Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

 

  Η παρέα των παιδικών χρόνων

(α) Το ταλέντο, ο Τάκης

Πόσο τον θαύμαζε, πόσο τον ζήλευε; Ίσως και λίγο να τον μισούσε. Μα ο άθλιος, ήταν ανυπόφορος! Μπορούσε να «φύγει» νοερά από δίπλα μας, έτσι ξαφνικά. Να μην ακούει τις ομιλίες, να μην αισθάνεται την παρουσία μας καθόλου και πάλι ξαφνικά να τον! Να  «επανέρχεται», λες και συνήλθε από κώμα. Τότε να ζητάει το λόγο σε θέμα που εμείς το είχαμε ήδη εξαντλήσει και είχαμε πάει παρακάτω. Όταν του τον έδιναν, έ δεν θα το πιστέψετε. Τότε άρχιζε να απαγγέλει, σαν τρεχούμενο νεράκι, ένα κείμενο πλήρως δομημένο, με αρχή, μέση και τέλος, με στέρεα επιχειρήματα σαν να ήταν η απόδειξη ενός σύνθετου προβλήματος της γεωμετρίας.

« Πώς το κάνεις αυτό ρε αδελφέ;» τολμάς κάποια στιγμή να τον ρωτήσεις

  Με την έκπληξη γραμμένη στο πρόσωπό του για την ερώτηση, που του γίνεται, απαντά λες και λέει την απλούστερη κοινοτυπία.

 «Το γράφω, δικέ μου, με τη γραφομηχανή του μυαλού μου κι όταν είμαι έτοιμος, απλώς σας το διαβάζω»

Η απάντηση μπορεί να είναι αποστομωτική, αλλά δεν ικανοποιεί το ερώτημα που σε βασανίζει

  «Γιατί μωρέ να μην μπορώ κι εγώ να το κάνω αυτό;»

 Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μου, το αποτέλεσμα; Τζίφος, μηδέν εις το πηλίκο! Είναι φαίνεται ειδικό δώρο του θεού μόνο σ’ αυτόν. Μια ευτυχισμένη συνύπαρξη αναλυτικής σκέψης, συνθετικής ικανότητας και λίαν αυξημένης μνήμης στον ίδιο άνθρωπο. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Κι όμως! Αυτός ο προικισμένος άντρας ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκής σε άλλους τομείς της ζωής μας. Ε! Θα ήταν αδικία, βρε αδελφέ, όλα να του είναι δεξιά! Τότε για μένα μια και μόνο διέξοδος θα υπήρχε. Να δώσω ένα σάλτο από τη ψηλή γέφυρα και καλιά μου. Βλέπεις είναι ο κολλητός μου και τον τρώω στη μάπα τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου. Δεν θ’ άντεχα το αίσθημα της μειονεξίας που θα με περιτριγύριζε τότε σαν μια επίμονη πλανεύτρα και κακιά νεράιδα.

 Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρω τον αισθηματικό τομέα. Εκεί τα κάνει πάντα μαντάρα! Σε μένα οφείλει τη σωτηρία του, αν και δεν το παραδέχεται. Όμως δεν με πειράζει. Είναι φίλος και του το οφείλω.

 Πόσο μα πόσο εύκολα πιάνεται κορόιδο ο κύριος! Ερωτεύεται ακαριαία και με τον πιο άγαρμπο τρόπο ζητά την αντίστοιχη ανταπόκριση. Είναι αναπόφευκτο να τρώει χυλόπιτες ή ακόμα και σφαλιάρες. Του το είπα εκατοντάδες φορές

«Αδελφέ δεν γίνονται έτσι απότομα αυτά. Η γυναίκα θέλει υπομονή, χρειάζεται στρατηγική, να κάνεις χειρισμούς. Τη γυναίκα την κερδίσεις σιγά σιγά. Θέλει, δικέ μου, γαλιφιές, θέλει τρυφερότητα, προηγείται η φάση του φλερτ. Εν τέλει θέλει και τα δωράκια της. Δεν είσαι κι ο Μπραντ Πιτ, μανάρι μου, να πέσουν αυτόματα στην αγκαλιά σου; Σχεδόν ποντικομούρης είσαι και τα ταλέντα που έχεις, ναι έχεις, το ξέρω, δεν φαίνονται με την πρώτη. Ή ακόμα και να τα γνωρίζουν, ίσως να μην τις ενδιαφέρουν. Είναι παράξενη ράτσα οι γυναίκες, Τάκη. Πότε θα το μάθεις;»

 Αντιθέτως αν καμιά υστερόβουλη και καπάτσα καταλάβαινε εγκαίρως με τι κορόιδο έχει να κάνει του αποσπούσε με άνεση και σε χρόνο μηδέν ό,τι είχε και δεν είχε. Μόνο η δική μου και πάλι, παρέμβαση τον έσωσε πολλές φορές στο παρελθόν από ηχηρά κάζα.

Τελικά η φύση δεν είναι τόσο άδικη να τα δώσει όλα σ‘ έναν και μόνον έναν. Έχει τη σοφία να κρατά κάποιες ισορροπίες. Όχι να ισομοιράζει, αλλά να μην υπάρχουν κι ανισότητες σε βαθμό σκανδάλου. Αυτό και μόνο με καθησυχάζει και δεν οδηγήθηκα τελικά σε ακραίες λύσεις. Γεννηθήκαμε σε διπλανά σπίτια, ζήσαμε στενά μαζί και τον θεωρώ και λίγο αδελφό μου.

 

 

 

(β) Ο γκομενιάρης Μπάμπης

 

Το είχε από μικρός το χούι. Το μυαλό του ήταν πάντα προσανατολισμένο στις γκόμενες. Σ’ αυτές που δοκίμασε και σ’ όλες τις υπόλοιπες που φιλοδοξούσε να δοκιμάσει. Το θέμα είχε την αποκλειστικότητα στην σκέψη του. Δεν ορρωδούσε μπροστά σε καμιά κοινωνική συμβατικότητα, ούτε τον φρέναραν ηθικής φύσεως διλήμματα. Χτύπαγε στόχους χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς αναστολές, εκλεκτικότητα ή κάποιου είδους φόβους.

 Να σας πω το παράξενο; Είχε τόσες και τέτοιες επιτυχίες που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο με τα αντικειμενικά του προσόντα. Δηλαδή το επίπεδο ομορφιάς, μόρφωσης, οικονομικής επιφάνειας κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.  Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κάποιος είναι ότι οι γυναίκες είναι ευεπίφορες σε περιπέτειες και οι άνδρες, συνήθως φοβισμένοι και διστακτικοί στο ενδεχόμενο της απόρριψης, δεν τολμούν να πάρουν τη στοιχειώδη πρωτοβουλία και να εκμεταλλευθούν την αστείρευτη αυτή πηγή.  Αυτός όχι! Ατρόμητος καβαλάρης εφορμούσε προς τα πρόσω κι είχε εισπράξει πολλάκις το «κέρδος των κόπων» του.

 Πρέπει να ειπωθεί και το άλλο. Δίπλα στην αλυσίδα των επιτυχιών, δίπλα στη συλλογή των καταφατικών απαντήσεων υπάρχει μια αντίστοιχη αλυσίδα από καζούρες, με εξευτελισμούς και κακά ξεμπερδέματα. Δεν τον συγκρατούσαν φιλίες, συγγενικές σχέσεις, ηλικίες και ομορφιά ή ασχήμια Το ρητό που είχε ως προμετωπίδα του ήταν: «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει». Σε ένα ακόμα πρέπει να τον παραδεχτώ. Αφομοιούσε τις αποτυχίες του σε μηδενικό χρόνο, λες και διέθετε το μυστικό της επιλεκτικής λήθης. Τόσο μα τόσο άνετα τα πέταγε στα σκουπίδια, ενώ αντίθετα συνέχιζε αδιακόπως να επαίρεται για τις επιτυχίες του που δεν «ξεχνούσε» ποτέ.

 

(γ) Ο αόρατος Αγάθωνας

Μπορεί να περνούσε δίπλα σου και να μην τον έπαιρνες είδηση. Να  ανταλλάσσατε λόγια κι έπειτα να μην θυμάσαι τι σου είπε και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του. Αδιάφορος πάντα και αθόρυβος. Καθ’ υπερβολή θα έλεγα, αδιαφανής. Μικρός το δέμας, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία που ενδεχομένως θα τραβούσαν την προσοχή τρίτου. Ίσια μαλλιά, αραιά πλέον, χτενισμένα προς τα δεξιά με μια τεθλασμένη σχεδόν χωρίστρα στο αριστερό ημισφαίριο του κεφαλιού του. Ρούχα πολυφορεμένα σε ουδέτερα χωμάτινα χρώματα και μια μονόχρωμη γραβάτα, που δεν πρόσθετε κάτι. Απλώς έδινε την εντύπωση ότι του σφίγγει το λαιμό λες κι αποπειράται να τον πνίξει.

Εργαζόταν κάτω από τον ίδιο και μόνο εργοδότη, από την έναρξη της εργασιακής του ζωής. Χωμένος σ’ ένα εσωτερικό γραφείο της επιχείρησης κρατούσε τα βιβλία της  και έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του αφεντικού του, είχε την εξουσιοδότηση αυτός να κάνει τις αναλήψεις των απαραίτητων ποσών από τις τράπεζες για την πληρωμή όλων των εργαζομένων. Επιτελούσε αυτό το καθήκον με ιερή προσήλωση, έχοντας ως οδηγό τις αρχές της καθαρότητας και της διαφάνειας. Κάτι που πρέπει να διακρίνει έναν τίμιο άνθρωπο. Κι αυτό έκανε. Ποτέ μα ποτέ δεν διανοήθηκε να υπεξαιρέσει, έστω κι ένα παρά, από χρήματα που δεν του ανήκαν. Το αφεντικό τον είχε νωρίς ψυχολογήσει σωστά και τον εμπιστευόταν πλήρως. Η εμπιστοσύνη δε αυτή δεν λεκιάστηκε ποτέ.

Το μόνο έσοδό ήταν ο τακτικός μισθός από τη δουλειά του. Με την περιορισμένη, για να μην πω ασκητική, ζωή του τα λεφτά του έφταναν και του περίσσευαν. Με το καιρό είχε συγκεντρώσει ένα ποσό και συνεπικουρούμενος από ένα δάνειο της τράπεζας, που η εταιρία του συνεργαζόταν, είχε αγοράσει σε μια πολυκατοικία ένα δυαράκι. Το είχε επιπλώσει με τα βασικά απαιτούμενα χρειώδη ενός νοικοκυριού και απαραίτητα με μια τηλεόραση. Ήταν η μοναδική ευκαιρία που έδινε στον εαυτό του για «διασκέδαση», μαζί με μερικούς ολιγόχρονους περιπάτους στο διπλανό πάρκο. Δεν του κακοφαινόταν. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Ο ίδιος είχε κάνει τις επιλογές του, έλεγε από μέσα του, κάτι που δεν ήταν πλήρως αληθές. Αυτό που εσύ ονομάζεις επιλογή σου είναι τις περισσότερες φορές καταναγκαστική επιβολή των εξωτερικών συνθηκών κι επιδράσεων.

Μέχρι τώρα δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία μιας σχέσης με το γυναικείο φύλο. Δεν είχε κανένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που γίνονται δέλεαρ στις γυναίκες, ούτε διέθετε προτερήματα άλλου είδους, που προσελκύουν τις αχόρταγες. Χρήματα ή εξουσία. Μόνος κι αυτάρκης; Σχεδόν, αφού και οι γενετήσιες ορμές ήταν κι αυτές περιορισμένες. Είχε αλλάξει περιβάλλον, όταν αγόρασε το διαμέρισμα κι έκοψε με μαχαίρι τις, περιορισμένες έτσι κι αλλιώς, παιδικές του γνωριμίες.

Τον είδα όλως τυχαία ένα απόγευμα, όταν βρεθήκαμε φάτσα-φάτσα σ’ ένα κεντρικό σούπερ μάρκετ. Έχω την εντύπωση ότι δεν ενθουσιάστηκε, αλλά και δεν και μπορούσε και να με αγνοήσει παντελώς. Στα παιδικά μας χρόνια ήμασταν γειτονόπουλα. Με το ζόρι μου έδωσε το τηλέφωνο στη δουλειά του. Το προσωπικό του αρνήθηκε με την ψεύτική- κατ’ εμέ- δικαιολογία ότι δεν διαθέτει ο ίδιος. Πώς την βγάζει, με τι ασχολείται; Ποιες είναι οι παρέες του;  Δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα γιατί πεισματικά αρνήθηκε να μου δώσει, έστω και ολίγα ψίχουλα από τέτοιες πληροφορίες

 

(δ) Η εθελόντρια Νίτσα

 

Στην πορεία της ζωής της δεν βρήκε τον κλασσικό τρόπο της προσωπικής ευτυχίας δίπλα σ’ έναν άντρα που θα της εμπνεύσει τον έρωτα και θα κάνει μαζί του οικογένεια και παιδιά. Ήταν αποτυχία ή δική της επιλογή; Σ’ αυτό ούτε η ίδια θα μπορούσε με ειλικρίνεια και σιγουριά να απαντήσει! Ο θεός μόνο ξέρει κι η ροή του νόμου της  αδράνειας.

Είχε μέσα της αξόδευτο «λίπος» για κοινωνική προσφορά και δράση. Εκεί προσανατόλισε το περίσσευμα της ενεργητικότητας της. Όπου κι όταν έβλεπε ανάγκη και κίνηση προσφοράς να την κι αυτή στην πρώτη ζήτηση με όρεξη κι αποφασιστικότητα να συμβάλει στο μέτρο των δυνάμεών της.

Με έναν παράδοξο, αλλά κι αξιοθαύμαστο τρόπο, μπορούσε με μια μονοκοντυλιά να σβήνει από την μνήμη της, την απογοήτευσή όταν η προσπάθεια, μετά από έναν  όγκο κόπων και προσωπικών θυσιών, πήγαινε στο βρόντο και δεν είχε το αποτέλεσμα που αρχικά επαγγελόταν.

