδολη διάθεση του ν’ αγωνιστεί για την απελευθέρωση της χώρας από τον άνομο ξένο κατακτητή. Να δώσει την προσωπική του εισφορά στον αγώνα. Την αγάπαγε την πατρίδα του, ρε φίλε, και δεν του πήγαινε να κάτσει στη γωνιά, ασφαλής κι αδιάφορος. Κακό ήταν; Πολύ αργότερα κατάλαβε ότι υπάρχουν κι άλλα θέματα στη μέση. Έτσι, όταν ο αγώνας ευοδώθηκε κι ο κατακτητής με την ουρά στα σκέλια πήρε των ομματιών του και μας άδειασε τη γωνιά, αυτός ονοματίστηκε εγκληματίας, στιγματίστηκε ως πράκτορας ξένων δυνάμεων και με άλλα επίθετα που ούτε τα ήξερε κι ούτε καταλάβαινε τη σημασία τους. Με συνοπτικές διαδικασίες και με άγνωστους ψευδομάρτυρες, που κατάθεσαν τα απίθανα των απιθάνων, καταδικάστηκε το καλοκαίρι του 1945 από το έκτακτο στρατοδικείο σε ισόβια δεσμά και κλείστηκε στη φυλακή. Το χτύπημα για τη μάνα της και την ίδια ήταν τρομερό. Δυο μόνες γυναίκες, η ίδια μόλις είχε κλείσει τα τρία, με σχεδόν ανύπαρκτες πηγές εισοδημάτων, βρέθηκαν ξεκρέμαστες, χωρίς τον προστάτη κι αγαπημένο τους. Η μάνα, παλικάρι μια ζωή, συνέχισε να ασκεί την τέχνη της. Ήταν μοδίστρα. Καλή τεχνίτρια κι είχε από πριν πελάτισσες, που εκτιμούσαν το ταλέντο της. Αυτή η ασχολία, που συνδυαζόταν και με λογικές τιμές, ήταν τώρα η μόνη πηγή χρημάτων για να έχουν τα στοιχειώδη. Θα έδιναν τη μάχη μέσα στη στέρηση, αλλά με αξιοπρέπεια και πίστη. Με την ελπίδα κάποια στιγμή ο πατέρας θα γυρίσει στο σπίτι. Τότε η ζωή τους θα στρώσει ξανά κι η μεταξύ τους αγάπη θα είναι οδηγός για το μέλλον. Οι συνθήκες διαβίωσης του πατέρα μέσα στη φυλακή, πέρα από τον αποκλεισμό από την κοινωνία, είχε και τις «ειδικές περιποιήσεις» των δεσμοφυλάκων με συνεχή καψόνια, μαζί με εξαντλητική εργασία. Όλα αυτά στωικά τα υπέμενε. Άλλωστε ήταν κοινή η μοίρα όλων των συγκρατουμένων κι αυτό είναι κάτι που υποφέρεται. Ο πόνος αντέχεται όταν τα βάσανα είναι κοινά για όλους. Εκείνο που τον κατάτρωγε ήταν το γεγονός ότι τα αγαπημένα του πρόσωπα-γυναίκα και κόρη- έμειναν απροστάτευτα στους πέντε δρόμους. Αυτό του έγινε σφικτός βρόχος που τον έπνιγε. Από την αρχή και πολλές φορές στη συνέχεια του ζητήθηκε να κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΕΑΜ, των παραφυάδων αυτού και του κομμουνιστικού κόμματος. Μέχρι στιγμής το είχε αρνηθεί. Όχι για ιδεολογικούς λόγους. Κυρίως ήταν για λόγους φιλότιμου και προσωπικής αξιοπρέπειας, Από μέσα του εξανέστη «Τι ν’ αποκηρύξω, μωρέ τσακάλια; Μήπως ήμουν ποτέ μέλος κανενός κόμματος; Η μόνη εμπλοκή μου είναι η συμμετοχή στην αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς» Η περίοδος που περνούσε η χώρα δεν ήταν, δυστυχώς, για τέτοια ξεψαχνίσματα. Αυτά για τους νέους εξουσιαστές ήταν ψιλά γράμματα, χωρίς καμιά αξία. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: «Είσαι μαζί μας, ρε τομάρι ή είσαι με τους κατσαπλιάδες;» Ενδιάμεσες καταστάσεις δεν υπήρχαν. Το παίδεψε καιρό στο μυαλό του, το σκέφτηκε έτσι, το σκέφτηκε αλλιώς, το γύρισε, το ματαγύρισε κι εκείνο που τελικώς κέρδισε ήταν η επιθυμία να βρεθεί κοντά στους δικούς του. Αυτή η αξεπέραστη ανάγκη υπερέβη τους τελευταίους δισταγμούς. Με βαριά καρδιά απευθύνθηκε στη διεύθυνση της φυλακής βάζοντας την οδυνηρή τζίφρα. Μέσα του ψυχανέμιζε η ισχνή ελπίδα ότι θα υπάρξουν ευνοϊκές εξελίξεις. Το φαινόμενο το είχε παρατηρήσει πολλές φορές σε ανάλογες περιπτώσεις προηγουμένως. Μα στη δική του, τίποτα δεν έγινε! Όλες τις μέρες που ακολούθησαν. Αντίθετα η ατμόσφαιρα γι αυτόν μέσα στη φυλακή έγινε τρισχειρότερη. Τέτοιες πράξεις δεν μένουν δυστυχώς κρυφές. Μέσα σε μια νύχτα από συναγωνιστής και συγκρατούμενος έγινε δακτυλοδεικτούμενος προδότης και δηλωσίας. Το υπόλοιπο διάστημα το πέρασε σε πλήρη απομόνωση από τους άλλους. Λες κι είχε κάνει έγκλημα καθοσιώσεως. Χριστέ μου, τι ασπλαχνία, τι σκληρότητα, τι φανατισμός! Αυτό τον πείραξε περισσότερο από όλες τις άλλες κακουχίες που συνάντησε σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα. Τον πλήγωνε ιδιαίτερα, γιατί βλέπεις προέρχονταν από τους «δικούς» του! Του στοίχισε πολύ και ψυχολογικά. Σ’ έναν ήδη βεβαρυμμένο οργανισμό η πρόσθεση και αυτού του αρνητικού παράγοντα είχε σοβαρές συνέπειες στην υγεία του, πράγμα που θα φαινόταν καθαρά τα λίγα επόμενα χρόνια. Την κατάσταση την «έσωσε», τρόπος του λέγειν, η άνοδος στην πρωθυπουργία του Νικολάου Πλαστήρα. Τα μέτρα κατευνασμού και λήθης που είχε υποσχεθεί -και όταν έγινε Κυβέρνηση είχε εφαρμόσει- είχαν αποτέλεσμα να αποφυλακιστεί προσωρινά και να γυρίσει σπίτι του. Τουλάχιστον γλύτωσε από την εκδικητική συμπεριφορά των συναγωνιστών του. Η υγεία του είχε ήδη δυστυχώς υποστεί ανήκεστη βλάβη. Διαγνώστηκε προχωρημένη φυματίωση κι η αντίσταση του οργανισμού ήταν ασθενής. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τον πέρασε μπαινοβγαίνοντας σε νοσοκομεία και σανατόρια. Ευτυχώς, για λόγους αυτοάμυνας, δεν ενημέρωσε τη γυναίκα και την κόρη του για τη συμπεριφορά των άλλων συγκρατούμενους του στο πρόσωπό του. Δεν ήταν ανάγκη να τους προσθέσει μια ακόμα πίκρα. Το 1956 ήταν ο ακροτελεύτιος χρόνος που έφυγε απ’ τη ζωή. Όταν πήραν το νεκρό σώμα του από το σανατόριο Σωτηρία, είδαν ότι ο όμορφος άντρας που είχε αγαπήσει η μάνα της, ο αγαπημένος δικός της πατέρας, τους παραδόθηκε σαν ένα άσαρκο κι αγνώριστο κουφάρι. Το χτύπημα ήταν τρομερό. Με πολύ λίγους παριστάμενους τον θάψανε φτωχικά μέσα σε οδυρμό στο νεκροταφείο της Καισαριανής. Ένα ακόμα αδικαίωτο θύμα της αιματηρής εμφύλιας διαμάχης που σημάδευσε τη χώρα όλα τα προηγούμενα χρόνια κι άφησε πίσω της απούλωτες πληγές. 3. Η Χρυσούλα Εκ των πραγμάτων, μετά το θάνατο του πατέρα της, σταμάτησε το σχολείο κι αναζήτησε μια- την οποιαδήποτε- εργασία. Ίσως αυτό να μην ήταν η καλύτερη επιλογή εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν είχαν τη ψυχραιμία, την ωριμότητα και την υπομονή- δυο μόνες και πληγωμένες γυναίκες- να πορευτούν προς το παρόν διαφορετικά. Πρόλαβε να φτάσει στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, ενώ είχε τα αντικειμενικά προσόντα για επιτυχή συνέχιση των σπουδών. Κάτι που ήταν όνειρο κι επιθυμία του αγαπημένου πατέρα της. Τώρα για αντικειμενικούς λόγους δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί. Έπρεπε να εργαστεί και να βοηθήσει με τη δική της συνεισφορά την οικογένεια. Η πρώτη απασχόληση της ήταν στον έμπορο της γειτονιάς με μια αστεία εβδομαδιαία αμοιβή. Δεν είχε κι άλλη εναλλακτική δυνατότητα. Υπήρχαν κι οι περιορισμοί λόγω του παρελθόντος της οικογένειας κι έτσι δέχτηκε για την ώρα, ως προσωρινή λύση, την κατάσταση. Ήταν ήδη μια όμορφη κοπέλα κι όλα έδειχναν ότι σύντομα θα μετασχηματιζόταν σε μια αξιοπρόσεκτη κι επιθυμητή γυναίκα. Στη γειτονιά ήταν το μπακάλικο του πατέρα του Αντρέα κι από κει προμηθεύονταν όλα τα στοιχειώδη για τη διατροφή τους. Στα χρόνια εκείνα το βερεσέ ήταν κανόνας και όλοι οι πελάτες διέθεταν το απαραίτητο τεφτέρι. Σε κάποιες στιγμές ιδιαίτερης οικονομικής στενότητας- η αλήθεια να λέγεται- ο μπακάλης έδειξε κατανόηση κι υπομονή. Εκεί για πρώτη φορά την είδε ο Αντρέας. Η εμφάνισή της δεν του πέρασε απαρατήρητη. Ρώτησε κι έμαθε γι αυτήν. Από μια στιγμή και μετά της έγινε στενός κορσές. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, πάντα τον είχε πίσω της. Δεν χρειαζόταν πολύ εξυπνάδα να καταλάβει το ενδιαφέρον του. Της Χρυσούλας δεν της άρεσαν οι εκκρεμότητες κι ασάφειες. Μια μέρα που τον είδε να σέρνεται πίσω της σταμάτησε και γυρίζοντας τον ρώτησε κατάμουτρα. «Αντρέα κάτι θέλεις να μου πεις και διστάζεις. Να! Τώρα έχεις τώρα την ευκαιρία. Πες μου λοιπόν τι θέλεις;» Αυτή η σταράτη δήλωση, απρόσμενη κι ασυνήθιστη εκείνη την εποχή, του έκοψε τα πόδια. Για λίγο χρόνο δεν έβγαλε κιχ. Κοκκίνισε σαν παντζάρι. Σύντομα όμως ξεπέρασε την αμηχανία, βρήκε το αναγκαίο θάρρος, και της το είπε «Μ’ αρέσεις Χρυσούλα! Φαντάζομαι το έχεις καταλάβει. Δεν έχω κακό σκοπό. Σε σέβομαι και θέλω να γνωριστούμε καλύτερα. Πού ξέρεις μπορεί να είναι η μοίρα εμείς να περπατήσουμε μαζί στη ζωή» «Ε! Ε! Για στάσου! Μην είσαι τόσο βιαστικός. Ξέρεις σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόμαστε εγώ και η μάνα μου. Δεν έχω λοιπόν την πολυτέλεια να παίξω με κανέναν, αλλά αν σοβαρά ενδιαφέρεσαι για μένα ο δρόμος είναι ένας. Να το ξέρεις. Συνεννοήσου με τον πατέρα σου κι έλα στη μάνα μου να με ζητήσεις» «Βρε Χρυσούλα, χωρίς να δούμε καθόλου αν ταιριάζουμε;» «Εμένα δεν μου είσαι αδιάφορος! Ελπίζω και συ να νιώθεις ανάλογα. Αν θέλεις να γίνει κάτι μεταξύ μας αυτό θα πρέπει να είναι εν γνώσει των γονέων μας. Σκέψου το κι αποφάσισε» Έκανε απότομα μεταβολή κι απομακρύνθηκε πριν ο άλλος προλάβει ν’ αντιδράσει. Τον έβαλε σε μεγάλο δίλημμα και δεν του άφησε κανένα άλλο περιθώριο. Έβαλε κάτω τα δεδομένα. Η Χρυσούλα του άρεσε. Ήταν όμορφη, τίμια κι αξιοπρεπής. Όλοι στη γειτονιά την εκτιμούσαν κι είχαν να πουν ένα καλό λόγο. Για σχέση της με άλλον άντρα δεν είχε ποτέ ακουστεί κι αυτό πίστευε κι ο ίδιος ότι ήταν αλήθεια. Άλλο ήταν που τον έκανε να φοβάται κι άρα κάπως να διστάζει, Η αντίδραση του πατέρα του. Βλέπεις ήταν μοναχογιός και ο πατέρας του πάνω του είχε στηρίξει πολλές ελπίδες. Πριν λίγους μήνες χάσανε τη μάνα του κι αυτό τους πλήγωσε και τους δυο πολύ. Ο πατέρας του είχε παλαιότερα άλλες βλέψεις γι αυτόν. Ήθελε να τον κάνει γιατρό ή δικηγόρο, αλλά ο ίδιος κλώτσησε. Δεν τα πήγαινε καλά με τα γράμματα, δεν είχε την υπομονή που χρειάζεται κάποιος να μελετάει. Αυτός αμέτι- μουχαμέτι μπήκε στο μαγαζί και σύντομα έμαθε τα μυστικά της δουλειάς, Ο πατέρας του τα είχε τα χρονάκια του και δυσκολευόταν να κουμαντάρει μόνος του το μαγαζί. Έτσι εκ των πραγμάτων δέχτηκε την κατάσταση και παραιτήθηκε από τα φιλόδοξα σχέδια για το γιο του. Η πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του έσφιξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Για το στοιχειώδες νοικοκυριό στο σπίτι και για ένα πιάτο φαγητό πήρανε μια γνωστή τους χήρα της γειτονιάς, που είχε ανάγκη για δουλειά. Για μέρες δίσταζε να κάνει το αναγκαίο βήμα, μα τον κατέτρωγε η ανάγκη να κερδίσει τη Χρυσούλα. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να τον προλάβει κάποιος άλλος και τότε χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε Ευζώνοι. Η τελευταία σκέψη ξεπέρασε και τους ύστατους δισταγμούς. Το ίδιο βράδυ στο σπίτι του το ξεφούρνισε. «Πατέρα έχω να σου πω κάτι σημαντικό. Μεγάλωσα κι εγώ. Πρέπει να το βλέπεις και μόνος σου. Έφτασε ο καιρός λοιπόν να βρω τη γυναίκα που θα ζήσω μαζί της τη ζωή μου. Εσύ δεν έχεις φιλοδοξία ν’ αποκτήσεις εγγόνια;» «Μη βιάζεσαι αγόρι μου. Έχεις πολλά χρόνια μπροστά σου. Θα βρούμε μια κοπέλα άξια και της τάξης μας να γίνει γυναίκα σου. Για τις ανάγκες σου, δόξα το θεό, έχεις λεφτά. Γυναίκες υπάρχουν άφθονες και πρόθυμες στα πέριξ. Μόνο πρόσεξε μην αρπάξεις καμιά αρρώστια, κακομοίρη μου, κι έχουμε άλλα ντράβαλα» «Δεν μ’ αρέσουν αυτές οι γυναίκες, πατέρα. Εγώ θέλω να νοικοκυρευτώ και να κάνω παιδιά. Κορίτσι, άξιο μου, βρήκα» «Βρήκες; Και πια είναι η λεγάμενη;» «Είναι η Χρυσούλα, πατέρα. Το κορίτσι που δουλεύει στον έμπορα» «Ποια; Η κόρη της μοδίστρας; Δεν είμαστε καλά! Αυτές παιδί μου δεν έχουν ούτε βρακί να φορέσουν. Είσαι χαζός; Και δεν είναι της δικής μας τάξης. Εμείς έχουμε κάνει το κουμάντο μας, μικρέ, κι έχουμε μια περιουσία. Να βρούμε μια κοπέλα με ανάλογα προσόντα και να την παντρευτείς» «Γυναίκα θέλω πατέρα! Όχι πορτοφόλι. Γυναίκα να ζήσω μια ζωή μαζί της» «Εντάξει παιδί μου, αλλά υπάρχει και το άλλο. Ο πατέρας της ήταν κόκκινος, το ξέχασες; Όλη τη ζωή του την πέρασε στις φυλακές. Εμείς πάντα ήμασταν εθνικόφρονές. Θα μας κακοχαρακτηρίσουν αν μπλέξουμε μ’ αυτές.» «Έλα, ρε πατέρα, αυτά πέρασαν πια. Άλλωστε τι φταίει η Χρυσούλα; Μικρό κοριτσάκι ήταν τότε» «Ναι, αλλά η Ασφάλεια δε σκέφτεται έτσι. Μήπως θα έχει επιπτώσεις στην επιχείρηση μας;» «Όχι ρε πατέρα!» «Μη βιαστούμε, άσε με να το σκεφτώ» Δεν του έκανε τη χάρη. Δεν τον άφησε στιγμή να ηρεμήσει. Σε κάθε συνάντηση τους στο σπίτι ή στο μαγαζί του έθετε πιεστικά το ίδιο θέμα «Τι αποφάσισες Πατέρα;» Δεν άντεξε την πίεση. Είδε το πείσμα και την αποφασιστικότητά του. Κάποια στιγμή υποχώρησε και του είπε «Πάρτη παιδί μου! Εσύ θα την παντρευτείς, εσύ θα σηκώσεις τα βάρη. Εγώ βάρυνα πια. Τα χρόνια πέρασαν κι οι αντοχές μου μειώθηκαν. Ίσως χρειάζεται ν’ αναλάβεις στο μαγαζί μεγαλύτερες ευθύνες» Δεν έχασε καθόλου στιγμή. Πήγε στον έμπορα που η Χρυσούλα εργαζόταν και χωρίς εισαγωγή της είπε «Εντάξει! Ο πατέρας μου συναίνεσε για σένα. Πες τη μάνα σου ότι αύριο το βράδυ θα έρθω στο σπίτι σου να σε ζητήσω. Έκανα ό,τι μου είπες και φαντάζομαι ότι τα νέα θα σε χαροποιήσουν. Χρυσούλα είμαι αποφασισμένος, να το ξέρεις και πάρτο απόφαση. Θα ζήσουμε μαζί και σου υπόσχομαι ότι θα σε κάνω ευτυχισμένη» Της άλλης της ήρθε ταμπλάς! Στην πρώτη φορά που συζήτησαν δεν κατάλαβε πόσο σοβαρά της μιλούσε ο Αντρέας. Τώρα όμως ο κόμπος έφτασε στο χτένι και έπρεπε να το αφομοιώσει. Ήδη είχε ενημερώσει τη μάνα της για την πρώτη συνάντηση. Εκείνη την είχε προειδοποιήσει «Πρόσεξε κορίτσι μου μη θέλει να παίξει μαζί σου. Εσύ καλά φέρθηκες. Να σε ρωτήσω όμως κάτι. Πες ότι αυτός το εννοούσε. Θα τον ήθελες για άντρα σου;» «Κοίτα μάνα, Ευκαιρία για μεγάλες αγάπες δεν είχα. Τη θέση μας την ξέρω και δεν πετάω στα σύννεφα. Ο Αντρέας φαίνεται καλό κι εργατικό παιδί. Μ’ αρέσει. Δεν μπορώ να πω πως τον αγαπώ, αλλά έχουμε μπροστά μας το μέλλον. Πόσοι και πόσοι γάμοι με προξενιό δεν πήγαν καλά; Γιατί όχι να πάει καλά και στην περίπτωσή μας;» Τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας. Του μίλησε με σοβαρότητα και του είπε «Άκου Αντρέα. Αυτά τα πράγματα είναι σοβαρά και αφορούν την υπόλοιπη ζωή μας. Εγώ το σκέφτηκα και δέχομαι να συνδέσω τη ζωή μου μαζί σου. Ελπίζω και εκ μέρους σου να υπάρχει η ίδια σοβαρότητα» «Μα Χρυσούλα μου, εγώ ξεκίνησα το θέμα, εγώ έπεισα τον πατέρα μου να μας δώσει την ευχή του κι εγώ πιο πολύ από σένα θέλω να γίνεις η γυναίκα μου. Σου δίνω όρκο στην Παναγιά κι όπου αλλού θέλεις, ότι θα προσπαθήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σου» «Εντάξει Αντρέα θα σε περιμένουμε. Αύριο το βράδυ είπες;» ……………………………………………………………………………………………………………….. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και σύντομα έγινε ο γάμος. Το νυφικό το έραψε η μάνα της. Η Χρυσούλα ήταν αποφασισμένη να κερδίσει το προσωπικό της στοίχημα κι αφοσιώθηκε στο στόχο της. Η προτεραιότητα ήταν να γνωριστεί με τον Αντρέα. Η πρώτη νύχτα του γάμου δεν περιλάμβανε κάτι συνταρακτικό, αλλά με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα είχαν βελτιωθεί. Και υπήρχε πολύς καιρός μπροστά τους. Μετά κέρδισε το σεβασμό του πεθερού της κάτι, που ο ίδιος το εξομολογήθηκε στο γιο του. Η Χρυσούλα ήδη ζούσε στο πατρικό του Αντρέα και για πρακτικούς λόγους. Να προσέχει τον πεθερό, που είχε αποσυρθεί από το μαγαζί και είχε σχεδόν κλειστεί στο σπίτι 4. Η οικογένεια μεγαλώνει Μετά το γάμο τα παιδιά ήρθαν επανωτά. Το ένα πίσω από το άλλο, μέσα σε διάστημα μόνο τριών ετών. Ανάσα δεν πρόφτασε να πάρει η κακομοίρα. Το ένα πίσω απ’ το άλλο. Τρεις κόρες! Η Φεβρωνία, που τιμήθηκε με το όνομα της αείμνηστης πεθεράς της. Αυτή είχε ήδη πεθάνει. Αργότερα η πρωτότοκος το έκανε Φοίβη γιατί το Φεβρωνία ήταν πολύ μπανάλ και στο σχολείο ακουγόταν λίγο αστείο από τις συμμαθήτριες της. Ο μπαμπάς στραβομουτσούνιασε για την αλλαγή, αλλά τελικώς συμβιβάστηκε, αφού κι από άλλες αφορμές είχε αρχίσει να συνηθίζει ότι το πείσμα των κοριτσιών ξεπερνούσε τις δικές του αναστολές. Η δεύτερη κόρη πήρε το όνομα του αδικοχαμένου αγαπημένου πατέρα της. Νικολέτα. Σύντομα αυτή το έκανε Νίκη κι η επιβολή του τώρα ήταν πιο εύκολη από την πρώτη φορά. Η τρίτη και στερνή βαπτίστηκε Θεοδώρα που αμέσως έγινε Ντόρα. Βέβαια σύσσωμη η οικογένεια την φώναζε: Το Ντοράκι. Κι αυτό τελικά της έμεινε. Πήρε το όνομα του πεθερού της, που ακόμα ζούσε, αλλά σε προχωρημένη ηλικία και με κλονισμένη την υγεία του, μια ακόμα υποχρέωση για τη Χρυσούλα που αγόγγυστα την εξυπηρετούσε. Δυστυχώς μετά λίγο καιρό έφυγε απ’ τη ζωή κι έτσι ο Αντρέας δεν είχε κανέναν στενό συγγενή από τη δική του αρχική οικογένεια. Την πρωτοβουλία την πήρε ο ίδιος « Τώρα δεν χρειάζεται η μάνα σου να μένει μόνη στο πατρικό σας. Μπορεί να μεταφέρει όλα τα πράγματά σας εδώ. Το σπίτι είναι μεγάλο και μας χωράει όλους. Η μάνα σου μπορεί να σε βοηθάει και στο μέλλον ελπίζω να χρειαστεί περισσότερο. Το δικό της σπίτι μπορεί να το κάνει ότι θέλει. Η δική μου άποψη είναι να το νοικιάσετε και να έχει ένα εισόδημα» Η Χρυσούλα τον άκουσε προσεκτικά και βρήκε λογικές τις προτάσεις του. Αμέσως του απάντησε «Συμφωνώ Αντρέα μαζί σου. Θα συνεννοηθώ με τη μάνα μου κι αν συμφωνεί κι αυτή θα την φέρω κοντά μας. Η βοήθειά της μου είναι απαραίτητη. Τόσο καιρό πηγαινοέρχεται κάθε μέρα. Και για εκείνη και για μένα θα είναι λύτρωση» Αυτό κι έγινε. Όλη η οικογένεια μαζεύτηκε στο πατρικό του Αντρέα κι αυτό τα υπόλοιπα χρόνια θα ήταν το σπίτι τους. Μεγάλη ήταν η επιθυμία και των δυο να κάνουν ένα τέταρτο παιδί. Ο Αντρέας ήθελε διακαώς να βγει το αγόρι. ‘Ήταν τόσο διαδεδομένη η αντίληψη ότι κάθε οικογένεια πρέπει να έχει το «διάδοχο» της. Κι ο άνδρας της, παραδοσιακός Έλληνας, δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Και η ίδια ήθελε τέταρτο παιδί για να πάρει τ’ όνομα της μάνας της, που τόσο πολύ αγαπούσε κι ήξερε από πρώτο χέρι τα βάσανα που είχαν τύχει στη ζωή της. Όμως παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειές τους η επιτυχία δεν ήρθε. Ο σπόρος δε φύτρωνε με τίποτα. Λες και –από μια στιγμή και πέρα- η μήτρα της διπλομανταλώθηκε και δεν άνοιγε παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκαναν. Έτσι μετά από εύλογο χρόνο το πήραν απόφαση. Τα παιδιά τους θα ήταν τρία. Η Φοίβη, η Νίκη και το Ντοράκι. Στην ανατροφή των παιδιών σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η μάνα της που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των καθημερινών υποχρεώσεων. Η ίδια πρότεινε στον άνδρα της να βοηθήσει στο μαγαζί. Έστω μόνο στο ταμείο, αλλά στο θέμα αυτό, συνάντησε την κάθετη αντίδραση του «Σε καμιά περίπτωση! Αυτό να το ξεχάσεις. Εσύ θα είσαι η αρχόντισσα του σπιτιού μας. Χρυσούλα, τα παιδιά και τα μάτια σου. Για το μαγαζί θα πάρω ό,τι υπάλληλο χρειαστώ για να με βοηθάει» 5. Η ανατροφή των παιδιών Είναι παράξενο φρούτο ο χρόνος, αγαπητέ μου! Για κάποιους περνάει σαν ανάλαφρο φτερό, που κλυδωνίζεται με το πιο ανεπαίσθητο αγέρι , ενώ για άλλους είναι βαρίδι που τους κρατάει αιχμάλωτους. Άλλοι βιάζονται να περάσει κι άλλοι πατάνε φρένο ελπίζοντας στην διεύρυνση της παρουσίας τους πάνω στη γη. Στη διάρκεια της ζωής του ένας άνθρωπος αναλώνεται σε ποικίλες ασχολίες είτε γιατί το επιβάλουν οι ανάγκες είτε για να γεμίσει το κενό που συνέχεια τον κυνηγάει. Εδώ μας ενδιαφέρει η πρώτη περίπτωση. Οι ανάγκες, βεβαίως, έχουν μια διαβάθμιση. Κάποιες είναι πιο βαριές και κάποιες πιο υπεύθυνες. Μόνο εκείνος που έχει αναθρέψει παιδιά ξέρει από πρώτο χέρι το βάρος αυτού του ιερού καθήκοντος. Γνωρίζει την κούραση που αυτή η γλυκιά υποχρέωση συνεπάγεται. Είναι ενήμερος για τη διαρκή επαγρύπνηση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, τις αγωνίες που αδιάκοπα ζεις για τις παιδικές τους αρρώστιες που είναι τόσο συχνά απαντούμενες και τις έγνοιες για τα πρώτα βήματα στη μόρφωσή τους. Η Χρυσούλα από νωρίς είχε ξεκάθαρους στόχους για την ανατροφή των θυγατέρων της. Χρήσιμο συμβουλάτορα είχε την άξια μάνα της, μα κι η ίδια διέθετε κάτι περισσότερο απ’ τη κοινή λογική. Κι αυτό ήταν η αφοσίωση. Εξασφάλισε λοιπόν όλους τους όρους για την υγεία, τη σωστή διατροφή, την τακτική παρακολούθηση από τον παιδίατρο και τον ορθοδοντικό τους, τα περιοδικά εμβόλια κι ότι άλλο περνούσε απ’ το μυαλό της ή μάθαινε από μια τρίτη συμβουλή που την έβλεπε λογική. Κυρίαρχο έγνοια της ήταν να μην κάνει ανάμεσα τους διακρίσεις. Να διδάξει στα παιδιά τη μεταξύ τους αλληλεγγύη και να διατηρήσει σταθερή την οικογενειακή ενότητα. Να τους εμπνεύσει την αγάπη στον συνάνθρωπο, την ομαδικότητα και την ανοιχτή ματιά στη γνώση. Από τον άνδρα της είχε το ελεύθερο σε κάθε πρωτοβουλία της. Με τη σειρά πήγαν στο ίδιο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς τους, Μαζί με τις ίδιες δασκάλες άρχισαν στο σπίτι την εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Έτσι οι όροι της ανατροφής τους δεν ήταν μόνο φροντισμένοι. Ήταν πλήρως και πανομοιότυποι. Θα ανάμενε έτσι κάποιος αυτές οι ομοιότητες να είναι κυρίαρχες και στον χαρακτήρα τους. Κι όμως! Στην πράξη δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Οι χαρακτήρες των τριών κοριτσιών παρουσίαζαν αξιοσημείωτες έως σημαντικές διαφορές, που θα εκδηλώνονταν ανάγλυφα στη μελλοντική τους εξέλιξη. Ποια εξήγηση θα μπορούσε να δώσει κάποιος σ’ αυτό το γεγονός; Το DNA ίδιο, οι συνθήκες ζωής και τα στοιχεία της ανατροφής κατά το δυνατόν κοινά! Τότε; Το ερώτημα από μόνο του τίθεται κι απαιτεί μια λογική εξήγηση. Μία πλευρά της ερμηνείας βρίσκεται στο γεγονός ότι η κληρονομικότητα είναι ένα φαινόμενο πιο σύνθετο και πολύπλοκο απ’ ότι αρχικά θα νόμιζε κανείς. Το DNA μεταφέρει στοιχεία γεννητόρων, πολλών γενεών πίσω, και στο κάθε ξεχωριστό άτομο η δοσολογία των στοιχείων που κληρονομείται πρέπει να ποικίλλει. Αυτό είναι το ένα στοιχείο, που ίσως εξηγεί το θέμα. Αλλά όχι και το μόνο. Μέσα στο ίδιο περιβάλλον κάθε άτομο θέλει να δείξει την ιδιαιτερότητα του, τα ειδικά χαρακτηριστικά εκείνα που θα τον ξεχωρίσουν από τον διπλανό του. Αυτή η αυθόρμητη στην αφετηρία τάση σιγά-σιγά ενσωματώνεται σαν μόνιμο χαρακτηριστικό, συνιστά αυτό που με γενικούς όρους ονομάζουμε χαρακτήρα του ανθρώπου ή ιδιαίτερο χούι. Κυρίαρχο στοιχείο αξιολόγησης ενός ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του. Άτομα από όλους τους ιδεολογικούς χώρους, από όλες τις θρησκευτικές δοξασίες, σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης, από όλα τα διάφορα μορφωτικά επίπεδα, μπορεί να είναι άγγελοι επί της Γης ή αντίθετα άξια παιδιά του διαβόλου. Ποια είναι όμως τα στοιχεία που καθορίζουν ή διαμορφώνουν το χαρακτήρα ενός ανθρώπου; Ποια από αυτά είναι κληρονομιά με τη γέννηση και ποια αποκτήθηκαν στη πορεία; Ποιος παράγοντας καθορίζει το ποσοτικό και το ποιοτικό περιεχόμενο της κάθε περίπτωσης; Έχει παρατηρηθεί ότι αδέλφια μεγαλωμένα- κατά το δυνατόν- στις ίδιες συνθήκες έχοντας τις ίδιες κληρονομικές καταβολές παρουσιάζουν αξιόλογες έως σημαντικές διαφορές χαρακτήρα και αντιδράσεων πάνω στο ίδιο πρόβλημα. Ίσως, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό να έχει την εξήγησή του στην ενστικτώδη αντίδραση του κάθε μέλους να διαμορφώσει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα. Στην προφανή προσπάθεια να ξεχωρίσει, να διαφοροποιηθεί από τον άλλο σιγά- σιγά δημιουργεί επίκτητα νέα χαρακτηριστικά που με την επανάληψη γίνονται μόνιμα χούγια του Όμως, θέλει δε θέλει, μεταφέρει στο κύτταρό του με τη γέννηση χαρακτηριστικά και ιδιότητες, που όσο κι αν τις κρύβει και τις καταπιέζει μέσα του, υπάρχουν, ζουν κι αναπνέουν κάτω από την επιδερμίδα του, και με την πρώτη ευκαιρία βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθούν. Είναι χαρακτηριστικά καταγραμμένα στο DNA του και με τη πρώτη ευκαιρία, με το πρώτο φύσημα του αγέρα θα εκδηλωθούν. Καθήκον μιας πολιτείας είναι να προσφέρει στο μέλος της την παιδεία εκείνη που θα μεγιστοποιήσει τα θετικά κληρονομικά χαρακτηριστικά του και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές καταβολές που υπάρχουν κι αν είναι δυνατόν να τις κρατήσει μονίμως εν υπνώσει. Η μεγάλη κόρη, η Φοίβη, είχε μια έπαρση, μια σιγουριά. Διεκδικούσε εξαρχής μεγαλύτερο μερίδιο στα δικαιώματα, ως πρωτότοκη, από της δυο άλλες. Η δεύτερη Νίκη ήταν πάντα ονειροπαρμένη, λίγο αλαφροΐσκιωτη και το μυαλό της συνεχώς κάπου ταξίδευε. Συναισθηματική στο έπακρο θα της κόστιζε πολύ στο μέλλον. Η τρίτη και μικρότερη ήταν η πιο προσγειωμένη. Είχε πρακτικό μυαλό και τα χέρια της «έπιαναν». Μπορούσε να χειριστεί κι ακόμα να λειτουργήσει κάθε ηλεκτρική συσκευή που διέθετε το σπίτι. Κι όχι μόνο. Κάποια στιγμή συνέβη αυτό που τη Χρυσούλα την τάραξε πολύ. Έχασε τη μάνα της! Ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση. Έπεσε το βράδυ για ύπνο και το πρωί δεν ξύπνησε. Έτσι αθόρυβα έφυγε, όπως αθόρυβα έζησε κι όλη τη ζωή της. Όμως πάντα ήταν παλικάρι! Ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια των κυνηγητών και της φυλακής Με τόσα και τόσα προβλήματα. Ας είναι καλά ο πατέρας της, που ποτέ δεν τους φόρτωσε με τα βάσανα που πέρασε από τους «συντρόφους» του. Έτσι στη μάνα και την κόρη έμεινε μια ρομαντική εικόνα για την παράταξη της Αριστεράς, εκεί που «ανήκε» κι πατέρας. Δεν ήταν κι η μόνη ψευδαίσθηση στη ζωή τους. Σε κάποιες από τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν τα επόμενα χρόνια η Χρυσούλα είπε τα πρώτα «αθώα» ψέματα στον άντρα της, που πραγματικά αγαπούσε και σ’ όλες τις άλλες εκδηλώσεις πάντα τιμούσε. Ψήφισε κρυφά την Αριστερά, ενώ της ήταν γνωστό ότι ο άντρας της ψήφιζε από παράδοση, αλλά κι αντίληψη τη συντηρητική παράταξη. Το έκανε σαν ένα είδος τιμής στη μνήμη του αγαπημένου πατέρα της. Στο μόνο που είχε ομολογήσει το αμάρτημά της ήταν η μάνα, που εκείνη έτσι κι αλλιώς ψήφιζε Αριστερά. Με τη μάνα της είχαν ανοιχτή και μόνιμη επικοινωνία επί παντός θέματος. Την κρατούσε ενήμερη για κάθε ζήτημα, ακόμα και για θέματα της κρεβατοκάμαρά της, γιατί πάντα η γνώμη της ήταν χρήσιμη και λυσιτελής. Τώρα η αιφνίδια απώλεια ήταν ένα χτύπημα για την ίδια από πολλές απόψεις. Έχασε τον συμβουλάτορα και στήριγμά της, αλλά και ένα αποτελεσματικό χέρι που για χρόνια την βοηθούσε να αναστήσει τις κόρες, ενώ συγχρόνως είχε συμβολή στο καθημερινό νοικοκυριό. Απώλεια ήταν και για τα παιδιά, που υπεραγαπούσαν την -μοναδική άλλωστε- γιαγιά που γνώρισαν. Ο άντρας της εξαρχής την εκτιμούσε και ήξερε πόσο σημαντική ήταν η συμβολή της στη σωστή λειτουργία του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. 6. Ο Αντρέας Αραγμένος στην πολυθρόνα απολάμβανε τον τούρκικο καφέ του με αραιές και διστακτικές τζούρες. Η πρωινή υγρασία είχε από ώρα υποχωρήσει και ο γλυκός ήλιος είχε κάνει το θαύμα του για μια ακόμα φορά. Ένιωσε πως μπορεί να βγάλει το πανωφόρι που στην αρχή του ήταν απαραίτητο. Χουζούρι και ραχάτι! Αχ τι ωραία! Ευτυχισμένος και γεμάτος. Σήμερα ήταν Κυριακή και το μαγαζί θα έμενε όλη την ημέρα κλειστό. Η δικιά του μέσα συγύριζε κι είχε βάλει στο φούρνο το καθιερωμένο κυριακάτικο γιουβετσάκι. Οι κόρες από νωρίς είχαν φύγει γιατί είχαν με το σχολείο εκκλησιασμό. Έτσι επικρατούσε στο χώρο μια παράξενη και ασυνήθιστη ησυχία. Συνήθως σ’ όλο το σπίτι ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν στα δωμάτια και στην ευρύχωρη αυλή. Τώρα μόνο λίγα κελαηδίσματα πουλιών και ο μακρινός θόρυβος του δρόμου που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του σπιτιού σπάζανε, όχι όμως ενοχλητικά, τη σιωπή. Ιδανικές συνθήκες για αναπόληση. Πώς πέρασαν, αλήθεια, τα χρόνια! Τελικά ήταν πολύ τυχερός στη ζωή του. Βέβαια ο πρώτος αριθμός του λαχείου, εκτός συναγωνισμού, ήταν η Χρυσούλα του! Όμως να πούμε και του στραβού το δίκαιο. Αυτός την διεκδίκησε, αυτός και την κέρδισε. Τα πράγματα δεν ήρθαν από μόνα τους, κύριε. Άξιζε, γιατί τον έκανε ευτυχισμένο. Τον κάλυψε πλήρως ως άντρα και του έδωσε τρεις όμορφες κόρες! Γιατί να κοιτάξει σε άλλο φούρνο για ψωμί όταν στο σπίτι είχε το καλύτερο παντεσπάνι; Η κυρά Χρυσούλα τον ενέπνευσε και του έδωσε την ώθηση να ανοίξει την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Βέβαια δεν ξεκίνησε απ’ το τίποτα, αλλά τώρα με τρεις κόρες τα έξοδα αυξήθηκαν, όπως και οι αναμενόμενες μελλοντικές υποχρεώσεις. Μερικές νέες επενδύσεις του πήγαν πολύ καλά και αυγάτισε δεόντως την αρχική πατρική κληρονομιά. Η γυναίκα του έδωσε τις καλύτερες συμβουλές. Κυρίως, να μην αυξήσει άνευ λόγου κι αιτίας, τον όγκο των εργασιακών υποχρεώσεων. Να περισσεύει χρόνος που ν’ αφιερώνει στην οικογένεια και τον εαυτό του. Να μην ταλαιπωρείται γιατί τους είναι αναντικατάστατος. Για το μέλλον όταν θα μεγαλώσουν τα κορίτσια κι αρχίζουν να δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες θα έπρεπε να έχουν μια στέγη. Για να μην σκορπιστούν όπου κι όπου, φρόντισε ν’ αγοράσει το διπλανό ελεύθερο οικόπεδο. Εδώ αργότερα θα τους χτίσει τα σπίτια τους. Έναν όροφο για την κάθε μια. Ο άνθρωπος μερικές φορές ξεχνιέται ότι είναι θνητό πλάσμα. Σχεδιάζει και κάνει προγράμματα για το μέλλον λες κι είναι αθάνατος. Μια κρυφή, αλλά μη ομολογημένη πίκρα του έμεινε που δεν είχε ένα αγόρι, ως διάδοχο, αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αμβλύνονταν αυτές οι συμβατικότητες και οι όμορφες κόρες του κάλυπταν επαρκώς αυτήν την αρχική έλλειψη. Το μόνο που σκίαζε το τοπίο ήταν ο χρόνος που αδυσώπητος κυλούσε και δυστυχώς άφηνε τα σημάδια πάνω του. Σ’ αυτό, δυστυχώς, δεν μπορούσε να αντιτάξει καμιά άμυνα. Ήταν η φυσική πορεία των πραγμάτων, αλλά και πάλι του κακοφαινόταν. «Γιατί, θεέ μου, να περνάει έτσι γρήγορα η ζωή; Γιατί τώρα που όλα μου πάνε δεξιά να μην προφτάσω να ζήσω τις χαρές των παιδιών μου, τα εγγονάκια που ασφαλώς θα φέρει ο χρόνος;» Καθώς οι κόρες μεγάλωναν άρχιζαν και τα προβλήματα να ακολουθούν την αυξητική τους πορεία. Έτσι όμως δε γίνεται πάντα; Τον, εκ του σύνεγγυς έλεγχο, όλων τον είχε μ’ εμπιστοσύνη αφήσει στα χέρια της άξιας γυναίκας του και μέχρι τώρα δεν του είχε αναφέρει κάτι άξιο ιδιαίτερης φροντίδας ή ανησυχίας. Αυτές ήταν πολύ χαδιάρες. Ήξεραν πόσο τις αγαπούσε κι αυτό το εκμεταλλεύονταν στο έπακρο. Δεν άντεχε να αρνηθεί σε κάποια επιθυμία τους. Η Χρυσούλα του έκανε συχνά παρατηρήσεις «Μην τις κακομαθαίνεις μωρέ Αντρέα! Στο τέλος θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε!» Ήξερε ότι έχει δίκαιο, αλλά πώς να πεις όχι στις μαλαγανιές τους; Ιδιαίτερα στην τελευταία, το Ντοράκι του. Όχι γιατί είχε τ’ όνομα του πατέρα του. Ήταν η μικρότερη κι πιο ικανή στα πρακτικά θέματα. Αυτό του άρεσε γιατί ταίριαζε στο χαρακτήρα του «Αυτή, Χρυσούλα μου, μπορεί να γίνει ο καλύτερος μάστορας στην πιάτσα!» « Υδραυλικό θα το κάνουμε το κορίτσι μας Αντρέα μου;» Όχι βρε γυναίκα! Το κορίτσι θα σπουδάσει, όπως και οι άλλες. Αλλά, θα ήταν ντροπή νομίζεις κάτι τέτοιο;» 7. Φοίβη Αμάν πια! Μέχρι πότε η μάνα θα ελέγχει κάθε βήμα της. Επιτέλους φτάνει! Έγινε μεγάλη κοπέλα πια. Φέτος άλλωστε πήγε γυμνάσιο. Οι δικοί της την αντιμετωπίζουν σαν να είναι ακόμα παιδάκι. Ίσως να είναι παιδάκια οι αδελφές της, που ακόμα είναι στο Δημοτικό. Όχι όμως και η ίδια. Ξεχνάνε ότι είναι η μεγαλύτερη; Ας την ευχή πια! Ωρίμασε ο χρόνος να κάνει την επανάστασή της, να ζητήσει δικαιώματα και σεβασμό στο πρόσωπό της. Εδώ, στο νέο σχολείο, έχει την ευκαιρία της ζωής της. Υπάρχουν άφθονα κι όμορφα μεγαλύτερα απ’ αυτήν αγόρια και μπορεί να ρίξει τα δίχτυα της όπου κι όπως επιθυμεί. Οι επιλογές είναι μπόλικες και το καλύτερο βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν είναι κοντά οι άλλες αδελφές να την σπιουνάρουν στη μάνα της. Το Ντοράκι; Έχει την κακή συνήθεια. κάθε φορά της τα ξερνάει όλα με το νι και με το σίγμα. Αχ τι ωραία! Ο χώρος όλος ήταν δικός της. Ένα ψηλό αγόρι απ’ την Τρίτη τάξη - Λεό τον λένε, από Λεωνίδας - με όμορφα πυκνά μαλλιά που του σκεπάζουν τα μάτια, της χτύπησε αμέσως το μάτι με το πρώτο και βάλθηκε να του μιλήσει στην πρώτη ευκαιρία. Δεν ήταν κι ο μόνος! Στο άλλο τμήμα ένα ξανθομάλλικο αγόρι κάθε φορά που τον έβλεπε στο προαύλιο αναστατωνόταν. Τι παράξενο! Την έπιανε ένα τρέμουλο. Ένιωθε μια παράξενη αναστάτωση, τόσο που άκουγε δυνατά τους χτύπους της καρδιάς της. Ας το καλό. Εδώ σε θέλω Φοίβη. Ποιον από τους δυο θα προτιμήσει; Δύσκολο ν’ αποφασίσει. Το άφησε γι αργότερα. Τώρα ας ανιχνεύσει το έδαφος και βλέπουμε. Πώς τον λένε τον δεύτερο; Δεν έχασε καιρό. Με την πρώτη ευκαιρία του χώθηκε «Αγόρι γεια σου. Είμαι η Φοίβη, Εσένα πως σε λένε;» Ο νεαρός γύρισε και την κοίταξε. Είδε μια μικρή, αλλά ενδιαφέρουσα φατσούλα. Καθαρό πρόσωπο, όμορφα