 Σε λίγο, και με την ίδια δύναμη, λες και τίποτα δεν είχε προηγηθεί, θα ξεκινούσε  την νέα εκστρατεία. Ένστικτο αυτοσυντήρησης, τυφλότητα, αφέλεια ή αισιοδοξία μέχρι βλακείας; Δεν ξέρω. Κάνε εσύ την επιλογή σου. Εκείνη, σαν το φοίνικα εύρισκε τη δύναμη να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες, μέσα από τις διαψεύσεις, σαν ένας νέος σπόρος που σπάει το σκληρό φλοιό της γης και δίνει πάλι ελπίδα ζωής. Θεέ μου, τι επιμονή και τι πείσμα!

Πολλές φορές είδε στη ζωή της ανθρώπους, που ξεκινούσαν μαζί της με την ίδια όρεξη μια αποστολή, αλλά όχι και την ίδια ανιδιοτέλεια. Στην πορεία έβλεπε ότι αυτή η προσφορά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το πρώτο σκαλοπάτι για τις ύστερες κι αρχικά υπόγειες φιλόδοξες βλέψεις τους. Μόνο που το πάθημα αυτό δεν της γινόταν μάθημα. Αμέσως, λες και τίποτα δεν συνέβη,  ήταν έτοιμη για την επόμενη διάψευση.

Την έβλεπα, γιατί συνεχίζαμε να διατηρούμε τη μεταξύ μας επαφή, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις μου, παρά τις συμβουλές μου, αυτή δεν έπαιρνε από λόγια. Μ’ ενδιέφερε γιατί ήταν παιδική μου φίλη κι όταν το έσκαγε παλαιά από το αυστηρό της σπίτι πάντα κοντά μας κατανάλωνε τις ώρες της, δίνοντας και το γυναικείο χρώμα στην αγορίστική παρέα μας. Τη συμπαθούσα κιόλας. Δεν μπόρεσα να την πείσω.

 

(ε) Ο κερχανατζής Μίλτος

 

Την λέξη την άκουσα για πρώτη φορά από τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός. Κι όταν τον ρώτησα τι σημαίνει μου είπε:

«Άσε μικρέ. Αργότερα θα σου εξηγήσω»

 Τέτοιου είδους απαντήσεις εμένα, που ήμουν περίεργη φύση από μικρός, δεν με ικανοποιούσαν για αυτό έψαξα να μάθω. Κι έμαθα. Η γριά στη γειτονιά μου, που ήταν η χαρτορίχτρα, η φλιτζανού, η πρακτική θεραπεύτρια, αυτή  που μοίραζε βότανα κι αλοιφές δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, δεν είχε τις αναστολές του πατέρα μου. Όταν της έκανα την ίδια ερώτηση χωρίς καμιά καθυστέρηση μου είπε απευθείας την απάντηση

«Ο πουτανιάρης αγοράκι μου! Αυτός που συχνάζει στα μπουρδέλα. Ο καλός πελάτης στα κορίτσια! Γιατί ρωτάς;»

«Τίποτα κυρία Πουλχερία. Κάπου την άκουσα και δεν την κατάλαβα τι σημαίνει»

«Θα μάθεις αργότερα μικρέ. Θα μάθεις. Θες και δεν θες!»

Είχε το δίκιο της η έμπειρη και τετραπέρατη κυρία Πουλχερία, που μετέφερε τις πλούσιες και χρήσιμες γνώσεις της από την «πατρίδα», την πολυαγαπημένη της Σμύρνη.  Έμαθα!

   Παρά την ντροπή, παρά τους δισταγμούς, όταν η κλειστή παρέα συγκέντρωσε τα αναγκαία χρήματα πήγαμε ομαδικά στο «καλό σπίτι». Ανεβήκαμε σε φάλαγγα κατ’ άντρα, τα σκαλοπάτια του δίπατου νεοκλασικού στην κάτω πόλη. Εκεί χάσαμε την παρθενιά μας. Προσωπικά εγώ στην τουαλέτα, αμέσως μετά, έβγαλα ό,τι είχα φάει το μεσημέρι και δεν ξαναδοκίμασα να επισκεφτώ τα επόμενα χρόνια σε τέτοια μέρη.

  Ο δικός μου όμως κόλλησε σαν τη μύγα μες στο μέλι. Η αλήθεια να λέγεται. Όλοι λίγο πολύ βρήκαμε κάποια σύντροφο να μας καλύπτει ή στη χειρότερη των περιπτώσεων αρκούμασταν στην άταιρη ικανοποίηση. Αυτός δεν φτούρησε να κάνει σεφτέ εκτός του αγοραίου έρωτα. Από ένα σημείο δε και μετά, έπαψε και ν’ αναζητεί κιόλας. Η μόνη  εναλλαγή που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν να αλλάζει «σπίτι» με καινούριες κοπέλες.

Όταν οι φίλοι τολμούσαν να του κάνουν κάποια παρατήρηση ή συμβουλή, η απάντησή του ήταν κάθετα αρνητική.

«Ρε παιδιά εμένα με βολεύει. Αφήστε με ήσυχο. Δεν θέλω δεσμεύσεις και προβλήματα. Σας λέω εγώ τι να κάνετε;»

Είναι πολύ συνηθισμένο μια αδυναμία σου ή ένα ελάττωμά να τα επικαλύπτεις με θεωρητικό μανδύα και να τους δίνεις ανύπαρκτο περιεχόμενο.

 

(στ) Η θεούσα Ελπίδα

 

Δεν της φαινόταν στην αρχή. Όταν ήμασταν στη γειτονιά τίποτα δεν προμήνυε την κατοπινή της εξέλιξη. Η σχέση μας με την εκκλησία και τη χριστιανική ζωή όλων μας ήταν στο μέσο επίπεδο εκείνης της εποχής. Να θυμίσουμε βεβαίως ότι όλοι παλαιότερα είχαν πιο έντονη απασχόληση με τα θεία. Ως παράδειγμα αναφέρω τον υποχρεωτικό συχνά εκκλησιασμό με το σχολείο, τη μεγάλη διάδοση του κατηχητικού, τη στενή παρακολούθηση του εορτολογίου και τις περιόδους των νηστειών με την οικογενειακή διατροφή να είναι σχεδόν υποχρεωτικά προσαρμοσμένη στις επιταγές της παράδοσης.

Αυτά ήταν κοινά στη γειτονιά για όλους μας παλαιά, αλλά άρχισαν να περιορίζονται με τα χρόνια, καθώς η κοινωνία προσαρμοζόταν με τα νέα δεδομένα. Ενώ όμως για όλους  η ενασχόληση με τα θεία έπαιρνε την κατιούσα, αντίθετα για αυτή άρχισε να ακολουθεί την ανηφόρα. Τόσο, που εκ των πραγμάτων, υπήρξε μια απομάκρυνση που με τον καιρό μεγάλωσε και στο τέλος το χάσμα βάθυνε τόσο που χάσαμε την επαφή μαζί της. Έτσι ήταν άγνωστη η σημερινή της κατάσταση κι ακόμα περισσότερο οι αιτίες που την οδήγησαν σε αυτή τη διαφοροποίηση.

Αποσπασματικές πληροφορίες που μας έρχονταν στα αυτιά από τρίτους, μιλούσαν πως μάλλον κλείστηκε σε μοναστήρι ή πως προσχώρησε σε μια κλειστή θρησκευτική σέχτα και πως όλος ο χρόνος της δαπανάται σε αυτήν. Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν ήταν σίγουρο, αφού από χρόνια είχε φύγει οικογενειακώς από τη γειτονιά και κανείς μας δεν έτυχε να τη συναντήσει στο δρόμο του, έστω και τυχαία.

Είχε κι αυτή τη συμμετοχή της στην παιδική μας παρέα, όχι βέβαια τόσο συχνή, αλλά είχε. Προσωπικά θα μ’ ενδιέφερε να μάθω λεπτομέρειες, αλλά προς το παρόν δεν εύρισκα μια άκρη για να απευθυνθώ.

 

(ζ) Κι εγώ, ο Αλέκος

 

Επειδή έζησα όλα τα χρόνια στη γειτονιά, επειδή γνώρισα εκ του σύνεγγυς όλα τα μέλη της παιδικής μας παρέας είμαι πιστεύω ο κατάλληλος να ιστορίσω τα συμβάντα. Δεν περιλαμβάνουν κάτι το συνταρακτικό, αλλά πώς να το κάνουμε. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι τα παιδικά χρόνια του κάθε ανθρώπου είναι τα χρόνια που τον σφραγίζουν ανεπιστρεπτί. Σε ενδιάμεση φάση νομίζεις ότι τα πετάς πίσω σου σαν ένα ανεπιθύμητο ρούχο, μα αυτά εμφανίζονται και πάλι εμπρός σου αργότερα βασανιστικά και γεμάτα με νοσταλγία. Ιδιαίτερα όταν αρχίζεις να προσεγγίζεις το τέρμα της ζωής. Κι όσοι για τον οποιοδήποτε λόγο τα απαρνήθηκαν σε κάποια φάση, αυτά από μόνα τους, σαν τον νεκραναστηθέντα Λάζαρο, έρχονται σαν καρφιά που καρφώνονται, θες και δεν θες, πάνω στη σκέψη σου.

Να κάνω την προκαταρτική δήλωση. Όσοι μιλάνε για αντικειμενικότητα και ουδέτερη στάση απέναντι σε συμβάντα εθελοτυφλούν. Όταν παραθέτεις μνήμες αυτές έχουν- και πολλές φορές χωρίς να το θέλεις – περάσει προηγουμένως από το πλυντήριο της προσωπικής σου αυτολογοκρισίας. Είναι αδύνατο να μην έβαλαν τις πινελιές τους σ’ αυτές, οι προσωπικές σου προτιμήσεις, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και συμπάθειες σε πρόσωπα και καταστάσεις. Το ομολογώ εξαρχής ελπίζοντας στο αποστολικό: Αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία ήδη συγχωρεμένη 

 

(η) Το κοινό μας παρελθόν

 

Όλους τους παραπάνω τους έδενε ένας ισχυρός κρίκος. Το κοινό παρελθόν. Αυτοί, αλλά μαζί και άλλοι, είχαν ανάμεσά τους ακλόνητους δεσμούς. Γεννήθηκαν στην ίδια γειτονιά περίπου την ίδια εποχή, έζησαν μαζί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, κυνηγήθηκαν και κυνήγησαν στα ίδια στενά δρομάκια, μάλωσαν, αγαπήθηκαν, ζυμώθηκαν. Έπαιξαν παιχνίδια, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους ή με παρέες από διπλανές γειτονιές, χρειάστηκε τόσες φορές να δείξουν τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Δέθηκαν. Φλερτάρισαν κορίτσια, έκλεψαν διστακτικά φιλιά στριμώχτηκαν, δήθεν τυχαία, σε μια απόμερη γωνιά, χαϊδεύτηκαν με φόβο αλλά και μέτρο, όσο οι αυστηροί όροι της εποχής το επέτρεπαν.

 Κυρίως ήταν αγορίστικη παρέα, αλλά πολλές φορές χώνονταν ανάμεσά τους και δυο τολμηρά κορίτσια, όσο τους επέτρεπε η αυστηρή γονική επιτήρηση εκείνων των χρόνων. Κι όμως, παρά την κοινότητα τόσων και τόσων εμπειριών καθώς ο χρόνος κυλούσε έπλαθε ανάμεσα τους τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες.

Η εξήγηση βρίσκεται σε ποικίλους παράγοντες. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω το στενό οικογενειακό περιβάλλον, τα γενετικά χαρακτηριστικά του καθενός, την πορεία των  σπουδών τους. Κάποιοι τις σταμάτησαν νωρίς και μπήκαν αμέσως στην βιοπάλη ενώ άλλοι συνέχισαν παρακάτω με συνέπεια την εμφάνιση διαφορών. Πολλές φορές αυτό ενισχύθηκε και με την αλλαγή περιβάλλοντος. Κάποιοι έφυγαν από τη γειτονιά, κάποιοι που έμειναν για προσωπικούς λόγους τραβήχτηκαν σε άλλες νέες παρέες.

Προσωπικά μου έμενε ένα ισχυρό απωθημένο.  Υπάρχει άραγε δυνατότητα να τους μαζέψω κατά το δυνατόν όλους σ’ ένα στέκι κάποια μέρα να θυμηθούμε τα παλαιά; Μήπως αυτό είναι μάταιος κόπος; Μήπως κυνηγώ χίμαιρες; Πιθανόν! Μα εγώ θα την κάνω την απόπειρα κι ας μαζέψω στο τέλος τα ερείπια της αποτυχίας μου.

Χρειάστηκε να αφιερώσω πολλές εργατοώρες σ’ αυτήν την προσπάθεια, που δεν ήταν μόνο συζητήσεις ανάμματος του ενδιαφέροντος και πειθούς πάνω στο σκοπό μου. Περιελάμβανε και έρευνα να ανακαλύψω άτομα που είχαμε χάσει τα ίχνη τους από χρόνια. Κάποια στιγμή πίστεψα ότι έκανα το ανθρωπίνως δυνατόν και όρισα τόπο και ημερομηνία, έχοντας ακέραια την αγωνία για την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας μου.

 

θ) Η αποτυχία

 

Και ημέρα έφτασε! Μετρούσα άτομο- άτομο τους προσερχόμενους. Έφτασα στον ικανοποιητικό αριθμό των επτά (7) ατόμων. Σ’ αυτούς ήδη αναφέρθηκα προηγουμένως περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά τους. Επιφωνήματα, ασπασμοί, χαρούλες και τα ψεύτικα που πάντα λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις

«Καλέ μια χαρά είσαι! Δεν άλλαξες καθόλου»

«Πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω»

«Μπράβο Αλέκο, που είχες την πρωτοβουλία!» κι άλλα τέτοια ηχηρά και παρόμοια.

 Βέβαια γι αυτούς που δεν τους βλέπαμε ή δεν μας έβλεπαν για καιρό.

 Έκανα όλες τις προσπάθειες να ζεστάνω το κλίμα, θυμίζοντας ευτράπελα επεισόδια από την κοινή ζωή μας. Σερβιρίστηκαν τα ποτά και το φαγητό. Είπα την επιμελώς προετοιμασθείσα  πρόποση μου, ελπίζοντας να θερμάνω την ατμόσφαιρα που ακόμα κυριαρχούνταν από αμηχανία.

Εκείνος που ήταν πιο άνετος ήταν ο Μπάμπης που κάθισε δίπλα στην Ελπίδα κι άρχισε το μόνιμο χόμπι του. Θα ήθελε πάρα πολύ να κουτουπώσει τη θεούσα. Όχι πως είχε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά να: Να κάνει μετά σε μας τον καμπόσο. Απ’ ό,τι φαινόταν η πιθανότητα να πετύχει κάτι ήταν πολύ χλωμή.

Όλοι προσπάθησαν φιλότιμα να ανταποκριθούνε στην εκφρασμένη μου επιθυμία να ξαναβρούμε την παλαιά σχέση φιλίας και στοργής. Αλλά εκ των πραγμάτων τότε είδα το μάταιο της εκστρατείας μου. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι και το τοπίο άλλαξε. Τα νιάτα έφυγαν παίρνοντας μαζί τους και τη φιλία και τη στοργή. Ήμασταν πια διαφορετικοί!

 

                                          20.2.13

 

                                       Οι συνθήκες διαβίωσης

 

        (  Περιστατικά και καταστάσεις από τα χρόνια του εγκλεισμού)

 

 

 

   Δεν φιλοδοξώ να περιγράψω την γενικότερη κατάσταση στις φυλακές στη διάρκεια της επταετίας των συνταγματαρχών. Πρώτον, γιατί δεν έχω τη συνολική εικόνα τους, αφού εγώ έζησα μόνο σε δυο απ’ αυτές ενώ υπήρχαν κι άλλες και δεύτερον γιατί δεν είναι στις προθέσεις μου κάτι τέτοιο. Άλλωστε και σ’ αυτές τις φυλακές που ήμουν δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι ήμουν ενήμερος σ’ ό,τι συνέβαινε. Κάθε άλλο. Απλώς θα ήθελα, στο όνομα της ιστορικής μνήμης, να κάνω την προσωπική μου κατάθεση μόνο από μερικά περιστατικά και κάποιες καταστάσεις από αυτήν  την περίοδο που εγώ ο ίδιος έζησα στη φυλακή κι έχουν σαφές προσωπικό χρώμα ή άλλα που υπέπεσαν άμεσα στην αντίληψή μου.  Αυτό πριν ο χρόνος που περνάει τα σβήσει όλα και τα πάρει, μαζί με μας, στην ανυπαρξία.             

Στη διήγηση που επιχειρώ για τις συνθήκες ζωής στη φυλακή θέλω εξαρχής να μην γίνει καμιά παρεξήγηση. Τα πράγματα δεν ήταν ειδυλλιακά. Η απομόνωση απ’ τη ζωή είναι προφανώς μια ανωμαλία από  την ίδια της τη φύση, ο αποκλεισμός για αρκετό χρόνο από τη ζωντανή κοινωνία δημιουργεί έτσι κι αλλιώς στρεβλώσεις.. Το ίδιο όμως κάνει κι η πολλή συνάφεια με τους ίδιους πάντα ανθρώπους μέσα σ’ έναν περιορισμένο και μικρό χώρο για ένα μεγάλο και διαρκές διάστημα. Ενώ έξω η ζωή συνεχίζεται αδυσώπητη, για σένα ο χρόνος με κάποιο- αλλά δραματικό -τρόπο σταματάει. Η εμπειρία της κύλισης και διαδοχής των συμβάντων στη ζωντανή κοινωνία δεν μεταφέρεται με περιγραφές και διηγήσεις τρίτων, ούτε με την ανάγνωση εφημερίδων κι άλλων εντύπων. Απαρέγκλιτα πρέπει να είσαι κι εσύ ο ίδιος- με τον τρόπο σου- μέσα στη ζωντανή κοινωνία, να συμμετέχεις στα διαδραματιζόμενα γεγονότα της καθημερινότητας. Πρέπει να ομολογήσω ότι ενσυνειδήτως, απέφυγα κακοτοπιές, άσχημες μνήμες και επεισόδια με κάποιο αρνητικό έρμα. Δεν έχει νόημα, μετά τόσα και τόσα χρόνια η αναφορά τους

 Ενώ αυτά, τα περί αποκλεισμού ισχύουν για όλους τους ανθρώπους, μεγαλύτερες επιπτώσεις έχουν στους νέους στην ηλικία για πολλούς ιδιαίτερους λόγους. Πρώτον δαπανούν τα καλλίτερα χρόνια της ζωής τους με μη παραγωγικούς τρόπους, ενώ σε πολλά πράγματα τα στοιχεία του χαρακτήρα τους δεν έχουν προλάβει ακόμα να ολοκληρωθούν. Έπειτα αυτή η στέρηση συμβαίνει σε μια περίοδο έντονης βιολογικής φάσης όλων των λειτουργιών και αναγκών του ανθρώπινου οργανισμού και άρα η στέρηση τους βιώνεται εντονότερα.  Μέσα στη φυλακή ένα σημαντικό κομμάτι των κρατουμένων βρισκόταν σ’ αυτήν την νεανική περίοδο της ζωής τους με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει.

Αρνητικό ρόλο στη ζωή των κρατουμένων έπαιξαν ακόμα οι βίαιες μεταγωγές από μια φυλακή σε άλλη. Τότε υπήρχαν αναστατώσεις, χωρισμοί, νέα προβλήματα, ανάγκη για νέες κατανομές αρμοδιοτήτων, για νέες προμήθειες και επιπλέον αναστάτωση στο οικογενειακό και κοινωνικό σου κύκλο. 

 Εδώ πρωθύστερα πρέπει να αναφέρω μια άλλη διάσταση του αποκλεισμού, που αναδύεται όταν με το καλό ο κρατούμενος βρεθεί πάλι μέσα στην κοινωνία. Τότε λίγο η πολύ συνειδητοποιείται η ύπαρξη του ενδιάμεσου κενού που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της απουσίας από την κοινωνία. Ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους υπάρχει μια αμηχανία, εκατέρωθεν. Κάποιοι πιο ικανοί και προσαρμοστικοί την ξεπερνάνε, σε κάποιους άλλους όμως υψώνεται ένας τοίχος που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την ομαλοποίηση των πραγμάτων.

 Ο πρώην κρατούμενος θέλει να ενσωματωθεί στον παλαιό του κοινωνικό κύκλο, αλλά πολλές φορές τον κυνηγά το παρελθόν με τη συνεχή αναφορά της περιόδου του εγκλεισμού. Αν αυτό γίνεται απ’ τον ίδιο καλά να πάθει, διότι υπενθυμίζει στους άλλους την ηθελημένη ή αθέλητη απουσία του από αντίστοιχα γεγονότα και η εγκατάσταση το λιγότερο της αμηχανίας ανάμεσα σ’ αυτόν και τους συνομιλητές του είναι το πιο ανώδυνο ενδεχόμενο. Τις περισσότερες φορές η αναφορά γίνεται από τρίτο, που πιστεύει και νομίζει ότι κάτι τέτοιο ευχαριστεί τον ενδιαφερόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αντίληψη των περισσοτέρων είναι: Ας τελειώσει πια αυτή η υπόθεση, ας τα πάρει όλα το ποτάμι. Ας γίνει ένα νέο ξεκίνημα της ζωής

  Ήδη στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, από την αποφυλάκισή μου ( Αύγουστος 1973 ) έως σήμερα ( Αύγουστος 2010 ) μια σειρά λεπτομέρειες και γεγονότα έχουν ήδη χαθεί από τη μνήμη μου. Δε θα ρωτήσω αριστερά και δεξιά. Θα στηριχθώ μόνο σε ό,τι εγώ προσωπικά θυμάμαι. Ίσως αυτό να είναι κι ένα κριτήριο της σωστής αξιολόγησης. Ό,τι διατηρήθηκε μέσα σου σημαίνει, κατά κριτήριο, ότι θα ήταν και σημαντικό. Άλλα κριτήρια της επιλεκτικής αναφοράς είναι αξιολογικά κατά την προσωπική μου πάντα κρίση και τοποθέτηση. Άλλοι, πιο επίμονοι και πιο καταρτισμένοι από μένα, θα φέρουν στην επιφάνεια άλλα γενικότερα περιστατικά, θα συγκεντρώσουν τα αναγκαία στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν σε πολλές επίσημες και μη δημοσιευμένες ακόμα πηγές. Έτσι μετά από κάποια χρόνια να υπάρξει ένα παλίμψηστο που πάνω του θα στηριχθεί ο ιστορικός του μέλλοντος.

Στην πρώτη φάση κρατήθηκα στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί έφτασα από την Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας στις αρχές του 1969, την ημέρα του Αϊ Γιαννιού, 7 Ιανουαρίου. Μετά από 52 μέρες κράτηση στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας. Τον Μάιο του 1969 μαζί μ’ άλλους συγκρατούμενους μεταφερθήκαμε, χωρίς καμιά προηγούμενη ειδοποίηση, στις φυλακές της Λάρισας, όπου με συνοπτικές διαδικασίες από το έκτακτο τοπικό στρατοδικείο μας μοιράστηκαν δεκάδες χρόνια φυλάκισης. Δεν μπορώ να ξέρω τη σκοπιμότητα αυτής της έκτακτης μεταφοράς. Η μόνη εικασία που μπορώ να κάνω είναι ότι αυτή η μετακίνηση είχε σκοπό να αποσυμφορήσει το πλήθος των εκκρεμών υποθέσεων που υπήρχαν εκείνο το διάστημα στο έκτακτο κεντρικό στρατοδικείο της Αθήνας. Ας σημειωθεί ότι όλες οι δικαζόμενες υποθέσεις δεν είχαν καμία σχέση με το νομό της Λάρισας.

  Απλώς για ιστορικούς μόνο λόγους στη θέση αυτή θέλω ν’ αναφέρω ότι εισαγγελέας στο έκτακτο στρατοδικείο της Λάρισας ήταν ο εισαγγελέας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων της επαρχιακής αυτής πόλης, Βασίλειος Παππάς, που είχε επιστρατευθεί για αυτόν ακριβώς το σκοπό. Μετά την κατάρρευση της Χούντας ο ίδιος εισαγγελέας, που τώρα υπηρετούσε στην Αθήνα ήταν αυτός που έκανε τις ανακρίσεις και συνέταξε το κατηγορητήριο  των ένοχων στρατιωτικών για τις δολοφονίες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

 Πως τα φέρνει η μοίρα, καλέ μου άνθρωπέ, κι αλλάζει τους ρόλους στη ζωή! 

 Στα μέσα του 1970 μεταφέρθηκα στις φυλακές Κορυδαλλού και από εκεί αποφυλακίστηκα τον Αύγουστο του 1973 με τη γενική αμνηστία του Παπαδόπουλου. 

    Ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, πραγματιστής και άνθρωπος της εποχής του, έδωσε άφθονα χρήματα στην πατρίδα για τις αναγκαίες και πρωτογενείς επενδύσεις: Εκπαίδευση, εξοπλισμός του στρατεύματος, Ολυμπιακοί αγώνες, αλλά και οι απαραίτητες, σε μια οργανωμένη πολιτεία, σωφρονιστικές φυλακές. Βεβαίως πίστευε ότι σ’ αυτές θα φυλακίζονταν άνθρωποι που είχαν υποπέσει σε εγκληματικά παραπτώματα με μοναδικό σκοπό τον σωφρονισμό και την τελική επανένταξή τους στην κοινωνία.

 Που να φανταστεί ο άνθρωπος ότι μετά από πολλές δεκαετίες αυτές οι φυλακές θα γίνονταν τόποι εγκλεισμού κι αιχμαλωσίας ανθρώπων που αγωνίστηκαν για να υπερασπίσουν τα αυτονόητα δικαιώματα των μελών μιας πολιτείας από ανθρώπους που σφετερίστηκαν την δύναμη τους και κατέλαβαν παράνομα την εξουσία. Αλήθεια ποια θα ήταν η αντίδραση του;

  Βέβαια στη διάρκεια της ζωής των φυλακών αυτές κι άλλες φορές χρησιμοποιήθηκαν για αλλότριους σκοπούς, αλλά στην δικτατορία των συνταγματαρχών έγιναν ο τόπος εγκλεισμού και των πολιτικών κρατουμένων. Για πολλούς αλλά και πρακτικούς λόγους ασφαλείας μας είχαν απομονωμένους σε ξεχωριστό χώρο από τους λεγόμενους ποινικούς κρατούμενους: Στο Εφηβείον, δηλαδή τον ειδικό χώρο που είχε αρχικά προβλεφθεί για αναμορφωτήριο των νέων που θα παρουσίαζαν κάποια αποκλίνουσα συμπεριφορά. Αυτό βρισκόταν στην πίσω πλευρά των φυλακών. Όλα τα παλαιά αυτά κτίρια σήμερα έχουν γκρεμιστεί και στους χώρους αυτούς χτίζονται τα δικαστήρια με αρχικό κτίριο, στην πλευρά της οδού Αλεξάνδρας, τον Άρειο Πάγο.

  Τη μέρα που πήγα στις φυλακές εγκαινίασα τον δεύτερο όροφο του Εφηβείου που μέχρι τότε ήταν άδειος. Βέβαια σε λίγους μήνες με νέες συλλήψεις και προσαγωγές φισκάρισε κι αυτός ο όροφος.

  Σε κάθε κελί, που ήταν μικρό κι αφιλόξενο, κοιμόντουσαν δυο κρατούμενοι, οπότε υπήρχε κάποιο φυσιολογικό στρίμωγμα. Η δυσκολία η μεγάλη ήταν τις νύχτες, όταν τα κελιά ήταν κλειδωμένα και οι φυσικές ανάγκες, εφόσον δεν έπαιρναν αναβολή, έπρεπε να «εκτελούνται» μέσα στο κελί. Κάθε κελί διέθετε μια βούτα, δηλαδή ένα παιδικό γκιογκιό, κοινό για τους δυο «ενοίκους» του κελιού. Η αμοιβαία κατανόηση ήταν η μόνη διέξοδος που υπήρχε.