καστανά μάτια, προσεκτικά ντυμένη, ίσως με κλασσικό στυλ, με όμορφα χτενισμένα μαλλιά. Είχε προοπτικές, αλλά και τώρα ακόμα ήταν φαγώσιμη! « Τάκη με λένε. Από Παναγιώτη. Γιατί όμως ρωτάς;» «Θα ήθελα Τάκη να γίνουμε φίλοι!» «Σε ποια τάξη πας;» « Στη πρώτη. Φέτος ήρθα στο σχολείο» « Πρωτάκι είσαι; Φαίνεσαι όμως μεγαλύτερη. Ποιους καθηγητές έχεις στο τμήμα σου» « Δεν τους ξέρω όλους ακόμα. Στα μαθηματικά έχω κάποιον Αντωνίου. Μου φαίνεται λίγο στραβόξυλο, αλλά εγώ ξέρω πως θα τον τουμπάρω» «Τον είχα κι εγώ πέρσι. Έχεις δίκαιο, Όλη τη χρονιά μας έβγαλε το λάδι σε τεστ και διαγωνίσματα. Αυστηρός σαν μπάτσος. Με κόπο έβγαλα στο μάθημά του ένα δωδεκάρι. Πώς είσαι βέβαιη ότι θα τον καταφέρεις;» «Άστο σε μένα αυτό, Κάτι άλλο θέλω να σου πω. Το Σάββατο που έρχεται θα κάνω πάρτι στο σπίτι μου. Θέλεις να έρθεις;» «Θα το ήθελα Φοίβη, αλλά δεν μπορώ. Έχει ήδη κανονιστεί από τη μάνα μου να πάμε Σαλαμίνα. Εκεί είναι το εξοχικό μας και θα έρθει κι η αδελφή μου. Το Σάββατο βλέπεις θα φτάσει ο μπαμπάς. Παντρεύεται ένας ξάδελφος του και μας θέλει όλους παρόντες. Όμως, ναι, θα ήθελα να είμαι. Δώσε μου το τηλέφωνό σου να σου πω και τις δικές μου ευχές. Με την ευκαιρία γράψε και το δικό μου» Έτσι άνοιξε το μεταξύ τους κανάλι που θα είχε, ίσως στην πορεία κάποια επεισόδια. Ώρα να ρίξει αλλού τα δίχτυα της. Δεν έχασε χρόνο, τον διπλάρωσε και του τα έριξε. «Λεό γεια σου! Το Σάββατο έχω πάρτι στο σπίτι. Θέλεις να έρθεις;» « Τι πάρτι;» «Έχω τα γενέθλιά μου, μωρέ» «Α! Εντάξει τότε. Θα έρθω» Του έδωσε διεύθυνση και τηλέφωνο. Από μέσα της μουρμούρισε «Θα δούμε, Θα συμπεριφερθώ ανάλογα με τις εξελίξεις, Είναι νωρίς γι αποφάσεις» Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία. Ενώ κάθε χρόνο γινόταν αντίστοιχες γιορτές και για τις τρεις κόρες, φέτος για πρώτη φορά η Χρυσούλα κι ο άντρας της συνειδητοποίησαν ότι η μεγάλη τους κόρη δεν είναι πια κοριτσάκι, αλλά μια κοπέλα κι ότι τα όργανα σε λίγο θ’ άρχιζαν να παίζουν. Αρκετοί απ’ τους καλεσμένους- επιλογή της κόρης τους- ήταν πλέον έφηβοι και στη Χρυσούλα ιδιαίτερη εντύπωση έκανε ο Λεό. Της φάνηκε μεγάλος και παρατήρησε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της κόρης της γι αυτόν. Σίγουρα το φλερτ της απ’ το σχολείο. Να έχει το νου της. Κάποια στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο, μέσα σε πολλές άλλες φορές, έτυχε να το σηκώσει η ίδια. Άκουσε μια νεανική φωνή «Γεια σας! Μπορώ να μιλήσω στη Φοίβη;» «Ποιος τη ζητά;» «Είμαι ο Τάκης. Πάμε στο ίδιο σχολείο. Θέλω να της πω τις ευχές μου» «Βεβαίως! Μισό λεπτό» Την ώρα που η Φοίβη μιλούσε στο τηλέφωνο η Χρυσούλα την παρατηρούσε κι έβλεπε ζωντανά τις αλλαγές, που έχουν συμβεί. Το βράδυ στο κρεβάτι που ξάπλωσε με τον άντρα της τον ενημέρωσε και του είπε τις ανησυχίες της. Εκείνος δεν έδειξε να συμμερίζεται τους φόβους της «Έλα ρε Χρυσούλα! Ακόμα είναι μικρούλια τα κορίτσια μας!» «Μ’ αυτό το μυαλό να κοιμάσαι, εσύ! Να δεις που σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες!» «Εσύ είσαι συνέχεια κοντά τους. Έχε, κυρά μου, τον νου σου» Γύρισε απ’ την άλλη και σε λίγο άκουσε την ήρεμη αναπνοή του. Αθώος κι άμοιρος επί του θέματος, κοιμήθηκε αμέσως σε αντίθεση μ’ αυτή που παιδεύτηκε με τις σκέψεις και τους φόβους της ότι τα προβλήματα της εφηβείας έρχονται κι αυτή πρέπει να έχει τον νου της. 8. Η Νίκη Για μια ακόμη φορά, μόνη και στο δικό της δωμάτιο κλεισμένη, σκεφτόταν το ποίημα που πριν λίγο είχε διαβάσει για πολλοστή φορά, αλλά που κάθε φορά της έφερνε την ίδια συγκίνηση. Όλες τις αγάπες τις αγάπησα πια, δεν έχω τίποτα’ άλλο σκιάχτρο ή φως να πλάσω μες στη σκέψη μου μέσα στην καρδιά φωτιά να βάλω Το διαβατάρικο μεθύσι μέθυσα, μ’ έδειρε το πάθος το μεγάλο…… Το βιβλίο είχε πέσει τυχαία στα χέρια της. Το είχε ανακαλύψει κάποια στιγμή στη αποθήκη του πατρικού της σπιτιού με την περιέργεια που από μικρή τη χαρακτήριζε και το ερευνητικό της ένστικτο. Άρχισε να το ξεφυλλίζει. Ήταν μια συλλογή ποιημάτων του Κωστή Παλαμά, κιτρινισμένο απ’ το χρόνο, Φαινόταν καθαρά ότι είχε χρόνια ν’ ανοιχτεί, αφού χρειάστηκε να το τινάξει για να φύγει η σκόνη που με τα χρόνια είχε κατακάτσει πάνω του. Τότε μέσα από τις σελίδες του μαζί με τη σκόνη έπεσαν και πολλά ξεραμένα λουλουδάκια. Σίγουρα κάποιος τα είχε πριν χρόνια εκεί τοποθετήσει. Αναρωτήθηκε « Ποιος να είναι άραγε;» Ο πατέρας της; Ο παππούς της; Της φάνηκε μάλλον απίθανο. Δεν της φαινόταν ο πατέρας της περίπτωση για τέτοιου είδους ευαισθησίες. Θα τον ρωτήσει. Όταν του το έδειξε ανακαλύφθηκε η γλυκιά αλήθεια «Η γιαγιά σου μωρό μου, η κυρά Φεβρωνία. Δεν την πρόλαβες εσύ. Είχε φύγει πριν γεννηθείς. Της άρεσαν κάτι τέτοια! Όλα τα βιβλία του σπιτιού αυτή τα είχε αγοράσει και μάλλον αυτή τα είχε διαβάσει. Ο παππούς Θόδωρος γκρίνιαζε γιατί ήταν σφιχτοχέρης, αλλά την αγαπούσε τη μάνα και την άφηνε στο τέλος να κάνει το κέφι της» Η πληροφορία αυτή τη γέμισε χαρά και περηφάνια. Η γιαγιά τελικά ήταν πολύ προχωρημένη. Λες κι αυτή να κληρονόμησε αυτήν την αγάπη; Είναι γεγονός ότι της άρεσε το διάβασμα και ιδιαίτερα της άρεσε η ποίηση. Είχε γυρίσει πριν λίγο απ’ το πάρτι της αδελφής της αηδιασμένη «Μα πώς κάνουν έτσι για τα αγόρια; Σαν λυσσασμένες! Δεν μπορώ να το καταλάβω!» Εντάξει! Αδελφή της ήταν, την αγαπούσε, από την ίδια κοιλιά βγήκανε κι οι δυο Όμως ήταν τόσο, μα τόσο, διαφορετικές. Ακούς εκεί! Να ενδιαφέρεται συγχρόνως για δυο αγόρια και να παίζει μαζί τους. Να κάνει σαν πεινασμένη λες και δεν υπάρχει χρόνος μπροστά της. Λες και είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Αυτό ποτέ δε θα το κάνει η ίδια. Βεβαίως θέλει ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Αλλά ακόμα είναι μικρή, σε δυο μήνες θα κλείσει τα δώδεκα. Αλλά αν αυτό συμβεί κάποια στιγμή θα δώσει όλο της το είναι και θ’ απαιτήσει απ’ τον αγαπημένο της την ίδια ανταπόκριση. Όχι! Όχι! Δεν είναι σωστή η συμπεριφορά της και κάποια στιγμή ίσως θα βρεθεί μπλεγμένη και να το πληρώσει. Πρέπει κάτι να κάνει για να την προστατευσει. Να το πει στη μάνα της, δεν της πάει αν και όπως είδε κι αυτή το παρατήρησε. Μια συζήτηση με την ίδια, πρόσωπο με πρόσωπο, ίσως θα ήταν χρήσιμη. Θα το σκεφτεί και θ’ αποφασίσει. Προς το παρόν άλλα είχε στο μυαλό της. Αλήθεια τι θέλει η ίδια να γίνει στο μέλλον; Το θέμα την προβλημάτιζε, αλλά απόκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από μια συζήτηση που έγινε πρόσφατα στην τάξη της με πρωτοβουλία της δασκάλας. Η ερώτηση ήταν «Τι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;». Οι απαντήσεις ήταν ποικίλες. Αρκετά αγόρια δήλωσαν στρατιωτικοί, πυρηνικοί επιστήμονες, επιχειρηματίες, ποδοσφαιριστές κτλ, ενώ στα κορίτσια κυρίαρχες απαντήσεις ήταν δασκάλα, τραγουδίστρια, μανεκέν, αεροσυνοδός. Η ίδια βρέθηκε σε αμηχανία. Μέσα τις υπήρχαν δυο-τρεις προτιμήσεις, αλλά δεν ήθελε, μπροστά σε τρίτους, να δεσμευτεί, από τώρα, σε κάποια. Η δική της απάντησή ήταν «Δεν έχω ακόμα αποφασίσει», αλλά μέσα της το σκουληκάκι άρχισε να τριβελίζει το μυαλό. Θα έπρεπε ν’ αποφασίσει εδώ και τώρα; Ίσως είναι νωρίς ακόμα! Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι η περιέργεια, Όχι περισσότερο για αντικείμενα και κατασκευές, Περιέργεια για ανθρώπους, για αισθήματα και σχέσεις, Ρωτούσε τη μάνα της από νωρίς για την οικογένεια της, τη γιαγιά που πρόλαβε να γνωρίσει και τον παππού που είχε φύγει νωρίτερα. Εκ μέρους της φάνηκε ένας δισταγμός και μια προσπάθεια αποφυγής των απαντήσεων, «Άσε τώρα κορίτσι μου. Όταν μεγαλώσεις θα στα πω όλα» Είναι φανερό ότι αυτό κέντρισε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον της. Οι ερωτήσεις της Νίκης δημιούργησαν πρόβλημα και στην Χρυσούλα. «Αλήθεια, τι απ’ όλα πρέπει να τους πω; Γιατί να μπλέξω τα παιδιά με πληγές του παρελθόντος; Αλλά πάλι. Είναι σωστό να μην ξέρουνε τίποτα τις οικογενειακές τους ρίζες; Ας το τώρα Χρυσούλα. Θα δούμε στην πορεία» 9. Η Ντόρα Από τη γέννησή της υπήρχε ένα πλεονέκτημα (ή μήπως ήταν μειονέκτημα;). Δεν ήταν σίγουρη ποια είναι η σωστή απάντηση. Ήταν το μικρότερο και ύστατο παιδί της οικογένειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι αρνητικές διακρίσεις είχαν προέλευση κυρίως από τις μεγαλύτερες αδελφές ή να είμαστε πιο ακριβείς από την ψηλομύτα Φοίβη. Εύκολα την υποτιμούσαν ή την παραμέριζαν από ασχολίες που γι αυτές η ίδια ήταν «πολύ μικρή». Τέτοια διακρίσεις δεν συνάντησε ποτέ απ’ τη μάνα της, που πάντα, με ιερή συνέπεια, κρατούσε σ’ όλες ίδιες αποστάσεις και δεν έκανε διαχωρισμούς. Η μόνη διαφορά υπέρ της, που κατέγραψε, ήταν από τον πατέρα της. Μάλλον την αγαπούσε ιδιαίτερα, ίσως για τ’ όνομά της ή γιατί ήταν η μικρότερη απ’ όλες. Γεγονός ήταν ότι της είχε αδυναμία. Σαν χαρακτήρας με την Φοίβη ήταν μέρα με την νύχτα. Αυτή έπαιζε με κούκλες, τη μαμά, το γιατρό, καθόταν με τις ώρες στο καθρέφτη, ενώ την ίδια την απασχολούσε η ζωγραφική, τα δημιουργικά παιχνίδια, η λύση των πάζλ κτλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν κάποιο από τα παιχνίδια των άλλων δυο πάθαιναν κάποια ζημιά, σ’ αυτήν τα έφερναν μήπως τα επιδιορθώσει. Πράγματι είχε την περιέργεια να εξετάζει κάθε μηχάνημα ή εργαλείο και να ενδιαφέρεται για το μηχανισμό λειτουργίας τους. Τα χέρια της είχαν εξαρχής μια επιδεξιότητα, που έδειχναν και την τάση για τον μελλοντικό της προσανατολισμό. Αναρωτήθηκε «Γιατί μωρέ ο χρόνος πάει τόσο αργά; Αχ, πόσο θέλω, μα πόσο πολύ, να μεγαλώσω! Να έχω δικό μου σπίτι. Να το ντύσω με πράγματα που εμένα μ’ αρέσουν. Θα ήθελα ακόμα κάνω ένα ατελιέ. Να ζωγραφίζω πρόσωπα και τοπία. Θα καλούσα στο σπίτι φίλους, θα συζητούσαμε για όλα τα θέματα που μας απασχολούν, θα ακούγαμε μουσική, θα χορεύαμε. Τι ωραία, αλήθεια που θα ήταν! Τώρα είμαι αιχμάλωτη στο σπίτι, μαζί τους. Δε λέω, αδελφές μου είναι, πρέπει να τις αγαπώ, το λέει κι η μαμά, αλλά μωρέ δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας. Είμαστε τόσο διαφορετικές! Η Νίκη ζει στο δικό της κόσμο, αλλά τουλάχιστον δεν με ενοχλεί. Όμως η Φοίβη είναι απαράδεκτη. Δυνάστης με τα όλα της! Απλώς την ανέχομαι αλλά κάποια στιγμή θα τη βάλω στη θέση της! 10. Το πολιτικό περίγυρο Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια που η οικογένεια μεγάλωνε και ευτυχούσε, στα χρόνια που έφευγαν και οι τελευταίοι εναπομείναντες εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς της, στο ευρύτερο περιβάλλον της ελληνικής επικράτειας συνέβαιναν, με την κύλιση του χρόνου, σημαντικές αλλαγές και ποικίλες εξελίξεις που δεν θα άφηναν ανεπηρέαστη και την οικογένεια. Οι σκληρές καταστάσεις που έζησε η χώρα στην εμφύλια σύγκρουση είχαν σχεδόν κοπάσει. Αλλά οι συνέπειες του εμφυλίου συνέχιζαν να ταλανίζουν μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και ως εκ τούτου το ζήτημα αντικειμενικά αποτελούσε τροχοπέδη στην ομαλή κι απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το απαραίτητο κλίμα ηρεμίας και συνοχής που μια κοινωνία χρειάζεται για να ζήσει και να ευδοκιμήσει. Παρ’ όλα αυτά η ανοικοδόμηση της χώρας, εκ των πραγμάτων, προχωρούσε κι ο απλός λαός μετά από πολλά χρόνια βασάνων, κυνηγητών και στερήσεων άρχιζε να ζει καλύτερες μέρες. Δυστυχώς η περιορισμένη ζήτηση εργατικών χεριών ανάγκαζε πολλούς ν’ αναζητήσουν εργασία στη ξενιτιά. Μια αιμορραγία που στερούσε από την εθνική οικονομία χρήσιμα μυαλά και χέρια. Όμως η ζωή δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να υπάρχει. Προχωρούσε λίγο-λίγο μέχρι που δημιουργήθηκαν οι συνθήκες πιο ανθρώπινης διαβίωσης ενός μεγάλου ποσοστού του Ελληνικού πληθυσμού. Η πορεία αυτή δεν ήταν ούτε ομαλή, ούτε ευθύγραμμη. Κάθε άλλο. Σκαμπανεβάσματα, εντάσεις και πισωγυρίσματα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κύκλοι, που υπογείως βυσσοδομούσαν και φρέναραν την πρόοδο, συνέχισαν αδιάκοπα να υπάρχουν και να σκιάζουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Αλλά μια κοινωνία- πώς να το κάνουμε - έχει κρυμμένη μέσα της ένα μεγάλο απόθεμα αφομοιωτικής ικανότητας. Μπορεί τελικώς να ξεπερνάει τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Να συνεχίζει την ασταμάτητη πορεία της. Η χρονολογική πορεία των οικογενειακών συμβάντων ήταν η εξής. Το 1958 έγινε ο γάμος και τα τρία διαδοχικά επόμενα χρόνια ήρθαν στο κόσμο οι τρεις τους κόρες. Έτσι όταν στη χώρα οι επίορκοι συνταγματάρχες κατέλυσαν την δημοκρατία επιβάλλοντας την επάρατο δικτατορία τους, τα παιδιά ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να έχουν την αίσθηση και τη συνείδηση των συμβαινόντων. Στον πατέρα, συντηρητικός εκ παραδόσεως, η εξέλιξη αυτή, τουλάχιστον στην αρχή, δεν του κακοφάνηκε. Εκείνο που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν ο μικρόκοσμος του. Δηλαδή τα μέλη της οικογένειας και οι δουλειές στο μαγαζί. Αυτά συνέχιζαν την απρόσκοπτη πορεία τους. Άρα μικρή η σημασία του συμβάντος. Προς το παρόν λίγο τον απασχολούσε το πρόβλημα των επιπτώσεων του στην ευρύτερη Ελληνική κοινωνία. Η ηρεμία, έστω βίαιη, κιόλας του ταίριαζε. Στη μάνα όμως, την κυρά Χρυσούλα, η εξέλιξη έκανε πολύ αρνητική εντύπωση, γιατί ξύπνησε μέσα της τις σκληρές παιδικές της μνήμες. Για μια ακόμη φορά η χώρα έμπαινε σε περιπέτειες. Έτσι το εισέπραξε σαν αρνητικό και τραγικό συμβάν. «Αυτή η χώρα δεν θα προλάβει να ζήσει μια άσπρη μέρα;» αναρωτήθηκε από μέσα της. Τώρα όμως οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές Είχε οικογένεια, είχε τρία παιδιά κι έναν άντρα συντηρητικό, ως ασπίδα προστασίας. Τις αρνητικές γνώμες, που αυτόματα αναδύθηκαν μέσα της, τις κράτησε μόνο για τον εαυτό της, μαζί μ’ έναν μικρό φόβο μην τυχόν το γεγονός αυτό θα έχει επίπτωση στην οικογένεια. Μια στάση που προσιδίαζε με τη στάση που κράτησε η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού. Μια σιωπηρή άρνηση, αλλά πρακτικά στην πράξη παραδοχή της νέας κατάστασης των πραγμάτων. Πρέπει αφόβως να ειπωθεί, όσο κι αν εντέχνως καλλιεργούνται φανταστικές εικόνες και ψεύτικοι ισχυρισμοί. Η παραμονή των επιβητόρων στην εξουσία δεν συνάντησε την αναμενόμενη αντίσταση, αυτή που περίμεναν οι πολιτικοί σχολιαστές και παρατηρητές των συμβαινόντων. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να διατηρηθεί επ’ άπειρον. Έξη χρόνια ήταν ήδη πολλά, όταν ήρθε η πρώτη μαζική αντίδραση στο αυταρχικό καθεστώς. Ήταν τα γεγονότα του πολυτεχνείου. Μια σχεδόν αυθόρμητη εξέγερση των νέων, κυρίως φοιτητών, έκφραση της υπόκωφης αντίθεσης του λαού στους βιαστές της δημοκρατικής νομιμότητας. Η εξέγερση είχε δυστυχώς τραγική κατάληξη με το άδικα χυμένο αίμα νέων ανθρώπων, δείχνοντας ανάγλυφα το εγκληματικό πρόσωπο των άνομων επιβητόρων της εξουσίας. Στη συνέχεια η παραπαίουσα χούντα με νέο αρχηγό έκανε καπάκι την πράξη της Εθνικής μειοδοσίας. Αυτή ήταν η προδοσία της Κύπρου. Ναι, προδοσία απ’ αυτούς που σαν προμετωπίδα και σημαία είχαν δήθεν την εθνικοφροσύνη και την υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας της πατρίδας. Αυτήν την εθνικοφροσύνη πουλούσαν κι αυτή εκμεταλλεύονταν κατ’ επάγγελμα στην αγορά. Για μια ακόμα φορά επαληθεύτηκε η διαχρονική αλήθεια ότι «εκεί που ακούς πολλά κεράσια βάστα και μικρό καλάθι». Με το τραγικό πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου έδωσαν την ευκαιρία στους Τούρκους να κάνουν την αιματηρή επέμβαση τους με τελικό αποτέλεσμα το διαμελισμό του νησιού. Κάτω απ’ αυτές της συνθήκες η διατήρηση της αυταρχικής εξουσίας έγινε πολύ δύσκολη. Το καθεστώς κατέρρευσε από μόνο του σε απεχθή συντρίμμια, δείχνοντας ότι η βίαιη αγνόηση των κανόνων μιας δημοκρατίας τιμωρείται στο τέλος. Από το λαό και την ιστορία. 11. Ο χρόνος κυλάει Μέχρι τη μεταπολίτευση στην οικογένεια δεν συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο πέρα από τις συνέπειες που ο χρόνος φέρνει στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Ο Αντρέας, προσηλωμένος στη μόνιμη από χρόνια παραδοσιακή απασχόληση του, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να αυγατίσει την περιουσία του. Γιατί στραβομουτσουνιάζεις έτσι, μωρέ; Είναι μικρό αυτό το καθήκον; Και το είχε πετύχει! Είχε γεννηθεί το 1937 σε μια οικογένεια που του εξασφάλιζε όλες τις υλικές ανάγκες. Κάθε επιθυμία του γινόταν αυτόματα αποδεκτή. Κι αν ο πατέρας του είχε κάποιο δισταγμό σε κάποια απ’ αυτές, η αγαπημένη του μάνα την υλοποιούσε πάραυτα. Ήταν βλέπεις μοναχογιός κι άρα παραχαϊδεμένος. Εκείνο που στεναχώρησε πολύ τη μάνα ήταν η αντίδραση του στην διακαή επιθυμία της να συνεχίσει το σχολειό. Όλοι οι όροι για τις σπουδές μέχρι και το Πανεπιστήμιο, υπήρχαν και με το παραπάνω. Αλλά στο μυαλό του Αντρέα τα πράγματα ήταν πιο απλά. «Υπάρχει μια καλή και στρωμένη δουλειά, ρε μάνα! Πού να τραβιέμαι τώρα σε σπουδές; Άλλωστε ο πατέρας μεγάλωσε και σύντομα θα χρειαστεί κάποιος να τον στηρίξει. Αργότερα και να τον αντικαταστήσει. Γιατί να μην είμαι εγώ αυτός;». Έτσι είχε τη συνείδησή του ήσυχη ότι είχε κάνει το σωστό. Το μόνο θέμα που τον τάραξε πριν το γάμο του ήταν η απώλεια της αγαπημένης του μάνας. Τότε συνειδητοποίησε πόσο πολύ την αγαπούσε. Και την έκλαψε! Την έκλαψε πολύ. Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα. Τους δικούς σου ανθρώπους τους θεωρείς δεδομένους και δεν σκέφτεσαι ότι κάποια στιγμή θα τους χάσεις. Δεν προλαβαίνεις εν ζωή να τους δείξεις πόσο τους αγαπάς, να πεις όσο ζουν έναν καλό λόγο για τη προσφορά κι αφοσίωση στο πρόσωπό σου. Όταν εκτάκτως φεύγουν για πάντα σε κατακλύζουν οι τύψεις μα είναι πλέον αργά. Η ζωή του ρόδισε πάλι όταν συνέδεσε το μέλλον του με τη Χρυσούλα. Τότε ήταν εικοσιένα στα είκοσι δύο, ενώ εκείνη ήταν μόνο δεκαεπτά. Ηλικίες κατάλληλες για να δημιουργήσει ένας νέος οικογένεια. Ήρθαν και οι τρεις κόρες που ζέσταναν την καρδιά του, του έδωσαν κίνητρο να συνεχίζει να αγωνίζεται και να προσπαθεί για την ευτυχία τους. Ποτέ δεν ανακατεύτηκε με τα κοινά μέχρι τώρα. Όχι πως δεν τον ενδιέφεραν, αλλά δεν είχε ίσως τα προσόντα και τον απαιτούμενο χρόνο Η ματαιοδοξία που υπάρχει εν δυνάμει σε κάθε άνθρωπο σε αυτόν ήταν σε ύπνωση. Οι αντιλήψεις του ήταν σίγουρα συντηρητικές από οικογενειακή παράδοση. Στην επταετία των συνταγματαρχών παρέμεινε ουδέτερος και σιωπηλός, αφού κιόλας δεν ενοχλήθηκε καθόλου ο ίδιος κι η οικογένειά του. Όταν ήρθε η μεταπολίτευση πολλά άλλαξαν άρδην στη χώρα κι αυτός δεν μπορούσε να μείνει αναλλοίωτος. Ήταν βλέπεις και τα παιδιά που μεγάλωναν σ’ ένα καινούριο περιβάλλον που βρισκόταν σε έξαρση, τέτοια που έφτανε σε κάποιες πλευρές της έως την υπερβολή. Οι όροι της ζωής έγιναν διαφορετικοί για όλους. Η Χρυσούλα φοβήθηκε με την έκρηξη της δικτατορίας. Αυτόματα στο μυαλό της αναβίωσαν οι φρικτές παιδικές της μνήμες, οι περιπέτειες του πατέρα της και το τραγικό του τέλος. Οι δυσκολίες και στερήσεις της μάνας και οι δικές της όλα τα χρόνια πριν το γάμο της. Όμως, μετά τους αρχικούς φόβους ηρέμησε αφού είδε πως δεν είχε επιπτώσεις στη δική της οικογένειά. Παρακολουθούσε όμως ιδιαίτερα τις περιπέτειες των άλλων Ελλήνων και θλιβόταν γι αυτούς. Εξορίες, συλλήψεις, δίκες σε στρατοδικεία, ανελεύθεροι νόμοι, περιορισμοί μετακινήσεων κι όλα τα συναφή και υπόλοιπα. Άκουγε όποτε μπορούσε τους σταθμούς του εξωτερικού, αλλά με προσοχή κι όταν ήταν μόνη της. Δεν ήθελε οι κόρες της να μπουν από νωρίς σε τέτοιου είδους ανησυχίες. Όταν η μισητή χούντα έπεσε το χάρηκε με όλη την ψυχή κι για πρώτη φορά εκδηλώθηκε μπροστά σ’ όλη την οικογένεια. Τα κορίτσια της ήταν πια κοπέλες στα δεκαπέντε, δεκατέσσερα και δεκατρία χρόνια τους, πήγαιναν στο ενιαίο γυμνάσιο και οι υποχρεώσεις της ως μάνα είχαν αυξηθεί. Παρακολούθηση και επίβλεψη της προόδου τους, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, λίγος αθλητισμός γέμιζαν για τα καλά τη μέρα της. Σ’ αυτά έπρεπε να προσθέσεις το νοικοκυριό και την ετοιμασία της διατροφής. Δεν παραπονιόταν. Για τους δικούς της θα γινόταν ολοκαύτωμα. Αυτό το ξέρανε όλοι. Μόνο για τις χοντροδουλειές καθαριότητας και λίγο σίδερο ερχόταν στο σπίτι δυο φορές την εβδομάδα μια γνωστή της που δεν είχε πόρους και τα μεροκάματα αυτά της ήταν απαραίτητα. Ο άντρας της την είχε κάνει χρυσή να πάρουν μια εσωτερική υπηρεσία για να την ξελαφρώσει, μα αυτή αρνιόταν πεισματικά να βάλει στο σπίτι ξένο άνθρωπο. Και μέχρι τώρα τα είχε βολέψει. Ζητούσε καμιά φορά και βοήθεια από τις κόρες της, όταν έκρινε ότι η απασχόλησή τους δεν θα ήταν σε βάρος των μαθημάτων τους. Ως μαθήτριες οι κόρες ήταν πάνω απ’ το μέσο όρο. Οι δυο μεγαλύτερες ιδιαίτερα στα θεωρητικά μαθήματα, αλλά η μικρότερη ήταν παντού αστέρι. Απ’ όλους τους καθηγητές άκουγε επαίνους και αυτό την έκανε ιδιαίτερα υπερήφανη. Κάπως το τοπίο των προτιμήσεών τους άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Η Φοίβη θα έδινε εξετάσεις στις θεωρητικές σχολές με προτίμηση στη Νομική, ως πρώτο πτυχίο, και με ύστερη βλέψη και προσδοκία να σταδιοδρομήσει στο δικαστικό ή διπλωματικό κλάδο. Η Νίκη κι αυτή θεωρητική σχολή, αλλά με προτίμηση στη φιλολογία. Η μικρότερη Ντόρα έπαιζε ανάμεσα σε πολλά ενδιαφέροντα. Άλλωστε είχε πολύ χρόνο ακόμα μπροστά της κι αυτό δεν ενοχλούσε τη μαμά. Σχολή καλών τεχνών, αρχιτεκτονική και γιατί όχι οικονομία ή ακόμα και η επιστήμη με τις μεγάλες προοπτικές, η επιστήμη των υπολογιστών. Όλα τα καλοκαίρια τους ήταν ονειρεμένα. Ο μπαμπάς είχε φροντίσει ν’ αγοράσει στην Αίγινα ένα έτοιμο εξοχικό, που ο αρχικός ιδιοκτήτης έπεσε έξω στις επιχειρήσεις του και το πούλησε σε καλή τιμή. Για τον Αντρέα ήταν ευκαιρία και την άρπαξε. Θα μπορούσε κι αυτός, εύκολα, να πετάγεται και να τους βλέπει και να κάνει κανένα μπάνιο. Εκεί τα κορίτσια έκαναν άλλες γνωριμίες και είχαν τα πρώτα αθώα νεανικά φλερτ κάτω από τη στενή παρακολούθηση όμως και έλεγχο της μαμάς 12. Οι κόρες Αδελφές αδελφές, αλλά μην έχουμε και την ψευδαίσθηση ότι μεταξύ τους δεν υπήρχαν εμφανείς ή υπόγειες διαφωνίες κι ανταγωνισμοί. Τόσο κοντά σε μια μάνα που τους γαλούχησε με τη βασική ιδέα ν’ αγαπιούνται και να συνεργάζονται, οι ζήλιες, τα ψιλοκαρφώματα, οι εκατέρωθεν μπηχτές, ήταν συχνά απαντούμενο φαινόμενο στις καθημερινές μεταξύ τους σχέσεις. Αλλά με προσοχή και διακριτικότητα. Όχι μπροστά σε τρίτους κι όχι κατά το δυνατόν μπροστά στους γονείς. Δεν γινόταν και αλλιώς. Είχαν τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες και ενδιαφέροντα. Παρά την κοινή ανατροφή στο ίδιο περιβάλλον. Οι τόσο μεγάλες διαφορές θα έπρεπε να αναζητηθούν στην τάση του κάθε ανθρώπου να ξεχωρίσει από το διπλανό του, να καταδείξει ότι έχει δική του προσωπικότητα, διαφορετικά γούστα κι ότι άλλο μπορεί κάποιος να διανοηθεί. Μ’ έναν λόγο η δήλωση «είμαι κι εγώ εδώ!» Η Φοίβη έπρεπε πάντα να είναι η πρωταγωνίστρια ανάμεσά τους. Να την παραδέχονται. Να διαλέγει αυτή πρώτη και το καλύτερο κομμάτι. Ενημερωνόταν αδιαλείπτως και με τον πρέποντα ζήλο για τα νέα των διασημοτήτων, αυτών που αργότερα θα ονομάζαμε celebrities. Της άρεσαν τα πάρτι, οι χοροί, η μοντέρνα ξένη μουσική, αγόραζε δίσκους συνεχώς, αν άκουγε από τρίτους καλά λόγια. Στο σπίτι από νωρίς υπήρχε πικάπ. Δεκαπεντάρα μόνο, είχε στη φαρέτρα της τουλάχιστον τρεις, επιπόλαιες βεβαίως, σχέσεις. Κρατήθηκαν στο επίπεδο υποσχέσεων, λίγα διστακτικά φιλιά και χάδια σε απόμερες γωνιές. Τίποτα το συναρπαστικό, αλλά την ώρα που αυτά συμβαίνουν νομίζεις ότι είναι σημαντικά κι αποτελούν το κέντρο του κόσμου. Αργότερα μετασχηματίζονται σε απλές λεπτομέρειες, που ίσως στη συνέχεια και να ξεχνιούνται για πάντα. Μόνο ένας από αυτούς διεκδίκησε κάτι περισσότερο και μάλιστα με άγαρμπο τρόπο Η αντίδρασή της ήταν ενστικτώδης κι άμεση. Ο νεαρός φιλοδωρήθηκε με τέτοια ανάποδη σφαλιάρα που είδε τον ουρανό με τα, άστρα. Η αλήθεια είναι ότι θα γούσταρε κάτι συναρπαστικό! Έναν άντρα που να την κερδίσει, να της εμπνεύσει δυνατά αισθήματα. Τότε εντάξει. Να του τα δώσει όλα και μάλιστα, με τη θέλησή της. Τους συμμαθητές της τους έβλεπε μικρούς κι ανώριμους, ανίκανους να της εμπνεύσουν το μεγάλο έρωτα. Έναν όμορφο καθηγητή τον σταμπάρισε από την αρχή. Ήταν ο γυμναστής της. Γεροδεμένος, ωραίος, όλα πάνω του της άρεσαν. Της άρεσε η κίνηση του σώματός του, ο τρόπος που περπατούσε, το πάντα μοντέρνο ντύσιμό του, μια αυταρέσκεια στο πρόσωπο που εκείνη την εισέπραττε σαν συσσωρευμένη εμπειρία στον έρωτα. Έναν τέτοιο αρσενικό χρειαζόταν για να δοκιμάσει τον έρωτα, αλλά προς το παρόν δεν τολμούσε. Βεβαίως ήταν παντρεμένος, αλλά αυτό δεν την χάλαγε. Ίσα- ίσα θα είχε την πρέπουσα εμπειρία και δεν θα της γινόταν κολλιτσίδα. Το παίδευε στο μυαλό της, το γύριζε από δω, το γύρισε από κει, αλλά δεν ήθελε να το μοιραστεί ούτε με τους δικούς της, αλλά κι ούτε με τις, λιγοστές άλλωστε, έμπιστες φίλες της. Την απόφαση πρέπει να την πάρει η ίδια και να σκεφτεί το πώς και το πότε. Μέσα στο σχολειό υπήρχαν όλων των λογιών παιδιά. κάθε καρυδιάς καρύδι. Από οικογένειες εύπορες κι αποκαταστημένες, όπως ήταν η δικιά της, έως πάμφτωχες. Από ομονοούσες έως διαλυμένες με τα μυαλά στα κάγκελα και με αδιάκοπες σκληρές σκηνές κι εντάσεις. Παιδιά ευγενικά κι ευπροσήγορα, έως παιδιά μοχθηρά και ζηλόφθονα. Παιδιά του κατηχητικού και άλλων θρησκευτικών οργανώσεων έως νεαρούς που έρεπαν από νωρίς στον παραβατισμό ή στη χρήση ουσιών, που αναμφίβολα θα τους οδηγούσε σύντομα στον αφανισμό. Αρκετοί ήταν προσανατολισμένοι στην μελλοντική υποχρέωση των εισαγωγικών εξετάσεων και προετοιμάζονταν μ’ όλους τους δυνατούς τρόπους γι αυτήν την δοκιμασία. Όπως κι αρκετοί που η εκπαιδευτική τους θητεία θα τέλειωνε με την αποφοίτηση από το γυμνάσιο. Αυτή ανήκε στην πρώτη κατηγορία Ήδη στο σπίτι ερχόταν η φιλόλογος δυο φορές την εβδομάδα και από το καλοκαίρι-συνεννοήθηκε με τη μάνα της- θα πάει σε φροντιστήριο του κέντρου, που έχει ακούσει για κάποια από αυτά τα καλύτερα λόγια. Αυτή είχε το σχέδιό της. Θα δηλώσει μόνο Νομική Αθήνας κι αν κάτι στραβώσει θα πάει σε σχολή του εξωτερικού. Το να πάει στο κέντρο είχε γι αυτήν και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση. Θα βρεθεί σε καινούριο περιβάλλον, θα γνωρίσει νέους ανθρώπους και που ξέρεις μπορεί να πέσει στην ευκαιρία της ζωής της. Την απασχολούσε σοβαρά το θέμα. Ήθελε να ζήσει αυτά που είχε διαβάσει στα μυθιστορήματα ή βλέπει κάθε τόσο στις ταινίες με τους σταρ του κινηματογράφου. Έτσι με αδημονία περίμενε να τελειώσει την τετάρτη τάξη και να φτάσει το καλοκαίρι. Θα έδινε όλες τις δυνάμεις της σ’ αυτόν το στόχο. Ήταν τόσο περήφανη κι εγωίστρια, που δεν θ’ άντεχε την ντροπή της αποτυχίας. Ένιωθε μέσα της τις ορμονικές αλλαγές και δεν την άφηναν καμιά φορά να έχει ήσυχο ύπνο. Πριν δυο τουλάχιστον χρόνια της ήρθε η περίοδος, γεγονός που στην αρχή την ενοχλούσε πολύ, αλλά τώρα το συνήθισε κι έγινε ρουτίνα. Ένα πρωινό στο σχολείο, την ώρα της γυμναστικής ο «δικός της» βαριόταν να τους κάνει θεωρητικό μάθημα ή γυμναστική και τους έδωσε μπάλες να παίξουν μόνοι τους. Τα αγόρια μπάσκετ κάτω από τη μια μπασκέτα και τα κορίτσια βόλεϊ. Αυτή προφασίστηκε πώς την πονάει η μέση της κι έμεινε απέξω. Κάποια στιγμή τον είδε να πηγαίνει στο γραφείο του και διακριτικά τον ακολούθησε. Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, επίτηδες την άνοιξε απότομα και τον είδε να χτενίζεται στο καθρέπτη που υπήρχε εκεί. Δεν του άφησε χρόνο ν’ αντιδράσει «Δε χρειάζεται, κύριε, να φτιαχτείτε κι άλλο! Κι έτσι όμορφος είσθε!» Της είπε με χαδιάρικη φωνή «Φοίβη; Κάτσε καλά! Είσαι μικρούλα μωρό μου για τέτοια μπασίματα» «Μικρό είναι το μάτι σου, Νώντα» Τον προσφώνησε επίτηδες με το μικρό του. Σε ποιον άντρα, παρακαλώ, μια τέτοια άμεση πρόκληση θα τον άφηνε αδιάφορο; Λόγοι ηθικοί, αρχών ή σεμνοτυφίας δεν εμπόδιζαν τον Νώντα να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. Μόνο ο φόβος για τις πιθανές συνέπειες θα μπορούσαν να τον συγκρατήσουν. Ευτυχώς η είσοδος στο γραφείο ενός άλλου καθηγητή φρέναρε την εξελισσόμενη μυσταγωγία. Ο γυμναστής πήρε το κατάλληλο ύφος και είπε «Όπως είπαμε, δεσποινίς Φοίβη. Δεν γίνεται να σ’ απαλλάξω από το μάθημα. Χρειάζομαι χαρτί γιατρού» Είπε ένα ουδέτερο «καλώς» κι αποχώρησε. Ευχαριστημένη με τον εαυτό της και τη καρδιά της να τρέμει για το θράσος της. «Όχι θα τον άφηνα» ψιθύρισε από μέσα της. Τώρα είχε πολύ υλικό για ονειροπολήσεις το βράδυ στο δωμάτιο της. Στον ύπνο και τον ξύπνιο της. Από καιρό είχε βρει το δρόμο της άταιρης ηδονής και τον είχε συχνά περπατήσει. Η πάσα είναι σ’ εκείνον τώρα. Αυτός ας πάρει πρωτοβουλία. Αυτή έκανε το καθήκον της. Δεν μπορούσε να ξέρει την εντύπωση του έκανε με το μπάσιμό της. Σίγουρα θα τον έβαλε σε σκέψεις. Αυτή θ’ ανέμενε εξελίξεις. Ο γυμναστής από μέσα του ζούσε τις εντυπώσεις και σκεφτόταν. «Βρε το τσουλάκι! Και δεν του φαινόταν. Η πρόταση είναι καθαρή: Πήδηξέ με! Πήδηξέ με! Όμως, φοβάμαι, ρε φίλε. Το μικρό έχει αδελφές στο σχολειό. Η μάνα έρχεται συχνά και παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξή τους. Άπαπα! Μακριά! Κίνδυνος, πρόσεχε κακομοίρη μου, μην έχεις ντράβαλα! Αν όμως επιμένει τι να κάνω; Όλα έχουν τα όρια τους. Θα την μπάσω με τρόπο στην αποθήκη που έχω κλειδί και θα της τον φορέσω στο πι και φι. Να δει, το τσογλάνι, πόσα απίδια κρύβει ο σάκος. Μην μας πάρει και για μαλάκες» 13. Ο Μίλτος Πήγαινε στην έκτη τάξη και φέτος θα έδινε εξετάσεις για ανώτατη σχολή. Δεν ήταν- το ήξερε- κι αστέρι στα μαθήματα, Μέτριος μαθητής. Όχι χαζός, απλά δεν αφοσιωνόταν στις σχολικές υποχρεώσεις. Το μυαλό του περί άλλων τύρβαζε και μοναδικός υπαίτιος ήταν ο κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Δημήτρης. Φοιτητής από πέρσι, ο Δημήτρης, στο Μαθηματικό της Αθήνας και δραστήριο μέλος των φοιτητικών παρατάξεων, ήταν χωμένος μέχρι το λαιμό στις δραστηριότητες για την οριστική συντριβή της χούντας. Είχε ζήσει εκ του σύνεγγυς τα τραγικά γεγονότα του Νοέμβρη ’73 στο Πολυτεχνείο και ακόμα κυριαρχούνταν από τις δυνατές συγκινήσεις εκείνων των ημερών. Φοβόταν τα αντίποινα και ζούσε στην παρανομία. Η μόνη επαφή με την οικογένεια ήταν τα εβδομαδιαία ραντεβού με τον αδελφό του, τον Μίλτο. Μάθαινε για τις συλλήψεις, για την υποχρεωτική στράτευση και τα βασανιστήρια που υποβάλλονταν φίλοι και γνωστοί του. Η κοπέλα του-ας είναι καλά- τον κάλυπτε στο φοιτητικό της δωμάτιο και μέχρι τώρα την είχε βγάλει καθαρή. Μύριζε τη σύντομη οριστική συντριβή του αυταρχικού καθεστώτος, που μετασχηματίστηκε υπό τον νέο επιβήτορα Ιωαννίδη, και περίμενε τη στιγμή του τέλους. Έτσι ήθελε να είναι προετοιμασμένος για τις νέες συνθήκες. Να έχει εγκαίρως το αναγκαίο δίκτυο επαφών και γιατί όχι, έτοιμους συντρόφους που θα αναλάβουν δράση. Στις συνθήκες της παρανομίας, στη μαζεμένη πίκρα που η απομόνωση εκ των πραγμάτων σου επιφέρει, η έλλειψη των αναγκαίων σε ανάλογες περιπτώσεις ιστορικών γνώσεων, είχαν τις συνέπειές τους στις απόψεις του για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Είχε ριζοσπαστικοποιηθεί η αντίληψη του για τις ανάγκες και τις μεθόδους που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει στην πολιτική του δράση. Η συσσωρευμένη πίκρα, η απομόνωση απ’ τη ζωή, το προσωπικό πιπίλισμα του μυαλού του, η πίκρα του για την αδιαφορία ή ανοχή της μεγάλης μάζας του λαού στους βιαστές του τον είχαν οδηγήσει στην άποψη ότι μόνο δραστικές ενέργειες που θα ταρακουνούσαν τους κρατούντες, που θα ζωντάνευαν και θα παραδειγμάτιζαν τον εν υπνώσει λαό Είναι ο μόνος αναγκαίος και ικανός όρος για να υπάρξουν προοπτικές ριζικών αλλαγών. Οι μικροαστικές αντιλήψεις για ομαλή πορεία στην εκδημοκρατικοποίηση των θεσμών του φαινόταν αστείος ισχυρισμός, κενός περιεχομένου. Γιατί όχι και προκάλυμμα για να ξεφύγουν οι ένοχοι. Μια δεύτερη συνιστώσα του προβλήματος λοιπόν είναι η τιμωρία των ενόχων. Είναι πεισμένος ότι η νέα αρχή που θα εγκατασταθεί στη χώρα από τις δυνάμεις που απ’ έξω κινούν τα νήματα απλώς θα τους χαϊδέψει με αστείες τιμωρίες. Όχι! Αυτό δεν το ανέχεται. Για λόγους παραδειγματισμού είναι απαραίτητη η δραστική τιμωρία τους. Και σ’ αυτό θα μπορεί αυτός κι ομάδα του να φέρει αυτό το καθήκον σε πέρας. Από τον Μίλτο ζήτησε να του βρει ανθρώπους κι επαφές, όπως είχε κάνει και στην κοπέλα του. Του εξήγησε χοντρικά τον προβληματισμό του να ξέρει τι περίπου ζητάει. Ο Μίλτος