  Όσο έμεινα στου Αβέρωφ συγκατοίκησα με δυο άτομα. Αρχικά με τον Γιώργο Παυλόπουλο, νέο άνθρωπο από τον Πειραιά, τραπεζικό υπάλληλο, που είχε συλληφθεί την ίδια περίοδο με μένα και μάλιστα βρεθήκαμε την ίδια περίοδο σε διπλανά κελιά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας. Σε άλλη ευκαιρία, που έχω καταγράψει προηγουμένως, περιγράφω πώς ήρθα σε συνθηματική επαφή μαζί του, μέσω ηχητικού αλφαβήτου εκεί κάτω. Είχε συλληφθεί με την υπόθεση του Γρηγόρη Φαράκου. Δεύτερος ήταν ο Τάκης Παπαγεωργίου, ένας ωραίος τύπος από την Πάτρα που είχε την εμπειρία από τα βάσανα των φυλακών, αφού είχε διατελέσει πολιτικός κρατούμενος για πολλά χρόνια και στην δύσκολη και σκοτεινή φάση μετά την απελευθέρωση. Αυτός μου εξομολογήθηκε γι εκείνη την περίοδο τις δύσκολες και δραματικές περιπέτειες που πέρασαν οι πολιτικοί κρατούμενοι και που τώρα ευτυχώς δεν υπήρχαν. Τόσο από τους ανθρωποφύλακες, όσο και από τους συγκρατούμενους του.

 Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό ο άνθρωπος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά ζώα που υπάρχουν στη φύση. Το πρωί με το άνοιγμα των κελιών έβλεπες εικόνες κρατουμένων να μεταφέρουν βιαστικά στις τουαλέτες του ισογείου βούτες για άδειασμα και ο απαραίτητος συνωστισμός μετά το αναγκαστικό κράτημα των περισσοτέρων. Όταν αργότερα μεταφερθήκαμε στις φυλακές του Κορυδαλλού το πρόβλημα αυτό λύθηκε, γιατί οι συνθήκες εκεί ήταν πιο ανθρώπινες, αφού σε κάθε, σχετικά άνετο, κελί ήταν ένας κρατούμενος και το καθένα από αυτά διέθετε δική του ατομική τουαλέτα.  

   Στη φυλακή, από την πλευρά των κρατουμένων, υπήρχε διπλή εξουσία. Πρώτα ήταν η επίσημη, αυτή που εκπροσωπούσε τους φυλακισμένους στη διεύθυνση των φυλακών και στους δεσμοφύλακες. Αυτός ήταν ο «Δήμαρχος», που στις φυλακές Αβέρωφ ήταν ο πολυμήχανος και τετραπέρατος Χρήστος Παπαγιαννάκης. Άνθρωπος με ιδιαίτερη ικανότητα στο χειρισμό ατόμων και καταστάσεων. Πειραιώτης, αυθεντικό παιδί  της αγοράς, μετέφερε την εμπειρία της ζωής και της πιάτσας κι έφερνε με άριστο τρόπο σε πέρας το έργο του. Είναι αυτός που είδε στις φυλακές την αποστολή των αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και μ’ έναν μαγικό σχεδόν τρόπο κατόρθωσε να παραδώσει στα χέρια τους τις ενυπόγραφες καταγγελίες των βασανιστηρίων που πέρασαν οι κρατούμενοι στη διάρκεια της κράτησής τους από την Ασφάλεια και το ανακριτικό τμήμα του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Πέρα από την επίσημη ηγεσία, υπήρχε και η παράνομη κομματική ηγεσία, το λεγόμενο «γραφείο» της φυλακής που απαρτιζόταν, αν θυμάμαι καλά από πέντε άτομα, που εκλέγονταν με κάποια διαδικασία και το οποίο στην ουσία αποφάσιζε για τα πάντα. Ο Δήμαρχος ήταν στην πραγματικότητα ο αχυράνθρωπος πίσω από τον οποίο βρισκόταν η πολιτική καθοδήγηση, αλλά στην περίπτωση του Χρήστου, λόγω των ικανοτήτων του, αυτή η τυπική εξουσία γινόταν εκ των πραγμάτων πολλές φορές και ουσιαστική.

  Στο Εφηβείον το προαύλιο ήταν περιορισμένο. Ένας στενόμακρος διάδρομος κατά μήκος της πρόσοψης, εκεί όπου συνωστίζονταν οι κρατούμενοι κατά τις ελεύθερες ώρες, ιδιαίτερα το πρωί μετά το άνοιγμα των κελιών. Όλα αυτά, αφού είχε προηγηθεί ο αναγκαίος χρόνος για τη διεκπεραίωση των καθημερινών αναγκών καθαριότητας και του σύντομου πρωινού. Μετά τόσες ώρες αναγκαστικής ακινησίας μέσα στα κελιά όλοι ένιωθαν την ανάγκη για λίγη κίνηση και περπάτημα. Κάποιοι έκαναν επιτόπια σουηδική γυμναστική, αλλά οι περισσότεροι επιδίδονταν στις γρήγορες και βιαστικές βόλτες κατά μήκος της αυλής, που προσφυώς- άγνωστο σε μένα από ποιον - ονομάστηκαν, οι μοβόρικες, και αυτό το όνομα τους έμεινε.

   Βαθειά στη μνήμη μου μένει η καθημερινή εικόνα δυο συγκρατουμένων μας τροτσκιστών. Το δίδυμο, ο ψηλός κι ο κοντός, που περπατούσαν με γρήγορο βήμα ασταμάτητα πάνω- κάτω συζητώντας με ένταση και χειρονομίες όλα τα «θεωρητικά προβλήματα της επανάστασης». Η σημαντική ανισότητα στο μπόι και η αναπόφευκτη διαφορά στο διασκελισμό τους, δημιουργούσε μια ενδιαφέρουσα και συγχρόνως ρομαντική εικόνα να βλέπεις τα βιαστικά βήματα του κοντού να προσπαθούν να συγχρονιστούν με τα μεγάλα βήματα του ψηλού. Όμως η καθημερινή επανάληψη είχε, λόγω συνήθειας, πετύχει έναν συγχρονισμό και μια συμπαθητική τελικά εικόνα. 

    Στην περίπτωση της φυλακής στη διάρκεια της επταετίας των συνταγματαρχών υπήρχε από μια χρονολογία και μετά μια ακόμη ιδιομορφία. Η διάσπαση του κόμματος της Αριστεράς δημιούργησε δυο τουλάχιστον κέντρα εξουσίας. Βεβαίως στη περίπτωση των φυλακισμένων της χούντας πλειοψηφούν ρεύμα ήταν αυτό που ακολουθούσε τη γραμμή της ανανεωτικής Αριστεράς, του «γραφείου εσωτερικού». Η δεύτερη ομάδα ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την επίσημη ηγεσία του κόμματος, που ήταν λιγότεροι και μέσα στη σκληρή κομματική διαπάλη τους διακρίναμε με το όνομα: Οι δωδεκαδικοί, δηλαδή αυτή που ακολουθούσαν τις αποφάσεις της 12ης ολομέλειας. Σήμερα, όλα αυτά ακούγονται λίγο γραφικά, αλλά τότε, για τους ενδιαφερόμενους, είχαν τη σημασία τους και αυτή δεν ήταν αμελητέα ή τουλάχιστον έτσι νιώθαμε.

  Είναι δίκαιο να ειπωθεί ότι υπήρχαν κι άλλες ολιγομελείς ομάδες κρατουμένων, όπως οι Τροτσκιστές και πολλοί που δεν ανήκαν σε καμιά από όλες τις προηγούμενες κατηγορίες. Η τελευταία κατηγορία πλήθαινε καθώς περνούσε ο χρόνος, φυσικό αποτέλεσμα της απογοήτευσης που αυξανόταν από την αδυναμία των πολιτικών να δώσουν ένα όραμα διεξόδου από το αδιέξοδο. Θα ήταν άδικό και ελλιπές να μην αναφέρω δυο ακόμα ειδικές περιπτώσεις. Καταρχήν τους δυο υπέροχους ανθρώπους που είχαν φυλακιστεί από νωρίς με ποινικά αδικήματα, που είχαν σχέση με τα προβλήματα τιμής και ταλάνιζαν ιδιαίτερα κάποιες περιοχές της επαρχίας. Οι δυο Γιώργηδες. Ο ένας Αρβανίτης απ’ τα Μεσόγεια κι ο άλλος Μανιάτης και οι δυο άνθρωποι με χρυσή καρδιά. Μέσα στη φυλακή, στην προηγούμενη φάση πριν τη δικτατορία είχαν «περάσει» με τους πολιτικούς κρατούμενους, ευθυγραμμιζόμενοι και με τη μοίρα τους. Το ίδιο συνεχίστηκε και μετά, στη διάρκεια της Χούντας. Μετά ήταν η ομάδα των «κατασκόπων», γύρω στα 7-8 άτομα καταδικασμένοι σε πολύχρονες φυλακίσεις, όμηροι της αγριότητας του καθεστώτος που νίκησε στον εμφύλιο, αλλά και θύματα της άφρονης κι αδιέξοδης πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έστελνε, άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας ,ανθρώπους κατευθείαν στο στόμα του λύκου. Πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις που τα συμβάντα αυτά είχαν στο γενικό πολιτικό σκηνικό, γιατί διατηρούσαν την ένταση και τον εκφοβισμό, γίνονταν η δικαιολογητική βάση για τη συνέχιση των διωγμών. Αυτή η πολιτική του κόμματος ήταν βούτυρο στο ψωμί των πιο αντιδραστικών κύκλων και την εκμεταλλεύθηκαν δεόντως.

  Εν είδει παρενθέσεως, πρέπει να καταγράψω την απουσία μελετών, μέσα στον ωκεανό των σελίδων που ήδη έχουν γραφτεί, την ευκολία με την οποία η Ασφάλεια ήταν σχεδόν πάντα ενήμερη της κίνησης των αποστολών στελεχών του κόμματος από το Βουκουρέστι, και όποτε ήταν πολιτικά χρήσιμο έκανε το κατάλληλο χτύπημα. Υπάρχει εδώ ψωμί!

  Στα μέσα του 1970 μια ομάδα, κυρίως νέων στην ηλικία, κρατουμένων μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, εγκαινιάζοντας την πτέρυγα Α. Σε ένα μήνα καταργήθηκαν πλήρως οι φυλακές του Αβέρωφ κι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι ήρθαν στον Κορυδαλλό γεμίζοντας τις δυο πτέρυγες Α και Δ. Κάποιοι ακόμα πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως του κεντρώου δημοκρατικού χώρου, κρατούνταν στις δύο άλλες πτέρυγες Β και Γ, μαζί με τους ποινικούς. Ενδεικτικά αναφέρω τον καθηγητή Γεώργιο Μαγκάκη. Οι κτιριακές συνθήκες, η άνεση των κελιών και η καθαριότητα των χώρων ήταν σε άλλο επίπεδο, ανεβασμένο σε σχέση με τις παλαιές φυλακές Αβέρωφ. Το κάθε κελί ήταν μεγαλύτερο, τα κρεβάτια πιο βολικά. Το κάθε κελί είχε δική του τουαλέτα, βρύση νερού και το κυριότερο σε κάθε κελί έμενε ένας κρατούμενος. Σήμερα, από πληροφορίες που υπάρχουν, σε κάθε κελί υπάρχουν τρεις με τέσσερις κρατούμενοι. Είναι φανερό ότι με την πάροδο του χρόνου τα καθαρά κελιά της εποχής μας να έχουν υποστεί τις φυσιολογικές φθορές και την υποβάθμιση της διαρκούς χρήσης, οπότε οι συνθήκες κράτησης των σημερινών κρατουμένων είναι εκ των πραγμάτων πολύ υποβαθμισμένες.

   Η εναλλαγή της σύνθεσης των κρατουμένων δεν ήταν τόσο συχνή, όπως είναι στις συνήθεις φυλακές. Οι περισσότεροι ήταν φιλοδωρημένοι με πολύχρονες καταδίκες, κάποιοι υπόδικοι περίμεναν την δική τους τη σειρά και συνεχώς είχαμε νέες αφίξεις. Οι αποφυλακίσεις, με έκτιση της ποινής, ήταν μετρημένες και κάποιοι λίγοι έβγαιναν μετά από απόφαση του δικαστηρίου με «ανήκεστο βλάβη».Έτσι στην πλειοψηφία οι ίδιοι άνθρωποι ζούσαν μαζί για πολύ καιρό και μάλιστα αυτοί συναντιόντουσαν αναγκαστικά μέσα στην ίδια μέρα πολλές φορές. Αυτό εκ των πραγμάτων δημιουργούσε κάποιες εντάσεις. Μην νομίσετε κάτι το ιδιαίτερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δε μου έμεινε στη μνήμη σχεδόν κανένα σημαντικό τέτοιο περιστατικό που να έχει αξία ειδικής αναφοράς.

  Εκ πρώτης όψεως θα υπέθετε κάποιος ότι στη φυλακή θα υπήρχε δυσκολία να βρεθεί το επιθυμητό βιβλίο που ένας κρατούμενος θα ήθελε να διαβάσει. Αντίθετα, παρά την τυπική δυσκολία να μπει στη φυλακή κάποιο βιβλίο, αφού με βάση τις «κείμενες διατάξεις» έπρεπε να έχει πριν την έγκριση του υπουργείου Δικαιοσύνης και την επικυρωμένη σφραγίδα του, μέσα στη φυλακή υπήρχαν, θα ισχυριζόμουν, χιλιάδες τίτλοι βιβλίων ανάμεσα στους οποίους ήταν σχεδόν όλα τα μαρξιστικά και λενινιστικά βιβλία.

  Αυτό το χαρακτηριστικό είναι ενδεικτικό στο πόσο ευάλωτη ήταν η εφαρμογή των «κειμένων διατάξεων». Εξαιτίας του γλίσχρου μισθού τους ή - γιατί όχι - και εξαιτίας της αστάθειας του χαρακτήρα τους και της έμφυτης παραδοπιστίας από την οποία χαρακτηρίζονται διαχρονικά οι άνθρωποι μπορούσαν να διακινδυνέψουν οι ίδιοι να μπάσουν στη φυλακή κάθε απαγορευμένο κι επιθυμητό αγαθό με ορατό κίνδυνο να υποστούν τις συνέπειες, αρκεί να πλησιάζονταν από τον κατάλληλο άνθρωπο που του είχαν εμπιστοσύνη και αρκεί αυτός απαραίτητα να τους υπόσχονταν την αντίστοιχη αμοιβή. Έτσι δε μου προκαλούν καθόλου εντύπωση οι απορίες που εκφράζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μερικές φορές για την ευκολία με την οποία μπαίνουν στη φυλακή ναρκωτικά ή άλλα απαγορευμένα είδη. Όλα, να ξέρετε, έχουν τη τιμή τους, ιδιαίτερα στις φυλακές. Η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί. Δε γίνεται ο οποιοσδήποτε άνθρωπος φύλακας άλλων ανθρώπων και οι δικαιολογίες που ακούγονται περί οικονομικών δυσκολιών και της ανάγκης να βρεθεί μια εργασία είναι για μένα επιφανειακές και προπέτασμα καπνού.

   Στη διάρκεια της άγριας δικτατορίας μέσα στη φυλακή υπήρχαν «παρανόμως» μικρά ραδιοφωνάκια για την ακρόαση σταθμών του εξωτερικού και μάλιστα αν σε καμιά από τις αιφνιδιαστικές έρευνες κάποιο κατάσχονταν σε λίγες μέρες γινόταν η αντικατάστασή του. Πιο σοβαρό είναι το ερώτημα με ποιο τρόπο η φυλακή διέθετε πλήρη κείμενα όλων των πολυσέλιδων κομματικών αποφάσεων και ολομελειών. Ε! λοιπόν κι εδώ ο δεσμοφύλακας για μια αμοιβή διακινδύνευε τα πάντα.

  Έχει σημασία να περιγραφεί ο τρόπος με τον οποίο σχηματίστηκαν οι μικρότερες παρέες ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενους. Τα κριτήρια ήταν πολλά και ποικίλα. Ηλικιακά, πολιτικών απόψεων, ένταξη σε μια από τις υποομάδες της φυλακής, αλλά εν τέλει κατ’ εμέ κυρίαρχο στοιχείο παραμένει ο συγχρωτισμός των ανθρώπινων χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασιών. Αυτό το σημειώνω ιδιαιτέρως γιατί η πολύχρονη εμπειρία της ζωής, μου έδειξε ότι ο ανθρώπινος χαρακτήρας και η οικογενειακή αγωγή υπερτερούν όλων των υπολοίπων χαρακτηριστικών του ατόμου.  Βεβαίως υπήρχαν και αντικειμενικοί περιορισμοί και καταναγκασμοί, όπως βίαιοι διαχωρισμοί που επιβάλλονταν  από μεταγωγές σε άλλες φυλακές ή ανακατανομής των κρατουμένων σε διαφορετικά κτίρια.

   «Δήμαρχος» στον Κορυδαλλό ήταν ο Βαγγέλης Απολλωνάτος, ένα νέο παιδί από το Περιστέρι. Επίσης επιτυχημένος με βάση τις ικανότητες και την αφοσίωσή  στα καθήκοντα του. Επιπρόσθετο προωθητικό δεδομένο για διευκόλυνση του ήταν το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια ο πατέρας του είχε υπηρετήσει ως δεσμοφύλακας στη φυλακή κι αρκετοί φύλακες κι ιδιαίτερα ο αρχιφύλακας ήταν γνωστοί του από τα προδικτατορικά χρόνια. Έτσι ο λόγος του είχε πέραση και η ικανότητα να λύνει προβλήματα εξαιρετική.

  Είναι χαρακτηριστικό το εξής προσωπικό περιστατικό που μου συνέβη κάποια στιγμή. Το κλείσιμο στα κελιά γινόταν σχετικά νωρίς και μετά έπρεπε μόνος σου να γεμίζεις το χρόνο με διάφορες ασχολίες μέχρι να νιώσεις την ανάγκη να σβήσεις το φως για να κοιμηθείς. Αυτό ήταν στη διακριτική ευκαιρία του κρατούμενου γιατί το κελί διέθετε διακόπτη στο εσωτερικό του κελιού. Η πιο συνηθισμένη απασχόληση ήταν το διάβασμα ενός βιβλίου. Όμως όλα έχουν τα όριά τους. Θέλεις πάντα εναλλακτικές απασχολήσεις. Με τους γνωστούς τρόπους, μέσα στη φυλακή είχαν παράνομα μπει δυο- τρεις τράπουλες και με μερικούς, όπως ο Γιάννης Στρατής, ο Θανάσης Πανουτσόπουλος κι ο Βαγγέλης Απολλωνάτος κάθε τόσο το στρώναμε στην πρέφα. Μια μέρα που δεν είχα ύπνο έπαιζα σχεδόν αμέριμνος πάνω στο κρεβάτι πασίεντζα και μάλιστα παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες αυτή η καταραμένη αρνιόταν πεισματικά να βγει. Έστω και μια φορά. Έτσι η προσοχή μου αποσπάστηκε και σε μια στιγμή ο νυχτερινός φύλακας, που συνήθως την άραζε στο ισόγειο- κι ίσως έριχνε έναν υπνάκο- άνοιξε απότομα το μικρό μάτι, ο χαφιές, όπως προσφυώς ονομάστηκε που είχε κάθε κελί και με είδε με απλωμένη την τράπουλα. Ήταν η κακιά στιγμή, αν σκεφτείς ότι το κελί μου ήταν στο δεύτερο όροφο με το συμβολικό για την εποχή και για μένα αριθμό 114. Κατατρόμαξα! Με αστραπιαίες κινήσεις ξεκλείδωσε το κελί και μάζεψε την τράπουλα.

  « Το πρωί να παρουσιαστείς στον Αρχιφύλακα!»

  Είναι γεγονός ότι ένιωσα πολύ άσχημα και η νύχτα μέχρι το ξημέρωμα μου φάνηκε ατέλειωτη, κυρίως όχι τόσο για τις προσωπικές πιθανές συνέπειες,  όσο για την αναστάτωση που θα προκαλέσει το ατυχές συμβάν και οι πιθανές επιπτώσεις του στην   γενικότερη ζωή της ομάδας. Μόλις άνοιξαν τα κελιά το πρωί, έτρεξα στον Βαγγέλη και τον ενημέρωσα για το νυχτερινό συμβάν.

  « Μη πεις τίποτα πουθενά!», μου είπε

  Πήγε στο γραφείο του Αρχιφύλακα. Τι συζητήθηκε μεταξύ τους δεν ξέρω. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε λίγο μου επέστρεψε ατόφια την τράπουλα με την αδελφική συμβουλή

  «Άλλη φορά να προσέχεις!»

  Όλη η βραδινή αγωνία μου αυτομάτως καταλάγιασε. Ο Βαγγέλης για μια ακόμα φορά είχε καθαρίσει. Οι κανόνες υπάρχουν για να παραβιάζονται.

   Στη φυλακή υπήρχαν πολλοί νέοι, κυρίως φοιτητές, μέλη της οργάνωσης του Ρήγα Φεραίου. Η ανάγκη για αθλητισμό και τον απαραίτητο συναγωνισμό ήταν πιεστική. Στη φυλακή είχαμε, με δική μας πρωτοβουλία, γήπεδο τένις. Στον ίδιο χώρο στηνόταν το φιλέ για το βόλεϊ. Εκεί έγινε πρωτάθλημα ποδοσφαίρου 5Χ5, λόγω στενότητας του χώρου με τη συμμετοχή πολλών ομάδων και τον αυτονόητο φανατισμό. Αυτό κράτησε πολλές μέρες και δημιούργησε έντονους υπόγειους συναγωνισμούς, ένας εκ των οποίων ήταν ανάμεσα στο Βορρά ( Θεσσαλονίκη ) και τον Νότο ( Αθήνα ). 

 Κατά τη μεταφορά της πρώτης φουρνιάς κρατουμένων στις νέες φυλακές του Κορυδαλλού συνέβη το εξής αξιοσημείωτο, που εκ των πραγμάτων βεβαίως μέσα στην ατμόσφαιρα της εποχής δεν είχε και πολύ μέλλον. Το πρώτο κύμα που μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, νέοι. Ειπώθηκε να δημιουργηθεί μια ενιαία ομάδα συμβίωσης, να μην περάσουν οι πολιτικοί διαχωρισμοί και στη νέα γενιά. Κι αυτό πράγματι έγινε, μόνο που η προσπάθεια αυτή ήταν θνησιγενής από τη γέννησή της. Όταν έφτασε η δεύτερη φουρνιά κρατουμένων η κοινή ομάδα συμβίωσης διαλύθηκε. Όμως ήταν μια προσπάθεια για ενότητα και σαν τέτοια πρέπει να την καταγράψουμε.

 Κάποια στιγμή για λόγους που δε θυμάμαι σήμερα- φανταστείτε τις αφορμές των εντάσεων μέσα στη φυλακή πόσο επιφανειακές ήταν- παραιτήθηκα με επιστολή μου από το γραφείο της ομάδας διαβίωσης. Όλον τον υπόλοιπο χρόνο δεν έλαβα μέρος σε διαδικασίες στο εσωτερικό της φυλακής για καθοδηγητικούς ρόλους. Είχε πια φτάσει και για μένα η εποχή της απομυθοποίησης. Εδώ εκείνο που θέλω να θυμίσω είναι το εξής περιστατικό. Η επιστολή παραίτησης μου, μαζί με το τακτικό «δελτίο ειδήσεων» που μοιραζόταν χέρι με χέρι από τον υπεύθυνο σε όλα τα μέλη της ομάδας ξεχάστηκε σε μια εσωτερική τσέπη ενός συμπαθητικού κι ήρεμου συγκρατουμένου μου από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο Δημήτρης Καρανίκας. Τα κείμενα αυτά ήταν γραμμένα με το χέρι και με ψιλά γράμματα σε λεπτό χαρτί, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να κρύβονται και να μεταφέρονται. Μετά την ολοκλήρωση της ενημέρωσης καταστρέφονταν για προφανείς «συνωμοτικούς λόγους». Όμως ένα αντίγραφο της επιστολής μου, όπως ήδη ανάφερα ξεχάστηκε σε μια τσέπη του παντελονιού του.

 Κάποια μέρα ο φίλος και συγκρατούμενος Δημήτρης, πήγε με προσωρινή μεταγωγή στη Θεσσαλονίκη για μια δική του δικαστική εκκρεμότητα. Στους τυπικούς σωματικούς ελέγχους που γίνονται κατά τις μεταγωγές από φυλακή σε φυλακή βρέθηκε η επιστολή κι έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας. Για αυτούς ήταν λαβράκι κι ακολούθησε το γραφειοκρατικό δρόμο της ενημέρωσης των κεντρικών υπηρεσιών στην Αθήνα. Όταν επέστρεψε ο καλός φίλος από τη Θεσσαλονίκη, γεμάτος ενοχές, ανησυχία και φόβο για τις συνέπειες, με ενημέρωσε αμέσως για να είμαι προετοιμασμένος σε ενδεχόμενες εξελίξεις.

 Πέρασαν κάμποσες μέρες χωρίς τίποτα να συμβεί κι η πρώτη εντύπωση του επεισοδίου αμβλύνθηκε μέσα μου. Υπέθεσα ότι το γεγονός δεν αξιολογήθηκε και μπήκε στο αρχείο. Λάθος συμπέρασμα. Το περιεχόμενο και το ύφος της επιστολής μου ήταν τόσο καταγγελτικό, που από την ΚΥΠ θεωρήθηκε ως ευκαιρία να εκμεταλλευθεί το χάσμα που διαφαινόταν και ίσως να βρει ευκαιρία ευρύτερης ενημέρωσης για τα υπόγεια συμβαίνοντα στο εσωτερικό της φυλακής.

 Ένα πρωινό ενημερώθηκα από τον αρχιφύλακα ότι με θέλει ο διευθυντής της φυλακής. Δεν ήταν κάτι σύνηθες. Κατάλαβα ότι  θα έχω μπλεξίματα. Πράγματι όταν μπήκα στο γραφείο του διευθυντή, αυτός δεν βρισκόταν εκεί. Αντίθετα ήταν στρογγυλοκαθισμένα δυο άτομα κουστουμαρισμένα, με το αναγκαίο ύφος της σιγουριάς. Μύριζαν από μακριά ότι ήταν αστυνομικοί. Μετά από το τυπικό αρχικό χαιρετισμό, χωρίς καμία εισαγωγή, μου βάζουν μπροστά μου μια φωτοτυπία της επιστολής μου. Ο ένας απ’ αυτούς με συγκαταβατικό τρόπο μου λέει

« Τι λες γι αυτό Λευτέρη; Εξήγησε μας τους λόγους που παραιτήθηκες από το γραφείο της φυλακής;»

 Εγώ έκανα το χαζό

«Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε!»

«Μα αυτή δεν είναι δική σου επιστολή;»

 Μετά την κάθετη άρνησή μου να παραδεχθώ το ο,τιδήποτε από το προφανές, κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος για εκμετάλλευση. Η συζήτηση απέβη άκαρπη και αποχώρισαν χωρίς να επαληθευτούν οι ελπίδες τους ότι θα εκμεταλλευθούν το ρήγμα που έβλεπαν από το περιεχόμενο της επιστολής μου. Αυτή είχε γραφεί αποκλειστικά μόνο για εσωτερική μας χρήση.

 Μετά την απομάκρυνση μου από τις κομματικές ασχολίες έπρεπε να βρω νέους τρόπους να γεμίζω τις άπειρες ελεύθερες ώρες, ειδικά όταν βρισκόμασταν αρκετές ώρες της ημέρας κλειδωμένοι και μόνοι στα κελιά μας. Εγώ το έριξα στο διάβασμα, αλλά όπως είναι η κακιά μου συνήθεια σ’ όλα είμαι ή τουλάχιστον ήμουν υπερβολικός. Επί μήνες διάβαζα 10 με 12 ώρες ημερησίως. Τα πάντα. Κοινωνικές μελέτες, οικονομικές θεωρίες, ιστορικά βιβλία, μυθιστορήματα κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Τότε διάβασα ολόκληρη την πολύτομη ιστορία του Γιάννη Κορδάτου. Επίτευγμα! Αν δεν συμφωνείτε κάντε, όποιος νομίζει, μια απόπειρα σήμερα να το επαναλάβει.

Αυτή η πολύμηνη υπερβολή μου είχε τις συνέπειές της. Έπαθα υπερκόπωση και μην ξέροντας το γιατί και το διότι επέτεινα τις καταστάσεις, διαβιώντας μια φρικτή και δύσκολη περίοδο. Ζαλάδες, πονοκέφαλοι, αδυναμία να συγκεντρώνω το βλέμμα μου σ’ ένα οποιοδήποτε κείμενο πήγα στο άλλο άκρο. Για μήνες δε διάβασα τίποτα. Με τον καιρό, δίνοντας προσωπική μάχη, «ξεπέρασα» το πρόβλημα. Σ’ αυτό με βοήθησαν κοντινοί καλοί φίλοι.