λάτρευε το μεγάλο του αδελφό και η επιθυμία του γι αυτόν ήταν προσταγή και καθήκον. Ο χώρος που συναναστρέφονταν με ανθρώπους ήταν κυρίως το σχολείο κι εδώ μέσα άρχισε να βάζει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός ή καλύτερα να πούμε ήταν εκλεκτικός. Του τη βάραγαν περιπτώσεις αγοριών που το μόνο ενδιαφέρον τους και το μόνο θέμα συζητήσεων ήταν το ποδόσφαιρο. Στον ίδιο το θέμα του ήταν πλήρως αδιάφορο. Τον Μίλτο τον είχαν κατακτήσει τα αυτοκίνητα, οι μάρκες, τα σχέδια, οι ταχύτητες κι επιταχύνσεις που μπορούν να πιάσουν κι όλα τα συναφή. Δυστυχώς προς το παρόν μόνο θεωρητικά γιατί δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία να δώσει για δίπλωμα και δεύτερον γιατί σίγουρα δεν υπήρχαν τα χρήματα για ένα τόσο δαπανηρό χόμπι. Οι περιορισμοί αυτοί δεν τον εμπόδιζαν να ενδιαφέρεται πάντως αρκούντως με το θέμα Από τα κορίτσια εκεί τα κριτήρια του ήταν διαφορετικά. Μέσα στις κοπέλες του σχολείου του γυάλισε στο μάτι η Φοίβη. Ήταν εντυπωσιακή αλλά και τον φόβιζε η μεγάλη αυτοπεποίθηση της. Σαν γκόμενα θα ήταν ιδανική, αλλά για πολιτική δράση, το έβλεπε πολύ χλωμό. Να μπορούσε να την κρεβατώσει, μάλιστα! Αλλά δεν το έβλεπε καθόλου πιθανό. Μόνο εξαιτίας της Φοίβης πληροφορήθηκε για τις μικρότερες αδελφές Νίκη και Ντόρα. Δε θυμάται πως έμαθε ότι η Νίκη ενδιαφέρεται για την ποίηση κι αυτό έγινε η αφορμή να βρει μαζί της ένα λόγο επαφής. Στη βιβλιοθήκη του αδελφού του βρήκε μια ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία. «Μαραμπού και Πούσι». Κάθισε με υπομονή και διάβασε το κείμενο, τις βιογραφικές πληροφορίες, το εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη κι έτοιμος έκανε την έφοδο. Την άλλη μέρα σ’ ένα από τα διαλείμματα την πλησίασε και την αιφνιδίασε «Νίκη, πάρε αυτό βιβλίο κι όταν το διαβάσεις θα ήθελα να μου πεις τις εντυπώσεις σου» Δεν πρόλαβε να του απαντήσει. Ο Μίλτος απομακρύνθηκε μπαίνοντας στη τάξη του. Το ξεφύλλισε και με χαρά είδε ότι ήταν ποιητική συλλογή. Τον μαθητή που της το έδωσε τον ήξερε μόνο εξ όψεως. Τον είχε δει πολλές φορές στο προαύλιο, αλλά δεν γνώριζε ούτε τ’ όνομά του. Είναι μεγαλύτερος της, αφού πάει στην έκτη και ίσως να τον ξέρει η Φοίβη, γιατί τον έχει δει να την περιτριγυρίζει. Τώρα όμως οι προτεραιότητες ήταν άλλες. Το βράδυ στο δωμάτιο της θα το ξεκοκαλίσει. Ήδη με δική της πρωτοβουλία είχε αγοράσει τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη και στη βιβλιοθήκη της γιαγιάς της είχε βρει συλλογές του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη κι άλλων. Ο ποιητής Καββαδίας της ήταν άγνωστος. Έφαγε τις περισσότερες ώρες της νύχτας διαβάζοντάς τον. Της έκανε μεγάλη εντύπωση η νέα ατμόσφαιρα που απέπνεαν τα ποιήματά του και η περιπετειώδης ζωή στα πλοία ως ασυρματιστής. Το πρωί η μάνα της με κόπο την ξύπνησε να πάει στο σχολειό. Δεν είπε κουβέντα στη Φοίβη. Το θέμα ήταν αποκλειστικά δικό της και θα το χειριστεί η ίδια μόνη. Στο πρώτο διάλειμμα τον αναζήτησε και δεν τον βρήκε, το ίδιο επαναλήφθηκε στο επόμενο. Μήπως απουσίαζε; Όχι ευτυχώς! Στο τρίτο τον είδε να βγαίνει απ’ τη τάξη του. Δεν έχασε χρόνο τον πλησίασε και του είπε «Ούτε το όνομά σου δεν ξέρω. Εμένα με λένε Νίκη» «Το ξέρω. Το δικό μου είναι Μίλτος. Τι έγινε;» «Το διάβασα όλο και είμαι έτοιμη ν’ ανταλλάξουμε απόψεις» «Χαίρομαι Νίκη! Κι εγώ το θέλω. Μόνο…. μωρέ, εδώ δεν έχουμε χρόνο. Σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Θέλεις να βρεθούμε έξω να τα πούμε με την άνεσή μας; Ας πάμε για έναν καφέ» «Εντάξει, αλλά αύριο θα σου πω πότε. Να κανονίσω τις υποχρεώσεις μου. Πάρε το βιβλίο πίσω» «Περιμένω να μου πεις» Όταν χώρισαν αυτός σκεφτόταν «Εντάξει με τη μικρή. Τώρα που την είδα από κοντά έχει ενδιαφέρον και σαν γυναίκα, αν το δεις με την προοπτική του χρόνου. Μ’ αρέσει κι η φωνή της. Γουστάρω!» Εκείνη ήταν το ίδιο ικανοποιημένη «Ωραίος τύπος και του αρέσει η ποίηση. Αυτό που αρέσει και μένα. Μόνο, πως θα κανονίσω να τον δω μόνη μου εκτός σχολείου; Κάτι θα σκεφτώ μέχρι αύριο» Αποφασισμένη την άλλη μέρα στο σχολείο του πρότεινε «Την Κυριακή το απόγευμα στις 4 στην πλατεία της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου. Μπορείς;» «Έγινε!» Την πρωτοβουλία την πήρε χωρίς να συνεννοηθεί με κανέναν από την οικογένεια. Ποια δικαιολογία να βρει; Το καλύτερο θα είναι να μην πει τίποτα και να το σκάσει απ’ το σπίτι απαρατήρητη. Κι αυτό έγινε στην πράξη. Μετά το μεσημεριανό φαγητό την Κυριακή ο πατέρας της όπως συνήθιζε έπεσε για ύπνο, η μάνα μάζευε το τραπέζι και έπλενε τα πιάτα κι οι αδελφές της κλείστηκαν στα δωμάτια τους. Με την αγωνία της πρωτάρας γλίστρησε αθόρυβα έξω και πήρε το δρόμο για το ραντεβού. Άλλωστε δεν ήταν πολύ μακριά απ’ το σπίτι της. Όταν έφτασε εκεί τον είδε να περιμένει χαμογελώντας «Καλώς την Νίκη. Θέλεις να κάτσουμε κάπου για καφέ;» «Ωραία!» Κάθισαν σ’ ένα κοντινό καφενείο κι ο Μίλτος αμέσως πέταξε αυτό που κι εκείνη περίμενε «Πώς σου φάνηκε ο Καββαδίας;» Η Νίκη σχολαστική και με πραγματικό ενδιαφέρον κι αγάπη για την ποίηση του είπε, σαν νεράκι, τον προετοιμασμένο λόγο της. Ιδιαίτερα ότι ήταν μια νέα, αλλά γλυκιά, εμπειρία τα ποιήματα του. Την εντυπωσίασε η περιπετειώδης ζωή του και η λαγαρή γλώσσα του μαζί με πολλά άλλα. Από το τελευταίο πιάστηκε ο Μίλτος. Της μίλησε για τις προοδευτικές του αντιλήψεις και τους αγώνες του για τη δημοκρατία, τη θέση του για το αυταρχικό καθεστώς της χώρας. Η ίδια δεν διαφωνούσε σ’ αυτά που άκουγε. Απλώς ήταν ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους συζητήσεις και προσπάθησε να μην φανεί η ασχετοσύνη της. Τότε καπάκι της είπε για τον αδελφό του. Για το κυνηγητό που τραβούσε μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο και τα αθώα θύματά του. Εκεί σταμάτησε. Δε χρειαζόταν με την πρώτη να το τραβήξει παραπέρα. Ήρθε η ώρα να μιλήσουν για τα προσωπικά τους. Αυτός άνοιξε τη συζήτηση «Σε είχα ξεχωρίσει από μέρες. Μου έκανε εντύπωση η ηρεμία και το στυλ σου» «Μα εσύ τριγύρναγες γύρω από τη Φοίβη!» «Άκου! Αδελφή σου είναι και δεν πρέπει να την κατηγορώ. Όμως είναι τόσο ψηλομύτα και δεν τις μπορώ αυτές τις γυναίκες. Πίστεψέ με!. Σε μένα ταιριάζουν περισσότερο κορίτσια ήρεμα με ενδιαφέροντα σοβαρά. Να, σαν και σένα» Την ίδια στιγμή άπλωσε το χέρι του και σκέπασε το δικό της που το είχε ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Μια παράξενη ανατριχίλα πέρασε απ’ όλο το σώμα της. Τόσο που φοβήθηκε. Μετά από λίγο το τράβηξε. Η εντύπωση καταγράφτηκε όμως μέσα της. Ο Μίλτος έκλεισε το θέμα «Τώρα που αρχίσαμε ας το επαναλάβουμε. Μ’ άρεσε η συζήτηση που κάναμε. Εσύ τι λες;» «Και σε μένα Μίλτο μ’ άρεσε. Θα είμαστε σ’ επαφή και θα συνεννοούμαστε στο σχολείο» Γύρισε στο σπίτι γεμάτη μ’ εντυπώσεις και με την απόφαση η σχέση της με τον Μίλτο να είναι το γλυκό δικό της μυστικό. Να μην κοινοποιήσει το γεγονός σε κανέναν. Όταν μπήκε στο σπίτι η μάνα της ανήσυχη την ρώτησε «Πού εξαφανίστηκες καλέ; Δεν μου είπες κουβέντα και σε αναζητούσα» « Πήγα μια βόλτα στην Ακρόπολη, μαμά. Μού ήρθε ξαφνικά η επιθυμία. Είμαστε τόσο κοντά κι έχω πάει μόνο μια φορά στη ζωή μου. Διάβασα κάτι σχετικό κι ήθελα να το δω από κοντά» Την κοίταξε με έντονο βλέμμα, αλλά δεν επέμεινε για περισσότερες λεπτομέρειες. Εκείνη που την «ανέκρινε» περισσότερο με τα μάτια και τις γκριμάτσες ήταν η αδελφή της Φοίβη, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν η σιωπή της. ……………………………………………………………………………………………………………………… Την αγωνία της επιστροφής την ξεπέρασε σχεδόν ανώδυνα. Καταλάβαινε ότι το σκουληκάκι της αμφιβολίας θα είχε εγκατασταθεί στο μυαλό της μάνας της, αλλά ήξερε πως δεν θα υπήρχαν ορατές αντιδράσεις. Αν κάτι της έλεγε θα επέμενε στον αρχικό της ισχυρισμό. Δεν είχαν καθόλου στοιχεία. Εκείνη που έπρεπε να προσέχει είναι η ζηλιάρα αδελφή της. Η Φοίβη. Είδε το βλέμμα της, όταν έδινε εξηγήσεις στη μάνα της. Αυτήν έπρεπε να προσέχει. Κυρίως το χώρο του σχολείου. Ξανάφερε στο μυαλό τη συνάντηση «Τι ήταν κι αυτό;» Η κίνηση από τη μια να της σκεπάσει το χέρι και μετά η ανατριχίλα που την διαπέρασε. Πρώτη φορά την ακούμπησε αγόρι όχι μόνο φιλικά, αλλά με εμφανή γι αυτήν ερωτική πρόθεση. Δεν την ενόχλησε. Όχι! Κάθε άλλο. Άνοιγε στη ζωή της ένα πεδίο που από καιρό το ανέμενε…. 14. Η απογοήτευση Η Φοίβη ήταν να σκάσει. « Ακούς εκεί, το μόμολο! Την έκανε την κουτσουκέλα της και δε λέει κουβέντα. Πήγε, λέει, βόλτα στην Ακρόπολη. Σιγά μην την πιστέψουμε. Μωρέ κάποιον θα συνάντησε και το τσογλάνι το παίζει μουγγό. Όμως, πού θα πάει; Θα τα ξεράσει όλα, αλλιώς θα της κάνω τη ζωή κόλαση. Θα παρακολουθώ το κάθε βήμα της». Το συμβάν αύξησε την επιθυμία της για τη μεγάλη εμπειρία. «Θα σπρώξω τα πράγματα», είπε από μέσα της. Πράγματι όταν βρέθηκε την επόμενη μέρα κοντά στο στόχο της, δήθεν τυχαία, έπεσε πάνω του και με τρόπο έτριψε πάνω του το στήθος της, κοιτώντας τον κιόλας με νόημα. Μόνο ένας νεκρός δεν θα καταλάβαινε την πρόκληση. Την άλλη μέρα στο μάθημα της γυμναστικής ο καθηγητής τους είπε «Τα αγόρια, σήμερα, θα παίξουν μπάσκετ. Τα κορίτσια θα κάνουν όργανα. Φοίβη βοήθησε με, σε παρακαλώ να μεταφέρουμε τον ίππο από την αποθήκη» Δεν ακούστηκε παράξενο γιατί αυτό είχε γίνει πολλές φορές. Όταν μπήκαν στην αποθήκη έκλεισε πίσω του την πόρτα και την τράβηξε απότομα πάνω του. Με τα δυο του χέρια φυλάκισε το πρόσωπό της και κόλλησε με δύναμη τα χείλη του άγρια πάνω στα δικά της. Δεν θα έλεγε όχι σε άλλη περίπτωση, μα εδώ την ενόχλησε το στοιχείο της βίας. Ήθελε πρώτα ν’ ακούσει δυο τρία τρυφερά λόγια, μια ανθρώπινη εισαγωγή, μωρέ. Ύστερα αυτός με το ένα χέρι χάιδεψε δυνατά το στήθος της σε βαθμό που να την πονέσει και το άλλο χώθηκε κάτω απ’ τη φούστα της. Της χάιδευε το βρακάκι. Αυτό ήταν! Τον απώθησε με δύναμη και βγήκε με φόρα έξω από την αποθήκη. Ευτυχώς το επεισόδιο δεν έγινε αντιληπτό από τρίτους. Όμως ήταν ένα καλό μάθημα για την ίδια. «Καλά να πάθεις ηλίθια. Εσύ το προκάλεσες, ρούφα το τώρα, κατάπιε το και κάνε και το μόκο. Αλλά με τον κύριο αυτόν τελειώσαμε!» Έκανε μέρες να συνέλθει, ίσως γιατί την ντροπή της δεν είχε κανέναν να την μοιραστεί. Τον ισχυρό κι ανένδοτο εγωισμό της θα τον πλήρωνε και με άλλες αφορμές στη ζωή της. Όταν μετά από μέρες ο γυμναστής έκανε κάποιες απόπειρες να συζητήσει μαζί της το επεισόδιο, συνάντησε την πλήρη εκ μέρους της ψυχρότητα. Δεν ήταν ηλίθιος ο άλλος. Κατάλαβε ότι ο δρόμος είχε κλείσει, χωρίς καν να προλάβει σχεδόν να τον ανοίξει….. 15. Το φροντιστήριο Επιτέλους ήρθε το καλοκαίρι. Φέτος για πρώτη φορά η οικογένεια δεν θα έφευγε σύσσωμη για την Αίγινα. Βλέπεις η μεγάλη κόρη θα άρχιζε το διετή κύκλο προετοιμασίας για τις εξετάσεις κι η σκοπιμότητα αυτή, με τη συμφωνία των γονέων, ήταν υπέρτερη κάθε άλλης ανάγκης και συνήθειας. Η Φοίβη γράφτηκε στο φροντιστήριο που αυτή επέλεξε, αφού επικαλέστηκε τις επιτυχίες μαθητών απ’ το σχολείο της τα προηγούμενα χρόνια. Κάποιους και κάποιες τις είχε υπόψη της κι η Χρυσούλα. Στο εξοχικό τους θα πάνε τον Αύγουστο. Εκ των πραγμάτων ο ρυθμός της ζωής της οικογένειας τα επόμενα χρόνια θα προσαρμοζόταν με βάση τις σχολικές υποχρεώσεις των κοριτσιών. Η Φοίβη περίμενε τις νέες ευκαιρίες με αδημονία και περιέργεια. Μπροστά της ανοίγονταν πλούσιες νέες δυνατότητες και πήγαινε στο νέο περιβάλλον σαν διψασμένος οδοιπόρος της ερήμου που επιτέλους βλέπει ότι φτάνει στην όαση. Για τις δυο άλλες κόρες ο άφθονος ελεύθερος χρόνος ήταν ευκαιρία για καινούριες απασχολήσεις. Την άνοιξη που πέρασε ένα απόγευμα αργίας ο Μίλτος κι η Νίκη συναντήθηκαν για δεύτερη φορά. Το ραντεβού ήταν στον Άγιο Δημήτριο το Λουμπαρδιάρη. Όταν βρέθηκαν εκεί ανέβηκαν την ανηφόρα του πλακοστρωμένου από τον Πικιώνη δρόμου έφτασαν στο μνημείο του Φιλοπάππου. Δεν στάθηκαν ούτε εκεί. Προχώρησαν πιο πάνω και κάθισαν πάνω στα βράχια μιας απόμερης γωνιάς. Κοιτάζοντας προς τα έξω, ένα μεγάλο μέρος της Αθήνας ήταν μπροστά στα μάτια τους σαν ένα καλά σερβιρισμένο πιάτο. Πιο κάτω απλωνόταν η ήρεμη θάλασσα, ο Σαρωνικός. Η ευαίσθητη Νίκη δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ότι σ’ αυτά τα μονοπάτια που περπατούν τώρα οι δυο τους, ίσως στο παρελθόν να περπάτησαν και οι κολοσσοί της ανθρώπινης σκέψης. Αυτοί που με τα έργα τους έδωσαν τις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένιωθε μια αναστάτωση ανεξήγητη, αλλά και μια εσωτερική ευφορία για αυτά που ίσως θα ακολουθούσαν. Ο Μίλτος στο μυαλό του είχε αρχικά την πρόθεση της προσηλύτισης της μικρής στην ομάδα, που δημιουργούσε ο Δημήτρης, αλλά τι παράξενο η γλυκιά Νίκη που αρχικά δεν την είχε εκτιμήσει σωστά, του γεννούσε τρυφερά αισθήματα, ανάγκη να την αγκαλιάσει και να τη γεμίσει με φιλιά. Το ερώτημα έμπαινε από μόνο του. «Έχει δικαίωμα αυτό το αγγελούδι να το μπλέξει σε περιπέτειες;» Έτσι αυτή τη φορά απέφυγε να κάνει πολιτική συζήτηση. Μίλησαν κυρίως για τους εαυτούς τους και τα όνειρά τους για το μέλλον. Τα χέρια τους ήταν ήδη μπλεγμένα. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και οι δυο διάβασαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου την έντονη επιθυμία, που τους διακατείχε. Ο μεγαλύτερος Μίλτος πλησίασε το πρόσωπό του στη Νίκη και εκείνη έδειξε ότι δεν τον αποφεύγει. Τα χείλη του ακούμπησαν απαλά τα παρθένα χείλη της μικρής κι ένιωσαν τη ζεστασιά τους. Εκείνη φλεγόταν από την επιθυμία να δοκιμάσει τη γεύση του. Τα χείλη άνοιξαν από μόνα τους και για πρώτη φορά η Νίκη δοκίμαζε τη γεύση του αντρικού φιλιού. Απίθανη εμπειρία! Χώθηκε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε πάνω της. Κι αυτός ανταποκρίθηκε στα χάδια της. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι απομακρύνεται από αυτόν. Το κατάλαβε, ως ένδειξη ορίου για την ώρα, και το σεβάστηκε. Όμως ένιωθε γεμάτος, ενώ και το πρόσωπο της κοπέλας έλαμπε «Μίλτο μου ήταν πολύ ωραία! Για σήμερα φτάνει. Έχουμε μπροστά μας όλο το χρόνο» Τώρα το καλοκαίρι θα μπορούσε με μεγαλύτερη άνεση χρόνου να τον βλέπει, αλλά είχε και την έγνοια του. Οι εισαγωγικές εξετάσεις θα γίνονταν τον Σεπτέμβριο και δεν ήθελε να τον απασχολεί από τα διαβάσματά του. Του το είπε καθαρά «Λες εγώ δε θέλω να σε βλέπω Μίλτο; Αλλά δεν είμαι τόσο ανεύθυνη. Προηγούνται οι εξετάσεις σου» Ό πάντα προστατευτικός χαρακτήρας της γυναίκας αναδύθηκε από μέσα της. Να τον προστατεύσει, αλλά να προστατεύσει και τον εαυτό της. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της μετά την εμπειρία του Φιλοπάππου την επόμενη φορά. Κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό της το πρώτο φιλί από μέσα της πλημμύριζε η επιθυμία για επανάληψη και μάλιστα αναβαθμισμένη. Πρέπει να το ομολογήσει στον εαυτό της. Για το Μίλτο νιώθει κάτι περισσότερο από συμπάθεια. Αυτός όμως πώς να νιώθει άραγε; Το ερώτημα την ταλάνιζε κι απάντηση προς το παρόν δεν υπήρχε. Κι εκείνος είχε μεταβάλει τον μονομερή αρχικό του στόχο. Ενώ στην αρχή την είδε μόνο σαν καλή υποψήφια για τις εντολές του Δημήτρη, στη συνέχεια την πρόσεξε σαν γυναίκα και μετά το συμβάν της Φιλοπάππου, αυτή η διάσταση φούσκωσε κι έγινε σημαντική μέσα του. 16. Η Μεταπολίτευση Το καλοκαίρι του 1974 σημαδεύτηκε από σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, το προδοτικό καθεστώς του Ιωαννίδη κατέρρευσε, δείχνοντας ανάγλυφα και το σαθρό του απαρχής χαρακτήρα. Η επιστροφή του Καραμανλή και η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από αυτόν ήταν για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού η ασφαλής εγγύηση για την ομαλή πορεία της στη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής γεγονότα. Πρώτον η ευρύτητα και αντιπροσωπευτικότητα της πρώτης Εθνικής Κυβέρνησης που σχημάτισε ο ίδιος. Δεύτερον το πλειοψηφικό ποσοστό του λαού που τον τίμησε στις πρώτες ελεύθερες εκλογές που διεξήγαγε αυτή η Κυβέρνηση και τρίτον, αλλά όχι ύστατο, η χωρίς ταλαντεύσεις λύση του πολιτειακού προβλήματος που ταλάνιζε για πολλές δεκαετίες τη μοίρα της πατρίδας μας. Δυστυχώς, πολύ γρήγορα, αυτή η εθνική σύμπνοια σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους και το μόνιμο σαράκι του στενού κομματισμού και της τρισκατάρατης διχόνοιας εγκαταστάθηκε σύντομα πάλι σ’ όλες τις δραστηριότητες και τους θεσμούς της χώρας. Θυμηθείτε τις ώρες, τις δράσεις και τον αποπροσανατολισμό που υπέστη η κοινωνία μας από τις διενέξεις, τους πολιτικούς διαξιφισμούς, τον εκατέρωθεν φανατισμό σε δυο μόνο ενδεικτικά θέματα που θα αναφέρω, ενώ βεβαίως υπάρχει μια αλυσίδα παρόμοιων περιστατικών. Θέματα που κυριάρχησαν και πλήγωσαν, με μηδενικό τελικώς όφελος, στην πολιτική ζωή της χώρας, Πρώτον το κυνηγητό των μαγισσών για την «αποχουντοποίηση» και δεύτερον ο «φάκελος της Κύπρου». Καταμετρήστε τα συν και τα πλην αυτών των «κινημάτων» αυτών και τότε θα φανεί ανάγλυφα ότι η ζυγαριά έκλεισε θεαματικά προς τα δεύτερα Τα αποτελέσματα ήταν τζίφος, ένα αδειανό πουκάμισο ως προς τα θετικά, αλλά ένα βαρυφορτωμένο έρμα ως πως τα αρνητικά, που ακόμα το σέρνουμε και σήμερα αγκομαχώντας. Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι σαν λαός δεν παραδειγματιζόμαστε από το κακό παρελθόν μας γιατί ποτέ δεν κάνουμε έναν ειλικρινή απολογισμό της πορείας μας. Πάντα προηγείται η άσκοπη και φωνασκούσα επικαιρότητα, οι βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις που έχουν αναδείξει, δυστυχώς, μια ηγεσία, στους κύριους τομείς της κοινωνίας μας, ανάξια και μικρότερη των αναγκών. Νάνοι και παραδόπιστοι είναι, κατά πλειοψηφία, αυτοί που ρύθμιζαν τα τελευταία χρόνια τις τύχες της χώρας. Το τραγικό όμως είναι η επανειλημμένη αναβάπτισή τους από το λαό κατά τις ελεύθερες εκλογές που κάθε τόσο γίνονται. Δεν υπάρχει γι αυτό ευθύνη; Μόνο οι πολιτικοί φταίνε; Ας κοιτάζει κάθε Έλληνας πολίτης στον καθρέπτη του και ας ρωτήσει ειλικρινά το είδωλό του. Να δούμε τώρα τα δυο μεγάλα εθνικά ζητήματα που μας ταλανίζουν τις τελευταίες δεκαετίες, Το πρόβλημα της Κύπρου και το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Η αναποφασιστικότητα των ηγετών και η υποχωρητικότητα τους σε ακραίους και μικρόνοες μειοψηφικούς κύκλους, μας οδήγησαν να απορρίπτουμε, ελαφρά τη καρδία, διαδοχικώς προτεινόμενα σχέδια λύσης, που στις επόμενες φάσεις θα ήταν πια άπιαστα όνειρα. Πότε θα βγουν ήρεμα συμπεράσματα για την αδιέξοδη στάση μας όλα αυτά τα χρόνια; Και πότε θα αποδοθούν, έστω μόνο ως ιστορικά γεγονότα κι όχι ποινικά κολάσιμες πράξεις, οι ευθύνες που ασφαλώς υπάρχουν; Και η Χρυσούλα συμμετείχε στην πάνδημη χαρά του λαού για την επάνοδο του Καραμανλή. Το σύνθημα «Έρχεται! Έρχεται ο Καραμανλής!» δονούσε την πλατεία συντάγματος από χιλιάδες συγκεντρωμένους. Δεν ήταν οι «αγανακτισμένοι» άνευ λόγου και αιτίας, οι ισοπεδωτές των πάντων, οι εχθροί του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Ήταν οι ανακουφισμένοι Έλληνες πολίτες, μετά από την πολύχρονη σιωπή. Μαζί, ήταν και οι τρεις της κόρες, που για πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν τόσο κόσμο ενθουσιασμένο και χαρούμενο να ζητωκραυγάζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Αφέθηκαν κι αυτές στα όμορφα συναισθήματα, που τέτοιες ευκαιρίες σου προσφέρουν, και ρούφηξαν σαν διψασμένοι οδοιπόροι τον γενικό ενθουσιασμό. Τον πατέρα δεν πρόλαβαν να τον ειδοποιήσουν. Αυτός ο κακόμοιρος συνέχισε να παραμένει στο πόστο του στο μαγαζί. Όμως η αλήθεια ήταν πως η Χρυσούλα είχε κι έναν αμυδρό φόβο για τις τυχόν αντιρρήσεις του. Πήρε τις κόρες με δική της πρωτοβουλία και δεν το μετάνιωσε. Κάποια στιγμή θεώρησε ότι ολοκληρώθηκε ο χρόνος της δικής τους συμμετοχής και τις κατέβασε, από την Μητροπόλεως, προς το Μοναστηράκι. Πεινούσαν μετά την τόση αναστάτωση και κάθισαν σε ένα από τα σουβλατζίδικα της περιοχής. Η Χρυσούλα ήταν σε έξαρση κι αυτή τη στιγμή μέσα της έγινε το κλικ. Αποφάσισε σε κάτι που χρόνια την παίδευε και δεν το τολμούσε να αρθρώσει κουβέντα. Να κάνει τις κόρες της κοινωνούς των πληροφοριών για το ιστορικό της οικογένειά της και ιδιαίτερα την τραγική μοίρα του πατέρα της. Με ήρεμη γλώσσα και χωρίς υπερβολές και ψεύτικες ωραιοποιήσεις, περιέγραψε τις περιπέτειες του πατέρα της, που μέχρι τώρα, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις των κοριτσιών, απέφευγε να απαντήσει. Προφανώς η γλώσσα της λύθηκε και από την ατμόσφαιρα της ημέρας. Τους είπε αναλυτικά για τη φυλάκιση του, τον κλονισμό της υγείας του και τον πρόωρο θάνατό του. Τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια αυτή και η μάνα της και τον αγώνα που έδωσαν για να τις ξεπεράσουν. Το μόνο που δεν τους είπε ήταν η συμπεριφορά των συντρόφων του μετά την υπογραφή της αποκήρυξης. Αλλά αυτό ούτε κι η ιδία το ήξερε. Ευτυχώς! Η επίδραση των πληροφοριών στα κορίτσια ήταν συγκλονιστική. Αγκάλιαζαν τη μάνα τους και τη φιλούσαν. Έτσι κι αλλιώς την αγάπαγαν, αλλά μετά από αυτή τη νέα γνώση η λατρεία έφτασε στο μη παρέκει. Ήταν περήφανες για τον παππού και τη γιαγιά τους. Αλλά το ίδιο για τη ήρεμη κι αποτελεσματική μάνα τους. 17. Η πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου Στις 17 Νοεμβρίου του 1974, μέρα Κυριακή δεν έγινε «εορτασμός» της επετείου, γιατί συνέπεσε με τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές. Αυτός έγινε την επόμενη Κυριακή 24 Νοεμβρίου με πάνδημη συμμετοχή του λαού. Κόσμος απ’ όλες τις γειτονιές της Αττικής- και όχι μόνο- μαζεύτηκε εκείνη τη μέρα και κατέκλυσε όλους τους χώρους στη γύρω περιοχή. Εκείνο που ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν η σύσσωμη συμμετοχή των μαθητών. Το ατέλειωτο ποτάμι του λαού βρήκε μια διέξοδο να τιμήσει τους αγώνες των νέων, αλλά και να χαρεί την ελευθερία να φωνάξει τα συνθήματά του και να αμβλύνει τις αγωνίες του. Κάτω από την εμφανές κλίμα πανηγυρισμού, υπόγειες σκοπιμότητες άρχισαν από νωρίς να δημιουργούν τα πρώτα ρήγματα στην ατμόσφαιρα της εθνικής ενότητας, που το πρώτο διάστημα υπήρξε, αλλά δεν συνέχισε να ζει. Μπλοκ διαφόρων χρωμάτων και επιδιώξεων εμφανίστηκαν από την πρώτη στιγμή. Πόλεμος μεταξύ των παρατάξεων σε ποια απ’ αυτές «ανήκει το Πολυτεχνείο» και στοχευμένες διεργασίες για την άλωση των νέων στους δικούς της σκοπούς η κάθε μια. Κι ακόμα χειρότερα ανάμεσα στις επίσημες παρατάξεις συμπλέκονταν κι άλλες που οι στόχοι τους ήταν να αποδώσουν οι ίδιοι τη δικαιοσύνη, όπως αυτοί νόμιζαν, αναγορεύοντας τον εαυτό τους ως τον μόνον κι αυθεντικό ερμηνευτή της λαϊκής θέλησης, μετατρεπόμενοι σε εισαγγελείς και δήμιοι. Τι αυθαίρετη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά! Κύκλοι, που τα επόμενα χρόνια με τα δολοφονικά τους χτυπήματα επέφεραν τελικώς σημαντική ζημία στα εθνικά μας συμφέροντα και δεν επέτρεψαν στη χώρα να υπάρξει η απαραίτητη ηρεμία στη ζωή που έχει ανάγκη μια κοινωνία για να αναπτυχθεί και να μεγαλουργήσει. Το κακό είναι ότι για αρκετά χρόνια και από ένα σημαντικό ποσοστό του εύπιστου και μόνο συναισθηματικά σκεφτόμενου λαού είχε την ιδεολογική κάλυψη, έως και συμπάθεια στη τρομοκρατία. Τέτοιες ελαφρόμυαλες συμπεριφορές πρέπει να επισημαίνονται με την ελπίδα μην τυχόν γίνουν παραδείγματα αποφυγής στο μέλλον. Στην πορεία βρέθηκαν και οι τρεις κόρες της οικογένειας. Αθώες και γεμάτες από την ολόθερμη διάθεση να συμμετάσχουν ολόψυχα στο γενικό νόημα της πορείας. Η μεγάλη πήγαινε φέτος στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και του χρόνου θα λάβαινε μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Νομική. Στόχο που εδώ και χρόνια σχεδίαζε. Άνθρωπος φιλόδοξος και πεισματάρης δεν θα παρέκλινε με τίποτα του βασικού του στόχου. Σήμερα όμως έκανε μια εξαίρεση. Δε γινόταν να λείπει από το πρωτόφαντο αυτό γεγονός. Η Νίκη στη συγκέντρωση τους επεφύλαξε μια έκπληξη. Τους παρουσίασε επιτέλους το αγόρι της, τον Μίλτο. Όλες τον ήξεραν εξ όψεως. Εκείνο που δεν ήξεραν ήταν ότι είχε ιδιαίτερες παρτίδες με την αδελφή τους. Παρά τις πολλές συναντήσεις τους που είχαν προηγηθεί ποτέ δεν είχε εξομολογηθεί σε καμιά τη σχέση τους, παρότι η Φοίβη από καιρό είχε υποπτευθεί ότι με κάποιον νταραβερίζεται. Τώρα ο Μίλτος ήταν φοιτητής στη Βιομηχανική σχολή του Πειραιά, σπουδάζοντας οικονομικά. Αλλά- για να είμαστε ειλικρινείς- θα πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι η κύρια απασχόλησή του δεν ήταν οι σπουδές του. Ήταν η δράση του σε μια από τις δεκάδες αριστερίστικες οργανώσεις που υπήρχαν πια νόμιμες ή ακόμα και μυστικές- παράνομες, σε μια από τις οποίες ηγετική μορφή ήταν ο αδελφός του, ο Δημήτρης. Οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν προχωρήσει. Ένα απόγευμα της Κυριακής, που ξέφυγε απ’ τις άλλες, και συναντήθηκε με τον Μίλτο έγινε γυναίκα. Πρώτη, κι από τις τρεις αδελφές. Δεν ήταν και καμιά συγκλονιστική εμπειρία το γεγονός, αλλά μήπως είχε και μέτρο σύγκρισης να το αξιολογήσει; Για ένα ήταν σίγουρη. Το Μίλτο τον αγαπούσε, τον αγαπούσε πολύ. Δεν ενθουσιαζόταν βεβαίως με το φανατισμό και την αφοσίωσή του στη πολιτική δράση, αλλά προς το παρόν θα τον ακολουθούσε στις επιλογές του. Η Φοίβη που πάντα ήταν βιαστική κι απαιτούσε τα πρωτοτόκια, ενώ ανοίχτηκε με διάφορους, ενώ με τη θέλησή της χαϊδεύτηκε και φιλήθηκε δεόντως, την κρίσιμη στιγμή συγκρατιόταν και δίσταζε για το τελικό βήμα. Είχε βάλει, βλέπεις, ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων και μ’ όλους που μέχρι τώρα είχε ανοίξει παρτίδες, αποφάσιζε στο τέλος ότι δεν ικανοποιούσαν τα αυστηρά στάνταρ της. Σήμερα όμως, που είδε πως η μικρότερη Νίκη έχει δεσμό, πήγε να σκάσει απ’ τη ζήλεια της. Πού να μάθαινε κιόλας ότι το «συμβάν» είχε ήδη συντελεστεί. Ίσως τότε να καθόταν στον πρώτο τυχόντα που θα έπεφτε στο δρόμο της. Από αντίδραση και μόνο. Ευτυχώς, η Νίκη τα προσωπικά της τα φύλαγε σαν πολύτιμο θησαυρό και οι εξετάσεις που προσέγγισαν την προφύλαξαν από τέτοιες βιαστικές κινήσεις. Η Ντόρα είχε πια αποφασίσει. Θα γίνει αρχιτεκτόνισσα. Πήγαινε στην τετάρτη και από τώρα είχε αρχίσει μαθήματα σχεδίου. Ζήτησε από τον πατέρα της να της αγοράσει τα απαραίτητα σύνεργα ζωγραφικής και τον περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιέρωνε ζωγραφίζοντας, από φωτογραφίες, τοπία και πρόσωπα. Η μάνα πίστευε στην κλίση της και την στήριζε κι αυτή. Στα συναισθηματικά θέματα η Ντόρα ήταν ακόμα λευκό χαρτί. Όχι ότι δεν την ενδιέφερε το θέμα. Απλώς το προσγειωμένο και πρακτικό μυαλό της ανέβαλε, για την ώρα, τέτοιου είδους ασχολίες. «Θα έρθει και η σειρά μου» σκεφτόταν από μέσα της. 18. Τρία χρόνια μετά- 1977 Είχαν πάρει καλές βάσεις τα κορίτσια από νωρίς. Με την αυστηρή επίβλεψη της μάνας δημιούργησαν σταθερούς χαρακτήρες, εφοδιάστηκαν εγκαίρως με τα χρήσιμα εφόδια για το μέλλον, όπως ξένες γλώσσες και φροντιστήρια. Όταν έφτασε η σειρά να δώσουν η κάθε μια εξετάσεις ήταν πανέτοιμες. Οι διαδοχικές επιτυχίες δεν ήταν έκπληξη για τον κύκλο τους, αλλά κάθε φορά που ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα οι γονείς εισέπρατταν στο έπακρο τη χαρά της επιτυχίας. Ίσως και περισσότερο απ’ τις ίδιες. Περηφάνια και ικανοποίηση. Ο πατέρας τους είχε κάνει τρία κάδρα με τις φωτογραφίες τους και τα είχε κρεμάσει πάνω από το ταμείο. Κάθε φορά, που έμπαινε πελάτης στο μπακάλικο του έλεγε «Οι τρείς μου κόρες, Η μεγάλη δικηγόρος, η μεσαία φιλόλογος και η τρίτη αρχιτεκτόνισσα!» Λες και είχαν ήδη τελειώσει και ασκούσαν επάγγελμα. Στις κόρες δεν άρεσε αυτή η φάμπρικα και ήθελαν να επέμβουν, αλλά έπεσε στη μέση η μάνα «Αφήστε τον βρε κορίτσια να χαρεί κι αυτός; Πατέρας σας είναι. Για σας ζει κι αναπνέει. Σε λίγο καιρό, σας υπόσχομαι, θα τις κατεβάσω εγώ» Στα τρία χρόνια που πέρασαν μεσολάβησαν πολλά γεγονότα. Η μάνα τους ήξερε ότι τα κορίτσια της θα περνάνε τις περιπέτειες τους. Δεχόταν ότι μεγάλωναν σε μια άλλη εποχή απ’ τη δική της, ότι τα στάνταρ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και κοινωνικής ανοχής άλλαξαν και δεν το έπαιξε κέρβερος με τα μη και με τα όχι. Απλώς ήθελε οι καταστάσεις να είναι κάτω από κάποιον έλεγχο. Από την αρχή τους είπε να την κρατάνε ενήμερη, να την συμβουλεύονται, να σέβονται εκείνες τον εαυτό και την αξιοπρέπειά τους και το κυριότερο. Να προσέχουν την υγεία τους από αρρώστιες. Δεν βρήκε όμως την ανταπόκριση που περίμενε. Σπανίως ενημερωνόταν για τα συμβαίνοντα από την άμεσα ενδιαφερόμενη. Τις περισσότερες φορές οι πληροφορίες της έφταναν σ’ αυτήν εμμέσως από τις άλλες δυο. Αυτό δεν το ενθάρρυνε αλλά και ούτε και το απέτρεπε. Ήθελε, βλέπεις, να ξέρει τι συμβαίνει. Δεν γινόταν διαφορετικά. Η περίπτωση που την ανησύχησε πρώτη ήταν η Νίκη. Από την Φοίβη έμαθε ότι σχετίζεται με άτομο, που έχει παρατήσει τις σπουδές και ασχολείται με ύποπτα πράγματα. Ανησύχησε φυσικά μην τυχόν η κόρη της βρεθεί, χωρίς να το καταλάβει, μπλεγμένη σε μια κόλλα χαρτί. Δεν την αποπήρε άμεσα, δεν της επιτέθηκε. Φρόντισε κάποια στιγμή να μείνουν οι δυο τους και με ειλικρινές ενδιαφέρον την ρώτησε τι γίνεται. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε κάθετα οποιαδήποτε σχέση. Απότομα της απάντησε «Μην ανακατεύεσαι μάνα στα προσωπικά μου ζητήματα. Αναφορά θα σου δίνω για ποιους βλέπω και τι κάνω; Έλεος! Μεγάλη κοπέλα είμαι» Η Χρυσούλα δεν αποθαρρύνθηκε. Με ήρεμο τρόπο της εξήγησε ότι σαν μάνα δεν θέλει να της υπαγορεύσει κάτι. Θέλει απλώς να βοηθήσει το παιδί της. Ο ευπροσήγορος τρόπος προσέγγισης της μάνας και οι δικές της πρώτες εσωτερικές ρωγμές της άνοιξαν τελικώς το στόμα. Έγινε μακρά συζήτηση και όλα τέθηκαν επί τάπητος. Της εξιστόρησε όλα τα συμβάντα. Πώς και πότε συνδέθηκε μαζί του, πότε έκαναν για πρώτη φορά έρωτα και ότι τον θέλει για σύντροφό της. «Τι να κάνω ρε μάνα; Τον αγαπάω!» Βεβαίως δεν έκρυψε τους φόβους της για τις ασχολίες του Μίλτου, την παραμέληση των σπουδών του και την αγωνία της μην βρεθεί μπλεγμένος σε παράνομες πράξεις. Η Χρυσούλα την ευχαρίστησε για την εμπιστοσύνη που της έδειξε και η μόνη συμβουλή που της έδωσε ήταν «Εφόσον τον αγαπάς διεκδίκησέ τον και δώσε τη μάχη να τον κάνεις δικό σου. Το κυριότερο; Να επιμείνεις πολύ να επιστρέψει στις σπουδές του. Γνώμη μου είναι σ’ αυτό να είσαι ανυποχώρητη» Η συζήτηση ανακούφισε και τις δυο. Και η Νίκη χαζή δεν ήταν. Έβλεπε την αδιέξοδη πορεία, αλλά δεν είχε το κουράγιο ακόμα για δραστική λύση. «Η μαμά έχει δίκαιο. Θα τον διεκδικήσω!» είπε από μέσα της. Ευτυχώς αυτή παρακολουθούσε ακόμα έστω και μερικώς, τα μαθήματά της, όσο βέβαια αυτά γίνονταν Με τις συνεχείς απεργίες χάνονταν πολλές ώρες, αλλά αυτό προς το παρόν δεν την ενοχλούσε, αφού κι αυτή συνέπλεε με το αγωνιστικό κλίμα της περιόδου. Το κέρδος απ’ αυτή τη συζήτηση ήταν μεγάλο, γιατί για πρώτη φορά, από εκείνο το μαγικό απόγευμα πάνω στου Φιλοπάππου, που έδωσε και πήρε το πρώτο παρθενικό φιλί, είδε και τις πρακτικές πλευρές του προβλήματος. Πρέπει να προετοιμαστεί για μια συνολική συζήτηση με τον Μίλτο. Όχι μόνο από τη δική της πλευρά, αλλά και την ανάγκη να ξεσηκώσει τον Μίλτο να σκεφτεί και το δικό του μέλλον. Η Ντόρα είχε μπει στα βάσανα από πέρσι. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Οι ορμονικές αλλαγές δεν σε ρωτούν. Έρχονται απρόσκλητες και εγκαθίστανται μέσα σου. Και στη συνέχεια κάθε τόσο σου χτυπάνε την πόρτα ζητώντας τη μερίδα τους. Δεν έχουν βεβαίως την ίδια επίδραση σ’ όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ήταν αξιοπερίεργο έως αρρωστημένο, να αφήσουν κάποιον συνεχώς ανεπηρέαστο. Πρακτική και προσγειωμένη η Ντόρα με ενδιαφέροντα πάνω στις αγάπες της, τη ζωγραφική, το σχέδιο, τις κατασκευές και τα θέματα της τεχνολογίας, τον πρώτο άνθρωπο που θα έβρισκε και θα την συγκινούσε θα ήταν μέσα από αυτούς τους χώρους ενδιαφερόντων της. Ο Ιάσονας ήταν στην ομάδα που έκαναν σχέδιο με τον ίδιο δάσκαλο. Το πλησίασμα ήρθε από μόνο του. Στην αρχή πάνω στα κοινά τους ενδιαφέροντα συζητήσεις, ένας περίπατος στα πέριξ, ατέλειωτες συζητήσεις για τις προτιμήσεις και τα όνειρά τους, ένας καφές στο καφενείο, σινεμά και κάποια στιγμή αγκαλίτσες και φιλάκια στις γωνίες. Μέχρις εδώ, προς το παρόν, ήταν η διαδρομή που είχαν διανύσει. Ταίριαζαν τα χνώτα τους κι ο ένας γούσταρε την παρέα του άλλου. Ποτέ μέχρι να δώσουν εξετάσεις δεν προχώρησαν τη συζήτηση για τις προοπτικές της μεταξύ τους σχέσης αλλά όταν μετά τα αποτελέσματα βρέθηκαν φοιτητές στην ίδια σχολή, εκ των πραγμάτων τέθηκε το ζήτημα. Το έλυσαν με την προσέγγιση που σ’ αυτούς ταίριαζε. Ένα -κι όχι το μοναδικό- από τα προβλήματα που είχαν να λύσουν. Ο πραγματισμός τους, ίσως να μην ταίριαζε στους συναισθηματικούς ανθρώπους, αλλά πάνω στη Γη υπάρχουν λογιών και λογιών άνθρωποι. Πώς να το κάνουμε; Το να ζητάς ομοιομορφία και κοινή συμπεριφορά είναι ουτοπία, είναι μάταιη αντίδραση στους φυσικούς νόμους. Έκαναν κάποια στιγμή έρωτα, αλλά δεν είχαν την εμπειρία να τον αξιολογήσουν. Οι ίδιοι πάντως ήταν ικανοποιημένοι. Και αυτό είναι που έχει τελικά σημασία. Η Φοίβη από την αρχή έδειχνε ότι θα προηγηθεί των άλλων δυο στον ερωτικό τομέα. Το ζήτημα την απασχολούσε από νωρίς και είχε κάνει πολλές απόπειρες να διαβεί το Ρουβίκωνα αλλά ακόμα δεν είχε καταφέρει το στόχο της. Αυτή που είχε και τα αντικειμενικά προσόντα να είναι το αντικείμενο του πόθου μιας ατέλειωτης αλυσίδας θαυμαστών, αυτή ήταν ακόμα παρθένα. Συνέχεια μεσοβέζικες καταστάσεις, ημιτελείς απόπειρες, χωρίς αίσιο πέρας. Ήθελε, βλέπεις, η ολοκλήρωση να είναι για την ίδια μια μυσταγωγία, ένα αξέχαστο κι αλησμόνητο γεγονός. Έτσι για καιρό ήταν στο περίμενε, οπότε κάποια στιγμή έφτασε στο αμήν. Δεν άντεξε άλλο. Έριξε όλα τα τείχη των αναστολών και έφτασε να δεχθεί την «τέλεση του γεγονότος» σ’ ένα βρώμικο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου-επισκεπτάδικου πάνω σ’ ένα κρεβάτι που είχε δεχθεί εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, ζευγάρια στο παρελθόν, κάθε είδους και ποιότητας, σε σεντόνια αμφίβολης καθαρότητας, με έναν ευκαιριακό σύντροφο που γνώρισε σ’ ένα φοιτητικό γλέντι. Είχαν πιει προηγουμένως τα ποτά τους κι ο σύντροφός της για εκείνο που μόνο ενδιαφέρθηκε ήταν η προσωπική του ικανοποίηση την οποία μετά από κόπο πέτυχε με τα συνοδευτικά σε αυτές τις στιγμές θριαμβικά επιφωνήματα. Η Φοίβη ένιωσε προδομένη, γιατί ενώ αισθάνθηκε τη ζέστη της αντρικής επαφής, ενώ ο άλλος ήταν μάλλον έμπειρος στο προκείμενο, αυτή δεν έφτασε τελικά στην ολοκλήρωση. Ίσως κάποια στιγμή να άδραξε τις παρυφές του υψώματος, αλλά δεν κατόρθωσε να το καταλάβει. Γλίστρησε προς τα πίσω μένοντας ανικανοποίητη. Η κορυφή του υψώματος δεν καταλήφθηκε. Της έμεινε το απωθημένο. Στις επαναλήψεις που υπήρξαν αργότερα σε άλλες ευκαιρίες και με άλλους συντρόφους, μέσα στο μυαλό της κυριαρχούσε η αναμονή της ολοκλήρωσης που δεν είχε μέχρι τώρα συμβεί. Η σκέψη αυτή και η αναπόφευκτη αγωνία, αν θα συμβεί το ποθούμενο, έγιναν βρόχος που δρούσε ανασταλτικά στην επίτευξη του στόχου. Κάθε φορά αγωνιζόταν με όλη τη δύναμη του σώματος της κι απελπισμένα ζητούσε να καταλάβει το απόρθητο κάστρο. Μέχρι τώρα δεν το είχε κατορθώσει. Άρχισε να απελπίζεται, αλλά δεν γνώριζε ότι για την κάθε κοπέλα υπάρχει πάντα ο άνθρωπος που διαθέτει, ακόμα και χωρίς να το ξέρει, το κλειδί να την ξεκλειδώσει. Έπρεπε να γίνουν όμορφες συμπτώσεις, που η ρόδα της μοίρας κάποια στιγμή θα έφερνε. Στα χέρια της έπεσε ένα ποίημα κάποιου που δεν θυμόταν το όνομά του κι έδειχνε την αγωνία που κι αυτήν τυραννούσε. Το είχε αντιγράψει σε ένα πρόχειρο φύλλο και τώρα το διάβαζε για μια ακόμα φορά Σα βλέπω στα μάτια σου το φέγγισμα καλπάζοντας να έρχεται γοργόφτερο άτι γίνομαι που πηδά χαίνουσες ρεματιές Σα βλέπω στο πρόσωπό σου την αυλακιά στα δυο το πρόσωπο να κόβει σχίζω τη θάλασσα με ρωμαλέες απλωσιές στα απύθμενα της σκοτεινής σου σπηλιάς να φτάσω τα βάθη γυρεύοντας λαχανιασμένα το τρόπαιο της έσχατης νίκης. Αχ! Έναν τέτοιον εραστή χρειάζεται κι αυτή να συναντήσει στο δρόμο της! Που αλήθεια είναι κρυμμένος ο άνθρωπος; 19. Η πολιτική αλλαγή Ενώ ο Καραμανλής ήταν παρασάγγες μπροστά από τους άλλους πολιτικούς του αντιπάλους, είχε ένα ντεσαβαντάζ. Το στελεχικό δυναμικό της συντηρητικής παράταξης ήταν πολύ κατώτερο από τις ανάγκες και τις περιστάσεις που απαιτούσαν οι νέες συνθήκες. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσεις τις αγκυλώσεις που η παράταξη μετέφερε πάνω της, απότοκες του εμφυλίου και των αλληλοσπαραγμών που συνέβησαν στη διάρκειά τους. Ιδεολογικές αναστολές που είχαν στη σημερινή κοινωνία ξεπεραστεί πλέον από την πάροδο του χρόνου και τις ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παραμονή στην εξουσία επί σειρά ετών ανθρώπων από τον ίδιο ιδεολογικό και πολιτικό χώρο εμφάνισε έντονα τα φαινόμενα φατριασμού, επέφερε καταστάσεις εκμαυλισμού και σειράς οικονομικών σκανδάλων. Δυστυχώς, η πλεονεξία που ο άνθρωπος έχει γενετικά μέσα του, εύκολα τον βάζει στον πειρασμό να σφετεριστεί δημόσια περιουσία για δικό του όφελος. Χρειάζεται ισχυρούς μηχανισμούς αντίστασης και δύναμη χαρακτήρα να μην υποκύψει κάποιος στον πειρασμό και να μην βουτήξει το δάκτυλο του στο μέλι. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμποσούμενοι ήταν οι αιτίες που η πλειοψηφία του λαού είχε κουραστεί και ήθελε πλέον αλλαγή σελίδας. Έγκαιρα τότε μυρίστηκε την ευκαιρία ένας επαγγελματίας καιροσκόπος ο οποίος, χρησιμοποιώντας με επιστημονικό τρόπο όλες τις μεθόδους δελεασμού, του πάντα ευκολόπιστου και εύκολα παρασυρόμενου λαού, κατάκτησε με πανηγυρικό τρόπο την εξουσία. Δυστυχώς ο οδηγός των ενεργειών του από την αρχή δεν ήταν το εθνικό συμφέρον, αλλά πώς και με ποιο τρόπο θα εγκαθιδρύσει το νέο του καθεστώς, αγνοώντας πλήρως τις αρνητικές συνέπειες που οι ενέργειές του θα επέφεραν στα μακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα. Χάιδεψε με έξυπνο τρόπο τα αυτιά των Ελλήνων και ξύπνησε όλα τα ταπεινά ένστικτα που εν υπνώσει βρίσκονται μέσα στον αμόρφωτο, τον κακότροπο, το φιλόδοξο, τον ημιμαθή και το αρπακτικό μέλος της κοινωνίας μας. Από περιφερειακούς παράγοντες όλους αυτούς τους έκανε ρυθμιστές των εξελίξεων. Ο ίδιος ρούφηξε με τον οδυνηρότερο τρόπο όλα τα πλεονεκτήματα της θέσης του, αποθεωμένος από πληρωμένους ή αφελείς κονδυλοφόρους που κάθε κουβέντα και πράξη του την θεοποιούσαν ως θεόπνευστη σοφία, ενώ τις ίδιες ακριβώς αυτές συμπεριφορές για τους αντιπάλους του τις κατακεραύνωναν με όλα τα υπάρχοντα αρνητικά επίθετα. Είναι βαριά η ευθύνη των μεγάλων συγκροτημάτων του τύπου σε αυτήν την άκριτη υποστήριξη, έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων. Σύντομα τους μετέτρεψε σε ισχυρούς παράγοντες και σ’ όλους τους κρίσιμους τομείς της Ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο μέρος των αριστερών του παρελθόντος, αδρανοποιημένες δυνάμεις του Εαμικού χώρου, πληγωμένοι από την πολύχρονη απομόνωση και τις αρνητικές διακρίσεις σε βάρος τους μετά τις εξοντωτικές νομοθεσίες που καθιερώθηκαν στον εμφύλιο, είδαν- ίσως με επιφανειακό τρόπο- τις αλλαγές, που θα τους επέτρεπαν κι αυτούς ν’ αποκτήσουν φωνή και εξουσία. Οι περισσότεροι εξ αυτών, όχι μόνον έγιναν οπαδοί του, αλλά και μερικοί μετετράπησαν στους φανατικότερους πολέμιους αυτών που είχαν τις δικές τους επιφυλάξεις για τον κύριο και δεν ακολούθησαν τη δική τους επιλογή. Κάποια «φιλολαϊκά» μέτρα φάνηκαν συγκυριακά ευχάριστα σε ορισμένες ομάδες πολιτών, αλλά πρέπει να γίνει σαφές και ξεκάθαρο ότι στην πραγματικότητα ήταν τα πρώτα βήματα για την οικονομική κατηφόρα, που τα επόμενα χρόνια θα ακολουθούσε. Μια νέα τάξη αρπακτικών άρχισαν με βουλιμία να βυζαίνουν με τη σειρά τους τον πλούτο του κράτους δημιουργώντας μια νέα τάξη ασυγκράτητων κι άμετρων νεόπλουτων. Χωρίς κανέναν συγκρατημό άρχισαν να διορίζουν στο δημόσιο και σε νέους περιττούς οργανισμούς, που απερίσκεπτα ιδρύονταν, χιλιάδες νέους Έλληνες αφαιρώντας από την ιδιωτική οικονομία δραστήρια και ικανά στελέχη, μετατρέποντας τους σε άβουλους και άχρηστους τροχούς ενός ξέχειλου και διαβρωμένου μηχανισμού ή γιατί όχι σε ενσυνείδητους κυνηγούς μαύρου χρήματος για τον εαυτό τους. Το τελευταίο και για λόγους μιμήσεως έγινε φαινόμενο με ευρύτατη διάδοση σε κάθε χώρο που ζούσε κι ανέπνεε το στενό κι ευρύτερο κράτος. Ο άμοιρος πολίτης, κακώς, είχε φτάσει στο επίπεδο να θεωρεί αυτονόητο το γεγονός να χρυσώνει το δημόσιο λειτουργό για να διεκπεραιώνει κάποια από τις υποχρεώσεις του. Με τέτοιους βρώμικους τρόπους έγινε μια νέα βίαιη ανακατανομή του πλούτου που γέννησε μια νέα τάξη νεόπλουτων που δεν ίδρωσαν ή και δεν είχαν την ικανότητα να αποκτήσουν με τίμιες μεθόδους έναν τέτοιο πλούτο. Αυτό είναι μια από τις αφορμές του ηθικού εκτραχηλισμού που επικάθισε πάνω στην Ελληνική κοινωνία σαν μια ακόμα πληγή των Φαραώ. Για χρόνια σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού το φαινόμενο αυτό το θεωρούσε μαγκιά, ικανότητα κι εξυπνάδα. Ένα πλήρες αναποδογύρισμα δηλαδή των επικρατουσών αξιών των πολιτισμένων κοινωνιών. 20. Η απελευθέρωση της Φοίβης Τον πρωτοείδε στη συνέλευση της σχολής της. Κατά παράδοση οι συνελεύσεις της Νομικής ήταν και το πρακτικό βήμα άσκησης των αυριανών ρητόρων στις αίθουσες των δικαστηρίων ή της Βουλής. Ψηλός, όμορφος με ωραίες κινήσεις σώματος, ήρεμος χωρίς το φανατισμό και τις πολιτικές εξαλλοσύνες άλλων ομιλητών, την κέρδισε με το πρώτο. Το είπε από την αρχή: Αυτός είναι ο άνθρωπος μου! Δεν έκανε κάτι χοντροκομμένο που θα σκότωνε τα πάντα. Απλώς στριφογύρισε γύρω του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν εκ των πραγμάτων πολλές φορές. Κι αυτή δεν ήταν η τυχαία κοπέλα. Ίσα-ίσα η εμφάνιση της ήταν εντυπωσιακή και δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Έτσι κάποια στιγμή αυτοσυστήθηκαν και ένωσαν το κοινό ενδιαφέρον τους. «Γεια σου. Κώστας είναι το όνομά μου» «Το ξέρω Κώστα. Εμένα με λένε Φοίβη. Χαίρομαι που μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε» Ακολούθησαν βραδιές σε μπαρ με τα ποτά και τις αναπόφευκτες συζητήσεις της τρέχουσας επικαιρότητας. Η συνάφεια μαζί του την απελευθέρωσε από τους δαίμονές της. Έτσι όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν στο περιποιημένο φοιτητικό του δωμάτιο τα φιλιά κι οι αγκαλιές ήρθαν από μόνα τους. Δεν ήταν καθόλου βιαστικός. Πήγαινε την υπόθεση λάου-λάου. Όσα επακολούθησαν έγιναν με άνετο κι όχι βεβιασμένο τρόπο. Την φίλησε και τη χάιδεψε σε κάθε σημείο του σώματός της. Για πρώτη φορά δεν κυριαρχούσε στο μυαλό της η αγωνία, που σε άλλες περιπτώσεις την έσφιγγε. Η τρυφερότητα του τη γέμισε με μια πρωτόγνωρη ζεστασιά κι ανταποκρίθηκε το ίδιο κι αυτή. Όταν κάποια στιγμή μπήκε μέσα της κι άρχισε η συγχρονισμένη κίνηση των σωμάτων τους αισθάνθηκε σαν έτοιμη από καιρό. Οι απελπισμένες κραυγές ευχαρίστησης που ακολούθησαν ήταν στα αυτιά του συντρόφου της αιθέρια μουσική. Δεν ήξερε η άμοιρη την ανασφάλεια που νιώθουν οι σωστοί εραστές να φέρουν την ευχαρίστηση στη σύντροφό τους και πόσο περήφανοι αισθάνονται όταν αυτό το πετυχαίνουν. Η Φοίβη ήταν λιωμένη από την ευχαρίστηση και την ευτυχία. Ο άλλος δεν ήξερε την πρωτιά που της είχε χαρίσει. Τον κοίταζε με λατρεία κι ανεβαίνοντας πάνω του τον αγκάλιασε απελπισμένα, θέλοντας να τον ευχαριστήσει. Αυτά τα πλήρη συναισθήματα δεν λέγονται με λόγια, λέγονται μόνο με βλέμματα και κινήσεις. Μέσα της έλιωνε σαν αναμμένο κερί το βουνό της πίκρας και της στέρησης που την έκανε στυφή στο οικογενειακό της περιβάλλον. Από δω και πέρα κατάλαβε πόσο πολύ τυχερή ήταν στη ζωή της να μεγαλώσει με αυτούς τους γονείς, να έχει δυο αδελφές. Με έναν λόγο η απελευθέρωση την έκανε πιο ανθρώπινη και πιο γήινη. Κι ο Κώστας ήταν γοητευμένος με τη σκέψη ότι μια τόσο όμορφη και διαλεχτή κοπέλα άνοιξε παρτίδες μαζί του. Στις πολιτικές του προτιμήσεις τον απωθούσαν τα άκρα. Το πιο φυσιολογικό θα ήταν να κάτσει στην άκρη και να παρακολουθεί από απόσταση τις εξελίξεις. Όμως, πώς να το κάνουμε, δεν ήταν άμοιρος κι αυτός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Δικηγόρος θα ήταν σε λίγο καιρό το επάγγελμά του και δεν μπορούσε να είναι μόνο ιδιώτης. Καμιά από τις φοιτητικές παρατάξεις δεν τον κάλυπτε πλήρως, αλλά διάλεξε και πήγε σ’ αυτήν που την ένιωθε πιο κοντινή του και που θα του δημιουργούσε τις λιγότερες υποχρεώσεις, ενώ συγχρόνως του πρόσφερε τις μεγαλύτερες προοπτικές. Γράφτηκε στην ΠΑΣΠ, τη φοιτητική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ. Ένας ρεαλιστής άνθρωπος, τυπικό παράδειγμα του μέσου Έλληνα, που δεν ήταν εκτός συμφερόντων κι ωφελιμιστικών πλεονεκτημάτων. Αυτό το γνώριζε η Φοίβη και με τη θέλησή της τον ακολούθησε στην ίδια επιλογή. Έγινε κι αυτή μέλος της ΠΑΣΠ και το κοινοποίησε στους δικούς τους εισπράττοντας ποικίλες αντιδράσεις. Ο πατέρας της, πάντα συντηρητικός το μόνο που της είπε ήταν μην μπλέξει σε περιπέτειες. «Αυτές οι ασχολίες έχουν τις συνέπειές τους, κορίτσι μου. Να προσέχεις!» Στη μάνα της δεν άρεσε η εξέλιξη. Αυτή διατηρούσε σιωπηλά το αριστερό παρελθόν της οικογένειας της και το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν από αυτήν την Αριστερά. Προσωπικά την πλήγωνε η διάσπαση που έγινε στην Αριστερή παράταξη κι ευχόταν από μέσα της να ξεπεραστούν οι προσωπικές φιλοδοξίες που δημιουργούν τις διασπάσεις. Η ίδια δεν είχε ακόμα αποφασίσει να τοποθετηθεί. Όλους τους θεωρούσε και λίγο ένοχους. Όταν όμως, μετά την εξομολόγηση της κόρης της, έμαθε το λόγο, ανοιχτά επιδοκίμασε την επιλογή της κόρης της «Καλά έκανε. Έχει το δικαίωμα της δικής της επιλογής!» Την Ντόρα η είδηση την άφησε αδιάφορη. Τα πολιτικά, οι φοιτητικές παρατάξεις κι οι διενέξεις που υπήρχαν ήταν- όπως και στον Ιάσονα άλλωστε- άσκοπες και επιζήμιες ασχολίες. Γι αυτό δεν έλαβαν ποτέ μέρος σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Αντίθετα κάθετα αρνητική με την επιλογή της Φοίβης ήταν η Νίκη. Επηρεασμένη από τον κύκλο που ζούσε με τον Μίλτο δεν την ικανοποιούσε καμιά από τις υπάρχουσες, ακόμα κι αριστερές, παρατάξεις. Ήταν συμβιβασμένες στο αστικό καθεστώς, γρανάζια του συστήματος, ενώ εκείνο που χρειάζεται η χώρα είναι η ολοκληρωτική ανατροπή του αστικού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας. Τελικά η πολύχρονη συμβίωση με τον Μίλτο δεν την είχε αφήσει ανεπηρέαστη. Για τη Φοίβη όλα αυτά ήταν «έπεα πτερόεντα», λόγια του αέρα. Αυτή θα ακολουθούσε τις επιλογές του αγαπημένου της Κώστα. Όλα τα άλλα δεν την αφορούσαν. 21. Ο πρώτος γάμος Η Φοίβη από τη μέρα που τα βρήκε με τον Κώστα το έβαλε βαθειά στο μυαλό της. Ο Κώστας θα γίνει ο άντρας της ζωής της. Ενώ την προηγούμενη περίοδο βρισκόταν σε μια άσκοπη και ψυχοφθόρα αναζήτηση ερωτικού συντρόφου συχνάζοντας στα μπαρ και τα πάρτι, από τη στιγμή που έζησε την ονειρεμένη εκείνη νύχτα μεταμορφώθηκε σ’ έναν άλλο άνθρωπο. Άνθρωπο με στόχους, με σχέδια για το μέλλον και χρονοδιάγραμμα δράσεων. Με ήρεμο τρόπο να μην φανεί ότι εκβιάζει καταστάσεις, αλλά ότι σκέφτεται μόνο το κοινό καλό τους, του τα παρέθεσε όλα με το νι και με το σίγμα « Κώστα μου, το ξέρεις. Από την πρώτη στιγμή σ’ αγάπησα βαθειά και θέλω να είμαι δίπλα στα επόμενα βήματά σου. Θα σε βοηθήσω ολόψυχα να υλοποιήσεις όποιους στόχους και φιλοδοξίες που έχεις. Η άποψη μου είναι. Να επισπεύσουμε τις σπουδές μας και να πάρουμε τα πτυχία μας. Εσύ έχεις την υποχρέωση του στρατιωτικού που πρέπει αμέσως να την εκπληρώσεις για να είσαι ελεύθερος στα επόμενα βήματά σου. Εγώ ματαιώνω για τώρα τα σχέδιά για μεταπτυχιακές σπουδές. Ίσως αργότερα, αν ταιριάξουν με τα δικά σου σχέδια. Το διάστημα που εσύ θα κάνεις το στρατιωτικό σου, εγώ θα προσπαθήσω να πάρω την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Θα έρχομαι να σε βλέπω και θα κοιτάξουμε αν γίνεται να κλείσεις και συ με αυτές τις υποχρεώσεις στη διάρκεια της θητείας σου. Αν δεν μπορέσουμε δεν πειράζει. Θα τα κάνεις αργότερα. Θέλεις να κάνεις πολιτική καριέρα; Ωραία! Εγώ θα είμαι δίπλα σου μ’ όλες τις δυνάμεις μου. Θέλεις κάτι άλλο; Εγώ θα σταθώ πάλι δίπλα σου. Να το ξέρεις, η Φοίβη θα είναι ο άνθρωπός σου» Ο άλλος υπέστη αμίλητος τον κατακλυσμό των προτάσεων της Φοίβης, αλλά όχι κι αδιάφορος. Του άρεσαν από μέσα του, αλλά δεν ήθελε να της το δείξει. Ναι! Είχε πολιτικές φιλοδοξίες. Γι αυτόν το λόγο δεν πήγε στη νεολαία του ΠΑΣΟΚ; Σιγά μην συνέπλεε με όλες τις θέσεις του. Αλλά η διαβεβαίωση της Φοίβης ότι θα σταθεί στο πλευρό του ήταν γι αυτόν ένα δελεαστικό κίνητρο που δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Αλλά μην δείξει ότι πέφτει με το πρώτο. Ας έκανε και λίγο τον δύσκολο. «Για στάσου ρε Φοίβη! Εσύ με προγραμμάτισες μέχρι τον τάφο. Εντάξει δεν μου είσαι αδιάφορη, αλλά μήπως βιαζόμαστε και κάνουμε σχέδια επί χάρτου; Σίγουρα η προσφορά σου είναι συγκινητική, αλλά άσε να το δούμε και τις αποφάσεις ας τις πάρουμε αργότερα» Τον ψυχολόγησε σωστά. Εντάξει! Μπλέχτηκε στον ιστό που με επιμονή κι υπομονή είχε πλέξει γύρω του το τελευταίο διάστημα. Ας τον τώρα να κρατήσει τα προσχήματα, ας τον να νομίζει ότι έχει και δεύτερη επιλογή. Θέλει δεν θέλει θα υποκύψει τελικώς. Ο Κώστας θα γίνει δικός της. Και τότε σιγά-σιγά θα τον φορμάρει όπως αυτή θέλει. Κι αυτή έχει τις φιλοδοξίες της. Αλλά θα τις φυλακίσει προς το παρόν κι όταν κρίνει κατάλληλο το χρόνο θα τις ξεδιπλώσει. Γιατί όχι; Οι άλλοι, που εισήλθαν στο χώρο και σταδιοδρομούν, είναι καλύτεροι της; Οι αποφάσεις, χωρίς να το διατυπώσουν σαφώς, άρχισαν να εφαρμόζονται στην πράξη. Κοινό διάβασμα σε μαθήματα που χρώσταγαν για το πτυχίο, κοινή προσέλευση στις εξετάσεις. Έτσι οι εκκρεμότητες ελαττώνονταν και ο δρόμος για την υλοποίηση των στόχων που εξαρχής έβαλε η Φοίβη έμπαινε σε βαθμιαία εφαρμογή. Σύντομα πήρε το πτυχίο της και οι γονείς της το γιόρτασαν μ’ ένα μεγάλο πάρτι, που ήταν και η ευκαιρία της Φοίβης να γνωρίσουν κι από κοντά οι γονείς τον αγαπημένο της. Βεβαίως η μαμά ήξερε από καιρό για το ειδύλλιο, αλλά τώρα ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε από κοντά. Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν κάτι παραπάνω από θετικές. Για επιβράβευση της κόρης του ο μπαμπάς της ανακοίνωσε ότι το δώρο του είναι ένα αυτοκίνητο. Από προηγουμένως και οι τρεις κόρες είχαν πάρει εγκαίρως άδεια οδήγησης. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα η Φοίβη το χρησιμοποιούσε για ποικίλους σκοπούς, ένας εκ των οποίων ήταν να επισκέπτεται τον Κώστα που, ως έφεδρος αξιωματικός υπηρετούσε τη θητεία του στη Θήβα. Έβαλε λυτούς και δεμένους στο κόμμα να τον φέρει στην Αθήνα και τελικώς το πέτυχε κι αυτό. Μάθαινε έτσι από νωρίς πως λειτουργούν τέτοιου είδους ζητήματα κι άρχισε να ανοίγει παρτίδες με υψηλόβαθμα και επώνυμα στελέχη του κομματικού μηχανισμού. Γκρίνιαζε ο συντηρητικός μπαμπάς που η κόρη του, η δικηγορίνα, τριγύρναγε αστεφάνωτη μ’ έναν άντρα, έστω κι αν αυτός είναι σοβαρό παιδί και επιστήμονας. Δικηγόρος κι αυτός ντε! Και με την πρώτη ευκαιρία που τους είδε μαζί το πέταξε «Ρε παιδιά, έτσι θα σέρνεστε εσείς; Σπουδές κάνατε, πτυχία πήρατε. Γιατί δεν βάζετε κι ένα στεφάνι στο κεφάλι σας να αντιμετωπίζετε με καθαρό μέτωπο την κοινωνία;» Ο Κώστας ένιωσε υποχρέωσή του να απαντήσει «Μα κύριε Αντρέα ακόμα δε βγάζουμε δραχμή κι εγώ θέλω μήνες να απολυθώ. Με τι θ’ ανοίξουμε από τώρα σπιτικό;» Η Φοίβη δυσανασχέτησε, με ενόχληση και θυμό, για την παρέμβαση του πατέρα της «Έλα ρε μπαμπά μην επεμβαίνεις!» Απτόητος κι αποφασισμένος ο κυρ Αντρέας συνέχισε «Γι αυτό μην ανησυχείτε καθόλου! Η Φοίβη έχει δικό της σπίτι. Καινούριο! Εσείς θα μπείτε πρώτοι. Τώρα είναι άδειο και μπορείτε να το επιπλώσετε με το γούστο σας. Τα έξοδα είναι δικά μου. Θεωρήστε το ως την προίκα στη πρωτότοκη κόρη μου. Άντε πάρτε το απόφαση, να τελειώνουμε και μ’ αυτό» Η μάνα σ’ όλη αυτή τη συζήτηση έμεινε αμέτοχη γιατί δεν είχε ξεκάθαρο μέσα της ποιο είναι σωστό και ποιο είναι λάθος. Σίγουρα δεν ήθελε να εκβιάσει το γάμο, μα αν τα παιδιά συμφωνούσαν, της ίδιας δεν της έπεφτε λόγος. Δεν ειπώθηκε τίποτα άλλο τότε, αλλά η πρόταση δούλευε μέσα στο μυαλό τους και είδαν όλα τα πλεονεκτήματα που εμπεριέχει. Χωρίς δυσκολία τελικά συμφώνησαν να την δεχτούν. Ο γάμος που έγινε ήταν γεγονός για την οικογένεια. Ο πατέρας δεν τσιγκουνεύτηκε στις δαπάνες και η μάνα σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των αναγκαίων ετοιμασιών που ένας γάμος έχει. Χωρίς βέβαια να βαρυγκωμήσει. Όλα τα αντιμετώπισε στωικά και ως αυτονόητη μητρική υποχρέωση. Ό πατέρας αργότερα κάνοντας το λογαριασμό είδε ότι αυτός ξέφυγε και πρέπει κάπως να συγκρατηθεί. Υπήρχαν και εξωτερικά σημάδια να είναι πιο προσεκτικός με τη σταδιακή επέλαση των αλυσίδων των σούπερ- μάρκετ. Ευτυχώς από νωρίς ο Αντρέας είχε κάνει καλή διάχυση επενδύσεων με ιδιαίτερο τονισμό στις οικοδομές που απέδιδαν καλά. Το ζήτημα ήρθε πιο μπροστά του όταν η τρίτη κόρη κάποια στιγμή μετά το γάμο, του είπε ιδιαιτέρως με ανάλαφρο ύφος ασφαλώς κι ολίγον χαμογελαστά «Μπαμπά έχεις κι άλλες κόρες ε!. Μην το ξεχνάς» Εκείνη το είπε με καλή διάθεση και με μια δόση χιούμορ, αλλά στον ίδιο ακούστηκε σαν βαριά κατηγορία. Ναι! Η μικρή του κόρη έχει το δίκιο της. Θα προσέχει στο μέλλον περισσότερο. 22. Η Φοίβη «κινείται μπροστά» Πιο γρήγορα από τον άντρα της, η Φοίβη, πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Το στρατιωτικό εκείνον τον καθυστέρησε λίγο. Ο γάμος, η άδεια, η κοινωνική αναγνώριση, ήταν οι λόγοι να ξεδιπλωθεί για τα καλά ο πληθωρικός και φιλόδοξος χαρακτήρας της. Εδώ και καιρό, με ιδιαίτερη προσπάθεια έδινε τον αγώνα της μέσα στον κομματικό μηχανισμό να απλώσει τις γνωριμίες της στο ευρύτερο και ανώτερο στελεχικό δυναμικό του κόμματος. Και είχε μεγάλες επιτυχίες. Η εντυπωσιακή παρουσία της, η στοχοπροσήλωση στα σχέδια της σύντομα είχαν τους καρπούς τους. Ένας από τους ανερχόμενους υπουργούς της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εκτίμησε όλα τα προσόντα της και της έκανε την πρόταση «Θέλεις Φοίβη να αναλάβεις τη διεύθυνση του πολιτικού μου γραφείου; Εγώ πιστεύω στις ικανότητες σου και σε θέλω κοντά μου» Προφανώς χάρηκε και το είδε σαν ευκαιρία μοναδική να εισχωρήσει στα σημεία που λαμβάνονται οι αποφάσεις, αλλά ήθελε να κρατήσει και τα προσχήματα. Μην τη θεωρήσει και λιμασμένη « Δεν πρέπει να συνεννοηθώ πριν και με τον άντρα μου; Θα σας απαντήσω, κύριε υπουργέ, αύριο» « Μην το αμελήσεις γιατί οι εξελίξεις τρέχουν» Σαφής προειδοποίηση ότι δεν είναι κι αναντικατάστατη. Το ίδιο βράδυ το συζήτησε με τον άντρα της τον Κώστα. «Λέω Κώστα να δεχτώ. Για μένα είναι μια ευκαιρία. Άλλωστε αν ανέβω στο μηχανισμό θα μπορώ από καλύτερη θέση να προωθήσω τους στόχους σου για πολιτική καριέρα» Κάτι τον ενοχλούσε εκείνον, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Δυνατότητα για διαφορετική απάντηση από το ναι δεν έβλεπε μπροστά του. Έτσι αναγκαστικά δέχτηκε το αναπόφευκτο. «Να πας Φοίβη, αλλά κορίτσι μου, σε παρακαλώ, πρόσεχε τον εαυτό σου!» Πολύ σύντομα η Φοίβη έλεγξε στο γραφείο του υπουργού την κατάσταση. Μοίρασε συγκεκριμένες και ξεκάθαρες αρμοδιότητες στους δυο προϋπάρχοντες υπαλλήλους κι έδειξε με καθαρό τρόπο απ’ την πρώτη στιγμή ποιος είναι εδώ μέσα το αφεντικό. Σύντομα φάνηκαν τα πρώτα θετικά αποτελέσματα. Ο υπουργός της έδειξε πολλαπλώς την ικανοποίησή του και από ένα σημείο και πέρα αποφάσισε ότι τη θέλει κοντά του. Κι ο ίδιος έδινε τη μάχη στην κατανομή της εξουσίας μέσα στο κόμμα και την κυβέρνηση. Της το είπε «Σε θέλω στο υπουργείο. Σε θέλω κοντά μου, Φοίβη. Πιστεύω ότι έχεις τις ικανότητες και μπορείς να με βοηθήσεις. Το γραφείο μπήκε πια στο δρόμο του χάρη σε σένα. Μπορείς να προτείνεις το πρόσωπο που θα σε αντικαταστήσει» Η Φοίβη κάθισε για λίγο χρόνο σοβαρή, δήθεν ότι το σκέφτεται, και στη συνέχεια με αποφασιστικότητα του είπε «Άκουσε με κύριε υπουργέ. Είμαι ολόκληρη στη διάθεσή σου, αλλά έχω κι εγώ έναν όρο να θέσω. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα το κάνεις. Σκέψου και τη δική μου θέση. Ζητώ μια αντιπαροχή και σου υπόσχομαι ότι θα στην επιστρέψω πολλαπλώς…..» «Πες μου τι θέλεις και θα στο κάνω!» «Θέλω να διορίσεις τον άντρα μου νομικό σύμβουλο σ’ έναν απ’ τους οργανισμούς που εποπτεύεις ή σε μια τράπεζα. Να ξέρεις τότε ότι θα νιώσω απελευθερωμένη από το βρόχο που με πνίγει. Μετά θα είμαι δική σου» Το σκέφτηκε, το ζύγισε και την ξαναρώτησε «Μου υπόσχεσαι ότι θα είσαι μαζί μου;» «Ναι θα είμαι!» «Θα το κάνω μέσα στο μήνα! Έλα απ’ αύριο στο γραφείο μου» Γεμάτη χαρά και περηφάνια το ανακοίνωσε στον άντρα της. Μια τόσο ικανή γυναίκα, μέσα στα πράγματα της ζωής, δεν μπορούσε να υποπτευθεί το πλήγωμα που ζει ένας άντρας που νιώθει ότι η γυναίκα που αγαπά και παντρεύτηκε του γλιστράει μέρα με τη μέρα μέσα απ’ τα χέρια του. Δεν είχε τα περιθώρια ν’ αρνηθεί μια τέτοια δελεαστική πρόταση που δια μιας θα του έλυνε το βιοποριστικό του πρόβλημα, αφού επιπροσθέτως θα συνοδευόταν με ελαστικό ωράριο και ικανοποιητική αμοιβή. Τον κυνηγούσε όμως το γεγονός ότι η γυναίκα του είχε προχωρήσει περισσότερο απ’ τον ίδιο κι αυτή ήταν που καθόριζε τις εξελίξεις. Θα προτιμούσε σίγουρα τα πράγματα να είναι ανάποδα. Όμως προς το παρόν δεν είχε κι άλλη επιλογή. Ας έκαμε υπομονή ελπίζοντας στην πορεία τα πράγματα θ’ αλλάξουν. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως ο υπουργός φρόντισε μέσα στα χρονικά περιθώρια που είχε υποσχεθεί, υπερνικώντας μια σειρά δυσκολίες, ακόμα και νομικά εμπόδια, να υλοποιήσει την υπόσχεση του Ο διορισμός του Κώστα ψηφίστηκε ομόφωνα από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας στη πρώτη συνεδρίαση του. Όταν το επόμενο πρωινό μπήκε η Φοίβη στο γραφείο του υπουργού το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά. Χωρίς καθυστέρηση τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά στα δυο μάγουλα «Είσαι κύριος που κρατάει το λόγο του. Θα σου το ανταποδώσω. Να με θεωρείς από δω και πέρα ως τον άνθρωπό σου» Το ίδιο θερμά και ίσως πιο εκδηλωτικά ανταποκρίθηκε κι ο υπουργός στο αγκάλιασμά της. Την έσφιξε πάνω του με δύναμη κι έμφαση περισσότερη από μια απλή αβροφροσύνη. Η άλλη δεν εκδήλωσε η κάποια ένδειξη ενόχλησης για το προκείμενο «Εντάξει, Φοίβη! Πάμε τώρα να δουλέψουμε! Έχουμε πολλά να κάνουμε μαζί από δω και πέρα» 23. Η Ντόρα ζητά το μερτικό της Το μπακάλικο του Αντρέα δεν ήταν εδώ και καιρό ένα μαγαζί της γειτονιάς. Τόσο από τα τετραγωνικά του χώρου που εκτεινόταν, τόσο από τον όγκο της διπλανής- πάντα γεμάτης με προϊόντα- αποθήκης, όσο κι από την ευρύτατη ποικιλία των προσφερομένων αγαθών και τη διαλεγμένη ποιότητά τους. Όλα αυτά ήταν αδιάσειστα στοιχεία ότι πρόκειται για ένα πρώιμο μεγάλο σούπερ μάρκετ. Μέσα εργάζονταν πια συνολικά δέκα άτομα. Ταμίες, άτομα που εξυπηρετούσαν τους πελάτες, άτομα που έκαναν τις προμήθειες. Όλα ήταν οι αποδείξεις ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση που βάδιζε ως καλοδουλεμένη μηχανή. Ο Αντρέας παρακολουθούσε της τάσεις της αγοράς και έκανε έγκαιρα τις αναγκαίες προσαρμογές. Με τις εξελίξεις αυτές αναδύθηκε από μέσα του η παλαιά πληγή «Αχ μωρέ ας είχα κι εγώ ένα αγόρι να μου δώσει ένα χέρι βοήθειας και τότε θα βλέπανε. Όπως έκανα εγώ με τον πατέρα μου! Ένα γιο που επάξια θα αναλάβει αργότερα τη δουλειά! Μέχρι πότε, τώρα, εγώ θα αντέχω;» Ο φόρτος εργασίας μεγάλωνε, ενώ οι αντοχές μειώνονταν. Τι θα γίνει στο μέλλον; Αυτά του παίδευαν όλο και περισσότερο το μυαλό και αναζητούσε λύσεις. Μια μεγάλη αλυσίδα που επεκτεινόταν του είχε ήδη κάνει προσφορά για εξαγορά, αλλά σε πρώτη φάση το αρνήθηκε κάθετα. Τη δουλειά την κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του κι έχει και ηθικούς λόγους να τη συνεχίσει ο ίδιος. Το συζήτησε και με τη Χρυσούλα, που έβλεπε το μελλοντικό αδιέξοδο, αλλά αυτή δεν τόλμησε να του πει καθαρά τη γνώμη της, μην τον πληγώσει. Έτσι προς το παρόν το πρόβλημα έμενε σε εκκρεμότητα. Απλώς αύξανε χρόνο με το χρόνο τη συμμετοχή του στις οικοδομές, μια δραστηριότητα που έδειχνε αχτύπητη στο πέρασμα του χρόνου. Τότε εμφανίστηκε στο μαγαζί η μικρή του κόρη. Τι μικρή δηλαδή; Το Ντοράκι ήταν ολόκληρη πια κι όμορφη κοπέλα που σχεδόν τελείωνε τις σπουδές της και σύντομα θα έπαιρνε το πτυχίο της. «Καλώς το μωρό μου! Καλώς το Ντοράκι μου! Κάτσε άνετα, κορίτσι μου, στο γραφείο μου και σ’ ένα λεπτό έφτασα» Πράγματι σε λιγότερο χρόνο ήρθε κι αυτός μέσα «Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ κοριτσάκι μου; Έχεις χρόνια να πατήσεις μέσα στο μαγαζί μας. Πες μου τι θέλεις; Είμαι όλος αυτιά» «Μπαμπά μου ξέρω τον αγώνα που κάνεις για μας κι είναι μια ευκαιρία τώρα να στο πω μπροστά σου. Και σ’ ευχαριστώ!» «Μην το ξαναπείς! Υποχρέωση μου είναι. Είστε οι κόρες μου! Λοιπόν;» «Σε λίγο καιρό, μπαμπά, παίρνω το πτυχίο μου απ’ τη σχολή και σκέφτομαι για τη συνέχεια. Θέλω να πάω στο εξωτερικό. Μάλλον το φαντάζεσαι. Να ξέρεις ότι θα χρειαστούν επιπλέον χρήματα και θέλω την έγκρισή σου πάνω στο θέμα» «Το ξέρεις ότι για σένα θα έκανα τα πάντα. Έχεις καμιά αμφιβολία;» « Όχι! Το ξέρω. Απλώς υπάρχει και κάτι άλλο κι αυτό θέλω να το συζητήσω μόνο με σένα. Ξέρεις ότι όλα τα χρόνια στη σχολή είμαι με τον Ιάσονα. Μαζί μπήκαμε στη σχολή, μαζί διαβάζαμε, μαζί θα τελειώσουμε. Είναι καλός χαρακτήρας, θετικός άνθρωπος κι είμαι δεμένη πολύ μαζί του. Μπορεί να είσαι ενημερωμένος από τη μαμά. Δεν έχει την οικονομική άνεση για τα δίδακτρα και σκέφτομαι ότι κάνοντας εγώ οικονομίες μπορώ να τον βοηθήσω, μαζί και με τη δική σου συνδρομή για την αρχική μας εγκατάσταση έξω» Ο Αντρέας έμεινε για λίγο χρόνο σιωπηλός. Μετά με αποφασιστικότητα την ρώτησε «Τον αγαπάς Ντόρα μου; Πες μου ειλικρινά και χωρίς φόβο. Είναι άξιος να γίνει ο άνθρωπός σου;» Χωρίς δισταγμό του απάντησε αμέσως «Ναι πατέρα!» «Δέχομαι τότε το αίτημα σου, αλλά με έναν όρο. Να τον φέρεις εδώ να κάνουμε μια συζήτηση οι τρεις μας. Μόνο εμείς οι τρεις. Κανένας άλλος δεν θα το μάθει. Έχω να σας κάνω μια πρόταση. Καμιά υποχρέωση αν θα σας ενδιαφέρει ή όχι. Αυτό που μου ζήτησες είναι έτσι κι αλλιώς εξασφαλισμένο. Στο υποσχέθηκα και ξέρεις ότι μπορώ να κρατώ το λόγο μου» «Δεν ξέρω πως θα το πάρει, αλλά θα προσπαθήσω να τον φέρω» «Ντόρα μια ζωή είσαι η πιο θετική και ρεαλίστρια απ’ τις κόρες μου. Ξέρω ότι δεν θα ολιγωρήσεις και θα κατορθώσεις να τον φέρεις» 24. Ο Ιάσονας Η Ντόρα ήξερε τον πατέρα της και την αδυναμία που είχε στις κόρες του. Όμως την έτρωγε η απορία «Τι αλήθεια θέλει να μας πει; Δεν μπορούμε τελικά να αρνηθούμε. Καλά με τον Ιάσονα δεν έχω πρόβλημα. Θα τον πείσω. Υπομονή λοιπόν και θα το μάθω». Στη μάνα και τις αδελφές δεν είπε κουβέντα. Άλλωστε αυτό το ζήτησε κι ο ίδιος ο μπαμπάς. Βεβαίως έκανε την αμαρτία της και πως τώρα θα τα μπαλώσει; Στον Ιάσονα δεν είχε πει την πρόθεσή της να ζητήσει βοήθεια και γι αυτόν. Ήταν δική της πρωτοβουλία και μόνο. Όταν τον είδε το βράδυ στο μέρος που συναντιόνταν πάντα του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Ο Ιάσονας στην αρχή κλώτσησε. Φυσιολογική αντίδραση, αλλά δεν της ήταν δύσκολο για την Ντόρα να τον φέρει στα νερά της. Τη ρώτησε τελικά «Υποπτεύεσαι τι είδους πρόταση έχει στο μυαλό του;» «Δεν έχω ιδέα, αλλά και δεν αγωνιώ. Μου είπε εντάξει στο αίτημα μου» Δε βιάστηκαν να του κλείσουν ραντεβού. Άφησαν να περάσουν δυο-τρεις μέρες και μετά η Ντόρα του τηλεφώνησε. Το ραντεβού κλείστηκε για το ίδιο βράδυ στο μαγαζί αμέσως μετά το κλείσιμο «Να έχουμε την ησυχία μας» της είπε ο πατέρας της Το βράδυ έφτασαν εγκαίρως στο ραντεβού. Η υποδοχή στον Ιάσονα ήταν ευγενική με την αρχική επιφυλακτικότητα της πρώτης γνωριμίας. Τον ρώτησε τα τυπικά, για τους δικούς του κι αφού τέλειωσε αυτή η φάση άρχισε να μιλάει «Παιδιά μου χαίρομαι που μεταξύ σας τα βρήκατε. Έχω τη γνώση πόσο δύσκολο είναι αυτό τη σήμερον ημέρα και σας συγχαίρω. Μη με διακόψετε κι αφήστε με να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο έζησα πάνω από τριάντα χρόνια με τη συνεχή σκέψη να εξασφαλίσω στην οικογένειά μου το καλύτερο. Κουράστηκα πια» Δεν κρατήθηκε η Ντόρα και τον διέκοψε «Έλα ρε μπαμπά! Ας τα αυτά, μια χαρά είσαι! Υγιής και δυνατός μην λες τέτοια πράγματα. Με στεναχωρείς. Για μας όλους είσαι το βουνό της θέλησης και της δύναμης» Ο Αντρέας χαμογέλασε ευχαριστημένος απ’ τα λόγια της κόρης του. Παίρνοντας μια ανάσα συνέχισε «Το πνεύμα πρόθυμο, κόρη μου αλλά η σαρξ αδύνατος! Τέλος πάντων. Ίσως να μην έχετε την εικόνα της αγοράς, αλλά σας ενημερώνω ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο μας είναι αμείλικτος. Οι αλυσίδες των σούπερ-μάρκετ εξαπλώνονται με γρήγορους ρυθμούς και δεν θα χρειαστεί ακόμα πολλής χρόνος να καταπιούν όλα τα μικρά μπακάλικα. Βέβαια εγώ έχω μεγάλο μαγαζί και δύσκολα θα με κάνουν ζάφτι. Όμως ο κερατένιος χρόνος δεν αστειεύεται. Καμιά από τις τρείς κόρες μου δεν ενδιαφέρθηκε για τη δουλειά μου. Αυτή όμως η δουλειά μας έζησε, αυτή μου αυγάτισε την περιουσία μου και τη σέβομαι. Μου έγινε τις προάλλες μια καλή πρόταση από γνωστή αλυσίδα να πουλήσω την επιχείρηση κι ακόμα δεν έχω δώσει απάντηση. Έχω ένα χρονικό περιθώριο δέκα ακόμα ημερών να απαντήσω. Αυθόρμητα στην αρχή αντέδρασα αρνητικά μα καθώς περνούν οι μέρες όλα αρχίζουν ν’ αλλάζουν μέσα μου..» «Ωχ! Θα μας κάνει πρόταση να την αναλάβουμε εμείς», είπε από μέσα της η Ντόρα «δε σφάξαμε όμως! Ούτε μια στα χίλια» Ο πατέρας συνέχισε το συλλογισμό του «Ξέρω ότι δεν ενδιαφέρεστε! Γι αυτό άλλωστε κοπιάσατε τόσα και τόσα χρόνια…» Αναστεναγμός ανακούφισης από την Ντόρα. Ο Ιάσονας σοβαρός κι αμίλητος πρόσεχε τα λόγια του πατέρα της «..