  Ας θυμίσω, σ’ αυτή τη θέση, τα ονόματα αυτής της στενής παρέας, που εκτός από την σχετική κοινότητα απόψεων στα κρίσιμα θέματα, σύνδεσμος ήταν και η κοινή σίτιση. Η παρέα απαρτιζόταν τελικώς από τους εξής. Λέω τελικώς γιατί στη διάρκεια των χρόνων υπήρξαν μικρές αλλαγές.

 Πρώτα, θα αναφέρω τον πρόωρα χαμένο από τη ζωή Νίκο Γιανναδάκη, που μετά τη μεταπολίτευση, πρόλαβε και άφησε δημιουργικό και πολύτιμο έργο, ως έφορος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ένας άνθρωπος φτιαγμένος για τα μεγάλα και τα όμορφα, με προσεκτική οικογενειακή ανατροφή, ευαίσθητος δέκτης των νέων μηνυμάτων, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αγάπη για την πατρίδα και το λαό της, θιασώτης των αγώνων για τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του, δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος στον επαίσχυντο βιασμό των στοιχειωδών ελευθεριών από τους επίορκους συνταγματάρχες. Έτσι βρέθηκε κλεισμένος στην φυλακή με πολύχρονη κι άδικη ποινή από το έκτακτο στρατοδικείο.

 Συνδέθηκα μαζί του με μια στενή φιλία κι αλληλοεκτίμηση και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έζησα, όσο έζησα, μαζί του. Ο σύγχρονος δρεπανοφόρος χάρος με τη μορφή του καρκίνου τον πήρε τόσο άδικα και πρόωρα από τη ζωή. Είναι χαρακτηριστικός ο στωικός τρόπος που αντιμετώπισε την αρρώστια, χωρίς καθόλου να σταματήσει τη δημιουργική προετοιμασία της τελευταίας έκθεσης, που οργάνωνε στο Ηράκλειο, αναδεικνύοντας αυτήν την επαρχιακή πόλη πρωτοπόρα στο χώρο των πολιτιστικών εκδηλώσεων και της τέχνης.

  Με τον Νίκο το 1971 γράψαμε ένα κοινό κείμενο με πολιτικές απόψεις που μοιράστηκε και διαβάστηκε απ’ όλη την ομάδα με ποικίλες αντιδράσεις από τους συγκρατουμένους στην ομάδα της Ανανεωτικής Αριστεράς. Περιλαμβάνει κριτικές απόψεις και για την εποχή που γράφτηκαν ήταν- ή έτσι θεωρούσαμε- αρκετά προχωρημένες. Σήμερα 40 χρόνια μετά τα δεδομένα για τον Νίκο και για μένα άλλαξαν σημαντικά. Όπως και για τους περισσότερους. Πάντα όμως έχει τη σημασία του σαν ιστορικό ντοκουμέντο και το φύλαξα μέσα στην συλλεκτική τάση που από παλιά με διακατέχει. Μόνο για ιστορικούς λόγους το προσαρτώ τώρα, ως παράρτημα, στο τέλος αυτής της εργασίας.

 Δεύτερος ήταν ο γλυκός, με το χαμόγελο στα χείλη και την καλή καρδιά, Σωτήρης Αναστασιάδης. Ήταν τόσο καλή η καρδιά του που σύντομα τον πρόδωσε. Έφυγε νωρίς απ’ τη ζωή και μας λείπει τόσο. Ο Σωτήρης ήταν από τους ανθρώπους που πάντα ζήλευα, με την καλή έννοια του όρου, στην αντιμετώπιση που είχε στα προβλήματα της ζωής. Ο Σωτήρης ήταν η προσωποποίηση της αισιοδοξίας, της ανοχής στα ελαττώματα των φίλων του, της μόνιμης ετοιμότητας του να βοηθήσει τους πάντες και τα πάντα. Δε θα ξεχάσω τη στάση του απέναντι στις αναποδιές της ζωής. Θα πω το κοινότυπο ότι γι αυτόν το ποτήρι ήταν πάντα μισογεμάτο. Αν στα δέκα πράγματα που του συνέβαιναν τα εννέα ήταν μαύρα και το ένα κάπως φωτεινό, αυτός αρπαζόταν απ’ το τελευταίο και με αισιοδοξία συνέχιζε, με το χαμόγελο, τη ζωή. Ο προσωπικός μου χαρακτήρας είναι το ακριβώς αντίθετο. Αν στα δέκα πράγματα που μ’ απασχολούν τα εννέα βαίνουν καλώς και το ένα εμφανίζει δυσκολίες εγώ χώνομαι μέχρι το λαιμό στην απαισιοδοξία του τελευταίου για να ζω το άγχος του. Η γυναίκα μου, σήμερα που με γνωρίζει πια σαν κάλπικη δεκάρα, λέει

 « Εσύ παιδί μου αν δεν έχεις πραγματικό λόγο να έχεις άγχος, θα εφεύρισκες κάποιον»

 Κι ο Σωτήρης άφησε πίσω του έργο. Πέρα από τα ευαίσθητα ντοκιμαντέρ που γύρισε και που ήταν η κύρια εργασία του ως σκηνοθέτης της τηλεόρασης και τα οποία μεταδόθηκαν απ’ την τηλεόραση, εγώ πιστεύω, ότι το κύριο κατάλοιπο, που άφησε πίσω του είναι το σπίτι που έχτισε σχεδόν με προσωπική εργασία πάνω σ’ έναν αφιλόξενο λόφο έξω απ’ τη Βλαχιά στο ανατολικό μέρος της Εύβοιας. Πάνω σ’ αυτό το σπίτι έγιναν όμορφα γλέντια της μεγάλης και διευρυμένης παρέας του. Ο Σωτήρης είχε το ταλέντο να πλησιάζει τους ανθρώπους και να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Ήταν από τη σπάνια και σχεδόν εκλιπούσα κατηγορία τ ων ανθρώπων που αλτρουιστικά ξέρουν να δίνουν χωρίς να απαιτούν ποτέ την ανταμοιβή αυτής της προσφοράς.

   Ο πολιτικός του προβληματισμός είχε μια προσωπική εσωτερική ιδιαιτερότητα. Για να εισχωρούσες στην λογική του χρειαζόταν μια προσεκτική προσέγγιση. Πάντοτε οι προβληματισμοί του είχαν αφετηρία και τέλος το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πορεία του τόπου μας και του λαού που κατοικεί σ’ αυτόν, απέπνεαν την αγάπη στον άνθρωπο, την άδολη διάθεση προσφοράς χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί κανένα στοιχείο προσωπικής φιλοδοξίας και απαίτηση της οποιασδήποτε ανταμοιβής.

 Κάποιο βράδυ στα επόμενα χρόνια, ένα από τα πολλά που συγκεντρωνόμαστε στο σπίτι του Άρη Αλεξάκη, για συζήτηση, αναμνήσεις και φαγητό, έφερε τα ευαίσθητα ποιήματα που κατά καιρούς είχε γράψει και μας τα διάβασε σε ιδιωτική πρώτη ανάγνωση. Πού να βρίσκονται άραγε τώρα;

 Τρίτος ήταν ο ήρεμος κι αθόρυβος Νίκος Αρμάος, σημαντικός σήμερα σκηνοθέτης του θεάτρου με πρωτοποριακά κι επιτυχημένα ανεβάσματα έργων. Άνθρωπος χαμηλών, σε πρώτη ανάγνωση, τόνων, αλλά στην πράξη ουσιαστικός και καίριος. Τα χέρια του έπιαναν σ’ όλες τις αναγκαίες χειρονακτικές εργασίες και το χαρακτηριστικό αυτό, νομίζω ότι του φάνηκε χρήσιμο στη σκηνοθετική του καριέρα. Άλλωστε όλη η οικογένεια του, όπως ο ίδιος απαρτιζόταν από καλλιτέχνες που παρήγαγαν και χειροτεχνικά καλλιτεχνήματα.

 Για όσο διάστημα ήταν στη φυλακή μέλος της παρέας ήταν κι ο Γιάννης Σταματάκης, μάστορας επιπλοποιός, ειδικευμένος στα σκαλιστά έπιπλα, ικανός κι εύστροφος άνθρωπος, ετοιμόλογος και καίριος, μπορούσε να λύνει κάθε πρακτικό πρόβλημα που παρουσιαζόταν

 Μέλος μόνιμο της στενής αυτής παρέας ήταν ο Γιάννης Καούνης, πετυχημένος σήμερα δικηγόρος της Αθήνας. Δυο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που επιθυμώ εδώ να σημειώσω, αλλά όχι και τα μόνα: Πρώτον το απύθμενο απόθεμα υπομονής, εγκαρτέρησης και αφομοίωσης των αναποδιών και δυσκολιών που έτυχαν στη ζωή του. Και του ήρθαν αρκετές τέτοιες. Όλες προσπάθησε και μάλλον το κατόρθωσε με πείσμα να τις ξεπεράσει.

  Δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η ευρύτητα των ενδιαφερόντων και των απασχολήσεων σε ποικίλους τομείς της πολιτικής, της ιστορίας και του πολιτισμού. Χαλκέντερος, αεικίνητος, ενημερωμένος επί ευρέως φάσματος θεμάτων, διαβασμένος και ψαγμένος όσο λίγοι, είναι ο μόνος από την παρέα που δε σταμάτησε καθόλου την οργανωτική του σχέση με το κόμμα της Ανανεωτικής Αριστεράς. Πάντα βέβαια με κριτική στάση απέναντι στις θέσεις του, αλλά και πάντα βοηθώντας με προσωπική προσφορά στις αναγκαίες εργασίες, που ένας κομματικός μηχανισμός χρειάζεται και απαιτεί από τα μέλη του. Ανιδιοτελής, από τη θέση της βάσης, με μια ευθύτητα και ειλικρίνεια, που για κάποιους κακοπροαίρετους κι «έξυπνους» που κυκλοφορούν γύρω μας μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και ως ελάττωμα.

     Εξέχον και μόνιμο μέλος αυτής της ομάδας ήταν ο Λακεδαιμόνιος Άρης Αλεξάκης. Άνθρωπος με καθαρές αρχές, αυστηρός καταρχήν με τον εαυτό του, αλλά έχοντας -δυστυχώς -και τις ίδιες απαιτήσεις απ’ όλους τους άλλους. Θέση σωστή εκ πρώτης όψεως, μη ρεαλιστική όμως εκ των πραγμάτων, αφού οι περισσότεροι  άνθρωποι  έχουν ελαττώματα κι αδυναμίες και θέλουν λογικά περιθώρια ανεκτικότητας και κατανόησης. Κάποιες φορές, άνθρωπέ μου, θέλεις λίγο ν’ αφεθείς, χωρίς κανόνες κι έγνοιες, ιδιαίτερα για εκείνον που διαβιεί έναν Γολγοθά. Σπούδαζε μεταλλειολόγος στο ΕΜΠ και στα χρόνια του εγκλεισμού η κυρίαρχη σκέψη κι αγωνία του ήταν να προλάβει να ολοκληρώσει τις σπουδές του που η δικτατορία τις σταμάτησε βίαια σε ενδιάμεση φάση. Είχε κι άλλα ιδιαίτερα δικά του χαρακτηριστικά.

  Πρώτον η τάξη, η καθαριότητα και το καθήκον, όπως βέβαια αυτός το εννοούσε. Εκεί, στις συνθήκες της φυλακής, το κελί του έλαμπε από καθαριότητα μακράν σε περιποίηση, τάξη και ποιότητα πραγμάτων απ’ όλα τ’ άλλα. Άνθρωπος έξυπνος, με διεισδυτική και κριτική σκέψη και παρατηρητικότητα, είχε την ικανότητα, ρωτώντας τον καθένα διακριτικά και χωρίς να τον φέρνει σε αμηχανία, να εκμαιεύει κάθε πληροφορία, που ήθελε. Ψύχραιμος, δεν άφησε τον εαυτό του να γίνει σε καμιά περίπτωση υπόδουλος οποιουδήποτε φανατισμού, αλλά και ιδεολογικού ρεύματος. Κράτησε με συνέπεια την ανεξαρτησία του από την αρχή ως το τέλος.

 Τελευταίος και καταϊδρωμένος η αφεντομουτσουνάρα μου. Χωρίς αξιοσημείωτα ειδικά χαρακτηριστικά. Απλώς, υπομονετικός με προσαρμοστική ικανότητα στο εκάστοτε περιβάλλον. Τάχα ψύχραιμος, αλλά στην πραγματικότητα, εντός του, έρμαιο εντυπώσεων, αμφιβολιών και φόβων για το μέλλον. Συναισθηματικός περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει και χρειάζεται, πράγμα βεβαίως που καταντάει αυτό το χαρακτηριστικό αδυναμία και ελάττωμα.

 Τρώγαμε όλοι μαζί μεσημέρι-βράδυ με τη συμφωνία ανά εβδομάδα να εναλλάσσουμε με διαδοχική σειρά το κελί που θα γινόταν η κοινή σίτιση, έτσι ώστε κάποια αναγκαία συμπράγκαλα να μη μεταφέρονται από κελί σε κελί κάθε μέρα. Ήταν ωραία και βολική τακτοποίηση, εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια. Όταν ερχόταν η εβδομάδα που σειρά είχε ο Άρης έπρεπε να προσέχουμε όλως ιδιαιτέρως μη λερώσουμε στο κελί του τίποτα. Δε φοβόμαστε τις φωνές και τις διαμαρτυρίες. Ο Άρης ήταν φειδωλός στις θορυβώδεις αντιδράσεις. Εκείνο που δεν άντεχες ήταν το σιωπηλό αποδοκιμαστικό βλέμμα που σου έριχνε. Αυτό το βλέμμα μπορείς να το παρομοιώσεις μόνο με ριπή πολυβόλου σε πραγματικά πυρά.

 Τέλος πάντων, μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Αυτές οι ώρες της κοινής συνύπαρξης φίλων, απομονωμένων από τους υπόλοιπους, ήταν ευκαιρία για ελεύθερη συζήτηση και κουτσομπολιό για όλα, που υπέπιπταν στην αντίληψη μας. Και στις συνθήκες της απομόνωσης το κουτσομπολιό ήταν μια διέξοδος. Χωρίς όμως κακίες και έξωθεν διαδόσεις. Μου μένουν πολύ όμορφες κι ευχάριστες αναμνήσεις απ’ αυτές τις στιγμές.

 Το φαγητό ήταν άφθονο, γιατί πέρα από το καθημερινό συσσίτιο της φυλακής υπήρχαν καλούδια που έφερναν απ’ έξω οι συγγενείς μας. Πολλής κόσμος, με πραγματική διάθεση προσφοράς έστελνε καλά μαγειρευμένο φαγητό μέσω συγγενών. Ανάμεσα σε διάφορους αναφέρω- μόνο ενδεικτικά: Την γλυκιά και αεικίνητη, πανταχού παρούσα,  Αμαλία Φλέμιγκ  και την εξαίσια τραγωδό μας, την αθόρυβη αλλά ουσιαστική,  Άννα Συνοδινού. Στη φυλακή χόρτασε τ’ άντερό μου μετά τα στερημένα λίγο ή πολύ προηγούμενα χρόνια.

 Το κυνηγητό του στρατιωτικού καθεστώτος δε σταμάτησε στον εγκλεισμό μας στη φυλακή με πολύχρονες φυλακίσεις. Συνεχίστηκε με επιμονή με όλες τις παράπλευρες συνέπειες. Μία απ’ αυτές ήταν η πεισματική επιμονή της Ασφάλειας να διαγραφούμε από τα Πανεπιστήμια και τα Πολυτεχνεία. Πολλοί από τους έγκλειστους  ήταν νέοι φοιτητές που η σύλληψή τους είχε διακόψει τις σπουδές τους στη μέση και η φυλάκιση δεν τους επέτρεπε να συνεχίσουν. Όχι! Σύμφωνα με το αυταρχικό καθεστώς έπρεπε να εξωπεταχθούν από τον ακαδημαϊκό χώρο δια παντός.

Αίτημα- απαίτηση της Αστυνομίας προς τις αντίστοιχες Πρυτανείες ζητούσε την οριστική απομάκρυνση μας από τους καταλόγους των φοιτητών της σχολής. Μέτρο σκληρό κι απάνθρωπο! Προσωπικά διαγράφτηκα από το Πανεπιστήμιο τουλάχιστον δυο φορές. Η πρώτη ακυρώθηκε μετά από ένσταση που υπέβαλλε ο τότε δικηγόρος μου, ο πρόωρα χαμένος Τάκης Παππάς, φίλος καλός των κοινών φοιτητικών μας χρόνων. Η ένσταση εδραζόταν στο ατράνταχτο επιχείρημα ότι η διαγραφή έγινε χωρίς να δοθεί στον εγκαλούμενο το δικαίωμα της απολογίας. Στην επόμενη συνεδρίαση της Πρυτανείας η διαγραφή ακυρώθηκε. Η Ασφάλεια όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Επέμεινε και σε λίγο χρόνο έκανε νέα αναφορά, οπότε κινήθηκε εξαρχής η διαδικασία της διαγραφής. Η έγγραφη απολογία που υπέβαλλα στην Πρυτανεία ήταν ένα καταγγελτικό κείμενο, που σαν βάση του είχε το κείμενο της απολογίας που είχε γράψει για τον εαυτό του ο αθόρυβος και σεμνός Στέργιος Αγγελίδης, συγκρατούμενος στη φυλακή, που αντιμετώπιζε ανάλογες καταστάσεις με την Πρυτανεία του Πολυτεχνείου.

 Την ημέρα της συνεδρίασης της Συγκλήτου η Ασφάλεια φρόντισε με τη γνωστή κλούβα να μεταφερθούμε στο κεντρικό κτίριο της Πανεπιστημίου. Μαζί μου ήταν ο κολλητός μου όλα αυτά τα χρόνια, κουμπάρος κι αδελφός, Νίκος Κιάος, φοιτητής  της ίδιας σχολής με μένα, υποψήφιος κι αυτός για διαγραφή. Ευτυχώς αργότερα σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και γλύτωσε από τη Φυσική. Δεμένοι με χειροπέδες μας έμπασαν στην αίθουσα τελετών όπου μας φύλαγαν αστυνομικοί. Χειρότερα από τους πιο επικίνδυνους δολοφόνους.

 Πρύτανης εκείνη τη χρονιά ήταν ο καθηγητής της σχολής μας Καίσαρας Αλεξόπουλος, τα βιβλία του οποίου αυτή την περίοδο διάβαζα στη φυλακή, έμπλεος αισιοδοξίας ότι θα δώσω σύντομα στο πτυχίο το βασικό μάθημα της Γενικής Φυσικής. Με τον καθηγητή αυτόν είχα στο παρελθόν μια ακόμα προσωπική συνάντηση, όταν παρουσιάστηκα ενώπιον του, ως εκπρόσωπος του έτους, με αίτημα τη… μετάθεση για αργότερα της ημέρας κάποιας γραπτής δοκιμασίας. Νεαρός τότε, φανατικός, επαρχιώτης, άκριτος κι αδαής των πραγμάτων είδα πάνω στο γραφείο του μια φωτογραφία: Ο καθηγητής με πλήρη εξάρτηση του σκι να βρίσκεται χαμογελαστός σε μια ελβετική πίστα πάνω στις Άλπεις. Μες την αφέλειά μου έβγαλα αμέσως το συμπέρασμα

 «Ε! Τι περιμένεις; Τυπικός εκπρόσωπος της κυρίαρχης τάξης!»

 Η ζωή μου έδειξε στην πορεία πόσο βιαστικός και αφελής ήμουν. Ο Καίσαρ Αλεξόπουλος ήταν πάντα ένας τζέντλεμαν, αλλά εγώ δε γνώριζα ακόμα την ιδιότητα  αυτή. Στο πεζό μου αίτημα για αναβολή μου απάντησε μ’ έναν υποτιμητικό τόνο

 «Αφού δεν ντρέπεστε, το αίτημα σας γίνεται δεκτό!»

 Έφυγα σα βρεγμένη γάτα αλλά στους συμφοιτητές μου εμφανίστηκα ως νικητής και  τροπαιοφόρος αφού πέτυχα το στόχο.

 Σήμερα ήταν η δεύτερη φορά που συναντιόνταν οι δρόμοι μας. Μπήκε με ορμή μέσα στην αίθουσα τελετών και μόλις είδε το θέαμα έβαλε τις φωνές

 « Είναι απαράδεκτο! Μέσα στον ιερό αυτό χώρο με χειροπέδες! Απαράδεκτο! Να ελευθερωθούν αμέσως και να γυρίσουν πίσω»

 Τυπικός, ψυχρός χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια για πλησίασμα και παρεξηγήσεις είπε στον δικηγόρο μου

 « Εμείς θα τους διαγράψουμε. Δε γίνεται αλλιώς. Εσείς θα υποβάλλετε ένσταση την άλλη μέρα»

 Έτσι κι έγινε. Με τέτοιες νομικές διαδικασίες και διατυπώσεις η διαγραφή τυπικώς δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο «δεξιός» και «συντηρητικός» καθηγητής στάθηκε στο ύψος του σε αντίθεση με πολλούς άλλους, που τα προηγούμενα χρόνια πουλούσαν προοδευτική εικόνα, αλλά την κρίσιμη στιγμή δε στάθηκαν άξιοι των προσδοκιών του λαού και των φοιτητών τους.

 Σ’ αυτή τη φάση θέλω να πω ότι στα χρόνια του εγκλεισμού υπήρχε άφθονος χρόνος για διάβασμα και επιμόρφωση, σε όσους είχαν τέτοια θέληση. Προσωπικά έκανα προσεκτικά και εντατικά μαθήματα σε υποχρεώσεις που είχα στο πτυχίο. Δάσκαλός μου στα Μαθηματικά ήταν ο Γιάννης Στρατής. Όταν έδωσα εξετάσεις στις Διαφορικές Εξισώσεις μετά τη μεταπολίτευση στον καθηγητή της έδρας Γεωργίου πήρα το άριστα δέκα. Βέβαια ήταν φιλικά προσκείμενος, αλλά συγχρόνως με μένα έδιναν το μάθημα άλλες δυο ανάλογες περιπτώσεις που βαθμολογήθηκαν με 6 και 7 αντίστοιχα. Όμως να μην δημιουργήσω λαθεμένες εντυπώσεις για τα μαθήματα και τις ευρέως διαδεδομένες απόψεις ότι μέσα στη φυλακή λειτούργησαν τα «πέτρινα Πανεπιστήμια». Μακάρι να ήταν αλήθεια! Μόνο ατομικές πρωτοβουλίες και η προσωπική προδιάθεση έδωσαν κάποιους καρπούς.

 Στη φυλακή Κορυδαλλού από μια στιγμή και πέρα μας έφεραν μια κοινόχρηστη τηλεόραση. Αυτή λειτουργούσε για λίγες ώρες προς το δειλινό μέχρι να μας κλείσουν στα κελιά. Μην ξεχνάμε ότι τότε όταν λέμε τηλεόραση αναφερόμαστε στα δυο ελεγχόμενα κρατικά κανάλια ΕΡΤ και το στρατιωτικό ΥΕΝΕΔ. Τις ώρες που η τηλεόραση ήταν ανοιχτή προλαβαίναμε κάποιες παιδικές εκπομπές, τα πρώτα ελληνικά σίριαλ, μερικές αμερικάνικες σαπουνόπερες και τα δελτία ειδήσεων. Το φιλοθεάμον κοινό ζωντάνευε με τις αναμεταδόσεις αθλητικών εκδηλώσεων. Η τηλεόραση στηνόταν στο ισόγειο της πτέρυγας Α και μπροστά της αρκετές καρέκλες, που κάθε φορά μαζεύονταν σ’ ένα άδειο κελί λίγο πριν μας κλείσουν στα κελιά.

 Θυμάμαι την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων του 1972. Φανατικός του στίβου, με τετράδια που κατέγραφα τα διάφορα ρεκόρ, εκείνες τις μέρες κόλλησα σε κοντινούς τοίχους στο διάδρομο του ισογείου καταλόγους με τα πανελλήνια, τα βαλκανικά τα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια ρεκόρ. Έτσι υπήρχε η αναγκαία ατμόσφαιρα για να προσελκύσει το ενδιαφέρον για το μοναδικό πράγματι γεγονός.

 Κάποια στιγμή προς το τέλος του 1972 επέτρεψαν την είσοδο στη φυλακή ενός καινούριου πικάπ και σε λίγο άρχισαν να έρχονται δίσκοι από τους δικούς μας. Σ’ ένα άδειο κελί ορόφου μπήκε το τραπέζι κι οι διαθέσιμες καρέκλες. Το κελί έγινε ο χώρος όπου ακούγαμε τη μουσική. Ένας τακτικός θαμώνας κι ακροατής της μουσικής ήταν ο γλυκός και γνωστός ηθοποιός Γιώργος Κοτανίδης. Τότε πρωτακούσαμε τα τραγούδια του «Μεγάλου Ερωτικού», που κυκλοφόρησε ο Μάνος Χατζηδάκης και τα τραγούδια του «Άγιου Φεβρουάριου» του Δήμου Μούτση.

 Στις φυλακές Κορυδαλλού οι κρατούμενοι της ομάδας συμβίωσης που ανήκαν στο «γραφείο εσωτερικού» ή με τη σημερινή σηματοδότηση στην πλευρά της Ανανεωτικής Αριστεράς, κατά τακτά διαστήματα εξέδιδαν ένα πολιτικό περιοδικό με τον τίτλο: «Τα τετράδια της Φυλακής». Τα χαρακτηριστικά του στοιχεία ήταν: Πολυσέλιδο, χειρόγραφο και με επεξεργασία έβγαινε με μηχανικό τρόπο σε δυο-τρία αντίτυπα. Γραφείς στο πρωτότυπο ήταν διάφοροι. Θέλω να αναφέρω ιδιαίτερα τον Θόδωρα Καλατζή, ένα νέο και συμπαθητικό παιδί απ’ το Περιστέρι, μάστορας κι αυτός στα σκαλιστά έπιπλα και καρέκλες. Τον αναφέρω ιδιαιτέρως γιατί τα γράμματά του ήταν σαν τυπογραφικό κείμενο.

  Υπήρξαν δυο περίοδοι της έκδοσης. Στην πρώτη εργάστηκαν κι αρθρογράφησαν πολλοί, αλλά την επιλογή των κειμένων, την επιμέλεια της έκδοσης και τη λύση των πρακτικών θεμάτων, απ’ ότι θυμάμαι, για ένα διάστημα την είχε ο αργότερα οικονομικός συντάκτης Κυριάκος Λειβαδίτης. Ήταν περιοδικό ποικίλης ύλης με πολιτικό κυρίως προσανατολισμό, με επίκαιρα πολιτικά άρθρα, με άρθρα φιλοσοφικού περιεχομένου, με οικονομικές μελέτες και τον απαραίτητο μαρξισμό. Στην περίοδο αυτή της έκδοσης έγραψα κι εγώ ένα εκτενές κείμενο που μου ζητήθηκε με τον τίτλο: «Από τον άβακα στο σύγχρονο ηλεκτρονικό υπολογιστή»

 Στη δεύτερη περίοδο έτυχε να είμαι εγώ επιμελητής της έκδοσης. Στην περίοδο αυτή υπήρξαν αλλαγές. Το σχήμα του περιοδικού έγινε μικρότερο, θα έλεγα 8ον ενώ προηγουμένως ήταν 4ον. Άλλαξε κι ο αρχικός προσανατολισμός. Πήρε ένα χρώμα φιλολογικού περιοδικού με σχετικά άρθρα, δημοσίευση ποιημάτων γραμμένα από κρατούμενους. Κριτική των ταινιών που μας πρόσφερε η διεύθυνση της Φυλακής μια φορά την εβδομάδα στον πρόχειρο κινηματόγραφο που στηνόταν σ’ ένα διάδρομο της Φυλακής απ όπου πήρε και τ’ όνομά του: «Σινέ διάδρομος». Οι ταινίες προσφέρονταν απ’ το Στρατό, κυρίως Ελληνικές, αλλά και μερικές ξένες. Θυμάμαι μια ταινία του σκηνοθέτη Φρις Λαγκ με πρωταγωνίστρια την Μέριλιν Μονρόε, η κριτική της οποίας είναι καταγραμμένη σε κάποιο τεύχος του περιοδικού. Ένοχος της αφελούς αυτής κριτικής είμαι εγώ.

 Στη δεύτερη αυτή περίοδο της έκδοσης υλοποιήθηκε και η ιδέα του αφιερώματος ενός τεύχους στο μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Είχε προηγηθεί ένα φιλολογικό απόγευμα για τον ποιητή με μια εισήγηση για το έργο του, ανάγνωση επιλεγμένων ποιημάτων και τραγούδια μελοποιημένα από το Μίκη Θεοδωράκη και με πυκνό ακροατήριο. Εδώ πρέπει να τονίσω την ιδιαίτερη συμβολή στην ιδέα για το αφιέρωμα του Νίκου Γιανναδάκη, αλλά και άλλων, όπως του Γιάννη Καούνη και του Αποστόλη Προγκίδη. Εκείνο το στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι η ιδέα να γράψουν όποιοι θέλουν δυο λόγια για τον ποιητή και η ανταπόκριση που βρήκε αυτή η ιδέα ήταν αρκετά ελπιδοφόρα. Το τεύχος αυτό στάλθηκε, ως προσφορά, στον ποιητή κι αργότερα ανατυπώθηκε και μοιράστηκε σε μια κυριακάτική έκδοση της «Αυγής».

 Στην ατμόσφαιρα της απομόνωσης, που από τη φύση της έχει η φυλακή πολλοί από τους κρατούμενους έκαναν απόπειρες ποιητικής δημιουργίας. Προσωπικά γνωρίζω δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις, αλλά μάλλον είναι πολλοί περισσότεροι.. Όμορφα κομμάτια έχω διαβάσει σε ποιήματα του δικηγόρου Γιάννη Καούνη, του γιατρού Νίκου Μανιού, του πρόωρα χαμένου, αλλά τόσο ευαίσθητου Αλέκου Αλεπίδη, που μάλιστα πρόλαβε  και εξέδωσε μια συλλογή από πονήματα των ημερών της Φυλακής, ο συμπατριώτης μου Δημήτρης Μαστροδήμος που επίσης ήδη δημοσίευσε ενδιαφέροντα κομμάτια, ο πολυγράφος και χαλκέντερος Περικλής Ροδάκης, ο Μυτιληνιός Λευτέρης Κανέλλης, ο, ο Σωτήρης Αναστασιάδης κι άλλοι που δεν έχουν ακόμα τολμήσει να τα παρουσιάσουν. Κάποια στιγμή είχα κάνει την πρόταση να γίνει μια ομαδική έκδοση με ποιήματα που γράφτηκαν στη Φυλακή, αλλά η ιδέα δεν προχώρησε. Κακώς. Να ομολογήσω κι εγώ κάτι. Έχω κι εγώ μερικά.

 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το συμβάν στην επέτειο της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, ίσως το 1972. Η στενή παρέα που είχαμε στη φυλακή αποφάσισε να κάνει κάτι για τη θλιβερή αυτή επέτειο. Έτσι ο καθένας από μας ετοίμασε κάτι, που να θυμίζει αυτόν τον εκβιασμό και «στολίσαμε» δεόντως το κελί, ίσως του Γιάννη Σταματάκη. Προσωπικά έκανα πατικούρα ένα ομοίωμα τανκ που βρήκα σ’ ένα βιβλίο και σε επάλληλες ελλείψεις γύρω από αυτό έγραψα αποδοκιμαστικά σχόλια έως χοντρά ειρωνικά. Δεν ενθυμούμαι τι κάνανε οι άλλοι. Εκείνο που μου έχει απομείνει είναι μια μη διατυπωμένη σαφώς αποδοκιμασία από πολλούς του στιλ:   «Φτάνει πια αυτό! Ας το ξεχάσουμε, επιτέλους!»

  Δεν λέω για τους ορθόδοξους του ΚΚΕ που έτσι κι αλλιώς το καταδίκασαν κάθετα. Μιλάω για το ανανεωτικό κομμάτι των φυλακισμένων, που όπως είπα και προηγουμένως ήταν η μεγάλη πλειοψηφία στη φυλακή. Ε! λοιπόν. Στο κελί αυτό μέσα στο διήμερο που κράτησε η εκδήλωση, λόγω περιέργειας παρέλασε όλη η φυλακή, ακόμα κι άνθρωποι που προηγουμένως δε το είχαν πλησιάσει ποτέ.

    Μια μέρα, μάλλον στο τέλος του 1972 στη φυλακή κατέφτασε ένας μεσήλικας με χοντρά γυαλιά μυωπίας: Ο Βασίλης Φρουζές. Δεν είχα ποτέ προηγουμένως ακούσει τ’ όνομά του. Η έκπληξη ήταν ότι μόλις πάτησε το πόδι του στη φυλακή ζήτησε εμένα! Σιγά-σιγά ξετυλίχθηκε το νήμα της απίθανης και συναρπαστικής περιπέτειας που ο Βασίλης είχε ζήσει από το 1945 έως το 1972. Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια! Το 1945 στήθηκε σε βάρος του με τους γνωστούς τρόπους μια κατηγορία, που συνεπαγόταν τη βέβαιη εκτέλεσή του. Ευτυχώς λίγο πριν συλληφθεί διέφυγε εντέχνως την αιχμαλωσία και διαδόθηκε ευρέως ότι ανέβηκε ξανά στο βουνό. Ο ίδιος, στην πραγματικότητα, κρύφτηκε σε σπίτι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Νέας Ιωνίας Βόλου, και μάλιστα στη γειτονιά μου. Το τελικό κρησφύγετο του ήταν το πατάρι του πατρικού του σπιτιού. Εκεί με ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή η μάνα κι ο πατέρας του τον έκρυψαν όλα τα χρόνια.

     Μάλιστα η μάνα, μέσα στα άλλα και θρησκευόμενη, έκανε για το μοναχογιό της επανειλημμένα μνημόσυνα με τον παπά και όλα τα απαραίτητα. Να πειστεί η γειτονιά και κατά συνέπεια οι διώκτες του ότι έφυγε οριστικά από τη ζωή. Τα τόσα χρόνια απομόνωσης μέσα στο στενό χώρο του παταριού, αλλά και του δωματίου που κατέβαινε αργότερα την νύχτα, όταν είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα μέσα στις πολλές άλλες συνέπειες είχαν επηρεάσει δραματικά την όρασή του. Η μυωπία του ήταν πολύ προχωρημένη και χωρίς τα χοντρά γυαλιά της εποχής δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη του. Αργότερα έμαθα ότι κάποιοι, μετρημένοι στα δάκτυλα, ήξεραν το μυστικό. Ένας από αυτούς ήταν κι ο αδελφός μου ο Γιάννης που παλαιότερα ασκούσε το επάγγελμα του κουρέα κι ο πατέρας του που είχε μανάβικο κοντά στο κουρείο του αδελφού μου, κάποια στιγμή ζήτησε από τον αδελφό μου να πάει να τον κουρέψει και να τον περιποιηθεί λίγο. Σημαντική στιγμή στη διάρκεια της απομόνωσης ήταν όταν ο πατέρας του προχωρημένης πια ηλικίας πέθανε ένα πρωινό μετά από σύντομη αρρώστια. Η μάνα δεν ειδοποίησε κανέναν. Περίμενε να βραδιάσει για να μπορέσει να φύγει με ασφάλεια ο γιος της να κρυφτεί κάπου αλλού και μόνο τότε ειδοποίησε τις γειτόνισσες και τον παπά για την ταφή.

   Το 1972 το ορθόδοξο ΚΚΕ έστειλε στην Ελλάδα δυο στελέχη ακόμα για να αντικαταστήσουν τους προηγούμενους που είχαν συλληφθεί. Όπως ήδη έχω ξαναγράψει πριν κάποια στιγμή είναι απαραίτητο να διερευνηθούν οι λόγοι που ο μηχανισμός εισόδου ήταν διάτρητος κι η Ασφάλεια ήταν πάντα πλήρως ενημερωμένη για τις κινήσεις του μηχανισμού. Έτσι σε λίγο έγινε κι αυτών η σύλληψή. Όταν πήγαν για τα δικαστήρια αναβίωσε ένα παλαιό ένταλμα που υπήρχε εναντίον τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι η παλαιά κατηγορία έχει ήδη παραγραφεί. Καταδικάστηκαν μόνο για τις νέες κατηγορίες.

 Ο Βασίλης διάβασε στην εφημερίδα την είδηση. Τα δυο στελέχη ήταν συγκατηγορούμενοι του στην ίδια δικογραφία. Η είδηση της παραγραφής τον απελευθέρωσε από τα δεσμά που τον βασάνιζαν τόσα χρόνια. Παρουσιάστηκε στην Αστυνομία και είπε την περίπτωσή του. Μη έχοντας την εικόνα της υπόθεσης ο γραφειοκρατικός μηχανισμός τον έστειλε στην πρωτεύουσα όπου έγινε η δίκη των συγκατηγορουμένων του. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση τον έστειλαν στις φυλακές Κορυδαλλού.

 Όταν μπήκε στη φυλακή η πρώτη του κουβέντα ήταν

 «Θέλω να δω τον Λευτέρη!»

 Από τον αδελφό μου ήξερε που βρίσκομαι και αυτή ήταν η πρώτη του επιθυμία. Ήταν ένας άνθρωπος που ήρθε από το παρελθόν με σταματημένο τον ενδιάμεσο χρόνο. Όλα του φαίνονταν παράξενα, όλα του ήταν πρωτόφαντα. Τον βάλαμε στην παρέα, κυρίως για να τον προστατεύσουμε από απότομες συμπεριφορές. Για να τον εντάξουμε ομαλά στη ζωή της φυλακής. Τα παράξενα ήταν πολλά. Ενώ οι συγκατηγορούμενοι του ήταν οπωσδήποτε ταγμένοι με το ορθόδοξο ΚΚΕ αυτός ήταν πλήρως ενημερωμένος για τη διάσπαση και ακολουθούσε ενσυνείδητα την Ανανεωτική Αριστερά. Ό,τι έκανε ή έτρωγε ήταν πρώτη φορά ή το είχε κάνει πριν δεκαετίες

 «Γαρίδες έχω να δοκιμάσω από το 1938»

 Χαρακτηριστική ήταν η συμπεριφορά του με το ψωμί που μας μοίραζε η φυλακή. Το φαγητό που είχαμε ήταν αρκετό και σχετικά πλούσιο. Ο Βασίλης μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Επειδή οι φρατζόλες περίσσευαν τις συσσώρευε σ’ ένα μέρος κι όταν έγιναν πέντε μ’ έξη δεν κρατήθηκα πια και του τ’ είπα

 «Βασίλη θα μας δώσουν αύριο άλλη φρατζόλα. Πέταξε τες αυτές»

 Η αντίδρασή του μου θύμισε τη θρησκευόμενη γιαγιά μου που θεωρούσε αμαρτία να πέσουν έστω και δυο ψίχουλα κάτω.

 «Να πετάξω το ψωμί! Δεν είναι κρίμα;»

Κάπως έτσι, με τον αρχικό φόβο του εμπρός από την τηλεόραση και τη μόνιμη απορία «τι λέει η ηγεσία γι αυτό;» έφτασε η μέρα που αποφυλακίστηκε. Γι αυτόν οι εμπειρίες των ολίγων ημερών στη φυλακή ήταν μια συμπυκνωμένη όμορφη εμπειρία που τον συντρόφευσε τα επόμενα χρόνια, όπως πάντα μου το έλεγε όταν συναντιόμασταν ελεύθεροι τα επόμενα χρόνια στο Βόλο. Δεν πέρασαν πολλές μέρες από την απελευθέρωση του κι η Ντόρα απάντησε στο τηλεφώνημά του

 «Θέλω να στείλω κάτι στα παιδιά»

Βρισκόταν στην Αθήνα κι αναγκαστικά κλείστηκε μια συνάντηση μαζί του. Είχε φέρει από το Βόλο όχι ένα καφάσι αλλά ένα κοφίνι με φρούτα. Συνέχιζε την παράδοση του πατέρα του. Το ερώτημα ήταν πώς το έφερε και πως θα μεταφερόταν στις φυλακές. Η Ντόρα σεβάστηκε την επιθυμία του και με χίλιους κόπους μετέφερε στον Κορυδαλλό το πεσκέσι του Βασίλη.

 Θα μπορούσα να συνεχίσω με άλλα περιστατικά, αλλά δε θα πρόσθεταν κάτι το επιπλέον και ουσιαστικό. Κλείνοντας θέλω να εξάρω μια άλλη διάσταση στην περιγραφή που αναφέρεται στους ανώνυμους, στις «παράπλευρες συνέπειες» τέτοιων καταστάσεων. Μιλάμε για τις συνθήκες της κράτησης μας, μιλάμε για τα δικά μας βάσανα και ξεχνάμε αυτούς που έμειναν πίσω, κυρίως τις καημένες μάνες, τις συζύγους και τις κοπέλες των κρατουμένων. Σε πολλές περιπτώσεις ο Γολγοθάς, που αυτές ανέβαιναν, ήταν πιο ανηφορικός και δύσβατος από το δικό μας. Ιδιαίτερα όταν υπήρχαν και παιδιά και οι ανάγκες δεν περίμεναν. Τα επισκεπτήρια ήταν μετρημένα και μόνο για τους στενούς συγγενείς. Έτσι η Ντόρα κατ’ αρχήν αποκλειόταν. Προσπάθησε να πάρει μια αναγνώριση και δυνατότητα επισκεπτηρίου από τον τότε υπουργό δικαιοσύνης Γ. Τσουκαλά, πλην ματαίως. «Δεν το πρόβλεπαν οι κείμενες διατάξεις». Το επισκεπτήριο γινόταν κάθε τόσο με έμμεσους τρόπους, με την παρέμβαση του δικού μας «δήμαρχου» Απολλωνάτου, με τη δωροδοκία κι όλα τα σχετικά. 

 Θέλω να ξέρετε ότι τα περιστατικά που αναφέρω είναι μια προσωπική «ανθολογία» από μια μεγαλύτερη αλυσίδα συμβάντων. Έτσι πάντα γίνεται. Η καταγραφή των γεγονότων επηρεάζεται από προσωπικά κριτήρια. Και δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά. Ας το δείτε με επιείκεια.

 

           Αύγουστος 2010