με τις σπουδές σας και την αγάπη σας σ’ άλλα πράγματα. Μη φοβάστε! Καταλαβαίνω την επιθυμία σας να συνεχίσετε τις σπουδές σας, τις γνώσεις και τις εμπειρίες σας και τη σέβομαι. Βέβαια η μόρφωση έχει τη δική της ανεξάρτητη αξία, αλλά ένας από τους κύριους λόγους που κάποιος σπουδάζει δεν είναι η επαγγελματική επιτυχία και η εφαρμογή στην πράξη αυτών που θεωρητικά μάθατε; Ποιος είναι το κυριότερο κίνητρο των μεταπτυχιακών σπουδών; Ο εμπλουτισμός του ατομικού σας φακέλου με προσόντα που θα εκτιμήσει ο μελλοντικός σας εργοδότης. Σωστό και κατανοητό, Όμως αν εξαρχής είστε εσείς τα αφεντικά; Τότε ένα τουλάχιστον μέρος αυτού του επιχειρήματος δεν χάνει την αξία του;» Πάλι επενέβη η κόρη του «Δεν σε καταλαβαίνω μπαμπά. Τι εννοείς;» «Σου είπα απ’ την αρχή. Άσε με να ολοκληρώσω» «Συγνώμη. Εντάξει συνέχισε..» «Δεν ξέρω αν είσαι ήδη πληροφορημένη, αλλά από καιρό- βλέποντας την τάση της αγοράς- έχω στραφεί και στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Η αδελφή σου η Φοίβη πήρε ένα από αυτά διαμερίσματα και σ’ αυτό κατοικεί. Ποια είναι τελικά η πρότασή μου; Ξέρω ότι σας γκάστρωσα στο περίμενε. Έχω να σας προτείνω το εξής: Αντί να φύγετε έξω, όπου μπορείτε να πάτε όπου κι όποτε θέλετε σε ταξίδι αναψυχής να αρχίσετε αμέσως μετά το πτυχίο εδώ τις δουλειές σας. Θα σας ιδρύσω μια δική σας εταιρεία με ισότιμη συμμετοχή και των δυο σας..» Νέα απόπειρα της Ντόρας να τον διακόψει δεν πέρασε. Αυστηρά δεν της το επέτρεψε «..Ήδη σας έχω έτοιμη την πρώτη μεγάλη δουλειά. Το άδειο οικόπεδο δίπλα στο σπίτι μας το έχω από καιρό αγοράσει. Εκεί θέλω να χτίσω την εξής οικοδομή. Το ισόγειο καταστήματα και από πάνω τρία όροφοδιαμερίσματα για τις κόρες μου. Τα σχέδια δικά σας. Δεν θέλω τώρα απάντηση. Ήδη τ’ αυτιά μου είναι βουλωμένα. Σπουδές μπορείτε να συνεχίσετε αργότερα, αλλά γιατί να μην παρακολουθείτε μόνοι σας τις εξελίξεις της επιστήμης σας; Εγώ σπούδασα; Κι όμως πέτυχα. Δεν θέλω να μου απαντήσετε τώρα. Το επαναλαμβάνω. Τώρα μπορείτε να φύγετε, αλλά πρέπει να έχω την απάντησή σας σε τρεις μέρες από σήμερα. Έγινε; Α! Και στο σπίτι μέχρι την απάντηση κουβέντα. Η συζήτηση θα μείνει μεταξύ μας. Ιάσονα χάρηκα πολύ για τη γνωριμία μας» Οι δυο τους ήταν αιφνιδιασμένοι, αλλά δεν τους επέτρεψε να πουν τίποτα. Ο Ιάσονας φυσιολογικά, αλλά και η Ντόρα που δεν ανάμενε κάτι τέτοιο. Έφυγαν και τότε άρχισε η μεταξύ τους συζήτηση «Τι λες εσύ Ιάσονα;» τον προκατέλαβε η Ντόρα Αυτός δίστασε να μιλήσει, αλλά και δεν μπορούσε να κάνει το χαζό «Δικός σου πατέρας είναι κι εσύ προηγείσαι, Αλλά αφού θες να πω κάτι είναι το εξής. Η πρόταση του πατέρα σου είναι πάνω από γενναιόδωρη και μας ανοίγει διάπλατα το δρόμο της επαγγελματικής αποκατάστασης. Το είπε καθαρά. Για ότι άλλο επιθυμούμε υπάρχει και το αργότερα. Να αρνηθώ την πρόταση και να του ζητήσω λεφτά για τις σπουδές μου στο εξωτερικό το βλέπω σαν ενέργεια με περίσσιο θράσος. Δεν θα το δεχόμουν με τίποτα. Όμως ξέρεις πόσο ενδιαφέρομαι για σένα και πόσο θέλω την ευτυχία σου. Αν επιμένεις να φύγουμε θα πρέπει να περιμένεις λίγο να κάνω το κουμάντο μου. Θα ζητήσω να βρω δουλειά και να κάνω το πρώτο μάζεμα χρημάτων. Τουλάχιστον τα εισιτήρια. Εκεί κάποια απασχόληση θα είναι ποιο εύκολο να βρεθεί» Η άλλη τον άκουγε αμίλητη αλλά προσεκτικά. Από μέσα της θα προτιμούσε να φύγουν έξω. Είναι μωρέ και η περιπέτεια στη μέση. Μόνοι τους έξω να ζήσουν και το κάτι άλλο, να δούνε μέρη, κτήρια να επισκεφθούν μουσεία. Μέσα στο μυαλό της είχε και κρυφές σκέψεις, Να σπουδάσει διακόσμηση εσωτερικοί χώρου και ίσως κάποια μαθήματα ζωγραφικής. Να φύγει όμως μόνη της το απέκλειε κάθετα. Χωρίς τον Ιάσονα δεν πάει πουθενά. «Αχ! Αυτός ο μπαμπάς μου έκλεισε όλες τις τρύπες διαφυγής» μουρμούρισε από μέσα της. Στον Ιάσονα που με αδημονία περίμενε τη γνώμη της του είπε «Άσε να το σκεφτούμε λίγο ακόμα. Κι αύριο μέρα του θεού είναι» Η αλήθεια ήταν ότι το θέμα είχε κλειδώσει. Απλώς αντιδρούσε να το δεχτεί έτσι με το πρώτο. Η απάντηση στον πατέρα της θα ήταν θετική 25. Η «βόμβα» Ο Αντρέας ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Έτσι που τα ρύθμισε μπορούσε με ασφάλεια να εικάσει από πριν τη θετική απάντηση των παιδιών. Όταν σε δυο μέρες η κόρη του είπε ιδιαιτέρως το «ναι» στο σπίτι οι επόμενες κινήσεις του ήταν αστραπιαίες. Υπέγραψε το συμβόλαιο μεταβίβασης της επιχείρησή του. Αυτό θα γινόταν σ’ ένα μήνα. Είχε φροντίσει να εξασφαλίσει τη συνέχιση της απασχόλησης για τους υπαλλήλους του και μάλιστα όταν πήρε την επιταγή της αξίας της μεταβίβασης έδωσε σ’ όλους την νόμιμη αποζημίωση για τα χρόνια εργασίας σ’ αυτόν. Τους εξήγησε ότι η θέση τους δεν αλλάζει, αλλάζει μόνο ο εργοδότης τους. Με περηφάνια εισέπραξε τις ευχαριστίες τους Εκεί που η είδηση έσκασε σαν βόμβα ήταν στην οικογένεια, με εξαίρεση την Ντόρα που τα ήξερε όλα, αλλά σύμφωνα με την οδηγία του μπαμπά έκανε την ανήξερη. Τέλος το μπακάλικο; Μα είναι δυνατόν; Ο μπαμπάς μια ζωή ήταν δεμένος με το χώρο αυτό. Στη γυναίκα του οι εντυπώσεις ήταν αμφίσημες. Επιτέλους ο άνθρωπος να ξεκουραστεί και λίγο βρε αδελφέ. Να πάρει μια ανάσα. Πώς όμως θα γεμίζει τώρα τη μέρα του; Σε λίγες μέρες θα μάθαινε τα νέα σχέδια του άντρα της. Κι αυτά θα την καθησύχαζαν. Η Φοίβη, πολυάσχολη με νέους κύκλους, όταν το έμαθε είπε «Καλά έκανε ο μπαμπάς!» Η Νίκη δεν το σχολίασε καθόλου. Την είχαν λίγο συνηθίσει, αλλά δεν ήξεραν ότι το εσωτερικό της μπλέξιμο ήταν κάτι περισσότερο από το σύνηθες. Αυτό πέρασε απαρατήρητο ακόμα κι από την οξυδερκή μάνα της Η Ντόρα αρκέστηκε σ’ ένα απλό «Συμφωνώ» Ήξερε ποιο είναι τώρα το καθήκον της. Ο Ιάσονας κι αυτή έστρωσαν τον κώλο τους κάτω και σε λίγους μήνες θα έπαιρναν το πτυχίο τους Στο πάρτι εορτασμού του γεγονότος που ακολούθησε στην οικογένεια παρών ήταν κι ο Ιάσονας, που λίγο ως πολύ τον ήξεραν όλοι καθώς και τον πολύχρονο δεσμό του με την Ντόρα. Εκεί πληροφορήθηκαν όλοι ότι οι δυο τους ανοίγουν κοινό γραφείο κι ότι θα παραμείνουν στην Ελλάδα. Ο χρηματοδότης του σχεδίου τους ακόμα ήθελε να παραμείνει αφανής. Άλλωστε κανείς δε έθιξε αυτή τη διάσταση του θέματος, Στο πάρτι αυτό η μάνα κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει στη δεύτερη κόρη της. Την πήρε ιδιαιτέρως και τη ρώτησε πιεστικά «Τι γίνεται με σένα, κόρη μου; Θέλω να το συζητήσουμε σύντομα μαζί. Τελευταία δεν σε βλέπω πολύ καλά» «Άσε με ρε μάνα. Εντάξει κάποια στιγμή θα τα πούμε. Μην ανησυχείς» Αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Έπρεπε να ανησυχεί και μάλιστα ιδιαίτερα. Η Νίκη ήταν μπλεγμένη και σε μεγάλο πρόβλημα 26. Το αδιέξοδο της Νίκης Είχαν γίνει πολλοί καυγάδες με τον Μίλτο, Παρά τις προσπάθειές του να την πείσει πάνω στους σκοπούς της οργάνωσης η Νίκη κλώτσαγε και δεν τους ενστερνιζόταν. Το αντίθετο μάλιστα. Εκείνη είχε δημιουργήσει τα πρώτα ρήγματα στην απόλυτη αφοσίωση του Μίλτου στον αδελφό του Δημήτρη. Αυτός παρέμενε αδιάλλακτος και φανατικός. Επιπλέον θα πρέπει να προστεθεί και η εξής διάσταση. Ζώντας καιρό εκτός κοινωνίας, αφού δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους και τη ζώσα κοινωνία είχε αποκτήσει και εκδικητικά χαρακτηριστικά. Κανονικά θα έπρεπε να το βάλει στα πόδια για να σώσει το τομάρι της, αλλά- ας το διάολο- ενδιαφερόταν για τον δικό της άνθρωπο κι ήθελε να τον πάρει κι αυτόν μαζί της. Δεν το είχε μέχρι στιγμής κατορθώσει κι ίσως προσέγγιζε η ώρα να φύγει, έστω και μόνη της. Της είχαν γίνει προτάσεις, ακόμα και περιφερειακής, συμμετοχής σε κάποιες από τις παράνομες ενέργειες της οργάνωσης, αλλά συνάντησαν την ανένδοτη άρνηση της. Είχε πλέον κουραστεί και προσέγγιζε η οριακή στιγμή. Τα είχε κάνει σκατά και με τις σπουδές της, Ενώ είχε στην αρχή ξεκινήσει με φόρα κι έδειχνε ότι θα πάει φουλαριστή στο τέλος σιγά-σιγά αφηνόταν στη χαλαρή ατμόσφαιρα της παρέας της και από ένα σημείο και πέρα την πήρε η κατηφόρα. Για να είμαστε δίκαιοι ο ένας τουλάχιστον χρόνος καθυστέρησης δεν οφειλόταν σε δικές της αβελτηρίες. Οφειλόταν σε αντικειμενικούς λόγους. Απεργίες των φοιτητών της σχολής της. Καταλήψεις κτηρίων και όλα τα άλλα συνήθη πλέον φαινόμενα στο διαλυμένο αυτήν την περίοδο Πανεπιστήμιο. Στις ερωτήσεις της μάνας της γιατί δεν έχει ακόμα τελειώσει απαντούσε αόριστα για τις ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στη σχολή της και μια σειρά άλλες ψεύτικες δικαιολογίες που βέβαια εκείνη δεν την έπειθαν, αλλά η ίδια κρατούσε στάση αναμονής και κατανόησης γνωρίζοντας τις δυσκολίες της σχέσης της με τον Μίλτο.. Όμως και οι δυο έκαναν το ίδιο λάθος. Πολλές φορές μπορεί κάποιος να βρεθεί μπλεγμένος σε καταστάσεις που όχι μόνο δεν συμμετείχε, αλλά επιπλέον και διαφωνούσε κάθετα. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές στη ζωή και κάποιος πρέπει να το έχει πάντα υπόψη του. Ένα βράδυ που καθόταν αμέριμνη στα γραφεία της οργάνωσης περιμένοντας τον Μίλτο να τελειώσει από μια σύσκεψη που γινόταν στο ιδιαίτερο γραφείο έγινε ξαφνική έφοδος της Αστυνομίας και μάζεψαν όλους όσους ήταν μέσα. Άντε τώρα ν’ αποδείξεις ότι εσύ δεν είσαι ελέφαντας. Η επίσημη προμετωπίδα της οργάνωσης ήταν ότι είναι μια κίνηση με πολιτιστικά ενδιαφέροντα και ο χώρος των γραφείων είναι χώρος όπου οργανώνονται εκδηλώσεις για πολλά και διάφορα με ελεύθερη και εθελοντική συμμετοχή. Παρουσίαση βιβλίων, προβολή ταινιών, οργάνωση εκθέσεων νέων ερασιτεχνών ζωγράφων, συζητήσεις σε επίκαιρα πολιτιστικά γεγονότα κι όλα τα συναφή. Και πράγματι αυτά γίνονταν. Αλλά όχι μόνον αυτά. Δυστυχώς. Κάτω από αυτήν την αθώα επιφάνεια, κάποιοι αφανείς και σκοτεινοί τύποι, με άλλες καταχθόνιες επιδιώξεις, κινούσαν τα νήματα των παράνομων δραστηριοτήτων. Όμως η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Η Νίκη δεν ήταν αφελής, Ήξερε ότι πίσω από αυτή την αθώα πρόσοψη υπάρχει κάτι περισσότερο. Αφού της είχε γίνει επανειλημμένα ψηστήρι να λάβει κι αυτή μέρος. Δυστυχώς μετά από την έρευνα που έγινε στα γραφεία βρέθηκε πληθώρα ενοχοποιητικών στοιχείων- κυρίως στην κλειδωμένη αποθήκη- και η υπόθεση απόκτησε εκ των πραγμάτων άλλες διαστάσεις. Ο Αντρέας και η Χρυσούλα έτρεξαν αμέσως να συμπαρασταθούν στο παιδί τους, αλλά συνάντησαν πλήρη άρνηση να πληροφορηθούν το οτιδήποτε. «Βρισκόμαστε στη φάση των ανακρίσεων και μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα δεν μπορούμε να σας πούμε τίποτα» «Μα, το κορίτσι μας δεν έχει σχέση κι ούτε συμφωνεί με τέτοια πράγματα. Πήγε εκεί να δει το αγόρι με το οποίο συνδέεται..» «Ας πρόσεχε τις παρέες της, κύριε! Αυτά έχουμε να σας πούμε προς το παρόν. Το θέμα φεύγει σε λίγο απ’ τη δικαιοδοσία μας. Αφορά πλέον τη δικαιοσύνη» Έμειναν άφωνοι. Το κορίτσι τους θα παρέμεινε υπό κράτηση. Κίνησαν γη και ουρανό, μήπως βρούνε καμιά άκρη. Ο συντηρητικός πατέρας απευθύνθηκε σε βουλευτές που ήλπιζε ότι θα τον βοηθήσουν. Άφησε και τη νύξη πως είναι διατεθειμένος να πληρώσει, Τζίφος. Προσέλαβαν έναν από τους καλύτερους κι άρα ακριβότερους δικηγόρους να χειριστεί την υπόθεση. Και τότε επενέβη η Φοίβη. Με τον υπουργό είχαν γίνει κώλος και βρακί. Του το έθεσε σαν καθήκον «Θέλω να ξεμπλέξεις την αδελφή μου! Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Να κινήσεις γη και ουρανό. Θέλω να το πετύχεις» Χρειάστηκαν πολλές συνδυασμένες κινήσεις για να υπάρξει ένα θετικό στο τέλος αποτέλεσμα. Ο ανακριτής απεφάνθη ότι η Νίκη βρέθηκε τυχαία στο χώρο και δεν έχει σχέση με τις παραβατικές πράξεις που οι άλλοι κατηγορούνται. Βεβαίως το αποτέλεσμα είχε το τίμημά του. Δεν αναφέρομαι στα χρηματικά έξοδα, που η οικογένεια μπορούσε εύκολα να τα αντιμετωπίσει. Ο κύριος υπουργός ήθελε και την επιπλέον αμοιβή του από τη Φοίβη, κάτι που βεβαίως δεν γινόταν και για πρώτη φορά. Το πλέον πληγωμένο άτομο από αυτήν την περιπέτεια ήταν η ίδια η Νίκη που τώρα- έστω και καθυστερημένα- συνειδητοποίησε σ’ όλη την έκταση την απερισκεπτία της. Αλλά ο χρόνος και τα τελεσθέντα δεν γυρίζουν πίσω. Τώρα έπρεπε να εισπράξει όλη την ντροπή μέχρι τον πάτο της. Δύσκολή, αλλά κι ανακουφιστική στιγμή ήταν όταν της ανακοίνωσαν πως είναι ελεύθερη κι ότι μπορεί να πάει σπίτι της. Απέξω την περίμενε σύσσωμη η υπόλοιπη οικογένεια και με δάκρυα ανακούφισης αλλά και ντροπής χώθηκε στην αγκαλιά τους βλέποντας ανάγλυφα ότι η οικογένεια είναι το πιο σίγουρο κι ασφαλές καταφύγιο του κάθε ανθρώπου. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος η Νίκη για να ορθοποδήσει ψυχολογικά, αλλά ένα είναι σίγουρο. Από την περιπέτεια αυτή βγήκε πιο έμπειρη και πιο αποφασισμένη. 27. Η Φοίβη κινείται σε υψηλούς κύκλους Ήταν η ιδιαιτέρα του υπουργού! Όχι όποια κι όποια! Ο υπουργός το είχε πολλές φορές τονίσει μέσα στο υπουργείο. Η παλαιά ιεραρχία και τάξη είχε από χρόνια πάει περίπατο. Ήταν το δεξί του χέρι και πρέπει να την ακούνε. Ανάμεσα τους η σχέση είχε προχωρήσει. Στην αρχή δίσταζε. Βλέπεις ήταν παντρεμένη γυναίκα και ο άντρας της ήταν ακόμα στην καρδιά της. Αλλά ήταν και φιλόδοξη κι έβλεπε ότι με τον υπουργό άνοιγαν άλλες προοπτικές. Μαζί έκαναν πολλές συζητήσεις και ο υπουργός πιο προσγειωμένος και ρεαλιστής της άνοιξε τα μάτια «Δεν θα είμαι υπουργός μια ζωή Φοίβη. Μπορεί ο μεγάλος να ξυπνήσει ένα πρωί στραβά και τότε το πουλάκι πέταξε. Θα πρέπει να λύσω το οικονομικό μου πρόβλημα μια και καλή. Κι εσύ θα έχεις το μερτικό σου, μην ανησυχείς. Απλώς χρειάζεται η φάμπρικα να γίνεται με προσοχή κι ασφάλεια. Τα λεφτά πρέπει να είναι ζωντανά κι όχι λογαριασμοί και καταθέσεις που αφήνουν το αποτύπωμα τους. Εγώ θα κανονίζω τις δουλειές, εσύ θα τα εισπράττεις. Θα σε ενημερώνω που θα τα δίνεις, σε άτομο που θα σου λέω και θα κρατάς για την πάρτη σου ένα 5% του ποσού. Μη φοβηθείς, το έχω μελετήσει καλά. Να ξέρεις ότι πολλοί συνάδελφοι κάνουν αυτή τη δουλειά. Εγώ δεν θα είμαι ο ηλίθιος στην υπόθεση να μείνω απέξω» Η Φοίβη αρχικά ήταν διστακτική, αλλά το εύκολο χρήμα της γυάλισε και δεν μπορούσε να μείνει τελικά ασυγκίνητη. Μεταξύ τους, εδώ και μέρες, μέσα στο γραφείο του σε άβολες συνθήκες του δόθηκε ολοκληρωτικά. Ο χώρος που αυτό διαδραματιζόταν, ο άντρας που ήταν ο καινούριος ερωτικός της σύντροφος ήταν οι συνθήκες που της εξασφάλισαν την ερωτική πλήρωση. Το στοιχείο της παράνομης σχέσης την εξιτάριζε και θα ισχυριζόταν ότι χωρίς κόπο και προσπάθεια τελείωσε με επιτυχία. Όταν βρέθηκε μετά με τον άντρα της στο συζυγικό κρεβάτι δεν ένιωσε τόσο άβολα όσο θα πίστευε προηγουμένως. Η καρδιά του ανθρώπου έχει πολλές θέσεις και βρίσκει εύκολα δικαιολογίες και προσχήματα για κάποιες ασύμμετρες, από τυπικούς λόγους, συμπεριφορές. Ποτέ άλλωστε δεν ισχυρίστηκε στο παρελθόν ότι είναι καλόγρια. Πράγματι στις επόμενες μέρες ειδοποιήθηκε ότι έρχονται λεφτά, Ήταν τόσο εύκολο, που της φάνηκε σχεδόν αστείο. Φαρμακοβιομήχανοι που ζήταγαν νέες τιμές για τα φάρμακά τους, μεγαλέμποροι και εισαγωγείς ιατρικού και νοσοκομειακού εξοπλισμού, που ζητούσαν προτίμηση στις κρατικές προμήθειες ήταν ένα από τα πολλά παραδείγματα, που ο παραδόπιστος υπουργός αξιοποίησε για δικό του όφελος, παραμερίζοντας ως εκ τούτου το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρωτοτυπούσε. Συνέχιζε την μακρόχρονη παράδοση της έρημης χώρας που το κράτος δεν το αισθανόταν σαν δικό τους, αλλά σαν ένα τρίτο ξένο ή αδιάφορο παράγοντα, που χωρίς συνέπειες μπορούν να το απομυζούν. Η Φοίβη εκτέλεσε «επιτυχώς» και χωρίς απρόοπτα πολλά δρομολόγια. Της το είχε εξηγήσει ο υπουργός « Αυτός που χρυσώνει τον υπουργό, κορίτσι μου, έρχεται οικιοθελώς να ζητήσει μια εξυπηρέτηση. Δεν πάμε εμείς σ’ αυτόν. Έτσι, δεν υπάρχει περίπτωση να καταγγείλουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Να είσαι άνετη, αλλά να φυλλάξεις τα δικά σου λεφτά σε σίγουρο μέρος και να μην αρχίσεις να τα χαλάς αριστερά και δεξιά νωρίς. Μην μπούμε μόνοι μας στο μάτι ενός τρίτου!» Πράγματι στο πατρικό της είχε μια κρύπτη που την είχε και στο παρελθόν, για διαφορετικό λόγο, χρησιμοποιήσει. Όταν μαζεύτηκε ένα σημαντικό ποσόν πήγε και τα έκρυψε εκεί. Δεν μπορούσε να πηγαίνει κάθε τόσο γιατί στη μάνα της θα δημιουργούσε υποψίες. Αλλά ήταν μια καλή καβάντζα για το μέλλον. Η παρέμβαση του στην περίπτωση της αδελφής της Νίκης στέριωσε περισσότερο την ιδιαίτερη τους σχέση. Μέχρι τώρα δεν είχε ακουστεί, ούτε είχε γραφτεί κανένα σχόλιο. Όμως ήταν πιθανό να σέρνονταν υπόγειες φήμες. Ο δικός της, ο Κώστας, δεν είχε πει κάτι. Άλλωστε δεν υπήρχε και κανένα στοιχείο. Ανίχνευε βέβαια μια ψυχρότητα, αλλά τίποτα περισσότερο. Την είχε ρωτήσει κι ο υπουργός και του απάντησε αρνητικά. Το ίδιο της είπε κι αυτός για τη γυναίκα του. Την ενημέρωσε ότι σχεδιάζει υπηρεσιακό ταξίδι στη Αγγλία και ότι θα ήθελε να την πάρει μαζί του. «Έχεις αντίρρηση καμιά;» «Καμιά! Σίγουρα θα έρθω» Το ταξίδι, επίσημη επίσκεψη για συζητήσεις με τον ομόλογό του Άγγλο υπουργό, τέλειωσε πολύ γρήγορα και στο συνοδό ασφαλείας του έδωσε το ελεύθερο μέχρι την άλλη μέρα να κάνει κι αυτός το κομμάτι και τα ψώνια του. Όλο το απόγευμα μέχρι την άλλη μέρα ήταν δικό τους. Βολτάρισαν ελεύθερα και χωρίς φόβο στους εμπορικούς δρόμους, έκαναν τα ψώνια για τους ανθρώπους που άφησαν πίσω αλλά το πιο σημαντικό ήταν τα πανάκριβα δώρα που έκανε στην ίδια. Όσο και να το παίζει μια γυναίκα υπεράνω κολακεύεται από τα ακριβά δώρα. Είναι λες χωμένο μέσα στο DNA της. Η μόνη έγνοια της ήταν πώς θα τα δικαιολογήσει στον άντρα της. Αλλά η απάντηση της έφτασε αυτόματα στο μυαλό. Θα τα παρουσιάζει ένα- ένα και σε βάθος χρόνου. Εκείνο το βράδυ ο υπουργός ήρθε στο δωμάτιό της κι όλη τη νύχτα επιδόθηκαν στο στερημένο έρωτα, που μέχρι τότε γινόταν μετά φόβου θεού και σε άβολες συνθήκες. Τώρα είχαν στη διάθεσή τους την πολυτέλεια και τις ανέσεις ενός πανάκριβου ξενοδοχείου με το επιπλέον «χαριτωμένο» στοιχείο ότι τα έξοδα τα πλήρωνε το Ελληνικό δημόσιο. Τύψεις κι αναστολές δεν υπήρχαν σ’ αυτή τη φάση. Βλέπεις ότι τέτοιες πράξεις εκείνη την εποχή τις αντιλαμβάνονταν ως μαγκιά, ως εξυπνάδα κι ικανότητα. Ένα σκέφτηκε για τον άντρα της και απευθύνθηκε στον υπουργό «Είχα υποσχεθεί στον άντρα μου να τον βοηθήσω στις πολιτικές του φιλοδοξίες πριν το γάμο μας. Τώρα μου κάνει μούτρα και θέλω κάτι να κάνω για αυτόν. Έτσι για να κλείσω στόματα. Μπορείς να βοηθήσεις να μπει σε κάποιο ψηφοδέλτιο; Μη φοβάσαι εγώ θα συνεχίσω να είμαι στο πλευρό σου» «Φοίβη άκου. Οι βουλευτικές αργούν κι εκεί αποφασίζει ο μεγάλος και η αυλή του. Θα προσπαθήσω, αλλά δεν μπορώ να στο υποσχεθώ. Έχω όμως κάτι άλλο να σου προτείνω. Στις δημοτικές που έρχονται, θέλεις να τον χώσω στο δικό μας ψηφοδέλτιο; Αυτό μπορώ να το κάνω!» «Θα του το πω κι ας κάνει ό,τι θέλει» Επέστρεψε στην Ελλάδα τροπαιοφόρος με δώρα για όλη την οικογένεια και ιδιαίτερα τον Κώστα. Με περηφάνια περιέγραφε τις εντυπώσεις της από το Λονδίνο και τους επίσημους που συνάντησε. Οι δικοί της το χαίρονταν, ο Κώστας σχεδόν μουτρωμένος δε συμμετείχε στη γενική χαρά. Όταν πήγαν στο δικό τους σπίτι άφησε περισσότερο ελεύθερο τον εαυτό του και τα παράπονα εκδηλώθηκαν πιο άμεσα. Η Φοίβη δεν ήθελε και πολλά να κάνει τη σκηνή της «Τι θέλεις; Να μην κάνω τη δουλειά μου; Να παραιτηθώ; Αν κάτι τέτοιο περνάει απ’ το μυαλό σου να τι σβήσεις γιατί δεν θα γίνει. Τι ζητάς επιτέλους, μου λες σε παρακαλώ;» Ο άλλος δεν είχε το κουράγιο για επίθεση κατά μέτωπο και χτύπησε πλαγίως «Έχουμε ένα χρόνο παντρεμένοι και βλεπόμαστε λίγο. Δεν μου λες, εμείς παιδί πότε θα κάνουμε;» Η άλλη με ύφος κατάλληλο του είπε « Εγώ δεν θέλω να γίνω μάνα, Κώστα μου; Ας το όμως για αργότερα μέχρι να τακτοποιηθούν λίγο τα πράγματα. Α! καλά που το θυμήθηκα. Εγώ συνεχίζω να δουλεύω για σένα. Ήδη ζήτησα να μπεις στο ψηφοδέλτιο στις επόμενες εκλογές. Ο υπουργός μου είπε ότι θα προσπαθήσει. Αλλά, ακου, έκανε την εξής σκέψη. «Θα είναι καλύτερα, είπε, να αποκτήσει πείρα και κύκλο μέσα από τις δημοτικές εκλογές που σύντομα θα γίνουν. Θέλεις να δοκιμάσεις;» Η αναφορά του υπουργού κι ότι αυτός θα φροντίσει, τον εκνεύρισε και τον έστειλε στην άλλη άκρη «Όχι δε θέλω! Τη γυναίκα μου θέλω» «Αυτή την έχεις και ηρέμησε! Πάμε τώρα στο κρεβάτι» Η Φοίβη είχε πάντα τον τρόπο της. Και το όπλο της ερωτικής αποπλάνησης το είχε αναγάγει σε επιστήμη. Στον τομέα αυτό η άρνηση ήταν λίγο δύσκολη . 28. Η Νίκη ανασυγκροτείται Η περιπέτεια της Νίκης συγκλόνισε όλη την οικογένεια, αλλά τελικώς είχε και το θετικό της απολογισμό. Ανέδειξε τους ακατάλυτους δεσμούς που ενώνει τα μέλη της. Αυτό ήταν το καταληκτικό συμπέρασμα της κυρά Χρυσούλας. Σε πρώτη φάση σκυλόβρισε τον εαυτό της για την έλλειψη φροντίδας και πρόληψης τέτοιων συμβάντων εκ μέρους της. Αυτή είχε ολόκληρη την ευθύνη. Χωρίς αμφιβολία. Άσε τι λένε οι άλλοι για να την παρηγορήσουν. Αυτή έπρεπε έγκαιρα να το προλάβει. Υπήρχαν όλες οι ενδείξεις κι ως μάνα έπρεπε να το προλάβει. Όμως όταν στο τέλος το παιδί της επανήλθε αθώο στην οικογενειακή εστία, όταν είδε την οικογένεια σύσσωμη να συγκεντρώνεται για να συμπαρασταθεί σε ένα μέλος της τότε ανακουφίστηκε. Για μια ακόμα φορά επαληθεύτηκε το σοφό αρχαίο ρητό. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού!», Ψιθύρισε από μέσα της. Και η Φοίβη; Ας είναι καλά το κορίτσι μου! Έκανε τα αδύνατα δυνατά. Για τον άντρα της φοβήθηκε λίγο μην πάθει κάτι στην ηλικία που βρίσκεται αλλά ευτυχώς για μια ακόμα φορά στάθηκε παλικάρι. Δεν υπολόγισε κόπο και έξοδα για το παιδί του. Δόξα το θεό! Εκείνη που επηρέασαν περισσότερο τα γεγονότα ήταν η πάντα ευαίσθητη και πάντα αναποφάσιστη Νίκη. Στο δωμάτιο μόνη έκανε τον απολογισμό της και το συμπέρασμα ήταν οδυνηρό για την ίδια. Πιάστηκε κορόιδο με όλη τη βαρύτητα της λέξης. Καλά, δεν αδίκησε μόνο τον εαυτό της, αναστάτωσε και ντρόπιασε τους δικούς της. Τόσο ελαφρόμυαλη, τόσο ανεύθυνη, τόσο λίγη πια; Αυτή που επαίρονταν παλαιότερα ότι είναι ο πλέον ευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων! Οι αδελφές της που δεν τις είχε σε εκτίμηση την κρίσιμη στιγμή έτρεξαν κι έδειξαν αμέριστο το ενδιαφέρον τους να ξεμπλέξει. Αυτό πρέπει να της γίνει μάθημα, μάθημα για την υπόλοιπη ζωή της. «Και τώρα τι κάνουμε!» αναρωτήθηκε μόνη της. «Έφτασε η ώρα να πάρω τις αποφάσεις μου!» Το πρώτο που επείγει είναι να τελειώσει τις εκκρεμότητες με το πτυχίο. Ναι! Αυτή θα είναι η προτεραιότητά της. Να ζεστάνει τις επαφές της με τις παλαιές συμφοιτήτριές της, να ξαναμπεί στο κλίμα της σχολής, να δει τι μαθήματα χρωστάει και διάβασμα. Ατέλειωτο διάβασμα, Αυτό το υπόσχεται στον εαυτό της. Μετά; Ποιοι θα είναι οι επόμενοι στόχοι; Κι εδώ απαιτούνται αποφάσεις. Άφησε τελευταίο το κρίσιμο ερώτημα: Με τον Μίλτο τι θα κάνει; Ήδη και πριν τις συλλήψεις στο μυαλό της είχαν εισχωρήσει πολλά ερωτήματα. Για τον Μίλτο είχε νιώσει για πρώτη φορά δυνατά αισθήματα. Τον είχε βαθειά αγαπήσει. Ήταν ο πρώτος κι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο έκανε έρωτα. Όλα αυτά δεν μπορούσε να τα σβήσει δια μιας, αλλά τώρα οι όροι θα ήταν διαφορετικοί. Δεν ξέρει πως ο Μίλτος θα ξεμπλέξει από την περιπέτεια στην οποία έμπλεξε, αλλά χρειάζεται η ίδια να αλλάξει ριζικά περιβάλλον. Να τον δεχτεί πίσω, αν κάποια στιγμή ξεμπλέξει από την περιπέτεια του, το έβλεπε πολύ απίθανο. Η μόνη της απορία είναι πώς θα αντιδράσει όταν κάποια στιγμή βρεθεί ανεπάντεχα απέναντί της. Όμως η πρώτη προτεραιότητα είναι το πτυχίο. Οι αποφάσεις για τ’ άλλα ας μείνουν σε εκκρεμότητα. Το «μπαμ» στην οικογένεια ήρθε από αλλού. Ίσως κι από κει που δεν το περίμεναν. Μια μέρα η μικρή της κόρη, η Ντόρα, απομόνωσε τη μάνα της σ’ ένα δωμάτιο και της το πέταξε λες και τις έλεγε τι θα μαγειρέψει αύριο «Μάνα μάλλον είμαι έγκυος!» Η άλλη έμεινε. Τέτοια είδηση ίσως ανάμενε και ήλπιζε από τη μεγάλη κόρη της, τη Φοίβη. Παντρεμένη σχεδόν ένα χρόνο, λογικά κάποιος από εκεί θα περίμενε να υπάρχει μια τέτοια εξέλιξη. «Πώς σου ήρθε αυτό;» «Έχω καιρό καθυστέρηση» «Με ποιον;» «Τι να σου πω τώρα, ρε μάνα; Γνωρίζω κανέναν εκτός απ’ τον Ιάσονα;» «Και γιατί καθυστέρησες να μου το πεις;» «Δίναμε με τον Ιάσονα τα τελευταία μαθήματα στο πτυχίο κι είπαμε πρώτα να τελειώσουμε τις εξετάσεις» «Είστε τρελοί παιδιά μου; Και τώρα τι θα γίνει;» «Τι θέλεις να γίνει; Παιδί μας θα είναι! Θα κάτσω και θα το γεννήσω!» Της Χρυσούλας της ήρθαν δάκρυα στα μάτια! Η μικρούλα της, το Ντοράκι, θα γίνει μάνα. Πώς πέρασαν, θεέ μου, τα χρόνια! «Το θέλετε κι οι δυο;» «Ναι!» «Εντάξει τότε!. Πρέπει να το πεις στο μπαμπά και να πάμε στο γιατρό! Αυτά είναι σοβαρά πράγματα. Δε γίνονται έτσι στον αέρα» «Πες το εσύ. Δεν θα έχει αντίρρηση» «Πού το ξέρεις αυτό;» «Κάτι ξέρω κι εγώ!» Πάντα η Ντόρα την εντυπωσίαζε. Από μικρή είχε έναν ρεαλισμό και μια ικανότητα σε πολλά θέματα. Όταν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα τεχνικής φύσεως ή βλάβη συσκευής σ’ αυτήν απευθυνόταν κι αρκετές φορές το πρόβλημα λυνόταν χωρίς να χρειαστεί να φωνάξουν τον ειδικό τεχνίτη. Ήξερε την αδυναμία του Αντρέα στη μικρή του κόρη και για να λέει η Ντόρα ότι δεν θα έχει αντίρρηση έτσι θα είναι. Του τηλεφώνησε και του είπε τα καθέκαστα. Εκείνος το μόνο που της είπε ήταν «Πες της κόρης σου αύριο στις 9 το βράδυ να είναι σπίτι. Να έχει μαζί της και τον λεγάμενο» Όταν αυτό συνέβη το επόμενο βράδυ ο πατέρας δεν άφησε κανέναν να μιλήσει. Αποφασιστικός και τελεσίδικος τους είπε «Το κανόνισα με τον παπά Χριστόφορο! Σε δυο Κυριακές από σήμερα γίνεται ο γάμος στον Αη Δημήτρη! Τις προετοιμασίες θα τις αναλάβουμε εγώ και η γυναίκα μου. Εσύ νεαρέ να προσέχεις το κορίτσι μου, γιατί αλλιώς θα σε ψήσω ζωντανό. Δεν μπορούμε να πάμε στην εκκλησία κι η νύφη να έχει μια κοιλιά τούρλα. Δεν θα γίνουμε βορά στο στόμα των κουτσομπόληδων! Έτσι; Είμαστε σύμφωνοι!» Ποιος να τολμήσει και να του φέρει αντίρρηση! Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και η Χρυσούλα σε λίγους μήνες θα γινόταν για πρώτη φορά γιαγιά. Ήταν ευτυχισμένη! Πολλοί ξαφνιάστηκαν με τις εξελίξεις αλλά ο βιαστικός γάμος έκλεισε όλα τα στόματα! 29. Η πολιτική ζωή στη χώρα υποβαθμίζεται Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται συνεχώς σ’ αυτή την ταλαίπωρη χώρα που τυχαίνει να είναι και πατρίδα μας. Κάποιοι λαοπλάνοι για να χαϊδέψουν αυτιά και να γίνουν πρόσκαιρα αρεστοί μιλάνε για την απέραντη σοφία του λαού, για το αλάνθαστο κριτήριο του να επιλέγει πάντα τη σωστή λύση και τόσα άλλα προτερήματα που σε υπερθετικό βαθμό κατέχει ο λαός. Χριστέ μου! Όντας κι εγώ μονάδα αυτού του συνόλου νιώθω κιόλας να πετάω. Είμαι τόσο διαλεκτός και δεν το ξέρω; Οποία ψευδαίσθηση! Τίποτα πιο αναληθές. Μια γρήγορη και βιαστική αναδρομή στα συμβάντα της ιστορίας μας θα δείξει ότι πολλάκις, σε κρίσιμες στιγμές για το Έθνος, ό λαός δεν έκανε και τις καλύτερες δυνατές επιλογές. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Εκείνο που πρέπει λοιπόν να μείνει στο μυαλό του απλού μας συμπατριώτη είναι -κατά τη γνώμη μου- να είναι λίαν επιφυλακτικός σ’ όσους χρησιμοποιούν τέτοια γαλίφικα λόγια. Υστερόβουλη είναι μάλλον η υπόγεια πρόθεσή τους. Να πούμε ένα δυνατό όχι στους ευχάριστους λαοπλάνους! Χορτάσαμε πλέον απ’ αυτό το φρούτο. Θέλουμε ηγέτες που θα περιγράφουν την πραγματική κατάσταση, που θα λένε αλήθειες όσο πικρές κι αν είναι αυτές. Που δεν θα υπόσχονται ψεύτικούς παραδείσους, αλλά θα ζητούν κοινή προσπάθεια, θα ζητούν ομοθυμία στους βασικούς στόχους. Η αλήθεια είναι ότι για τη χώρα μας ο παράδεισος είναι πολύ μακριά κι αν κάποτε αυτό γίνει θα οφείλεται μόνο αν επιτέλους σ’ αυτόν τον τόπο επικρατήσει ενότητα και η σύμπνοια όλου του λαού. Ένας τέτοιος λαοπλάνος ήταν κι ο Αντρέας Παπανδρέου. Με τις απατηλές του υποσχέσεις πήρε, με ελεύθερες ασφαλώς εκλογές την εξουσία κι όλη η πολιτική του συμπεριφορά εξαρχής ήταν πώς θα διατηρήσει αυτήν την εξουσία με κάθε μέσο, ανεξαρτήτως των συνεπειών που αυτό θα έχει στα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Τα πρώτο του μέλημα ήταν να ελέγξει τους βασικούς βραχίονες της εξουσίας. Κρατική νομενκλατούρα, στρατός, δικαστική εξουσία και μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν κοπίασε πολύ για να το πετύχει. Τα θεωρούμενα μέχρι τότε απόρθητα οχυρά έπεσαν στα χέρια του σαν έτοιμα από καιρό, διαψεύδοντας και τους πιο σκεπτικιστές κριτές των συμβαινόντων. Μια φούσκα ήταν όλα τα πολυτελή ιδεολογήματα με τα οποία είχαν περιτυλίξει το δήθεν άβατό τους. Ήταν κι αυτό μια από τις αιτίες του ηθικού εκπεσμού που επακολούθησε. Παρά τις σαφείς ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά, αναβαθμίστηκε από το λαό στις επόμενες εκλογές. Θυμηθείτε πώς άδειασε τον πατριάρχη της πολιτικής μας ζωής Κωνσταντίνο Καραμανλή στην εκφρασμένη επιθυμία του να παραμείνει στη θέση του, ως παράγοντας ισορροπίας. Θυμηθείτε τις ζητωκραυγές των διάφορων χρηματιζόμενων κονδυλοφόρων για την «απελευθέρωση της χώρας από το δυνάστη της». Στη θέση του- με συζητήσιμες διαδικασίες- μπήκε ένας ιδιόμορφος αντικαταστάτης, αφού προηγουμένως φρόντισε να αφαιρέσει και τις υπόλοιπες εξουσίες από τον θεσμό μετατρέποντάς τον σε διακοσμητικό ρόλο. Αναφέρω δυο «αμελητέα» για πολλούς μικροσυμβάντα, που όμως για μένα σηματοδότησαν τις εξελίξεις που ήρθαν μετέπειτα. Το πρώτο είναι η φράση του σε προεκλογική συγκέντρωση «Τσοβόλα δώστα όλα». Το δεύτερο ήταν όταν ξέσπασε ένα σκάνδαλο σε έναν δημόσιο οργανισμό για παράνομο χρηματισμό του διοικητή του ο πρωθυπουργός της χώρας, ο ορκισμένος να υπερασπίσει μέχρι εσχάτων το δημόσιο συμφέρον, έδωσε το επιτρεπόμενο όριο της διαφθοράς: «Όχι και τόσο! Να πάρει ένα δωράκι, το καταλαβαίνω» Δηλαδή διαφώνησε μόνο στο ύψος της παράνομης αμοιβής. Η προτροπή του αρχηγού του κράτους άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Θεωρήθηκε δικαίωμα του οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού να βάζει το χέρι στο μέλι και με την πάροδο του χρόνου, η σαπίλα από το κεφάλι άρχισε να μεταδίδεται και σ’ όλο το σώμα. Μέχρι που ξέσπασε το σκάνδαλο του αποθρασυμένου Κοσκωτά. Τα λεφτά πάρθηκαν! Γιατί άλλωστε να μην τα δώσει; Δικά του ήταν; Λεφτά του απλού καταθέτη ήταν! Πέρα από την πληθώρα των προφορικών καταθέσεων ανθρώπων που γνώριζαν εκ του σύνεγγυς τα διαδραματισθέντα γεγονότα, πέρα απ’ την εύκολη πρόσβαση σε λογαριασμούς, που ποτέ δεν τολμήθηκε από την ελλειμματική και προκατειλημμένη ανακριτική αρχή να αναζητηθούν, υπήρχε κι άφθονο οπτικοακουστικό υλικό, που παραδόξως, από τη μόνη τότε υπάρχουσα κρατική τηλεόραση, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς Ένας πρωθυπουργός με τραυματισμένη υγεία φεύγει για το Λονδίνο κι από πίσω όλη η πολυπληθής κι άχρηστη αυλή του. Ο ασκών την πρωθυπουργία δέχεται να χρηματιστεί με 2.000.000 αμερικάνικα δολάρια που κατατίθενται σε κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα του και το γεγονός επιβεβαιώνεται από τηλεφωνικές συνομιλίες που βγαίνουν στον αέρα και δυστυχώς γίνονται κτήμα όλου του λαού. Με αντίτιμο την ασυλία του θρασύτατου «τραπεζίτη» Το τραγικό είναι ότι από κάποια στιγμή και μετά λες κι ένας ιθύνων νους έκανε το κατάλληλο νεύμα και υπήρξε μια ομαδική στροφή, όχι της κοινωνίας, αλλά των παραγόντων που υπογείως κινούν τα νήματα. Καταστροφή στοιχείων, άρνηση να συμβάλουν στην έρευνα και ομαδική αμνησία. Ο αντιπρόεδρος Κουτσόγιωργας πεθαίνει στη διάρκεια της δίκης. Η γυναίκα του ορμάει στην αίθουσα του δικαστηρίου «καταγγέλλοντας» τη «δολοφονία» του άντρα της. Το δικαστήριο για «ανθρωπιστικούς» λόγους την αφήνει ατιμώρητη για την χοντροκομμένη και παράνομη πράξη της. Επειδή τα επόμενα χρόνια το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται στην εξουσία, η δικές της πράξεις καθώς και του μεσολαβητή δικηγόρου, μετά από διαδοχικές αναβολές, τα διαπιστωμένα αδικήματά τους δεν εκδικάστηκαν ποτέ σε αίθουσα δικαστηρίου με συνέπεια την οριστική παραγραφή τους. Ένοχος ουδείς, αυτοκριτική από πουθενά. Έτσι ο μέσος Έλληνας πήρε το μάθημα του. Ο ισχυρός είναι εκ των πραγμάτων υπεράνω των νόμων και παραμένει σχεδόν πάντα ατιμώρητος. Το τραγικότερο όλων είναι τα εξής: Ο βουτηγμένος στη διαφθορά του Αντρέας όχι μόνο αθωώνεται, αλλά στις επόμενες εκλογές αναβαθμίζεται και αποκαθάρεται στη λαϊκή κολυμπήθρα. Έτσι πρωθυπουργός αναδεικνύεται ένα άτομο που για να μετακινηθεί ακολουθείται από ένα κινητό νοσοκομείο ανίκανος να ανταποκριθεί στα στοιχειώδη καθήκοντά του. Φταίει μόνο ο Παπανδρέου γι αυτό; Επιπρόσθετα θέλω να αναφέρω στη μνήμη μας το ντροπιαστικό γεγονός ότι στο ψηφοδέλτιο της Αχαΐας περιελήφθη ο γιος του Κουτσόγιωργα, που και δυστυχώς, εκλέχτηκε!! Φταίει μόνο το ΠΑΣΟΚ γι αυτό; Τι να πει κανένας; Φταίνε μόνο οι σκοτεινοί κύκλοι που σ’ αυτούς αποδίδομε κάθε τι κακό όταν δε θέλουμε να το ερμηνεύσουμε; Όχι! Ο κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει. Σκληρό να το λέω, αλλά είναι αληθές! 30. Η Χρυσούλα γίνεται γιαγιά Ο γάμος του Ιάσονα και της Ντόρας νομιμοποίησε, σύμφωνα με την αντίληψη του πατέρας της, το ζευγάρι. Προς το παρόν εγκαταστάθηκαν στο πατρικό σπίτι μέχρι τα ανακοινωθεί και να υλοποιηθεί το σχέδιο του μπαμπά για το διπλανό οικόπεδο «Μέχρι να γεννηθεί το παιδί σας δε θα προχωρήσει τίποτα. Το παιδί και τα μάτια σου μικρή μου!» Σε λίγες μέρες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των τελευταίων μαθημάτων που χρώσταγαν στη σχολή τους και τώρα ήταν και τυπικά πτυχιούχοι αρχιτέκτονες. Σύμφωνα με την παράδοση έγινε οικογενειακή γιορτή με παρόντα όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο πάτερ φαμίλιας στην πρόποση που έκανε πέρα από τα συγχαρητήρια στου νέους πτυχιούχους, καθόρισε, ως στρατηγός, τα επόμενα βήματα της οικογένειας «Είμαι πολύ περήφανος παιδιά μου για σας! Η οικογένεια μεγαλώνει. Σε λίγους μήνες η Ντορούλα μας, πρώτα ο Θεός, θα μου χαρίσει το πρώτο εγγόνι. Μην παρεξηγήσετε αυτό που θα πω, αλλά έχω την αμυδρή ελπίδα ότι θα σπάσει την παράδοση και θα βγει, επιτέλους, το αγόρι…» Όλοι χαμογέλασαν κι η Φοίβη τον διέκοψε «Έλα ρε μπαμπά..» Αυτός δεν πτοήθηκε καθόλου και συνέχισε «Μη γίνει παρεξήγηση. Και κορίτσι να είναι πάλι θα το αγαπώ! Εδώ τόσα χρόνια αντέχω όλες σας..» Έπεσε ένα γέλιο απ’ όλους. Εδώ τον διέκοψε η Χρυσούλα «Ας τόλμαγες κάτι άλλο! Θα σε σκότωνα εγώ πρώτη!» Την χειροκρότησαν οι τρεις της κόρες. Ο μπαμπάς αρνήθηκε να σταματήσει «Όπως όλοι ξέρετε το μπακάλικο είναι πια παρελθόν. Μη φοβάστε δεν φαλίρισα. Το πούλησα και μάλιστα σε καλή τιμή. Μην ελπίζετε όμως να κάτσω σπίτι. Το κότσια μου ακόμα κρατάνε. Θα ασχοληθώ με τις οικοδομές, που όπως ήδη κάνω. Έχω όμως ν’ ανακοινώσω ένα νέο που δεν το ξέρετε. Στο μέλλον θα συνεργάζομαι μ’ ένα και μόνο αποκλειστικά τεχνικό γραφείο. Διαβάζω από τώρα την ταμπέλα του γραφείου τους «Αρχιτέκτονες- μηχανικοί Ιάσονας και Ντόρα» Όλοι ζητωκραύγασαν τον πατέρα τους με τη κυρά Χρυσούλα να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της «Παρακαλώ, παρακαλώ. Δεν τελείωσα ακόμα Έχω κι άλλα να πω. Κάντε υπομονή. Αυτό θα καθυστερήσει λίγο. Πρώτα το παιδί, μετά ο Ιάσονας πρέπει να κάνει το στρατιωτικό του. Ελπίζω η Φοίβη μας να τον φέρει στην Αθήνα. Εγώ απ’ τη πλευρά μου θα κάνω όλες τις νομικές διαδικασίες για την ίδρυση της εταιρείας και το άνοιγμα του γραφείου τους» Η Ντόρα τον διέκοψε. « Το γραφείο και την επίπλωσή του θα το αναλάβω εγώ και να χτυπιέσαι» «Μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα προσέχεις. Και τελειώνω με το εξής. Απ’ ότι πληροφορούμε απ’ τη μάνα της σύντομα θα έχουμε το τρίτο πάρτι πτυχίου. Η γλυκιά μας Νίκη θα είναι πτυχιούχος φιλόλογος. Εύχομαι απ’ τη ψυχή μου σύντομα κι αυτή να βρει το δρόμο της» Όλοι συμφώνησαν. Ο χρόνος κύλισε ομαλά χωρίς κάτι δυσάρεστο. Στο πλήρωμα του χρόνου η πρωτοπόρα Ντόρα έφερε στο κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι τρεισήμισι κιλών και όλη η οικογένεια χάρηκε ομόθυμα το νέο μέλος της. Ίσως κιόλας υπήρξε και ένα ακόμα κρυφό κέρδος, που θα φαινόταν στο προσεχές μέλλον. Η Φοίβη όταν το πήρε αγκαλιά ένιωσε καινούρια αισθήματα, ζήλεψε κι είπε στον άντρα της ψιθυριστά «Καιρός να βάλουμε κι εμείς μπροστά Κώστα!» Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και μήνες, που στο χειλάκι του φάνηκε ένα γλυκό χαμόγελο ευχαρίστησης κι ελπίδας. Οι γονείς χεσμένοι. Ο Αντρέας περισσότερο απ’ όλους «Επιτέλους! Μέσα σ’ αυτό το σπίτι κι ένα τσουτσουνάκι. Μια ζωή όλο κυλόττες και σουτιέν» Όλοι γέλασαν ευχαριστημένοι ξέροντας τον πόνο του όλα αυτά τα χρόνια. Δεν χρειάστηκε γυναίκα για να νταντέψει το παιδί. Υπήρχαν εθελοντές πάντα με συχνότερη παρουσία την πανταχού παρούσα Χρυσούλα, την Νίκη και τον Ιάσονα, όσο βρισκόταν στο σπίτι. Βλέπεις κατατάχτηκε στο στρατό και τα μεγάλα μέσα της Φοίβης σύντομα τον έφεραν σε μονάδα της Αθήνας με όλες τις άλλες θετικές συνέπειες. Η ενέργεια που έλιωσε κυριολεκτικά τον μπαμπά ήταν όταν ο γαμπρός του Ιάσονας, του ανακοίνωσε την απόφαση του ζευγαριού για το όνομα του παιδιού «Αποφασίσαμε πατέρα, το όνομα του παιδιού να είναι Αντρέας. Η κόρη σου είπε ότι στο δεύτερο παιδί το όνομα θα βγει απ’ τη δική μου οικογένεια!» Ο παραδοσιακός μπαμπάς μόνο που δε χέστηκε απ’ τη χαρά του. Με κόπο συγκράτησε τα δάκρυά του και το ανταπέδωσε με ένα τρικούβερτο γλέντι στα βαφτίσια που έγιναν αργότερα. Νονά η Νίκη. Επιλογή της Ντόρας. 31. Η νέα πτυχιούχος Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο στην αρχή υπολόγιζε. Η πολύχρονη απομάκρυνση από τα αμφιθέατρα και τις εξετάσεις της δημιούργησαν πολλά κενά που έπρεπε να καλύψει. Το περιβάλλον σχεδόν άγνωστο. Οι παλαιοί συμφοιτητές είχαν τελειώσει κι απ’ τις νέες φουρνιές ήξερε πολύ λίγους. Με το πείσμα της όμως τα ξεπέρασε όλα και κάποια στιγμή επιτέλους τελείωσε. Και η Νίκη πτυχιούχος φιλόλογος. Το ερώτημα έμπαινε από μόνο του. «Και τώρα τι κάνουμε;» Ο πατέρας της στο ίδιο μήκος κύματος «Χρυσούλα ετοίμασε το πάρτι!» Επενέβη η Νίκη «Άσε ρε μπαμπά! Ευχαριστώ πολύ, αλλά δε χρειάζεται. Να σου πω κάτι. Θα μ’ ευχαριστούσε περισσότερο αν μου έδινες μερικά λεφτά να κάνω ένα ταξίδι στην Ευρώπη» «Δεν ξέρω. Τι λες εσύ Χρυσούλα;» «Να γίνει ό,τι θα ευχαριστήσει την κόρη μας!» «Εντάξει τότε. Θα στα δώσω το βράδυ» Έτσι ήταν μια ζωή ο Αντρέας. Οι επιθυμίες των παιδιών του ήταν γι αυτόν προσταγή. Αλλά πάντα ζητούσε τη γνώμη της κυράς του. Ήταν η εγγύηση γι αυτόν. Μέσα στο μυαλό της Νίκης τα πράγματα ήταν ακόμα μπερδεμένα. Κυρίως με το τι θα ασχοληθεί στο μέλλον. Μόνο για ένα πράγμα ήταν σίγουρη: Δημόσιος υπάλληλος δεν θα γίνει σε καμία περίπτωση. Δεν της ταίριαζε η ατμόσφαιρά που ήδη είχε ζήσει ως μαθήτρια, αλλά κι από μια σειρά πληροφορίες που μάθαινε από διάφορες πηγές. Θα πρέπει να βρει κάτι άλλο. Από μικρή η μάνα της είχε φροντίσει οι κόρες της να μάθουν ξένες γλώσσες. Έτσι η Νίκη ήξερε επαρκώς Αγγλικά και Γαλλικά. Τις γλώσσες μπορούσε να τις χειριστεί γιατί της δόθηκαν ευκαιρίες να τις μιλήσει και πάντα διάβαζε ξένα βιβλία στην πρωτότυπη γλώσσα τους. Τώρα ζητούσε μια ευκαιρία να λύσει περισσότερο τη γλώσσα και να αποκτήσει την απαραίτητη άνεση. Το ταξίδι θα ήταν μια καλή ευκαιρία κι ίσως έξω να βρει ένα ενδιαφέρον για νέες χρήσιμες σπουδές. Το οργάνωσε όπως ταίριαζε σε ένα νέο άνθρωπο, που ήταν ανοιχτός και ευεπίφορος σε νέες εμπειρίες. Θα έκανε το ταξίδι με τρένο και χωρίς εκ των προτέρων οριστικό πρόγραμμα προορισμών. «Βλέποντας και κάνοντας», είπε. Έτσι έφυγε για τη Θεσσαλονίκη έχοντας μαζί της μόνο έναν ταξιδιωτικό σάκο. Ο κυρ Αντρέας την είχε εφοδιάσει με αρκετό ξένο συνάλλαγμα, που η μάνα της είχε ράψει σε διάφορα μέρη πάνω της και στον σάκο. Ας έχουμε υπόψη ότι τα ανοιχτά σύνορα και το κοινό νόμισμα ήταν ακόμα μακριά. Και το επιτρεπόμενο συνάλλαγμα ήταν λίαν περιορισμένο. Αυτό το λέω γιατί κάποιες κατακτήσεις τις ξεχάσαμε πολύ γρήγορα και τις θεωρούμε σαν να υπήρχαν από πάντα. Μετά από κόπο βρέθηκε στη Βόρειο Ιταλία. Δεν ήξερε τη γλώσσα. Αλλά παρατήρησε ότι πολύ σύντομα έμαθε τις βασικές λέξεις για την καθημερινή μετακίνηση και διατροφή της. Άρχισε με τα τοπικά μουσεία κι όλους τους ενδιαφέροντες κοντινούς προορισμούς. Χόρτασε, ήθελε αλλαγή. Επόμενος στόχος το Παρίσι. Εκεί είχε άλλη άνεση γιατί μπορούσε με ευκολία να συνεννοείται και να συζητάει με τους ανθρώπους που ερχόταν σ’ επαφή. Στο Παρίσι άρχισε με ένα πρόγραμμα που είχε καταστρώσει να επισκέπτεται ιστορικούς χώρους, κτήρια και τα φημισμένα μουσεία. Στους περιπάτους που έκανε άκουγε να μιλούν Ελληνικά πολλές φορές και μέσα της ένιωσε μια άλλη ευχαρίστηση. Ήταν συμπατριώτες της κι άρα δικοί της άνθρωποι. Ίσως οι άλλοι να μην ένιωθαν το ίδιο, αλλά αυτό δεν την πείραζε.. Μάλιστα μ’ ένα νέο ζευγάρι άνοιξε και συζήτηση. Ήταν Ελληνόπουλα που σπούδαζαν εκεί. Ζήτησε πληροφορίες για σχετικά θέματα και όσο αυτοί είχαν χρόνο και υπομονή την ενημέρωσαν για τις τοπικές συνθήκες . Μετά πέρασε στην Ισπανία κι εκεί οι εντυπώσεις ήταν πιο έντονες. Της άρεσε η ατμόσφαιρα, η ζωντάνια, οι άνθρωποι, τα μουσεία της χώρας και μέσα της το αποφάσισε. Όταν γυρίσει στην πατρίδα θα κάτσει με σοβαρότητα να μάθει αυτή τη γλυκόλαλη γλώσσα. Τα Ισπανικά που μιλούν εκατοντάδες εκατομμύρια στον κόσμο. Δεν ήταν μόνο αυτό. Μέσα της άρχιζε σιγά-σιγά να σχηματίζεται ένα σχέδιο για τα επόμενα βήματα της. Τι θα ήθελε σε χοντρές γραμμές; Να μελετήσει ιστορία της τέχνης, να ενημερωθεί για κάθε πτυχή του θέματος. Τελικός στόχος; Να γίνει δημοσιογράφος με δική της, αν είναι δυνατόν στήλη, σε μια εφημερίδα. Ήξερε ότι αν εξομολογηθεί κάτι τέτοιο από νωρίς θα την θεωρήσουν ένα ακόμα ψώνιο. Όχι! Ξέρει καλά ότι ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά αρχίζοντας από τη βάση θα ανεβαίνει. Από διορθώτρια κειμένων ή ακόμα πιο χαμηλά. Δεν την νοιάζει. Ευτυχώς η ίδια δεν έχει το κυνηγητό του επιούσιου κάτι που για πολλούς γύρω της αποτελούσε στοιχείο αγωνίας κι ανασταλτικό παράγοντα μακρόχρονου σχεδιασμού. Το ταξίδι-περιοδεία στο εξωτερικό κράτησε σχεδόν ένα μήνα και φορτωμένη με νέες γνώσεις, εμπειρίες και αποφάσεις γύρισε στους δικούς της, που είχε πολύ νοσταλγήσει. Περισσότερο στο βαφτιστήρι της, τον όμορφο και ζωηρό Αντρέα που κάθε μέρα τους έδινε και νέες χαρές. Ο μικρός δεν είχε ανάγκη. Γύρω του τριγύριζαν ο παππούς Αντρέας, ο μπαμπάς Ιάσονας, η μαμά Ντόρα, αλλά κυρίως το έμπειρο παλικάρι, η γιαγιά Χρυσούλα, που σήκωνε και το μεγαλύτερο βάρος των πρακτικών υποχρεώσεων απέναντι σ’ ένα μωρό. Δεν είχε μεσολαβήσει και τίποτα το αξιοσημείωτο. Το μόνο που της έκανε εντύπωση, έχοντας απομακρυνθεί απ’ το σπίτι, όταν είδε τους γονείς της πρόσεξε πόσο τους είχε καταβάλλει ο χρόνος που είχε διαβεί. Αμέσως έβαλε μπρος τα σχέδιά της. Γράφτηκε σε ένα φροντιστήριο κι άρχισε εντατικά μαθήματα Ισπανικών. Δεν θ’ αντιμετώπιζε ιδιαίτερες δυσκολίες γιατί από μικρή είχε μια έφεση με τις γλώσσες. Κάθισε να σκεφτεί τι πόρτες έχει να χτυπήσει για να μπει στο χώρο του τύπου. Είχε προσόντα και σε πρώτη φάση θα δεχόταν ν’ αρχίσει από την οποιαδήποτε, έστω και μη αμειβόμενη, θέση. Μόνη της, χωρίς να κοινολογήσει στους άλλους το νέο στόχο της άρχισε να χτυπάει πόρτες εφημερίδων. Η προσφορά της δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορους τους συνομιλητές της. Η τζάμπα εργασία, πώς να το κάνουμε, δεν απορρίπτεται εύκολα. Της προτάθηκε να εργαστεί στο εξωτερικό ρεπορτάζ. Στην πραγματικότητα να μεταφράζει τα κείμενα των ξένων πρακτορείων. Η απασχόληση δεν την ενθουσίαζε, αλλά κι ούτε είχε προς το παρόν την πολυτέλεια της επιλογής. Έκανε κι αυτή ένα λάθος. Δεν ήταν τζάμπα χρόνος. Στην πρώτη θέση απασχόλησης πήρε το βάφτισμα του πυρός, γνώρισε νέους συνεργάτες, είδε από κοντά την ένταση της δουλειάς στον τύπο και τελικώς εισπράχτηκε κι από την ίδια ως μια χρήσιμη και ενδιαφέρουσα εμπειρία. Πληρώθηκε σε είδος. Σ’ όλο το διάστημα της πρώτης φάσης εργασίας με πείσμα και επιμονή έγραφε μικρά κομμάτια για κάποιον ποιητή με αφορμή μια επέτειο ή ένα ποίημα, ένα κείμενο με τις εντυπώσεις της από μια θεατρική παράσταση που είδε, μια καταγραφή των εντυπώσεων που ένιωσε από το διάβασμα ενός βιβλίου και τόσα άλλα. Όλα τα προωθούσε στον υπεύθυνο του πολιτιστικού τομέα της εφημερίδας, στον οποίο μόνη της είχε μια μέρα αυτοσυστηθεί. Τα περισσότερα τα πήρε το ποτάμι της αγνόησης, αλλά μια μέρα- χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της- είδε στην εφημερίδα ένα δικό της κείμενο. Τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά για την ίδια πολύ σημαντικό. Έκανε σεφτέ, άνθρωπέ μου. Το εισέπραξε σαν ανταμοιβή των κόπων της που εδώ και μήνες έκανε και σαν άνοιγμα της πόρτας που ήθελε εξαρχής. Με καμάρι το έδειξε στη μάνα της. Όλοι οι άνθρωποι ζητάνε εναγωνίως την έξωθεν παραδοχή κι αυτή δεν ήταν υπεράνω της μικρής κι αθώας αυτής ματαιοδοξίας. Τα καλά λόγια της μάνας της ήταν το πρώτο βάλσαμο μετά την άτυχη προσωπική της εμπειρία. «Πες το και στο μπαμπά σε παρακαλώ» «Σίγουρα, αγάπη μου, δεν χρειαζόταν να μου το πεις» Συνέχισε με το ίδιο πείσμα το σχέδιο της και κάποια στιγμή ο Νίκος- επικεφαλής του πολιτιστικού τμήματος στην εφημερίδα- την φώναξε στο γραφείο του «Θέλεις να δουλέψεις μαζί μου;» της είπε χωρίς προεισαγωγές «Αυτό ήθελα εξαρχής» του απάντησε με αποφασιστικότητα «Κοίτα να δεις, Το γράψιμό σου είναι στρωτό. Αλλά για κάποιο διάστημα θα κάνεις γενικό ρεπορτάζ σε ζητήματα πολιτισμού. Με τον καιρό θα δούμε σε ποιο τομέα θα πρέπει και θα μπορείς να ειδικευτείς» «Εντάξει, δέχομαι!» Θέμα μισθοδοσίας δεν αναφέρθηκε κι ούτε η ίδια ήθελε στη φάση αυτή να το θέσει. Αργότερα, όταν θα έχει δείγματα δουλειάς θα επανέλθει δριμύτερη. Δούλεψε με πάθος, έτρεξε στα υπουργεία, σε εκδηλώσεις, σε συναυλίες, σε συνεντεύξεις. Χρειάστηκε να κάνει και ξενύχτια. Αλλά η ίδια δεν βαρυγκωμούσε, αντίθετα το απολάμβανε. Γνωριμίες νέες με συναδέλφους που έκαναν την αντίστοιχη δουλειά για άλλες εφημερίδες. Κάποια μέρα την ειδοποίησαν να περάσει από τη διεύθυνση προσωπικού. Εκεί υπόγραψε την επίσημη πρόσληψη και μετά στο ταμείο πήρε την πρώτη αμοιβή της. Τίποτα το σημαντικό, αλλά για την ίδια ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος. Μπήκε και επίσημα στο επάγγελμα. Στο σπίτι το ανακοίνωσε σαν ένας φουσκωμένος διάνος και δικαίως εισέπραξε την ομόθυμη παραδοχή. Μια μέρα στο γραφείο της ανοίγοντας τον φάκελο που είχε τις σημειώσεις της είδε μια κόλλα χαρτί με γραμμένους χειρόγραφα πάνω της λίγους στίχους. «Πώς βρέθηκε αυτό εδώ μέσα» αναρωτήθηκε. Η εντύπωση μεγάλωσε όταν τους διάβασε κιόλας Νύμφη των ποταμών εαρινό ροδόσταμα ικέτης αποθέτω ευλαβικά στις παρυφές των βλεμμάτων σου τους πολύκλωνους πόθους Θεραπαινίδα των ελπίδων απριλιανή Αυγούλα οι μύχιες σκέψεις μου νανουρίζονται σε νούφαρα της λίμνης θηλάζονται μοιχά στο αχνό πέρασμά σου Θωρακισμένη σε βέβηλες χειρονομίες φλογέρα τα’ ανέμου πένομαι των βλεμμάτων σου Έλα!.. μυρώνω τα μάτια μου με πρωτοξύπνητα χρώματα Κόρη κεχαριτωμένη ουράνιο τόξο ιχνηλατώ επί των βημάτων σου εισπνέω τον αέρα που εκπνέεις Αυτό τώρα μου αρκεί.. Έτσι κι αλλιώς είχε από μικρή την ευαισθησία με την ποίηση. Πάντα της άρεσε. Αλλά στη προκείμενη περίπτωση αλλού ήταν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ποιος να το έβαλε εκεί; Ποιανού είναι ο γραφικός χαρακτήρας; Ποιανού ποιητή είναι οι στίχοι; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είχε να δώσει απαντήσεις. Έστρεψε το βλέμμα της σ’ όλους τους συναδέλφους που τη στιγμή εκείνη βρίσκονταν μέσα, αλλά απασχολημένοι με τις δικές τους δουλειές, δεν της πρόσθεσαν κανένα στοιχείο. Διάβασε πάλι με προσήλωση τώρα το ποίημα. Πρέπει να παραδεχθεί ότι ήταν όμορφο, τρυφερό και καλογραμμένο. Έδειχνε ένα ενδιαφέρον για τον παραλήπτη του κι αυτός ήταν η ίδια. Την συγκίνησε η χειρονομία, αλλά η απορία έμενε μέσα της πελώρια κι αναπάντητη Ποιος; Ποιος είναι ο άγνωστος αποστολέας. Θα εμφανιστεί στη συνέχεια ή θα διαλέξει την ανωνυμία; Να ένα καινούριο πρόβλημα! 32. Ο θάνατος του Αντρέα Παπαντρέου Η πολύχρονη παραμονή ενός σακατεμένου ανθρώπου στην πρωθυπουργία ήταν έτσι κι αλλιώς πρόβλημα. Στην περίπτωσή μας το πρόβλημα γινόταν εντονότερο γιατί αντί να υλοποιείται κάποιο κυβερνητικό έργο επί μήνες ενημερωνόμασταν με ιατρικά ανακοινωθέντα για την κατάσταση του ασθενούς και τις τιμές κάποιων δεικτών που το ευρύ κοινό για πρώτη φορά άκουε. Ένα τσούρμο ανδρών της ασφάλειας, εκατοντάδες δημοσιογράφοι που είχαν εγκατασταθεί στο πρόχειρο κιόσκι δίπλα στο Ωνάσειο κι όλο το δυναμικό του νοσοκομείου ασχολούνταν με την υγεία του κυρίου προέδρου. Κι η χώρα αρμένιζε ακυβέρνητη αφημένη στην τύχη της σε άξενες κι επικίνδυνες θάλασσες. Ο ίδιος αρπαγμένος από τα κρόσσια της εξουσίας συνεπικουρούμενος από την ξέχειλη ομάδα των αυλικών του, που σαν ύαινες τον περιτριγύριζαν, αρνιόταν πεισματικά να παραιτηθεί. Με εγκληματική καθυστέρηση αυτό έγινε μπορετό αφού κάποιοι κύκλοι χρησιμοποίησαν ακόμα και τον εκβιασμό για να τον παραιτήσουν. Να θυμίσουμε την κατάντια της χώρας ότι για αυτό το διάστημα ουσιαστικά την εξουσία και τις εντολές τις έδινε η μετρέσα και δεύτερη γυναίκα του, Δήμητρα Λιάνη. Όταν κάποια στιγμή ο Αντρέας παραιτήθηκε άρχισε η μάχη της διαδοχής. Ευτυχώς από τους τρεις διεκδικητές της εξουσίας κέρδισε ο σχετικά καλύτερος, αλλά όχι και ο αποφασισμένος για τις αναγκαίες ρήξεις. Δεν μπορούσε να τα βάλει με τα διάφορα νέα χαλιφάτα που ασκούσαν πλήρη εξουσία κι έλεγχο στον τομέα τους. Τι να το κάνεις όμως στο βαθύτατα εγκαταστημένο από τον Αντρέα παχυλό αλλά κι αχόρταγο κράτος, όταν επιπροσθέτως υπάρχει ατολμία και δισταγμός να μπουν σε υλοποίηση οι επαγγελλόμενες αλλαγές, παρά τις όμορφες και ντυμένες με τα καλύτερα στολίδια λεκτικές διακηρύξεις. Το κακό στη χώρα είχε συμβεί και μόνο ριζικές ανατροπές θα μπορούσαν να σώσουν ό,τι ακόμα σωζόταν Τέτοιες ηγετικές φυσιογνωμίες δεν φάνηκαν στον πολιτικό ορίζοντα της χώρας. Το έλλειμμα αυτό συνέχισε να υπάρχει ακόμα και σήμερα. Στο μεσοδιάστημα που κυβέρνησε τη χώρα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα που εκπόνησε ο Μένιος Κουτσόγιωργας, με την εντολή του αρχηγού του, το ρύθμισαν έτσι ώστε να μη βγαίνει κανείς. Βλέπεις υπολόγιζαν ότι στις επόμενες εκλογές δεν βγαίνουν αυτοί. Μ’ άλλα λόγια έβαλαν σε εφαρμογή την εγκληματική πολιτική, μετά από μένα «γαία πυρί μειχθήτω». Μια ακόμα «προφορά» στη χώρα του ανεκδιήγητου Μένιου, αλλά και της «έγνοιας» τους για την ομαλή πορεία της χώρας Παρά το σεβαστό ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσε, μετά από τριπλές εκλογές, ο Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να εφαρμόσει το ρεαλιστικό του πρόγραμμα. Είχε μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή που τον κρατούσαν αιχμάλωτο εκβιασμών και μεταθέσεων των απαραίτητων αποφάσεων. Βλέπεις οι άσπονδοι φίλοι του τον φρέναραν σε κάθε τολμηρή του θέση, Στη πραγματικότητα η νέα παράταξη δεν τον είχε δεχτεί ποτέ με χαρά στους κόλπους της. Τους βόλευε κι αυτούς να υιοθετούν τον χαρακτηρισμό, ο αποστάτης. Η τελική προδοσία δεν άργησε να φανεί στο πρόσωπο ενός αργυρώνητου βουλευτή. Τέσσερα χρόνια πολιτικής αστάθειας έκαναν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Κυβερνήσεις ασθενικές και επιρρεπείς σε πάσης φύσεως πιέσεις από τα εγκατεστημένα συμφέροντα χειροτέρεψαν την κατάσταση και το εν γένει πολιτικό κλίμα. Αντί να προληφθούν τα φαινόμενα αφέθηκαν να εξογκώνονται και από ένα σημείο και πέρα να γίνουν ανεξέλεγκτα. Το τραγικό στη συνέχεια είναι πως ο «σοφός και φιλεύσπλαχνος» λαός μας επανέφερε τον Αντρέα Παπανδρέου στην εξουσία. Ένα όρθιο πτώμα βουτηγμένο στη διαφθορά και τις εγκληματικές ευθύνες απέναντι στα εθνικά συμφέροντα, Έτσι να πούμε και του στραβού το δίκιο Δεν φταίει μόνο ο ακατανόμαστος. Φταίνε και τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων του που έδιναν τη ψήφο όχι με πολιτικά κριτήρια, αλλά με συναισθηματικά ή άγνωστης ακόμα ερμηνείας. Για να μην αναφέρουμε την εκπαχυνθείσα τα τελευταία χρόνια «ευγενή τάξη» των Ελλήνων ψηφοφόρων που ψήφιζαν πλέον με μοναδικό κριτήριο τα υλικά ανταλλάγματα που θα έχουν. 33. Η οικογένεια συνεχίζει… Βρισκόμασταν το σωτήριο έτος 1994. Ποια είναι τότε η κατάσταση της οικογένειας; Ο μπαμπάς Αντρέας είναι 57 χρονών, η μαμά Χρυσούλα 52 και οι κόρες 35, 34 και 33 ετών. Το μπακάλικο ήταν παρελθόν εδώ και τρία χρόνια. Αυτό δεν σήμαινε όμως ότι ο Αντρέας μπήκε στο περιθώριο και έγινε απόμαχος της εργασίας. Ίσα-ίσα ήταν ζωντανό μέλος της οικονομικής ζωής. Τώρα διέθετε μια δρώσα κι ανθηρή οικοδομική εταιρεία με συνεργάτες την κόρη του και τον γαμπρό του Ιάσονα. Η οικοδομή στο διπλανό οικόπεδο είχε προχωρήσει και βρισκόταν στα τελειώματα. Ο μπαμπάς δεν ήταν ικανός να κρατάει ίσες αποστάσεις στα παιδιά του. Από την αρχή η Ντόρα ήταν η ευνοούμενη του, αλλά απ’ τη στιγμή που του έδωσε και το πρώτο εγγόνι και πήρε το όνομά του έπαψε να κρατάει και τα προσχήματα. Παρά τις φωνές της γυναίκας του να μην κάνει διακρίσεις ο συνονόματος εγγονός δεν μπορούσε να τον κρατήσει σε απόσταση. Ας δούμε τις επιπλέον εξελίξεις που είχαν εν τω μεταξύ συμβεί στην οικογένεια Ιδιαίτερες ανακατατάξεις είχαν λάβει χώρα στο περιβάλλον της εργασίας της Φοίβης. Στη τετραετία που το ΠΑΣΟΚ ήταν εκτός εξουσίας ο πανίσχυρος υπουργός που είχε την πλήρη κάλυψη από τον πρωθυπουργό του, όσο αυτός είχε την εξουσία, βρέθηκε εκτός κυβέρνησης και άρα έκλεισε η πλούσια φλέβα που τους προμήθευε άφθονο μαύρο χρήμα. Αυτή η συσσώρευση χρημάτων του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει πλούσια προεκλογική εκστρατεία, να μοιράσει αφειδώς υποσχέσεις μελλοντικών αντιπαροχών, στοιχεία που του εξασφάλισαν τελικώς την επανεκλογή του και άρα την ασυλία του σε ενδεχόμενη κατηγορία χρηματισμού. Με βάση την πάγια παράδοση αλληλεγγύης που είχε καθιερωθεί μεταξύ των βουλευτών η άρση ασυλίας ήταν σπάνια για να μην πω ανύπαρκτη. Οι σχέσεις μεταξύ της Φοίβης και του υπουργού συνέχισαν να είναι αδιατάρακτες. Το νήμα που τις διατηρούσε σε αυτό το υψηλό επίπεδο από την πλευρά του ήταν η αρπακτικότητα που πάντα τον χαρακτήριζε κι από την πλευρά της η φιλοδοξία να ανέβει τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Το χρηματικό ζήτημα δεν την άφηνε αδιάφορη, αλλά σ’ αυτήν ήταν σε δεύτερη μοίρα. Το πρόβλημα και το στρίμωγμα που είχε και την έφερνε σε δύσκολή θέση ήταν ο άντρας της Κώστας. Μετά από σκέψη είχε απορρίψει τις προσφορές που του είχαν γίνει για συμμετοχή σε ψηφοδέλτια. Εκείνο που την πίεζε αφόρητα ήταν να κάνουν ένα παιδί. Ήταν χρόνια παντρεμένοι κι ακόμα τίποτα γιατί η άλλη δε συμφωνούσε να μείνει έγκυος. Κάποια στιγμή από ζήλεια το θέλησε όταν η Ντόρα έκανε τον μικρό Αντρέα, αλλά σύντομα το ξέχασε. Δεν είχε προς το παρόν χρόνο για να γίνει μάνα. Άλλες ήταν οι προτεραιότητες της. Έτσι ο γάμος της κινδύνευε να σπάσει. Ο άντρας της είχε ψυχρανθεί και το μήνυμα το έστειλε στα πεθερικά του. Εκείνοι σήκωναν τα χέρια και του έλεγαν ότι ο λόγος τους δεν ακούγεται. Η ξεροκέφαλη Φοίβη πάντα από μικρή έκανε το δικό της. Με την επάνοδο του Αντρέα Παπανδρέου στην εξουσία ο υπουργός επανήλθε σε άλλο υπουργικό θώκο που δεν είχε τις άφθονες ευκαιρίες του προηγούμενου. Ήταν και ο φόβος του μεγαλύτερου κινδύνου μετά τα κεντρικά σκάνδαλα που είχαν ταλαιπωρήσει τον αρχηγό κι έτσι ήταν λίγο συγκρατημένος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άρπαζε κάθε ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν, Το δίδυμο ήταν αχτύπητο στις τεχνικές παράνομου πλουτισμού. Η Φοίβη είχε πατήσει πόδι και από ιδιαιτέρα γραμματεύς είχε αναβαθμιστεί σε γενική γραμματέας του υπουργείου. Θέση πολιτική με μεγάλες εξουσίες που τις ασκούσε με δεξιοτεχνία ετοιμάζοντας το δικό της προσωπικό δίκτυο σχέσεων. Ο γάμος του υπουργού ήταν εδώ και καιρός νεκρός αλλά η επίσημη σύζυγος αρνιόταν πεισματικά να του δώσει διαζύγιο. Εκβιάζοντάς τον με τα παιδιά και το σκάνδαλο που θα κάνει με τις καταγγελίες στα ΜΜΕ. Έτσι εδώ επικρατούσε μια στάσιμη κατάσταση που διατηρούνταν κοινή συναινέσει. Λόγω του φόρτου εργασίας ο «εργασιομανής» υπουργός είχε φτιάξει μια μικρή αλλά με όλα τα κομφόρ κρεβατοκάμαρα στο διπλανό συνεχόμενο γραφείο. Κι ο χώρος αυτός δεν έμενε αναξιοποίητος, όποτε δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Το ζευγάρι Ιάσονας- Ντόρα ζούσε αρμονικά χωρίς εντάσεις, αλλά δίχως και τις ιδιαίτερες εξάρσεις, που μερικοί τις θεωρούν ως απαραίτητες. Αυτοί οι δυο λες και γεννήθηκαν αυτοκόλλητοι συμφωνούσαν σ’ όλα και πολλές φορές η συνεννόηση γινόταν χωρίς λόγια. Με μια ματιά, μ’ ένα ανεπαίσθητο νεύμα το ζήτημα είχε λυθεί. Ο γιος τους ήταν ένα όμορφο, γεμάτο υγεία και σκανταλιές αγοράκι που ήθελε πάντα πίσω του έναν άνθρωπο να τον προσέχει. Μεγάλο κομμάτι αυτού του καθήκοντος το ασκούσαν εκουσίως ο παππούς και η γιαγιά. Ξετρελαμένοι με το πρώτο- και προς το παρόν μοναδικό- τους εγγόνι. Τους το είπαν. Θα ήθελαν να πάνε ένα ολιγόχρονο ταξίδι στην Ευρώπη. Το θέμα ανέλαβε η Ντόρα «Πατέρα δουλέψαμε μαζί καιρό και πιστεύω πως κάναμε έργο. Θέλουμε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην Ευρώπη. Να δούμε εικόνες, μουσεία κτήρια. Το έχουμε ανάγκη. Ίσως να μας βγει σε καλό. Τον Αντρέα μου τον αφήνω σε σένα. Δεν το υπόσχομαι, αλλά ήρθε ο καιρός να του δώσουμε ένα αδελφάκι» Δεν χρειαζόταν να πειστεί. Ήταν από πριν έτοιμος για κάθε αίτημα τους. Για την Ντόρα πάντα το ήξερε. Αλλά κι ο γαμπρός του ήταν από το ίδιο μέταλλο. Του ταίριαζαν άνθρωπέ μου. Άσε τη Χρυσούλα να φωνάζει. Εγώ ναι! Κάνω διακρίσεις και μ’ αρέσει. 34. Η Νίκη αφήνει πίσω της το παρελθόν Η απορία έμενε αναπάντητη. Ποιος είναι αυτός που της είχε βάλει στο φάκελό το όμορφο ποίημα; Το έψαξε επισταμένως. Στα πρόσωπα συναδέλφων, στα γραφτά που έβλεπε στα γραφεία τους συγκρίνοντας γραφικούς χαρακτήρες, αλλά μέχρι τώρα…. τζίφος. Κανένα στοιχείο. Υπήρχαν κι άλλες δυσκολίες. Πρώτον να μην είναι απ’ αυτόν το χώρο της εφημερίδας αλλά από άλλα γραφεία συντακτών ή γιατί όχι ταμείου, τεχνικού προσωπικού, υπηρεσία καθαριότητας κ.α. Δεύτερη δυσκολία βρισκόταν στο γεγονός ότι αρκετοί συνάδελφοι δακτυλογραφούσαν τα κείμενά τους και σε μερικούς είχε μπει το νέο φρούτο, ο προσωπικός υπολογιστής, που κι αυτή είδε πόσο μα πόσο χρήσιμο εργαλείο είναι να γράφει και να αποθηκεύει τα κείμενά της και να περάσει μέσα όλα τα χρήσιμα αρχεία αναφοράς. Ναι! Θα ήταν μια από τις πρώτες ενέργειές της. Το μυστήριο παρέμενε αναπάντητο. Κι όχι μόνο. Επαναλήφθηκε με μικρά στιχάκια που δεν τις φαίνονταν από αυτά που υπάρχουν στις πίσω σελίδες των λαϊκών ημερολογίων. Τα φύλαγε γιατί έψαχνε το δράστη, αλλά και γιατί της άρεσαν. Πώς να το κάνουμε κάποιος τα έγραφε ή έστω τα αντέγραφε το έκανε μόνο για αυτήν. Ήταν προσωπικές αφιερώσεις κι έπρεπε να το σεβαστεί Όταν ήταν μόνη άνοιγε το κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου της και τα διάβαζε για μια ακόμη φορά νιώθοντας την ίδια εσωτερική ευφορία. Να το τελευταίο Αγέρας που φουσκώνει το πανί στο τρεχαντήρι η θύμησή σου… Τόσο γλυκό, τόσο τρυφερό και είναι σ’ αυτήν αφιερωμένο. «Ποιος να είναι ο κερατάς που παίζει μαζί μου το κρυφτό;» Θα γούσταρε να τον γνωρίσει, έστω κι αν απογοητευτεί, έστω κι αν είναι μια σκέτη φούσκα. Στον αισθηματικό τομέα για πολλή καιρό δεν είχε συμβεί τίποτα. Μετά την περιπέτεια με τον Μένιο δεν της δόθηκε άλλη ευκαιρία. Για μεγάλο διάστημα, γιατί αυτή είχε κλειστές όλες τις πόρτες, αλλά από ένα σημείο και μετά γιατί δε συνάντησε τον κατάλληλο άνθρωπο να της κινήσει το ενδιαφέρον. Με τον Μένιο το θέμα μέσα της είχε κλείσει. Τον είχε παρακαλέσει, τον είχε εκλιπαρήσει κι αυτός είχε κάνει την επιλογή του. Με γεια του με χαρά του. Θυμόταν την πρώτη φάση της σχέσης της και αναριγούσε. Τι απόγευμα εκείνο πάνω στου Φιλοπάππου. Τι θύμηση της έφερνε το πρώτο, το παρθενικό της φιλί! Όμως αυτά τέλειωσαν πια. Να φανταστείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τις μετέπειτα εξελίξεις της περιπέτειας που και η ίδια είχε μπλέξει στην πρώτη φάση της. Δοξάζει την οικογένειά της που φρόντισε να την ξεμπλέξει και τώρα να ασκεί ένα επάγγελμα που της αρέσει και να δίνει καθημερινή μάχη να καθιερωθεί. Δεν έκανε μόνο ρεπορτάζ. Συχνά έγραφε και για τα νέα βιβλία, τους συγγραφείς τους και τα πρώτα κριτικά κείμενα. Θα ήθελε να ασχοληθεί με την ποίηση την μεγάλη της αγάπη αλλά ο προϊστάμενος της απάντησε ότι στην εφημερίδα ένας συντάκτης καλύπτει όλες τους τομείς του γραπτού λόγου. Εντάξει αυτός θα είναι ο τελικός της στόχος. Κι άρχισε να διαβάζει, να μελετάει το κάθε τι πάνω στον τομέα της. Πάλι ξεφύλλισε το φάκελό της Εγώ, εσύ, αυτό το δωμάτιο και η αγάπη. ..Ώρα της φύσης. «Είναι ωραίος ο κερατάς! Αλλά τα βασιλόπουλα των παραμυθιών έχουν πια τελειώσει. Ας κατεβάσω τον πήχη των προσδοκιών μην πάθω στο τέλος την πανωλεθρία της ζωής μου» ψιθύρισε από μέσα της Όμως το ενδιαφέρον για την ανακάλυψη της ταυτότητας του άγνωστου αποστολέα συνέχισε να είναι μια από τις πρώτες επιδιώξεις της 35. Ο παππούς Αντρέας κάνει τον απολογισμό της ζωής του Σήμερα που ξύπνησε νωρίς, όπως το συνήθιζε, δεν ένιωθε και πολύ σόι. Βαρύθυμος, δυσκίνητος με τα συνήθη πονάκια. Δεν έκανε παράπονα στη γυναίκα του, γιατί μια μέρα που της το είπε σήκωσε τη φασαρία της ζωής της. Να πάει, λέει, για γενικές εξετάσεις, να δουν οι γιατροί πως είναι η κατάσταση της υγείας του. Δεν τα γουστάρει αυτά τα πράγματα. Έτσι το απέφυγε. Η καθαρή αλήθεια είναι ότι φοβάται μην του πουν κάτι αρνητικό και τον πάρει κάτω η ψυχολογική κατηφόρα. Στα θέματα της υγείας ήταν λίγο φοβητσιάρης. Ενώ έδωσε στη ζωή του μάχες και τις κέρδισε στον τομέα της προσωπικής του υγείας ήταν όχι μόνο άτολμος αλλά και κρυψίνους. Έτσι όπως συνήθιζε έπινε στη βεράντα τον τούρκικο καφέ του, ενώ από μέσα άκουγε το σιγανό τραγουδιστικό μουρμούρισμα της δικιάς του. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τα παιδιά που πια είχαν εγκατασταθεί στα δικά τους διαμερίσματα στο διπλανό οικοδόμημα που είχε ήδη τελειώσει. Έριξαν κλήρο ποιος θα πάρει ποιο. Στο πρώτο όροφο η Νίκη που προς το παρόν, όπως ήλπιζε, ήταν μόνη της. Στον δεύτερο η Φοίβη που όμως ακόμα καθόταν στο παλαιό της διαμέρισμα και στον τρίτο ο εγγονός του και το ζευγάρι των συνεργατών του. Ντόρα και Ιάσονας! Έτσι είπε η κλήρωση που έγινε ενώπιον όλων κι καμιά δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει. Βεβαίως του άρεσε κι ο ίδιος παλαιών αρχών και παραδοσιακός το ερμήνευσε σαν δώρο κι ανταμοιβή του καλού θεού του. Όταν ιδιωτικώς το είπε στη γυναίκα του αυτή του είπε να κλείσει το στόμα του και να μην λέει τέτοιες σαχλαμάρες. «Δηλαδή ο θεός σου κάνει διακρίσεις στα πλάσματά του; Μην πεις μπροστά στα παιδιά τέτοια πράγματα κακομοίρη μου θα σε σκοτώσω!» Ο άλλος όμως, ενώ λούφαξε, από μέσα του ήξερε ότι ο θεός έβαλε το χέρι του. Ησυχασμένος άφησε τη σκέψη του να ταξιδεύσει στο παρελθόν αποφασισμένος για μια γενική ανασκόπηση της ζωής του. Δόξα το θεό μπορεί, με τη συνείδηση, καθαρή να πει στον εαυτό του «Καλά τα κατάφερα!». Θυμόταν την ευαίσθητη μάνα του και τώρα που τα ξανάφερνε στον νου του, έβαζε το ερώτημα «Ήταν ευτυχισμένη με τον πατέρα του;» Δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι η απάντηση ήταν καταφατική. Για ένα μόνο ήταν. Πόσο μα πόσο τον αγαπούσε, πόσο ήθελε να σπουδάσει κι αυτός την απογοήτευσε. Ένιωθε τώρα την ενοχή του, μα αν τον βλέπει από ψηλά πως τα πήγε στη ζωή δεν θα του δώσει την άφεση του αμαρτήματος του; Ίσως η έλλειψη ευτυχίας ανάμεσα στο ζευγάρι την είχε οδηγήσει στα βιβλία και τα ποιήματα να ζήσει μέσα από εκεί αυτά που επιθυμούσε και δεν έκανε. Ο πατέρας την αγαπούσε κι ίσως κατανοούσε το πρόβλημά της, αλλά ήταν το αντίθετο άκρο. Άνθρωπος της πράξης, της εργασίας και της ρεαλιστικής προσέγγισης της ζωής. Ήταν λίγο που εξασφάλισε τους άνετους όρους της διαβίωσης τους; Αυτό δεν είναι το πρώτο καθήκον ενός οικογενειάρχη; Ο ίδιος ταίριαζε σαν χαρακτήρας με τον πατέρα του. Η καθαρή αλήθεια να ειπωθεί: Το μπακάλικο κι ατέλειωτες ώρες αφοσίωσης σ’ αυτό τους έκανε ανθρώπους. Δεν θα υποτιμούσε ποτέ αυτό το γεγονός, ανεξάρτητα αν κάποιες φορές οι κόρες του δεν το αξιολογούσαν σωστά. «Δε βαριέσαι παιδιά είναι τι ξέρουν απ’ την αληθινή ζωή; Αργότερα θα το καταλάβουν» Όμως το συμβάν που καθόρισε τη ζωή του ήταν το ταίριασμα του με τη γυναίκα του. Ας είναι καλά η κυρά Χρυσούλα! Με το άπειρο απόθεμα υπομονής και κατανόησης τα έφερε όλα δεξιά. Εντάξει ήταν λίγο αγροίκος, λίγο χωριάτης, όπως στις σπάνιες στιγμές εκνευρισμού τον αποκαλούσε, αλλά είχε καλές προθέσεις και διορθώθηκε αρκετά στην πορεία. Είχε τη χαρά να κάνει μια οικογένεια με τρία κορίτσια. Τα μεγάλωσε με όλα τα καλά, τα σπούδασε, έκανε το καθήκον του. Βέβαια θα ήταν καλύτερα να έχει κι ένα γιο αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ο μικρός Αντρέας ίσως γεμίσει αυτό το κενό. «Τώρα που τα έφερα βόλτα, Θεέ μου, προστάτευσε με λίγα χρόνια ακόμα να χαρώ τους κόπους μου. Χριστέ μου κάνε κι άλλο ένα θαύμα σου! Αυτός ήταν: Ένας συντηρητικός Έλληνας, που πίστευε στο θεό και την παναγία. Δεν μπορούσε αυτά να τα’ αλλάξει οποιαδήποτε έξωθεν επίδραση. Αυτό, άργησε, αλλά κάποια στιγμή το συνειδητοποίησε και δεν μπορούσε παρά να το αποδεχθεί, η άλλης ανατροφής και λογικής γυναίκα του. 36. Η Φοίβη ενώπιον του διλλήματος Το καταλάβαινε καλά. Δεν ήταν καμιά ηλίθια. Έπρεπε να επιλέξει. Θα σώσει το γάμο της ή θα συνεχίσει τον αδιέξοδο δρόμο δίπλα στον υπουργό; Δεν μπορεί να αρνηθεί την ηδονή που έχει η εξουσία, αλλά όλα έχουν τα όριά τους. Ξέρει ότι αμαύρωσε τη συνείδησή της με πράξεις κακές. Συμμετείχε σε διαδικασίες διαφθοράς κι όχι μόνο τις κάλυψε. Πήρε επιπλέον και μερίδιο από το μαύρο χρήμα. Απάτησε επανειλημμένα τον άντρα της, αυτόν που ενώπιον του θεού κι ανθρώπων υποσχέθηκε πίστη κι αφοσίωση, απέφυγε ηθελημένα να γίνει μητέρα. Αυτός δεν ήταν ο άντρας που αγάπησε; Και γιατί να μην το ομολογήσει; Τον αγαπά ακόμα; Τα έκανε σκατά, που να πάρει ο διάολος! Να ήταν θρησκευόμενη θα πήγαινε στον πνευματικό και θα τα ξέρναγε όλα να νιώσει μια κάποια λύτρωση. Δεν ήταν όμως! Ίσως να ένιωθε στερητικό σύνδρομο, αλλά η μόνη ρεαλιστική πράξη θα ήταν να τα παρατήσει όλα. Μια κι έξω! Το αποφάσισε! Άρχισε με τον υπουργό που έπεσε απ’ τα σύννεφα «Τι λες κορίτσι μου γίνονται αυτά;» «Σε λίγο θα έχεις τη γραπτή μου παραίτηση. Αύριο να ξέρεις δεν θα έλθω στη δουλειά. Άκου! Από μένα δεν έχεις κάτι να φοβάσαι. Μαζί τα κάναμε. Εγώ όμως κουράστηκα και θα πάω να σώσω την οικογένεια μου. Εσύ κάνε ό,τι κατεβάζει η κούτρα σου» Ο άλλος έμεινε για λίγο ακίνητος. Μετά, το βρώμικο μυαλό του πήρε χίλιες στροφές. Σκέφτηκε «Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Την χάνω ως γκόμενα. Αλλά για στάσου; Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Αντικαταστάτρια θα βρω με ένα μου νεύμα. Χρειαζόμουν κι εγώ- η αλήθεια να λέγεται- λίγο φρέσκο κρέας. Να με προδώσει; Το βλέπω απίθανο γιατί δεν είναι ο χαρακτήρας της και ύστερα είναι κι η ίδια χωμένη μέχρι το λαιμό. Ίσως να μου βγει και σε καλό» Της είπε «Λυπάμαι πολύ που σε χάνω. Τα πήγαμε καλά οι δυο μας. Αλλά αφού δεν μπορώ α σε πείσω να πας στο καλό. Εγώ θα είμαι πάντα φίλος σου» Το ένα μέτωπο το έκλεισε. Τώρα ήρθε η σειρά να τα πει με τον Κώστα. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους από καιρό ήταν τεταμένη. Αλλά για να υπομένει την κατάσταση θα πρέπει ακόμα να την αγαπά. Ας μην το καθυστερήσει άλλο. Το ίδιο βράδυ μέσα στο σπίτι όταν συναντήθηκαν του είπε «Θέλω να σ’ ενημερώσω για τις αποφάσεις που πήρα σήμερα. Σ’ ενδιαφέρει πολύ και θέλω απ’ την αρχή να σου πω ότι τα λέω σοβαρά. Εσύ θ’ αποφασίσεις για τη δική σου στάση» Ο άλλος το ερμήνευσε διαφορετικά «Ωχ! « μουρμούρισε από μέσα του. «Ήρθε η ώρα να με απολύσει!» «Είμαι όλος αυτιά να σ’ ακούσω» « Άκου Κώστα! Ξέρω ότι δεν σου φέρθηκα καλά όλο αυτόν τον καιρό και σου ζητώ ειλικρινά συγνώμη. Θέλω να κάνουμε πλήρη στροφή αν κι εσύ συμφωνείς. Σήμερα παραιτήθηκα από το υπουργείο. Αύριο θα είμαι στο σπίτι….» Ο Κώστας από μέσα του ξελάφρωσε κι αποπειράθηκε να την διακόψει. Η Φοίβη δεν του το επέτρεψε «Κώστα άσε με να τα πω όλα και μετά λες κι εσύ τα δικά σου. Αυτό είναι οριστικό κι αμετάκλητο. Με τον υπουργό τα ξεκαθάρισα και το δέχτηκε. Άλλωστε δεν είχε άλλη επιλογή. Θα ασκήσω απλή δικηγορία. Μαζί θα ανοίξουμε ένα γραφείο και θα είμαστε συνεταίροι. Εσύ θα διατηρήσεις τη θέση σου στην τράπεζα. Κανείς νόμος δεν το απαγορεύει. Μπορεί γραφείο μας να είναι αυτό το σπίτι. Και τα έπιπλα να τα μεταφέρουμε στο διαμέρισμα που μας έχτισε ο μπαμπάς. Κάτι άλλο. Το θέμα παρατράβηξε. Ωρίμασε μέσα μου η ανάγκη να γίνω μάνα. Εσύ τι λες;» Το γελαστό του πρόσωπο τα έλεγε όλα. Το μόνο που βρήκε να της πει ο «άθλιος» ήταν «Δεν πάμε στην κρεβατοκάμαρα να βάλουμε σ’ εφαρμογή το νέο σχέδιο;» Έπεσε με κλάματα στην αγκαλιά του «Ναι! Πάμε! Κώστα αγάπη μου» 37. Η Χρυσούλα έχει όλα τα παιδιά γύρω της Μια ευχάριστη έκπληξη για τη Χρυσούλα ήταν όταν η Φοίβη της ανακοίνωσε ότι έρχεται κοντά τους. Δεν αναρωτήθηκε για την ξαφνική αλλαγή, αλλά ούτε και το ξεψείρισε. Το αποτέλεσμα μετράει και το ένστικτό της έλεγε ότι είναι για καλό. Το έβλεπε στα χαρούμενα πρόσωπα του ζευγαριού, που λίγο καιρό πριν ήταν συννεφιασμένα και μύριζε υπόγεια κρίση. Δεν την ένοιαζε που έφυγε από το υπουργείο η Φοίβη. Για να το κάνει κάποιο λόγο θα έχει κι αυτή καλά θα κάνει να μην ανακατευθεί. Σ αυτή τη στάση συμφωνούσε κι ο άντρας της, όπως ιδιωτικώς της είπε. Άνθρωπος της πιάτσας και μέσα στο εμπόριο ήξερε ότι τέτοιες θέσεις έχουν και μπερδέματα. «Άσε, Χρυσούλα, μην ανησυχείς. Θα της βρω εγώ δουλειές» Το καλό υπερδιπλασιάστηκε όταν τους ανακοινώθηκε η εγκυμοσύνη της Φοίβης. Ολόκληρη η οικογένεια χάρηκε με το νέο. Η Φοίβη ένιωθε μέσα της ένα σιωπηλό θρίαμβο. Επιτέλους θα γίνει μάνα! Μέσα της κρυφές τύψεις την ενοχλούσαν, αλλά ο δυνατός της χαρακτήρας τις κατάπνιγε. «Τι θα κάνω με τα λεφτά που μάζεψα στο υπουργείο;» Ο χρόνος δε γύριζε πίσω και το κακό είχε συμβεί. «Άστα εκεί που τα έχω καταχωνιασμένα» Οι εξομολογήσεις των αμαρτημάτων της δεν ήταν στοιχείο του χαρακτήρα της. «Χαζή, ούτε κουβέντα στον Κώστα». Σίγουρα έχει τις υποψίες του, αλλά άλλο υποψία κι άλλο επιβεβαιωμένη από την ίδια δήλωση «Μούγκα λοιπόν. Είναι τόσο ευτυχισμένος που σε μερικούς μήνες θα γίνει πατέρας! Γιατί να το χαλάσω; Δεν είμαι και ηλίθια» Η Χρυσούλα δούλεψε με την ψυχή της να βοηθήσει στη μετακόμιση και τώρα που είχε την ευκαιρία για μια ανάσα άφησε τη σκέψη της να ταξιδέψει στο παρελθόν. Πρέπει να δοξάζει την τύχη της. Της μένει μόνο η πίκρα για τον πατέρα της. Δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Ο άμοιρος βγήκε σημαδεμένος από τη φυλακή και τον θυμάται να υποφέρει και να είναι συνέχεια συνοφρυωμένος. Τώρα μπορούσε, αλλά μόνο από μέσα της, να βάλει το ερώτημα που κρυφά τριγύριζε από χρόνια στο μυαλό της «Ήταν μόνο ο πόνος της αρρώστιας του που τον θυμάται να είναι συνέχεια κατσούφης; Ποιος άλλος πόνος, άραγε μπορεί να υπήρχε που του βασάνιζε τη σκέψη;. Με τη μάνα μου τα πήγαιναν άριστα» Το ερώτημα το είχε θέσει και στην ίδια λίγο πριν την χάσει, αλλά απάντηση δεν πήρε. Ούτε εκείνη ήξερε τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν πόσο πολύ τον αγαπούσε και πόσο άδικη ήταν η ζωή μαζί του. Έτσι μέσα στη πορεία του χρόνου, συνυπολογίζοντας κι όλα όσα μετέπειτα είχε ζήσει, το ρεζουμέ της προσωπικής της διαδρομής ήταν πως τίποτα, μα τίποτα δεν είναι πάνω από την οικογένεια. Κανένα πράγμα δεν αξίζει περισσότερο από την αγάπη στον άνθρωπό σου που μέσα στο διάβα του χρόνου γίνεται και σεβασμός, γίνεται στοργή και έγνοια. Βλέπει στο καθρέπτη τις αλλαγές που επέφερε ο αδυσώπητος χρόνος. Σ’ αυτό δεν μπορεί να αμυνθεί. Όμως και δεν αφέθηκε ποτέ. Με μέτρο δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή της. Το όφειλε στην ίδια, αλλά ήθελε και να δώσει το παράδειγμα στις κόρες της. Το ίδιο πρόσεχε και την υγεία της. Έκανε όλες τις προληπτικές εξετάσεις, ιδιαίτερα αυτές που χτυπάνε τις γυναίκες. Δόξα το θεό η υγεία της μέχρι τώρα είναι μια χαρά. Εκείνος που την ανησυχεί είναι ο άντρας της. Αρνείται πεισματικά ο ξεροκέφαλος βλάχος να πάει σε γιατρούς, να κοιτάξει πώς είναι η υγεία του. Τον συνήθισε πλέον. Πεισματάρης και αντιδραστικός, αλλά είναι ο μόνος άντρας που δέθηκε μαζί του έκανε τα παιδιά της και τον αγαπάει, όπως και να είναι. Έβαλε και τις κόρες να τον πιέσουν, αλλά αυτός αρβανίτικο κεφάλι δεν έπαιρνε από λόγια. Το τελευταίο διάστημα είχε διαισθανθεί κάτι. Οι αντοχές του περιορίστηκαν, καμιά φορά βαριαναστέναζε. Είπε στις κόρες «θα τον πάμε για τσεκ-απ, έστω και σηκωτό!». Κι έτσι έγινε. Λίγο απειλές, λίγο παρακάλια μπήκε για εξετάσεις. Του βρήκαν προχωρημένη στένωση αρτηριών με πιθανό κίνδυνο εμφράγματος. Η ιατρική συμβουλή άμεση εγχείρηση μπάι-πας. Τι παράξενο πλάσμα που είναι ο άνθρωπος! Εκείνος ο αεικίνητος κι ακούραστος άνθρωπος, ο αγωνιστής της ζωής, όταν έμαθε το πρόβλημά του, λες και μια αόρατη αναρροφητική αντλία ρούφηξε από μέσα του όλη τη δύναμη του, όλη την όρεξη για ζωή και δημιουργία. Όλη η οικογένεια έπεσε πάνω του να τον αναστυλώσει ψυχολογικά. Όμως τίποτα δεν μπόρεσαν να πετύχουν. Η πορεία ήταν πλέον μονόδρομος. Τους έφυγε μέσα από τα χέρια τους πριν προλάβουν να κάνουν τίποτα. Η απώλεια ήταν σημαντική για όλους Το δίλημμα εισχώρησε σαν φίδι κολοβό μέσα στο μυαλό της Χρυσούλας. «Μήπως φταίει η επιμονή μου να τον πάω για εξετάσεις; Μήπως αυτό άνοιξε την πόρτα της καταστροφής;» Όλοι έπεσαν πάνω της. Κόρες και γιατροί. «Μην λες βλακείες μάνα. Ήταν αναπόφευκτο» Δεν είχε κι άλλη επιλογή. Έπρεπε να γίνει αυτή η κολόνα που θα στηριχτεί όλη η οικογένεια. Ο χαμός του πατέρα ταρακούνησε όλη την οικογένεια. Ίσως τότε και μόνο τότε οι κόρες συνειδητοποίησαν πόσο απαραίτητος και ομπρέλα ασφάλειας ήταν ο πατέρας τους, σε κάθε πρόβλημα που εμφανιζόταν στην οικογένεια. Μέσα τους έμενε η πίκρα ότι δεν του είπαν όσο κι όπως έπρεπε το ευχαριστώ για τον αγώνα που έκανε μια ζωή. Είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό κι αδυναμία συγχρόνως να πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που γύρω μας ζουν θα είναι για πάντα δεδομένοι. Τη θνητότητα την νιώθουμε την ώρα της απώλειας και πολλές φορές σε λίγο πάλι την ξεχνάμε. Όμως η ζωή δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να συνεχιστεί. Η απώλεια σιγά-σιγά απορροφήθηκε απ’ τις κόρες που συνέχισαν την πορεία τους αφού οι δυο κιόλας απ’ αυτές μεγάλωναν και παιδιά. Η Φοίβη λίγο χρόνο πριν είχε φέρει στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι που δυνάμωσε και τους δυο νέους γονείς και το μεταξύ τους δέσιμο. Ευτυχώς τη χαρά της έλευσης της στη ζωή την πρόλαβε και τη χάρηκε κι ο μπαμπάς. Εκείνη, που η πληγή της απώλειας έμενε σχεδόν ακέρια μέσα της ήταν η μάνα, Έπρεπε όμως να το κρύβει, γιατί η ζωή συνεχιζόταν όπως και οι υποχρεώσεις της σαν η νοικοκυρά του σπιτιού παρέμεναν ακέραιες. Ο άντρας της μια ζωή ήταν κύριος. Αυτό το ήξερε από πάντα, αλλά τώρα που έκανε και την αναδρομή έβλεπε τι θησαυρό είχε δίπλα της. Τώρα υπάρχει μια εκκρεμότητα, αλλά δεν ήθελε η ίδια να το ανακινήσει. Να ξεκαθαριστούν τα κληρονομικά ζητήματα που προέκυπταν μετά το θάνατο του Ανδρέα για να μην προκύψει αργότερα καμιά διαφωνία ανάμεσα στα παιδιά της. Αν και δεν το πίστευε αυτό. Οι σχέσεις των κοριτσιών της δεν είχαν τέτοιας μορφής εντάσεις. 38. Η Νίκη λύνει τον προσωπικό της γρίφο Η αλήθεια είναι ότι με την απώλεια του πατέρα της εγκατάστησε μέσα της ένα επιπλέον κενό. Αυτή δεν πρόλαβε να του δώσει μια χαρά όσο βρισκόταν στη ζωή. Μόνο προβλήματα τον προίκισε, με την επιπόλαια περιπέτεια της με το Μίλτο και την εμπλοκή της στην τρομοκρατία. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια. Οι δυο άλλες αδελφές κάτι έκαναν. Τουλάχιστον αυτές του χάρισαν κι από ένα εγγονάκι. Η ίδια τίποτα. Αυτό δεν διορθώνεται, δυστυχώς. Ο πατέρας έφυγε και γυρισμός δεν υπάρχει. Ας συγκεντρωθεί τώρα στη δική της σταδιοδρομία. Πρέπει να προσθέσει γνώσεις και έργο. Πρέπει να δικαιώσει τους λίγους ανθρώπους που πιστεύουν σ’ αυτήν και που την ίδια ενδιαφέρει η γνώμη τους. Είχε ήδη κάνει μια πορεία και υπήρχε μια πρώτη αναγνώριση των κειμένων της από συναδέλφους, αλλά κυρίως απ’ αυτόν που την ενδιέφερε. Τον προϊστάμενό της. Ο γρίφος που της δημιουργήθηκε από την εγκατάστασή της στο νέο γραφείο παρέμενε άλυτος. Δεν είχε βρει τη λύση του παρά τις προσπάθειες της. Αυτό δεν ήταν και το χειρότερο. Χθες νέο σημείωμα, νέο ποίημα, ίδιος γραφικός χαρακτήρας, αλλά πάντα άγνωστος ο αποστολέας. Να το νέο μήνυμα με κοινά χαρακτηριστικά σαν τα προηγούμενα και με άγνωστο δημιουργό. Δεν ήθελε να δημοσιοποιήσει στους άλλους συναδέλφους το προσωπικό της πρόβλημα. Το πήρε απόφαση. «Αν ενδιαφέρεται ο κύριος ας εμφανιστεί μόνος του. Από σήμερα παύω να κάνω τον Ηρακλή Πουαρό. Δεν μου ταιριάζει κιόλας» Ξαναδιάβασε το κείμενο πιο ησυχασμένη. Ο κερατάς γράφει ή διαλέγει ευαίσθητα κι ενδιαφέροντα κομμάτια. Ας το παραδεχθεί! Δεν την αφήνουν αδιάφορη ούτε τα ποιήματα, ούτε κι ο αποστολέας τους. Μικρές στιγμές ανεπανάληπτες, αρχίζουν με δυνατό καλπασμό και σβήνουν στην απαλή κίνηση του κύματος πάνω στην άμμο. Μικρές κραυγές πρωτόγονες μεταφράζουν στην ίδια πάντα γλώσσα την αιώνια λειτουργία ζωής και γέννησης. Τα μέλη παραδομένα στην εξουσία του ιδρώτα μάταια αποπειρώνται ν’ αδραχτούν από τα κρόσσια του πορφυρού χιτώνα της Εσύ κι’ εγώ σμαράγδια καρφιτσωμένα στο γκρίζο φόντο της μνήμης. Η αλήθεια να λέγεται. Είχε μια ισχνή ερωτική εμπειρία με τον Μίλτο, αλλά ποτέ δεν έφτασε στην ολοκλήρωση. Αυτό το φρούτο το ξέρει μόνο από τα κείμενα των βιβλίων και μια και μοναδική εξομολόγηση της δύσκολης αδελφής της Φοίβης όταν την πέτυχε σε μια καλή μέρα. Ζητούσε να γνωρίσει, να δει, να νιώσει έντονα αισθήματα κι ίδια. Είχε ορθάνοιχτες τις πόρτες ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Οι μόνοι περιορισμοί, η προσωπική της αξιοπρέπεια και ο φόβος ενός νέου σκανδάλου…. Ένα απόγευμα όταν πήγε στο γραφείο της βρήκε έναν χοντρό και κλειστό φάκελο, που απέξω δεν είχε στοιχεία του αποστολέα και χωρίς λόγο μια ανησυχία εμφανίστηκε μέσα της. Ναι, δίσταζε να τον ανοίξει! Λες κι ένα προαίσθημα την σταματούσε. Όταν τον άνοιξε τελικά έπεσε από τα σύννεφα. Σχεδόν εκατό χειρόγραφα με ποιήματα κι ο γραφικός χαρακτήρας ο γνωστός και μη εξαιρετέος. Μέσα στα φύλλα κι ένα κείμενο που απευθυνόταν ειδικά σ’ αυτήν Αγαπητή Νίκη Είναι μερικές πρωτόλειες προσπάθειές να καταγράψω κάποια αισθήματα μου. Ζητώ μια πρώτη γνώμη γι αυτά. Σέβομαι και εκτιμώ τη δουλειά σου. Σύντομα θα έρθω να μου την πεις. Με εκτίμηση Ένας ( προς το παρόν ανώνυμος) φίλος Κανονικά θα έπρεπε να χαρεί. Αλλά πάλι ούτε τώρα δεν θα το μάθει; «Πολύ μυστήριο αυτός ο άνθρωπος. Με κούρασε πλέον. Γιατί τέτοια αποφυγή να μου πει ό,τι θέλει κατά πρόσωπο;» Δεν την άφηνε όμως κι αδιάφορη. Ό,τι είχε μέχρι τώρα διαβάσει έδειχνε άνθρωπο ευαίσθητο. Θα κάτσει με φροντίδα να τα δει και να σχηματίσει γνώμη. Αυτή θα του τα πει με κάθε ειλικρίνεια. Το βράδυ πήρε το φάκελο στο σπίτι της. Η νύχτα θα είναι μακριά, αλλά δυστυχώς μοναχική. Της έλειπε απελπισμένα η αντρική συντροφιά. Το σώμα της αποζητούσε το αντρικό χάδι απελπισμένα. Τελικά ο άγνωστος Χ είχε ταλέντο. Αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί. Τα κείμενά του είχαν προσωπικό ύφος, δυνατό αίσθημα κι ευαισθησία. Σε λίγες μέρες, αφοσιωμένη στα γραφτά της, μόνο την τελευταία στιγμή, αντιλήφτηκε την ανθρώπινη παρουσία μπροστά στο γραφείο της. Σήκωσε τα μάτια και είδε μπροστά της τον προϊστάμενο της. «Γεια σας! Τώρα σας είδα. Τι κάνετε;» «Ήρθα να μου πεις τη γνώμη σου για τα γραπτά μου» Έπεσε απ’ τα σύννεφα. Κεραυνός εν αιθρία. Ήταν η μεγάλη έκπληξη της ζωής της! 39. Η Ντόρα θέτει το θέμα Ίσως για μια ακόμα φορά επαληθευόταν το γεγονός ότι η Ντόρα ήταν το πρακτικό μυαλό στην οικογένεια. Κάποιος έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία και άλλος πέρα απ’ αυτήν δεν έβλεπε να υπάρχει. Αφού το συζήτησε με τον Ιάσονα κι άκουσε και τη δική του άποψη, πήγε στη μάνα της. Είχε προηγηθεί τηλεφωνική συνεννόηση γιατί θα της άφηνε στη συνέχεια και το γιο της, που τώρα ήταν ένα όμορφο αγοράκι. Είχαν, βλέπεις, το βράδυ μια κοινωνική υποχρέωση με φίλους. Πολλές φορές η μάνα της τους είχε εξυπηρετήσει με το γιο τους, που τον λάτρευε. Παρότι τα σπίτια ήταν διπλανά οι καθημερινές υποχρεώσεις των κοριτσιών δεν τους άφηναν χρόνο να περάσουν κι από κει όσο συχνά αυτή επιθυμούσε. Η ίδια, κυρίως τα μεσημέρια της Κυριακής, τους έκανε το τραπέζι, για να κρατά ζεσταμένη την οικογένεια. Να βλέπονται όλοι μαζί και να συζητάνε για όποιο θέμα υπάρχει. Κι όποτε της ζητούσαν χάρη, κυρίως οι μάνες, ήταν πάντα στη διάθεσή τους πρόθυμη να εξυπηρετήσει στο κάθε τι. Μπήκε χωρίς εισαγωγές στο θέμα «Μάνα άκουσε ποιο είναι το πρόβλημα και θέλω να πάρεις εσύ πρωτοβουλία να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Με το θάνατο του μπαμπά δημιουργήθηκαν εκκρεμότητες που πρέπει να λυθούν. Στην εταιρεία μας ήδη έχουμε προβλήματα με την εφορία και μερικά πράγματα δεν προχωρούν. Ο μπαμπάς ήταν ο υπεύθυνος και δημιουργούνται θέματα στις συναλλαγές της εταιρίας. Τράπεζες, αγοροπωλησίες διαμερισμάτων κι άλλα που δεν θέλω να σε ζαλίζω. Πρέπει να κάνουμε την κληρονομική πράξη» «Δεν έχω καμιά αντίρρηση κόρη μου, μα..» «Προφανώς δεν θα αντιδικήσουμε μεταξύ μας, αλλά ο χωρισμός της περιουσίας είναι απαραίτητος για μας. Θα χρειαστεί κάποιο ποσό για την εφορία να πληρωθούν οι φόροι κληρονομιάς. Όλα τα νομικά θέματα που ανακύπτουν ας τα αναλάβει η Φοίβη. Μάζεψε τους, να τα πούμε όλοι μαζί» «Τι να σου πω παιδί μου; Απ’ αυτά δε σκαμπάζω γρυ. Εφόσον το βρίσκεις αναγκαίο να το κάνουμε. Από τώρα σας λέω. Ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει είναι για σας. Όλα είναι ο κόπος του πατέρα σας» «Εντάξει, εσύ θα τους ειδοποιήσεις για συγκέντρωση εδώ. Πες τους και για τι πρόκειται. Α! Μην το ξεχάσω! Ετοιμάσου, πάλι είμαι έγκυος» «Αχ μωρό μου τι ωραία! Μπράβο, μπράβο!» Η μάνα πήρε την πρωτοβουλία και, αφού έγιναν κάποιες προσυνεννοήσεις ανάμεσα στα τρία κορίτσια, σε δυο Κυριακές έγινε η συγκέντρωση στη μαμά, που είχε ετοιμάσει και τα νόστιμα καλούδια της. Πρώτη πήρε το λόγο η Φοίβη. Από μικρή διεκδικούσε τα πρωτοτόκια που καμιά δεν της τα αμφισβήτησε. Το επιπρόσθετο στοιχείο: Ήταν η δικηγόρος της οικογένειας. «Πριν απ’ όλα πρέπει να γίνει καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων. Αναφέρομαι στα ακίνητα. Να σας ενημερώσω από νομικής απόψεως ισχύουν τα εξής. Με το θάνατο του πατέρα μας ό,τι ανήκει σ’ αυτόν το 30% το κληρονομεί η σύζυγος και τα υπόλοιπο 70% μοιράζεται στα παιδιά. Τα διαμερίσματα στο διπλανό κτήριο ο μπαμπάς τα έχει ήδη γράψει στο όνομά μας και δεν μας απασχολούν. Χρειάζεται να δω την πράξη ίδρυσης της οικοδομικής εταιρείας και τα περιουσιακά της στοιχεία. Για τα κινητά να δούμε τι βιβλιάρια υπήρχαν, σε ποια ονόματα και τι ποσά περιλαμβάνουν. Αν υπάρχουν θυρίδες και που, αν υπάρχουν ποσά στο σπίτι. Αυτά προς το παρόν. Εγώ θα αναλάβω τα νομικά και φορολογικά θέματα και γι αυτό δεν θα ήθελα προφανώς καμιά αμοιβή» Η ανάλυση ήταν πλήρης και ρεαλιστική. Πρώτη μίλησε η μάνα. «Ακούστε παιδιά μου. Εγώ δεν θέλω τίποτα. Έχω τη σύνταξη του μπαμπά σας απ’ το ΤΕΒΕ. Είναι μικρή αλλά εμένα μου φτάνει και μου περισσεύει. Ακόμα έχω ένα μικρό νοίκι απ’ το πατρικό μου. Αυτά τα κρατούσα στην άκρη Έτσι έχω ένα μικρό κομπόδεμα για έκτακτη περίπτωση. Τίποτα το ιδιαίτερο. Αν θέλετε όμως σας το δίνω. Τώρα τα φύλαγα να δίνω δώρα σε σας και στα εγγονάκια μου» Όλες μαζί έβαλαν τις φωνές. Η φωνή της Φοίβης ξεχώρισε «Έλα ρε μάνα! Τι μας έχεις; Εμείς ξέρεις πόσο σ’ αγαπάμε. Μην ανησυχείς» «Ένα ακόμα. Το σπίτι που γεννηθήκατε είναι όλο δικό σας. Θα ήθελα όμως να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου εδώ. Για λόγους που καταλαβαίνετε αλλά και γιατί θέλω να είμαι κοντά σας» Η Νίκη είπε μόνο μια λέξη «Συμφωνώ!» Η Ντόρα είπε στη Φοίβη «Σε περιμένουμε αύριο στο γραφείο. Θα σ’ ενημερώσουμε για τα πάντα» Έτσι ήρεμα έκλεισε το θέμα. Η μαμά ρώτησε «Ντόρα να το πω;» «Το λέω εγώ. Κορίτσια περιμένω δεύτερο παιδί.» Χαρούλες και συχαρίκια από τις άλλες. 40. Η Νίκη σε δίλημμα Μετέωρο το επόμενο βήμα της. «Και τώρα τι γίνεται;» έβαλε το ερώτημα στον εαυτό της. Τι ήξερε αλήθεια για τον Μπάμπη, τον προϊστάμενο της; Ας βάλει κάτω τα πράγματα. Ηλικία; Δεν ξέρει ακριβώς, αλλά θα κοντεύει ή τα πάτησε ήδη τα πενήντα. Αυτό δεν την ενοχλεί καθόλου. Αλλού είναι το θέμα και εκεί υπάρχει απαγορευτική διάταξη. Είναι παντρεμένος κι έχει ένα παιδί. «Αντροχωρίστρα εγώ δε γίνομαι!» Να μου λείπει μια τέτοια σχέση! Όμως για στάσου; Μήπως βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα; Μήπως απλώς θέλει την επαγγελματική μου γνώμη κι εγώ βιάζομαι να μιλήσω για αισθηματική πρόθεση. Όμως αν ήταν μόνο αυτό γιατί όλη η προηγούμενη μυστικότητα; Ποια είναι τότε η σημασία των διαδοχικών βημάτων; Σε όλα αυτά απάντηση θα βρει με τη συνάντηση μαζί του. Ας προετοιμαστεί μελετώντας τα κείμενα και κρατώντας τις επιφυλάξεις της για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά από λίγες μέρες τον ενημέρωσε ότι είναι σε θέση να του πει τη γνώμη της. Η απάντησή του ήταν αυτό που είχε από την αρχή είχε υποθέσει «Θέλω να έχουμε άνεση χρόνου Νίκη. Θέλεις να περάσω αύριο το βράδυ απ’ το σπίτι σου να πάμε κάπου ήρεμα να μιλήσουμε και να φάμε;» Ταλαντεύτηκε στην απάντηση της. Μια θα μπορούσε να ήταν «Θα ετοιμάσω εγώ κάτι στο σπίτι» Δεν το τόλμησε, ούτε ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αλλά και δεν την έπαιρνε να αρνηθεί πριν του πει τη γνώμη της κι ανιχνεύσει τις πραγματικές του προθέσεις. Έτσι η απάντησή της ήταν «Χτύπα το κουδούνι και θα κατέβω» Δεν τόλμησε να ζητήσει πληροφορίες από τρίτους. Όχι! Ίσως μέσα της να μην ήθελε κιόλας να εμπλέξει τρίτο άτομο στην υπόθεση. Μόνη της θα καθορίσει τα όρια. Μόνη η ίδια θα μετρήσει τις αντιδράσεις κι ό,τι προκύψει. Προετοιμάστηκε με τη δέουσα προσοχή για τη συνάντηση τόσο που κάποια στιγμή αναρωτήθηκε από μέσα της «Γιατί όλα αυτά;» Απέφυγε να δώσει την απάντηση «Ίδωμεν κυρά μου !» Την έτρωγε η ανησυχία και νόμιζε ότι ο χρόνος επίτηδες καθυστερούσε κι αργούσε η στιγμή να ξεκαθαρίσει ο ορίζοντας. Αυτή είχε προετοιμάσει τα λόγια που θα του πει για τα ποιήματά του. Όταν χτύπησε το κουδούνι από κάτω ήταν στο φτερό έτοιμη. Κατέβηκε σε αμελητέο χρόνο και του έδωσε το χέρι να τον χαιρετήσει κι αυτός αντί να το σφίξει τρυφερά το σήκωσε κι ακούμπησε τρυφερά τα χείλια του στη παλάμη της. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει ή να σκεφτεί κάτι λογικό. Η ανατριχίλα που διαπέρασε το κορμί της έκοψε την ανάσα. Προσπάθησε μ’ όλες τις δυνάμεις της να μην το καταλάβει ο άλλος ότι είναι ένα τρύπιο οχυρό, πανέτοιμο να παραδώσει τα όπλα. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι αμέσως τον ρώτησε «Που πάμε;» «Ας το αυτό πάνω μου» Έφτασαν στη θάλασσα σχεδόν αμίλητοι και συνέχισαν μέχρι τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απέναντι υπήρχε η γνωστή ταβέρνα του Λάμπρου με τα τραπεζάκια δίπλα στο κύμα. Η βραδιά ήταν γλυκιά κι άνετα μπορούσαν να κάτσουν έξω. Ένας κοινός δισταγμός τους κράταγε σχεδόν κλειστό το στόμα πέρα από αθώες κι ουδέτερες κουβέντες που δυο άνθρωποι συνήθως ανταλλάσουν. Τότε η Νίκη του είπε «Μου ζήτησες τη γνώμη για τα γραφτά σου. Τα διάβασα και έχω να σου πω τα εξής….» Δεν την άφησε να ολοκληρώσει την πρότασή της «Ας το αυτό να περιμένει, κορίτσι μου; Ας χαρούμε το όμορφο τοπίο, τη γλυκιά νύχτα που μας περιτριγυρίζει. Ας τσιμπήσουμε κι ας πιούμε το κρασί μας. Έχουμε χρόνο για τα υπόλοιπα..» Η άλλη αντέδρασε «Μα γι αυτό το σκοπό δεν ήρθαμε;» «Ναι κορίτσι μου, αλλά μην μου τη σπας τώρα. Κοίτα δίπλα τη θάλασσα. Σήκωσε το κεφάλι σου. Το φεγγάρι ανεβαίνει, σχεδόν ολόγιομο. Δεν νιώθεις την ατμόσφαιρα να μας ζητάει λίγο ρομαντισμό Ας το χαρούμε λοιπόν! Μην είσαι τόσο πεζή» Είχε τον τρόπο του ο κερατάς. Κι ίδια δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί. Από χαρακτήρα ευάλωτη στα αισθήματα, λησμόνησε τους φόβους της, άρχισε να χαλαρώνει και να αφήνεται στις προσταγές του. Από το πρώτο ποτήρι του κρασιού ένιωθε κάτι να ανασκαλεύει στις στάχτες της εσωτερικής σβησμένης με τόσο κόπο φλόγας και πιεσμένες επιθυμίες και στερήσεις να την πλημυρίζουν σαν ένας πριν λίγο ξερός χείμαρρος μετά από τη δυνατή μπόρα. Μόνο από μέσα της κατόρθωσε να ψελλίσει μια ευχή «Καλή μου Παναγιά δώσε μου τα δύναμη να αντισταθώ στην πλημύρα που ξαφνικά με κατακλύζει και σε λίγο θα με πνίξει;» Μάταιη η έκκληση. Όταν αυτός σε λίγο της πρότεινε έναν περίπατο στη διπλανή ακρογιαλιά τον ακολούθησε σαν υπάκουο κι άβουλο σκυλάκι. Δεν είχε ποτέ βρεθεί σε τέτοια έξαρση και διάθεση. Εκεί, χωρίς καθόλου προλόγους, χωρίς καθόλου εξηγήσεις, πάνω στην άμμο, του παραδόθηκε ολόκληρη σαν έτοιμη από καιρό κι έζησε για πρώτη φορά την ερωτική έκσταση σ’ όλη την έκτασή της. Μια βρύση που ήταν σφραγισμένη άνοιξε κι η διψασμένη Νίκη άρχισε να πίνει νερό χωρίς κιόλας να ξεδιψάσει. Μέχρι οι αναπνοές τους να γίνουν φυσιολογικές δεν ανταλλάχτηκε κουβέντα. Μετά η Νίκη τον ρώτησε «Με τα ποιήματα τι θα γίνει;» Αυτός ετοιμόλογος, λες και περίμενε την ερώτηση της είπε «Θα το συζητήσουμε στην επόμενη συνάντησή μας, που θέλω να είναι σύντομα και σε ποιο ιδιωτικές συνθήκες. Το ξέρεις; Ούτε σκεφτήκαμε αν εδώ υπήρξαν μάρτυρες της ένωσής μας. Θα συνεννοηθούμε τηλεφωνικά» Το μόνο που βρήκε να πει ήταν ένα εντάξει. Στη διαδρομή της επιστροφής μουγγαμάρα. Σ’ ένα φανάρι κοιτάζοντας στο πλάι είδε το πρόσωπο της γεμάτο δάκρυα. Η Νίκη έκλαιγε αθόρυβα «Γιατί, γλυκιά μου κλαις; Εγώ φταίω;» « Όχι! Τα έχω με τον εαυτό μου! Πόσο εύκολα δέχτηκα τον ερωτά σου. Θα νομίζεις ότι είμαι μια γυναίκα της πρώτης ευκαιρίας. Ένα έχω να σου πω. Η εντύπωση είναι πλήρως λαθεμένη. Να το ξέρεις. Έχω χρόνια να ενωθώ με άντρα κι ίσως έτσι ερμηνεύεται η μειωμένη αντίσταση μου» Δεν την άφησε να συνεχίσει. Πάρκαρε σ’ έναν παράδρομο και της είπε «Άκου Νίκη. Και μένα μου λείπει η γυναίκα. Θα μου πεις. Μα, ρε Μπάμπη είσαι παντρεμένος! Ναι κι έχω ένα γλυκό κοριτσάκι δέκα χρόνων, που υπεραγαπώ. Πίστευε ότι θέλεις, μα ο γάμος μου είναι νεκρός εδώ και χρόνια. Δεν ταιριάξαμε τελικά. Άλλοι στόχοι, άλλες προτεραιότητες, άλλες ιδιοσυγκρασίες. Αυτά συμβαίνουν στη ζωή. Για χάρη του παιδιού συνεχίζουμε να ζούμε στην ίδια στέγη» «Σταμάτα! Είμαι η γυναίκα της μιας ευκαιρίας για σένα; Έτσι με θεωρείς;» «Καλά το μυαλό σου σταμάτησε, μικρούλα μου; Τόσες προσπάθειες έκανα να προκαλέσω το ενδιαφέρον σου, χωρίς να γίνει κουτσομπολιό στο γραφείο! Εκεί υπάρχουν πέντε άλλες γυναίκες και τόσες άλλες σε άλλα τμήματα. Γιατί δεν απευθύνθηκα σ’ αυτές; Από τη πρώτη στιγμή σε ξεχώρισα και εκτίμησα το χαρακτήρα σου. Ξέρω ότι γύρω σου δεν υπάρχει άλλος άντρα; Γιατί ήμουν και λίγο αδιάκριτος. Δυο τρεις φορές σε παρακολούθησα και στο πρόσωπό σου διάβασα τη μοναξιά. Το ενδιαφέρον για ένα άτομο δεν παραγγέλνεται στον έμπορα, κορίτσι μου. Πάρτο απόφαση. Σου έρχεται απρόσκλητο και επιβάλλεται. Αυτό είναι μαζί σου. Ξέρω ότι ζητάω πολλά, ενώ έχω να σου προσφέρω μικρό καλάθι. Αυτός είμαι! Ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για σένα και εκλιπαρεί την κατανόηση σου..» Στη διάρκεια της εξομολόγησής του τα δάκρυα σταμάτησαν και το πρόσωπό της άρχισε λίγο να φωτίζεται. Του είπε «Στη ζωή μου δυο άντρες γνώρισα. Έναν στην εφηβεία μου μέχρι τα φοιτητικά μου χρόνια με άτυχη κατάληξη κι ο δεύτερος εσύ παντρεμένος και με υποχρεώσεις. Γιατί τόση ατυχία Χριστέ μου! Όμως θα το ομολογήσω. Δε μου είσαι αδιάφορος! Γι αυτό κλαίω..» Την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του. Σαν κυνηγημένο κι ανυπεράσπιστο ζωάκι χώθηκε στην αγκαλιά του. Της σήκωσε το πρόσωπο που ήταν χωμένο στο στήθος του και τη φίλησε με τέτοια τρυφερότητα, που χρόνια ζητούσε να βρει. «Ας το διάολο!» είπε από μέσα της. «Κι εγώ έχω δικαίωμα στη ζωή!» Ξεκάρφωτα κι αυθόρμητα της βγήκε «Η επόμενη φορά θα είναι στο σπίτι μου! Στους άλλους ορόφους από πάνω είναι οι παντρεμένες αδελφές μου. Μην ανησυχείς, κανένας δεν έρχεται απρόσκλητος..» Όταν έμεινε μόνη το σκέφτηκε κι αλλιώς. «Είσαι πολύ μπόσικη, κυρία μου. Με το πρώτο χάδι, με την πρώτη τρυφερότητα σηκώνεις λευκή σημαία. Να είσαι πιο συγκρατημένη, κορίτσι μου, γιατί σε πήρε και σε σήκωσε…» 41. Η άνοδος των μεταρρυθμιστών στην εξουσία Ο Αντρέας έφυγε, αλλά το εγκαταστημένο απ’ αυτόν νέο κράτος παρέμεινε σχεδόν αλώβητο. Ο συνδικαλιστικός συφερτός της νέας τάξης πραγμάτων έφερε αρχηγό στο ΠΑΣΟΚ την μεταρρυθμιστή Κώστα Σημίτη να αναλάβει τη συνέχιση της διακυβέρνησης της χώρας. Πάλι καλά, αν σκεφτείς ότι η εναλλακτική λύση ήταν ο φαταούλας Άκης Τσοχατζόπουλος! Καλές προθέσεις αλλά χωρίς την απαιτούμενη αποφασιστικότητα για ρήξεις κι αλλαγές που απαιτούσαν οι στιγμές. Η αριστερά ανήμπορη θα συνέχιζε να παίζει τον ακίνδυνο κι ανούσιο για την εξουσία ρόλο. Το ρόλο του επικριτή των πάντων. Μήπως χρειάζεται να πάει σε ψυχολόγο; Η δεξιά χωρίς εναλλακτικό όραμα και ικανή ηγεσία να αντιπαραταχθεί στο έμπειρο πια στελεχικό του ΠΑΣΟΚ. Ο μόνος που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε εξουδετερωθεί από την ίδια την παράταξή του, που ποτέ δεν τον αφομοίωσε και δεν τον δέχτηκε στους κόλπους της. Ας κάνω τον προφήτη. Μετά τον θάνατό του, όλοι οι επιφανειακοί επικριτές του, ιδιαίτερα αυτοί που τον έχουν συνδέσει αμετάκλητα σήμερα με την αποστασία του ’65 θα αρχίσουν να τον αποτιμούν διαφορετικά. Εδώ ίσως να είμαστε παρόντες. Έτσι μη υπαρχούσης εναλλακτικής λύσης - είναι αλήθεια- στις νέες εκλογές το ΠΑΣΟΚ ανανέωσε την εξουσία του. Οπότε τα οικονομικά συμφέροντα που κινούσαν και πριν τα νήματα αποχαλινώθηκαν έτι περισσότερο. Η Αριστερά «αγρόν ηγόραζε!». Καταμετρήστε, εσείς που ευτελίσατε την επιστήμη της στατιστικής και την καταντήσατε κουρέλι εξυπηρέτησης πολιτικών και άλλων σκοπιμοτήτων πόσες μα πόσες φορές υποστήριξαν άκριτα αιτήματα και διεκδικήσεις που η ικανοποίηση τους αποτέλεσε μια από τις κύριες αιτίες της σημερινής κατάντιας της χώρας. Η Αριστερά διαθέτει στις τάξεις της ικανότατους αναλυτές κι ερμηνευτές των τελεσθέντων στο παρελθόν συμβάντων. Να τους βράσω! Εκείνο που χαρακτηρίζει «προοδευτική» μια γνώμη, μια πολιτική είναι αν εκ των προτέρων χαράσσει το χρήσιμο, τον προωθητικό ρόλο για τις αναγκαίες αλλαγές… που έρχονται. Δε θέλουμε μελλοντολόγους, θέλουμε πραγματιστές που θα προνοούν και θα κατευθύνουν τη χώρα προς την πορεία ανόδου της. Οι επικριτές είναι είδος εν αφθονία και ο ρόλος τους τόσο εύκολος και χωρίς απαιτήσεις. Και για αυτό έχει τόσους πολλούς που επιθυμούν να επωμιστούν το ρόλο. Έτσι, μη υπαρχούσης άλλης εναλλακτικής λύσης, ο κόσμος κουρασμένος κι απηυδισμένος από το ΠΑΣΟΚ επανέφερε στην εξουσία τη δεξιά. Αυτή, υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που το μεγαλύτερο προσόν του ήταν το όνομα που έφερε και το κύριο χαρακτηριστικό του η αναποφασιστικότητα, αντί να υλοποιήσει τια αναγκαίες προεκλογικές υποσχέσεις και να εφαρμόσει τα μέτρα σοκ που οι ανάγκες απαιτούσαν, επέλεξε την πολιτική της «ήπιας προσαρμογής». Ό μεθερμηνευόμενο σήμαινε: Δεν ενοχλούμε τα κοράκια που απομυζούν τον εθνικό πλούτο, απλώς επιτρέπουμε την είσοδο στο προσοδοφόρο αυτό παιχνίδι νέων παικτών, που «πεινασμένοι κι αδικημένοι» όλα τα προηγούμενα χρόνια διεκδικούσαν και το δικό τους μερίδιο στη μοιρασιά της πίτας. Αναποφάσιστος και κουρασμένος, φοβούμενος την ιεραρχία του άχρηστου μηχανισμού του κράτους αντί να το πετσοκόψει όπως προφανώς χρειαζόταν το έκανε πιο ξέχειλο και πιο αρπακτικό στο χαρακτήρα του. Φοβισμένος μην τον κατηγορήσουν οι συνήθεις «υπερασπιστές» των παρανομούντων που έχουν φορέσει τη λεοντή του υπερασπιστή των ανθρωπίνων ελευθεριών, άφηνε επί χρόνια ατιμώρητα εξόφθαλμα ποινικές πράξεις κρύβοντάς τες κάτω από το χαλί. Τόσο ατιμώρητες που σε μια νέα γενιά που μεγάλωνε μέσα σ’ αυτούς τους «άγονους αγώνες», να έχει τελικά εμπεδωθεί η αντίληψη ότι είναι νόμιμο δικαίωμα η αγνόηση και καταπάτηση των νόμων. Μοιράστηκαν με τον πιο ανεύθυνο τρόπο χρήματα αριστερά και δεξιά, δήθεν ως παροχές, έγιναν φουσκωμένες εγκληματικά δαπάνες χωρίς καμιά κατεύθυνση προόδου και ανάπτυξης και το σύστημα κάποια στιγμή φράκαρε, γιατί όλες αυτές οι «φιλολαϊκές πρωτοβουλίες», που από τον «προοδευτικό χώρο» μεταφράζονταν ως «κατακτήσεις του λαού», γίνονταν με δανεικά χρήματα. Κάποιες έγκαιρες φωνές αγωνίας, που μιλούσαν για το αδιέξοδο αγνοούνταν από τα ΜΜΕ και αμείβονταν με λοιδορία από τους δήθεν έξυπνους. Το τραγικό είναι ότι σφοδρότεροι εχθροί της ύστατης σήμερα προσπάθειας για τη σωτηρία της χώρας που γίνεται από την πρόσφατα εκλεγμένη Κυβέρνηση, είναι όλοι αυτοί που πανηγύριζαν στο προηγούμενο παζάρι της διαφθοράς. Δεν μου προξενεί εντύπωση. Η μελέτη των συμβαινόντων στην ιστορία μας λέει ότι το φαινόμενο αυτό είναι συχνά απαντούμενο. 42. Η Φοίβη προσγειώνεται Έβλεπε την κόρη της να παίζει στο σαλόνι με τον άντρα της, άκουε τα χαρούμενα ξεφωνητά τους κι η ψυχή της γαληνεμένη άρχισε το ταξίδι της αναπόλησης και του απολογισμού. Τι είχε κι αυτή κάνει στη ζωή της; Πράξεις που καθώς σήμερα τις φέρνει στο μυαλό της, της δημιουργούν το αίσθημα της ντροπής; Δυστυχώς αρκετές! Ευτυχώς τις έχει επιμελώς κρυμμένες σε μια άκρη του μυαλού της. Συνεχώς τις απωθεί μη τυχόν τις κατανικήσει οριστικά, θάβοντάς τες, πλην ματαίως. Απρόσκλητες εκείνες έρχονται και της υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους. Τι να κάνει; Τίποτα. Ίσως είναι η επίγεια τιμωρία για τις αμαρτίες της! Δεν ήταν καμιά θεούσα να δίνει τέτοιου είδους απαντήσεις αλλά της έρχονται αυθόρμητα στο κεφάλι λόγω κοινωνικής αδράνειας. Σε τέτοια κοινωνία μεγάλωσε και μεταφέρει τις συνήθειες της, τα ίδια αντανακλαστικά με αυτήν. «Εικόνα της κοινωνίας κι εμείς δεν είμαστε» Ο χαρακτήρας της φταίει. Είχε το στοιχείο του άπληστου και του αρπακτικού πάνω απ’ το μέσο όρο. Τι να κάνει και τι να σκέπτεται άραγε ο «μέντοράς» της στην αμαρτία και τη διαφθορά; Δεν ξέρει ακριβώς κι ούτε θα επιδιώξει ποτέ να μάθει. Ένα μόνο ξέρει. Τον πήρε μαζί του το κύμα της ανωνυμίας και τον έστειλε στον κάδο της ανακύκλωσης. Η πολιτική τον απέρριψε και στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τον μαύρισε δεόντως. Μια δεύτερη φωνή από μέσα της ξεμυτίζει με κρυμμένη κακία και έπαρση να της λέει «Μην είσαι ηλίθια καλή μου! Σε κάποια γωνιά του σύμπαντος τρισευτυχισμένος και ήσυχος αυτός θα γεύεται τις χαρές της ζωής, δίπλα σε ανταλλακτικές γκόμενες που άφθονες κυκλοφορούν σ’ όλες τις πιάτσες έτοιμες να προσφέρουν το κάθε τι για λίγη επωνυμία και ένα δωράκι τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο. Τι νόμιζε; Ότι είναι αναντικατάστατη; Αναρωτήθηκε: Τα χρήματα φέρνουν άραγε την ευτυχία; Όχι πάντα, ιδιαίτερα όταν είναι στιγματισμένα από σκοτεινές προελεύσεις, όταν δεν είναι απόκτημα κάποιας σκληρής εργασίας από πίσω τους. Όμως επειδή είναι και ρεαλίστρια ξέρει ότι κι ότι η παντελής έλλειψή τους σίγουρα είναι ασφαλές εισιτήριο για τη δυστυχία και τη μιζέρια. Αυτή τη πλευρά της ζωής της, την μεταφέρει, ως σταυρό μαρτυρίου, αποκλειστικά στην πλάτη της. Ποτέ δεν τόλμησε να τη μοιραστεί μ’ έναν δεύτερο άνθρωπο. Ξέρει ότι από το οικογενειακό της περιβάλλον όλο και κάτι θα υποπτεύονται, αλλά άλλο είναι η υποψία κι άλλο η παραδοχή. Όχι, δεν έχει το κουράγιο για τέτοια αποκαλυπτήρια. Περισσότερο ο άντρας της, ο Κώστας, αλλά φαίνεται κι αυτός δεν τόλμησε ποτέ να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Οι μεταξύ τους σχέσεις αφού πέρασαν από επικίνδυνες στροφές πήραν μια βαθειά ανάσα κι αναζωογονήθηκαν με την έλευση του παιδιού τους. Τον κέρδισε η πατρική αγάπη και υπερνίκησε όλους τους άλλους φόβους. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα της επανάληψης για το δεύτερο παιδί; Ναι! Αυτό θα βάλει μπρος. Από σήμερα κιόλας. Μια κρίση πέρασε και στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας. Όταν πήγε στο γραφείο τα Ντόρας και του Ιάσονα παραλίγο να κάνει την πατάτα της. Και θεωρεί τον εαυτό της έξυπνο! Α ρε μούντζα που σου χρειάζεται! Όταν τα δυο παιδιά παρουσίασαν την περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, πώς της ήρθε, χωρίς σκέψη της χαμένης να πει; «Το θέμα είναι απλό. Θα χωρίσουμε τα υπάρχοντα στα τρία και η κάθε μια μας θα πάρει από ένα μερίδιο» Υπήρξαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας έως παγωμάρας. Ο Ιάσονας δεν είπε τίποτα, αλλά η Ντόρα δεν το άντεξε «Μα, Φοίβη, η εταιρία είναι στο όνομά μας και μέσα της περιλαμβάνει και την εργασία τόσων χρόνων του Ιάσονα. Αυτός δεν δικαιούται τίποτα; Έστω μόνο από νομική άποψη» Τότε και μόνο τότε η Φοίβη ξύπνησε από την ευθύγραμμη λογική της. Αμέσως έκανε τη στροφή, βλέποντας την αδικία που θα γινόταν «Συγνώμη παιδιά, παρασύρθηκα. Αυτό που είπα είναι μαλακία» Το να ζητάει η Φοίβη συγνώμη ήταν κάτι σημαντικό και πρωτοεμφανιζόμενο. Με αποφασιστικότητα επενέβη μην αφήνοντας τους άλλους να πούνε κουβέντα «Έχεις απόλυτο δίκαιο Ντόρα. Αυτά είναι δικά σας» Η Ντόρα όμως δεν ήταν παμφάγα. Επενέβη κι έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση «Ούτε αυτό είναι το σωστό Φοίβη! Ο μπαμπάς έβαλε κάποια χρήματα κι αυτά ανήκουν και στις τρεις μας. Είναι άδικο να τα πάρω όλα εγώ. Προτείνω η Νίκη και εσύ να πάρετε από ένα μεγάλο διαμέρισμα απ’ αυτά που κατέχει η εταιρία. Βρες εσύ τη νομική φόρμουλα να γίνει αυτό. Εγώ προτείνω την εικονική πώληση» Η Φοίβη αγκάλιασε την Ντόρα και την έσφιξε πάνω της με ένα χαμόγελο πλατύ που κάλυπτε όλο το πρόσωπό της. Ο Ιάσονας από απέναντι χαμογελούσε κι αυτός ευτυχισμένος. Δεν ήταν απλώς. Ένιωθαν επιτέλους ότι ήταν αδελφές. Εκείνη που χάρηκε ιδιαίτερα με την ειρηνική και χωρίς προβλήματα κατάληξη του οικογενειακού διαχωρισμού της περιουσίας ήταν η κυρά Χρυσούλα. Οι κόρες της ήταν πλέον ώριμες και υπεύθυνες γυναίκες. 43. Η Νίκη ζει την περιπέτειά της Αφού άνοιξε ο δρόμος, η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη. Την πρώτη βραδιά που τον έμπασε στο σπίτι της ήταν μια βραδιά αποκλειστικά πάθους κι έρωτα. Ήξερε ο άθλιος να τη χειρίζεται, να παίζει με το σώμα της και να αφοπλίζει κάθε δισταγμό κι αναστολή της. Κι αυτή να του παραδίνεται χωρίς αντίσταση. Όλες οι πόρτες του οχυρού της ορθάνοιχτες. Γνώριζε πως να ξυπνήσει μέσα της τις πιο απόκρυφες, τις πιο ασύμμετρες, τις πιο «αμαρτωλές» επιθυμίες. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα υπάρξει στιγμή που θα επιτρέψει σε άντρα να της κάνει τέτοια πράγματα. Το χειρότερο όλων ήταν όχι μόνο πως τα «υπέμεινε». Αντίθετα τα απολάμβανε. Χάθηκε μέσα στη φαντασίωση και το παραλήρημα. Μόνο όταν κατά το ξημέρωμα ο προϊστάμενος έφυγε σαν τον κλέφτη, τότε επανήλθε στο συνήθη εαυτό της κι οι τύψεις άρχισαν να την κατακλύζουν όλη τη μέρα. Τότε μόνο θυμήθηκε ότι και πάλι δεν μίλησαν γι αυτό που έγινε το αίτιο της σχέσης τους. Κουβέντα για τα κείμενά του. Μήτε λέξη. Το λιτό γεύμα που είχε ετοιμάσει δεν το ακούμπησαν καθόλου. Μόνο έρωτας, αποκλειστικά σεξ. Χριστέ μου! Τι κατρακύλα είναι αυτή; Σόδομα και Γόμορρα! Μια άλλη σκέψη την κατατρόμαξε ξαφνικά. Λες να άκουσαν οι αδελφές της τις απελπισμένες κραυγές της. Πάει τότε χάθηκε! Με τι μούτρα θα τους ξαναδεί; Ευτυχώς δεν υπήρξε κανένα σχόλιο, ούτε έμμεση νύξη για το συμβάν. Πάλι καλά! Αναρωτιόταν, ποιο είναι το μαγικό φίλτρο που την πότισε ο κερατάς κι έχασε το μυαλό της; Να πεις ότι πήραν κάποιο φίλτρο; Ρούφηξαν ένα ισχυρό ποτό; Τίποτε απ’ αυτά. Κι όμως όλα τα όρια των συνήθων αναστολών εκουσίως ξεπεράστηκαν. Μια μαγική εικόνα. Ωραία ήταν, αλλά την φόβιζε ότι έχανε τη συνείδηση του εαυτού της κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Την επόμενη φορά πρέπει να είναι πιο προσεκτική και πιο συγκρατημένη. «Έλεος κυρά μου! Βάλε ένα όριο;» Τότε συνέβη και κάτι έκτακτο. Από φυσικά αίτια έφυγε αναπάντεχα απ’ τη ζωή ένας συνάδελφος, στο ίδιο αντικείμενο εργασίας με αυτήν, από ένα μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων και της έγινε μια δελεαστική πρόταση να είναι αυτή η αντικαταστάτρια του. Χωρίς σκέψη, χωρίς καμιά συνεννόηση θεώρησε αυτονόητο και λογικό να δεχτεί την πρόταση. Υπέγραψε το συμβόλαιο ατάκα κι επιτόπου. Αργότερα σκέφτηκε την επίδραση που θα έχει αυτό στη σχέση της με τον Μπάμπη. Αλλά εκ πρώτης όψεως είπε: «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Να μην βρισκόμαστε στον ίδιο εργασιακό χώρο. Ίσως τότε να είμαστε πιο απελευθερωμένοι να χαρούμε τον έρωτά μας» Όμως εδώ έκανε λάθος λογαριασμό. Όταν τον ενημέρωσε η αντίδρασή του ήταν απρόσμενη. Μίλησε για προδοσία, της απέδωσε συμπεριφορά αχάριστου ανθρώπου, που δεν υπολόγισε τίποτα παρά μόνο την προσωπική της φιλοδοξία και αυτό δεν μπορεί να μην έχει τις συνέπειές του. Δεν το περίμενε κάτι τέτοιο. Κάθε απόπειρά της να του εξηγήσει τα κίνητρά της πήγε στράφι. Ίσως να είχε λίγο δίκαιο, αλλά δεν έχει η ίδια το δικαίωμα της επιλογής; Η νέα θέση είναι αναβαθμισμένη. Θα μπορούσε να αγνοήσει την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε; Μετά από τηλεφωνική συνεννόηση, που με δική της πρωτοβουλία έγινε, τον περίμενε σήμερα το βράδυ στο σπίτι. Είχε την αγωνία πως θα πάνε τα πράγματα. Θα υπάρξουν λες πάλι εκείνες οι ονειρεμένες στιγμές που έζησε μαζί του; Όταν ήρθε η ώρα και μπήκε στο σπίτι εύκολα ανίχνευες μια διστακτικότητα, ένα κλίμα δυσαρέσκειας που εξαρχής σκότωσε την αρχική της επιθυμία να πέσει στην αγκαλιά του και να τον γεμίσει με φιλιά. Κάθισαν στο τραπέζι και του πρόσφερε λίγο κρασί. Πήρε το ποτήρι στο χέρι του και δια μιας το άδειασε πίνοντάς το. Αμηχανία! Αυτή έμεινε με το δικό της ποτήρι απείραχτο, αφού ήλπιζε σε μια πρόποση που θα σπάσει τον πάγο. Ναι, το γυαλί της μεταξύ τους σχέσης είχε πια ραγίσει. Ξάπλωσαν κάποια στιγμή στο κρεβάτι, αλλά ο έρωτας που επακολούθησε είχε χάσει την αρχική ορμή, το προηγούμενο κυρίαρχο πάθος. Ξεθυμασμένες καταστάσεις. Άρα μήπως ήρθε η στιγμή της ρήξης; Δεν το επιζήτησε η ίδια. Φοβόταν το σύνδρομο της στέρησης μια και η ίδια ξεκλειδώθηκε και μάλιστα με τόσο έντονο βαθμό. Αλλά μπορούσε να εκβιάσει καταστάσεις; Τα αισθήματα δεν έρχονται με παραγγελίες. Τα νιώθεις και τα βιώνεις ή τίποτα. Σε δυο ώρες έφυγε από το σπίτι της. Δεν είπαν αντίο, αλλά φανταζόταν ότι ειπώθηκε από μέσα του. Με γεια του με χαρά του! Από την αρχή υπήρχαν τα αξεπέραστα όρια. Παντρεμένος με παιδί. Αρχικό δεδομένο. Κι αυτή τελικώς δεν θα μπορούσε να αντέξει μια σχέση, που το μόνο στήριγμά της θα ήταν η σαρκική επαφή. Δεν ήταν ανθρώπινο να ζητάει κάτι περισσότερο απ’ τη ζωή; 44. Οι κληρονομικοί διάδοχοι της εξουσίας Ενώ ο μικρός Καραμανλής χρεώνεται με δυο μεγάλα αμαρτήματα, τελικώς απέδειξε ότι έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της προσωπικής του αυτοσυντήρησης. Τα δυο αμαρτήματα ήδη αναφέρθηκαν και ήταν η απρόσκοπτη συνέχιση της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, με συνέπεια την διόγκωση του δημόσιου χρέους και δεύτερον η παγίωση του αισθήματος της ατιμωρησίας σε μια γενιά που ερχόταν απαιτητική και χωρίς μνήμες. Ο τελικός απολογισμός της διπλής θητείας του στην κορυφή της διακυβέρνησης της χώρας είναι τελικώς αρνητικός. Εξαρχής ο Κώστας Καραμανλής έδινε συνεχώς την εντύπωση ότι δεν νιώθει καλά στο νέο ρόλο του υπεύθυνου ηγέτη της χώρας, λες και με το ζόρι τον έβαλαν να «παίξει» αυτό το ρόλο. Απόδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι και ο περιορισμένος ημερήσιος χρόνος που αφιέρωνε σ’ αυτό το καθήκον. Έδινε την εντύπωση δημόσιου υπαλλήλου. Όμως πρέπει να του αναγνωρίσουμε δυο έξυπνες κινήσεις. Πρώτον εγκαίρως κατάλαβε το αδιέξοδο και δραπέτευσε μέσω εκλογών παραδίδοντας την εξουσία στον διάδοχό του. Και δεύτερον η παρατεταμένη σιωπή του, παρά τις επανειλημμένες προκλήσεις, να μιλήσει όλο το επόμενο διάστημα, βγάζοντας εντέχνως τον εαυτό του από το κάδρο των ευθυνών. Όταν δεν γινόταν διαφορετικά και έπρεπε κάτι να ειπωθεί, υπήρχαν πρόθυμοι συνένοχοι της αυλής του, ευνοημένοι ποικιλοτρόπως από τον ίδιο, να βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά. Έτσι το τελικό αποτέλεσμα που καταγράφεται είναι: Μέχρι στιγμής την βγάζει καθαρή. Τραγική περίπτωση ήταν ο διάδοχός του. Ελλιπής δια γυμνού οφθαλμού, άπειρος της ζωής, αιθεροβάμων, ανίκανος να χειριστεί κρίσιμα θέματα, κατασπατάλησε τον πρώτο κρίσιμο χρόνο της διακυβέρνησης του λέγοντας ηλιθιότητες για πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα. Για ανοιχτή διακυβέρνηση κι άλλες πομφόλυγες, που από τους περισσότερους επίσημους σχολιαστές της πολιτικής μας ζωής ερμηνευόντουσαν λες κι είναι συμπυκνωμένες σοφίες. Ανίκανος στην πραγματικότητα να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα, δημιούργησε μια αυλή, παρόμοια άπειρων με τον ίδιο, αυλικών και έφερε γρήγορα τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Μη λησμονήσω να πω ότι κι ο νέος επιβήτορας ήρθε στην εξουσία πάλι πανηγυρικά με την ψήφο του λαού, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο το κληρονομημένο όνομά του Αν μπορούσε να βρεθεί μια ανιχνευτική μέθοδος και να διερευνηθεί το γεγονός, τότε θα βλέπαμε ότι η πλειοψηφία όλων αυτών που συναπαρτίζουν τα «αδιέξοδα κινήματα» των «αγανακτισμένων», των μπαταχτσήδων του «δεν πληρώνω» στη μεγάλη πλειοψηφία είναι άνθρωποί στους οποίους διαψευστήκαν οι αναμονές για τη συνέχιση του πάρτι μοιράσματος χρημάτων. Είναι μόνιμο το φαινόμενο ότι οι πιο ακραίοι διαμαρτυρόμενοι είναι συγχρόνως και οι γεννήτορες των προβλημάτων. Ο μέσος υπεύθυνος πολίτης στέκεται στη μέση σιωπηλός ελπίζοντας σε λύση από υπεύθυνους πολιτικούς. Είναι ώρα να μιλήσουμε και για την σιωπηλή αποδοχή από τους «αδέκαστους κι αυστηρούς σχολιαστές» της τόσο «εύκολης ικανοποίησης» παράλογων αιτημάτων των ισχυρών συνδικάτων του στενού και ευρύτερου δημόσιου χώρου, που δεόντως συνέβαλαν στο οικονομικό αδιέξοδο. Γίνεται και το σκυλί χορτάτο και το ψωμί ολόκληρο; Ποιες ήταν οι αντιδράσεις τους όταν οι δικαστές ρύθμιζαν τα του οίκου τους σχετικά με τις αμοιβές τους πέραν της κοινής λογικής στηριζόμενοι μόνο στο γράμμα του νόμου; Ποιος αντέδρασε όταν έβγαζαν «ευνοϊκές» τιμές αποζημίωσης των απαλλοτριώσεων ιδιοκτητών; Πώς επέτρεψαν να ανθίσει στους κόλπους τους το λεγόμενο «παραδικαστικό κύκλωμα» που καταπολεμήθηκε τελικώς εξ απαλών ονύχων. Η Κώνστα ακόμη κάνει διακοπές στο Λονδίνο με τα χρήματα τρίτων. Και οι κριτές κρίνονται, ιδιαίτερα όταν «φοραθούν κλέπτοντες οπώρας» Ας μας παρουσιάσουν τις δηλώσεις και τα γραπτά των έγκαιρων προειδοποιήσεων των υπευθύνων. Τότε θα δούμε τη φτωχή σοδειά που θα εισπράξουμε. Πρέπει να το πούμε καθαρά. Τα περισσότερα ξεκινούσαν από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πολλών να θεωρούν το κράτος σαν παίχτη που δεν είναι δικός τους, σαν αγελάδα, που ασταμάτητα και χωρίς συνέπειες μπορούν να αρμέγουν, ως ένα άπατο πηγάδι που πάντα θα μας δίνει το νερό που χρειαζόμαστε. Να πω την αμαρτία μου. Να, μια θετική συνέπεια της κρίσης. Έγινε ευρέως συνείδηση ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το κράτος αφορά τον καθένα κι όλους μας κι αν δεν το προστατεύουμε σαν το δικό μας σπίτι θα πέσει να μας πλακώσει. Κι όταν το κράτος γονατίζει η επίδραση αφορά τους πάντες. Ένοχους κι αθώους. Διανύουμε μια κρίσιμη φάση στη χώρα μας και ο περιορισμός του πολίτη στη θέση του κριτή των συμβαινόντων δεν είναι αρκετή. Πρέπει ο κάθε υπεύθυνος πολίτης να ασκεί την κριτική του στη κατεύθυνση να βοηθήσει τα πράγματα κι όχι να τα σπρώχνει στο γκρεμό. Μέχρι πότε η Αριστερά στην Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται στην κερκίδα; Πότε θα μπει στο στίβο και να αγωνιστεί και να βάλει σε εφαρμογή τα συνεχώς διαφημιζόμενα προσόντα της; Να δει κι αυτή στη πράξη πόσα απίδια έχει ο σάκος! Συνεχώς θα βρίσκεται στην παιδική ηλικία; Να ξέρει ότι έτσι σύντομα θα σαπίσει. 45. Η Νίκη σε νέο περιβάλλον Πήγε στο νέο πόστο αποφασισμένη να δώσει τη μάχη της. Είχε ήδη μια συσσώρευση πείρας, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Σε αυτού του είδους δουλειές χρειάζεται καθημερινή επαλήθευση της επάρκειάς σου. Τρεχάματα, αγωνίες, προσαρμογή στο νέο περιβάλλον και συγχρόνως να μεταφέρει μέσα της την ανοιχτή πληγή της δεύτερης αισθηματικής αποτυχίας. Το παράπονο ερχόταν συνεχώς στο στόμα της σαν μόνιμη γεύση πίκρας που της στερούσε το χαμόγελο στη ζωή. Στο τομέα αυτό μάλλον είχε αποτύχει. Οριστικά; Ένα ερώτημα που μόνο το μέλλον γνώριζε την απάντησή του. Από την άλλη ζούσε πολύ στενά με τις αδελφές τις, που είχαν δημιουργήσει ευτυχισμένες οικογένειες με παιδιά κι η γλυκιά αλλά κι άδολη ζήλια ζωντάνευε με τις εικόνες που ζούσε. Ο αναδεξιμιός της ήταν πια ένας γεμάτος ζωντάνια έφηβος με πολύ στενή σχέση με τη νονά του που τον γέμιζε με δώρα, τόσο που η μάνα του η Ντόρα να χτυπάει το καμπανάκι «Τον κακομαθαίνεις Νίκη και δεν είναι σωστό!» Η μάνα και οι δυο αδελφές ήταν προσεκτικές στα προσωπικά θέματα. Κάποια ήξεραν και κάποια υποπτεύονταν. Όμως πρόσεχαν μην ξύσουν πληγές γιατί συγχρόνως ήξεραν την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή της Δεν χρειάστηκε να περάσει πολλής χρόνος για να κερδίσει το σεβασμό των συναδέλφων της στον νέο εργασιακό χώρο. Κατείχε εφόδια και μπορούσε να χειριστεί τα θέματα του τομέα της. Από τον παλαιό της εργοδότη, ούτε φωνή ούτε ακρόαση και ίσως αυτό να ήταν καλύτερο γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στα όρια των αντιστάσεων της. Βεβαίως τα χρόνια είχαν περάσει. Δεν ήταν πλέον κανένα κοριτσάκι στην πρώτη φάση της ζωής της, αλλά ούτε και μια απόμαχη της ζωής. Σ’ αυτή τη φάση είχε ανοιχτές τις πόρτες της για ευκαιρίες που ίσως της παρουσιάζονταν στο μέλλον. Τώρα ήξερε, είχε νιώσει τις χαρές της σάρκας κι οι μνήμες αυτές είναι ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό «Ποτέ δεν είναι αργά» σκέφτηκε από μέσα της, παρηγορώντας στην ουσία τον εαυτό της 46. Η οικογένεια ωρίμασε Τα χρόνια πέρασαν και οι ηλικίες των μελών της οικογένειας του Αντρέα και της Χρυσούλας είχαν γίνει σεβαστές. Το 2010 η κυρά Χρυσούλα ήταν πλέον σχεδόν εβδομηντάρα και οι κόρες γύρω στα πενήντα. Τα εγγόνια πέντε. Τρία η μικρότερη Ντόρα, δυο η μεγαλύτερη Φοίβη, ενώ η μεσαία Νίκη δεν ευτύχισε να γίνει μητέρα. Ήταν όμως η γλυκύτερη θεία που μπορούσε να υπάρχει. Η Χρυσούλα κρατιόταν καλά στην υγεία της και –κρίσιμο σήμερα θέμα- στα μυαλά της. Για όλους ήταν το σημείο αναφοράς. Σε κάθε πρόβλημα που δημιουργούνταν, όλοι προσέτρεχαν στη σοφία της, ζητώντας την συμβουλή της. Κι αυτή ήταν η πρώτη έγνοια της, Να βοηθήσει, να συνδράμει στο μέτρο των δυνάμεών της. Σοβαρό πρόβλημα υγείας μέχρι τώρα δεν είχε παρουσιαστεί σε κανένα μέλος της οικογένειας. Και η οικονομική κατάσταση όλων ήταν ανθηρή. Οσμιζόταν τα μαύρα σύννεφα που συγκεντρώνονται πάνω απ’ τη χώρα, αλλά πίστευε ότι τα κορίτσια της έχουν φόβο να μην γίνουν θύματα της επερχόμενης κρίσης. Είναι φανερό ότι ποτέ δεν ξεπέρασε και δεν θα ξεπεράσει το χαμό του αγαπημένου άντρα της. Δυο τόσο διαφορετικοί στην αφετηρία μεταξύ τους άνθρωποι, βρήκαν το χρόνο να συγχρωτίσουν τους χαρακτήρες τους, να δημιουργήσουν μια ευτυχισμένη οικογένεια και ν’ αγαπηθούν με την πάροδο του χρόνου ακατάλυτα. Ας είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται η καλή κι αγαθή ψυχούλα του. Η Φοίβη έβγαλε, μετά τις περιπέτειες που πέρασε από το ξερό της το κεφάλι, όλες τις όμορφες ιδιότητες του χαρακτήρα της. Ποιος, πριν λίγα χρόνια, θα μπορούσε να ελπίζει ότι μέσα σ’ αυτό το εκ πρώτης όψεως φιλόδοξο κι εγωιστικό πλάσμα θα ξεπηδήσει μια τόσο τρυφερή και καταδεκτική σύζυγος, μια ικανή κι αφοσιωμένη μάνα; Ο άντρας της, ο Κώστας είχε την εξυπνάδα να μην συζητήσει ποτέ μαζί της την προηγούμενη φάση της ζωής της κοντά στον υπουργό. Τι νόημα, είχε πει από μέσα του, θα είχε κάτι τέτοιο; Εκείνο που πάντα επιθυμούσε είχε συμβεί κι όλα τα άλλα είναι εκ του περισσού. Ας τα πάρει μαζί του το ποτάμι της λήθης. Πρέπει να την παραδεχθεί τη δικιά του. Από τη στιγμή που έγινε μάνα η Φοίβη όλο εκείνο το επηρμένο ύφος έφυγε από πάνω της, σαν ένα λερωμένο παλαιό ρούχο που έπρεπε να πεταχτεί στα σκουπίδια. Το πρόσωπό της ηρέμησε, έφυγε η προηγούμενη ένταση κι ανάμεσα τους πέρα από την πάντα παρούσα ερωτική έλξη ήρθαν κι άλλα πιο χρήσιμα και μόνιμα στοιχεία, όπως η στοργή, η κατανόηση, η συνεννόηση. Ναι! Τώρα χωρίς καμιά αμφιβολία ήταν οικογένεια, με όλη τη σημασία της λέξης Είχαν δυο αγγελούδια που μεγάλωναν μέρα με τη μέρα και τους χάριζαν ευτυχία και τους έκαναν υπεύθυνους γονείς. Στα οικονομικά η κατάσταση επίσης πήγαινε καλά, γιατί παρά τις υποχρεώσεις τους στα παιδιά είχαν μια καλή μαγιά από πελάτες και τα έσοδά τους κάλυπταν τις ανάγκες τους, Ο Κώστας είχε και το σταθερό επιπλέον μισθό από την τράπεζα. Η κληρονομιά από τον μπαμπά ήταν μια ασφάλεια που τους απέφερε επιπλέον έσοδα. Το ένα και μόνο σκοτεινό σημείο για τη Φοίβη ήταν τα ακόμα κρυμμένα λεφτά που είχε μαζέψει κατά τη θητεία της δίπλα στον υπουργό. Είναι αλήθεια ότι δεν είχε ακουμπήσει ούτε ένα ευρώ από αυτά, αλλά προβληματιζόταν ποιος θα ήταν ο τελικός τους προορισμός. Σε αυτό ακόμα δεν είχε αποφασίσει. Ίσως αργότερα πάνε για έναν καλό σκοπό που θα της δώσει και την τελική εξιλέωση. Το ζευγάρι Ιάσονας και Ντόρα από την αρχή φαινόταν ότι θα προκόψει. Δεν ήταν ίδιοι, ήταν συμπληρωματικοί. Ο ένας κάλυπτε τον άλλον και εκεί που ταίριαζαν ήταν ότι οι απαιτήσεις τους απ’ τη ζωή ήταν πάντα στο επίπεδο των δυνατοτήτων τους. Ίσως ο καταλυτικός παράγοντας αυτής της απόλυτης σύμπλευσης να έχει την ερμηνεία της στον από πάντα ρεαλιστικό και πρακτικό μυαλό της Ντόρας. Οι δουλειές τους είχαν πάει καλά και η κρίση που φαινόταν να έρχεται καλπάζοντας στο επάγγελμά τους εύρισκε να έχουν κάνει την ασφαλή εκείνη συσσώρευση. Όχι, δεν κινδυνεύουν. Η μόνη ευχή είναι να έχουν την υγεία τους. 47, Το κλείσιμο Έζησε όλες αυτές τις δεκαετίες την προσωπική της περιπέτεια, αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον παρακολούθησε από κοντά τα συμβάντα του τόπου της. Δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε εμπλοκή στα γεγονότα, αλλά αυτή η απόσταση ίσως τη βοηθούσε για μια πιο αντικειμενική προσέγγιση των πραγμάτων και μια καλύτερη καταστάλαξη των συμπερασμάτων. Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι οι συμπάθειες, οι συμμετοχές, τα πάθη, οι δεσμεύσεις, ο φανατισμός χωρίς να το θέλεις σε επηρεάζουν και εισάγουν στη κρίση σου υποκειμενικό στοιχεία. Αλλά δεν γίνεται και διαφορετικά. Αυτό ας το πάρουμε αυτό ως δεδομένο. Έτσι ποτέ δεν θα ισχυριστεί πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια Όχι! Το μόνο που μπορεί να καταθέσει είναι η δική της αλήθεια. Πόσο όμορφο και συγχρόνως ανακουφιστικό είναι για έναν άνθρωπο να αγαπά και να ζει ευτυχισμένα με την οικογένειά του. Να σέβεται τους προπάτορες του, να κάνει απογόνους και να επιτελεί το καθήκον του για αυτούς. Πόσο απαραίτητο είναι να αγαπά κανείς τον τόπο του, τα χώματα, που τον έθρεψαν και του έδωσαν τις πρώτες εικόνες της ζωής. Είναι τόσο ανθρώπινο ν’ αγαπάς τους γείτονές σου και να ενδιαφέρεσαι για την ευτυχία τους. Επιπροσθέτως πόσο χρήσιμο και πρώτης προτεραιότητας καθήκον είναι να προσπαθεί ο καθένας να γίνει καλύτερος περιορίζοντας κατά το δυνατόν τα ελαττώματα του και να καλλιεργεί τις θετικές πλευρές του χαρακτήρα του. Να επιδιώκει τη γνώση και διαρκώς να διευρύνει τους ορίζοντές του. Να είναι συγκαταβατικός, αλλά όχι αδιάφορος, στα ελαττώματα του διπλανού του και να μην τρέφει ψευδαισθήσεις ότι όλα είναι θέμα καλών προθέσεων. Όχι! Είναι παράξενο τελικώς πλάσμα ο άνθρωπος! Διαθέτει μια μεγάλη βεντάλια πλεονεκτημάτων, με αξιοπρόσεκτες αρετές, με τεράστιες δυνατότητες λόγω της έλλογης ικανότητάς του, που η πορεία του χρόνου τον έκανε κυρίαρχο ον στην φύση. Μπορεί να κατέχει δυνατά αισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπό του αλλά συγχρόνως εμφανίζει και με μια σειρά έμφυτα ελαττώματα και αδυναμίες. Οι κακές πλευρές του ανθρώπου όμως είναι αυτές που τελικά καθορίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό τις ιστορικές εξελίξεις. Οι νόμοι, οι περιορισμοί, οι έγνοιες μιας κοινωνίας, οι προβλεπόμενες ποινές και τιμωρίες για μια ακολουθία πράξεων και συμπεριφορών, είναι μια από τις κύριες απασχολήσεις μιας οργανωμένης κοινότητας και κυρίως είναι αποτρεπτικοί του κακού. Η τιμωρία για το κακό πλειοψηφεί κατά κράτος του επαίνου για το οποιοδήποτε καλό. Ένα από τα χειρότερα και συχνά απαντούμενα στην ιστορία ελαττώματα του ανθρώπου είναι η πλεονεξία. Ο άνθρωπος εύκολα γίνεται άπληστο και αχόρταγο πλάσμα. Δεν ικανοποιείται με αυτά που ήδη κατέχει. Θέλει αδιακόπως κι άλλα και ιδιαιτέρως αυτά που βλέπει να έχει ο διπλανός ή ο απέναντι του. Η ζήλεια και η συνεπαγόμενη εξ αυτής διάθεση διαρπαγής είναι η γενεσιουργός αιτία των διαιρέσεων, των δραμάτων και κατ’ επέκταση των πολέμων, που εκρήγνυνται λόγω αυτών των διαιρέσεων. Η ανθρώπινη ιστορία, δίπλα στο έπος των ανακαλύψεων και εφευρέσεων που βελτίωσαν τις συνθήκες της ζωής του ανθρώπου, έχει συγχρόνως στο ενεργητικό της και μια αλυσίδα σφαγών, αφανισμών και λεηλασιών. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι όλα αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά μπορούν να ξεπεραστούν, αν επικρατήσει η «καλή θέληση» από όλους. Πιστεύουν ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια παγκόσμια κοινότητα χωρίς πολέμους, χωρίς διενέξεις και δράματα. Ένας μόνιμα ειρηνικός κόσμος, χωρίς πολέμους και αίματα. Ισχυρίζονται ακόμα ότι στη Γη μπορεί να επικρατήσει μια διαρκής ειρήνη, που φυσική συνέπειά της θα είναι και η διαρκής πρόοδος. Για την προετοιμασία και την οικοδόμηση μιας τέτοιας κοινωνίας έχουν διατυπωθεί αξιοθαύμαστα μοντέλα ιδανικής οργάνωσης ουτοπικών κοινωνιών, που η αφηρημένη και καλοπροαίρετη ανάγνωσή τους μπορεί να εμπνεύσει αισθήματα αισιοδοξίας για το μέλλον και να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της επερχόμενης λύτρωσης Το σύνδρομο του επερχόμενου Μεσσία είναι μια από τις καλύτερες εμπνεύσεις παρηγοριάς και ελπίδας για τη συνέχιση της ζωής. Ένα καλό παυσίπονο στην αγωνία, ένα κίνητρο υπομονής κι αναμονής των καλύτερων ημερών. Όλα όμως αυτά τα μοντέλα έχουν ένα εγγενές ελάττωμα. Οι ουτοπικές κοινωνίες που οραματίστηκαν κάποιοι θα απαρτίζονται από τα ανθρώπινα πλάσματα, που είναι σημαδεμένα με ανεξίτηλο τρόπο από τα έμφυτά ελαττώματά τους. Οι ιδανικές κοινωνίες έχουν ένα στοιχειώδες προαπαιτούμενο. Προϋποθέτουν και ιδανικά ανθρώπινα όντα. Όμως αυτό το είδος είναι σπανιότατο, για να μην πω ανύπαρκτο, στη φύση. Έτσι η επίκληση των ιδανικών μετασχηματισμών ίσως μπορεί να αποτελεί δικαιολογία, μιας ύποπτης και άνομης επιδίωξης, προπέτασμα καπνού για μελλοντική εξαπάτηση, σίγουρο κριτήριο αρνητικής αξιολόγησης για τους προνοητικούς κριτές των μελλόντων να συμβούν. Ενώ όμως η κοινωνία μεταφέρει το άχθος αυτού του προπατορικού αμαρτήματος δεν είναι και όλα τόσο αρνητικά και εκ των προτέρων καθορισμένα. Υπάρχει χώρος και άφθονη δυνατότητα σε αρκετούς τομείς να υπάρξουν βελτιωτικές κινήσεις, καλύτερες τακτοποιήσεις με σκοπό τον περιορισμό του όγκου των αρνητικών συνεπειών. Εδώ έγκειται η ικανότητα, αλλά και το καθήκον των ηγετικών ομάδων: Να επιβάλλουν στην οργανωμένη κοινωνία τους όρους εκείνους, που θα περιορίζουν-κατά το δυνατόν- το κακό, θα ενθαρρύνουν το καλό και ακόμα περισσότερο και χρησιμότερο θα το επιβραβεύουν, όποτε και εάν αυτό εκδηλώνεται και παρατηρείται, δημιουργώντας προωθητικά κίνητρα γι’ αυτό το στόχο. Εδώ είναι κι ο αυξημένος ρόλος των ηγετών που θα μπορούσαν με τα πρότυπα της προσωπικής τους ζωής να αποτελέσουν περιπτώσεις παραδειγματισμού και έμπνευσης για κάποιους τρίτους. Τα βασικά στοιχεία της κοινωνίας θα συνεχίζουν να υπάρχουν στο διηνεκές. Μέσα στο σύνολο των ανθρώπων θα συναντάς ολόκληρη τη γκάμα και ποικιλία των χαρακτήρων, που πληθώρα επεισόδια του παρελθόντος έχουν επανειλημμένως ιστορικά καταγράψει. Θα επαναληφθούν οι ανταγωνισμοί, οι πόλεμοι και τα δράματα. Αλλά όχι μόνο αυτά. Δίπλα τους και συγχρόνως θα συναντήσεις το ανθρώπινο μεγαλείο, τον ηρωισμό κάποιων για την κοινή ευτυχία, τη μεγαλοσύνη, την αλληλεγγύη. Αυτός είναι ο αντιφατικός κόσμος μας. Ας το δεχτούμε! Είναι ματαιοπονία η άρνηση παραδοχής αυτού του νομοτελειακού δεδομένου. Δυστυχώς η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που δεν παραδειγματίζεται από τις εμπειρίες και τα δυστυχήματα των άλλων. Περίεργη κι εγωιστική, όπως είναι, θέλει το προσωπικό μερίδιο σ’ αυτά. Απαιτεί να ζήσει ιδίοις όμμασι, πάνω στο πετσί της, τη δική της περιπέτεια. Με άλλα λόγια η εμπειρία δε μεταβιβάζεται, απλώς βιώνεται. Είναι κάτι που το παρατηρείς γύρω σου, να επαναλαμβάνεται συνεχώς και άρα πρέπει να δεχτείς και να το σεβαστείς. Η δική μου σημερινή άποψη - που δυστυχώς στη διάρκεια της προσωπική μου ζωής δεν τήρησα, αλλά με το διάβα του χρόνου την αποδέχθηκα ως σωστή - είναι να μην αφήνεσαι μονόπλευρα κι ολοκληρωτικά σε μια επιδίωξη, σ’ ένα σκοπό, σε μια ιδεολογία, σ’ έναν έρωτα ή σε ό,τι άλλο σου τυχαίνει στην πορεία της ζωής. Οι αποκλειστικότητες είναι πέπλο περιορισμού, δέσμευση αναστολής των άπειρων ενδεχομένων, μονοδρόμηση μέσα στον άπλετο ελεύθερο χώρο. Είναι καλό να προνοείς εγκαίρως - κι ίσως δεν είναι τόσο δύσκολο να το πετύχεις - αν ένα μέρος του εαυτού σου το κρατάς απέξω, σαν μυστικό πολύτιμο θησαυρό. Ένα θησαυρό που δεν τον μοιράζεσαι με κανέναν, που τον φυλάς σαν κρυφή ερωμένη μόνο κι αποκλειστικά για σένα. Να αποτελεί την καταφυγή σου στις δυσκολίες και τ’ αδιέξοδα που συχνά αισθάνεσαι ότι φτάνεις, να είναι ο τόπος όπου μπορείς να συνομιλείς ενώπιος ενωπίω μαζί του, να έχεις τη δυνατότητα να κοιτάς «απ’ έξω» τα πράγματα, σαν τρίτος παρατηρητής κι όχι ως πρωταγωνιστής ή απλώς συμμέτοχος. Για να μπορείς να κρίνεις, να ζυγιάζεις, να τοποθετείς τον εαυτό σου στη θέση του συνηγόρου του διαβόλου, να βάζεις δύσκολα ερωτήματα και να προσπαθείς χωρίς αναστολές, να ψάχνεις γι απαντήσεις.. Ο καθένας μας είναι επιρρεπής στην αποκλειστική αφοσίωση σε κάτι που σε μια φάση αγάπησε, συμφώνησε κι έδωσε τα πάντα. Έχει την προδιάθεση εύκολά να γίνεται οπαδός και τότε με το φανατισμό που αυτόματα προκύπτει, περιορίζει τον οπτικό του ορίζοντα. Τότε παύει να σκέπτεται κριτικά, να βλέπει τους ενδεχόμενους εναλλακτικούς δρόμους και να παράγει το καινούριο. Όταν δίνεσαι ολοσχερώς σε κάτι το μόνο που μπορείς είναι να αναζητάς τρόπους για την πραγματοποίηση αυτού του συγκυριακού σκοπού. Όμως στο κόσμο υπάρχουν άπειρες δυνατότητες, χιλιάδες ενδιαφέροντα, μυριάδες εναλλακτικές λύσεις κι ενδεχόμενα Γιατί εσύ να δαπανάσαι μόνο σ’ ένα σκοπό; Ο κόσμος έχει μια διάσταση; Προφανώς όχι! Γιατί λοιπόν να δεσμεύεσαι τότε στη μία και μοναδική; Εγώ αυτό θα έκανα στην φανταστική περίπτωση η ζωή να άρχιζε πάλι απ’ την αρχή. Ποια είναι τα καθήκοντα ενός συνεπούς μέλους της κοινωνίας σήμερα; Η τελικά θετική συμβολή του μέσα σ’ αυτήν. Πρώτον με το προσωπικό υπόδειγμα της ζωής του, και δεύτερον με τη γενικότερη συμμετοχή του στον προβληματισμό για τη βελτίωση των καθιερωμένων θεσμών, τον καλύτερο έλεγχο των αρνητικών συμπεριφορών. Κριτήριο αξιολόγησης ενός μέλους της κοινωνίας είναι στο πέρασμα του από αυτή τη ζωή να έχει συνεισφέρει κάτι περισσότερο από ό,τι αυτή η κοινωνία του πρόσφερε άμεσα ή έμμεσα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Εκείνο που έχει τελικώς σημασία είναι ο απολογισμός αυτός να είναι τελικώς θετικός. Αν αυτό γίνει χαρακτηριστικό των περισσοτέρων τότε και το γενικό ισοζύγιο θα είναι θετικό με συνέπεια τη βελτίωση της ζωής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου