Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

 

 

Από τη Δεκαετία του 1960

   

 

Αθήνα 2020

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Εισιτήριες  εξετάσεις  1960

 

     Ήταν οι τελευταίες ημέρες στην ογδόη τάξη του 2ου Γυμνασίου Βόλου. Εκ των πραγμάτων, οι συνήθεις συζητήσεις γίνονταν για τα σχέδια του καθενός μετά την αποφοίτηση. Όλοι γύρω μου είχαν κάτι να πουν. Λίγοι, γιοι κυρίως επώνυμων οικογενειών της πόλης, με τη φροντίδα και των γονέων τους, είχαν διαλέξει πανεπιστήμια σε πόλεις του εξωτερικού. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στις δυο μεγάλες πόλεις - Αθήνα και Θεσσαλονίκη -  να κάνουν το καλοκαιρινό εντατικό πρόγραμμα των φροντιστηρίων, έχοντας προτιμήσεις σε σχολές. Ακόμα οι επαρχιακές πόλεις, με λίγες εξαιρέσεις, δεν είχαν αξιόπιστα φροντιστήρια να συγκρατήσουν, όπως γίνεται τώρα, τους μαθητές στη γενέθλια πόλη. Επιπροσθέτως οι εισαγωγικές εξετάσεις γίνονταν μόνο στις έδρες των σχολών, που υπήρχαν στις δυο αυτές πόλεις.

     Σε όλες αυτές τις συζητήσεις  ήμουν μόνο ακροατής. Μέχρι τότε δεν είχα σκεφθεί το πρόβλημα και οι πληροφορίες μου πάνω στο θέμα ήταν σχεδόν μηδενικές. Ήταν φυσικό να νιώσω μια πίκρα για τη μειονεκτική μου θέση. Ένα καταπιεσμένο αίσθημα ζήλιας με επισκέφτηκε και εγκαταστάθηκε  στο μυαλό μου. Στη συνέχεια μέσα μου γεννήθηκε ένα πείσμα που όλο μεγάλωνε κι αποκτούσε μπόι. Εγώ γιατί να μην έχω ένα αντίστοιχο όνειρο;  Γιατί να μη σχεδιάζω τα επόμενα βήματα της ζωής μου;

    Κάθισα να εξετάσω τα αντικειμενικά στοιχεία και ν’ αξιολογήσω τις δυνατότητές που υπήρχαν. Όλα τα χρόνια είχα καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι βαθμοί μου ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο των συμμαθητών του. Εκεί που υστερούσα ήταν οι απαιτούμενοι υλικοί όροι.  Εκεί έπρεπε να προσανατολίσω τη σκέψη μου και ν’ αρχίσω την προσπάθεια. Να ψάξω να βρω μια λύση. Από τους δικούς μου δεν περίμενα τίποτα περισσότερο από την ηθική στήριξη. Έπρεπε ο ίδιος να βρω μια άκρη. 

    Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή σ’ εκείνη την εποχή. Τότε για να δώσει ένα παιδί εξετάσεις έπρεπε να πληρώσει το δικαίωμα συμμετοχής, τα ονομαζόμενα εξέταστρα. Για ένα παιδί της επαρχίας υπήρχαν προφανώς επιπλέον δυσκολίες. Εισιτήρια να πάει στην Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, εξασφάλιση στέγης για ύπνο, διατροφή και τα μικροέξοδα της καθημερινής διαβίωσης. Αυτά έπρεπε ο ίδιος να τα εξασφαλίσω. Το πώς, έπρεπε μόνος μου να το βρω. 

    Η ιδέα άστραψε στο μυαλό μου. Ο άντρας της πρώτης μου ξαδέλφης Νότας, ο Σκοτεινιώτης, ήταν λογιστής στα ψυγεία ΕΨΑ της Αγριάς. Τον βρήκα αμέσως και του εξήγησα τι θέλω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, την άλλη κιόλας μέρα μου είπε:                                 - Είναι η εποχή που στα ψυγεία αποθηκεύονται τα αχλάδια κρυστάλλια του Πηλίου και χρειάζονται έκτακτους εργάτες. Η δουλειά είναι βαριά και πρέπει πρωί-πρωί να είσαι στην Αγριά. Έχεις τα κότσια για να τα βγάλεις πέρα; Θα σε προτείνω αν μου πεις ότι δε θα κιοτέψεις. Έχω ένα όνομα εκεί πέρα και δε θέλω να το διασύρω.

Του απάντησα χωρίς δισταγμό:                                                                                    

   -  Όχι! Όχι! Να με προτείνεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα!

    Σε λίγες μέρες με ειδοποίησαν να πάω. Ήδη τα σχολεία είχαν κλείσει και οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν φύγει για τους προορισμούς τους, εδώ και μέρες. Ξεκίνησα νύχτα και με το ποδήλατο έφτασα έγκαιρά  στον τόπο εργασίας, απόσταση από το σπίτι μου 10 χιλιόμετρα.

    Μια κουβέντα ήταν ότι η δουλειά θα ήταν εύκολη. Μετά μιας  μέρας δουλειάς  το σώμα μου ήταν πιασμένο και ο πόνος ήταν διάχυτος παντού και δυνατός. Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα χωρίς να πω πουθενά σε κανένα πόσο υποφέρω. Ευτυχώς σε μια εβδομάδα συνήθισα τους νέους όρους ζωής. Κι όχι μόνο. Δέχτηκα να κάνω και δυο ώρες υπερωρία. Οι όροι της αμοιβής ήταν οι εξής: Μεροκάματο 48 δραχμές και για την υπερωρία 8 δραχμές την ώρα. Στο τέλος είχα μαζέψει ένα ποσόν που  ξεπερνούσε τις 1000 δραχμές.  Με  την εθελοντική  μεσολάβηση τρίτου ατόμου, εξασφάλισα κι από τον τότε δήμαρχο της Ν. Ιωνίας Απ. Βολίδη επιπλέον 500 δραχμές. Ο οικονομικός παράγοντας έτσι λύθηκε κατ’ ευχή. Ενδιάμεσα έγραψα γράμμα στην πρώτη του ξαδέλφη Στέλλα Ηλιού, αν θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για το διάστημα που θα χρειαζόταν. Η γραπτή άμεση απάντησή της ήταν θετική. Τότε η Στέλλα καθόταν στην Καλλίπολη του Πειραιά. 

   Σε λίγους μήνες θα συμπλήρωνα τα 20 χρόνια μου και τα ταξίδια μου έξω από το Βόλο ήταν αφάνταστα φτωχά. Με τις σχολικές κατασκηνώσεις και αυτές του εργαζόμενου παιδιού είχε πάει στην Πορταριά, στον Άγιο Λαυρέντη, στα Λεχώνια και τη Σκόπελο. Με τη μάνα του στην Αιδηψό για να κάνει εκείνη τα λουτρά στις ιαματικές πηγές. Στο Ρυζόμυλο που παντρεύτηκε η αδελφή μου και με τη Χριστιανική Αγωγή, κατασκήνωση στη Πορταριά, στο Βελεστίνο, τη Λάρισα  και την Κοζάνη. Τώρα για πρώτη φορά θα έκανα μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό έγινε με το τρένο παρέα με τον φίλο και συμμαθητή από τη Νέα Ιωνία Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Αυτός θα έδινε για γιατρός, όπως κι έγινε, ενώ εγώ ξεκίνησα να γίνω μαθηματικός.

    Άπειροι και οι δυο, πρώτη φορά μακριά από την πόλη τους, έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα στην πλατεία Ομόνοιας, λες κι αυτή  ήταν ένα σημείο. Μετά από αρκετή περιπλάνηση ό ένας είδε τον άλλον κι έγινε η συνάντηση. Έπρεπε να προσεγγίσουν το Πανεπιστήμιο και να κάνουν τις αναγκαίες δηλώσεις συμμετοχής. Σαν τυφλοί,  δεν έβλεπαν καν μπροστά τους. Με ερωτήσεις και με κόπο, έχοντας μαζί τους τα αναγκαία δικαιολογητικά στο τέλος τα κατάφεραν. Εγώ δήλωσα δυο σχολές. Τότε ο τρόπος των εξετάσεων επέτρεπε κάτι τέτοιο. Σε κάθε σχολή οι εξετάσεις διαρκούσαν δυο μέρες. Τέσσερα μαθήματα, δυο καθημερινά, πρωί κι απόγευμα. Ο τρόπος αυτός είχε και την οικονομική διάστασή του, αφού κάθε συμμετοχή είχε και τα δικά της εξέταστρα κι άρα έσοδα για το πανεπιστήμιο και τις αμοιβές των καθηγητών και διορθωτών των γραπτών.

    ΟΙ πρώτες εξετάσεις ήταν στο Μαθηματικό της Αθήνας. Η πρώτη μέρα περιλάμβανε το πρωί Έκθεση και το απόγευμα Μαθηματικά. Η πρώτη μου εμπειρία ήταν η πιεστική έκκληση μιας κοπέλας που καθόταν πίσω του να της δείχνω την κόλλα μου. Ήταν μια ενόχληση που όμως δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ. Έκανα ότι μπορούσα. Η νεανική μου απερισκεψία ήταν το επόμενο βήμα. Στην Αθήνα γίνονταν τις ίδιες μέρες οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου που τότε είχαν την αίγλη τους. Κι εγώ, ο ανεύθυνος, αντί να πάω σπίτι να ξεκουραστώ από την ημερήσια ένταση πήγα ντουγρού στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στο ενδιάμεσο κενό των δυο εξετάσεων είχα ρωτήσει πώς θα πάω εκεί. Φανατικός φίλος του στίβου με τετράδια όπου καταγράφονταν τα διάφορα ρεκόρ δεν μπορούσα με τη νεανική μου αποκοτιά να χάσω αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Όμως είχα και την αγωνία της επιστροφής στην Καλλίπολη. Τότε δε γνώριζα τα πράσινα λεωφορεία που πήγαιναν από τη Φιλελλήνων ψηλά στον Άγιο Νείλο. Έπρεπε να κατέβω στην Ομόνοια και από το τέρμα του Ηλεκτρικού στον Πειραιά να πάρω το λεωφορείο για την Καλλίπολη. Ήξερα ότι το τελευταίο τρένο ήταν στις 12 το βράδυ.

      Μπήκα στο καλλιμάρμαρο με σεβασμό και για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζα μια τόσο μεγάλη μάζωξη ανθρώπων. Κατάμεστο το Παναθηναϊκό στάδιο να ζητωκραυγάζει τους αθλητές στις προσπάθειές τους. Ανατρίχιασα! Έγινα κι εγώ τμήμα της ζωντανής μάζας. Ξεχάστηκα, ενώ η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή ρωτώντας ένα διπλανό την ώρα μου είπε ότι είναι έντεκα ακριβώς. Πανικοβλήθηκα!  Άρχισα τρέχοντας  να πηγαίνω  προς την  Ομόνοια. Με τη γλώσσα έξω και μούσκεμα στον ιδρώτα κατέβηκα στον υπόγειο κι ευτυχώς σε δυο λεφτά πέρασε το τελευταίο τρένο. Σε μισή ώρα έφτασα στο λιμάνι.    Τα αστικά λεωφορεία είχαν από ώρα αποσυρθεί. Και τώρα πώς πάνε στην Καλλίπολη; Λογικά σήμερα θα σκεφτεί κάποιος ότι μπορούσα να πάρω ένα ταξί. Όμως  αδαής επαρχιώτης, ασυνήθιστος σε τέτοιες καταστάσεις δεν το σκέφτηκα καθόλου. Έτσι άρχισα να περπατάω ακολουθώντας τη διαδρομή του λεωφορείου γιατί μόνο αυτή ήξερα. Όταν γύρω στις δυο έφτασα στο σπίτι η καημένη Στέλλα είχε λιώσει από την αγωνία. Από την ένταση και την κούραση δεν πρόλαβα να κοιμηθώ. Στις πέντε έπρεπε να είμαι όρθιος για την επόμενη μέρα. Ασυνήθιστος σε ξενύχτια, ανήσυχος έφτασα στο Πανεπιστήμιο σχεδόν ένα ράκος. Σήμερα ήταν στο πρόγραμμα Φυσική το πρωί και Χημεία το απόγευμα Ο χώρος των εξετάσεων ήταν στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου στην αίθουσα, που υπάρχει αριστερά της κεντρικής εισόδου. Οι θέσεις ήταν από τη χθεσινή μέρα καθορισμένες.

   Ήμουν καλά διαβασμένος. Είχε ξεσκονίσει τη φυσική του

Μάζη και των Παλαιολόγου–Περιστεράκη. Όταν δόθηκαν τα θέματα άρχισα πυρετωδώς να γράφω τη θεωρία δίνοντας κιόλας την ευκαιρία στο κορίτσι πίσω του να βλέπει το γραπτό του. Παρόλα αυτά η πίεση με το στυλό στην πλάτη μου συνέχισα χωρίς διακοπή. Όταν πια βγήκαμε έξω έχοντας παραδώσει την κόλλα ξεκαθάρισε το θέμα της έντονης πίεσης:    - Έγραφες, μωρέ, λάθος θέμα στη θεωρία. Σε πίεζα για να καταλάβεις ότι κάτι συμβαίνει, μα εσύ δε μου έδινες σημασία...    Πράγματι! Το δεύτερο θέμα θεωρίας ήταν το θερμοηλεκτρικό φαινόμενο, μισή σελίδα πράμα στο βιβλίο, κι εγώ μέσα στη θολούρα της αγρύπνιας έγραψα το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, τρία γεμάτα φύλλα στο σχολικό. Τα λάθη πληρώνονται. Ήθελα, ο ανεύθυνος, βαλκανικούς τη μέρα των εξετάσεων!

   Μετά από δυο μέρες ήταν οι εξετάσεις στο Φυσικό. Έμπειρος πλέον και πιο ξεκούραστος δεν είχα καμιά έκτακτη παρενέργεια. Όλα πήγαν κατ’ ευχή, όπως και τα πολύ καθυστερημένα αποτελέσματα το επιβεβαίωσαν. 

    Τώρα ήταν η σειρά της Θεσσαλονίκης. Είχε στο μεταξύ εξασφαλιστεί η διαμονή του εκεί. Θα καθόμουν στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς μου, Καρατζάς στο επώνυμο, την ύπαρξη του οποίου τώρα και μόνο μάθαινα. Ο Καρατζάς, μεγάλης ηλικίας πλέον, είχε ψαράδικο στη στοά Μοδιάνο και ήταν έτσι σε καλύτερη μοίρα από την εικόνα του δικού μου σπιτιού. Όταν έφτασα εκεί, χαρές καλωσορίσματα, ανταλλαγές πληροφοριών και το τραπέζι στρωμένο. Λύσσαγα απ’ την πείνα κι όταν σερβιρίστηκε το φαγητό έπεσε με τα μούτρα τρώγοντας και πολύ ψωμί για να χορτάσω. Όμως εδώ την πάτησα! Την πάτησα γιατί δεν είχα αντίστοιχη προηγούμενη εμπειρία. Μετά ήρθε το δεύτερο πιάτο. Ψάρι το πρώτο, κρέας το δεύτερο. Να περιποιηθούν το μόσχο το σιτευτό. Μα είχα με το επιπλέον ψωμί χορτάσει. Να το αφήσω το κρέας χωρίς να το φάω θα ήταν ντροπή. Έτσι το έφαγα μαζί με το σιροπιαστό γλυκό στο τέλος.

Είπα ότι θα σκάσω, μα η νοικοκυρά του σπιτιού, νύφη της κόνα- Μαριγώς, της γιαγιάς μου, μου είπε:   

-         Πες τη γιαγιά σου να μου στείλει κάνα μαντζούνι για την όρεξη. Μετά το .... τρίτο πιάτο δε μπορώ να κατεβάσω μπουκιά!    Ήταν ωραίες οι μέρες που έμεινα στη Θεσσαλονίκη και οι εντυπώσεις ήταν άριστες. Πήγα στις εξετάσεις καλύτερα από κάθε προηγούμενη φορά και μάλιστα πρόλαβα να πάω και στο γήπεδο του ΠΑΟΚ και να δω ένα ματς. Επιστροφή στο Βόλο και η αγωνία της αναμονής των αποτελεσμάτων. Πρώτα βγήκαν τα αποτελέσματα της Θεσσαλονίκης, παρότι οι εξετάσεις εκεί έγιναν τελευταίες. Δεν το περίμενα: Θρίαμβος. Από τις εκατοντάδες των υποψηφίων ήμουν δεύτερος. Αυτό τόνωσε την αυτοπεποίθησή μου και ένιωσα την χαρά όχι μόνο των δικών μου, αλλά και των κατοίκων της γειτονιάς. Ένα δικό τους παιδί τα πήγε περίφημα. Ακόμα η Νέα Ιωνία δεν είχε την παράδοση των επιτυχιών που αργότερα δημιούργησε. Ο ζαχαροπλάστης Σαουλίδης στο Φαρδύ, γωνία Βασιλέως Παύλου και Φρειδερίκης, δεν μου πήρε λεφτά για τον κορνέ που έφαγα:     - Κερνάει το μαγαζί Λευτεράκη ! Άντε και σ’ ανώτερα!

    Οι δικοί μου γονείς ένιωσαν το νόημα της είδησης εμμέσως όταν εισέπρατταν τα συγχαρητήρια όπου και να πήγαιναν. Απλοί, φτωχοί άνθρωποι, αλλά απόλυτα αξιοπρεπείς, χωρίς τέτοιου είδους εμπειρίες αλλά με καθαρό μέτωπο σε όλους τους τομείς της ζωής τους, ένιωσαν τότε την περηφάνια για το παιδί τους κι άρχισαν να σκέφτονται πώς θα καλύψουν τις ανάγκες που η επιτυχία δημιουργούσε. Θυμάμαι σαν να είναι σήμερα τον μπάρμπα Αναστάση, τον πατέρα μου, όταν με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε στον εμποροράφτη της γειτονιάς μας, τον Μανουηλίδη. Κάνοντας και την κίνηση με τα δάχτυλα:

-         Κόφτου ένα κουστούμι κι εγώ θα στα δίνω λίγα-λίγα!

   Τότε ο λόγος των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο, ισχυρότερο από οποιοδήποτε γραπτό  συμφωνητικό με υπογραφές,  σφραγίδες και χαρτόσημα.

     Ήταν το πρώτο μου κουστούμι 20 χρόνων παλικάρι. Το να έχεις μεγαλύτερα αδέλφια έχει μια σειρά πλεονεκτήματα, μα όχι μόνο τέτοια. Στο θέμα της ένδυσης κατά το μεγαλύτερο ποσοστό καλυπτόμουν με αποφόρια των μεγαλύτερων.

Δεύτερο και τρίτο χέρι. Αυτό το κουστούμι με συντρόφευσε όλα σχεδόν τα φοιτητικά χρόνια με εξαίρεση το σακάκι που το έχασα σε κάποια στιγμή «αγωνιστικής έξαρσης».

   Μετά από λίγες μέρες ανακοινώθηκαν και τα αθηναϊκά αποτελέσματα. Ήταν επιτυχή και εκ των πραγμάτων μπήκα το δίλημμα: Αθήνα ή Θεσσαλονίκη; Μαθηματικό ή Φυσικό;  Η απάντηση έπρεπε να είναι αυτόματη: Μαθηματικό! Αγαπούσα πολύ τα μαθηματικά και ήδη είχα μια εμπειρία στη διδασκαλία τους και μια φιλοδοξία στην άκρη του μυαλού του. Μετά τις σπουδές να γυρίσω εδώ, στο γενέθλιο τόπο και να διδάξω τα παιδιά της συνοικίας μου.

    Κι όμως, η τελική επιλογή του ήταν διαφορετική. Γράφτηκα στο Φυσικό Αθήνας. Δεν θυμάμαι ποια στοιχεία έπαιξαν ρόλο σε αυτήν την επιλογή, ποιος εξωτερικός παράγοντας με επηρέασε σε αυτήν την απόφαση. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Κάπου μου μένει μια πίκρα ότι με επηρέασαν επιφανειακοί λόγοι, αλλά ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Άλλωστε οι μελλοντικές δύσκολες εξελίξεις στη ζωή μου ακύρωσαν, εκ των πραγμάτων, την αρχική μου επιθυμία.

   Για λίγες μέρες ακόμα φιλοξενήθηκα στην ξαδέλφη μου τη Στέλλα, αλλά σύντομα έγινε το αναπάντεχο. Ήρθε στον Πειραιά η μάνα μου μαζί με τον αδελφό μου τον Γιάννη, που ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο με κοινόχρηστη κουζίνα και τουαλέτα σε ένα σπίτι ναξιώτικης οικογένειας κοντά στη σχολή Δοκίμων και σύντομα ο Γιάννης άνοιξε κουρείο στην πλατεία της Καλλίπολης. Ό πατέρας είχε υποβάλλει τα χαρτιά για σύνταξη και για να μην είναι μόνος ήρθε κι αυτός εκεί. Όμως δεν άντεξε πολλές μέρες μακριά από τη γειτονιά του και τις παρέες του. Μας το είπε καθαρά:    - Εγώ, παιδιά,  δε μπορώ να ζήσω εδώ. Φεύγω και γυρίζω στη Νέα Ιωνία. Ό,τι λεφτά μπορώ, θα σας τα στέλνω.

   Πράγματι μετά από τόσα χρόνια δε μπορείς να μεταφυτεύεσαι σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα σε μεγάλη ηλικία. Η μάνα κάθισε λίγο ακόμα, αλλά δε μπορούσε να τον αφήσει μόνο. Άλλωστε είχε κι άλλα παιδιά κι εγγόνια αφήσει πίσω. Σαν μάνα η μόνιμη έγνοια της ήταν να προστατεύει κάτω απ’ τις φτερούγες της όλα τα παιδιά της. Κι όταν για πραγματικούς λόγους σκορπίστηκαν ήταν συνεχώς σε μετακίνηση να μοιράσει την προσφορά της. Μετά λίγους μήνες επέστρεψαν στην πατρίδα. Τότε  μετακινήθηκα σε γειτονιές κοντύτερα στο πανεπιστήμιο. Μια άλλη φάση της ζωής μου άρχιζε. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

 

Φοιτητικά χρόνια – Φάση πρώτη

 

    Ήταν το πρωινό που θα έμπαινα  πρώτη φορά για μάθημα στο αμφιθέατρο του Χημείου της Σόλωνος. Ήμουν πια  φοιτητής με σφραγίδα και υπογραφή. Σήμερα θα έπαιρνα το βάπτισμα του πυρός. Γεμάτος με εσωτερική δύναμη, αποφασιστικότητα κι όνειρα για το μέλλον. Καθόμουν για λίγους μήνες στη συνοικία Χατζηκυριάκειο του Πειραιά. Οδός Αντωνίου Θεοχάρη, κοντά στη σχολή Δοκίμων. Ήταν μέσα Νοέμβρη του 1960, γιατί εκείνη την εποχή τα αποτελέσματα των σχολών του Πανεπιστημίου αργούσαν να ανακοινωθούν και τα μαθήματα άρχισαν επίσης αργά. Νύχτα ξεκίνησα με το λεωφορείο της Φρεαττύδας κι έφτασα στο σταθμό του Ηλεκτρικού. Εκεί πήρα το τρένο και κατέβηκα στην Ομόνοια.

   Με τα πόδια περνώντας την πλατεία Κάνιγγος  έφτασα στην Σόλωνος. Είχε πια ξημερώσει, αλλά η συννεφιά δεν άφηνε τον ήλιο να ζεστάνει το κρύο πρωινό. Τα αυτοκίνητα δεν ήταν πολλά σε αντίθεση με τους πεζούς που βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους και τα μαγαζιά σήκωναν σιγά-σιγά τα ρολά τους. Τότε τα καταστήματα άνοιγαν πιο νωρίς.

   Απορροφημένος από τις νέες εικόνες και τη φυσική αδημονία του πρώτης πανεπιστημιακής παράδοσης ανέβαινα προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Ξάφνου στο ύψος της  οδού Μπενάκη μια δυνατή -και εκ των υστέρων χαρακτηριζόμενη τσαχπίνικη- φωνή με ξάφνιασε 

- Φτεράααααα, πούπουλα φτεράααα …

   Η φωνή ερχόταν από την Μπενάκη  και φτάνοντας στη γωνία είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου τον αγαπητό Αντρέα. Ένας όμορφος νέος,  λίγο μεγαλύτερος από μένα. καλοντυμένος με περιποιημένο πρόσωπο και μαλλί, αλλά με κινήσεις λίγο περισσότερο από χαριτωμένες,  να χαιρετά και να χαιρετιέται με τους γύρω με μια μεγάλη άνεση,  ικανότητα και ετοιμολογία στα πειράγματα που γύρω του άκουγε.

    Έτσι αυτός ο δραστήριος νεαρός ακόμα και σήμερα με ασταμάτητη εργασία και κεφάτη διάθεση έφτιαξε οικογένεια, την συντήρησε, και συνεχίζει να αλωνίζει τους δρόμους ξεπερνώντας κατά πολύ το όριο της 35ετίας. Συχνάζει στην οδό Αιόλου και τα στενάκια γύρω από το Μοναστηράκι. Μια μέρα, το 2013,  αντάλλασσε με έξαψη  λόγια με κάποιον έξω από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Περνώντας τότε από εκεί  για να ρίξω την  ένταση,  μπήκα στη μέση και  είπα στον Αντρέα την ανάμνησή μου για την πρώτη συνάντηση μας πριν από 53 χρόνια

    Η παρέμβαση μου ηρέμησε την κατάσταση. Σε όλους τους ανθρώπους χρειάζεται και βοηθάει ένας καλός λόγος.     Ναι! Δουλειά πάνω από εξήντα χρόνια με τα φτερά και τα πούπουλα, με συνεχές περπάτημα στους δρόμους, χωρίς ασφάλιση και σύνταξη και εφάπαξ,  Και το κυριότερο χωρίς γκρίνια ότι αδικείται για το... άπονο κράτος. Κοινός τόπος για τους περισσότερους κακομαθημένους Έλληνες σήμερα στη ζωή μας. Ναι, το κράτος είναι υποχρεωμένο να μας θρέφει και να μας  ταΐζει. Αδαείς στις υποχρεώσεις, προφέσορες  όμως στα δικαιώματα.

    Μάθημα Γενικής Φυσικής. Ο τακτικός καθηγητής Καίσαρ Αλεξόπουλος έλειπε στην Αμερική με ετήσια εκπαιδευτική άδεια και το μάθημα το έκανε ο τότε επιμελητής του, ο Θεοδοσίου, που αργότερα θα γινόταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το αμφιθέατρο κατάμεστο από φοιτητές. Δε βρήκα θέση κι έμεινα όρθιος. Νέες εμπειρίες σ’ ένα περιβάλλον προς το παρόν άγνωστο, αλλά αποφασισμένος να ανοιχτώ, να κάνω νέους φίλους, να παρακολουθώ τις παραδόσεις, να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις ως φοιτητής και γιατί όχι, με τη φιλοδοξία να διακριθώ.

    Σε σύντομο χρονικό διάστημα έκανα μέσα από το έτος μου τους πρώτους φίλους. Ο Δημήτρης Στάχτος  ήταν ήδη γνωστός από χρόνια, συμμαθητής από το 2ο γυμνάσιο, ένα όμορφο παιδί από τον Άνω Βόλο. Μέσω άλλου συμμαθητή μου, του Κώστα Βλαχάβα, που συνέχιζε το στόχο του να μπει στο Πολυτεχνείο, γνώρισα και συνδέθηκα με έναν άλλο συμφοιτητή μου. Τον Αντρέα Παπακίτσο από την Άγναντα της Ηπείρου. Ένας άνθρωπος καθαρός, ξεχωριστός, που καθώς κυλούσε ο χρόνος ανακάλυπτα σιγά-σιγά το ιδιαίτερο ανάστημά του. Η φιλία μας συνεχίστηκε όλα τα επόμενα  χρόνια και θεωρώ τιμή μου το γεγονός αυτό. Άλλος φίλος των πρώτων χρόνων ήταν ο Παύλος Πελεκάνης από τα Τρίκαλα. Ο αδελφός του είχε καλλιτεχνικό φωτογραφείο στη γωνία Ακαδημίας και Εμμανουήλ Μπενάκη, όπου κι εγώ απαθανάτισα τον εαυτό μου, φωτογραφίες που ακόμα σώζονται. Δεν επιτρέπεται να ξεχάσω τον πολύ καλό φίλο Σεραφείμ Παπαθωμά από τη Θήβα, άνθρωπο με έξοχη φυσική ευγένεια και πνευματική καλλιέργεια. Δυστυχώς ο χάρος βιάστηκε να τον πάρει μαζί του. 

   Πιστεύω πως ήμουν  άνθρωπος ανοιχτός κι εκδηλωτικός με ποικίλα ενδιαφέροντα. Έτσι σύντομα διεύρυνα τον κύκλο των γνωριμιών μου. Λίγο το τραγούδι, που τότε ήμουν καλός,  λίγο τα ποδοσφαιρικά ενδιαφέροντα με την ΝΙΚΗ ΒΟΛΟΥ και την ΑΕΚ, λίγο τα ανέκδοτα και τόσα ακόμα, έγινα γνωστός σαν παρουσία, σε όλους τους φοιτητές του έτους και όχι μόνο. Βεβαίως η πρόσληψη αυτής της πληθωριστικής παρουσίας δεν ήταν προφανώς ίδια για όλους. Σε κάποιους έκανε εντύπωση, ενώ σε αρκετούς σφιγμένους έδωσε μια εικόνα με στοιχεία κάποιας ελαφρότητας. Τουλάχιστον στην πρώτη φάση. Τα κορίτσια του έτους ήταν λίγα κι αρκετά συντηρητικά σε ενδιαφέροντα και εμφάνιση. Μόνο η μικροκαμωμένη Πόπη από το Αιγάλεω είχε μια θετική διάθεση και συμπλεκόταν επάξια στην παρέα. Οι περισσότεροι, φανατικοί φοιτητές, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα μαθήματα και συζητούσαν αδιάκοπα για τα επιστημονικά θέματα γύρω από την επιστήμη που σπούδαζαν

   Η πρώτη χρονιά ήταν χρονιά αναγνώρισης. Χώρων, ανθρώπων και διαδικασιών. Αίθουσες κι αμφιθέατρα μαθημάτων, εργαστήρια, όργανα και συσκευές, φοιτητική λέσχη και η βιβλιοθήκη στον 6ο όροφο. Ένα αγαπημένο στέκι στον πρώτο χρόνο των σπουδών, γιατί να αγοράσω δικά μου βιβλία δεν υπήρχε περίπτωση. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω φοιτητές και φοιτήτριες από άλλα τμήματα του Πανεπιστημίου, κυρίως της Φιλοσοφικής και του Γαλλικού τμήματός της, όπου πλειοψηφούσε συντριπτικά το γυναικείο φύλλο. Στα φλερτάκια και τις εφήμερες σχέσεις δεν επιθυμώ να αναφερθώ. Ήδη εκείνη τον εποχή, υπήρχε μια  σχέση με μια όμορφη κοπέλα του Βόλου που είχα γνωρίσει στη γειτονιά μου και υπήρχε μια συνεχής επαφή με αλληλογραφία κι ανταλλαγή φωτογραφιών. Μια  αγνή κι όμορφη κοπέλα, που άξιζε για περισσότερα, αλλά ατυχώς - με θλίψη ειλικρινή - διέκοψα τη σχέση μαζί της. Εκείνη έφτιαξε άλλη οικογένεια. Μου μένει η πίκρα της απότομης συμπεριφοράς απέναντί της. Τα πράγματα ήρθαν έτσι στα επόμενα χρόνια, που ο χωρισμός ήταν η καλύτερη γι’ αυτήν λύση.

    Τώρα ας ακουμπήσουμε λίγο την άλλη διάσταση της ζωής μου. Ποια ήταν η ενασχόλησή μου με τα πολιτικά και κοινωνικά θέματα; Στη αρχή το θέμα δε με απασχολούσε, τουλάχιστον εμφανώς. Προσηλωμένος στις υποχρεώσεις μου ως φοιτητής – παρακολούθηση των μαθημάτων και των πολλών εργαστηρίων με πολύωρες παρουσίες κι εργασίες στο σπίτι - αλλά μέσα μου εν δυνάμει υπήρχαν όλα τα στοιχεία, που θα με οδηγούσαν στους δρόμους και τις περιπέτειες των επόμενων χρόνων. Δε θυμάται λεπτομέρειες, αλλά θα αναφέρω ό,τι ψήγματα μνήμης απέμειναν παρά  τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει. Η ατμόσφαιρα της παιδικής του γειτονιάς. 

    Η οικογένειά μου είχε προφυλαχτεί από περιπέτειες και δεν είχε κάποια φανερή ανάμειξη στα θέματα που προκάλεσαν τον εμφύλιο διχασμό. Δεν κράτησε ουδετερότητα, απλώς έμεινε σιωπηλή, με τη βασική έγνοια να μην υπάρξουν απώλειες ζωής μελών της. Ο πατέρας ζούσε με τις μνήμες του ’36 όταν στην απεργία εκείνης της χρονιάς την πλήρωσε με την απόλυσή του από το αφεντικό του, που τον θεώρησε - και μάλιστα αναληθώς - έναν από τους πρωταγωνιστές. Έτσι ήταν διστακτικός έως φοβισμένος στη συνέχεια. Ο φόβος ήταν σχετικά με την ικανότητά του να ζήσει τα μέλη της ήδη πολύτεκνης οικογένειας. Παρόλα αυτά στο δημοψήφισμα του ’46 κράτησε τη γραμμή της αποχής. Ενέργεια που τον κυνηγούσε όλα τα επόμενα χρόνια. Είναι ζήτημα έρευνας  βεβαίως είναι αν αυτό ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής ή μια πράξη που επιβλήθηκε από τα πράγματα, αφού όλη η γειτονιά το ίδιο είχε κάνει. Δυστυχώς κανείς τους δεν είναι πια στη ζωή. 

    Όμως να μην είμαι άδικος. Ήδη το είπα. Υπήρχε, μια όχι όμως ανοιχτά διατυπωμένη συμπάθεια, για τους κυνηγημένους αριστερούς και τέτοιοι υπήρχαν αρκετοί στη γειτονιά. Έτσι  υπήρχε μια τέτοια προδιάθεση ενισχυμένη από τον νεανικό ιδεαλισμό και τη φυσική τάση του νέου να υπερασπίζεται τον κυνηγημένο. Η φλόγα υπήρχε. Απλώς περίμενε την αφορμή για το φούντωμά της. Ας μη βιαστούμε όμως γιατί κάτι τέτοιο ακόμα αργούσε. Όταν προσέγγιζε η πρώτη περίοδος του Ιούνη (τότε δεν είχαν καθιερωθεί ακόμα τα εξάμηνα)  ήμουν  πανέτοιμος για τις εξετάσεις.  Με τις  υπογραφές από τα προαπαιτούμενα εργαστήρια και τον αναγκαίο αριθμό παρουσιών στο γυμναστήριο του Εθνικού στη Βασιλίσσης Όλγας. Έδωσα όλα τα μαθήματα του έτους, που τα περισσότερα ήταν και διπλά. Προφορικά και γραπτά, που όμως όλα γίνονταν με γραπτές εξετάσεις.

    Μετά την πολυήμερη διαδικασία η εντύπωσή μου ήταν ότι είχα πάει  πολύ καλά. Στη συνέχεια έφυγα για το Βόλο αναμένοντας τα αποτελέσματα. Εκεί άρχισα να ασκώ το επάγγελμα του δασκάλου. Τότε ένας μεγάλος αριθμός των μαθητών έμεναν μετεξεταστέοι και θα εξετάζονταν πάλι στις αρχές του Οκτώβρη. Εύκολα βρήκα μαθητές, σε διάφορες γειτονιές και παρέδιδα, κυρίως μαθηματικά. Η αμοιβή αυτής της εργασίας, πολύ φτωχή, γιατί δεν γινόταν κι αλλιώς στις φτωχογειτονιές της Νέας Ιωνίας. Όμως  θα μου ήταν χρήσιμη όταν θα ξαναπήγαινε στην Αθήνα. 

      Η μόνη δυνατότητα επικοινωνίας με την Αθήνα ήταν τα γράμματα. Πράγματι οι φίλοι στην Αθήνα, Ανδρέας και Πόπη με πληροφορούσαν γι’ αυτά. Στον απειροστικό λογισμό του Κάππου από τετρακόσιους περίπου που έλαβαν μέρος στις εξετάσεις του μαθήματος πέρασαν μόνο οκτώ άτομα. Πέντε μαθηματικοί και τρεις φυσικοί. Είχε τη χαρά να είναι ένας απ’ αυτούς. Είχα δώσει όλα τα μαθήματα και στα αποτελέσματα όλα ήταν θετικά. Μόνο ένα ανησυχητικό συμβάν με έκανε να ανησυχήσω κι έτσι να επισπεύσω την αναχώρησή μου για την Αθήνα. Στο μάθημα της Ανωτέρας Άλγεβρας ενώ στα γραπτά, δηλαδή στις ασκήσεις πήρα οκτώ, στα προφορικά, δηλαδή στη θεωρία, στον κατάλογο των αποτελεσμάτων δεν υπήρχε το δικό μου όνομα. Και το γρίφο έπρεπε να τον λύσω ο ίδιος. Δε γινόταν μέσω αντιπροσώπου. 

 

   Έφυγα για την Αθήνα μ’ ένα φορτίο ανησυχίας. Όταν απευθύνθηκα στο γραφείο του καθηγητή, η απάντηση ήταν:

-  Δεν υπήρξε κόλλα δική σου στο μάθημα. 

-  Μα είναι δυνατόν να δώσω μόνο ασκήσεις και να πάρω τόσο καλό βαθμό χωρίς να δώσω θεωρία ;

-  Δυστυχώς κύριε δε μπορώ να κάνω τίποτε. Να δώσετε πάλι  εξετάσεις στην περίοδο του Οκτωβρίου.

    Ευτυχώς τον Οκτώβριο, που  ξανάδωσα το μάθημα, οι κακότροποι διορθωτές μου έβαλαν ένα πενταράκι κι έτσι γλύτωσα απ’ αυτή τη γάγγραινα. 

   Την αιτία της ανωμαλίας την υποπτευόμουν βασίμως. Δεν είχα αγοράσει το βιβλίο του καθηγητή της έδρας!  Έτσι η κόλλα μου εξαφανίστηκε  Σήμερα αυτό ακούγεται υπερβολικό, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το 1961 και τότε ίσχυαν άλλοι κανόνες στις σχολές  και η ατμόσφαιρά γενικότερα στη χώρα ήταν διαφορετική

    Για τον καθηγητή της έδρας Χρήστο  Φουσιάνη αξίζει να γίνει μια μικρή παρένθεση.

    Ο Φουσιάνης διορίστηκε καθηγητής στη Μεταξική περίοδο χωρίς ιδιαίτερα προσόντα και το μάθημά του έμεινε σε χαμηλό επίπεδο μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Αρκεί να ειπωθεί ότι το περιεχόμενο του μαθήματος διδάσκεται σήμερα και σε πιο προχωρημένο επίπεδο στις τάξεις του λυκείου της μέσης εκπαίδευσης. Όλα τα χρόνια δεν είχε αξιωθεί να γράψει ένα διδακτικό βιβλίο του μαθήματός του κι όταν αυτό επιτέλους έγινε, δινόταν στους φοιτητές σε δεκαεξασέλιδα και μάλιστα σε λίαν φουσκωμένη τιμή για την εποχή. Στη διάρκεια του μαθήματος έκανε συχνά, σαν πλανόδιος έμπορος,  άμεση αναφορά για το υποχρεωτικό της αγοράς του και στη συνέχεια με έμμεσο τρόπο διαδόθηκε η φήμη, ότι αν δεν  αγοράσεις το βιβλίο, δεν περνάς το μάθημα. 

    Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα τέτοιας βάρβαρης τακτικής σε μια εποχή που η φτώχεια ήταν πολύ διαδεδομένη. Υπάρχει το παράδειγμα του συμφοιτητή μου  Λεβόν Μικερδιζιάν, ένα υπέροχο παιδί από το Ηράκλειο της Κρήτης, που αρνιόταν να το αγοράσει και τον έκοψε σε επτά συνεχείς περιόδους. Όταν ο Λεβόν έφτασε στο αμήν, πήγε στο γραφείο του και του πέταξε στα μούτρα το βιβλιάριο λέγοντάς του ότι δε θα υποκύψει στον εκβιασμό.  Στη συνέχεια παράτησε τη σχολή και μπάρκαρε στα καράβια. Όταν ο Φουσιάνης συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε, πήρε το πτυχίο του κι άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή στη δημόσια εκπαίδευση.

    Τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα. Αν δεν περνούσες έστω και μισό μάθημα έμενες στο ίδιο έτος και υποχρεωνόσουν να δώσεις όλα τα μαθήματα από την αρχή. Μια σειρά αξιόλογα παιδιά με αυτή τη θηριώδη διάταξη υπέστησαν αυτήν την τιμωρία. Τότε η έννοια της μεταφοράς μαθήματος σε επόμενο έτος ήταν ακόμα άγνωστη.

      Μικρά κι «ασήμαντα» περιστατικά μαζεύονταν και ωρίμαζαν την πορεία μου στην πολιτική μου ένταξη. Διστακτικές συζητήσεις με φίλους, ανάγνωση βιβλίων που δανειζόμουν γιγάντωναν μέσα μου αυτήν την ιδέα. Κορύφωση μια συγκέντρωση μπροστά στο κεντρικό κτίριο του

Πανεπιστημίου. Δεν θυμάμαι για πιο λόγο και αιτία είχε γίνει αυτή η συγκέντρωση. Κάποια ομιλία χωρίς μεγάφωνα, περίπου διακόσια άτομα κι εγώ να πλησιάζω με περιέργεια και δισταγμό. Στα τόσα άτομα ένα ξεχώριζε γιατί ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τους γύρω του. Με υψωμένο το χέρι και με βαθιά εντυπωσιακή φωνή αρχίζει να απαγγέλλει ένα ηρωικό ποίημα, που τότε δεν ήξερα ποιο ήταν και ποιου ποιητή μας.

Αργότερα με τα διαβάσματα που έκανα το αναγνώρισα. Ήταν το ποίημα που ο μεγάλος ποιητής Άγγελος Σικελιανός είχε απαγγείλει στον ανοιχτό τάφο που θα δεχόταν σε λίγο το σώμα του Κωστή Παλαμά. Γύρω απλώθηκε ησυχία και μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί. Αυτός ο ωραίος ψηλέας αργότερα θα γινόταν καλός μου φίλος. Θα είχαμε πολλές κοινές μνήμες στη μετέπειτα ζωή μας. Ήταν ο Τάκης Παππάς, δικηγόρος μου μέσα στ’ άλλα στον αγώνα για την ακύρωση της πολλαπλής διαγραφής μου από το Πανεπιστήμιο στα χρόνια της δικτατορίας. Δυστυχώς έφυγε νωρίς και με τραγικό τρόπο απ’ τη ζωή.

     Ήμουν εσωτερικά  ώριμος για την αλλαγή. Απλώς δεν είχα την πείρα να ελέγξω τον τρόπο και το βαθμό της δέσμευσης. Ο κλοιός έσφιγγε γύρω μου, σε μια περίοδο που ήμουν ακόμα ένα αθώο αδοκίμαστο παιδί, από μια επαρχία. Χωρίς καμιά πείρα σε τέτοια ζητήματα, αλλά με περίσσεια διάθεση προσφοράς. Μου έγινε απέξω-απέξω πρόταση να κατέβω υποψήφιος για πρόεδρος στο έτος μου. Βρισκόμαστε στην αρχή του 2ου έτους στη σχολή.

     Η Φυσικομαθηματική σχολή  τότε είχε έναν ενιαίο σύλλογο και για τα πέντε τμήματά της,  Το όνομά του συλλόγου ήταν «Ο Αριστοτέλης». Οι εκλογές γινόταν εκείνα τα χρόνια με την εξής διαδικασία. Τα τμήματα της σχολής ήταν πέντε, δηλαδή Μαθηματικό, Φυσικό, Χημικό, Φυσιογνωστικό και Φαρμακευτικό. Επί τέσσερα έτη το κάθε τμήμα, μας κάνει είκοσι έτη. Εκλογές γίνονταν από το απερχόμενο Δ. Σ. σε κάθε έτος χωριστά.   Αυτός, που στις εκλογές του έτους ερχόταν πρώτος σε ψήφους ήταν ο Πρόεδρος του έτους. Σε κάθε έτος εκλέγονταν τρεις. Μαζί με τον πρόεδρο εκλεγόταν ο αντιπρόεδρος κι ο γραμματέας. Το Δ.Σ του ‘Αριστοτέλη’ αποτελούνταν από 24 μέλη. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι είκοσι πρόεδροι και τέσσερις από τους αντιπροέδρους, που επιλέγονταν με ψηφοφορία στη πρώτη συνεδρίαση του νέου Δ.Σ, από τους 20 προέδρους. Έτσι για να εκλεγείς σίγουρα στο

Δ.Σ έπρεπε να έρθεις πρώτος στην ψηφοφορία του έτους σου.      Μια επιτροπή από το απερχόμενο Δ.Σ. του συλλόγου έμπαινε στο αμφιθέατρο ή σε μια μεγάλη αίθουσα μετά το τέλος του μαθήματος, που είχε υποχρεωτική παρουσία (κάτι σύνηθες εκείνη την εποχή ) και άρχιζε η ψηφοφορία. Τα ονόματα των υποψηφίων αναγράφονταν στον πίνακα κι ο φοιτητής, σε μικρά λευκά χαρτάκια, που μοίραζε η εφορευτική επιτροπή, έγραφε το όνομα του υποψηφίου που προτιμούσε. Επειδή τη προηγούμενη χρονιά, κάτω από τις γνωστές συνθήκες εκείνης της περιόδου, το σύλλογο τον έλεγχε η δεξιά οργάνωση της ΕΚΟΦ επικεφαλής της αντιπροσωπίας ήταν ο αργότερα βουλευτής και υπουργός της Ν.Δ Άγγελος Μπρατάκος, εξέχον μέλος της ΕΚΟΦ, αγκαλιά με τον υποψήφιο τους, το όνομα του οποίου μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. λέγοντας με τη γνωστή βαριά φωνή του:

     - Ξέρω ότι οι φυσικοί του έτους σας είναι καλά παιδιά και θα τιμήσουν με την ψήφο τους τον καλό μου φίλο!

    Ο έτερος υποψήφιος ήμουν εγώ και ιδού πώς. Στο έτος μου, χωρίς ακόμα να το ξέρω, υπήρχαν κάνα δυο που είχαν  οργανωτική σχέση με την αριστερή νεολαία (π.χ. ο μακαρίτης Λευτέρης Παπακώστας) που είχαν αποφασίσει για τον υποψήφιο που θα προτείνουν. Το θέμα ήταν αυτός να ψηστεί και να δεχτεί. Δεν χρειάστηκε, είναι αλήθεια, και μεγάλη προσπάθεια. Είχαν δει την πληθωρική παρουσία μου μέσα στο έτος σε πολλές εκφάνσεις της φοιτητικής ζωής Ήμουν ο Βολιώτης, που τραγουδούσε κι έλεγε αστείες ιστορίες και πικάντικα ανέκδοτα, φανατικός με τη Νίκη Βόλου και την ΑΕΚ, φίλος με τους περισσότερους και ανοιχτός σε σχέσεις. 

   Το αποτέλεσμα των εκλογών για όλους  ήταν αναμενόμενο. Νικητής θα ήταν ο περσινός πρόεδρος. Ακόμα κι εγώ μέχρι τη μέρα των εκλογών τον αποκαλούσα κύριε  πρόεδρε.  Ήταν βλέπεις εκλεγμένος την προηγούμενη χρονιά.

     Όμως η κάλπη, λένε πάντα είναι έγκυος. Ψήφισαν 82 φοιτητές  από τους 100 με 110 που είχε το έτος μας.  Και μετά την καταμέτρηση, ήρθε η έκπληξη : Ισοψηφία! 

    Για όλους ήταν έκπληξη, αλλά περισσότερο για τον ίδιο και το στέλεχος Άγγελο Μπρατάκο, που η απογοήτευση ζωγραφίστηκε τόσο εκφραστικά και έντονα  στο πρόσωπό του. Στις επαναληπτικές που έγιναν μετά δυο μέρες η πλάστιγγα είχε γύρει με κρότο εναντίον τους.

    Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να ξεκαθαριστεί ότι ακόμα τα κριτήρια της ψήφου δεν ήταν κυρίως πολιτικά. Ο φοιτητής ζητούσε έναν δραστήριο συνάδελφο που θα παρεμβαίνει  στους απρόσιτους τότε καθηγητές και θα «λύνει» πρακτικά προβλήματα με εργαστήρια και εξετάσεις. Καμιά εκδρομή, κανένας χορός και τέτοια αντίστοιχα. Τα πράγματα άρχιζαν να πολιτικοποιούνται κυρίως στο πιο πάνω επίπεδο. Ποιοι αντιπρόεδροι θα εκλεγούν για την συμπλήρωση των 24, ποιοι θα καταλάβουν τις θέσεις του προεδρείου του Αριστοτέλη (Εδώ, εν είδη παρενθέσεως, να πω ότι πρόεδρος του Αριστοτέλη έχει κάνει και ο παλιός καλός μου φίλος Στράτος Ντάσης, ζωντανός φίλος και τώρα στο f/b και μόνιμο μέλος του Δ.Σ, όλα τα χρόνια της φοιτητικής του ζωής, ο επίσης κοινός μας φίλος και κουμπάρος Νίκος Κιάος). Άλλο κρίσιμο σημείο ήταν ποιοι θα εκπροσωπήσουν τη σχολή στη ΔΕΣΠΑ  (Διοικούσα Επιτροπή Σπουδαστών Πανεπιστημίου Αθηνών) και από το 1963 ποιοι θα πάνε στα φοιτητικά συνέδρια, που ήταν πλέον γεγονός με πανελλήνια απήχηση και πολιτική σημασία.

Η εκλογή αυτή έγινε προς το τέλος του 1961 και άρχισε από διάφορους το ψηστήρι «να ανέβω στα γραφεία». Αυτό τότε ήταν ισοδύναμο με το να οργανωθείς στην νεολαία. Το μάτι της αστυνομίας κατέγραφε χωρίς εξαιρέσεις αυτούς που ανέβαιναν στο κτήριο του κόμματος της ΕΔΑ. «Άντεξα στις πιέσεις», μέχρι την άνοιξη του 1962. Μια μέρα,  ο Αριστείδης Μανωλάκος, φοιτητής της Νομικής και αργότερα  δημοσιογράφος, γνωστό τότε  στέλεχος της Αριστερής Νεολαίας, μου λέει, χωρίς εισαγωγές και επεξηγήσεις:

-         Την Πέμπτη θα ανέβεις στον 4ο  όροφο, γραφείο 6. Θα σε περιμένουμε…

   Η αλήθεια είναι πως ψυχολογικά ήμουν πλέον έτοιμος για το ποιοτικό άλμα…

    Φουσκωμένος από την απόφαση να κάνω το άλμα, συνεπής στην ώρα του  ραντεβού, χτύπησα διστακτικά την πόρτα κι από μέσα άκουσα το ‘εμπρός’. Την άνοιξα λίγο. Το γραφείο, ήταν γεμάτο από άγνωστα κυρίως σε μένα πρόσωπα, που γύρισαν να δούνε αυτόν που χτύπησε.  Φοβισμένος και νομίζοντας ότι έχω κάνει λάθος λέω:

-         Συγνώμη! και πάω να κλείσω  

    Μια σοβαρή φωνή, συνοδευόμενη με έναν τόνο αυστηρότητα, από κάποιον που φαινόταν επικεφαλής, μου λέει:

-         Όχι! Εδώ είσαι! Πέρασε μέσα!»

   Θα έτρωγα πολλά χρόνια μετά μαζί του στη συνέχεια. Ήταν ο πρόεδρος της νεολαίας, ο αειθαλής, ωραίος και πιστός στις ιδέες της νιότης του, Τάκης Μπενάς. Οι άλλοι μια σειρά επώνυμα πρόσωπα που κάποιους θυμάμαι και θα αναφέρω και κάποιους - ας με συγχωρέσουν τους πήρε μαζί του ο άνεμος της λησμονιάς.

 Σήμερα  γινόταν η παράδοση του απερχόμενου γραφείου της σπουδάζουσας στο νεοεκλεγέν από τις κομματικές διαδικασίες, που είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες. Είναι φυσικό το ερώτημα που ορθώνεται στο μυαλό αυτού που διαβάζει το κείμενο:

-         Πώς ο Λευτέρης, χωρίς να είναι τυπικά μέλος, χωρίς να λάβει μέρος στις εκλογικές διαδικασίες, βρέθηκε εκλεγμένο μέλος του καθοδηγητικού οργάνου; 

    Σ’ αυτό ξέρει την απάντηση μόνο η εποχή που τότε ζούσαμε. Κι όμως είναι αλήθεια και πραγματικό γεγονός!

     Εκεί ήταν ο Αριστείδης Μανωλάκος γραμματέας της σπουδάζουσας,  ο αρχιτέκτονας Ίωνας Μπούζενμπεργκ, (δεν είμαι σίγουρος ότι γράφω σωστά το όνομά του) που έφυγε τόσο πρόωρα από τη ζωή, ο λόγιος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Καλιώδης (ή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Καλιώρης) Κάποια στιγμή που εξέφρασα κάποια αμφιβολία αν είμαι στο σωστό γραφείο ο φίλος Γιάννης που ετοιμαζόταν για την «προσωπική του έξοδο» από την οργανωμένη κομματική ζωή είπε στους άλλους:

-         Αφήστε το παιδί να φύγει!

    Η αλήθεια είναι ότι μόνο με ρυμουλκό θα με βγάζανε πλέον έξω. Λίγο χρόνο  προηγουμένως είχαν αποχωρήσει ο Στέλιος Ράμφος κι ο Διονύσης Μπουλούκος. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον αγαπημένο φίλο Γιάννη Μπανιά που τα επόμενα χρόνια θα είχαμε κοινό βηματισμό στην οργάνωση. Εκεί γνώρισα τον Χανιώτη γιατρό Βαγγέλη Φυτράκη και τον Ικαριώτη πανεπιστημιακό παιδίατρο Χρήστο Σταυρινάδη, που χρημάτισε και δήμαρχος του νησιού. Και τόσους άλλους, αλλά το μυαλό φυραίνει και δε θυμάμαι πλέον τα ονόματά τους

    Από εκείνο το απόγευμα σφραγίστηκε η ζωή μου για πολλά από τα επόμενα χρόνια. Χρόνια γεμάτα με έντονους αγώνες, γεμάτα με εξάρσεις, με ευτυχισμένες μέρες, με θετικά αποτελέσματα, αλλά και οδυνηρές περιπέτειες για μένα μέχρι το 1978. Τότε, με ενσυνείδητη επιλογή, που τήρησα μέχρι τώρα, έκοψα οριστικά την οργανωτική μου σχέση με την Αριστερά. Εγώ την έκοψα, αλλά αυτή δε ήθελε να το πιστέψει. Ένα ακόμα μετέωρο βήμα μέσα στα τόσα που είδαμε τα τελευταία χρόνια…

 

     Πέρασα φτωχικά φοιτητικά χρόνια με ελλείψεις σε βασικές βιοτικές ανάγκες, συνοδευμένες από το κόμπλεξ του επαρχιώτη,  που δεν έχει την κουλτούρα του νέου που έζησε σε μια αστική ατμόσφαιρα. Με στοιχειώδη έπιπλα στο δωμάτιο, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς πικάπ με δίσκους να καλλιεργήσει τη μουσική του παιδεία, χωρίς τα αξιοπρεπή ρούχα απαραίτητα για την άνετη κυκλοφορία μέσα στους χώρους της φοίτησης και τη φιλοδοξία ενός νέου, που θέλει να ζήσει τη δική του περιπέτεια. Αλλά η αλήθεια να λέγεται. Δε φταίνε μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες. Η οικογένειά μου τόσο μπορούσε, τόσο μου έδινε. Έπρεπε κι ο ίδιος να φροντίσω να λύσω αυτά τα προβλήματα, που δεν ήταν κι ανυπέρβλητα. Ευκαιρίες να εξοικονομήσω έκτακτα έσοδα υπήρχαν, αρκεί να τις αναζητούσα. Δεν εννοούμε ελεημοσύνες ή παράλογες απαιτήσεις. Αναφερόμαστε μόνο σε λεφτά που μπορούσαν να βγουν με τίμια εργασία μερικής απασχόλησης. Και η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι από χαρακτήρα, όπου δινόμουν, αυτό γινόταν με ολοκληρωτική αφοσίωση, χωρίς όρια και περιορισμούς

    Θα αναφερθούμε σε μερικά παραδείγματα ενδεικτικά που αναδεικνύουν το χαρακτήρα του Λευτέρη κι ερμηνεύουν πράξεις και συμπεριφορές.

     Από το δεύτερο έτος άρχισε το φοιτητικό συσσίτιο. Τίποτε το ιδιαίτερο τότε. Ένα γεύμα την ημέρα στο υπόγειο της φοιτητικής Λέσχης στην Ιπποκράτους 15. Για ν’ αποκτήσεις το δικαίωμα της σίτισης  υπήρχε ένας περιοριστικός όρος. Έπρεπε να προσκομίσεις στη γραμματεία της σχολής το περιβόητο χαρτί απορίας. Αυτός ο όρος στην Ελλάδα ξεπερνιόταν πολύ εύκολα. Στον κύκλο που κινούμουν, παιδιά γιατρών, δημοσίων υπαλλήλων και κτηματιών σύντομα το προμηθεύτηκαν. Ξέρετε, ο γνωστός του γνωστού.  Εγώ δε γνώρισα αυτή τη χαρά. Βέβαια ένα μεγάλο μέρος  της ευθύνης ανήκει σε μένα και την απολυτότητα του χαρακτήρα μου, αλλά στο υπόλοιπο φταίχτης είναι η εποχή  και η ατμόσφαιρά της. Το χαρτί απορίας τότε έπρεπε να το ζητήσεις από τον παπά της ενορίας σου. Όταν πήγα σ’ αυτόν, με παρέπεμψε στην εκκλησιαστική επιτροπή επικεφαλής της οποίας ήταν ένας αντιπαθής συντηρητικός, φιλικά προσκείμενος στα παρακρατικά στοιχεία της συνοικίας. Με ύφος προφέσορα και υποτιμητικά προκαταρτικά σχόλια μου απάντησε θα μελετήσει το αίτημά μου και θα μου απαντήσει. Αηδιασμένος  δεν τον ξαναπλησίασα. Κακώς! Έπρεπε να διεκδικήσω με ανένδοτο τρόπο κάτι που δικαιούμουν. Δεν το έκανα. Έτσι υπέστην τις συνέπειες της ψωροπερηφάνιας μου. Πολλές φορές πείνασα και τα βράδια τα έβγαζα με μια δραχμή στραγάλια κι άφθονο νερό, που απαιτούσε το αλάτι τους

     Όταν ήμουν γενικός γραμματέας στην ΕΦΕΕ ήρθε προσωπική πρόσκληση για το φόρουμ της παγκόσμιας νεολαίας που θα γινόταν στη Μόσχα. Εισιτήρια και διαμονή ήταν απολύτως εξασφαλισμένα από τους διοργανωτές. Έπρεπε ο ίδιος να βγάλω διαβατήριο και να έχω μερικά λεφτά για τ’ ατομικά έξοδα. Όμως φόβος, δισταγμός και γι’ ανεξήγητους λόγους αίσθημα ντροπής. Δεν είχα ρούχα για τέτοιες επισημότητες. Επικαλέστηκα το γεγονός ότι  δεν ήξερα γλώσσες. Αυτή  ήταν η επίσημη δικαιολογία. Παραχώρησα  λοιπόν τη θέση μου σε φίλο που πήγε κανονικά κι έζησε αυτήν την ιδιαίτερη εμπειρία. Ήταν ένας αδικαιολόγητος και υπερβολικός δισταγμός που μου στέρησε την ευκαιρία να απελευθερωθώ από τα παιδικά μου κόμπλεξ και να ξανοιχτώ σε χώρους και κύκλους, που θα με βοηθούσαν στο μέλλον.

    Σταματώ εδώ το προσωπικό μου θάψιμο. Ναι ήμουν μαντζίρης… 

     Αφιέρωσα πολύ χρόνο στον τοπικό σύλλογο Βολιωτών φοιτητών Ο Άνθιμος Γαζής. Έλαβα τρεις φορές μέρος στις αρχαιρεσίες του συλλόγου και με βάση το ιδιόμορφο καταστατικό του στο οποίο οι θέσεις του προεδρείου καθορίζονταν από τη σειρά των ψήφων στις εκλογές βρέθηκα και στις τρεις θέσεις. Γραμματέας, αντιπρόεδρος και πρόεδρος. Στην τελευταία φορά που μετείχα σε συνέλευση του συλλόγου με πρότασή μου ο σύλλογος αποφασίστηκε να μετονομαστεί σε Ρήγας Φεραίος, αλλά δε γνωρίζω αν αυτή η απόφαση υλοποιήθηκε και με τη νομική βούλα. Η δραστηριότητα του συλλόγου ήταν προσανατολισμένη κυρίως σε πολιτιστικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Απ’ αυτές θυμάμαι  μια ημερήσια εκδρομή κάπου στο Λουτράκι και ένα χορό σε συνεργασία με το σύλλογο Τρικαλινών φοιτητών. Στο Βόλο ένας χορός στον ΝΟΒ και ομαδική κατάθεση στεφάνου στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη με την ευκαιρία μιας επετείου. Στη διάρκεια των μεγάλων κινητοποιήσεων για τη δημοκρατία  και το 15% βγήκαν και κάποια ψηφίσματα συμπαράστασης στους διοργανωτές των εκδηλώσεων. 

     Ας αναφέρουμε και μια άλλη πράξη μου στα πρώτα φοιτητικά χρόνια, όπως την περιγράφω σε ένα προηγούμενο βιβλίο του, με τον τίτλο «Κι όμως ήταν όμορφα»

    {...Όταν πήγα στο γυμνάσιο οι σχολικές ανάγκες με υποχρέωσαν ν’ αγοράζω και άλλα βοηθητικά βιβλία. Με τον πατέρα μου υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία με βάση και τις πραγματικές του δυνατότητες: 

- Εγώ θα σου εξασφαλίζω στέγη και φαγητό. Το σχολείο και τα τυχόν έξοδά του φρόντισε τα μόνος σου.

    Αυτό έκανα. Μικροαπασχολήσεις στα μαγαζιά της γειτονιάς κάποια απογεύματα, στο μεγαλομπακάλικο το Σαββατόβραδο με την πολλή δουλειά. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια έβγαζα το χαρτζιλίκι. Με αυτά τα λεφτά αγόραζα τις μεταφράσεις των Αρχαίων, τις λύσεις των ασκήσεων της Αριθμητικής. Τέτοια! Αργότερα όταν μου μπήκε η λόξα με τα Μαθηματικά άρχισα ν’ αγοράζω τους τόμους του Πέτρου Τόγκα, Άλγεβρα και Γεωμετρία, τη μεγάλη Γεωμετρία του Νικολάου, τη μεγάλη Άλγεβρα του Παπανικολάου και κάποια στιγμή τον ογκώδη δεμένο τόμο της Γεωμετρίας των Ιησουϊτών. Πάνω σ’ αυτά τα βιβλία έκανα πολλά μεροκάματα. Ώρες και ώρες. Μέρες και μήνες ν’ αθροίζω τις ασκήσεις που έλυσα.  Κανονική μανία.

    Επειδή πήγα στο Πρακτικό πήρα και λίγο Φυσική. Τη σημαντική σειρά βιβλίων των Παλαιολόγου-Περιστεράκη και τη Χημεία Παπαγεωργίου-Λιάτη. 

    Το πρώτο προσωπικό «εξωσχολικό» βιβλίο που αγόρασα ήταν η Παγκόσμια Ιστορία του Ουέλς, δεμένο σ’ έναν βαρύ τόμο. Αφορμή στάθηκε ένας συμμαθητής μου που νωρίς-νωρίς μπήκε στη βιοπάλη κι έτρεχε πουλώντας βιβλία με δόσεις. Δύσκολο για μένα βιβλίο, γεμάτο γεγονότα, μάχες, τόπους, ονόματα. Εγώ όμως το πέρασα και το ξαναπέρασα σειρά-σειρά έχοντας άπειρες απορίες στην άκρη του μυαλού μου. Αργότερα το χάρισα σ’ ένα ανίψι μου. Ένα «σπάραγμά» του βρίσκεται χωμένο στην άκρη μιας βιβλιοθήκης ακόμα και σήμερα.     Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο έφερα στο φοιτητικό μου δωμάτιο σε δυο χάρτινες κούτες από το «Γάλα Βλάχας» αυτά τα βοηθητικά βιβλία. Χιλιοχρησιμοποιημένα, με σχισμένα πολλές φορές εξώφυλλα και άπειρες σημειώσεις πάνω τους.      Σε κάποια φάση ένιωσα την ανάγκη να πάρω ένα αξιοπρεπές ρούχο πάνω μου. Γυνή γάρ! Ο άθλιος εγώ, τα σκότωσα σε ομάδες στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Νομικής, στη Μασσαλίας και Σόλωνος. Μ’ αυτά τα λεφτά, αγόρασα ένα ανοιξιάτικο παντελόνι και - για πρώτη φορά στη ζωή μου - μια μπλούζα, που αντικατέστησε τα χιλιοφορεμένα από τα μεγαλύτερα αδέρφια μου πουκάμισα. Καμαρωτός και άνετος κυκλοφορούσα εκεί που έπρεπε.

    Αργότερα με ζώνουν τα φίδια. Οι τύψεις άρχισαν να με πνίγουν. Δεν πούλησα κάποια μεταχειρισμένα βιβλία. Πούλησα ένα κομμάτι της ζωής μου! Αυτό κι αν ήταν αμαρτία. Το αμάρτημα της νιότης μου!

     Όταν πέρασαν κι άλλα χρόνια, άρχισα να αγοράζω παλαιά βιβλία. Το θέμα ξεκίνησε από μια ερευνητική ανάγκη, αργότερα όμως αυτό έγινε σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Ίσως πίσω από αυτήν την ενασχόλησή μου να κρύβεται ασυνείδητα η ανάγκη για μερική εξιλέωση στο ανίερο νεανικό μου ολίσθημα... Ίσως!»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

Φοιτητικά χρόνια – Φάση δεύτερη: Η έξαρση

 

    Τώρα ήταν η περίοδος της ανάτασης. Η φοιτητική παράταξη της Αριστεράς, ενώ αριθμητικά ήταν μειοψηφία στο συνολικό πληθυσμό των φοιτητών,  με την ενεργητικότητα των μελών της, με την προβολή κατάλληλων υποψηφίων, βρέθηκε να έχει την πλειοψηφία στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια. Ήταν η πρώτη χρονιά που η  δεξιά ΕΚΟΦ έχανε την εξουσία. Ενώ αυτό ήταν θετικό κι έδινε εναλλακτικές επιλογές δεν έγινε η σωστή αξιολόγηση  του φαινομένου και η καλλιέργεια δεσμών φιλίας και συνεργασίας με τους φυσικούς συμμάχους. Κυριάρχησαν οι αντιλήψεις μονόπλευρης κατοχής των κύριων πόστων κι έτσι άρχισαν τα παράπονα και μπήκαν οι σπόροι της μελλοντικής αντιπαλότητας και διάσπασης. Ό,τι σπέρνεις θερίζεις       Σε αυτήν την περίοδο ανήκουν όμως  οι μεγάλοι αγώνες των φοιτητών. Όχι μόνο για τα δικαιώματα τους, όπως φοιτητικό συσσίτιο, φοιτητικό εισιτήριο, μεταφορά μαθημάτων και άλλα σχετικά θέματά τους. Οι αγώνες επεκτείνονται σε γενικότερους στόχους, για δημοκρατικά δικαιώματα ολόκληρου του λαού. Στους αγώνες αυτούς κινητοποιούνται για πρώτη φορά μετά από χρόνια μεγάλοι αριθμοί φοιτητών, ένδειξη ακριβής ότι οδηγούμαστε σε φάση αλλαγής

    Θέλω από την αρχή να το ξεκαθαρίσω. Το να περιγράψει κανείς όλα τα συμβάντα αυτής της εποχής δεν είναι σκοπός αυτή της αφήγησης. Απλώς θα αναφερθούν κάποια ψήγματα αναμνήσεων, που  έχουν κάποια άμεση  ή έμμεση σχέση με το πρόσωπό μου.

    Πρώτη αξιοσημείωτη ανάμνηση είναι ο αγώνας του Φυσικού τμήματος της Φυσικομαθηματικής σχολής για τα δικαιώματα των πτυχιούχων Ραδιοηλεκτρολόγων, του μοναδικού εκείνη την εποχή μεταπτυχιακού τμήματος για το διορισμό τους σε οργανισμούς, όπως τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ και τους άλλους παρεμφερείς δημόσιας υφής οργανισμούς. Ξεκίνησε ένας αγώνας γι’ αυτόν το στόχο και δημιουργήθηκε συντονιστική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι των τεσσάρων ετών του Φυσικού τμήματος. Μόνο για την ιστορία να πω ότι σε αυτήν συμμετείχαν εκτός από μένα και τον Νίκο Κιάο, ο Λαρισαίος Αλέκος Παπαδημητρίου και ο κρητικός Γιώργος Γραμματικάκης.  Συνελεύσεις στο αμφιθέατρο του Χημείου, αγωνιστικές ομιλίες στα σκαλάκια και πατρονάρισμα από τον καθηγητή Μιχάλη Αναστασιάδη. Εκεί για πρώτη φορά ο Λευτέρης βρέθηκε ομιλητής σε μεγάλο ακροατήριο. Τότε έλαμψε η ρητορική δεινότητα του Γιώργου Γραμματικάκη, που ήταν τεταρτοετής στο τμήμα μας

    Κάποια στιγμή τέθηκε να βάλουμε  σαν στόχο το διορισμό ενός καθηγητή του τμήματος στο Δ.Σ του ΟΤΕ. Ο Λευτέρης, άσχετος με τα ζητήματα και τα παιχνίδια εξουσίας, αντέδρασε λέγοντας ότι δεν αγωνιζόμαστε για πρόσωπα μα για αρχές και θεσμούς. Δεν είχα δίκιο με βάση τα καθιερωμένα στο παιχνίδι της εξουσίας, μα έπρεπε να κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι για να μάθω τα βασικά. Γι’ αυτό το θέμα πήρα μέρος στην πρώτη διαδήλωση κρατώντας και πανό. Η επίθεση της αστυνομίας άμεση και σκληρή. Το πανό μου αρπάχτηκε από τα χέρια και σαν ρόπαλο από τα χέρια του αστυνομικού οργάνου έπεσε στο κεφάλι μου. Δεν είχα  προηγούμενες αντίστοιχες εμπειρίες. Δεν ήταν ο φυσικός πόνος που ένιωσα. Αυτός αντέχεται. Ήταν η πίκρα και το «παράπονο» ότι ενώ είχαμε απόλυτο δίκιο στον αγώνα που κάναμε δε βρίσκαμε την κατανόηση των αρμοδίων.

Άπειρος και αφελής έβαλα τα κλάματα.  Ήταν η  πρώτη εμπειρία βίας πάνω του. Θα ακολουθούσαν  στην πορεία αναβαθμισμένες σε ανώτερα επίπεδα αντίστοιχες τραγικές εμπειρίες

     Ακολούθησαν οι αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού και των φοιτητών με το σύνθημα 114, που τότε ήταν το ακροτελεύτιο άρθρο του συντάγματος. Αιχμή αυτών των αγώνων, μαζί με την καταπολέμηση της ΕΚΟΦ ήταν η οργάνωση  ΔΑΣ-114, όπου ένας από τους ηγέτες της ήταν ο φοιτητής της Νομικής Θεόδωρος Πάγκαλος, αλλά και η ομοσπονδία τοπικών φοιτητικών συλλόγων.

    Ο αγώνας για το 15% δεν είχε μόνο το στοιχείο της μαζικότητας από άποψη συμμετοχής μεγάλου όγκου φοιτητών. Ήταν επίσης και η πιο αποτελεσματική προσπάθεια σύνδεσης του φοιτητικού κινήματος με τα ευρύτερα στρώματα του Ελληνικού λαού. Με τα σημερινά δεδομένα το ποσοστό 15% είναι υπερβολικό, αλλά τότε ποιος σκεφτόταν εκείνα τα χρόνια αυτή τη διάσταση; 

    Ας αναφερθώ σε μια προσωπική  εμπειρία  γύρω από αυτή την περίοδο. Όταν στις διακοπές των εορτών πήγα στο Βόλο ο δημοσιογράφος Αλέκος Τράκας μετά από αίτησή μου έδωσε χώρο στη εφημερίδα του να γράψω για το 15%. Δημοσίευσα ένα κείμενο, που κυρίως  ήταν μια πρόσκληση σε μαθητές της πόλης να έρθουν σε συγκεκριμένο ραντεβού στα γραφεία της εφημερίδας Δεν περίμενα τίποτα ιδιαίτερο. Όμως η εξέλιξη των πραγμάτων ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Εκείνη την ημέρα 22 νέα παιδιά - μαθητές γυμνασίου - ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Μοιράσανε δουλειές, συνεργεία δρόμων, αλλά και προσέγγιση των επωνύμων της πόλης. Επιτυχία ήταν μεγάλη και ανέλπιστη! Οι αρνήσεις μετρημένες στα δάχτυλα. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα είχα στα χέρια μου σχεδόν 10.000 υπογραφές από την περιοχή του νομού. Κάπως έτσι ξεπεράστηκε το ένα εκατομμύριο υπογραφές, που συμφωνούσαν με το αίτημα των φοιτητών

     Τότε το φοιτητικό κίνημα είχε οξυγόνο μέσα του που ζωογονούσε όχι μόνο τους φοιτητές αλλά και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία  

    Το  4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο είναι  έτσι κι αλλιώς ένας σταθμός για το ελληνικό φοιτητικό κίνημα. Έχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα κείμενα καταγράψει τη σημασία του και το υψηλό επίπεδο των αποφάσεων του. Έτσι δεν έχει νόημα η άσκοπη επανάληψή τους. Εκείνο που εδώ θέλω να σημειώσω είναι η εμπειρία κι οι εντυπώσεις που άφησαν σε μένα. Ήταν η πρώτη φορά, που λάβαινα μέρος σε μια τέτοια διαδικασία και εντυπωσιάστηκα πολλαπλώς. Φοιτητές από όλα τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας, αντιπρόσωποι Ελλήνων φοιτητών από όλες τις χώρες που σπούδαζαν παιδιά δικά μας, εκλεγμένοι με δημοκρατικές διαδικασίες βρέθηκαν για μέρες να συζητούν σε υψηλό επίπεδο για τα προβλήματά τους, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα

    Εκεί πρωτοσυνάντησα μια σειρά φοιτητές, αρκετοί από τους οποίους στη συνέχεια έγιναν φίλοι μου, που ζήλεψα τις ικανότητές τους και τις γνώσεις τους. Εκεί ένιωσα στο πετσί μου πόσο υστερούσα σε σχέση με αυτούς. Δε μιλώ για τους παντού και πάντοτε υπάρχοντες που κορδώνουν τη μετριότητά τους με μεγαλοστομίες. Μιλάω για ανθρώπους με πραγματικό βάθος και όραμα. Διακινδυνεύω να αναφέρω μόνο ενδεικτικά κάποια ονόματα γνωρίζοντας ότι θα αδικήσω αρκετούς άλλους. Αλλά δε γίνεται διαφορετικά. Μετά είναι και η μνήμη που μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν από τότε ξεθώριασε και με αρκετούς δεν συνέχισα την επαφή, οπότε η ολιγοήμερη γνωριμία δεν είναι ασφαλές κριτήριο για την αξιολόγησή τους

    Ο Αντρέας Λεντάκης, ο πολύγλωσσος. Τότε η γνώση ξένων γλωσσών δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όπως σήμερα κι ένας άνθρωπος με τόση άνεση σε όλες τις κύριες ξένες γλώσσες εκ των πραγμάτων φάνταζε σα λαμπερό αστέρι. Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά κτλ. Ήταν ο μόνιμος μεταφραστής σε όλους τους εκπροσώπους ξένων φοιτητικών ενώσεων.

    Τον Αντρέα Λεντάκη τον θαύμαζα και τον ζήλευα για το σπινθηροβόλο πνεύμα, τη μεθοδική σκέψη, την ετοιμότητά του να δίνει καίριες απαντήσεις, τη ζωντάνια στις συζητήσεις, αλλά και την πολυγλωσσία του. Τομείς στους οποίους εγώ ήμουν σκράπας. Δεν ήμασταν φίλοι κοντινοί με την έννοια να βρισκόμαστε ιδιαιτέρως, να ανταλλάσσουμε προσωπικές πληροφορίες, να σχολιάζουμε άλλους κι όλα τα σχετικά. Απλώς, είχαμε κοινούς τομείς ενδιαφερόντων και βρισκόμασταν για χρόνια στα ίδια πολιτικά στέκια. Έτσι συναντιόμασταν σε φοιτητικές εκδηλώσεις και συνέδρια, σε συνεδριάσεις οργάνων και πολιτικές συγκεντρώσεις. Τίποτα περισσότερο. Όμως η τύχη  το έφερε να συναντηθούν οι δρόμοι μας σε κάποιες στιγμές, που γι’ αυτόν, ίσως να πέρασαν απαρατήρητες, αλλά για μένα είχαν σημασία και έμειναν στη μνήμη μου. Γι’ αυτό και σήμερα τις επικαλούμαι.

    Ήμουν νεοσσός στην οργανωμένη αριστερά και σε μια από τις συγκεντρώσεις, που συνήθως ήταν απαγορευμένες, με κυνηγητά στους  κεντρικούς δρόμους και τις ενδιάμεσες παρόδους βρέθηκα στη Σταδίου στο ύψος των Χαυτείων, φωνάζοντας διάφορα συνθήματα. Οι αγώνες του 114. Την άλλη μέρα στο πρωτοσέλιδο της «Βραδυνής» μια μεγάλη φωτογραφία μου με σηκωμένα τα χέρια δίπλα- δίπλα με τον Αντρέα. Πάνω από την φωτογραφία με μεγάλα γράμματα δέσποζε ο τίτλος:

     ΝΕΑΡΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

    Εμείς διαδηλώναμε για τη δημοκρατία και την υπεράσπιση του Συντάγματος. Κι αυτοί μας στόλιζαν με χαρακτηρισμούς, που ακόμα δεν είχαν ίσως εισχωρήσει στο μυαλό μου, ούτε καν συνειδητοποιηθεί μέσα μου. Όμως, να σας πω την αμαρτία μου;  Μου άρεσε! Μου δημιουργούσε μια εσωτερική ταραχή, σαν να δοκίμασα το  μήλο του Παραδείσου. Ήταν ο απαγορευμένος καρπός και γι’ αυτό ήταν νόστιμος.

   Ακολούθησε το 15% για την Παιδεία που, σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση ήταν η μαζικότερη φοιτητική εκδήλωση της εποχής, αφού ταρακούνησε και δραστηριοποίησε αδρανή και ίσως αδιάφορα μέχρι τότε τμήματα της νεολαίας. Ξέρω από άμεση εμπειρία ότι πολλά από τα πρωτότυπα και έξυπνα συνθήματα αυτού του αγώνα, κατά ένα γενναίο ποσοστό τα οφείλουμε στην έμπνευση του Αντρέα. Αν αξιοποιούσε αυτό το ταλέντο του θα ήταν ένας από τους καλύτερους κειμενογράφους στις διαφημιστικές εταιρείες. 

     Η δεύτερη ανάμνηση ήταν στο 4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Ένα κρίσιμο ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν τι θα γίνει με τη συμμετοχή της νεοσύστατης ΕΦΕΕ στις διεθνείς φοιτητικές οργανώσεις. Υπήρχε η αριστερής απόκλισης ΙUS,  με έδρα την Πράγα, και η δυτικής ατμόσφαιρας  COSEC. Ειδοποιήθηκα με κάποια ατμόσφαιρα μυστικότητας  ότι το βράδυ κλείστηκε ραντεβού στο σπίτι του Γρηγόρη Γιάνναρου. Τότε, ψηλά στα Πατήσια. Έπρεπε  να αποφασιστεί η τελική θέση της παράταξης μας στο θέμα. Με «άκρα μυστικότητα» και με ατομική προσέλευση μαζεύτηκαν τα βασικά μέλη της σπουδάζουσας και μερικοί καλοί σύμμαχοι της παράταξης. Ο Αντρέας Λεντάκης, ο Άρης Μανωλάκος, ο Γιάννης Μπανιάς, ο Βαγγέλης Φυτράκης, ο Χρήστος Σταυρινάδης, ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος, ο Στέλιος Ράμφος, ο Βασίλης Κωστόπουλος, ο Απόστολος Μπέσης και ίσως δυο ακόμη μαζί μ’ εμένα που, δυστυχώς δεν τους θυμάμαι πια. Το αστέρι στη συγκέντρωση ήταν ο Ερνάντες  από τη Βενεζουέλα, ένας γεροδεμένος μικρού αναστήματος, με ξύπνιο πρόσωπο και ζωντανό βλέμμα νέος, εκπρόσωπος της IUS στο συνέδριο. Όλοι είπαν τη γνώμη τους. Κυριάρχησε η άποψη, κατ’ αρχήν, να προσχωρήσουμε και στις δυο οργανώσεις, προς το παρόν ως ενεργοί  παρατηρητές, άποψη με την οποία συμφώνησε και ο Ερνάντες. Εν τω μεταξύ, οι ώρες περνούσαν και από τις χαραμάδες στο παράθυρο είδαμε κάποια στιγμή ότι είχε  ξημερώσει. Είπαμε να πάμε στα σπίτια μας για λίγο ύπνο αφού μας περίμενε μια δύσκολη και κουραστική μέρα: Η τελευταία μέρα του συνεδρίου. Αρχίσαμε να φεύγουμε σε μικρές ομάδες και τότε πέσαμε πάνω στην τραγική έκπληξη. Στην είσοδο της πολυκατοικίας  μας καλημέριζε ο γνωστός και μη εξαιρετέος Κραββαρίτης, στέλεχος του σπουδαστικού της Ασφάλειας με την απαραίτητη ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο. Τα «συνωμοτικά μέτρα» είχαν όλα τιναχτεί  στον αέρα. Οι μόνιμες σκιές μάς ακολούθησαν από πίσω.   Όμως ό,τι αποφασίσαμε έγινε το βράδυ της ίδιας μέρας.

    Με τον Ανδρέα με συνδέει μια ακόμη σημαντική ανάμνηση. Μεσολάβησαν σκληρά χρόνια στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Στρατιωτικό, δικτατορία, παρανομία, Μουμπουλίνας, φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Τα επόμενα χρόνια, ψιλοχαθήκαμε προσπαθώντας ο καθένας να χτίσει τη ζωή του. Όταν επιτέλους βρήκα το χρόνο και τέλειωσα τις τελευταίες υποχρεώσεις με το πτυχίο, έφτασε η μέρα της ορκωμοσίας. Αρχές του 1976 πια. Μπήκα στην αίθουσα των τελετών με προφανή συγκίνηση και η σύμπτωση τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της  Την ίδια μέρα, εκεί δίπλα μου ορκιζόταν κι ένας άλλος αρχαίος φοιτητής: Ο Αντρέας Λεντάκης. Δυστυχώς όμως, αυτός ο προικισμένος άνθρωπος έφυγε τόσο πρόωρα από τη ζωή.

 

 Μια σκληρή ανάμνηση

 

     Ήταν οι μέρες που ζούσαμε τη δολοφονία από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Την εποχή εκείνη ήμουν φοιτητής. Τα ρούχα που διέθετα ήταν ασφυκτικά περιορισμένα κι έτυχε εκείνη την ημέρα να μην έχω καθαρό πουκάμισο. Έτσι δανείστηκα από τον συγκάτοικό μου μια μπλούζα. Αυτές που τότε έλεγαν μπλούζες κολλεγίου. Για πρώτη φορά φορούσα κάτι τέτοιο. Ήθελα να είμαι κάπως ντυμένος γιατί το απόγευμα προς το βράδυ η νεολαία της Αριστεράς οργάνωνε στον Πειραιά μια συγκέντρωση τιμής και σεβασμού για τον αδικοχαμένο βουλευτή.

    Η ελληνική κοινωνία ήταν από μέρες σε διέγερση, μετά την απροκάλυπτη δολοφονική επίθεση σ’ έναν εκπρόσωπο του κοινοβουλίου. Ανήσυχη αλλά κι αποφασισμένη, κάτω από τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων για τον εσμό των παρακρατικών οργανώσεων. Για μια ακόμα φορά αποκαλύφθηκε ανάγλυφα πως δρούσαν ανενόχλητες ανά την επικράτεια και εργάζονταν, σε αγαστή συνεργασία με ορισμένα κέντρα της κρατικής εξουσίας  με σκοπό τη διατήρηση τους με κάθε θυσία στην εξουσία. Όμως το λαϊκό κίνημα το τελευταίο διάστημα φούντωνε και ο άνεμος της επερχόμενης αλλαγής θώπευε τις κρυφές ελπίδες μας. Νέες δραστήριες δυνάμεις έμπαιναν στο στίβο των αγώνων σπάζοντας την ατμόσφαιρα τρομοκρατίας που η δεξιά είχε επιβάλει τα προηγούμενα χρόνια στην πολιτική ζωή.

    Εμείς, νέοι με ζεστό αίμα, σίγουροι για το δίκιο των αιτημάτων μας, εκείνη την εποχή δεν περπατούσαμε. Με τη νεανική ζωντάνια, συνδυασμένη και με την δικαιολογημένη αφέλεια που σέρναμε, πετούσαμε, πνιγμένοι από την αγανάκτηση, απαιτούντες την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, υπεραισιόδοξοι ότι η νίκη πλέον μας προσεγγίζει καλπάζοντας. Συγχρόνως ήμασταν αποφασισμένοι για  κάθε προσφορά και προσωπική θυσία.

    Ο σταθμός του Ηλεκτρικού, αρχικός τόπος της συγκέντρωσης φυλαγόταν από ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας και ήταν δύσκολο να τον προσεγγίσουμε. Δε θυμάμαι ακριβώς πώς, έπεσε γραμμή - από στόμα σε στόμα -  να συγκεντρωθούμε στο Πασαλιμάνι. Τι τραγικό! Είχα πάει παρέα με δυο αγαπημένους φίλους, που έφυγαν τόσο νωρίς από κοντά μας. Τον Γιάννη Μπανιά και τον Τάκη Παππά. Κι οι τρεις, εκείνη την εποχή, ήμασταν μέλη του οργάνου της σπουδάζουσας στη νεολαία της ΕΔΑ και είχαμε και καθοδηγητικές ευθύνες. Όταν θεωρήθηκε ότι μαζεύτηκαν αρκετοί, άρχισαν τα αντικυβερνητικά συνθήματα, αλλά αμέσως καταλάβαμε ότι πέσαμε σε παγίδα. Από τους παράδρομους βγήκαν πάνοπλες οι διμοιρίες των αστυφυλάκων αποφασισμένοι να μας λιώσουν. Και το πέτυχαν. Το ξύλο που έπεσε ήταν πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο. Μέσα σε λίγο χρόνο άνοιξαν κεφάλια και το αίμα έτρεχε άφθονο. 

     Ενώ ετοιμαζόμασταν για στρατηγική υποχώρηση, δίπλα μου ήρθε ένα νέο παιδί με το πρόσωπο γεμάτο αίματα απ’ το ανοιγμένο κεφάλι του. Τον αγκάλιασα και κίνησα να το πάω παράμερα για λόγους προστασίας. Μάταια. Αμέσως έπεσα κι εγώ θύμα ξυλοδαρμού, με τελική κατάληξη τη σύλληψη μου. Δυο όργανα με έσυραν κυριολεκτικά κρατώντας με σφιχτά από τα χέρια προς την πλατεία Κοραή. Όταν μετά κόπων και βασάνων φτάσαμε εκεί  βρέθηκα μπροστά σε μια νέα δυσάρεστη έκπληξη. 

    Κατά μήκος του δρόμου, μέχρι το αστυνομικό τμήμα ήταν παρατεταμένοι πάνοπλοι αστυνομικοί σε δυο σειρές, δημιουργώντας ένα στενό διάδρομο. Όχι ως τιμητική φρουρά, αλλά έχοντας ίσως και την εντολή να χτυπάνε κατά βούληση τους άτυχους που περνούσαν αναγκαστικά απ' ανάμεσά τους. Τότε το αστυνομικό τμήμα βρισκόταν επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου (σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου) δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου) 

    Τέτοιο ξύλο δεν είχα μέχρι τότε δοκιμάσει. Αυτό θα γινόταν κι αναβαθμισμένα - μετά από λίγα χρόνια και με άλλη μέθοδο στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Όλοι οι συλληφθέντες οδηγηθήκαμε σε όροφο και στα σκαλιά ανεβαίνοντας συνεχίστηκε χωρίς διακοπή το μαρτύριο του άγριου ξυλοδαρμού από αστυφύλακες που ήταν παρατεταμένοι κατά μήκος της σκάλας. 

    Εκεί συνάντησα φίλους και γνωστούς σε άθλια, σαν και μένα, κατάσταση. Κάποιους θυμάμαι και θα τους αναφέρω, αλλά για κάθε ενδιαφερόμενο υπάρχουν οι εφημερίδες της εποχής. Ο Μιχάλης Οικονόμου, που κρατούσε το αυτί του, με εσωτερική αιμορραγία, η γυναίκα του Πόπη Στρατή, αδελφή του φίλου Γιάννη. Ο Γιώργος Ντάσης, αδελφός του Στράτου, και πολλοί άλλοι που ας με συγχωρήσουν που δεν θυμάμαι και δεν τους αναφέρω στη σημερινή μου αναφορά.

    Μας άφησαν ελεύθερους, χωρίς να μας απαγγείλουν κατηγορίες - μα ποιες άλλωστε; - γύρω στις τρεις το πρωί, στραπατσαρισμένους και με έκδηλα τα σημάδια της κακοποίησης. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η καθαρή και δανεισμένη μπλούζα του συμπατριώτη μου ήταν γεμάτη με αίματα δικά μου, αλλά και του παιδιού που αποπειράθηκα να προστατεύσω. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν και για ταξί, με τα δεδομένα της εποχής, ούτε συζήτηση.

    Με μεγάλη δυσκολία και περπατώντας ώρες, κατορθώσαμε, εγώ κι ο Γιώργος, να φτάσουμε με τα πόδια στο σπίτι του, που ήταν κοντά στο σταθμό του ηλεκτρικού της Καλλιθέας. Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου.

    Σκεπτόμενος μετά τόσα χρόνια τα γεγονότα, μου μένει, ως ζωντανή ανάμνηση, η λύσσα των αστυνομικών οργάνων και η ένταση του ξυλοδαρμού. Ίσως ήταν ένα είδος προειδοποίησης. Το μήνυμα τρομοκράτησης που ήθελε να δώσει η αστυνομία είχε δοθεί, αλλά εμείς εκείνη την εποχή δεν χαμπαρίζαμε τίποτα και δεν ορρωδούσαμε  προ ουδενός.

 

Η «γραμμή»   

 

    Είναι φαντάζομαι σε πολλούς γνωστό ότι η σταυροδοσία  στις πάσης φύσεως εκλογές που μετέχει η Αριστερά είναι για αυτήν προκαθορισμένη και κατευθυνόμενη. Ασφαλώς με τα κριτήρια και τα γράδα της εκάστοτε ηγεσίας. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να προωθήσει τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης της και ίσως των απαιτούμενων προσόντων που πρέπει να κατέχουν οι εκλεγόμενοι σε κάποια θέση.

    Λαμβάνονται λοιπόν εγκαίρως όλα τα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα, μοιράζονται καθήκοντα, διατίθεται το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και  τέλος τα απαιτούμενα υλικά μέσα για την υλοποίηση του «εγχειρήματος». Θεωρείται καίρια η ανάγκη επιτυχίας αυτού του σκοπού, γιατί στην ενδεχόμενη περίπτωση αποτυχίας  ανοίγει ένα μεγάλο θέμα για τα στελέχη που ασχολήθηκαν με αυτό το καθήκον, που αρχίζει από τον καταλογισμό ευθυνών για προσωπική  ανικανότητα και μπορεί να φτάσει μέχρι την ύπαρξη υποχθόνιου σχεδίου για σαμποτάζ ή σε προβοκάτσια των  -  κάθε φορά επικαλούμενων - σκοτεινών κύκλων της ανωμαλίας.

         Στα χρόνια της συμμετοχής μου στη ζωή της οργανωμένης αριστεράς, προσωπικά ήμουν από αυτούς που ακολουθούσαν την κυρίαρχη επίσημη γραμμή. Τόσο πολύ, μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά αυτός ήμουν. Πίστευα στην λογική του απλού οπαδού της παράταξης ότι η ηγεσία ξέρει καλύτερα από εμένα γι’ αυτό δε χρειάζονται κόντρες και αμφισβητήσεις. Σήμερα αυτό ακούγεται αφελές και ίσως υστερόβουλο, αλλά έτσι ένιωθα τότε και αυτό καταθέτω. Αφελές ήταν, σίγουρα όμως, όχι υστερόβουλο.

    Υπήρξαν εκείνα τα χρόνια ιδεολογικές «μάχες», ιδιαίτερα την περίοδο του Ρώσο-Κινέζικου σχίσματος που διαίρεσαν την φοιτητική οργάνωση της νεολαίας σε δυο κομμάτια. Υπήρχαν μέλη της οργάνωσης που έδωσαν σκληρή μάχη πάνω σ’ αυτό το θέμα, που είχαν μελετήσει τα κείμενα και είχαν, με όλο το φανατισμό του νέου ανθρώπου, ταχθεί στην πλευρά των κινέζικων θέσεων. Εγώ παρέμεινα πιστός στη επίσημη γραμμή λες κι ήμουν ο συρμός του τραμ. Κρίνοντας εκ των υστέρων τα πράγματα η στάση μου ενώ ξεκινούσε από την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της επίσημης θέσης διαπνεόταν τελικά και από έναν πραγματισμό. Είχαμε πολύ πιο άμεσα και πιεστικά εγχώρια προβλήματα να λύσουμε από τις νεφελώδεις ιδεολογικές διαφορές καθεστώτων που βρίσκονταν σε άλλα στάδια ανάπτυξης από εμάς και που τελικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι οι επιφανειακές αφορμές των διενέξεων. Η οργάνωση είχε έναν όγκο υποχρεώσεων και εργασιών που έπρεπε από κάποιους να διεκπεραιωθούν. Ορισμένοι έβρισκαν τις πολιτικές τους διαφωνίες σα δικαιολογία να αποφύγουν τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Τέτοια φαινόμενα βλέπαμε εμείς, αλλά εύκολα τα γενικεύαμε επί δικαίων και αδίκων. Είναι  συνήθεις όμως τέτοιες συμπεριφορές στη φάση της διαπάλης των ιδεών. Αλλά και σ’ άλλους χώρους που αργότερα βρέθηκα είδα ότι το κάρο των υποχρεώσεων το σέρνουν πάντα μερικοί, που για άλλους θεωρούνται κορόιδα, αλλά στην πραγματικότητα είναι οι χρήσιμοι και αναντικατάστατοι κρίκοι για την προώθηση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων. Πάντα υπάρχουν οι «έξυπνοι», οι ταγμένοι να καθοδηγούν, να ασκούν κριτική, να χρεώνουν λάθη και κάθε ολιγωρία  σε τρίτους, χωρίς όμως να διανοηθούν ότι κάποια στιγμή πρέπει κι αυτοί να σηκώσουν τα μανίκια και να βοηθήσουν την κατάσταση. Έτσι είναι η ζωή! Είναι μάταιο να αναμένεις κάτι διαφορετικό

     Θέλω να περιγράψω εδώ μια περίπτωση περάσματος της γραμμής, που έζησα από κοντά και μάλιστα έπαιξα πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν οι εκλογές του 1964, όπου προβλεπόταν ο θρίαμβος της Ένωσης Κέντρου. Η ΕΔΑ προσπαθούσε να περιορίσει το ρεύμα διαρροής των ψήφων της προς το Κέντρο, κάτι λογικό και αναμενόμενο, ιδιαίτερα όταν, παρά τις εσωτερικές ισχυρές διαφωνίες, είχε τολμηρά για την εποχή αποφασίσει να αποσυρθεί από τις «άγονες περιοχές» της επικράτειας. Ό Βόλος ήταν μια  περιοχή που υπήρχε σχετική  βεβαιότητα ότι θα εκλέξει η ΕΔΑ δικό της βουλευτή. Ήδη στις εκλογές του 1963 στην περιοχή μας είχε εκλεγεί η Μαρία Καραγεώργη και αναμέναμε ότι αυτό να επαναληφθεί στις νέες εκλογές. Αυτή ήταν η γραμμή:

    Σταυρό στη Μαρία !   Μου ανατέθηκε το καθήκον να αναλάβω όλα τα πρακτικά καθήκοντα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Νοικιάσαμε ειδικό χώρο στο κέντρο της πόλης, μάζεψα τα μέλη της νεολαίας που είχαν διαθέσιμο χρόνο και αντίστοιχη όρεξη, αγοράσαμε 10.000 φακέλους και αναμέναμε τα ψηφοδέλτια που πάντα έρχονταν καθυστερημένα. Χωρίσαμε την πόλη σε τομείς και ορίστηκε υπεύθυνος σε κάθε τομέα.      Επιτέλους μια κάποια στιγμή έφτασαν τα ψηφοδέλτια και άρχισε η σταύρωση τους. Σταυρό στη Μαρία! Δυο ψηφοδέλτια σε κάθε φάκελο και μοίρασμα πόρτα- πόρτα. Στο κέντρο, στις βασικές συνοικίες, σ’ όλους τους γνωστούς ανθρώπους μας στα χωριά, στην επαρχία του Αλμυρού, το Πήλιο και τις Σποράδες. Εντατική, πολυήμερη και συνεχής εργασία. Κάποια στιγμή θεώρησα ότι ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Η γραμμή βεβαίως περνάει και με άλλους τρόπους κεντρικού σχεδιασμού, όπως ποιοι θα είναι οι κεντρικοί ομιλητές, ποιοι θα απαρτίζουν τα κλιμάκια των περιοδειών στα χωριά κ.τ.λ. Σ’ εμένα είχε ανατεθεί ο πρακτικός τομέας κι έδωσα όλες μου τις δυνάμεις και το χρόνο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Είχα κάνει το καθήκον μου. Με αναπαυμένη τη συνείδηση και ξέχειλη αφέλεια πήγα την Παρασκευή το βράδυ σπίτι να κοιμηθώ. Εκεί με περίμενε ένα από τα μεγαλύτερα αδέλφια μου με ένα φάκελο στο χέρι. Ήξερε ότι είμαι χωμένος μέχρι το λαιμό στο κόμμα. Αυτοί δεν είχαν χρόνο, αλλά ίσως και την όρεξη για στενότερη σχέση. Με ρωτάει ο Νίκος:

-    Μου έφεραν  ένα φάκελο στο σπίτι με σταυρό στον Τσόχα. Αυτή είναι η γραμμή; 

   Έπεσα από τα σύννεφα! Το αφελές μυαλό μου δε χωρούσε τις προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων ανθρώπων που θεωρούσαν τον εαυτό τους αδικημένο και λειτουργούσαν οργανωμένα και κόντρα στην επίσημη γραμμή. Αργότερα κατάλαβα ότι τα ανθρώπινα ελαττώματα είναι σύμφυτα στον άνθρωπο ανεξαρτήτως ιδεολογίας, παράταξης τόπου και χρόνου. Εκείνη την εποχή πίστευα αφελώς ότι στην αριστερά δεν υπάρχουν προσωπικές φιλοδοξίες, ότι πάνω απ’ όλα είναι η επίτευξη του άγιου κοινού σκοπού.

   Αμέσως ξύπνησε μέσα μου ο εισαγγελέας:

-    Ποιος σου έφερε το φάκελο; Πες μου αμέσως! 

   Ο Νίκος, σοφά ποιούμενος, δε μου είπε κουβέντα. Ευτυχώς, γιατί με το φανατισμό του νέου, του πιστού και του ανθρώπου που δούλεψε με πάθος για το αυτονόητο «πέρασμα της γραμμής» θα ζητούσα, ως άλλη Σαλώμη, την «κεφαλή του επί πίνακι». Όμως δε μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια. Παρά την κούραση όλων των ημερών γύρισα κάτω στην πόλη ενημέρωσα τους υπεύθυνους και άρχισα νέο μοίρασμα μέχρι την Κυριακή το πρωί.

   Η γραμμή τελικά πέρασε. Βουλευτής στο Βόλο εξελέγη η Μαρία. Ένιωσα την προσωπική δικαίωση, αλλά αυτό το συμβάν ήταν ένα από τα πρώτα επεισόδια που μου ξέφτισαν την αυθαίρετη εικόνα ότι στις γραμμές μας δε χωρούν τα ελαττώματα των άλλων παρατάξεων. Λίγο πολύ οι άνθρωποι είναι παντού ίδιοι. Με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Μέσα στο χώρο, μέσα στο χρόνο. Είχα πολλά χιλιόμετρα ακόμα να διανύσω για να καταναλώσω όλες τις αφέλειές μου. Αυτό θα γινόταν με το πλήρωμα του χρόνου και από τις αμείλικτες εξελίξεις που αυτό φέρνει.

 

-    Η απεργία πείνας των φοιτητών της Φαρμακευτικής

Σχολής - Φθινόπωρο 1964 

 

     Πέρα από τις αναγκαστικές μέρες πείνας που μου έτυχαν, είχα και μερικές εθελοντικές. Δύο τέτοιες θυμάμαι στη φοιτητική μου περίοδο κι ήταν μέρες συμπαράστασης σε αγωνιζόμενους – με διάφορα αιτήματα – φοιτητές. Η πρώτη ήταν με αίτημα να καθιερωθεί η μεταφορά μαθήματος στο επόμενο έτος, δικαίωμα που δεν υπήρχε τότε και ο φοιτητής έπρεπε να επαναλάβει όλο το έτος, έστω και για μισό μάθημα. Αυτή έγινε, μάλλον, το 1962 μέσα στην αίθουσα της Ένωσης των Κυπρίων Φοιτητών. Δε με αφορούσε προσωπικά, αφού είχα περάσει όλα τα μαθήματα, αλλά εγώ, όπου γάμος και χαρά, τσουπ - παρών κι απρόσκλητος!

    Θέλω όμως να αναφερθώ αναλυτικά στη δεύτερη περίπτωση. Για να με καταλάβουν οι νεότεροι, που δεν τα πρόλαβαν, θα πω ότι η Φαρμακευτική Σχολή ήταν τότε τμήμα της Φυσικομαθηματικής και όλα τα εργαστήρια ήταν εγκατεστημένα  στο παλαιό Χημείο στην οδό Σόλωνος. Αρκετά αργότερα αποσπάστηκε, έγινε ανεξάρτητη σχολή και ενσωματώθηκε με την Ιατρική στον τομέα των Σχολών Υγείας. Ακόμα να θυμίσω ότι το επάγγελμα του φαρμακοποιού ήταν πλήρως κλειστό, οι άδειες φαρμακείων δίνονταν με το σταγονόμετρο και με δυνατό δόντι στα γρανάζια της παραδόπιστης εξουσίας, οι δε υπάρχουσες άδειες πωλούνταν πανάκριβα σε άλλους ενδιαφερόμενους (ενδεικτική τιμή, το 1964, δύο χιλιάδες χρυσές λίρες!)

    Το συμβάν που σας περιγράφω συνέβη το φθινόπωρο του 1964. Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων της περιόδου του Σεπτεμβρίου, ο καθηγητής της Φαρμακευτικής Χημείας Γεώργιος Τσατσάς δεν είχε περάσει στο μάθημά του ούτε έναν από του φοιτητές του έτους με πολλές αρνητικές συνέπειες για όλους. Οι ενδιαφερόμενοι ήταν περίπου 20 άτομα. Ο πληθωρισμός των επόμενων δεκαετιών στη Σχολή δεν είχε φτάσει ακόμα.

   Την περίοδο αυτή ήμουν γενικός γραμματέας της ΕΦΕΕ και οι θιγόμενοι φοιτητές με ενημέρωσαν για την απόφασή τους να αντιδράσουν. Αν θυμάμαι καλά, ανάμεσά τους ήταν περισσότερες κοπέλες και δε χρειάζονται ονόματα, ενώ από τους άνδρες έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου τον Λαμιώτη Γιώργο Πάπουτσα και τον συμπατριώτη μου Βολιώτη Κουτσοδημήτρη. Η επιλογή τους ήταν να αρχίσουν απεργία πείνας έξω απ’ το γραφείο του καθηγητή Τσατσά, το οποίο ήταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου του Χημείου.

    Δήλωσα αμέσως τη συμπαράστασή μου με την ενεργό συμμετοχή μου στην απεργία πείνας. Θα ήμουν κι ο εκπρόσωπός τους στις επαφές με τους αρμόδιους, αφού οι ίδιοι δεν είχαν αντίστοιχες εμπειρίες σε τέτοια θέματα. Ασκούσα έτσι και κάποιον έλεγχο για να τηρείται σωστά η απεργία.

   Το θέμα πέρασε στις εφημερίδες και μετά τις τρεις μέρες άρχισαν τα συμπτώματα της εξάντλησης. Την επόμενη μέρα προς το μεσημέρι οργάνωνα συγκέντρωση καταγγελίας του καθηγητή κι ας κάνω μια εξομολόγηση στο σημείο αυτό: συνεννοήθηκα με μια από τις κοπέλες, όταν εγώ στο ισόγειο θα μιλάω πάνω στα σκαλιά σε όσους θα προσέλθουν για συμπαράσταση, αυτή να λιποθυμήσει και να φωνάξουμε ασθενοφόρο. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για την επόμενη κρίσιμη μέρα.

    Κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, από τη πόρτα της οδού Μαυρομιχάλη, που τότε ήταν εγκαταστημένο το μηχανουργείο (υποχρεωτικό εργαστήριο για τους Φυσικούς να μάθουν, ανάμεσα στα άλλα, τον τόρνο και να κάνουν βίδες!), μπήκε ο Νίκος από το Εβγάκι της γωνίας Σόλωνος και Μαυρομιχάλη, κρατώντας ένα γεμάτο δίσκο με όλα τα φαγώσιμα καλούδια!

Του έβαλα τις φωνές: 

- Φύγε Νίκο! Θα μου καταστρέψεις το σχέδιο…

     Τον έδιωξα κακήν κακώς και στη θέση αυτή, εν είδει παρενθέσεως, θα ήθελα να πω δυο λόγια για τα υπέροχα αδέλφια Κώστα και Νίκο, από τον Μύτικα της

Αιτωλοακαρνανίας. Το Εβγάκι ήταν προνομιούχο στέκι μου και σε μέρες αφραγκίας, που ήταν αρκετές, μου έκαναν πίστωση δύο αυγά τηγανιτά με βούτυρο Κερκύρας και φρέσκο ψωμί από τον απέναντι φούρνο.

   Πράγματι την άλλη μέρα έγιναν όλα όπως ακριβώς τα είχα σχεδιάσει. Ομιλία-λιποθυμία-ασθενοφόρο και το… αναμενόμενο σούσουρο. Ακόμα δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, αλλά στις εφημερίδες της επόμενης μέρας το περιστατικό ήταν από τις κύριες ειδήσεις

   Κάποια στιγμή στον όροφο του κτιρίου έφτασε ο διοικητής της Ασφάλειας (ή αρχηγός της Αστυνομίας) Τασσιγιώργος με δύο όργανα της Αστυνομίας. Αφού επόπτευσαν το χώρο, χωρίς να πειράξουν τίποτα,  μπήκαν στο γραφείο του καθηγητή Τσατσά. Μετά λίγη ώρα ένα από τα όργανα βγήκε και ζήτησε έναν εκπρόσωπο να μπει μέσα. Μπήκα εγώ κι ο Τσατσάς βάζει τις φωνές:

- Ποιος είσαι εσύ; Δεν είσαι φαρμακοποιός! - Είμαι ο εκπρόσωπός τους - Δε συζητάω μαζί σου!

Επενέβη ο Τασσιγιώργος: Τι ζητάτε; - Να επαναληφθούν οι εξετάσεις!

   Εδώ τέλειωσε η συζήτηση. Σε δυο μέρες ανακοινώθηκε η επανάληψη των εξετάσεων. Στα αποτελέσματα αυτή τη φορά πέρασαν οι περισσότεροι.

Η απεργία πείνας δεν πήγε στο βρόντο…

 

Το αδιέξοδο του 1965

 

    Το 1965 ήμουν σε αδιέξοδο. Ενώ το 1960 άρχισα τις σπουδές με δύναμη και αποφασιστικότητα, που φάνηκε ανάγλυφα στις εξετάσεις του πρώτου και δεύτερου έτους με τα επιτυχή αποτελέσματα στις τμηματικές εξετάσεις, στη συνέχεια η απασχόληση του με τα συνδικαλιστικά φοιτητικά δρώμενα και αργότερα η ένταξη του σε πολιτική οργάνωση μετέβαλαν τα δεδομένα προς το χειρότερο.

    Στα δυο πρώτα χρόνια των σπουδών μου δεν υπήρχε ακόμα κι ο θεσμός της μεταφοράς των μαθημάτων - που καθιερώθηκε με αγώνες την επόμενη χρονιά - κι έτσι αν δεν περνούσες όλα τα μαθήματα θα έχανες ολόκληρο το έτος και μάλιστα χωρίς κατοχύρωση των μαθημάτων που θα είχες προβιβάσιμο βαθμό. Ευτυχώς δεν ένιωσα κι αυτήν την άσχημη εμπειρία της αποτυχίας.

    Πρέπει όμως απ’ την αρχή να  χρεώσω στον εαυτό μου  ένα ελάττωμα. Δεν διέθετα την ωριμότητα και την εμπειρία να ισομοιράζω το χρόνο του ανάμεσα στις νέες ασχολίες και στις υποχρεώσεις μου ως φοιτητού. Ίσως, αυτό να είναι μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του, πράγμα που επαληθεύτηκε και σε μεταγενέστερες φάσεις της ζωής του. Όταν κάτι με  ενθουσιάσει και με  εμπνέει δίνομαι ολόκληρος, χωρίς αναστολές κι αμφιβολίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παράτησα.

     Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά μου στο τρίτο έτος των σπουδών. Τα μαθήματα του έτους ήταν οκτώ και στην περίοδο του Ιουνίου, λόγω άλλων «υποχρεώσεων», δεν έδωσα κανένα μάθημα. Έτσι στην περίοδο του Οκτωβρίου έπρεπε να κάνω επιλογή. Κάθισα  όλο τον Σεπτέμβριο και διάβασα ασταμάτητα μόνο τα έξη από τα οκτώ διακινδυνεύοντας πως αν χάσω ένα θα παραμείνω στο ίδιο έτος. Τώρα στο τρίτο έτος μπορούσες να τα μεταφέρεις στο επόμενο τα δυο. Μέσα σε συνθήκες οικονομικών στερήσεων με ελλιπή διατροφή,  πέτυχα τους στόχους και πέρασα στο τέταρτο έτος. Εδώ ίσως είναι κατάλληλη στιγμή να πω το εξής: Στη διάρκεια αυτών των ετών μου έγινε πρόταση στην αρχή για οικονομική βοήθεια από την οργάνωση και μια φορά από τον Γ. Γραμματέα Τάκη Μπενά να γίνω επαγγελματικό στέλεχος. Τα απέρριψα κάθετα. Αυτός ήμουν κι ο άνθρωπος δύσκολα αλλάζει σε κάποιες ευαισθησίες.       Από εκεί και πέρα αυξήθηκαν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές μου υποχρεώσεις. Κεντρικό συμβούλιο της νεολαίας Λαμπράκη, 5ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, εκλογή μου ως γενικού γραμματέα της ΕΦΕΕ. Όλα αυτά δεν μου άφηναν χρόνο για την παρακολούθηση των μαθημάτων. Εκ των πραγμάτων άλλαξα χώρους, γνωριμίες και υπήρξε μια απομάκρυνση από τους συμφοιτητές του έτους μου, που με βάση το τότε ισχύον σύστημα αυτοί ήταν που επιβεβαίωσαν με την ψήφο τους την εκλογή μου την επόμενη χρονιά.

     Οι συνέπειες ήταν αναπόφευκτες. Άρχισε να δημιουργείται ένα χάσμα με αυτούς  που μεγάλωνε προϊόντος του χρόνου, με ευθύνη δική μου φυσικά, εξαιτίας και της ντροπής που ένιωθα απέναντί τους, ενώ συγχρόνως  άρχισαν να σωρεύονται εκκρεμότητες σε παρουσίες, κυρίως σε εργαστήρια. Βλέπεις το Φυσικό τμήμα είχε πολλές υποχρεώσεις και δεν μπορούσες εσύ να τις αγνοείς με την απουσία σου. Από τους φίλους και ψηφοφόρους μου αυτό ερμηνεύτηκε ότι πια κινούμαι σε άλλους «υψηλότερους κύκλους» και δεν έδινα πια σημασία στο έτος μου. Ότι τα μυαλά του πήραν αέρα και δεν τους έδινε πια σημασία, όπως παλαιότερα. Έτσι είναι. Δεν γίνεται να είναι όλα δικά σου. Και το σκυλί να είναι χορτάτο και το ψωμί να παραμένει ολόκληρο.  

   Η θητεία μου στην ΕΦΕΕ δεν ήταν και από τις πιο επιτυχημένες. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο σε προσωπικές μου αδυναμίες, αλλά είχε κυρίως σχέση με την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων μετά τη σαρωτική νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1964. Πρέπει να το πούμε καθαρά και ξάστερα. Από το 4ο και 5ο  φοιτητικά συνέδρια αναδείχθηκαν κεντρικά συμβούλια όπου επικρατούσε κατά κράτος η παράταξη της Αριστεράς. Αυτό έχει την ερμηνεία του. Πρώτον στις φοιτητικές εκλογές λάβαινε μέρος ένα μόνο ποσοστό των εγγεγραμμένων στους καταλόγους φοιτητών, Κατά κριτήριο ο αριστερός ήταν παρών και ψήφιζε. Δεύτερον οι αριστεροί συνδικαλιστές έδιναν, αυτά τα χρόνια,  μάχες για ακανθώδη κι άλυτα μέχρι τότε φοιτητικά προβλήματα και είχαν αντίστοιχες επιτυχίες. Αυτός ο ακτιβισμός αναγνωριζόταν από ευρύτερο κύκλο νέων που αυτά τα προβλήματα τους αφορούσαν προσωπικά. Τρίτον ήταν οι πολυπληθείς αντιπροσωπίες από φοιτητικούς συλλόγους του εξωτερικού εκεί που οι δυο προηγούμενοι λόγοι ήταν πιο χρωματισμένοι, Τέταρτον ο αγώνας ενάντια στη φασιστική ΕΚΟΦ λειτουργούσε συσπειρωτικά για όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις. Αλλά από ένα σημείο μετά η κεντρώα παράταξη ξύπνησε, και  όντας τώρα εξουσία, διεκδικούσε με δύναμη και απαίτηση να εκφραστεί με την πρέπουσα αναλογία και η παρουσία της στη φοιτητική ηγεσία.

   Αφορμή βρήκε στην πρόχειρη δική μας πρωτοβουλία να εξασφαλιστεί η νομική αναγνώριση του καταστατικού της ΕΦΕΕ. Κάτι που θεωρητικά ήταν λογικό και άμεσα ερμηνεύσιμο. Ενώ η πρόθεση ήταν σωστή, η χρονική συγκυρία και οι προχειρότητες λόγω βιασύνης, την έκαναν  πλήρως αποτυχημένη. Το πανίσχυρο συγκρότημα του Λαμπράκη άρχισε έναν στοχευμένο και λυσσαλέο αγώνα ενάντια στο κεντρικό συμβούλιο της  ΕΦΕΕ, στηριζόμενη σε επουσιώδη θέματα και τυπικές παραλείψεις ανούσιων λεπτομερειών. 

     Όταν ήρθε η ώρα του απολογισμού στο 6ο συνέδριο ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ανατραπεί. Ο ανάποδος τώρα φανατισμός έφτασε μέχρι την καταψήφιση των πεπραγμένων του απερχόμενου Κεντρικού Συμβουλίου. Στάση που ήταν κατάφωρα άδικη, υποτιμούσε τους αγώνες που είχαν γίνει αυτό το διάστημα και εμπεριείχε το στοιχείο της εκδίκησης. Είναι γνωστές οι προωθημένες πρωτοβουλίες του Κ.Σ αυτήν τη χρονιά. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η πρώτη διαδήλωση σε χώρα της Ευρώπης συμπαράστασης στον αγωνιζόμενο λαό του Βιετνάμ για την εθνική του ανεξαρτησία και η καταδίκη των εγκλημάτων σε βάρος αυτού του λαού από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η αντίδραση της αστυνομίας, με εντολή της νέας κυβέρνησης ήταν λυσσαλέα. Στους       δρόμους    της    Αθήνας          διαδραματίστηκαν      άγριες συμπλοκές με τραυματισμούς. Συλλήψεις και παραπομπή σε αυτόφωρη δίκη, μεταξύ των άλλων, του προέδρου της ΕΦΕΕ Γιάννη Γιαννουλόπουλου και του γενικού γραμματέα Λευτέρη Τσίλογλου. Η δίκη κράτησε οκτώ μέρες και σ’ όλη τη διάρκειά της οι κατηγορούμενοι, με εξαίρεση της ώρες λειτουργίας του δικαστηρίου,  παρέμεναν κρατούμενοι στη γενική ασφάλεια της Μπουμπουλίνας στοιβαγμένοι        στα υπόγειά της. Υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις σχεδόν για όλους. 

 

         Στο εδώλιο!

 

Για τον Λευτέρη 10,5 μήνες με τις αυθαίρετες κατηγορίες: 

1) Θρασύτητα κατά της αρχής 2) Ηθική αυτουργία στη θρασύτητα κατά της αρχής και 3) τραυματισμός αστυνομικού οργάνου         κατηγορία ολοκληρωτικά    ψευδής      και κατασκευασμένη. 

    Ιδού το μήνυμα που έλαβα στη σελίδα μου στο Facebook,  από ομοιοπαθή καλό φίλο στην οκταήμερη κράτησή μας στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας, που για χρόνια είχαμε χάσει τη μεταξύ μας επαφή.  Τότε ήταν φοιτητής της ΑΣΟΕΕ (το σημερινό ΟΠΑ) και συγκατηγορούμενος τη δίκη:

Γιώργος Μούκας προς:  Λευτέρης Τσίλογλου

   {...Παλαιέ φίλε χρόνια πολλά πέρασαν, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα δραστήριο νεαρό που μας ξενύχταγε στη Μπουμπουλίνας με τα ανέκδοτα και τα τραγούδια του. Που με ένα χαμόγελο απαντούσε στους διαμαρτυρόμενους δεσμοφύλακες μας: Μα αν σας ενοχλούμε συλλάβετε μας! Και όταν μετά τη δίκη μάς επέστρεφαν και μας έβγαζαν τις χειροπέδες ...πάλι ο νεαρός: Μα σας παρακαλώ αφήσετε να τις χαρώ λιγάκι, μου πάνε! Θυμάσαι Λευτέρη ‘ΤΣΙΤΣΗ’ τον λέγαμε.}

 

     Ας κάνουμε στη θέση αυτή μια παρένθεση γύρω από το θέμα των συμμαχιών. Τις εκλογές του Αριστοτέλη του επόμενου ακαδημαϊκού έτους, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τις έκανα ο ίδιος με παρουσία μου ως εφορευτική επιτροπή. Επί ένα μήνα αφιέρωσα τον περισσότερο χρόνο πηγαίνοντας από τμήμα σε τμήμα, από έτος σε έτος, για να ολοκληρώσω την εκλογική διαδικασία. Τα αποτελέσματα ήταν με τίμιο τρόπο πέρα και πάνω από τις προσδοκίες μας. Οι γνωστοί της Αριστεράς και οι συνεργαζόμενοι φανερά ή λόγω φόβων της εποχής αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία του Δ. Σ. Έτσι θα μπορούσαμε να ελέγξουμε όλες τις θέσεις του προεδρείου. Εκεί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δυο τάσεις. Η μία να «αξιοποιήσουμε» αυτή τη δυνατότητα. Η πιο ρεαλιστική να χρησιμοποιήσουμε και άτομα από τη νεολαία του Κέντρου. Ειδικότερα όταν, η αλήθεια να λέγεται, τα αποτελέσματα δεν αντανακλούσαν και την πολιτική αναλογία μέσα στο σύνολο των φοιτητών της Σχολής. Αυτή ήταν και άποψη μου  και έδωσα μάχη για να περάσει η άποψη αυτή. Στη θέση του προέδρου εξελέγη και με τους Αριστερούς ψήφους ο Νώντας Μπλατζής, μέλος της νεολαίας του Κέντρου. Βεβαίως στους δυο αντιπροσώπους για το ανώτερο όργανο της ΔΕΣΠΑ εξελέγησαν δυο Αριστεροί. Ο Νίκος Κιάος και ο Λευτέρης Τσίλογλου.      Εκείνο που με πλήγωσε βαριά ήταν η κομματική συνέλευση της νεολαίας μετά από αυτό το γεγονός. Κάποιοι απόντες σε όλη τη διαδικασία μίλησαν για προδοσία και για ξεπούλημα  της εξουσίας  στους  κεντρώους. Με έπιασε το παράπονο, μετά τόσο αγώνα και προσπάθεια και σαν μικρό παιδί έβαλα τα κλάματα. Κακώς ίσως, αλλά τώρα περιγράφω τα γεγονότα και δεν πρέπει να τ’ αξιολογώ. Έφυγα από τη συνέλευση τρέχοντας και έξω από τη φοιτητική Λέσχη στην Ιπποκράτους με βρήκε ο Γρηγόρης Γιάνναρος προσπαθώντας να με παρηγορήσει. Ήταν για μένα μια εμπειρία που καταγράφηκε στη συνείδησή μου και με ωρίμασε με κάποιο τρόπο. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Συνήθως απόντες στις καθημερινές υποχρεώσεις, μα πάντα παρόντες στην «κριτική» και γκρίνια.  Θα μπορούσα να γράψω αρκετά περιστατικά αυτών των χρόνων, αλλά πιστεύω δε θα πρόσθεταν κάτι το ιδιαίτερο

     Μετά την ολοκλήρωση των υποχρεώσεών μου στην ΕΦΕΕ υπήρξε ένα κενό μέσα μου. Το ερώτημα έμπαινε από μόνο του:  Και τώρα τι γίνεται;  Εκ των υστέρων η σωστή απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου. Έπρεπε να επιστρέψω στη σχολή του και να δώσω τη μάχη κάλυψης των κενών που είχαν δημιουργηθεί. Να τελειώσω τις σπουδές μου και μετά, ανάλογα με τις εξελίξεις θα έβλεπα. Όμως δεν έκανα αυτή την επιλογή. Ίσως αν την έκανα η ζωή μου, με βάση τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη συνέχεια, να κυλούσε διαφορετικά. Όμως με υποθέσεις δεν γράφεται η ιστορία. Αυτή αμείλικτη καταγράφει τα συμβάντα.

     Το προεδρείο της Νεολαίας Λαμπράκη, τότε, μου ανέθεσε την παρακολούθηση των οργανώσεων της Θεσσαλίας. Λίγες μέρες πριν φύγω και να εγκατασταθώ στο Βόλο  έζησα ένα ενδιαφέρον εξαήμερο με το Γιώργο Χριστοφιλόπουλο, που ήταν από τα βασικά μέλη του Προεδρείου της νεολαίας και όπως αργότερα πληροφορήθηκα από έγκυρη πηγή, είχε από τους ξωτικούς ηγέτες του κόμματος στο Βουκουρέστι πάρει το χρίσμα. Στο επόμενο συνέδριο θα ήταν ο νέος Γ. Γραμματέας της νεολαίας, σε αντικατάσταση του Τάκη Μπενά, που θα περνούσε  στην ΕΔΑ.

     Λίγους μέρες πριν είχε συμβεί και το εξής αξιοπρόσεκτο γεγονός. Μια μέρα ο Γιώργος με πήρε από το γραφείο 6, όπου συνήθως συνεδριάζαμε και με μια ατμόσφαιρα μυστικότητας με πήγε σε κάποιο παραδίπλα. Με ύφος επίσημο μου είπε πόσο πολύ εκτιμάει τη θητεία μου στην οργάνωση και με μια ασαφή στην αρχή εισαγωγή, μου έδωσε να καταλάβω ότι επιλέχθηκα σ’ ένα στενότερο κύκλο ανθρώπων της εμπιστοσύνης, με τη συμβουλή όλα αυτά να μείνουν προς το παρόν μεταξύ μας. Εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα σε όλη την έκτασή του το γεγονός, αλλά αργότερα συνδυάζοντας και με άλλα συμβάντα, έβγαλα το εξής συμπέρασμα:

     Οι γέροι του πολιτικού γραφείου στο Βουκουρέστι, θέλοντας πεισματικά να συνεχίζουν τον πλήρη έλεγχο της ΕΔΑ, φοβούμενοι τις συνεχώς αυξανόμενες τάσεις ανεξαρτησίας του ελλαδικού κλιμακίου, προετοίμαζαν εσωτερικές δικές τους φράξιες, αντίστασης σε αυτήν την τάση. Πριν χωριστούμε μου έδωσε και δυο τεύχη του θεωρητικού περιοδικού του ΚΚΕ «Ο Νέος Κόσμος», που εκδιδόταν στο Βουκουρέστι, αφού τα τύλιξε καλά σε μια εφημερίδα. Εμμέσως πλην σαφώς εννοούσε από εδώ και πέρα να θεωρώ τον εαυτό μου μέλος του ΚΚΕ.        Ταυτοχρόνως με ενημέρωσε ότι  σε δυο μέρες θα πάμε περιοδεία προς τα πάνω με αυτοκίνητο και οδηγό, που του διέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης, τη γνωστή Σιτροέν της εποχής. Πράγματι ήταν ένα ταξίδι γεμάτο με νέες για μένα εμπειρίες .

Με την ευκαιρία του ταξιδιού μάζεψα τα λίγα προσωπικά μου πράγματα και τα πήρα μαζί μου, αφού στη συνέχεια θα γύριζα  οριστικά πλέον  στο Βόλο. Στην πηγαιμό ήμασταν μόνο τρεις. Ο οδηγός ο Γιώργος κι εγώ. 

     Σε τέσσερις μέρες συνεδριάσανε οι νομαρχιακές επιτροπές των τεσσάρων νομών της Θεσσαλίας με εκλογή νέων γραμματέων και στη συνέχεια αναχωρήσαμε για τη

Θεσσαλονίκη. Όσο κι αν παίδευσα το μυαλό μου δε θυμάμαι τι αλλαγές έγιναν εκεί. Εκείνο που μόνο θυμάμαι είναι πως  στην επιστροφή για την Αθήνα ήμασταν πέντε άτομα στο αυτοκίνητο. Μαζί μας ήρθαν  ο Χρόνης Μίσσιος και ο Στέφανος Στεφάνου δυο καθοδηγητικά στελέχη της ΔΝΛ, που στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκαν στην Αθήνα. 

     Η χώρα ήταν φουντωμένη από την πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και τις προσπάθειες για σχηματισμό κυβέρνησης αποστατών. Σύντομα εγκαταστάθηκα στο Βόλο έχοντας περιορισμένη συνείδηση της αποστολής που αναλάβαινα. Πρώτον δεν είχα καθόλου εμπειρία καθοδηγητικής κι οργανωτικής κομματικής δουλειάς. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήμουν υπεύθυνος μαζικής δραστηριότητας, λόγω και της συνδικαλιστικής μου ιδιότητας, ακόμα και πριν οργανωθώ στη νεολαία. Έτσι σιγά-σιγά θα αφομοίωνα τις δυσκολίες της  νέας μου αποστολής

    Προσπάθησα φιλότιμα να ανταποκριθώ στα νέα μου καθήκοντα. Είχα όμως μια σειρά μειονεκτήματα εκείνη την εποχή. Πρώτον δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο και χρήματα για τις μετακινήσεις. Παρ’ όλα αυτά με το τρένο ή το λεωφορείο των ΚΤΕΛ επισκέφτηκα πολλές φορές τις πρωτεύουσες των νομών και κάποια από τα κεφαλοχώρια της περιοχής. Για τις αναγκαίες διανυκτερεύσεις στηριζόμουν στην φιλοξενία τοπικών στελεχών της νεολαίας. Πρέπει, στη θέση αυτή, να υπενθυμίσω τις σκληρές συνθήκες της εποχής και την αστυνομία να παρακολουθεί κάθε  κίνηση σου και τις απόπειρες άμεσου εκφοβισμού που συνεχώς αντιμετώπιζα.

     Είναι προφανές ότι στη δική μου περιοχή του Βόλου η δραστηριότητα ήταν πιο έντονη με το άνοιγμα νέων γραφείων, με την έκδοση τριών ή τεσσάρων αντιτύπων εφημερίδας τοίχου, με συγκέντρωση της νεολαίας στη Νέα Ιωνία κ.ά. Κάποια από αυτά τα περιστατικά θα τα αναπτύξω στη συνέχεια, γιατί δίνουν καλύτερα το στίγμα των συνθηκών αυτής της περιόδου. 

    Κάνοντας μια συνόψιση της απόδοσής μου, που η χρονική διάρκειά της ήταν λίγο πιο πάνω από ένα εξάμηνο, μπορώ  να πω, πως κουτσά στραβά ανταποκρίθηκα στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που μου είχαν ανατεθεί.

     Όμως το αδιέξοδο μέσα μου όλο και μεγάλωνε. Το ερώτημα αμείλικτο κλωθογύριζε και τυραγνούνε τη σκέψη μου. Το σοβαρότερο ήταν οι εκκρεμότητες για το πτυχίο και η πολύχρονη προσπάθεια που μέχρι τώρα είχα κάνει. Ήταν  θέμα προσωπικού εγωισμού και όχι μόνο. Είχα υποχρεώσεις απέναντι στις θυσίες που έκανε η οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια. Δε μπορεί να συνεχίζεται αυτή η κατάσταση. Έπρεπε να αποφασίσω. Η αναβολή απ’ το στρατό τελείωνε, αν και μπορούσα να πάρω μια παράταση. Κάποια στιγμή κατέληξα σε μια απόφαση. Θα πάω φαντάρος, να τελειώσω με αυτήν την υποχρέωση και μετά βλέπουμε. Ήξερα τι με περιμένει εκεί. Είχα  όλες τις πληροφορίες για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα τα δυο επόμενα χρόνια, εξαιτίας της πολιτικής μου δράσης, αλλά δεν γινόταν να κάνω και διαφορετικά. 

     Ενημέρωσα τηλεφωνικά τα κεντρικά γραφεία για την απόφασή μου. Ο γραμματέας της νεολαίας Τάκης Μπενάς με  πήρε την άλλη μέρα τηλέφωνο κι αυστηρά μου είπε να κατέβω αμέσως  στην Αθήνα να το συζητήσουμε από κοντά.

Προσπάθησα να το αποφύγω με τη δικαιολογία ότι δεν έχω λεφτά για τα εισιτήρια, κάτι που ήταν κι αλήθεια. Μου είπε θα τα πληρώσουμε αυτοί. Έτσι αναγκαστικά να κατέβω κάτω.  Η προσπάθειά τους να με μεταπείσουν πήγε στράφι. Η απόφαση μέσα μου είχε κλειδώσει. Τον Ιανουάριο του 1966 η περιπέτεια άρχιζε.

 

  Η  ιστορία της φωτογραφίας

 

    Θέλω να μιλήσω για την ιστορία των δυο φωτογραφιών. Η μία είναι κομμάτι της άλλης. Η φωτογραφία με τα περισσότερα πρόσωπα είναι σε ένα διάλειμμα του ιδρυτικού συνεδρίου της

Δημοκρατικής

Νεολαίας Λαμπράκη.

 

   Η φωτογραφία

 

Η φωτογραφία αυτή κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Ανάμεσα στους εικονιζόμενους σημειώνω: Γιάννης Παναγιώτου, Λευτέρης Τσίλογλου, Γιάννης Τζένας, Θανάσης Καλαφάτης, Άρης Ζεπάτος,

Σωτήρης Πέτρουλας, Κούλης Λειβαδίτης, Άγγελος Παπούλιας, Τάκης Παππάς, Νικηφόρος Αντωνόπουλος, Δήμος Μαυρομάτης, Φώτης Καντάς, Σπύρος Βεντουράτος, Ελένη Αλατά, Νίκος Κουβάτσος.

 (Ας με συγχωρήσουν οι υπόλοιποι φίλοι, αλλά δε θυμάμαι όλα τα ονόματα. Κάθε διόρθωση και συμπλήρωση θα είναι ευπρόσδεκτη). Όπως ήδη προ είπα η δεύτερη είναι τμήμα της πρώτης και περιέχει μια ενδιαφέρουσα πτυχή των γεγονότων της εποχής.

    Εγώ, από τον Ιούνιο του ’65 βρίσκομαι με αποστολή στο Βόλο, καθώς μου είχε ανατεθεί η καθοδήγηση των οργανώσεων της νεολαίας στη Θεσσαλία. Έτσι τη μέρα που δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας ήμουν εκεί στο Βόλο. Το γεγονός με συντάραξε κι αυτό εκφράστηκε με τον εξής τρόπο. Την άλλη μέρα το πρωί, μέσα στα πλαίσια του γενικού ξεσηκωμού για το Ιουλιανό πραξικόπημα του βασιλιά, το Εργατικό Κέντρο του Βόλου οργάνωνε συγκέντρωση στο θερινό σινεμά Ηλύσια που βρισκόταν στην  περιοχή που εμείς τότε λέγαμε Οξυγόνο. 

    Ήμουν ένας απ’ τους ομιλητές. Τότε τα νέα δεν κυκλοφορούσαν όπως τώρα. 

 

 Η δημοσίευση

 

Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν, μόνο το κρατικό ραδιόφωνο και

οι τοπικές εφημερίδες. Οι αθηναϊκές έφταναν στο μεσημέρι. Έτσι η δολοφονία του Σωτήρη δεν ήταν σε όλους γνωστή και σίγουρα ήταν άγνωστες  οι λεπτομέρειες του συμβάντων. Η δική μου ομιλία, σε πρώτο πρόσωπο, ήταν ένας αποχαιρετισμός στο Σωτήρη. Σίγουρα δεν έγινα σε πρώτη φάση κατανοητός, αλλά αυτό δε με πείραζε.

    Μετά την ομιλία με πλησίασε ο δημοσιογράφος Γιάννης Φάτσης,  που τότε εργαζόταν στην τοπική εφημερίδα Θεσσαλία. Αργότερα σταδιοδρόμησε με επιτυχία σε εφημερίδες του συγκροτήματος Λαμπράκη. Με ρώτησε τι ήξερα κι αν έχω καμιά φωτογραφία. Του απάντησα θετικά και αυθημερόν του έδωσα την ολόκληρη φωτογραφία ελπίζοντας ότι την άλλη μέρα θα μπει στην τοπική Θεσσαλία.

    Μάταια περίμενα δυο- τρεις μέρες κι όταν συνάντησα τον Γιάννη ξανά τον ρώτησα και τότε πληροφορήθηκα το γεγονός. Η τοπική πόλη δεν είχε τον τεχνικό εξοπλισμό να ανεβάζει φωτογραφίες. Τη στείλαμε Λευτέρη στη Λάρισα, μου είπε. Όταν μετά από μέρες μπήκε ήταν ένα τμήμα της. Αυτό μου επιστράφηκε. Στο κομμάτι είναι ο Γιάννης Παναγιώτου από τη Θεσσαλονίκη, δίπλα εγώ κι από πάνω ο Ζεπάτος κι ο Σωτήρης. Οι δυο τελευταίοι μαζί και με άλλους από τους εικονιζόμενους δε βρίσκονται πια στη ζωή

 

Η συγκέντρωση της νεολαίας στη Νέα Ιωνία Βόλου

 

    Βρισκόμασταν στο δεύτερο μισό του 1965 και είμαι  σε κομματική αποστολή από τη Νεολαία Λαμπράκη στη Θεσσαλία. Με την ευκαιρία που ανοίγαμε γραφεία στην ιδιαίτερη γειτονιά μου την Νέα Ιωνία είχαμε προαναγγείλει συγκέντρωση με την ευκαιρία των εγκαινίων και είχαμε μοιράσει σ’ όλη τη συνοικία προκηρύξεις. Στην εξουσία ήταν η κυβέρνηση των αποστατών και στον ορίζοντα είχε αρχίσει να διαγράφεται μια ατμόσφαιρα πιο αρνητική απ’ ότι προηγουμένως για τα προοδευτικά τμήματα του λαού.

   Η αντίδραση της χωροφυλακής ήταν πρωτοφανής και έδειχνε τις εξελίξεις των επόμενων ημερών. Από νωρίς ο χώρος αποκλείστηκε από... δυο πυροσβεστικά οχήματα με τους πυροσβέστες πλήρως εξοπλισμένους. Αρκετοί χωροφύλακες με τη χαρακτηριστική παρουσία του συνταγματάρχη χωροφυλακής, διοικητού Θεσσαλίας. Κατάλαβα τις προθέσεις τους αλλά δεν κράτησα την ψυχραιμία που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ήμουν πολύ εριστικός με τον διοικητή και στην πράξη επέτεινα την ατμόσφαιρα της έντασης που αυτοί επιθυμούσαν. Στο καφενείο του Αλμπάνη, σχεδόν δίπλα από την εκδήλωση, όπου κάθονταν κάποιοι ήρθε ανάμεσα σ’ άλλους κι ο πατέρας μου με τον επιστάτη στο εργοστάσιο του Σταματόπουλου. Δεν ήταν ο παλαιός συγχωριανός του. Ήταν ένας νεόκοπος καμπίσιος που ρουφούσε όλα τα πλεονεκτήματα της θέσης του και διατηρούσε φιλική σχέση με τον πατέρα. Μέσα στις άλλες προθέσεις του ήταν να με κάνει και γαμπρό στην κόρη του.

     Ήταν να σκάσω. Μετά τόσους κόπους η χωροφυλακή πήγαινε να τινάξει στον αέρα όλη την προσπάθειά μου. Πάτησα τις φωνές στο διοικητή της Χωροφυλακής, κάτι που δεν συνηθιζότανε στην εποχή που αναφερόμαστε και ιδιαίτερα στην επαρχία. Η παρουσία του, χτυπημένου από το εγκεφαλικό πατέρα μου, δεν με συγκράτησε καθόλου.

Εκτός εαυτού είπα στον διοικητή:

-         Καλά δε ντρέπεσαι λίγο! Μια συγκέντρωση νεολαίας και ξεσήκωσες όλες τις δυνάμεις σου για να μας τρομοκρατήσεις! Θέλεις να γίνεις ο νέος Μήτσου;

    Αυτός χαμογελούσε συγκαταβατικά μη δίνοντας σημασία στις φωνές του. Τότε σηκώθηκε ο καμπίσιος που καθότανε δίπλα στον πατέρα μου και με «αγανακτισμένο» ύφος, απευθυνόμενος σε μένα είπε:

-         Δεν ντρέπεσαι Λευτέρη να μιλάς έτσι στο στρατηγό!

   Τον ανέβασε και βαθμολογικά γιατί ήταν συνταγματάρχης. Τότε ξέσπασα πάνω του όλη τη συσσωρεμένη αγανάκτησή μου:      - Εσύ να βγάλεις το σκασμό, τσανάκι της εξουσίας. Δε σου πέφτει καθόλου λόγος! Και άκου. Μη πλησιάσεις άλλη φορά το σπίτι μας, γιατί θα σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές! Σε προειδοποιώ!

     Αυτός, πελιδνός απευθυνόμενος στον πατέρα μου, του λέει:

-         Τον άκουσες Αναστάση το γιο σου;

    Εκείνος ο κακομοίρης, μέσα από τα αντικρουόμενα συναισθήματα, είπε το γλυκό για μένα  λόγο:

-         Τι να κάνω; Παιδί μου είναι!

     Με την παρουσία ολιγάριθμων σταμπαρισμένων μελών της νεολαίας έβγαλα τον προετοιμασμένο λόγο μου προσθέτοντας και τις καταγγελίες που οι συνθήκες επέβαλαν. Οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις μετέφεραν τη φωνή του και στις αυλές των σπιτιών στους γύρω δρόμους.

    Αναλογιζόμενος σήμερα τα γεγονότα εκείνο που του μένει, με όλο το αρνητικό φορτίο που αυτό συνεπάγεται, είναι η δύσκολη κατάσταση που έφερα τον πατέρα ειδικά όταν η υγεία του ήταν σε τόσο ευαίσθητη φάση. Ήτανε οι εποχές που για να πεις μια γνώμη η οποία δεν ευθυγραμμιζόταν με την αντίληψη της κυρίαρχης εξουσίας έπρεπε να πληρώσεις το τίμημα. Τώρα που κατακτήσαμε αυτό το δικαίωμα, ας το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού και ας μη το ασωτεύουμε με τις αντίστροφες υπερβολές.

 

 Μια Κυριακή στο Ρυζόμυλο

 

     Για να θυμηθούμε ή να καταλάβουμε τις συνθήκες που χαρακτήριζαν την εποχή του 1965, θα σας διηγηθώ το εξής περιστατικό. Τότε η νεολαία Λαμπράκη είχε οξυγόνο και δύναμη. Ταρακούνησε αδρανείς μάζες νέων, έφτασε στα χωριά ακόμα και εκεί που ήταν φρούρια της συντήρησης. Εξέφρασε την ώριμη ανάγκη των νέων ανθρώπων να βγουν στο προσκήνιο και να διεκδικήσουν το ρόλο τους.

    Μια Κυριακή, φθινόπωρο του 1965  πήγα στο Ρυζόμυλο να συστήσω παράρτημα της Νεολαίας. Δεν υπήρχαν γραφεία, αλλά στο σπίτι που βρεθήκαμε  συγκεντρωθήκαν γύρω στα είκοσι νέα παιδιά. Σημαντικός αριθμός για το χωριό και την ατμόσφαιρα της εποχής.

    Μίλησα, άκουσα απόψεις, έδωσα υλικό, έζησα τα χαρακτηριστικά της καταπιεσμένης τους ζωής, αφουγκράστηκα την ανάγκη ν’ ανοίξουν τα φτερά τους, να κάνουν πολιτισμό στο χωριό. Μπήκαν τα πρώτα καθήκοντα και ήρθε η ώρα να γυρίσω στην πόλη. Το σπίτι ήταν κοντά στην πλατεία και εγώ έπρεπε να περάσω από εκεί, να περπατήσω ακόμα καμιά πεντακοσαριά μέτρα για να φτάσω στον κύριο δρόμο που ένωνε το Βόλο με τη Λάρισα.

    Ο Ρυζόμυλος είναι δίπλα στο Βελεστίνο,  την γενέτειρα του Ρήγα Φεραίου. Ήταν ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό, που τότε ζούσε κυρίως από το στάρι που καλλιεργούσαν στα εύφορα χωράφια του κάμπου. Δεν μου ήταν άγνωστος ο χώρος. Σε μικρότερη ηλικία, έζησα αρκετές μέρες εδώ.

    Μα πως;

    Η αγαπημένη μου αδερφή, η Βαγγελιώ είχε παντρευτεί τον Κώστα, έναν από τα πολλά παιδιά μιας ευκατάστατης, με τα μέτρα της εποχής, οικογένειας του μπάρμπα-Σπύρου. Ο ίδιος δεν ήταν Καραγκούνης, όπως οι περισσότεροι συγχωριανοί του. Αρβανίτης από τα Μεσόγεια ήταν και είχε έρθει εδώ, όπου παντρεύτηκε, ρίζωσε και έφτιαξε μια μεγάλη οικογένεια.     Ο Κώστας ήταν καρδιά-μάλαμα, ωραίος οικογενειάρχης, μα πολύ άτυχος. Αρρώστησε και πέθανε σχετικά νέος. Όλη η οικογένεια του μπάρμπα-Σπύρου ήταν συντηρητικοί δεξιοί και βασιλόφρονες, με θύμα κιόλας στον εμφύλιο. Τα πράγματα από αυτήν την πλευρά ήταν δύσκολα. 

     Όταν έφτασα στην πλατεία, για να επιστρέψουμε στην αρχική διήγηση, εγώ ήμουν ένα παλικάρι  24 χρόνων, δεν υπολόγιζα τίποτε. Είχα τη σιγουριά του αλάθητου του Πάπα.

Εκεί έπεσα πάνω σε μια συμπαγή ομάδα από γεροδεμένους αγρότες που με περιτριγύρισαν μ’ άγριο ύφος, έκαναν τα πάντα να με φοβίσουν, χωρίς όμως προπηλακισμούς. Απλώς μια απειλητική ατμόσφαιρα. Συνέχισα να προχωρώ χωρίς να ανοίξω το στόμα μου.

    Μέχρι το δρόμο από ένα σημείο και μετά με συνόδεψε μόνο ο Βαγγέλης, ο αδερφός του γαμπρού μου, που μου τόπε καθαρά:

-         Άκου Λευτεράκη! Σήμερα στη χαρίζουμε. Τους είπα ότι είσαι καλό παιδί, συγγενής και μορφωμένο. Όμως να ξηγηθούμε πρώτη φορά και τελευταία. Αν ξαναπατήσεις το πόδι σου στο χωριό δε θα ξαναφύγεις. Τότε δε θα σε προστατέψω!    Μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και με τη βεβαιότητα της νιότης του απάντησα:

-         Θα έρχομαι όποτε θέλω! Το νερό ήδη μπήκε στ’ αυλάκι!

-         Εγώ πάντως σε προειδοποίησα!

    Έκλεισε το θέμα ο Βαγγέλης. Πράγματι δεν ξαναπήγα στο χωριό. Η μοίρα το έφερε έτσι. Σε τρεις  μήνες έφυγα για φαντάρος, αλλά τι σύμπτωση! Με τον Βαγγέλη συναντηθήκαμε για τελευταία φορά  το 1969 στις φυλακές της Λάρισας.     Εγώ θα περνούσα έκτακτο Στρατοδικείο κι εκείνος ήταν μέσα για χρέη στην Αγροτική Τράπεζα. Τότε οι τράπεζες δεν αστειεύονταν 

     Δεν ειπώθηκαν εκατέρωθεν κακίες. Λειτούργησε η αυθόρμητη αλληλεγγύη των συγκροτούμενων. Άλλη φορά δυστυχώς δεν τον ξαναείδα.

   Ο άτυχος Βαγγέλης σκοτώθηκε σε αγροτικό ατύχημα. Τον πλάκωσε το τρακτέρ, που οδηγούσε.

    Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχαμε όμως άλλη κόντρα. Δεν είχα καμιά όρεξη να ξαναπάω στο χωριό του και να κάνω  οργανωτική δουλειά

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

Μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό

 

Πρόλογος

 

    Πρέπει αφετηριακά να το ξεκαθαρίσω, μη γίνει παρεξήγηση. Δεν έχω καμιά, μα καμιά αντίρρηση, στην αυτονόητη υποχρέωση κάθε νέου Έλληνα πολίτη να υπηρετήσει την πατρίδα του. Δηλαδή να κάνει τη στρατιωτική του εκπαίδευση μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να πάρει τις αναγκαίες γνώσεις, να ζήσει σε συνθήκες τήρησης κανόνων πειθαρχίας και ομαδικής ζωής. Εννοείται ότι όλα συνοδεύονται με την εσωτερική ευχή του αυτά ποτέ να μην χρειαστούν στο μέλλον. Αν όμως, κακιά τη μοίρα, χρειαστούν σε κάποια φάση; Τότε τι γίνεται;

    Βλέπεις είμαστε σε τέτοια γεωπολιτική θέση, που πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη κι ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό μας λέει η μελέτη της ιστορίας μας. Επιπλέον προσθέτω το γεγονός ότι πολλές φορές η εμπλοκή μας σε μια σύρραξη δεν ήταν καθόλου στις επιλογές μας, αλλά έγινε αναπόφευκτη από τη ροή των πραγμάτων.

    Είναι ουτοπικό να θεωρεί κάποιος ότι οι καλές προθέσεις, οι φιλειρηνικές διακηρύξεις και η αυτονόητη διάθεση του απλού πολίτη για διαρκή ειρήνη είναι ο αναγκαίος και ικανός όρος για  να αποτραπούν οι συρράξεις, αλλά και οι εμφύλιοι σπαραγμοί. Μια σύντομη ανάγνωση της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου πάνω στη Γη επαληθεύει του λόγου το αληθές.

      Αυτό, το πλέον προωθημένο πλάσμα στη Γη, που ονομάζεται άνθρωπος, μαζί με τα ευάριθμα προτερήματα που το έκαναν κυρίαρχο στη φύση, μεταφέρει από τη γέννηση του και μια σειρά ελαττωμάτων, όπως η πλεονεξία, η αρπακτικότητα, η απληστία και τόσα άλλα που έχουν καταγραφεί στην διάρκεια της παρουσίας του πάνω στη Γη. Τα εκατομμύρια των θυμάτων από την ατέλειωτη αλυσίδα αιματηρών συρράξεων και πολέμων είναι η ατράνταχτη επαλήθευση του παραπάνω συλλογισμού. 

    Εννοείται όμως ότι η θετική διάθεσή σου να υπηρετήσεις την πατρίδα θα βρει τον αντίστοιχο σεβασμό από τη στρατιωτική ιεραρχία, την ηγεσία δηλαδή του κλάδου. Αυτή θα αντιμετωπίσει, χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς, όλα τα παιδιά της Πατρίδας, όταν έρθει η σειρά τους να καταταγούν στο στράτευμα. 

    Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Στις περασμένες δεκαετίες, τουλάχιστον σ’ αυτές που ο υποφαινόμενος  ντύθηκε στο χακί, οι συνθήκες ήταν, δυστυχώς, εντελώς διαφορετικές. Η ηγεσία του στρατεύματος έκανε αφάνταστες διακρίσεις σε βάρος μιας κατηγορίας παιδιών που εμφορούνταν από την αριστερή ιδεολογία και χωρίς κανένα συγκρατημό ή ηθική αναστολή τα ποδοπατούσε.

    Ξεχάστηκε το γεγονός ότι ο Στρατός είναι εθνικός θεσμός  εντεταλμένος όταν χρειαστεί να είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της χώρας. Αντίθετα έγινε ο άκριτος υπερασπιστής της μερίδας που βγήκε νικήτρια από την εμφύλια διαμάχη. Τους «αντιπάλους» τους καταδίωξε με λύσσα, τους στέρησε από αυτονόητα δικαιώματα και το χειρότερο αμφισβήτησε a priori την αγάπη τους για την πατρίδα. Μονοπώλησε το είδος και χαρακτήρισε τους έχοντες διαφορετική ιδεολογία ως πράκτορες του εχθρού, Βούλγαρους, συμμορίτες και τόσα άλλα. Για αυτό το έγκλημα δε ζήτησε ποτέ συγνώμη. Όχι ως άτομα – αυτό λίγο με  ενδιαφέρει - αλλά ως συλλογικός θεσμός.  Πότε αλήθεια ζήτησε συγνώμη για την επάρατη δικτατορία που επέβαλλε το 1967 στη χώρα;      Με ποιο δικαίωμα με  φιλοδώρησε με απολυτήριο στο οποίο αναγράφεται διαγωγή ΚΑΚΗ, όταν στη διάρκεια των 26 μηνών θητείας του ( 24+2 ) στο στρατό το μόνο μου «παράπτωμα»  ήταν η ανυποχώρητη εμμονή μου να αρνούμαι να καταδικάσω μια ιδεολογία την οποία τότε πίστευα ως σωστή;  Άνθρωποι μικρόνοες και κάποιες φορές παραδόπιστοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολίτες, που  η αξιοπρέπεια είναι πολύ πιο πάνω από εκφοβισμούς, τιμωρίες και ό,τι άλλο περνούσε από την ελλειπτική γκλάβα τους.

 

Κατάταξη στο κέντρο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου

 

    Στην Κόρινθο  έφτασα στις 24 Ιανουαρίου 1966.  Μπήκα στο στρατόπεδο με σφιγμένη την καρδιά και με πελώρια ερωτήματα για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Μια αχτίνα αισιοδοξίας ήταν το γεγονός πως εκεί συνάντησα συντρόφους των φοιτητικών χρόνων και αυτό είναι πάντα ένα ψυχολογικό στήριγμα ό,τι και να πεις.

    Σε λίγο άρχισε το θέατρο του παραλόγου. Γυμνοί μέσα σε έναν τεράστιο στεγασμένο χρόνο για τις ιατρικές εξετάσεις. Μια εικόνα τραγική. Μια σειρά νέοι με πραγματικούς και άλλοι με προσχηματικούς λόγους να δίνουν τη μάχη να πάρουν το χαρτί της προσωρινής ή οριστικής αναβολής. Παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα, με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου. Η επόμενη φάση ήταν η πιο πιεστική και δείγμα μιας εποχής που ελπίζω να πέρασε ανεπιστρεπτί.

    Έτσι όπως ήμασταν γυμνοί μας μοίρασαν ένα μεγάλο χαρτί με μια σειρά ερωτήσεων. Πέρα από τις αρχικές που αναφέρονταν στα προσωπικά στοιχεία, η υπόλοιπη λίστα αφορούσε ηλίθιες και κακότροπες πολιτικής φύσεως ερωτήσεις, που προφανώς δεν μπορούσαν να απαντηθούν από μένα. Ήταν η πρώτη εισαγωγική προσπάθεια εξανδραποδισμού της προσωπικότητας μου.

     Έγραψα μόνο το ονοματεπώνυμο και τον υπόλοιπο χώρο με τις πολυάριθμες ερωτήσεις τον διέγραψα μ’ ένα τεράστιο Χ. Ήμουν τότε απόλυτος, αλλά κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και για κάθε ηλικιακή περίοδο του ανθρώπου. Εδώ αναδύθηκε στο έπακρο η αντίδρασή μου σε κάθε απόπειρα επιβολής με τη βία. 

     Εδώ περιγράφω τι συνέβη και πρέπει να είμαι ακριβής. Όταν έφτασε η σειρά μου να  παραδώσω το χαρτί άρχισαν τα όργανα. Σε δυο συνεχόμενα τραπέζια ήταν τρεις αξιωματικοί, που παραλάμβαναν τα συμπληρωμένα χαρτιά και επί τόπου έκαναν τον πρώτο έλεγχο. Στο πρώτο τραπέζι δυο λοχαγοί και στο διπλανό ένας αντισυνταγματάρχης. Όταν ο πρώτος λοχαγός πήρε στα χέρια του το χαρτί και του έριξε μια ματιά πετάχτηκε όρθιος και με μια αγριοφωνάρα, επίτηδες να ακουστεί από τους πάντες, μου είπε:

-         Μασόνος είσαι παιδί μου; Κάτσε αμέσως στην καρέκλα και συμπλήρωσε τις ερωτήσεις!

    Βρισκόμουν  σε αφάνταστα δύστυχη θέση. Μόνος ενώ γύρω μου εκατοντάδες άλλοι, επίσης γυμνοί σαν κι εμένα, να περιμένουν τη σειρά τους. Παραμένοντας όρθιος του απάντησα:

-         Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα!

-         Κάτσε κάτω ρε τσόγλανε και γράψε μην αρχίσουν τα όργανα από την πρώτη μέρα!

    Σταθερά επανέλαβα: 

-         Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα!

    Ο διπλανός λοχαγός με ήρεμη έως μελιστάλακτη φωνή με συμβούλεψε:

-         Συμπλήρωσέ τα παιδί μου, να μην μπλέξεις!

   Για πρώτη φορά γνώριζα την τακτική του δίδυμου στην ανάκριση. Ο κακός κι ο καλός. Στο μέλλον θα το συναντούσε πάλι το φαινόμενο, αλλά κάτω από χειρότερες συνθήκες.

-         Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα! επανέλαβα σταθερά.    - Όχι ρε κωλόπαιδο! Δεν θα τη γλυτώσεις έτσι. Γράψε επάνω αν είσαι άντρας: Αρνούμαι να απαντήσω!

Το έγραψα.

-         Υπόγραψέ το!

 Το υπέγραψα.

-         Παράδωσέ το στον αντισυνταγματάρχη

Αυτός, αυτήκοος μάρτυρας των όσων προηγήθηκαν μου είπε:

-         Δεν θα περάσεις καλά, νεαρέ!

Όλα τα παραπάνω γίνονται ενώπιον τουλάχιστον μιας εκατοντάδας επίσης γυμνών υποψηφίων στρατιωτών. Που οι περισσότεροι, άμοιροι της δικής μου ιδιαιτερότητας, να με  βλέπουν σαν ένα παράξενο πλάσμα που κατέβηκε από τον Άρη. Να  δείτε το επεισόδιο κάνοντας ιστορική προέκταση και αναγωγή  στην εποχή, που συνέβη στο κλίμα που επικρατούσε τότε.

    Με  κατατάξαν στον πρώτο λόχο με υπεύθυνο λοχαγό τον Πατσόγιαννη. Στον ίδιο λόχο ήταν μια σειρά γνωστοί και φίλοι μου μου. Αναφέρω μερικούς από αυτούς που θυμάμαι.

Βλέπεις, από τότε πέρασαν πάνω από 50 χρόνια. Έτσι στο λόχο ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, τον οποίο γνώριζα από τα φοιτητικά μου χρόνια. Στο βιβλίο μου Κι όμως ήταν όμορφα περιγράφω μια ακόμα συνάντηση μας στην Αλεξανδρούπολη, λίγο πριν την δικτατορία και τις περιπέτειες που επακολούθησαν. Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Ζεβελάκης από το Ηράκλειο, γνωστός από τη νεολαία Λαμπράκη κι αδελφός του επίσης φίλου μου Γιώργου Ζεβελάκη. Ο αείμνηστος πολιτικός μηχανικός Σήφης Καμάρης, που τον χάσαμε δυστυχώς τόσο νωρίς. Ο γιατρός Αντώνης Κοντόπουλος από τη νεολαία Λαμπράκη. Ο ηθοποιός του Ελεύθερου Θεάτρου Γιώργος Σαμπάνης, που κι αυτός χάθηκε πρόωρα, μετά την επιτυχημένη καριέρα του στο θέατρο. Ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής, που γνώρισα εκεί στην Κόρινθο, αλλά που από προηγουμένως είχα γνωρίσει, από τα φοιτητικά συνέδρια, τον αδελφό του. Ο Βαγγέλης Χόντος από τη Θεσσαλονίκη κι άλλους που ας με συγχωρήσουν που δεν τους αναφέρω ή δεν τους θυμάμαι μετά τόσα χρόνια.

    Έτσι από την έναρξη της στρατιωτικής μου θητείας ήμουν σημαδεμένος κι ήξερα τι θα περάσω τα επόμενα δυο χρόνια, που πιθανόν θα γινόταν περισσότερα. 

     Εξ αρχής θα πρέπει να ειπωθεί τούτο. Όλο το διάστημα της θητείας μου το πέρασα σε διαρκή συναγερμό με συνεχή την αγωνία, προσέχοντας μην πέσω σε παγίδες, μην δώσω αφορμές για τιμωρίες. Ήμουν τύπος και υπογραμμός στις υποχρεώσεις μου, την ατομική καθαριότητα κι ό,τι άλλο μπορούσε να αποτελέσει αιτία ή αφορμή για κάτι τέτοιο. 

    Φρόντιζα δε να μην απομονώνομαι από τους άλλους, μετέχοντας σε όλες τις ομαδικές εκδηλώσεις.

    Εκεί που έμεινα ανυποχώρητος, που δεν υποχώρησα ούτε ρούπι, ήταν να είμαι σταθερός στα πολιτικά μου πιστεύω. Δογματικά σταθερός, πείσμων έως υπερβολής με σταθερή γραμμή από την πρώτη ως την τελευταία μέρα. Δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο  και σίγουρα καθόλου  ευχάριστο. Η γραμμή ήταν: Δεν ανοίγουμε πολιτικές συζητήσεις, δεν μετέχουμε σε τέτοιες, απαντάμε μονότονα στις προκλητικές ερωτήσεις που συχνά θα μας απευθύνουν  με την απάντηση:

    - Δεν ξέρω! Δεν ξέρω! 

     Λόγω αδράνειας μπορεί να έδωσα αυτήν την απάντηση και σε ουδέτερες ερωτήσεις όπως «από πού είσαι;» και «ποιο είναι τ’ όνομα σου». Σαν το διάκο με το κυρ ελέησον. Η σταθερή αυτή στάση με προστάτευσε από επιπλέον μπερδέματα, που θα μπορούσαν να προστεθούν σ’ αυτά που δυστυχώς δε μπόρεσα να αποφύγω!

    Στην πρώτη έξοδο μου στην πόλη της Κορίνθου με τη δίωρη άδεια, ως παρέα, είχα τον Αλέκο Παναγούλη. Θυμάμαι την αρνητική εντύπωση που έχει μείνει μέσα μου - και δεν θα διστάσω να την πω - για την αγοραία συμπεριφορά της τοπικής κοινωνίας, που αντιμετώπιζε τους στρατιώτες με ιδιαίτερη εκμετάλλευση στις τιμές, την ποιότητα των αγαθών και τη υποτιμητική τους στάση απέναντί μας. Καθίσαμε σ’ ένα από τα κεντρικά καφενεία της πόλης και ήπιαμε  δυο καραφάκια ούζο με δείγμα «μεζέ». Καμιά σχέση με τα τσιπουράδικα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, αλλά οι τιμές ίσως και πιο τσιμπημένες

     Ανήσυχος κοίταζα συνεχώς το ρολόι μου για να επιστρέψω έγκαιρα στο στρατόπεδο. Παρά τις εκκλήσεις μου να φύγουμε εγκαίρως ο Αλέκος παρέμενε άνετος. Έτσι αναγκάστηκα να τον αφήσω και να φύγω μόνος μου. Ευτυχώς ήμουν πίσω στην ώρα μου. Μέχρι το σιωπητήριο ο Αλέκος δεν είχε εμφανιστεί. Έπεσα στο κρεβάτι αλλά με την ανησυχία ζωντανή μέσα μου, γιατί  δεν είχε γυρίσει ακόμα. Γύρω στις δώδεκα τη νύχτα ξύπνησα από θορύβους, σπάσιμο τζαμιών και  φωνές. Ο Αλέκος γύρισε πίσω αλλά είχε καταναλώσει κι άλλα ποτά και ήταν εκτός ελέγχου.

Έσπαζε  τζάμια του λόχου και χρειάστηκαν τρεις-τέσσερις  άλλοι να τον κάνουν ζάφτι.

     Στην πρωινή αναφορά ήμουν σίγουρος ότι τα νυχτερινά γεγονότα θα ήταν το κύριο θέμα. Έπεσα από τα σύννεφα όταν δεν έγινε καμιά αναφορά πάνω σ’ αυτό. Μετά από δυο μέρες μου το εξήγησε ο ίδιος ο Αλέκος, όταν εγώ ζήτησα να βρω την εξήγηση. Προερχόμενος από στρατιωτική οικογένεια - πατέρας κι αδελφός - ήταν οικογενειακός φίλος με τον διοικητή του στρατοπέδου και το θέμα σκεπάστηκε δια της σιωπής με μόνη συνέπεια την πληρωμή των ζημιών που υπήρξαν.

     Από τις πρώτες μέρες φάνηκε η αντιμετώπιση που θα είχαμε στο στρατό. 

 

 Εγώ, μεταξύ των Βασίλη Ζεβελάκη και Σήφη Καμάρη

 

Σε      λίγες          μέρες μας έβγαλαν στην     αναφορά εμένα          τον 

Βασίλη Ζεβελάκη  και τον Αντώνη Κοντόπουλο. Η κατηγορία ήταν ψευδής και υποβολιμαία.

-                     Γιατί ήρθατε σε επαφή με ύποπτους πολίτες μέσα από τον τοίχο του στρατοπέδου;

     Τι να απαντήσεις σε τέτοια κατασκευασμένη και εξωφρενική κατηγορία; Μείναμε αμίλητοι. Ο λοχαγός συνέχισε με απειλές ότι θα κόψει τα πόδια σε όσους τολμήσουν να κάνουν δολιοφθορά στο στράτευμα.

-                     Να το βάλετε καλά στο μυαλό σας. Δεν θα περάσουν τα σχέδια των κομμουνιστών. Έχουν το νου τους οι φύλακες!

     Και μια σειρά τέτοια φληναφήματα.   Ήταν μια κακόγουστη θεατρική παράσταση, παιγμένη από έναν ανεκδιήγητο παλιάτσο με έναν και μόνο σκοπό. Να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα φόβου, να σφίξουν, κατά την αντίληψή του, τα λουριά στους «εχθρούς της πατρίδας»!

    Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας αυτό ήταν που με  πλήγωνε περισσότερο. Η αμφισβήτηση από νάνους,  κι αρκετές φορές παραδόπιστους, της αγάπης μου για την πατρίδα τον τόπο που με γέννησε και ανάθρεψε. Το τραγικότερο βρισκόταν στο γεγονός ότι όλες αυτές οι χονδροειδείς προκλήσεις έμεναν αναπάντητες, με βάση τη γενική γραμμή αποχής από κάθε

τέτοιου      είδους συζήτηση. 

 

                                                                                                                                 Νεοσύλλεκτοι    στην

Κόρινθο

 

Σήμερα, μετά τόσα χρόνια,

αναρωτιέται αν θ’ άξιζε κι αυτό τον

κόπο να πείσω τ’ ανθρωπάρια  ότι:

-  Όχι βρε ηλίθιε! Εγώ είμαι Έλληνας και το γεγονός ότι είσαι και εσύ μόνο αισθήματα ντροπής μου δημιουργεί! 

    Η παραμονή στην Κόρινθο περιελάβανε τη βασική εκπαίδευση, μαθήματα για το αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως όπλο Μ1,  τις πρώτες δοκιμαστικές βολές, που εγώ  φρόντισα να πάνε στο γάμο του Καραγκιόζη, ασκήσεις παρελάσεων και τα γνωστά μαθήματα ηθικής διαπαιδαγώγησης. Ακόμα θυμάμαι την πορεία με πλήρη εξάρτηση στα Εξαμίλια, που η εκπαίδευση την χαρακτήριζε σαν δοκιμασία, αλλά σ’ εμένα, που  από πάντα μου άρεσε  το περπάτημα, ήταν μια όμορφη μέσα στην γενική ασχήμια, εμπειρία.

     Για τη μεγάλη πλειοψηφία το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιαζόταν στην επιλογή των εφέδρων ανθυπολοχαγών, κάτι που εμένα και κάποιους άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους, τους άφηνε εκ των πραγμάτων πλήρως αδιάφορους. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή του συνωστισμού στην είσοδο του λόχου όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι ήρθαν τα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή βγήκε στο παράθυρο ο λοχαγός με το χαρτί στο χέρι για να τα ανακοινώσει. Κάνοντας επίτηδες καθυστέρηση για να αυξηθεί η αγωνία. Κάποια στιγμή το μάτι του είδε δυο τρεις να την έχουνε   αράξει στο απέναντι δέντρο άνετοι κι αδιάφοροι. Στην αρχή όταν  είδε την εικόνα του φάνηκε παράξενη.

-  Εσάς δεν σας ενδιαφέρει;

     Όταν πρόσεξε καλύτερα τη σύνθεση της παρέας είπε:

-  Ά! Εσείς είστε; Καλά κάνετε! Μείνετε εκεί που κάθεστε!

    Χαρούμενες ιαχές από τους επιλεχθέντες και σύντομα όλοι οι ΥΕΑ (υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί) έφυγαν για την αντίστοιχη μονάδα τους. Έμειναν  τα «ρετάλια», που σύντομα ενημερώθηκαν για την ειδικότητά τους και την μονάδα που θα μετατεθούν. Εγώ  είχα τη μέγιστη των τιμών. Σκαπανέαςπυροβολητής και χαρτί πορείας για τη Θήβα, στην οποία έφτασα με το τρένο. 

 

 Μετάθεση στη Θήβα

 

    Στη Θήβα έμεινα λίγο. Εκεί είναι η βάση του πυροβολικού και από εκεί θα γινόταν η οριστική μου τακτοποίηση σε μονάδα. Δεν θυμάμαι κάτι αξιόλογο. Μαθήματα για τα πυροβόλα από λοχίες που είχαν μάθει το ποίημά τους και το επαναλάμβαναν από στήθους λες και απάγγειλαν την συμπυκνωμένη ανθρώπινη σοφία. Αλίμονο αν λοξοδρομούσες! Το πυροβόλο ζυγίζει 16 τόνους κι ένας από τους εκπαιδευόμενους στην ερώτηση που του έγινε απάντησε 16.000 κιλά. Ο λοχίας- εκπαιδευτής πετάχτηκε τρομαγμένος από τη θέση του και του είπε: Σιγά ρε μαλακισμένο μη ζυγίζει όσο η Γη!. 

    Να έχουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε πάνω από πενήντα χρόνια πίσω, τηλεόραση δεν υπάρχει, το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι ακόμα διψήφιο, οι εξ αναβολής περιορισμένοι στα δάκτυλα και τα βιβλία περιορισμένα. Στο στρατό συνάντησα παιδιά με τις μόνες εμπειρίες τους ότι έζησαν στο χωριό τους κι ότι άκουσαν απ’ τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Να μην ξέρουν να γράψουν το όνομά τους, να μην έχουν δει στη ζωή τους θάλασσα, αλλά πολλές φορές να λάμπουν από αγνότητα και μπέσα που ο πολιτισμός τα εξαφάνισε. Εκείνο που μου έμεινε από αυτές τις μέρες είναι το γεγονός ότι μια μέρα που είχα δίωρη έξοδο ήρθε στη Θήβα η Ντόρα και περάσαμε το δίωρο όμορφα στην ύπαιθρο. Η δική μου μετάθεση ήταν στην Αλεξανδρούπολη, στο στρατόπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πιο ειδικότερα στην 154 ΜΜΠ (μοίρα μέσου πυροβολικού)

    Από τη Θήβα στην Αλεξανδρούπολη με φύλλο πορείας πήρα το τρένο, εφοδιασμένος με τρόφιμα δυο ημερών, δηλαδή μια ολόκληρη κουραμάνα και μια μεγάλη κονσέρβα διατηρημένου κρέατος. Όσο κι αν σήμερα φαίνεται υπερβολικό ο μουτζούρης για να μας φτάσει από τη Θήβα στην ακριτική Αλεξανδρούπολη έκανε δυο ολόκληρες μέρες! 

 

 

 

Ένας χρόνος  και κάτι στην Αλεξανδρούπολη

 

    Πρώτη φορά στη ζωή μου ταξίδευα πέρα από τη Θεσσαλονίκη κι έφτασα στο άκρο της Δυτικής Θράκης. Δεν νομίζω ότι είδα τίποτα το ιδιαίτερο μέσα από το τρένο, αλλά με τις πολύωρες στάσεις σε ενδιάμεσους σταθμούς, μου δόθηκαν μικρές ευκαιρίες να δω τοπία, να μιλήσω με άγνωστους ανθρώπους να πάρω με ένα λόγο μια μικρή μυρωδιά του νέου τόπου.

Διαφορετική     ατμόσφαιρα     από     τους     «περπατημένους»

Κορίνθιους. 

    Όταν έφτασα στη μονάδα έπεσε σε έναν «καλόβολο» λοχαγό που μόλις τον είδε μου είπε, λες και μου χάριζε ένα ουρί του παραδείσου. Ο φάκελός μου, φαίνεται είχε προηγηθεί της αυτοπρόσωπης παρουσίας μου!

-  Μη στεναχωριέσαι καθόλου. Εγώ είμαι εδώ. Μπορώ να σε αποχαρακτηρίσω και να καθαρίσω πλήρως το φάκελό σου. Έχεις την ευκαιρία να μπεις ολοκάθαρος στην Εθνική οικογένεια!     Είναι αλήθεια ότι με το γλυκερό του ύφος με αιφνιδίασε λίγο, αλλά σύντομα έπρεπε να κόψω το βήχα του και να ξέρει με ποιον είχε να κάνει. Του είπα καθαρά και χωρίς φιοριτούρες:

-  Δεν νομίζω ότι χρειάζομαι να καθαρίσω κάτι!

    Εδώ στην πόλη της Αλεξανδρούπολης έζησα δύσκολες στιγμές, αλλά  έχω και μια σειρά ωραίες αναμνήσεις. Γνώρισα κι έκανα νέους φίλους. Ενδεικτικά αναφέρω τον Σταύρο Σταφυλάκη. Με το Σταύρο δεν γνωριζόμασταν πριν, αλλά διαβατήριο να ξανοιχτούμε μεταξύ τους ήταν οι κοινοί φίλοι που είχαμε από το Ηράκλειο. Μετά από χρόνια - και μέσω του fb - ξαναβρήκα επαφή μαζί του και χαίρομαι ιδιαίτερα από το γεγονός  ότι, παρά την πολύχρονη διακοπή της επαφής μεταξύ μας, υπάρχει μια ξεχωριστή σύμπτωση σε πολλά θέματα της πολιτικής, εθνικής και κοινωνικής συγκυρίας. 

     Άλλος φίλος είναι ο δικηγόρος Φάνης Αρχιμανδρίτης που ήταν προστάτης οικογένειας και απολύθηκε σύντομα. Με το Φάνη ήμασταν συμπατριώτες από το Βόλο. Παρά το γεγονός ότι τα υπόλοιπα χρόνια συναντιόνταν συχνά στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, που εγώ κυκλοφορούσα κι ο Φάνης είχε το δικηγορικό του γραφείο κι ανταλλάσσανε τους τυπικούς χαιρετισμούς, δεν συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Αυτός ήταν στο «ένα είναι το κόμμα» κι εγώ σύμφωνα με τα γράδα του «πατενταρισμένος ρεβιζιονιστής». Τι σημασία έχουνε θα μου πείτε  αυτά, με το σημερινό βλέμμα, αλλά κάθε εποχή έχει τους δικούς της φανατισμούς και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ο τέταρτος της παρέας Πόντιος, ωραίος Θεσσαλονικιός είχε μαζί με τα αδέλφια του εμπορική επιχείρηση που στα επόμενα χρόνια πήγε πολύ καλά. Είναι ο Γιώργος Σαραφίδης με τον οποίο συναντηθήκαν μετά μόνο μια φορά στην Αθήνα σε ταβέρνα μαζί με τον Φάνη.

    Στην Αλεξανδρούπολη κάναμε καλή παρέα και μάλιστα αποτελέσαμε την  αφορμή μιας νέας απαγόρευσης. Μια φορά που είχαμε κοινή έξοδο στην πόλη πήγαμε για φαγητό στο καλύτερο εστιατόριο- ξενοδοχείο της πόλης που σύχναζαν κι οι αξιωματικοί. Όταν μας πήρε το μάτι ενός δικού μας αξιωματικού, του κακοφάνηκε. Το επόμενο πρωινό ανακοινώθηκε στην μονάδα ότι απαγορεύεται στους απλούς στρατιώτες να πηγαίνουν σε αυτό το εστιατόριο.

    Σε διάφορες ευκαιρίες έγραψα διάφορα επεισόδια αυτής της περιόδου. Κάποια από αυτά έχουν ήδη δημοσιευθεί κι άλλα όχι, αλλά εδώ κάνοντας μια συγκέντρωσή τους, θα εμφανίσω μερικά, σε μια απόπειρα κάποιας αναβίωσης της στρατιωτικής μου θητείας. Δεν έχει πρακτική αξία να αναφερθώ αναλυτικά στην καθημερινή ζωή. Όμως για μένα ένα έχω να πω: Η στρατιωτική μου θητεία, πέρα από τα στραβά κι ανάποδα, πέρα από τα παράλογα και τους κατατρεγμούς που περιλαμβάνει, ήταν ένα χρήσιμο  μάθημα. Με την πάροδο του χρόνου αυτό θεωρώ το κυριότερο που θέλω να υπογραμμίσω

 

 Το βρώμικο αίμα

 

    Στο στρατό μού συνέβη το εξής περιστατικό, που δείχνει ανάγλυφα πώς η μισαλλοδοξία κι ο φανατισμός, μπορούν να φτάσουν τον άνθρωπο να χάσει τα κύρια χαρακτηριστικά που τον ξεχωρίζουν σαν ένα ιδιαίτερο πλάσμα μέσα στη φύση.

Είναι όμορφο μέρος η πόλη της Αλεξανδρούπολης. Έμεινα εκεί πάνω από ένα χρόνο, όμως δεν πρόφτασα, δυστυχώς, να τη γνωρίσω στις περιορισμένες εξόδους κι ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται στη στρατιωτική ζωή. Η πόλη τότε είχε καταληφθεί από στρατιώτες. Έμπαινες στην αίθουσα του κινηματογράφου και από τα εκατό άτομα οι εξήντα τουλάχιστον ήταν φαντάροι.

 Μόνο μια φορά μπήκα στα ενδότερα της πόλης όταν ο ντόπιος στρατιώτης και καλός μου φίλος  Σάκης με πήγε στην τούρκικη συνοικία και γνώρισα από μέσα ένα τούρκικο σπίτι. Μια άλλη φορά θα σας πω αυτήν την ιστορία, μα ο Σάκης, ένας πελώριος Πατούχας με καρδιά αθώου παιδιού, ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από πολλές πλευρές. Μια από αυτές ήταν πως μου μετέφερε, καθημερινά σχεδόν, τους τίτλους κάποιων εφημερίδων. Έπιαναν τα χέρια του και τέτοιοι φαντάροι είναι χρυσάφι σε μια μονάδα. Υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ξυλουργός και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς κι ήταν αναγκαίο. Έτσι κάθε βράδυ είχε άδεια να πηγαίνει στο σπίτι του και είχε το ελεύθερο στο μαγειρείο για όσο φαγητό ήθελε. - Και ήθελε πολύ!

Το στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου ήταν τότε έξω από την πόλη και στο χωματόδρομο μπροστά του υπήρχε αρκετή κίνηση. Στρατιωτικά οχήματα κυρίως.

Ένα πρωινό, μετά την αναφορά κι όταν άρχιζε το συνηθισμένο πρόγραμμα, σήμανε συναγερμός. Στον εξωτερικό δρόμο συνέβη ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα με έναν σοβαρά τραυματισμένο στρατιώτη. Μέσα στο απέραντο στρατόπεδο υπήρχε μια μονάδα κινητού νοσοκομείου, που ήταν καλά εξοπλισμένη. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε εκεί κι έπεσαν πάνω του οι στρατιωτικοί γιατροί. 

Σε λίγο έγινε έκτακτη συγκέντρωση της μονάδας και ο διοικητής ανήσυχος κι αλαφιασμένος          μας λέει:

 

 Στην Αλεξανδρούπολη

 

-       Ποιοι από σας έχουν αίμα ομάδας Α2;

Την ομάδα αίματος

την έγραφε για όλους μας το Ατομικό βιβλιάριο. Σηκώθηκαν μερικά χέρια. 

-       Ποιοι μπορούν να δώσουν αίμα;

Βγήκαμε μπροστά εγώ κι ο γραφέας στο υπασπιστήριο. Μας πήγαν αμέσως στο χειρουργείο. Δύο νοσοκόμοι άρχισαν να παίρνουν αίμα. Στο διπλανό χώρο, αντίσκηνα ήταν, οι γιατροί έδιναν τη μάχη τους. Πήραν από τον καθένα μας δύο μπουκάλες. Τι ήταν αυτό τότε; Τίποτα! Το κάναμε εθελοντικά με όλη μας τη καρδιά και το χαρήκαμε γιατί εκεί – επιτόπου - αυτό το αίμα θα έμπαινε στον τραυματία που αιμορραγούσε και έδινε τη μάχη να κρατηθεί στη ζωή.

Έτσι κι έγινε. Ο φαντάρος, από άλλη μονάδα – δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά του – την έβγαλε καθαρή. Εμάς μας τάισαν καλά και βγήκαμε δύο μέρες «ελεύθεροι υπηρεσίας».

Πέρασαν μέρες και το περιστατικό ξεχάστηκε.

Μια μέρα ο συνέταιρος στην αιμοδοσία, έρχεται χαρούμενος και μου λέει:

-       Ήρθε και για τους δυο μας τιμητική άδεια από τη μεραρχία. Δεκαπέντε μέρες!

Απλώς εκεί ο γιατρός-αξιωματικός  κράτησε τα ονόματά  μας κι έστειλε αναφορά στους ανώτερους.

-       Ωραία, είπα. Θα κατέβω επιτέλους στο Βόλο.

Το είπα σε δύο-τρεις δικούς μου.

Όμως σε δύο μέρες ξανάρχεται ο γραφέας και έντρομος μου λέει:

-       Λευτέρη, μη με κάψεις! Δεν σου είπα κουβέντα.

Πέρασαν μερικές ημέρες κι αυτός πήρε την άδεια. Για μένα τσιμουδιά. Όμως το αίμα του «μιάσματος» έκανε την ίδια δουλειά με το αίμα του γραφέα. Τότε πληγώθηκα, πληγώθηκα βαθιά! Τόσο που ορκίστηκα:

-       Δεν ξαναδίνω αίμα με τίποτα!

Η ζωή όμως στη συνέχεια μ’ ανάγκασε πολλές φορές να παραβώ τον όρκο μου για συγγενείς και φίλους. Μέσα μου όμως παραμένει ακόμα η πίκρα. Στο περιστατικό αυτό βλέπεις, πως οι διαιρέσεις σε μια χώρα μπορούν να φτάσουν τους ανθρώπους σε ακρότητες.

Ας μας γίνει, αυτό, ένα μάθημα…

 

 

 

 

 

 Αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν

 

    Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και – γιατί όχι – ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες, και κάποιους, χωρίς ντροπή κι αναστολές, να τους ποδοπατά.

Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε: Δεν ξέρω! Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα να ’χει το τραμ!

Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Θα τολμήσω μια σύγκριση που θα φανεί παράξενη, αλλά έτσι αισθάνομαι και θα το πω. Με εξαίρεση τις 53 μέρες που έζησα στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας, το στρατιωτικό είναι η επόμενη πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και μ’ έκανε κουρέλι και που συγχρόνως με εξόργιζε, ήταν η αμφισβήτηση – από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους– της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πώς να αντιδράσω, σε ποια αυτιά ν’ αποταθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή!

Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω ν’ αφηγηθώ ένα από αυτά:

Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέαςπυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (ΕΗΔ), ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα, διάβασε ένα δισέλιδο, προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε ν’ ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο.  Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας μου λέει:

-  Σε θέλει ο λοχαγός!

 Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό.

Μόλις μπήκα στο γραφείο του, χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει:

-  Λευτέρη, θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο.

-  Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα      - Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός!

Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς, σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι.

Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμά του με την κατάληξη:

-  Κρίμα, παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου!

Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία.

Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος.

Κάθε φορά ο Α2 που διηύθυνε τη συζήτηση έλεγε:      - Εσύ τι λες, Λευτέρη;       - Δεν ξέρω!

Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κυρ Ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες.

Ο διπλανός μου στο κρεβάτι, μου έλεγε ένα πρωί:

-         Τη νύχτα φώναζες: Δεν ξέρω, δεν ξέρω...

Ο λοχαγός με κάλεσε πάλι:

-         Θα μιλήσεις για την προδοτική γραμμή του Κ.Κ.Ε. στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σου είναι φαντάζομαι γνωστό. Κάλεσε τους στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα! Άλλωστε κι εσύ προσφυγικής καταγωγής είσαι!

Επιτέλους, έμαθα ο κακόμοιρος την αιτία της ήττας και της εθνικής μας τραγωδίας. Μια ανακοίνωση–στερεότυπο ενός κόμματος που ήταν στα σπάργανά του κατόρθωσε να πείσει τους φαντάρους να μην πολεμήσουν. Είναι ζήτημα  όμως αν έστω ένας από αυτούς έμαθε εκείνη την εποχή αυτήν την ανακοίνωση.

Εγώ την ίδια σιωπή. Μετά από κάνα δυο επαναλήψεις είχε τη φαεινή ιδέα.

-         Θα μιλήσεις για το αντικείμενό σου! Τις μαθηματικές εξισώσεις!

Τι μου ήρθε; Του απάντησα με θράσος:

-         Τότε θα πληρώνομαι ακριβά!

-         Αύριο θα βγεις στην πρωινή αναφορά!

-         Γιατί;

-         Αυτό που σου λέω!

Την άλλη μέρα το πρωί ξυρισμένος, γυαλισμένος, στήθηκα στην αναφορά.

-         Στρατιώτης Τσίλογλου Ελευθέριος σκαπανέας-πυροβολητής, λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι...

Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής της μοίρας με σταμάτησε...

-         Για ποιο λόγο βγαίνεις στην αναφορά;      - Δεν ξέρω! Ο λοχαγός...

-         Καλά! Καλά!  Απάντησε   στην ερώτηση, ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;

-         Δεν ξέρω!

-         Άκου, στρατιώτη, κι άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου! Ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος είναι ο κομμουνισμός! Τ’ άκουσες;

-         Ναι!

-         Ποιος είναι λοιπόν;       - Δεν ξέρω!

Ψυχρός, αμίλητος, χωρίς φανερή αντίδραση, απευθύνεται σ’ όλη τη μοίρα που ήταν παραταγμένη πίσω μου:

-         Ποιος είναι, παιδιά, ο μεγαλύτερος εχθρός;  Ακούω πίσω μου μια ομαδική κραυγή:

-         Ο κουμμουνισμόοοος!      - Τ’ άκουσες;      - Ναι!

-         Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος;       - Δεν ξέρω!

Το φαινόμενο επαναλήφθηκε. Τότε ένα λαμπάκι άναψε μέσα μου. Θυμήθηκα τι έγραφε το Ατομικό βιβλιάριο του φαντάρου: - Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος; - Το Μπέϊ-μπουκ λέει η ελονοσία!

Άστραψε και βρόντηξε. Το πρόσωπό του έγινε σαν παπαρούνα. Θα πάθει αποπληξία είπα από μέσα μου και θα έχουμε άλλα ντράβαλα!

-         Πάρτε τον από μπροστά μου! Είκοσι μέρες αυστηρά!!

Ένας μόνιμος κι ένας έφεδρος λοχίας με πήγαν σηκωτό στο διπλανό πειθαρχείο. Την ποινή την υπηρέτησα πλήρως με όλους τους προβλεπόμενους όρους. Μια μέρα φαΐ, μια μέρα νηστεία. Στέρηση συσσιτίου. Όπως υπηρέτησα και την αντίστοιχη παράταση της θητείας μου.

Το ατομικό μου βιβλιάριο, που δεν θυμάμαι πώς, βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, γράφει στις σελίδες των ποινών: ... είκοσι ημέρας αυστηρά φυλάκισις, διότι δεν εγνώριζεν  αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!...

Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να με απομονώσουν από τον κορμό των άλλων φαντάρων. Όμως ποτέ δεν το κατόρθωσαν. Εγώ, σ’ αυτές τις συνθήκες, ήμουν μέσα σ’ όλα. 

Βασικός παίχτης της ποδοσφαιρικής ομάδας που φτιάχτηκε εκ των ενόντων, πρωτεργάτης στο τραγούδι τις ελεύθερες ώρες, κύριος προμηθευτής πικάντικων ανέκδοτων που στο στρατό είναι περιζήτητα. Συγχρόνως, για πολλούς ήμουν ο γραφιάς τους. Αλήθεια, πόσων και πόσων μυστικών – ακόμα και τραγικών – δεν έγινα κοινωνός γράφοντας δεκάδες προσωπικά γράμματα! 

Εγώ, που ο λοχαγός με χαρακτήριζε μίασμα, σκουλήκι, πράκτορα, Εαμοβούλγαρο κι ότι άλλο ήξερε να πει. Δεν τους πέρασε η απομόνωση!

Μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής και τον ψυχροπολεμικό διαχωρισμό του κόσμου σε στρατόπεδα επιρροής, ο στρατός παραμελούσε το βασικό του στόχο και έκανε φοβερές διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά του, που ήρθαν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Κάποια από αυτά χωρίς δισταγμό τα ποδοπατούσε.  Δυστυχώς, γι’ αυτό το ρόλο βρέθηκαν πρόθυμοι βαθμοφόροι που πολλές φορές υπερέβαιναν και τις εντολές. Όμως η ζωή μου έδειξε – ιδιαίτερα και στις μετέπειτα περιπέτειες που είχα– το εξής: 

Κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες καταναγκασμού και τρόμου, πάντοτε βρίσκεται ένας ή περισσότεροι που θα σου φερθούν ανθρώπινα και θα γίνουν το ψυχολογικό στήριγμά σου. Όχι απαραίτητα από κοινές ιδεολογικές αφετηρίες αλλά από την ανθρώπινη αλληλεγγύη που γεμίζει πολλές καρδιές και αντιδρούν στην αδικία απ’ όπου κι αν προέρχεται. 

Ο φανατισμός, οι ακρότητες, τα αναγκαστικά μέτρα από οποιαδήποτε αφετηρία κι αν πηγάζουν δεν έγραψαν ιστορία. Το πολύ να προκάλεσαν προσωρινά πισωγυρίσματα ή κάποιες καθυστερήσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η κοινωνία προχωράει με τους δικούς της ρυθμούς. 

Εκείνη την εποχή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η προσωπική μου ιδιοσυγκρασία με όπλισαν με ένα γαϊδουρινό πείσμα. Αυτή ήταν η μόνη διέξοδος. Να στυλώσω τα πόδια και να μην κάνω ρούπι πίσω!

Αργότερα, μόνος μου, με την ηρεμία που δίνει η πολύχρονη απομόνωση που ακολούθησε, με εσωτερικές διεργασίες, απάλυνα τη συμπεριφορά μου κι έγινα έλλογος άνθρωπος. Όμως εγκαίρως, πριν ακόμα η πλημμύρα των αντικειμενικών εξελίξεων κάνουν αυτονόητη αυτή την αλλαγή.

Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ολοκλήρωσα τη θητεία μου, μαζί και τις μέρες των πρόσθετων φυλακίσεων, με κάλεσε ο τότε διοικητής μου στην Πρέβεζα και μου έδωσε το απολυτήριο:

-         Άντε! Καλά μυαλά!

Κοιτάζοντας το χαρτί στα πεταχτά, το μάτι μου πέφτει στη σειρά:

 ΔΙΑΓΩΓΗ: ΚΑΚΗ.

-         Γιατί; Έκανα κανένα έγκλημα;

-         Άντε φύγε, παιδί μου. Δε λες κι ευχαριστώ που σε αφήνουμε να πας σπίτι σου! 

    Γι’ αυτόν το διοικητή θα μιλήσω λίγο παρακάτω.

Πού να το δείξω και ποιος θα με καταλάβει; Στην επιστράτευση του ’74 το χρώμα του απολυτηρίου μου δε κλήθηκε στα όπλα. Ευτυχώς γλύτωσα από αυτήν την άσκοπη περιπέτεια.

Αργότερα μου άλλαξαν το απολυτήριο. Στο καινούργιο, στη θέση της διαγωγής ήταν κενό.

-         Α! Ωραία, είπα μέσα μου. Ξεπλύθηκε η ντροπή!

Παρατηρώντας όμως καλύτερα, είδα μια νέα πισώπλατη μαχαιριά:

    «Εις περίπτωσιν επιστρατεύσεως να παρουσιαστεί εις το πλησιέστερον Αστυνομικόν Τμήμα!»

Χριστέ μου! Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Ξεπέρασα πια τις χρήσιμες ηλικίες του στρατού. Φαντάζεστε την αμηχανία τη δική μου και των αρμοδίων αρχών αν εμφανιζόμουν φάντης μπαστούνι ενώπιον τους;

-         Τι να κάνουμε με αυτήν την περίπτωση;

    Σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι στο σπίτι. Χρόνια έχω να το δω μπροστά μου.

    Όλα όσα πέρασα μπορεί να τα ξεχάσω, να τα δικαιολογήσω σαν φαινόμενα των περιπετειών που έζησε η χώρα μας.

Ας πάει το παλιάμπελο! Τι νόημα άλλωστε έχει να το κρατάει κάποιος μανιάτικο;

Εκείνον όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ο παραδόπιστος λοχαγός μου. Αυτός που αμφισβητούσε τα ιερά και όσια της ύπαρξης μου. Την αγάπη και την αφοσίωση για τον τόπο που γεννήθηκα. Την πατρίδα μου! Το χειρότερο όλων:

Ήταν και ποντιακής καταγωγής. 

 

 

 

 

Ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα…

 

    Τα επεισόδια που συνέβησαν στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας είναι πολυάριθμα και στο πρώτο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο περιγράφω μερικά από αυτά. Όμως υπάρχουν κι άλλα που θα άξιζε να αναφερθούν. Όχι γιατί ο γράφων  έχει την πρόθεση να δημιουργήσει κλίμα διχασμού και να χαρακτηρίσει αρνητικά κάποιο τμήμα του πληθυσμού ή και κάποιο χρήσιμο θεσμό της πατρίδας μας. Το αντίθετο! Μοναδική μου πρόθεση είναι αυτές οι αναφορές να γίνουν αφορμές φρονηματισμού για το μέλλον. Ευχή μου είναι να γίνουν παραδείγματα ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα μισαλλοδοξίας και υπέρβασης.

   Οι πιο δύσκολες στιγμές που έζησα στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας ήταν εκείνες που κάποιοι βαθμοφόροι εφάρμοζαν, χωρίς ντροπή κι αναστολές, την επάρατη αρχή της συλλογικής ευθύνης. Εξαιτίας της δικής μου στάσης, που για αρκετούς - πράγμα φυσικό κι αναμενόμενο - δεν ήταν και εύκολα εξηγήσιμη και το πείσμα να παραμείνω χωρίς εκπτώσεις, συνεπής στις δικές μου θέσεις, δεν ήταν φυσικά απ’ όλους κατανοητό, το καψώνι που γινόταν συμπεριλάμβανε όλους τους άνδρες της πυροβολαρχίας ενώ ‘αίτιο και φταίχτης’ ήμουν μόνο εγώ.

    Θυμάμαι το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο. Ήμουν στην Αλεξανδρούπολη και ήταν παραμονές της 25ης Μαρτίου του 1967. Λιγότερο από ένα μήνα πριν την κατάλυση των θεσμών της δημοκρατίας από τους επίορκους συνταγματάρχες. Λόγω της εθνικής επετείου ένας ουλαμός της μονάδας μου θα λάβαινε μέρος στην πεζή παρέλαση που θα γινόταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Μέσα στο μεγάλο κι άνετο χώρο του στρατοπέδου γίνονταν εντατικές πρόβες στο βάδην. Καλός και συγχρονισμένος βηματισμός, προτεταμένα στήθη, απόλυτη στοίχιση κι όλα τ’ απαιτούμενα για μια αξιοπρεπή εμφάνιση. Στις παρελάσεις, πέρα από τις προφανείς σκοπιμότητες, υπάρχει και μια ακόμα συνιστώσα. Οι βαθμοφόροι της μονάδας βαθμολογούνται από τους επικεφαλής αξιωματικούς κι είναι εμφανής η αγωνία τους να έχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Στη σημερινή φάση τέτοιες αγωνίες ίσως μην υπάρχουν, μέσα και στο γενικό κλίμα των εκπτώσεων  σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής μας. 

    Μέσα στον ουλαμό είχαν επιλέξει και μένα, πράγμα όχι συνηθισμένο και μη αναμενόμενο. Επειδή δεν υπήρχε μουσική να δίνει ρυθμό στο βηματισμό μας έβαζαν να τραγουδάμε τα γνωστά εμβατήρια. Κάποια από αυτά ήταν ανυπόφορά και διχαστικά. Ιδιαίτερα   σε     μένα           που   με     χαρακτήριζε η απολυτότητα της εποχής. Το συμβάν έγινε μπροστά στο παράπηγμα της πυροβολαρχίας μετά από αρκετή ώρα πεζοπορίας, ενώ πλησίαζε η ώρα του μεσημβρινού συσσιτίου.      Συνεχίζοντας με βήμα σημειωτόν ο ουλαμός τραγουδούσε το ‘εμπνευσμένων στίχων’ εμβατήριο:              Ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα,               πολεμούσε για τα ιδανικά             Είχε βάψει τους κίτρινους στο αίμα,              δείχνοντάς τους τι θα πει ελευθεριά..

    Ο λοχαγός της πυροβολαρχίας που μας έδινε το ρυθμό και κάποια στιγμή  με πήρε το μάτι του, ήρθε κοντά μου:

-  Δεν ακούω, Λευτέρη, τη φωνή σου! 

    Προς απόδειξη του ισχυρισμού του έβαλε τ’ αυτί του μπροστά στο στόμα μου. Πράγμα περιττό αφού το στόμα μου ήταν σφραγισμένο. Απλώς ήθελε να δακτυλοδείξει τον ένοχο. Τότε μ’ έφερε στην πιο δύσκολή στιγμή της στρατιωτικής μου θητείας λέγοντας δυνατά σ’ όλους:

-  Το σημειωτόν θα συνεχιστεί μέχρις ότου ο κύριος Κόμης ανοίξει το στόμα του και τραγουδήσει!

     Ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Τόσο άσχημα ένιωσα. Όμως το στόμα παρέμενε ερμητικά κλειστό. Άρχισαν οι διαμαρτυρίες από συναδέλφους. Όχι προς το λοχαγό, αλλά προς τα μένα:

-  Άντε ρε Λευτέρη. Τραγούδησε να πάμε για φαγητό!

     Τι να πεις σε τέτοια περίπτωση;  Όμως, παρά τις απειλές ότι θα μείνουμε εκεί για πάντα, το καψώνι σε λίγα λεφτά σταμάτησε γιατί κι οι δικές του υποχρεώσεις τον ανάγκασαν να φύγει εκτός στρατοπέδου. Ευτυχώς, γιατί ποτέ δεν ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άσχετος με αυτά, που δεν καταλαβαίνει τη δική σου στάση και είναι συγχρόνως πεινασμένος. Όμως η ζωή είναι παράξενη και οι συμπτώσεις που μπορεί να σου συμβούν απίθανες.

     Μετά από είκοσι χρόνια είχα στο φροντιστήριο έναν μαθητή μέσα στους χιλιάδες που περάσανε. Ένα συμπαθητικό και φιλότιμο παιδί. Το επώνυμο κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν έκανα από πριν τους κατάλληλους συνδυασμούς. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στην ημέρα της ενημέρωσης των γονέων. Πατέρας του μαθητή μου ήταν ο λοχαγός. Και οι δυο μάλλον θυμηθήκαμε την παλαιά μας κοινή εμπειρία, αλλά δεν ειπώθηκε εκατέρωθεν κουβέντα. Άλλωστε μπροστά μας ήταν το αθώο κι άμοιρο ευθυνών παιδί του, αλλά κι εγώ είχα λειάνει αρκετά την παλαιά μου απολυτότητα. Χάρηκα που ο γιος του πήγε τελικά καλά στις εξετάσεις, αλλά τον μπαμπά δεν τον ξαναείδα! Όμως να πω την καθαρή αλήθεια.  Δε μου λείπει κιόλας.

    Λησμόνησα να πω ότι παρέλαση στην Αλεξανδρούπολη δεν είχα την τιμή να κάνω. Όταν έφτασε η στιγμή εξαιρέθηκα.

Τζάμπα οι πρόβες και πρόβες 

 

Πάσχα του ‘67

 

    Κανονικά έπρεπε να είμαι ευτυχής. Μπροστά μου είχα ελεύθερο ένα ολόκληρο διήμερο. Για έναν χρόνο, που ήμουν φαντάρος στον Έβρο, αυτό ήταν πρωτοφανές. Τόσο καιρό βίωνα την αποκοπή από την οικογένεια, τους φίλους, το Βόλο, την Αθήνα. Υπηρετούσα ως σκαπανέας- πυροβολητής στην 154 ΜΜΠ  που έδρευε στο στρατόπεδο Μεγάλου Αλεξάνδρου, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Η Μοίρα είχε φύγει πρωί-πρωί για τις Σάππες, ένα χωριό στο γειτονικό νομό Ροδόπης, να κάνει ασκήσεις βολής. Θα γύριζε πίσω, με βάση τον προγραμματισμό, το Σάββατο το απόγευμα.

 Εμένα δεν με πήραν μαζί τους. Με άφησαν πίσω, μαζί με τους βοηθητικούς, δυο-τρεις αρρώστους ελεύθερους υπηρεσίας κι έναν αξιωματικό. Να μη μάθω τα μυστικά της άσκησης; Μάλλον όχι. Απλώς ήθελαν να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά η εικόνα: Ο Λευτέρης είναι ένα απόβλητο, ένα μίασμα, ένας επικίνδυνος Εαμοβούλγαρος, που κάθε φρόνιμος φαντάρος πρέπει να αποφεύγει μετά βδελυγμίας.

 Όμως αυτό δεν τους πέρασε ποτέ παρά τις φιλότιμες, προσπάθειες του λοχαγού του Α2 Χασαπίδη. Αυτός είχε όπλο τον εκφοβισμό και την τιμωρία, εγώ όμως είχα τη συνεχή ανθρώπινη προσέγγιση.

 Ήμουν για καιρό πιεσμένος και σε συνεχή ένταση. Κάποια στιγμή, καταμέτρησα 54 συνεχόμενες μέρες όπου ήμουν σκοπός ‘γερμανικό νούμερο’, δηλαδή  2-4 την νύχτα , ώστε να μη μπορώ να κοιμηθώ ούτε μια νύχτα συνεχώς. Ενώ στις διπλανές μονάδες το μάθημα της Εθνικής και Ηθικής Διαπαιδαγώγησης γινόταν δυο φορές την εβδομάδα, στη δική μου γινόταν καθημερινά, πλην Κυριακής. Κάθε  φορά προσωπικές προκλήσεις, συνεχείς ερωτήσεις, προκλητικές και ύπουλες. Αλλά εγώ, μονολιθικός, απαντούσα μονότονα με τη σιωπή ή «δε ξέρω» ακόμα και σε προφανείς ερωτήσεις.

Με είχε κυριεύσει το σύνδρομο της  στέρησης. Στέρηση από φίλους, στέρηση από  ειδήσεις, εφημερίδες, συνεδριάσεις, διαδηλώσεις. Στέρηση από  γυναίκα. Τα τελευταία χρόνια, πριν βάλω το χακί, είχα μια έντονη φοιτητική   ζωή. Τώρα  δεν έπρεπε να δώσω αφορμή. Ούτε κιχ πολιτικό. Άρνηση συμμετοχής. Ακόμα κι εκεί που έβλεπα  συμπάθεια, κρατούσα τις σχέσεις  σ’ ένα επίπεδο. Όχι πολλά. Άνοιγμα μόνο στο ποδόσφαιρο και το τραγούδι. Για τις γυναίκες  ανώνυμες γενικές συζητήσεις. Κυρίαρχοι  ήρωες μου η ΑΕΚ κι ο Στέλιος Καζαντζίδης.

 Αναλογιζόμενος, σήμερα, τα γεγονότα  που διαδραματίζονταν, τις προκλήσεις, τις αναφορές, τη συνεχή αγωνία μου να έχω καθαρό τον εαυτό μου, τακτοποιημένο το κρεβάτι  και όλο τον άλλο εξοπλισμό, βάζω το ερώτημα: Πού εύρισκα αυτό το απόθεμα υπομονής και εγκαρτέρησης ν’ αντέχω την κάθε μέρα που ξημέρωνε; Πού είχα ανακαλύψει αυτή τη χρυσή φλέβα σε πείσμα και εμμονή; Σήμερα δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Δεν ξέρω. Ίσως γιατί μεγάλωσα. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν οι προκλήσεις, που τότε μου τα ξύπνησαν. Μάλλον γιατί άλλαξαν ριζικά οι εξωτερικές συνθήκες.     

  Η Πέμπτη ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Κανονικά θα έπρεπε ο αξιωματικός υπηρεσίας να με απασχολήσει με κάτι, να μου αναθέσει μια άσκοπη αγγαρεία. Αλλά ευκαιρία βρήκε κι αυτός, την άραξε στο διοικητήριο και με άφησε ελεύθερο και ήσυχο. Έτσι άρχισα τις βόλτες μέσα στο στρατόπεδο. Έφτασα στην πύλη και είπα την καλημέρα μου  στον Αλφαμίτη. Πήγα στο γραφείο κινήσεως που βρισκόταν σε ένα απόμερο μικρό κτίσμα. Εκεί για ένα φεγγάρι με αγκαζάρισαν ως γραφιά. Πήγα στο πειθαρχείο, όπου  λίγο καιρό πριν πέρασα ένα εικοσαήμερο αυστηρής απομόνωσης. Στο στρατόπεδο υπήρχε μια άλλη ολιγάριθμη μονάδα εφοδιασμού και μεταφορών με τις αντίστοιχες αποθήκες. Δίπλα από το δικό μας στρατόπεδο ήταν η 22 ΕΜΑ, μια μονάδα τεθωρακισμένων. Έτσι συχνά-πυκνά περνούσαν σε φάλαγγες από μπροστά μας για τις προβλεπόμενες ασκήσεις.

 Το μεσημέρι το συσσίτιο, ένας καφές στο ΚΨΜ, μερικά «γεια χαρά» με ανθρώπους που συνάντησα και τίποτα παραπέρα. Όμως, το διαισθανόμουν. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και σκοτεινιά.

 Εδώ και καιρό ήταν κραυγαλέα και υποτιμητική η στάση των αξιωματικών στα μαθήματα, στις ομιλίες, στις αναφορές για τους «ξεφτιλισμένους, τους απατεώνες, τους καταχραστές πολιτικούς».  Κανένας  σεβασμός στην ιεραρχία, κυρίαρχο στοιχείο στη δομή του στρατού. Βράδιασε και η ανησυχία μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει.

Όταν βγήκα πρωί-πρωί από το παράπηγμα που ήταν για μας ο θάλαμος, είδα  την ανησυχία διάχυτη. Στη πύλη διπλοσκοπιά  κι ένα άρμα μπροστά της με τους στρατιώτες οπλισμένους και με στολή εκστρατείας. Σε λίγο  μου ψιθυρίστηκε η τραγική είδηση:

-       Έγινε κίνημα, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία.

      Μου    κόπηκαν    τα    γόνατα.    Αυτό    μου    έλειπε    τώρα.

Αποκομμένος από παντού, μόνος κι έρημος, θα μ’ εξαφανίσουν χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι.

Τότε βγήκε από μέσα μου μια ανεξήγητη ξεγνοιασιά:

-       Ό,τι  ήθελε να έρθει, καλώς το! 

 Σκέφτομαι σήμερα αυτήν την αντίδραση κι αναρωτιέμαι. 

Ήταν κάτι φυσικό αυτό; Ποτέ δε θα το μάθω. 

Μας συγκέντρωσε ο αξιωματικός στη θέση της πρωινής αναφοράς  και είπε:                 

-       Μη βγάλετε τσιμουδιά, ούτε κιχ. Σε λίγο η μονάδα γυρίζει πίσω, τότε θα τα πούμε όλα.     

 Πράγματι σε λίγη ώρα το τζιπ, τα Ντόιτς, τα ΡΕΟ γεμάτα φαντάρους και τα πυροβόλα των 155 χιλιοστών μπήκαν γρήγορα- γρήγορα στον όρχο. Σε λίγο ακούστηκε η σάλπιγγα για γενικό προσκλητήριο. Εκεί μίλησε ο διοικητής της μοίρας αντισυνταγματάρχης Παπαβασιλείου.

  Έβγαλε ένα σύντομο λογύδριο. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν: Να κρατήσουμε την ενότητα μέσα στο στράτευμα, για να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που είναι ο ντόπιος και ο διεθνής κομμουνισμός. Αυτός που ήταν έτοιμος να  υποδουλώσει τη χώρα. Ευτυχώς όμως οι φύλακες γρηγορούν. «Θα πάτε ήσυχα τώρα στους θαλάμους σας. Εκεί θα πάρετε εντολές». Αυτό κάναμε. 

  Στις       ερωτηματικές     ματιές        φίλων        και    συστρατιωτών απαντούσα με τη σιωπή. Δεν πέρασε πολλή ώρα. Ένας μονιμάς λοχίας ήρθε κατευθείαν σε μένα:

-       Γιατί έλειπες από το προσκλητήριο;                         

Κατάλαβα. Πήρα μια κουβέρτα υπό μάλης και τον ακολούθησα χωρίς λόγια και αντιρρήσεις. Σε μικρή απόσταση ήταν     το      πειθαρχείο.        Ήξερα καλά          την    εσωτερική          του τοπογραφία. Ήταν ένας διάδρομος με δυο μικρά κελιά  στην πάνω πλευρά και στο βάθος ένας θάλαμος. Μ’ έβαλαν στο θάλαμο και κλείδωσαν πίσω τους. Κάθισα  σε μια γωνιά με την αίσθηση ότι χίλια αόρατα μάτια με επιτηρούν. 

Δε πέρασε πολλή ώρα να σου κι ο δεύτερος, ο μικρός αδελφός του Λαρισαίου πρωταθλητή στο βάδην Μποντικούλη. Με ρώτησε με τα μάτια και του απάντησα με το δείκτη στο στόμα:                          

-       Σιωπή!                                                              

Σε μια ώρα γίναμε πέντε. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ένα καλό παιδί από τη Δράμα που είπε:                     

-       Έλα μωρέ, τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ θα μας στείλουν στην εξορία.                         

Δε ξέρω τι εντύπωση έκανε στους άλλους, αλλά σ’ εμένα ακούστηκε σα γλυκολαλιά, μάννα εξ ουρανού. Θα βρεθώ με φίλους. Μακάρι, Θεέ μου, σκέφτηκα, μακάρι! Την πρώτη νύχτα τη βγάλαμε έτσι. Ο καθένας κούρνιασε αμίλητος  και σκεφτικός στη δική του γωνιά.

Το πρωί  το στρατόπεδο ζωντάνεψε. Ο χώρος αναφοράς ήταν δίπλα. Εικόνα δεν είχαμε, μόνο συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν στ’ αυτιά μας. Μια ώρα μετά ήρθαν και πήραν τον πρώτο.  Εκ των υστέρων έμαθα ότι έκανε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και δε γύρισε πίσω. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ο Μποντικούλης .            

-       Μου ζήτησαν δήλωση και είπα δεν υπογράφω τίποτε!

 Μ’ εμένα ασχολήθηκαν μετά το βραδινό σιωπητήριο. Οι συνοδοί ήταν δύο και με πήγαιναν προς την αποθήκη του λόχου διοίκησης. Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν περίπολοι για τους αόρατους εχθρούς με εντολή: Πυροβολούμε όποιον δεν υπακούει στην εντολή  Αλτ!  Όταν η περίπολος μας σταμάτησε οι συνοδοί έκαναν την πάπια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης λειτούργησε αμέσως:

-       Ο  Λευτέρης είμαι παιδιά!

Όταν φτάσαμε στην αποθήκη, με παρέλαβε ο Χασαπίδης:         - Λευτεράκη, τελείωσαν τα ψέματα. Κανόνισε την πορεία σου. Θα μεταχθείς στην Καβάλα και από κει εξορία στο νησί. Θα περάσεις καλά κακομοίρη μου!

 Δεν του  έδειξα τη χαρά μου. Παρέμεινα όρθιος κι αμίλητος. Σε λίγη ώρα ο λοχαγός, αφού ολοκλήρωσε τους εκφοβισμούς του, αποχώρησε. Έμεινε ο μόνιμος λοχίας. Αυτός γέμισε με ιδιαίτερη φροντίδα το αυτόματό του και άρχισε να το περιφέρει με άξονα εμένα. Αμίλητος, χωρίς να λέει τίποτα αλλά οι κινήσεις του να υποδηλώνουν με σαφήνεια την πρόθεσή του. 

Και τότε συνέβη το εξής παράξενο. Σαν να βγήκα από το σώμα μου και να ταξίδεψα σε  μια θάλασσα αναμνήσεων και επιθυμιών. Όλα όμως αμορφοποίητα και συγκεχυμένα. Όταν ξαναγύρισα πίσω στο σώμα μου και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του  πειθαρχείου. 

Ο Μποντικούλης μού είπε αργότερα:

-  Σ’ έφεραν σηκωτό οι ίδιοι!

Τι έγινε, τι συνέβη δε μπόρεσα να μάθω. Ίσως λιποθύμησα. Ένας ψυχολόγος- ψυχίατρος μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Αυτή η ασυνειδησία μ’ έσωσε από μια αγωνία ζωντανή και πελώρια.

 Τώρα είχαμε μείνει δύο. Μας χώρισαν στα ατομικά κελιά. Ξημέρωνε Δευτέρα, η βδομάδα των Παθών. Την Κυριακή θα ήταν το Πάσχα. Ακούσαμε ομιλίες και κινήσεις. Άρχισαν να φέρνουν στο θάλαμο άλλους από γειτονικά στρατόπεδα. Ένα βράδυ αργά, ίσως Μεγάλη Τετάρτη, έκανα αυτό που μόνο μπορούσα. Αναπολούσα καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Ξαφνικά ανατρίχιασα μέχρι το μεδούλι ακούγοντας ένα βυζαντινό ύμνο τραγουδημένο  υπέροχα από το θάλαμο. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο πατέρας του ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Με την αθωότητα του καθαρού ανθρώπου, με την αυθόρμητη αντίδραση στη βία, δήλωσε στον διοικητή του:

-  Εγώ, δεν πυροβολώ το ανώνυμο πλήθος!

Τον μπουζουριάσαν. Τι απέγινε δεν ξέρω, γιατί όταν έφυγα μετά τα  μέσα  του Μαΐου, αυτός ήταν ακόμα εκεί. Κυκλοφορούσε στο διάδρομο ελεύθερα κι ερχόταν στο  πορτάκι του κελιού μου για παρέα και συζήτηση.

Αλαφροΐσκιωτος, Έλληνας Χριστιανός, τον θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Στο κελί είχα την Καινή Διαθήκη και την διάβαζα επισταμένως, σημειώνοντας ό,τι μου έκανε εντύπωση.    

 Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί  μπήκε στο πειθαρχείο ο στρατιωτικός παπάς, φορώντας το πετραχήλι και  κρατώντας, με ύφος δέκα καρδιναλίων, το Άγιο Δισκοπότηρο. Πήγε σ’ όλους αρχίζοντας από το θάλαμο κάνοντας και την κατήχηση. Εγώ στο κελί τον άκουγα κι άρχισα να βράζω. Αυτός με τον τραγικό συμβολισμό της μετάληψης τούμπαρε τον Μποντικούλη. Έβαλε μια υπογραφή στη δήλωση  ότι δεν θ’ ασχοληθεί ξανά με πολιτικές οργανώσεις.

 Όταν ήρθε σ’ εμένα ήμουν πια εκτός εαυτού. Ήταν εύσωμος με μια κοιλιά σαν να κυοφορεί δέκα κουτάβια, μαζί με το γνωστό μελιστάλακτο ύφος:

-         Έλα, Λευτέρη, να κοινωνήσεις!         

Αυτό ήταν. Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Του ’δωσα μια σπρωξιά και το Δισκοπότηρο έσκασε κάτω αδειάζοντας το περιεχόμενο του στο βρώμικο έδαφος. 

-         Φύγε από δω, σιχαμένε! Δε σέβεσαι το σχήμα σου!

 Δεν το περίμενε! Αιφνιδιασμένος και αναψοκοκκινισμένος έκανε μεταβολή λέγοντας:

-         Αμετανόητος! Είσαι παιδί του Σατανά!

  Δε ξέρω τι ανέφερε στους αξιωματικούς. Ίσως από ντροπή να το έκρυψε. Άλλωστε δεν είχε προηγηθεί καμιά λειτουργία για να υπάρξει μετουσίωση σε σώμα και αίμα του Χριστού. Το πιθανότερο είναι να έριξε λίγο κρασί απ’ το μπουκάλι του και έστησε το σκηνικό του εκφοβισμού. Τον γνώριζα από τα μαθήματα που μας έκανε τους προηγούμενους μήνες. Παρίστανε τον προοδευτικό. Όλο σεξουαλικά υπονοούμενα και τα παραπλήσια:

-         Επιτρέπεται λίγη μαλακία! Μην το παρακάνετε όμως! 

Μερικά χαζοχαρούμενα έλεγαν:

-         Είδες ο παπάς;  Προχωρημένος!

Την ημέρα του Πάσχα το στρατόπεδο, σύμφωνα με το πάγιο έθιμο άνοιξε τις πύλες του να δεχθεί το λαό. Σούβλες αρνιά κι όλα τα άλλα πασχαλιάτικα καλούδια.

Ένας φωτογράφος γύριζε μέσα στο στρατόπεδο αναζητώντας πελάτες. Εγώ, ανεβασμένος στο ξύλινο κρεβάτι και κρατώντας τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παράθυρου στην πίσω πλευρά του Πειθαρχείου, κάποια στιγμή τον παίρνει το μάτι μου. Αισιοδοξία ο δικός σου!!  

Τον φωνάζω και του εξηγώ:

-         Βγάλε μου μια φωτογραφία. Όταν τις φέρεις στους άλλους φέρε και τη δική μου Θα πληρωθείς κανονικά.

 

  Πάσχα του ΄67 στο πειθαρχείο

 

    Δεν θα το πιστέψετε, αυτή τη φωτογραφία την έχω και σήμερα, για να μου θυμίζει  αυτή τη σημαδιακή μέρα. Ένα πρόσωπο με σπασμένο χαμόγελο πίσω από τη σιδεριά του μικρού παράθυρου!

Η έκπληξη ήρθε προς το μεσημέρι, όταν με πήραν έξω για το πασχαλινό τραπέζι. Τελικά πάντα υπάρχει ελπίδα. Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο. Ίσως κάποια στιγμή να το παριστάνει. Να σας πω ένα μυστικό; Η δική μου μερίδα από το ψητό αρνί ήταν η πιο πλούσια και περιποιημένη. Λίγο κρασί, λίγο τραγούδι αλλά μετά..  επιστροφή στο κελί.

 Αργότερα έμαθα το εξής. Ήρθε από πάνω διαταγή: Όλοι  οι χαρακτηρισμένοι φαντάροι ν’ αλλάξουν περιβάλλον.

Έτσι κάποια στιγμή μου  είπαν από το υπασπιστήριο:     - Μετατίθεσαι στην Πρέβεζα. Στην 147 ΜΜΠ. Φεύγεις σε μία ώρα!

-      Να μαζέψω τα πράγματά μου, είπα.

-      Όλα είναι έτοιμα, ο σάκος με τα πράγματά σου είναι στην πύλη.

Δεν μπόρεσα να δω και να χαιρετήσω κανέναν. Με πήραν με το τζιπ και με πήγαν στο σταθμό. Συνοδεία στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήταν ο λοχίας που ρύθμιζε τις σκοπιές. Μάλλον πήγαινε στο χωριό του με άδεια. Όπως, ήδη το έχω αναφέρει, με είχε περί πολλού. 

Αμηχανία σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Κάποια στιγμή τού το πέταξα:    -   Είχα εντολές! Μου απάντησε. Εσύ αν με δεις στην Αθήνα θα μου σπάσεις το κεφάλι με πέτρα!

Ετοιμόλογος του απάντησα:

-      Τι μου φταίει η πέτρα;  Δεν ξέρω τι κατάλαβε.

Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και χωρίσαμε οριστικά. Εγώ έπρεπε να πάω στα λεωφορεία των Ιωαννίνων .

Τότε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα:

-      Να το σκάσω ή όχι;

 Μια κουβέντα είναι αυτή. Πού να πάω όμως; Δεν υπήρχε προορισμός. Δεν είχα καμιά πληροφόρηση. Τι γίνεται στο Βόλο, τι κάνουν οι φίλοι μου στην Αθήνα; Πού βρίσκονται, είναι ελεύθεροι ή όχι; Μήπως θα έβαζα δικούς μου ανθρώπους σε περιπέτειες; Μόνο εικασίες μπορούσα να κάνω.

 Έτσι, υπέκυψα στη μοίρα μου. Την άλλη μέρα έφτασα στην

Πρέβεζα. Το ραπόρτο για το ποιόν μου είχε ήδη φτάσει .Όμως οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Η νέα γραμμή ήταν: Μην ανοίγουμε μέσα στη μονάδα εσωτερικά μέτωπα. Για το νέο μου διοικητή ήμουν μία συνεχής έγνοια μέχρι τη μέρα που, από κει, πήρα  το απολυτήριο.  

 

Στην Πρέβεζα 

 

    Στην Πρέβεζα έφτασα προς το τέλος του Μαΐου του  ‘67. Σε εκτέλεση γενικής εντολής, όλοι οι χαρακτηρισμένοι φαντάροι έπρεπε ν’ αλλάξουν περιβάλλον κι άρα μονάδα. Η δική μου μετάθεση ήταν στην 147 ΜΜΠ. Το ποιόν μου είχε ήδη φτάσει υπηρεσιακώς. Στη μονάδα με υποδέχθηκε ο λοχαγός του Α2 με έναν πρωτότυπο τρόπο. Με πήγε στο γραφείο του, έβαλε μπροστά μου ένα χαρτί και έφυγε αμέσως πριν να προλάβω να πω τίποτα. Αιφνιδιάστηκα. Κοίταξα το χαρτί και ήταν η ελαφρότερη περίπτωση δήλωσης που το ρεζουμέ της ήταν: Στο μέλλον δεν θα ασχοληθώ με κόμματα κι άλλες πολιτικές οργανώσεις. Η άρνησή μου ήταν δεδομένη και περίμενα την επιστροφή του να του το πω. Πλην ματαίως και η ώρα περνούσε. Κάποια στιγμή φούσκωσε η ανάγκη μου για τουαλέτα και βγήκα έξω. Ο λοχαγός ήταν εκεί κοντά. Με ρώτησε τι έγινε και του είπα πάω τουαλέτα. Δε γύρισα στο γραφείο και το θέμα έμεινε έτσι εκκρεμές, χωρίς εξηγήσεις, αλλά και άλλες ενοχλήσεις.  Ήδη έχω αναφέρει ότι η εσωτερική ατμόσφαιρά μέσα στις μονάδες  μετά το πραξικόπημα και  το αρχική ένταση  ήταν - μετά από άνωθεν εντολή φαντάζομαι - αρκετά διαφορετική. Όχι εσωτερικά μέτωπα

    Διοικητής στη μονάδα ήταν ένας καλός άνθρωπος, σχεδόν φοβισμένος, αντισυνταγματάρχης απ’ τα Επτάνησα, θείος του γνωστού και ταλαντούχου ηθοποιού Ηλία Λογοθέτη. Εκεί ήταν κι αυτός υπηρετώντας τη θητεία του. Ευτυχώς γιατί κι αποτέλεσε στήριγμα και παρέα μου, παρά τις συμβουλές του θείου να με αποφεύγει. Ήταν πολλαπλώς χρήσιμη για μένα η παρουσία ενός ζωντανού ανθρώπου, που να κρατά το ενδιαφέρον σου με τις ατέλειωτες ιστορίες, τραγούδια και πολλά ακόμα. Δυστυχώς κάποια στιγμή η Μεραρχία στα

Γιάννενα τον ζήτησε και τον πήρε. 

    Θα αναφέρω μερικές μόνο μνήμες από τους μήνες, που πέρασα εκεί. Χρήσιμος φαντάρος για την νέα μου μονάδα ήταν ο Τάκης από τη Δάφνη της Αθήνας, αντίστοιχος του Σάκη στην Αλεξανδρούπολη. Πολυτεχνίτης έπιαναν τα χέρια του και ο διοικητής τον είχε μη στάξει και μη βρέξει Γρήγορα μυρίστηκε την υπόθεση για μένα και έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του να με διευκολύνει. Με όρισε μόνιμο βοηθό του  και μαζί του βγήκα πολλές φορές εκτός στρατοπέδου, όπου είχα ευρύτερες ελευθερίες. Ως ένα παράδειγμα αναφέρω το εξής: Στον Τάκη ανατέθηκε  να κάνει στο ένα άκρο τότε της πόλης, δίπλα στη  θάλασσα πεδίο βολής, με βαθύ όρυγμα 20 μέτρων και περιστρεφόμενους στόχους. Ασχοληθήκαμε πολλές μέρες με αυτό το έργο. Εγώ βέβαια ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Όμως ο Τάκης, ας είναι καλά, διέθετε ένα ισχυρό τρανζίστορ  και κάποιες φορές μόνος μου, χωμένος μέσα στα στάχυα, άκουγα σταθμούς , όπως Φωνή της Αλήθειας, BBC και Ντόιτσε Βέλε. Έπαιρνα έτσι μια ιδέα για την κατάσταση.

    Στη μονάδα της Πρέβεζας έλαβα μέρος και σε μια άσκηση βολής με πραγματικά πυρά. Αυτή τη φορά με πήραν μαζί τους.  Ο χώρος ήταν ψηλά πάνω απ’ το νομό και η δική μου συμμετοχή ήταν η εξής. Ο αρμόδιος αξιωματικός διάλεξε εμένα, το γέρο, όπως με αποκαλούσαν οι συνάδελφοι φαντάροι  κι ένα νέο παιδί 21 χρόνων. Μας προμήθευσε έναν κουβά με ασβέστη, πρόσφατα λιωμένο και δυο βούρτσες ασπρίσματος. Είπε:

-  Βλέπετε την πλαγιά του απέναντι βουνού; Σε ύψος πάνω από τη μέση θα μαζέψετε πολλές πέτρες , ώστε να γίνει ένα σεβαστό βουναλάκι και μετά με τη βούρτσα θα το ασπρίσετε, ώστε να γίνεται από δω καθαρά ορατό. Μετά να επιστρέψετε.

   Τόσο εύκολο! Όταν ξεκινήσαμε όμως φάνηκαν οι δυσκολίες. Ενδιάμεσα  υπήρχαν απότομα κατεβάσματα και κατεβάσματα..

Ο σύντροφός μου άρχισε γρήγορα  τη γκρίνια:

-  Λευτέρη δεν αντέχω άλλο. Θα γυρίσω πίσω!

    Εγώ δεν είχα την πολυτέλεια τέτοιας επιλογής. Πράγματι στην επόμενη ανηφόρα σταμάτησε, μου έδωσε τη βούρτσα που κρατούσε και άρχισε να κατεβαίνει.

    Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα. Δε γινόταν κι αλλιώς. Κάποια στιγμή θεώρησα ότι είμαι στο κατάλληλο ύψος. Άρχισα να μαζεύω πέτρες και η κούραση άρχισε να με κυκλώνει.  Μετά το άσπρισμα θεώρησα ότι η αποστολή εκτελέστηκε.  Σε μια κατηφόρα κιόλας σκόνταψα και κουτρουβαλιάστηκα αρκετά. Πονούσα αλλά δε φαινόταν  να έχω σπάσει κάτι. Εντέλει έφτασα στη μονάδα  Την άλλη μέρα, που έγινε η βολή, ο αξιωματικός μας έδωσε συγχαρητήρια. Ποτέ δεν έμαθε τι ακριβώς έγινε , αλλά κι ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει.

     Πρέπει να το ομολογήσω ότι η περίοδος της θητείας μου στην Πρέβεζα ήταν πιο ανάλαφρη συγκρινόμενη με τη διαρκή κόλαση της Αλεξανδρούπολης. Αυτό δεν γνωρίζω αν ήταν αποτέλεσμα γενικής κατεύθυνσης ή οφειλόταν σε τοπικά αίτια και τη συμπεριφορά του ανασφαλούς διοικητού της νέας μονάδας  μου Αξιοσημείωτα συμβάντα εν τάχει αναφέρω:

1.  Τον Ιούνιο έκανα στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων εγχείρηση  κύστη κόκκυγος και θα ήθελα να αναφέρω το στοργικό και διαρκές ενδιαφέρον του φίλου των φοιτητικών χρόνων Βλάση Λεονάρδου από το Άργος, που υπηρετούσε, ως φαρμακοποιός στο νοσοκομείο, και ήξερε πολύ καλά με ποιο άνθρωπο έχει να κάνει. Η μεγάλη σύμπτωση είναι ότι μετά 50 ακριβώς χρόνια όταν μεταφέρθηκα εσπευσμένα στο Άργος από το Πόρτο Χέλι με κρίση χολής ήταν παρών στο Νοσοκομείο, ειδοποιημένος από κοινούς φίλους και φρόντισε για τα πάντα μέχρι την έξοδο μου. Του οφείλω πολλά και η εδώ αναφορά είναι η ελάχιστη τιμή που του αξίζει.

2.  Έλαβα μέρος στην παρέλαση, που έγινε στην πόλη της Πρέβεζας την 28η Οκτωβρίου 1967. Επειδή είμασταν πυροβολικό  εποχούμενοι πάνω στο ανοιχτό REO, καθισμένοι στους ακριανούς πάγκους με το όπλο κατακόρυφο στα χέρια. Πίσω το αυτοκίνητο να σέρνει στο χιλιοκαθαρισμένο πυροβόλο των 155 χιλιοστών.

3.  Στις 19 Νοεμβρίου του 1967 πέθανε ο Πατέρας! Στη μονάδα της Πρέβεζας, όπου υπηρετούσα εκείνη την εποχή τη στρατιωτική μου θητεία, ήρθε το τηλεγράφημα. Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής, ένας ανασφαλής και πνιγμένος στις ευθύνες του Επτανήσιος, μου το κοινοποίησε ευγενικά στο γραφείο του:

-     Θα σου δώσω τρεις μέρες άδεια να πας στην κηδεία.

  Εγώ, με το θυμό που είχα μαζέψει από όλη την προηγούμενη πίεση στο στρατό του, το είπα ρητά και κατηγορηματικά:

-     Είμαι είκοσι δύο μήνες φαντάρος. Θέλω την κανονική μου άδεια! Πότε θα την πάρω; Όταν απολυθώ; Τη δικαιούμαι!

Εκείνη την εποχή βέβαια το «δικαιούμαι» ήταν ασαφές και ακαθόριστο.

-     Δεν μπορώ Τσίλογλου! Έχω ευθύνες!

-     Εγώ πάντως στο λέω, δε γυρίζω πίσω, να το ξέρεις!

Απ’ ό,τι κατάλαβα, στη συνέχεια  πήρε τηλέφωνο στη

Μεραρχία στα Γιάννενα να πάρει έγκριση κι ενώ ετοίμαζα τα πράγματά μου να φύγω, ήρθε γεμάτος χαρά και μου το ανακοίνωσε:

-     Λευτέρη εγκρίθηκε. Θα πάρεις την κανονική σου!

      Αυτό το ερμήνευσα σαν την τελευταία – έμμεση –  προσφορά του βασανισμένου Πατέρα στο γιό του λίγο πριν τον σκεπάσει για πάντα το χώμα.

      Έστειλα τηλεγράφημα στο Βόλο να με περιμένουν. Με το λεωφορείο της γραμμής φτάνω στα Γιάννενα αλλά δυστυχώς το δρομολόγιο για τα Τρίκαλα και Λάρισα είχε φύγει και το επόμενο ήταν την άλλη μέρα. Τότε πήρα μια πρωτοβουλία ασυνήθιστη για το συγκρατημένο  μου χαρακτήρα. Έπεισα έναν ντόπιο ταξιτζή, χωρίς να έχω στην τσέπη μου τα αντίστοιχα κόμιστρα να με πάει στο Βόλο. Του εξήγησα ότι έχω να θάψω τον πατέρα μου. Τελικά δέχτηκε ο άνθρωπος και μέσα μου είπα πως τα λεφτά θα τα έβρισκα εκεί. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από την αφιλόξενη διάβαση της Κατάρας, φτάσαμε τελικά στο Βόλο. Ο μεγάλος μου αδερφός τακτοποίησε με το παραπάνω την υποχρέωση στον ταξιτζή.

      Εκεί όλα ήταν έτοιμα. Σε λίγο κάναμε το πρέπον. Θυμάμαι μια σκηνή στο νεκροταφείο όταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με πλησίασε και μου είπε:

-     Λευτέρη, στην αρχή ήμασταν 45 Αξαρλήδες στη Νέα Ιωνία. Τώρα μείναμε έξι.

      Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Αργότερα κατάλαβα την πίκρα και τον πόνο των λόγων του. Αναφερόταν στους συμπατριώτες του από το Αξάρ της Μ. Ασίας. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας.

     Τώρα είχα μπροστά μου έναν ολόκληρο μήνα ελεύθερο. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για μένα στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, όπου ήμουν δακτυλοδεικτούμενος.

      Μια σειρά γνωστοί έλειπαν ενώ άλλοι, σοφά ποιούντες, με απέφευγαν. Έπαιρνα λοιπόν το λεωφορείο Νέα Ιωνία– Άναυρος και κατέβαινα στο τέρμα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, έκανα μοναχικούς περιπάτους Γορίτσα– Μουσείο. Συχνά αντιλαμβανόμουν μια σκιά πίσω μου. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου. Δεν είδα άνθρωπο. Διάβασα ή ξαναδιάβασα κάποια βιβλία που βρέθηκαν στο σπίτι και μια φορά με τον αδερφό μου το Γιάννη  είδα μια ταινία στον κινηματογράφο. Αυτές ήταν όλες οι κοινωνικές μου συναναστροφές.

     Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, με συμπληρωμένους 23 μήνες θητείας γύρισα πίσω στην Πρέβεζα Ενδιάμεσα είχε γίνει και το «κίνημα» του βασιλιά. Πίσω μου, με την κανονική διαδικασία ακολούθησε η «έκθεση» του διοικητή του αστυνομικού τμήματος - Παϊζάνος το όνομά του, αδελφός του Θωμά - που τόσο μ’ αγαπούσε. Σε λίγες μέρες στην αναφορά έπεσε για μια ακόμα φορά μια «εικοσαήμερος αυστηρά φυλάκισις».

-  Γιατί, κύριε Διοικητά;

-  Υποχρεώνομαι Τσίλογλου  από την έκθεση, που ήρθε.

 Η παράγραφος  της αναφοράς μου με έκαιγε πλήρως ήταν: - ..Στη διάρκεια της αδείας του ήρθε σε επαφή με επικίνδυνους κομμουνιστές!»

    Χοντρό ψέμα! Γιατί και να ήθελα πού θα τους έβρισκα αφού τους είχαν μαζέψει;

    Ευτυχώς, σ’ αυτήν τη μονάδα δεν υπήρχε, όπως στην Αλεξανδρούπολη, πειθαρχείο. Όμως την υπηρέτησα κι αυτήν μέχρι τελευταίας σταγόνας. Από την Πρέβεζα πήρα απολυτήριο.

 

 

 

Κεφάλαιο 5ο

Πορεία προς το άγνωστο Αναχώρηση για Αθήνα 

 

 

     Για λίγο πήγα στο Βόλο να δω τους δικούς μου αλλά γρήγορα άρχισα να «πνίγομαι». Για λίγες μέρες έμεινα στο σπίτι του αδελφού μου του Νίκου, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι το κλίμα στο Βόλο δε με σήκωνε

- Τι θα κάνω; Πώς θα βρω άκρη;    Χριστέ μου! Το κίνημα εμένα περίμενε!

    Σε λίγες μέρες έφυγα για την Αθήνα. Μια πορεία προς το άγνωστο. Χωρίς  σπίτι, δουλειά και - το κυριότερο - το πτυχίο σε εκκρεμότητα. Όμως με την ειλημμένη μέσα μου απόφαση και αγωνία να γίνω ολοκαύτωμα. Μη ζητάτε λογική, εγώ ελαφροπατούσα. Στη σκέψη μου κυριαρχούσε το καθήκον. Κάτι πρέπει να κάνω! Παρά τις νουθεσίες, παρά τις εκκλήσεις και εμπειρίες της κοπέλας μου, που αργότερα θα γινόταν η γυναίκα μου, εγώ έπρεπε «πάση θυσία» να χτυπήσω τη γροθιά στο μαχαίρι!

 Κι αυτό έκανα! 

    Πρώτες επαφές με τον κολλητό μου Γιάννη Μπανιά που κι αυτός είχε γυρίσει πρόσφατα από το στρατό με «σημαδεμένο» απολυτήριο, άρχισε η αναπόφευκτη πορεία.

    Στην Αθήνα έφτασα τα μέσα Μαρτίου του 1968, μετά την τραγική περιπέτεια  κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας. Όλη η προίκα μου ήταν τα ρούχα που φορούσα και το μικρό χάρτινο βαλιτσάκι, που μέσα είχα παραχώσει δυο αλλαξιές, δυο ακόμα πουκάμισα και ένα μάλλινο πουλόβερ. Τα προσωπικά μου ενθυμήματα και τα βιβλία μου είχαν κατασχεθεί με τον απάνθρωπο τρόπο από την Ασφάλεια του Βόλου και το συμβάν το περιγράφω στο βιβλίο Κι όμως ήταν όμορφα, στο κεφάλαιο με τίτλο «Πώς πέθανε το παρελθόν μου». Είχα φύγει πριν τρία σχεδόν χρόνια από την Αθήνα. Η υπευθυνότητα που μου ανατέθηκε στη Θεσσαλία και το στρατιωτικό εξηγούν την πολύχρονη απουσία. Οι παλαιές παρέες, οι φίλοι, τα γνωστά λημέρια δεν υπήρχαν πια. Τα μόνα χρήματα που είχα στη τσέπη ήταν τρακόσιες δραχμές,  που μου έδωσε η Μάνα με την αγωνία στο πρόσωπο της για την μελλοντική μου πορεία, αλλά και την πολύχρονη γνώση ότι είναι αδύνατο να μου αλλάξει τα μυαλά.  Ήμουν γνωστός ξεροκέφαλος. Όμως με την ευχή της και να προσέχω όσο γίνεται και να τους στέλνω τα νέα μου.

        Σπίτι να μένω δεν υπήρχε, το πτυχίο ήταν σε εκκρεμότητα κι η μοναδική τυραννική έγνοια τι θα κάνω για την τραγική κατάσταση, που περνούσε ή χώρα. Ποια θα είναι η προσωπική μου συμμετοχή;  Να πλησιάσω το Πανεπιστήμιο δεν υπήρχε περίπτωση. Ο φόβος ήταν πραγματικός και από δυο πλευρές.      Από τη μια θεωρούσα ότι είναι σαν να πηγαίνω μόνος μου στο στόμα του λύκου. Οι σχολές ήταν γεμάτες από ασφαλίτες. Εύκολα θα βρίσκονταν οι καλοθελητές, που θα έδιναν ραπόρτο για την εμφάνιση μου. Βλέπεις δεν ήμουν ο ανώνυμος και ουδέτερος φοιτητής στο χώρο. Τα προηγούμενα χρόνια είχα οργώσει όλους τους χώρους της σχολής και η δραστηριότητα μου ήταν σ’ όλους γνωστή, συμπαθούντες και μη. 

     Από την άλλη η αντίδραση μου να πλησιάσω το Χημείο είχε και μια  υποκειμενική διάσταση. Εδώ χιλιάδες συναγωνιστές γνωστοί και φίλοι βρίσκονταν στα ξερονήσια, εδώ φίλοι φοιτητές βρίσκονταν στη φυλακή για αντιστασιακή δράση κι εγώ θα εκμεταλλευτώ το χρόνο για σπουδές; Αυτό μου ήταν απαράδεκτο! Δυστυχώς, τέτοια μυαλά κουβαλούσα τότε.

Βεβαίως η εκ των υστέρων κριτική είναι εύκολη κι ανακουφιστική, αλλά σημασία έχει πως σκέφτεσαι και πως αντιδράς τη στιγμή που διαδραματίζονται τα γεγονότα.

   Εν τω μεταξύ έπρεπε να ζήσω. Να βρω ένα κρεβάτι να κοιμάμαι. Με φιλοξένησε η ξαδέλφη μου η Στέλλα σε μια συνοικία του Πειραιά. Δουλειά για να βγαίνουν τα βασικά έξοδα βρήκα στις αποθήκες της Ζίμενς στο Περιστέρι, ως φορτοεκφορτωτής. Ενώ τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, το μυαλό μου πέταγε στο «καθήκον».

 

 Η Ζίμενς   

                                                                      

     Οι ανάγκες για χώρο ύπνου, για βιοπορισμό και για τα εισιτήρια των λεωφορείων ήταν παρούσες και πραγματικές. Δεν μπορούσαν να υπερπηδηθούν με θεωρητικούς δικολαβισμούς. Το γουργούρισμα του στομαχιού είναι πάνω από ιδεολογικές απόψεις και θεωρίες. Έπρεπε επειγόντως να βρω μια κάποια απασχόληση. Σε αυτό με βοήθησε το κορίτσι μου, η Ντόρα, που αργότερα έγινε η γυναίκα μου. Μέσω γνωστού του γνωστού βρήκα δουλειά ως φορτοεκφορτωτής στις αποθήκες της Ζίμενς. Τότε αυτές βρισκόντανε σε ένα διαγώνιο στενό μόλις περνούσες τον Κηφισό από τη Λένορμαν και μπαίνεις στο Περιστέρι στο αριστερό σου χέρι. Εκεί έπρεπε να είμαι στις 7.30 το πρωί κι αυτό δεν ήταν εύκολο, αν σκεφτείς ότι από εκεί που καθόμουν- στο σπίτι της ξαδέλφης μου Στέλλας κοντά στην πλατεία Κρήνης στην Νεάπολη του Πειραιά - για να φτάσω στη δουλειά έπρεπε να αλλάζω δυο λεωφορεία. Άρα πρωινό ξεκίνημα έπρεπε να γίνεται πριν ή το πολύ στις έξη το πρωί.

     Η ημερήσια αμοιβή μου ήταν κάτι περισσότερο από το βασικό μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη, ενώ συγχρόνως και για πρώτη φορά μου κολλούσαν ένσημα στο ΙΚΑ, κάτι θετικό και πρωτόφαντο, αφού όλες οι προηγούμενες απασχολήσεις μου από τη μικρή ηλικία ήταν ανασφάλιστη μαύρη εργασία. Τα 108 ένσημα που  έκανα στη Ζίμενς προσμέτρησαν τελικά στην εξασφάλιση του συνταξιοδοτικού δικαιώματός μου, όταν στα εξήντα πέντε χρόνια αξιώθηκα κι εγώ να πάρω σύνταξη.

    Κατά την πρόσληψή μου χρειάστηκε να συμπληρώσω ένα βιογραφικό σημείωμα, που συμπλήρωσα ενώπιον του υπεύθυνου και εκεί, σε συμφωνία με αυτόν που με σύστησε, δήλωσα διάφορες ψευτιές, όπως τη διεύθυνση της κατοικίας και τις γραμματικές μου γνώσεις. Είπα ότι είμαι απόφοιτος του δημοτικού και προς επίρρωση του ισχυρισμού μου συμπλήρωσα το βιογραφικό μου με το δεξί χέρι, οπότε τα ορνιθοσκαλίσματα μου επαλήθεψαν του λόγου το αληθές. Αυτός που με σύστησε ήξερε μόνο την αλήθεια.

     Στην αποθήκη ετοιμάζαμε τις παραγγελίες που έστελναν, τα καταστήματα-εκθέσεις της επιχείρησης και στη συνέχεια τα μοιράζαμε στα σπίτια. Κάποιοι, με εναλλάξ βάρδιες, έκαναν περισσότερη εσωτερική δουλειά και κάποιοι έφευγαν με τα φορτηγά για το μοίρασμα των παραγγελιών. Στο υπόγειο υπήρχε ένας κουμπαράς. Μέσα εκεί πέφτανε όλα τα ρεγάλα που έδιναν στους μεταφορείς οι πελάτες όταν η παραγγελία έφτανε στο σπίτι. Κυρίως οι αγορές της εποχής ήταν ψυγεία, πλυντήρια, ηλεκτρικές κουζίνες κι άρχιζαν οι τηλεοράσεις. Κάθε Σάββατο μεσημέρι ο κουμπαράς άνοιγε και τα λεφτά μοιράζονταν εξ ίσου σ’ όλους τους εργάτες. Ήταν μια καλοδεχούμενη ενίσχυση στο φτωχό εισόδημά τους.       Με αυτήν την ευκαιρία βγήκα κι εγώ πολλές φορές στο δρόμο, μπήκα σε πολλά σπίτια, αλλά ευτυχώς δεν είχα καμιά δυσάρεστη συνάντηση. Αυτή η πλευρά της σταδιοδρομίας σύντομα τελείωσε άδοξα. Θυμάμαι με αρκετή ακόμα δυσαρέσκεια αυτό που συνέβη μια μέρα. Σε ένα σπίτι στο Ψυχικό η νοικοκυρά του σπιτιού μας έδωσε πουρμπουάρ ένα ολόκληρο κατοστάρικο. Μαζί με τον οδηγό ήμασταν τρία άτομα. Μόλις μπήκαμε πίσω στο αυτοκίνητο ο έξυπνος της παρέας λέει  μ’ ένα τρόπο σα να το θεωρούσε αυτονόητο:      - Θα πάρουμε από είκοσι και στον κουμπαρά θα βάλουμε τα υπόλοιπα σαράντα. Εντάξει;

    Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Δε μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο. Αλλά ούτε και να δημιουργήσω πρόβλημα στο χώρο που εργαζόμουν. Του απάντησα:

     - Κοίταξε, κάνε ό,τι θέλεις. Δε θα πω τίποτα σε κανέναν, αλλά το δικό μου το εικοσάρικο θα το ρίξεις στον κουμπαρά.      Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η πλήρης απομόνωση μου. Εννοείται ότι δε με ξαναπήραν σε φορτηγό μαζί τους. Τον υπόλοιπο χρόνο έμεινα στο υπόγειο και στη προετοιμασία και φόρτωση των αυτοκινήτων.

     Αυτό ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα ότι τα ανθρώπινα ελαττώματα διαπερνούν οριζοντίως και καθέτως όλα τα επαγγέλματα, όλους τους χώρους, τα μορφωτικά επίπεδα και τις οικονομικές βαθμίδες. Καταγράφτηκε στη συνείδηση μου σαν ένα επεισόδιο, που σιγά- σιγά και αργότερα γκρέμισε λίγες από τις ψευδαισθήσεις, που σου καλλιεργούν τα σκέτα ιδεολογήματα.

    Η υπονόμευση μου από τους «έξυπνους» συνεχίστηκε χωρίς διακοπή αλλά πλησίαζε η χρονική στιγμή να γλυτώσουν από μένα κι εγώ από αυτούς. Οι επαφές μου με παλαιούς φίλους κατέληξαν σε οργανωτικό σχήμα που δε μου επέτρεπαν να κυκλοφορώ ελεύθερα στη πιάτσα. Έφυγα χωρίς να εξηγήσω το γιατί. Τη θέση μου στην αποθήκη τη διεκδίκησε συμπατριώτης φίλος από την Νέα Ιωνία και την κέρδισε. Από εκεί έφυγε ως συνταξιούχος. Δυστυχώς με την κλονισμένη υγεία του έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Ο Παναγιώτης Πετράκης.  

 

Το αδιέξοδο

 

    Από την αρχή η απόφαση μέσα μου ήταν κλειδωμένη. Χωρίς λογική σκέψη, μα μόνο με συναίσθημα, ήμουν αποφασισμένος να γίνω ολοκαύτωμα. Τα προσγειωμένα λόγια και οι εκκλήσεις της κοπέλας μου, που είχε περισσότερες εμπειρίες και γνώσεις από μένα στα θέματα αυτά, από το ένα αυτί έμπαιναν και απ’ το άλλο έβγαιναν. Ήδη η μάνα της ήταν εξορία κι ο πατέρας της κυνηγημένος, αλλά είχε διαφύγει τη σύλληψη και δρούσε μέσα απ’ τις γραμμές του ΠΑΜ.  Είχε μπουχτίσει από νωρίς από τα ηρωικά και όμορφα, που εμένα εύκολα με συγκινούσαν, κι έκανε τα πάντα να προστατεύσει τουλάχιστον εμένα. Μάταιη προσπάθεια. Εγώ μια ζωή ξεροκέφαλος, έπρεπε πάση θυσία να χτυπήσω τη γροθιά στο μαχαίρι. Και αυτό έκανα

    Πρώτες επαφές με τον κολλητό μου φίλο Γιάννη Μπανιά, συνοδοιπόρο στα φοιτητικά χρόνια. Είχε κι αυτός  γυρίσει πρόσφατα από το στρατό και με «σημαδεμένο» απολυτήριο. Με τα ίδια μας τα μάτια συγκρίναμε τα απολυτήρια. Ήμασταν και οι δυο «κακά» παιδιά με πανόμοια κακή διαγωγή   Άρχισε η αναπόφευκτη πορεία. Στην περίοδο που εργαζόμουν είχαν γίνει αρκετές  συζητήσεις κι επαφές με διάφορους μέχρι να καταλήξουμε στο οργανωτικό σχήμα. Ο Γιάννης έβλεπε και τον Μπάμπη Θεοδωρίδη. Ήδη στο χώρο της νεολαίας δρούσε η μεγάλη αντιστασιακή οργάνωση, ο «Ρήγας Φεραίος» με αρκετά επιφανή μέλη της παλαιάς νεολαίας Λαμπράκη, αλλά και νέα παιδιά, αποφασισμένα να αγωνιστούν  τώρα για πρώτη φορά  και μάλιστα σε συνθήκες δικτατορίας. Υπήρχε μια σχετική αισιοδοξία, ίσως με μικρή επαφή με την πραγματικότητα, αλλά αισιοδοξία Δυστυχώς εκείνη την περίοδο ένα πρώτο κύμα συλλήψεων από την ασφάλεια, πήγε τα πράγματα αρκετά πίσω και μετά μια περίοδο ανάσχεσης άρχισε πάλι η προσπάθεια για  ανασυγκρότηση. Η οργανωτική μου τώρα θέση ήταν τέτοια, που δεν μου άφηνε περιθώρια να κυκλοφορώ νόμιμα στη πιάτσα. Σταμάτησα την εργασία στη Ζίμενς και …βγήκα στην παρανομία.      Ο Γιάννης, θα περνούσε στο ΠΑΜ, αλλά με ευθύνη την καθοδήγηση του Ρήγα Φεραίου. Εγώ θα ήμουν η επαφή του, αλλά έπρεπε να βρω ένα δικό μου δωμάτιο και να εγκατασταθώ. Για λόγους «συνωμοτικούς» δεν έπρεπε στα χαρτιά να  εμφανίζεται το όνομά μου. Κάποιος άλλος έπρεπε να είναι ο εικονικός ενοικιαστής  

    Έτσι σ’ ένα ραντεβού στα βόρεια της Αττικής ο Γιάννης, εγώ κι ένας εκκολαπτόμενος γιατρός, ακόμα φοιτητής της Ιατρικής συναντηθήκαμε να λύσουμε αυτήν την  εκκρεμότητα. Γι’ αυτό το «καθήκον» προορίζαμε το γιατρό. Εκεί πέσαμε σε έκπληξη, γιατί παρά τις αρχικές συζητήσεις ο γιατρός έκανε νερά: 

-         Το σκέφτηκα παιδιά και φοβάμαι ότι θα μπλέξω!     Ανθρώπινη αντίδραση, οφείλεις να την κατανοήσεις. Όταν δεις - με τη σημερινή ματιά - τα γεγονότα κάποιος που δεν τα έζησε, μπορεί να τα χαρακτηρίσει ασήμαντα, έως και γελοία. Δεν θα έχει όμως δίκιο. Κάθε χρονική περίοδος και κάθε κατάσταση  κρίνεται με τα κριτήρια του τόπου και του χρόνου, που αυτά έλαβαν χώρα. 

    Στο σημείο αυτό σαν παρένθεση έχω να προσθέσω το εξής: Ο γιατρός πια στη μεταπολίτευση, σε μια τυχαία συνάντηση με στηλίτευσε, που πήγα με τους προδότες κι όχι με το «ένα είναι το κόμμα». Έφαγα, ως φαινομενικά δειλός και ηλίθιος, την «κατσάδα» και δεν αναφέρθηκα στο παρελθόν. Τότε ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβη κι εσωτερική πίκρα μεγάλη και βαθιά. Αργότερα το φαινόμενο επαναλήφθηκε πολλάκις με μικρότερη εσωτερική επίδραση μέσα μου. Αναγκάστηκα  εκ των πραγμάτων να δεχτώ, ίσως αυθαίρετα, το εξής: Ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να καταχωνιάζει σε απρόσιτες γωνιές του μυαλού του δυσάρεστα περιστατικά της ζωής του και να τα καλύπτει με ευχάριστες μνήμες, τόσο αποτελεσματικά που να τα ξεχνάει τελείως. Λογικό είναι να με ρωτήσετε:

-         Καλά Λευτέρη, εσύ δεν έχεις παρόμοια περιστατικά;     Η αυτόματη απάντησή μου είναι:

-         Δε θυμάμαι!

 

    Ποια θα ήταν τα δικά μου καθήκοντα;  Θα έβλεπα και θα ενημέρωνα μια σειρά παιδιά, που είχαν αποφύγει τη σύλληψη, αλλά παρέμεναν ασύνδετοι, Πρώτα και κύρια ήταν ο Γιάννης Καούνης, φοιτητής της Νομικής τότε, που  είχε αλώβητες τις  δικές του επαφές. Κυρίως με νέους από την Καλαμάτα κι όχι μόνο.  Ο Γιάννης τότε ζούσε σ’ ένα υπόγειο στη Γενναίου Κολοκοτρώνη. Εκεί έμεινα κι εγώ αρκετά βράδια, σε συνθήκες δύσκολες και έχουμε πολλές μαζί κοινές αναμνήσεις.       Θα έβλεπα το Δημήτρη Λογοθέτη και το Θανάση Σκρούμπελο  που ζούσαν σε ένα υπόγειο πολυκατοικίας στο Πεδίο του Άρεως, τις δυο φοιτήτριες της Γεωπονικής την Πόπη Τσεμπελίκου και τη Μαργαρίτα Γιαραλή, που κάθονταν σ’ ένα παλαιό σπίτι της λεωφόρου Βουλιαγμένης, στην περιοχή του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας και κάνα-δυο ακόμα. 

    Η δική μου εκκρεμότητα με το σπίτι διατηρήθηκε μέχρι το τέλος. Έτσι υπήρχε μια μόνιμη παράβαση των αρχών συνωμοτικότητας. Αντί ο καθοδηγητής μου, που ήταν ο Γιάννης Μπανιάς,  να έρχεται στο σπίτι μου, που δεν υπήρχε βεβαίως, πήγαινα εγώ στο δικό του. Τότε συζούσε  με την Γιάνα Νικολίτσα σε ένα υπόγειο σε πάροδο της Αγίου Μελετίου Μάλιστα μια νύχτα ήταν παρών και ο Μπάμπης Θεοδωρίδης. Τότε έγινε αναλυτική συζήτηση για τα οργανωτικά. Εκείνη τη μέρα μου παραδόθηκαν  σχεδόν 150  αντίτυπα του 2ου τεύχους του Θούριου, που στη συνέχεια μοιράστηκαν από μένα στις επαφές μου.

    Νωρίς είδα το αδιέξοδο της πορείας μας. Χρειαζόταν αλλαγή προσανατολισμού. Ίσως επηρεασμένος από τη δράση μου τα φοιτητικά χρόνια. Έγραψα ένα κείμενο απευθυνόμενος στις ευρωπαϊκές φοιτητικές ενώσεις και γενικότερα σπουδαστές περιγράφοντας τα δεινά της χώρας μας και ζητώντας  την συμπαράστασης τους. Νομιμοποιούμουν γιατί πριν λίγα χρόνια ήμουν εκλεγμένος γενικός γραμματέας της ΕΦΕΕ. Η ανακοίνωση αναπαράχθηκε σε πολλά αντίτυπα και μέσω γνωστής διαδρομής εστάλη στην Ευρώπη. 

     Έχει αξία και ιδιαίτερη  σημασία να πω ότι όλα τα αντίτυπα σφραγίστηκαν με αυθεντικό αντίγραφο του γνωστού ρόμβου που ήταν η σφραγίδα της ΕΦΕΕ. Πώς έγινε αυτό; Στο Βόλο πάντα όταν πήγαινα τα φοιτητικά χρόνια μετέφερα και κάθε υλικό κι ανακοίνωση της ΕΦΕΕ, εκτός από την αλληλογραφία των διεθνών σχέσεων που κατ’ αποκλειστικότητα ο Βασίλης Κωστόπουλος. Μέσα σε αυτά ήταν και το καλούπι από το εργαστήρι που μας έφτιαξε τη σφραγίδα. Όταν η Ασφάλεια του Βόλου έκανε ολική κατάσχεση του αρχείου μου, η σφραγίδα σώθηκε  κατά τύχη. Ίσως γιατί ήταν σε άλλο μέρος από τον κύριο όγκο του αρχείου. Ειδοποίησα το φίλο μου γιατρό Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Πήγε στο σπίτι την πήρε και μου την έστειλε μέσω τρίτου προσώπου

    Έπρεπε να βρούμε  ανθρώπους που ζούσαν και δρούσαν με νόμιμο μανδύα σε σχολές κι αμφιθέατρα κα φτιάξουμε τους πρώτους πυρήνες αντίστασης στο άνομο καθεστώς.  Οι ατομικές πρωτοβουλίες έχουν την αξία τους, αλλά κακά τα ψέματα. Δεν μπορούν να ταρακουνήσουν τη χούντα. Η μόνη διέξοδος ήταν ο μαζικός αγώνας. Είχα κάνει με μερικούς τις πρώτες συζητήσεις και υπήρξε αρκετή ταύτιση απόψεων

    Εδώ πρέπει να ομολογήσω το εξής Στην αρχή όταν έφτασα στην Αθήνα ζούσα με τη ψευδαίσθηση ότι  σύντομα θα έρθει  το τέλος του τυραννικού καθεστώτος Σιγά- σιγά  κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι.  Με κυρίευσε η μελαγχολία του αδιεξόδου. Εγώ, ο αφελής, νόμιζα ότι το «καζάνι βράζει» αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι η ζωή, αδυσώπητη και ρεαλίστρια, συνεχίζεται κανονικά. Αντίθετα εμείς ήμασταν οι εκτός κοινωνίας, καρικατούρες ενός σύγχρονου Δον Κιχώτη. Απελπισία του κερατά! 

    Προσωπικά δεν πρόλαβα να υλοποιήσω αυτή τη στροφή της νόμιμης μαζικής δράσης. Το αδιέξοδο το «έλυσε» η σύλληψή μου.

    Σύμπτωση! Αυτή έγινε 19 Νοεμβρίου 1968. Ένα χρόνο ακριβώς μετά το θάνατο του πατέρα.

     Από τότε αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε μέσα μου με το κακό και μέχρι και σήμερα ακόμα με «κυνηγάει».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κεφάλαιο 6ο

Η αιχμαλωσία

 

  52 ημέρες στη  Μπουμπουλίνας    

       Είχα συνεχώς την έγνοια τους. Την τελευταία φορά που τις είδα, βρήκα τα κορίτσια  σε κακή κατάσταση. Απομονωμένες, άφραγκες, με στερήσεις ακόμα και φαγητού, κλεισμένες στο σπίτι, χωρίς να πέσει πάνω τους μια ακτίνα του ήλιου. Είχε προηγηθεί το μεγάλο χτύπημα του Ρήγα Φεραίου και η ανασύνταξη της οργάνωσης άργησε να έρθει. Τους το είπα:      - Βγείτε επιτέλους έξω! Πάτε μια βόλτα, να σας δει λίγο ο ήλιος!

     Το κακό είναι ότι με άκουσαν. Αυτή τη φορά, για λόγους ανεξάρτητους από εμάς, έσπασε ο διάολος το ποδάρι του. Τις συνέλαβαν μέσα στο πλοίο για τη Σαλαμίνα! Αυτό το έμαθα αργότερα.

      Τώρα ήμουν χαρούμενος γιατί θα πήγαινα στο σπίτι τους πάνοπλος με όλα τα απαραίτητα καλούδια. Στη τσέπη μου είχα και τα αναγκαία λεφτά. Όταν έφτασα στο απέναντι πεζοδρόμιο  της οδού Βουλιαγμένης κοίταξα το απέναντι παλιό σπίτι με τις εξωτερικές σκάλες και το προσυμφωνημένο  σημάδι στα παραθυρόφυλλα του δωματίου δεν υπήρχε. Έπρεπε λοιπόν να φύγω άρον- άρον  και αυτό έκανα.

     Όμως μια σκέψη άρχισε να με βασανίζει. Μήπως  το ξέχασαν; Μήπως έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας; Η σκέψη αυτή τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του. Την επόμενη εβδομάδα, την ίδια μέρα και ώρα να ‘μαι πάλι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το σημάδι δεν υπήρχε κι αυτή τη φορά. Με βάση τους στοιχειώδεις κανόνες  της παρανομίας, έπρεπε να εξαφανιστώ και μάλιστα οριστικά.      Όμως  δεν ήμουν ικανός να παίξω ούτε στην αναπληρωματική ομάδα των κανόνων της παρανομίας. Αντίθετα με κυρίευσε ένα αίσθημα έντονης ανησυχίας για την τύχη τους. Χωρίς ευθύνη και μόνο με το αίσθημα της ανησυχίας διέσχισα τη Βουλιαγμένης, πήγα απέναντι, ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την εξωτερική πόρτα και, μετά κάποιους δισταγμούς, χτύπησα την πόρτα του δωματίου τους.

     Ήμουν χαζός! Χαζός με περικεφαλαία. Ναι! Αλλά αυτός ήμουν!  Τους αλάθητους και τους ήρωες ας τους αναζητήσατε στα μυθιστορήματα. Η πόρτα άνοιξε ακαριαία και ένα δυνατό χέρι με τράβηξε βίαια μέσα στο δωμάτιο. Αντίκρυσα πέντε- έξι άγριες φάτσες με πολιτική περιβολή η μια εκ των οποίων μου ήταν  γνωστή και μη εξαιρετέα. 

    Ο Καραπαναγιώτης! Υπεύθυνος του Σπουδαστικού της Ασφάλειας τα χρόνια της έντονης συνδικαλιστικής  μου δράσης στο Πανεπιστήμιο.

-  Βρε καλώς τον, βρε καλώς τον! Που ήσουν κρυμμένος εσύ; Χρόνια έχω να σε δω!

     Αυτό ήταν αλήθεια. Είχε φύγει από την Αθήνα το καλοκαίρι του 1965 και σήμερα ήταν 19 Νοεμβρίου του 1968.

-  Τώρα θα τα πούμε όλα απ’ την αρχή και με τη σειρά!      Σηκωτό με μπουζουριάσανε σε ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο  και ντουγρού για την Μπουμπουλίνας. Εγώ, έχοντας τα πλήρως χαμένα,  παρίστανα τον ψύχραιμο. Μουγγός, αφοπλισμένος, με άδειο μυαλό, χωρίς να έχω ακόμα  συνειδητοποιήσει το συμβάν. Το μυαλό σε στάση εργασίας να αρνείται ακόμη και τη στοιχειώδη λειτουργία.     Η πρώτη κρίσιμη ερώτηση:

-  Πού κάθεσαι;

    Είναι το πρώτο που ζητάνε από σένα. Να πάνε να ξεσκονίσουν τα πάντα, μήπως βρούνε καμιά άλλη άκρη για να προχωρήσουν οι συλλήψεις και στη συνέχεια να στήσουν καραούλι για το επόμενο  κοροΐδο, σαν κι εμένα, που θα πέσει στη φάκα.      Ήταν τραγικό - αλλά τόσο αληθινό - ότι στη περίπτωσή μου δεν υπήρχε απάντηση στο ερώτημα. Δεν είχα δικό μου σπίτι. Αντί να έρχεται ο καθοδηγητής, ο Γιάννης Μπανιάς, στο δικό μου σπίτι και να μην ξέρω τίποτε  άλλο γι’ αυτόν πήγαινα ο ίδιος στο σπίτι του Γιάννη, που ήταν σ’ ένα υπόγειο σε μια πάροδο της Αγίου Μελετίου κοντά στη Πατησίων.  Αδιέξοδο!

    Ποιο σπίτι να πω; Το σπίτι του Γιάννη Καούνη που πριν μια ώρα είχα φύγει και αυτός ετοίμαζε αμέριμνος το βραδινό φαγητό; Πατάτες τηγανιτές μ’ αυγά; Αυτό ήταν σε ένα άλλο υπόγειο της Γενναίου Κολοκοτρώνη στο Κουκάκι. Πριν φύγω του είχα πει: 

-  Θα γυρίσω, να με περιμένεις. 

    Να πω το σπίτι του Δημήτρη Λογοθέτη, που είχα σαν ασφαλή και χρήσιμη κάλυψη τον Θανάση Σκρούμπελο, σ’ ένα ακόμη υπόγειο πίσω από την Αλεξάνδρας, κοντά στο Πεδίο του Άρεως; Ίσως, σκέφτηκα μ’ ένα παράθυρο ελπίδας, αν έφτανα στο αμήν αυτό να ήταν μια λύση, γιατί το σπίτι άδειαζε, όπως είχαμε αναλυτικά συζητήσει στην προηγούμενη συνάντηση, και ο Δημήτρης  ετοίμαζε την έξοδο του στο εξωτερικό. Επιπλέον  το όνομά του υπήρχε ήδη σε προηγούμενη δικογραφία στο προηγούμενο κύμα συλλήψεων. Ίσως…

    Ήμουν ενήμερος και φορτωμένος  με τις πληροφορίες για το τι γίνεται με αυτούς που συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη Μπουμπουλίνας, μεταφερμένες από στόμα σε στόμα και άρα ίσως εξογκωμένες και τραγικές. Όταν φτάσαμε στην Ασφάλεια,  σ’ ένα γραφείο έγινε η καταγραφή των στοιχείων της σύλληψης και χωρίς καμιά καθυστέρηση  με  ανέβασαν στη ταράτσα. Πλησίαζαν πια τα μεσάνυχτα.

    Δεν είχα μυαλό κι ετοιμότητα να παρατηρήσω τα κατατόπια κι έτσι δε θυμάμαι πολλά. Ένα μεγάλο δωμάτιο με σκόρπιες καρέκλες, ένας νεροχύτης με τη βρύση του, ένα μακρύ άδειο τραπέζι και ο χαμηλός πάγκος. Σιδερένιος σκελετός και πάνω τρία ή τέσσερα καδρόνια, ο σταυρός του μαρτυρίου.

     Εγώ όρθιος με τη μέση μου να ακουμπάει στο τραπέζι.      Γύρω να μαζεύονται σιγά-σιγά κάτι νταγλαράδες με φάτσες από βαριεστημένες έως αγανακτισμένες. Βρισιές, ατμόσφαιρα χυδαία κι ανυπόφορη για το τσογλάνι που τους ξεσήκωσε από τις καρέκλες  ή που τους καθυστερεί να πάνε στο σπίτι τους.        - Τι ζητάς βρε ηλίθιε, δε βλέπεις ότι όλος ο κόσμος είναι με τον Παπαδόπουλο;

     Άρχισαν τα πρώτα σκαμπίλια και οι κλωτσιές στα καλάμια.

-   Πονάς, ρε πούστη, πονάς;

     Παρότι είχα περάσει κάποιες ιστορίες στο στρατό, τώρα αισθανόμουν άμαθος και πρωτάρης. Κρίνοντας εκ των υστέρων τα γεγονότα, μπορεί να ισχυριστώ ότι εκείνη τη νύχτα δεν ελπίζουν ή ακόμη περισσότερο, δεν επιδιώκουν ντε και καλά να τους τα πεις νεράκι. Είναι μια νύχτα σωματικής προετοιμασίας για τα ψυχολογικά πειράματα των ημερών που θα επακολουθήσουν.

    Ίσως εκείνη την εποχή τα τσακάλια να μην είχαν σπουδάσει στα μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης, στην ψυχολογία του ανθρώπου και των αντιδράσεών του, όμως λόγω της συνεχούς επαφής τους με το «έγκλημα» είχαν «σπουδάσει» την επιστήμη. Ίσως με μια χοντροκοπιά, αλλά μην κάνετε το λάθος και τους υποτιμάτε. Σέρνουν πίσω τους χιλιάδες περιστατικά, σπουδές στο «πανεπιστήμιο της ζωής». Πάνω από δυο δεκαετίες από την απελευθέρωση μέχρι τότε ήταν σε διαρκή άσκηση εξανδραποδισμού των ανθρώπων και  αποδόμησης της προσωπικότητάς τους. Εδώ, σ’ αυτό το πανεπιστήμιο φοίτησαν και αυτές τις εμπειρίες κατείχαν.

     Μπουνιές στο στομάχι, να κόβεται η ανάσα, μπουνιές στο στήθος στο πρόσωπο και συνεχείς βρισιές για ότι μπορεί να αγαπάς και να σέβεσαι

-   Βγάλε τα ρούχα σου τσόγλανε!

     Ο ευτελισμός να είναι πλήρης. 

     Άρχισαν τα αίματα. Στα φρύδια, τη μύτη, το στόμα, γδαρσίματα στο στήθος, τα πλευρά κι αυτός όρθιος. Αν πάει να πέσει, να τον κρατάνε με το ζόρι όρθιο. Όμως παρόλα αυτά, φαίνεται πως υπάρχουν εντολές και προσέχουν να μην συμβούν μόνιμες βλάβες. Ό,τι πάθεις να θεραπεύεται με τον καιρό Έγιναν παρεκτροπές, αλλά περισσότερο θα πρέπει να ήταν ατυχήματα. Η χούντα δεν άντεχε καραμπινάτα σκάνδαλα. Η Ευρωπαϊκή απομόνωση της κόστιζε ακριβά και οι αμερικάνικες υπηρεσίες που τη στήριζαν συνιστούσαν μετριοπάθεια. Μη τρελαθούμε κιόλας. Αν επιζητούσαν τον οριστικό αφανισμό μας θα είχαμε εκατόμβες θυμάτων. 

      Με ξάπλωσαν στον πάγκο και με έδεσαν πάνω του. Τώρα σιωπηλοί, λες κι έχουν να τελειώσουν τη βάρδια τους, να πιάσουν τη νόρμα που έχουν χρεωθεί. Στη φάλαγγα, αυτό με το οποίο χτυπούσαν τα πέλματα ήταν ένα απομεινάρι σιδεροσωλήνα από μια προηγούμενη υδραυλική επισκευή. Ό,τι όμως και να ήταν, τα πρώτα χτυπήματα, τα ένιωσα, πάνω από τη φαντασία, οδυνηρά. Μια ηλεκτρική εκκένωση που διαπερνά τη σπονδυλική στήλη και φτάνει σαν γδούπος στον εγκέφαλο. Υπάρχει, άραγε, κλίμακα πόνου με αντίστοιχα Ρίχτερ; Ο πόνος δε περιγράφεται, απλώς βιώνεται. Αυτή τη φορά ούρλιαξα. Μια απελπισμένη κραυγή που ήταν αδύνατο να απορροφηθεί από τους τοίχους και θα έφτασε φαντάζεται σχεδόν αναλλοίωτη στις απέναντι πολυκατοικίες της Τοσίτσα. Δεν ξέρω, αλλά ο πόνος αυτός δεν αντέχεται.

     Ευτυχώς μετά από κάποια χτυπήματα η περιοχή νεκρώνεται και δεν αισθάνεσαι σχεδόν τον πόνο Μάλλον δεν έχασα  εντελώς τις αισθήσεις μου, με κλειστά τα μάτια ονειρευόμουν, ενώ οι λύκοι συνέχιζαν να ξεσχίζουν τις σάρκες μου.

    Θα ήταν προς το ξημέρωμα όταν με κατέβασαν σ’ ένα δωμάτιο-κρατητήριο ορόφου και με πέταξαν πάνω σ’ ένα παλαιό κρεβάτι με διαλυμένο στρώμα. Δίπλα σαν προσκεφάλι ένα κουβάρι, τα ρούχα μου. Η αδρεναλίνη με κράταγε ζωντανό, σε συναγερμό και εγρήγορση.

     Τώρα ήταν η πιο βασανιστική φάση της περιπέτειας του στη Μπουμπουλίνας: Η αναμονή της επανάληψης. Οι λύκοι όπου να ‘ναι θα έρθουν πάλι. Ήμουν χαζός να έχω αυτή την αγωνία τότε. Στη κατάσταση που ήμουν δεν είχαν νόημα άλλα βασανιστήρια. Όμως εδώ πιάστηκα Κώτσος, όλη η αγωνία πήγε χαράμι. Πράγματι  την άλλη μέρα δεν άνοιξε η πόρτα του δωματίου μου. Ο οργανισμός μου έκανε την πρώτη ανασυγκρότηση. Η επάνοδος των αισθήσεων έφερε και τους πόνους σ’ όλο το σώμα, αλλά κυρίως στις πατούσες. Τις αισθανόμουν στραπατσαρισμένες. Ούτε πείνα, ούτε δίψα. Μόνο η αγωνία της αναμονής.

      Έπρεπε να είμαι πιο ψύχραιμος, πιο πραγματιστής. Αλλά εκ των υστέρων όλοι τα ξέρουν. Το θέμα είναι εκεί τη στιγμή, πάνω στη βράση, όταν κολλάει το σίδερο. Χιλιάδες σκέψεις, απανωτοί συνδυασμοί, όμως το μυαλό του ενός ανθρώπου έχει τα όριά του.

     Πρώτη και κυρίαρχη σκέψη:  Μην πάρω κι άλλον άνθρωπο στο λαιμό μου. Το χτύπημα να σταματήσει εδώ.  Στην άκρη του κρεβατιού, στο εσωτερικό στήριγμα, είδα μισό ξυραφάκι ΑΣΤΟΡ, αφημένο, ποιος ξέρει από ποιον και  πότε. Τότε καρφώθηκε στο μυαλό μου η φαρμακερή σκέψη. Να τελειώσει τον εαυτό μου, να δώσω ένα προσωπικό τέλος στη περιπέτεια.       Με τη σκέψη αυτή ένιωσα μια παράξενη ανακούφιση. Αν τα πράγματα ξεπερνούσαν τα όρια θα το έκανα. Θα έκοβα τις φλέβες μου!  Ξήλωσα τη φόδρα στο πάνω μέρος του παντελονιού και το έχωσα μέσα. Δε θα το πιστέψετε. Ένα αίσθημα ασφάλειας και ανακούφισης με κυρίευσε. Η επόμενη επαφή μαζί του ήταν αργότερα στις φυλακές  Αβέρωφ όταν ψηλαφίζοντας τυχαία το λουρί στο παντελόνι. που φορούσα ένιωσα τη σκληράδα του. Ευτυχώς το είχα ξεχάσει. Το πέταξα στα σκουπίδια και από ντροπή δε το είπα σε κανέναν.      Τη δεύτερη μέρα σηκώθηκα καθιστός κι έβαλα το παντελόνι και το πουκάμισο. Προς το απόγευμα μπήκε στο δωμάτιο ένας νεαρός αστυφύλακας με ένα πιάτο φαγητό και ένα ποτήρι νερό. Το καταβρόχθισα μέχρι κεραίας. Τι πλάσμα είναι τέλος πάντων ο άνθρωπος!

    Οι μέρες  περνούσαν,  χωρίς τη συγκλονιστική εξέλιξη. Η γνωστή αναμονή, καταλαγιασμένη λίγο, με συντρόφευε συνεχώς. Ένα πρωί άνοιξε απότομα η πόρτα και ο επισκέπτης έβαλε μέσα μόνο το κεφάλι του και μου έριξε ένα έντονο εξεταστικό βλέμμα. Είπε: 

-                     Είμαι ο Μάλλιος. Εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε!      Δεν τον είχα γνωρίσει προηγουμένως. Την άλλη μέρα το μεσημέρι μπήκε στο δωμάτιο μια γνωστή μου φάτσα, ο λοχαγός της ΕΣΑ Μπάμπαλης. Με αυτόν είχαν συναντηθεί οι δρόμοι μας και παλαιότερα

-                     Θα σε μεταφέρουμε στην ΕΣΑ Λευτεράκο . Να είσαι έτοιμος.      Αυτά ήταν δυο χαρακτηριστικά επεισόδια που θυμάται.

     Και οι δυο έχουν λιώσει, από χρόνια, στους τάφους τους. 

Φρόντισαν γι’ αυτό μερικοί αυτόκλητοι και  αμετροεπείς

«δικαστές και δήμιοι» - που αυτοδιορίστηκαν ως οι εκτελεστές των επιθυμιών των λαϊκών μαζών - χάνοντας την αίσθηση ότι αμαυρώνουν με αυτόν τον τρόπο τους, χρόνων αγώνες κάποιων άλλων. Το χειρότερο όλων είναι ότι καταμετρώνται ως αριστεροί, κάτι που με φέρνει σε αφάνταστα δύσκολη θέση. Πότε ιστορικά τα «αντίποινα» και οι «εκδικήσεις» έλυσαν προβλήματα;

    Θα πω καθαρά και ξάστερα την άποψή μου:  Τα θεωρώ εγκλήματα καθαρού ποινικού χαρακτήρα που προξένησαν ποικίλες και σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στους αγώνες του λαού για μια καλύτερη κοινωνία, για  μια  καλύτερη πατρίδα.            

     Όχι!    Όχι!    

    Μου είναι ξένοι και ανεπιθύμητοι. Βρίσκονται σε άλλη όχθη από μένα. Ισχυρίζονται ότι ανήκουν στην Αριστερά. Τότε για τον εαυτό μου πρέπει να βρω έναν  άλλο προσδιορισμό.

       Είμαι ένας ανήσυχος πολίτης, που αγαπά τον τόπο και το λαό που ζει σ’ αυτόν, σέβεται την πολυτάραχη ιστορία του και θέλει να βοηθήσει για να καλυτερέψουν τα πράγματα. Η δική μου εμπειρία και η ανάγνωση της ιστορίας μας δείχνει ότι θαύματα δεν γίνονται. Ούτε ριζικές ανατροπές του σκηνικού. Η πορεία διαδραματίζεται βήμα-βήμα, με αγκομαχητά στην ανηφόρα, κατρακυλίσματα προς τα πίσω και πάλι κυνηγητό προς τα εμπρός. Μου αρκεί ο τελικός απολογισμός να είναι θετικός.   

     Πέρασαν δυο-τρεις μέρες χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Σαν να με ξέχασαν. Προς το βράδυ δυο νεαροί αστυφύλακες μου είπαν:

- Μεταφέρεσαι στο υπόγειο! Βάλε τα παπούτσια σου!     Μια κουβέντα είναι αυτή. Οι πληγές στις πατούσες, που ήταν και οι πιο σοβαρές, μόλις είχαν αρχίσει να φτιάχνουν τα πρώτα μαλακά καύκαλα. Ποια παπούτσια; Με τις κάλτσες εγώ, κατεβήκαμε μέχρι τα κελιά του υπογείου. Αργότερα μπόρεσα να εξηγήσω το λόγο της βιαστικής μεταφοράς…

    Η Ασφάλεια είχε κάνει νέο χτύπημα. Ήταν υπόθεση του Γρηγόρη Φαράκου. Στο δωμάτιο μου «φιλοξενήθηκε» στη συνέχεια ο Γρηγόρης. Το νέο μου κελί ήταν ένα παραλληλόγραμμο 2 επί 1,5 με τσιμεντένιο βρώμικο δάπεδο και σε μια γωνιά του ένα σπάραγμα κουβέρτας που έζεχνε από παλαιές μυρωδιές αίματος και κατρουλιών.

    Μια νέα φάση άρχιζε. Δεν είχα τις αγωνίες των  πρώτων ημερών και είχα κατασταλάξει στο τι θα ισχυριστώ. Ανέλπιστη βοήθεια ήταν η απασχόλησή τους με τη νέα πολυάριθμη υπόθεση. Άρχισε η ρουτίνα του  που κυλούσε αργά και βασανιστικά. Έπρεπε με κάτι να γεμίζω το χρόνο, πέρα από την αναπόληση στιγμών του παρελθόντος. Ανακάλυψα έναν νέο τρόπο να περνάει ο χρόνος. Δυστυχώς, μολύβι και χαρτί δεν υπήρχε περίπτωση να έχω στη διάθεσή μου.  Η κουβέρτα ξέφτιζε εύκολα κι έβγαζα κλωστές και νήματα διαφόρων μεγεθών, τις έκοβα σε ένα μετρημένο σταθερό μήκος και προσπαθούσα στο κάθε κομμάτι να κάνω τους περισσότερους, κατά το δυνατόν, κόμπους. Ογδόντα πέντε, ενενήντα δυο, εκατό τρεις.  Αγώνας για νέο ρεκόρ. Όλα για να ξεχνιέμαι και να περνάει ο χρόνος.

     Μας έφερναν φαγητό και νερό και κατάλαβα ότι στο υπόγειο ήταν πολλοί. Τα διπλανά κελιά θα ήταν γεμάτα.  Με  κυρίευσε η ανάγκη της επικοινωνίας με τους συμπάσχοντες. 

    Να φωνάξεις δυνατά δε γινόταν. Είχε διαβάσει παλαιότερα τα βιβλία του Άρθουρ Κέσλερ: Το Μηδέν και το Άπειρο και Ο Κομισάριος κι ο Γιόγκι. Δε θυμάται καλά  σε ποιο περιέγραφε ένα τρόπο επικοινωνίας του τραγικού του ήρωα μέσω ενός ηχητικού αλφάβητου. Χωρίζεις το αλφάβητο σε ομάδες, εδώ τέσσερις. Η πρώτη ομάδα προσδιορίζεται μ’ έναν χτύπο, η δεύτερη με δυο κ.ο.κ. Η κάθε ομάδα επομένως έχει έξι γράμματα και προσδιορίζονται από τους αντίστοιχους ήχους. Το μυαλό ακόμη νεανικό και σε αναγκαστική εγρήγορση.

     Άρχισα από τη μια πλευρά. Το χτύπημα του αλφάβητου μια φορά, δυο φορές, δέκα. Σιγά και από την εσωτερική πλευρά του τοίχου. Αναπάντεχα μου ήρθε η απάντηση. Δηλαδή ο διπλανός κρατούμενος κατάλαβε το αλφάβητο. Άρχισε έτσι η συνεννόηση. Ήταν ένα νέο παιδί, σαν και μένα, τραπεζικός υπάλληλος, ο Βαγγέλης από τον Πειραιά. Τα περισσότερα τα ξέρω εκ των υστέρων, αφού υπήρξα με αυτόν συγκρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Ο Βαγγέλης είχε λογοτεχνικές ανησυχίες και μέσα στη φυλακή έγραψε ένα μεγάλο ποίημα που αναφέρεται αναλυτικά σ’ αυτό το γεγονός.  Από την άλλη πλευρά ήταν ο Γιάννης, ένα γνωστό στέλεχος του ΚΚΕ. Επί τρεις μέρες χτυπούσα το αλφάβητο στον τοίχο χωρίς ανταπόκριση. 

    Όταν επιτέλους το στέλεχος κατάλαβε το αλφάβητο η πρώτη ερώτηση του ήταν με ποια οργάνωση πιάστηκα. Όταν απάντησα Ρήγας Φεραίος,  έπεσε του τάφου η σιωπή. Καμιά απάντηση και συνέχεια όλες τις υπόλοιπες μέρες. Ήμουν βλέπεις ένας από τους «αναθεωρητές». Στη συνέχεια έζησα και με αυτόν επίσης χρόνια μαζί στη φυλακή.

      Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να κάνω τη προσωπική μου κατάθεση. Δέχτηκα τη συμμετοχή μου στην οργάνωση του Ρήγα Φεραίου,  δέχτηκα ότι καθοδηγούσα τα δυο κορίτσια, την Πόπη και την Μαργαρίτα, δέχτηκα ότι με φιλοξενούσε ο Δημήτρης και ότι καθοδηγητής μου ήταν ο Γιάννης. Μπανιάς  Έτσι το νέο πρόσωπο που έβαλα σε δικογραφία ήταν ο Γιάννης. Ευτυχώς όμως όταν εκτάκτως μου έγινε μεταγωγή στη Λάρισα να δικαστώ στο τοπικό έκτακτο Στρατοδικείο ο Γιάννης, παρών κι αυτός στη δίκη,  αθωώθηκε. Είχε συλληφθεί από ανεξάρτητους λόγους, σε χτύπημα άλλου κλάδου της οργάνωσης του ΠΑΜ  λίγο πριν τη δίκη.   Δυστυχώς , δεν απόκτησε την ελευθερία του, αφού  στάλθηκε κατευθείαν εξορία στο νησί

    Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και εγώ στο κελί μόνος, απομονωμένος με πληγές που επιτέλους βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο της ίασης, βρώμικος, άπλυτος για ένα μήνα και κάτι παραπάνω. Η Ντόρα μου είχε στείλει καθαρά  εσώρουχα και έλιωνα για ένα μπάνιο. 

     Ένας νέος αστυφύλακας, που έχει βάρδια τη νύχτα ,κάθε τόσο άνοιγε το παραθυράκι για να μας έχει υπό έλεγχο.   Παίρνω το θάρρος και του πετάω:

-  Σε παρακαλώ, να κάνω ένα μπάνιο!

-  Δε μπορώ να βοηθήσω, απαγορεύεται!

-  Σε παρακαλώ, Άγιες Μέρες είναι και βρωμάω!

    Δεν είπε τίποτα. Όταν, μετά δυο μέρες ήταν πάλι υπηρεσία, κάποια στιγμή άνοιξε την πόρτα και με προφανή ανησυχία μου είπε:

-  Γρήγορα! .. Γρήγορα!

     Ήταν ένα ντουζ με παγωμένο νερό, αλλά προσωπικά μετά τις τόσες μέρες απλυσιάς, ένιωσα μια ευχαρίστηση λες και ήταν σάουνα.  Οι υπόλοιπες μέρες ήταν μέρες γραφειοκρατικής αναμονής. Την ημέρα του Αη Γιάννη, 1969 πια, έφτασα στις φυλακές Αβέρωφ γεμάτος με παράξενα και ανάμεικτα  συναισθήματα ανάμεσα σε αγαπημένους φίλους, συντρόφους των φοιτητικών και νεολαιίστικων αγώνων στα προδικτατορικά χρόνια. Είχα να τους δω από το 1965. 

    Κατά τη μεταγωγή του από την Ασφάλεια στη φυλακή έγινε ένα ωφέλιμο για μένα γραφειοκρατικό λάθος. Ο υπάλληλος που μου έδωσε τα προσωπικά  είδη που κατασχέθηκαν τη στιγμή της σύλληψης - δηλαδή το απολυτήριο του στρατού   με τη κακή διαγωγή, το λουρί του παντελονιού, τα γυαλιά μυωπίας - μου έδωσε «καθ’ υπέρβασιν», όπως ειπώθηκε,  και τα χρήματα που είχα επάνω μου, 8.500 δρχ., ποσό σεβαστό για τα μέτρα της εποχής. Κανονικά, σύμφωνα με την Αστυνομία πάντα, αυτό έπρεπε να κατασχεθεί. Όταν μετά από λίγες μέρες συνειδητοποίησαν το λάθος, ήρθε άρον-άρον αξιωματικός της Ασφάλειας στη φυλακή να τα πάρει. Όμως αυτά δεν τα βρήκαν στον πρόχειρο έλεγχο που μου έγινε κατά την εισαγωγή μου στη φυλακή κι όταν με ρώτησε ο αξιωματικός έκανα τον ανήξερο. Τα χρήματα είχαν ήδη κάνει φτερά, γυρνώντας στον αρχικό τους κάτοχο. Έπρεπε να δικαιολογήσουν την έλλειψή τους ή να τα πληρώσουν οι ίδιοι. Έγραψαν  ένα χαρτί ότι τα χρήματα ήταν δικά μου, από την τρίμηνη απασχόλησή μου, ως φορτοεκφορτωτής στην αποθήκη της Ζίμενς, κάτι που ήταν κι ο μόνιμος ισχυρισμός μου στη διάρκεια των ανακρίσεων. Άλλωστε ένα μέρος των χρημάτων ήταν πράγματι απ’ αυτήν την πηγή. Αυτό το χαρτί το υπόγραψα. Είχαν συμπληρωθεί, από τη μέρα της σύλληψης μέχρι τη μεταγωγή μου στις φυλακές Αβέρωφ 52 ολόκληρες μέρες.  

     Μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, εκ των υστέρων, αναρωτιέσαι και λες τι είναι αυτό που σε κρατάει όρθιο και αξιοπρεπή. Τα πολιτικά σου πιστεύω, η ιδεολογία σου, το όραμα της ιδανικής για σένα κοινωνίας; 

      Αυτά μέσα του ήταν τόσο θολά κι αμορφοποίητα. Υπήρχαν σίγουρα τάσεις, ροπές, αλλά όχι συγκεκριμένα σχήματα και αντίστοιχες δομές. Μόνο ακούσματα για μια ιδεολογία και πασαλείμματα αναγνώσεων από τα πρωτότυπα. Πρέπει, εδώ που ξεγυμνώνω τη ψυχή μου, να  ομολογήσει κάτι. Όταν διάβασα το πρώτο μαρξιστικό βιβλίο δεν εντυπωσιάστηκα, αλλά και δεν κατάλαβα  πολλά.  Δεν έβαλα όμως στη φάση αυτή το αναπόφευκτο ερώτημα:

- Μήπως δε φταίω μόνο εγώ;

    Αργότερα όταν, για λόγους δικούς μου, έχοντας σπουδάσει Φυσική και γνωρίζοντας την αξία και το μέγεθος του Αυστριακού φυσικού Μαχ, απαλλαγμένος από τις αρχικές προκαταλήψεις, διάβασα, για δικούς μου ερευνητικούς λόγους, το βιβλίο του Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»  κατέληξα  στο «βλάσφημο» συμπέρασμα ότι είναι ένας λίβελος πολεμικού χαρακτήρα γραμμένος στο πόδι. Η αλήθεια, τελικά, είναι κάπου στη μέση. Όταν γράφτηκε το βιβλίο ικανοποιούσε μια σκοπιμότητα της συγκυρίας και της πολιτικής διαπάλης. Δεν επιτρέπεται με τη σημερινή ματιά, την ασφάλεια της σύγχρονης κοινωνίας να κρίνεις, «ελαφρά τη καρδία », συμβάντα πριν από εκατό χρόνια.

      Μήπως με στήριζε το μίσος απέναντι στους ανθρώπους, που με αντιμετώπισαν σαν μια ιδιότυπη περίπτωση «ασυμφωνίας με το μέσο όρο» για να αποσπάσουν από μένα αυτό που εκ των προτέρων ήθελαν χρησιμοποιώντας απάνθρωπες «τεχνικές βίας»;

      Όχι!  Όχι!  Πιστέψτε με! Το αίσθημα του μίσους ίσως να μου είναι άγνωστο. Θυμώνω, εξοργίζομαι, μου έρχεται  να σκοτώσω, αλλά αυτές οι επιθυμίες είναι στιγμιαία αδικήματα. Μετά από λίγο τα ‘χει πάρει το ποτάμι. Μένει μόνο μια ασυνείδητη αντιπάθεια, μια τάση αποφυγής ίδιων καταστάσεων.

   Περισσότερο κλίνω στις προσωπικές ενοχές, που δημιουργούνται από τη «χριστιανική παράδοση της αμαρτίας» απέναντι σε φίλους, συντρόφους στη κοινή προσπάθεια.      Τι θα πουν οι φίλοι, τι θα πουν οι άλλοι, αλλά και  το σπουδαιότερο, πως θα μπορέσω να συμβιώσω με τον ίδιο μου τον εαυτό στη συνέχεια. 

    Δε ξέρω τελικά πιο είναι πλήρως το σωστό. Αυτό νιώθω σήμερα  και αυτό γράφω.

    Ήδη και πριν τη σύλληψη μου ήμουν σε απόγνωση.

    Αφελώς  αναρωτιόμουν:

     - Πως γίνεται να συνεχίζεται απτόητη η ζωή; Εδώ έχουμε κατάλυση των θεσμών!

      Όμως, αναρωτιέμαι, μπορούσε να γίνει και διαφορετικά;        Να σταματήσουν οι ταφές στα νεκροταφεία, οι γέννες στα μαιευτήρια, οι γάμοι στις εκκλησίες, τα γλέντια  στις επετείους, τα φλερτάκια στα θρανία, οι έρωτες στις γειτονιές, οι κρυφοί αναστεναγμοί  στα απόμερα μέρη;  Δε γίνεται! 

      Κάθε πρωί οι δρόμοι θα γεμίζουν, θα ανοίγουν τα μαγαζιά, θα γίνονται όλων των ειδών τα αλισιβερίσια, το βράδυ θα γεμίζουν τα σινεμά, στις κρεβατοκάμαρες θα γίνονται νέοι κόμποι στο κομποσκοίνι της ζωής. Η ζωή δε έχει άλλη επιλογή από τη συνέχισή της.

      Εγώ ήμουν εκείνος που ονειροβατούσε! Αυτό είναι σίγουρο. Όμως να σας πω κάτι; Οι ψευδαισθήσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Οι αναμνήσεις του ανθρώπου είναι ένα σύνθετο οικοδόμημα από αληθινά γεγονότα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες  και ψευδαισθήσεις που προς στιγμή θεωρήθηκαν γεγονότα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κεφάλαιο 7ο

Περιστατικά και καταστάσεις από τα χρόνια του εγκλεισμού

 

Φυλακές Αβέρωφ

 

    Στις φυλακές Αβέρωφ πήγα αρχές Ιανουαρίου 1969.  Για την πενταετία της φυλάκισής μου έχω εδώ και λίγα χρόνια γράψει ένα κείμενο επιλεκτικών αναμνήσεων, δημοσιευμένο στην σελίδα της ΕΜΙΑΝ. Διευκρινίζω ότι το κύριο κομμάτι του χρόνου της φυλάκισής μου ανήκει στην επόμενη δεκαετία. Έτσι εδώ θα αρκεστώ μόνο σε μερικές σύντομες αναφορές. Σήμερα τα κτίρια αυτών των φυλακών έχουν από δεκαετίες γκρεμιστεί και στη θέση τους έχουν χτιστεί τα δικαστήρια με πρόσοψη στην λεωφόρο Αλεξάνδρας,  το κτίριο του  Άρειου Πάγου.       Αυτές οι φυλακές χτίστηκαν με τη γενναία χορηγία του  Γεωργίου Αβέρωφ.  Ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, πραγματιστής και άνθρωπος της εποχής του, έδωσε άφθονα χρήματα στην πατρίδα για τις αναγκαίες και πρωτογενείς επενδύσεις: Εκπαίδευση, εξοπλισμός του στρατεύματος, Ολυμπιακοί αγώνες, αλλά και οι απαραίτητες, σε μια οργανωμένη πολιτεία, σωφρονιστικές φυλακές. Βεβαίως πίστευε ότι σ’ αυτές θα φυλακίζονταν άνθρωποι που είχαν υποπέσει σε εγκληματικά παραπτώματα με μοναδικό σκοπό τον σωφρονισμό και την τελική επανένταξή τους στην κοινωνία. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι μετά από πολλές δεκαετίες αυτές οι φυλακές θα γίνονταν τόποι εγκλεισμού κι αιχμαλωσίας ανθρώπων που αγωνίστηκαν για να υπερασπίσουν τα αυτονόητα δικαιώματα των μελών μιας πολιτείας από άτομα που σφετερίστηκαν τη δύναμη τους και κατέλαβαν παράνομα την εξουσία. Αλήθεια, ποια θα ήταν η αντίδραση του; Βέβαια, στη διάρκεια της ζωής των φυλακών και παλαιότερα  χρησιμοποιήθηκαν για παρόμοιους σκοπούς.

     Για πολλούς  πρακτικούς λόγους ασφαλείας τους πολιτικούς κρατούμενους  οι συνταγματάρχες της χούντας, μας  είχαν απομονωμένους από τους λεγόμενους ποινικούς. Μας είχαν στοιβάξει στο επονομαζόμενο Εφηβείον, δηλαδή τον ειδικό χώρο που είχε αρχικά προβλεφθεί για αναμορφωτήριο των νέων που θα παρουσίαζαν κάποια αποκλίνουσα συμπεριφορά. Αυτό βρισκόταν στην πίσω πλευρά των φυλακών.    Τη μέρα που πήγα στις φυλακές εγκαινίασα τον δεύτερο όροφο του Εφηβείου που μέχρι τότε ήταν άδειος. Βέβαια σε λίγους μήνες με νέες συλλήψεις και προσαγωγές φισκάρισε κι αυτός. Σε κάθε κελί, που ήταν μικρό κι αφιλόξενο, κοιμόντουσαν δυο κρατούμενοι, οπότε υπήρχε κάποιο φυσιολογικό στρίμωγμα. Η δυσκολία η μεγάλη ήταν τις νύχτες, όταν τα κελιά ήταν κλειδωμένα και οι φυσικές ανάγκες, εφόσον δεν έπαιρναν αναβολή, έπρεπε να ικανοποιούνται μέσα στο κελί. Κάθε κελί διέθετε μια βούτα, δηλαδή ένα παιδικό γκιογκιό, κοινό για τους δυο ενοίκους του κελιού. Η αμοιβαία κατανόηση ήταν η μόνη διέξοδος που υπήρχε.

     Όσο έμεινα στου Αβέρωφ συγκατοίκησα με δυο άτομα. Αρχικά με τον Γιώργο Παυλόπουλο, έναν νέο άνθρωπο από τον Πειραιά, τραπεζικό υπάλληλο, που είχε συλληφθεί την ίδια περίοδο με μένα και μάλιστα βρεθήκαμε σε διπλανά κελιά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας. Αλλού έχω περιγράψει πώς ήρθα σε συνθηματική επαφή μαζί του, μέσω ηχητικού αλφαβήτου εκεί κάτω. Είχε συλληφθεί με την υπόθεση του Γρηγόρη Φαράκου. Δεύτερος ήταν ο Τάκης Παπαγεωργίου, ένας ωραίος τύπος από την Πάτρα, που είχε την εμπειρία από τα βάσανα των φυλακών, αφού είχε διατελέσει πολιτικός κρατούμενος για πολλά χρόνια και στη δύσκολη και σκοτεινή φάση μετά την απελευθέρωση. Αυτός μου εξομολογήθηκε για εκείνη την περίοδο τις δραματικές περιπέτειες που πέρασαν οι πολιτικοί κρατούμενοι τότε και που τώρα ευτυχώς δεν υπήρχαν. Τόσο από τους ανθρωποφύλακες, όσο και από τους συγκρατούμενους τους. Ναι!

     Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, ο άνθρωπος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά ζώα που υπάρχουν στη φύση. Το πρωί με το άνοιγμα των κελιών έβλεπες τους κρατουμένους να μεταφέρουν βιαστικά στις τουαλέτες του ισογείου τις βούτες για άδειασμα και ο απαραίτητος συνωστισμός μετά το αναγκαστικό κράτημα των περισσοτέρων. Όταν αργότερα μεταφερθήκαμε στις φυλακές του Κορυδαλλού το πρόβλημα αυτό λύθηκε, γιατί οι συνθήκες εκεί ήταν πιο ανθρώπινες, αφού σε κάθε, σχετικά άνετο, κελί ήταν ένας κρατούμενος και το καθένα από αυτά διέθετε δική του ανοιχτή ατομική τουαλέτα.       Στη φυλακή, από την πλευρά των κρατουμένων, υπήρχε διπλή εξουσία. Πρώτα ήταν η επίσημη, αυτή που εκπροσωπούσε τους φυλακισμένους στη διεύθυνση των φυλακών και στους δεσμοφύλακες. Αυτός ήταν ο «Δήμαρχος», που στις φυλακές Αβέρωφ ήταν ο πολυμήχανος και τετραπέρατος, τώρα πια αείμνηστος,  Χρήστος Παπαγιαννάκης. Άνθρωπος με ιδιαίτερη ικανότητα στο χειρισμό ατόμων και καταστάσεων. Πειραιώτης, αυθεντικό παιδί  της αγοράς, μετέφερε την εμπειρία της ζωής και της πιάτσας κι έφερνε με άριστο τρόπο σε πέρας το έργο του. Είναι αυτός που είδε στις φυλακές την αποστολή των αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και μ’ έναν μαγικό σχεδόν τρόπο κατόρθωσε να παραδώσει στα χέρια τους τις ενυπόγραφες καταγγελίες των βασανιστηρίων που πέρασαν οι κρατούμενοι στη διάρκεια της κράτησής τους από την

Ασφάλεια και το ανακριτικό τμήμα του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Πέρα από την επίσημη ηγεσία, υπήρχε και η παράνομη κομματική ηγεσία, το λεγόμενο «γραφείο» της φυλακής που απαρτιζόταν, αν θυμάμαι καλά, από πέντε άτομα, που εκλέγονταν με κάποια διαδικασία και το οποίο στην ουσία αποφάσιζε για τα πάντα. Ο «Δήμαρχος» ήταν στην πραγματικότητα ο αχυράνθρωπος πίσω από τον οποίο βρισκόταν η πολιτική καθοδήγηση, αλλά στην περίπτωση του Χρήστου, λόγω των ικανοτήτων του, αυτή η τυπική εξουσία γινόταν εκ των πραγμάτων πολλές φορές και ουσιαστική. 

     Στο Εφηβείον το προαύλιο ήταν περιορισμένο. Ένας στενόμακρος διάδρομος κατά μήκος της πρόσοψης, εκεί όπου συνωστίζονταν οι κρατούμενοι κατά τις ελεύθερες ώρες, ιδιαίτερα το πρωί μετά το άνοιγμα των κελιών. Όλα αυτά, αφού είχε προηγηθεί ο αναγκαίος χρόνος για τη διεκπεραίωση των καθημερινών αναγκών καθαριότητας και του σύντομου πρωινού. Μετά από τόσες ώρες αναγκαστικής ακινησίας μέσα στα κελιά όλοι ένιωθαν την ανάγκη για λίγη κίνηση και περπάτημα. Κάποιοι έκαναν επιτόπια σουηδική γυμναστική αλλά οι περισσότεροι επιδίδονταν στις γρήγορες και βιαστικές βόλτες κατά μήκος της αυλής, που προσφυώς- άγνωστο σε μένα από ποιον - ονομάστηκαν, οι μοβόρικες και αυτό το όνομα τους έμεινε.

     Βαθιά στη μνήμη μου μένει η καθημερινή εικόνα δυο συγκρατουμένων μας τροτσκιστών. Το δίδυμο, ο ψηλός κι ο κοντός, που περπατούσαν με γρήγορο βήμα ασταμάτητα πάνω- κάτω συζητώντας με ένταση και χειρονομίες όλα τα «θεωρητικά προβλήματα της επανάστασης». Η σημαντική ανισότητα στο μπόι και η αναπόφευκτη διαφορά στο διασκελισμό τους, δημιουργούσε μια ενδιαφέρουσα και συγχρόνως ρομαντική εικόνα να βλέπεις τα βιαστικά βήματα του κοντού να προσπαθούν να συγχρονιστούν με τα μεγάλα βήματα του ψηλού. Όμως η καθημερινή επανάληψη είχε, λόγω συνήθειας, πετύχει έναν συγχρονισμό και μια συμπαθητική τελικά εικόνα.  

 

    Τον Μάιο του 1969, μαζί μ’ άλλους συγκρατούμενους μεταφερθήκαμε αρκετοί, χωρίς καμιά προηγούμενη ειδοποίηση, στις φυλακές της Λάρισας, όπου, με συνοπτικές διαδικασίες από το έκτακτο τοπικό στρατοδικείο, μας μοιράστηκαν δεκάδες χρόνια φυλάκισης. Δεν μπορώ να ξέρω τη σκοπιμότητα αυτής της έκτακτης μεταφοράς. Η μόνη εικασία που μπορώ να κάνω είναι ότι αυτή η μετακίνηση είχε σκοπό να αποσυμφορήσει το πλήθος των υποθέσεων που εκκρεμούσαν εκείνο το διάστημα στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας.       Ας σημειωθεί ότι όλες οι δικαζόμενες υποθέσεις δεν είχαν καμία σχέση με το νομό της Λάρισας. Μπροστά σ’ ένα αδιάφορο έως εχθρικό ακροατήριο, που απαρτιζόταν κυρίως από χωροφύλακες κι ολιγάριθμους συγγενείς «δώσαμε την καταδικασμένη από την αρχή  μάχη» υπεράσπισης των αρχών μας, αφού το κατηγορητήριο δεν εμπεριείχε «νόμιμα αδικήματα»

     Απλώς, για ιστορικούς μόνο λόγους, στη θέση αυτή θέλω ν’ αναφέρω ότι εισαγγελέας στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Λάρισας ήταν ο εισαγγελέας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων της επαρχιακής αυτής πόλης, Βασίλειος Παππάς, που είχε επιστρατευθεί γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Μετά την κατάρρευση της χούντας ο ίδιος, που τώρα υπηρετούσε στην Αθήνα, ήταν εκείνος που έκανε τις ανακρίσεις και συνέταξε το κατηγορητήριο  των ένοχων στρατιωτικών για τις δολοφονίες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. 

    Πώς τα φέρνει η μοίρα, καλέ μου άνθρωπε, κι αλλάζει τους ρόλους στη ζωή!  

    Στην φυλακή κατά τη διάρκεια της επταετίας υπήρχε, από μια χρονολογία και μετά, μια ακόμη ιδιομορφία. Η διάσπαση του ΚΚΕ δημιούργησε δυο τουλάχιστον κέντρα εξουσίας. Βεβαίως στην περίπτωση των φυλακισμένων της χούντας, πλειοψηφούν ρεύμα ήταν αυτό που ακολουθούσε τη γραμμή της ανανεωτικής Αριστεράς, του «γραφείου εσωτερικού». Η δεύτερη ομάδα ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την επίσημη ηγεσία του κόμματος, που ήταν λιγότεροι και μέσα στη σκληρή κομματική διαπάλη τους διακρίναμε με το όνομα: Οι δωδεκαδικοί, δηλαδή αυτή που ακολουθούσαν τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας. Σήμερα, όλα αυτά ακούγονται λίγο γραφικά αλλά τότε, για τους ενδιαφερόμενους, είχαν τη σημασία τους και αυτή δεν ήταν αμελητέα ή τουλάχιστον έτσι νιώθανε. 

     Είναι δίκαιο να ειπωθεί ότι υπήρχαν κι άλλες ολιγομελείς ομάδες κρατουμένων, όπως οι τροτσκιστές και πολλοί που δεν ανήκαν σε καμιά από όλες τις προηγούμενες κατηγορίες. Οι τελευταίοι πλήθαιναν καθώς περνούσε ο χρόνος, φυσικό αποτέλεσμα της απογοήτευσης που αυξανόταν από την αδυναμία των πολιτικών να δώσουν ένα όραμα διεξόδου από το αδιέξοδο. Θα ήταν άδικό και ελλιπές να μην αναφέρω δυο ακόμα ειδικές περιπτώσεις. Καταρχήν τους δυο Γιώργηδες που είχαν φυλακιστεί πριν τη δικτατορία για ποινικά αδικήματα, που είχαν σχέση με τα προβλήματα τιμής και ταλάνιζαν ιδιαίτερα κάποιες περιοχές της επαρχίας. Μέσα στη φυλακή από νωρίς είχαν «περάσει» με τους πολιτικούς κρατούμενους, ευθυγραμμιζόμενοι και με τη μοίρα τους. Το ίδιο συνεχίστηκε και μετά, στη διάρκεια της χούντας.

     Μετά ήταν η ομάδα των «κατασκόπων», γύρω στα 7-8 άτομα καταδικασμένοι σε πολύχρονες φυλακίσεις, όμηροι της αγριότητας του καθεστώτος που νίκησε στον εμφύλιο, αλλά και θύματα της άφρονης κι αδιέξοδης πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έστελνε, άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας, ανθρώπους κατευθείαν στο στόμα του λύκου. Πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις που τα συμβάντα αυτά είχαν στο γενικό πολιτικό σκηνικό, γιατί διατηρούσαν την ένταση και τον εκφοβισμό, γίνονταν η δικαιολογητική βάση για τη συνέχιση των διωγμών. Αυτή η πολιτική του κόμματος ήταν βούτυρο στο ψωμί των πιο αντιδραστικών κύκλων και αυτοί την εκμεταλλεύθηκαν δεόντως. 

     Εν είδει παρενθέσεως, πρέπει να καταγράψω την απουσία μελετών, μέσα στον ωκεανό των σελίδων που ήδη έχουν γραφτεί για τα σχετικά θέματα, την ευκολία με την οποία η Ασφάλεια ήταν σχεδόν πάντα ενήμερη για τις αποστολές στελεχών του κόμματος από το Βουκουρέστι, και όποτε της ήταν πολιτικά χρήσιμο έκανε το κατάλληλο χτύπημα. Υπάρχει εδώ ψωμί!

     Επειδή την κύρια περιγραφή  της ζωής στη φυλακή την παραπέμπω στην αφήγηση της επόμενης δεκαετίας, θα αρκεστώ εδώ σε μερικές γενικές παρατηρήσεις κλίματος και ιδιαίτερων καταστάσεων. Μέσα στη φυλακή, εγώ τουλάχιστον, δε συνάντησα, ούτε άκουσα περίπτωση συνέχισης των βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης των κρατουμένων πέρα από το αντικειμενικό βασανιστήριο του αποκλεισμού απ’ τη ζωή και την ελεύθερη κυκλοφορία. 

    Στη διήγηση που επιχειρώ για τις συνθήκες ζωής στη φυλακή, θέλω εξαρχής να ξεκαθαρίσω κάτι μην γίνει καμιά παρεξήγηση. Τα πράγματα δεν ήταν ειδυλλιακά. Η απομόνωση απ’ τη ζωή είναι μια ανωμαλία, ο αποκλεισμός για αρκετό χρόνο από αυτή δημιουργεί έτσι κι αλλιώς στρεβλώσεις. Το ίδιο όμως επιτελεί κι η πολλή συνάφεια με τους ίδιους πάντα ανθρώπους μέσα σ’ έναν περιορισμένο χώρο για ένα μεγάλο και διαρκές διάστημα. 

     Ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται αδυσώπητη, για σένα ο χρόνος με κάποιο - αλλά δραματικό - τρόπο σταματάει. Η εμπειρία της κύλισης και διαδοχής των συμβάντων στη ζωντανή κοινωνία δεν μεταφέρεται με περιγραφές και διηγήσεις τρίτων, ούτε με την ανάγνωση εφημερίδων κι άλλων εντύπων. Απαρέγκλιτα πρέπει να είσαι κι εσύ ο ίδιος - με τον τρόπο σου - μέσα στη ζωντανή κοινωνία, να συμμετέχεις στα διαδραματιζόμενα γεγονότα της καθημερινότητας. 

      Ενώ αυτά, τα περί αποκλεισμού, ισχύουν για όλους τους ανθρώπους, τις μεγαλύτερες επιπτώσεις έχουν στους νέους στην ηλικία για πολλούς και ιδιαίτερους λόγους. 

     Πρώτον δαπανούν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους με μη παραγωγικούς τρόπους, ενώ σε πολλά πράγματα τα στοιχεία του χαρακτήρα τους δεν έχουν προλάβει ακόμα να ολοκληρωθούν. Έπειτα αυτή η στέρηση συμβαίνει σε μια περίοδο έντονης βιολογικής φάσης όλων των λειτουργιών και αναγκών του ανθρώπινου οργανισμού και άρα η στέρηση τους βιώνεται απ’ αυτούς εντονότερα.  Μέσα στη φυλακή ένα σημαντικό κομμάτι των κρατουμένων- ιδιαίτερα σημειώνω την πολυπληθή ομάδα νέων της οργάνωσης του Ρήγα Φεραίουβρισκόταν σ’ αυτήν την νεανική περίοδο της ζωής τους με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει.

     Αρνητικό ρόλο στη ζωή των κρατουμένων έπαιξαν και οι βίαιες μεταγωγές από μια φυλακή στην άλλη. Τότε υπήρχαν αναστατώσεις, χωρισμοί, νέα προβλήματα, ανάγκη για νέες κατανομές αρμοδιοτήτων, για νέες προμήθειες και επιπλέον αναστάτωση στο οικογενειακό και κοινωνικό σου κύκλο.  

     Εδώ, πρωθύστερα ίσως, πρέπει να αναφέρω μια άλλη διάσταση του αποκλεισμού, που εμφανίζεται όταν με το καλό ο κρατούμενος βρεθεί πάλι μέσα στην κοινωνία. Τότε λίγο ή πολύ συνειδητοποιείται απ’ αυτόν, η ύπαρξη του ενδιάμεσου κενού που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της απουσίας από την κοινωνία. Ανάμεσα στον ίδιο και τους άλλους υπάρχει μια αμφίπλευρη αμηχανία. Κάποιοι πιο ικανοί και προσαρμοστικοί την ξεπερνάνε τελικά, σε κάποιους άλλους όμως υψώνεται ένας τοίχος που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την ομαλοποίηση των πραγμάτων.

      Ο πρώην κρατούμενος θέλει να ενσωματωθεί στον παλαιό κοινωνικό του κύκλο, αλλά πολλές φορές τον κυνηγά το παρελθόν με τη συνεχή αναφορά της περιόδου του εγκλεισμού. Αν αυτό γίνεται απ’ τον ίδιο, καλά να πάθει διότι υπενθυμίζει στους άλλους την ηθελημένη ή αθέλητη απουσία του από αντίστοιχα γεγονότα και η εγκατάσταση το λιγότερο της αμηχανίας ανάμεσα σ’ αυτόν και τους συνομιλητές του είναι το πιο ανώδυνο ενδεχόμενο. Τις περισσότερες φορές η αναφορά γίνεται από τρίτο, που πιστεύει και νομίζει ότι κάτι τέτοιο ευχαριστεί τον ενδιαφερόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αντίληψη των περισσοτέρων είναι: 

    - Ας τελειώσει πια αυτή η υπόθεση, ας τα πάρει όλα το ποτάμι. Ας γίνει ένα νέο ξεκίνημα της ζωής!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Κεφάλαιο 8ο

Επίλογος, ίσως και πρόλογος

 

 

   Από την αρχή, ίσως έπρεπε, να τονίσω ότι η δεκαετία του 60 δεν είναι μόνο για μένα σημαντική, αλλά και γενικότερα είναι μια κρίσιμη δεκαετία γεμάτη με σπουδαία συμβάντα που επηρέασαν  όλους τους τομείς της ζωής της κοινωνίας μας κι άφησε βαριά παρακαταθήκη για τα επίμενα χρόνια. Μιλώντας όμως σε προσωπική βάση έχω ήδη και κάπου αλλού κάνει την εξής θλιβερή διαπίστωση. Έχω χαρακτηρίσει τα χρόνια από το 1966 έως και το 1973, μαύρη οκταετία της ζωής μου Ήταν μια δύσκολη για μένα περίοδος που ήμουν σε επιφυλακή ή αιχμαλωσία. Σε μια περίοδο της ζωής όπου ο άνθρωπος χτίζει τη ζωή του και την προσωπική του καριέρα, εγώ ήταν αδύνατο ν’ ανοίξω τα φτερά μου, να ασκήσω το επάγγελμα για το οποίο σπούδασα. Δυσκολεύτηκα πολύ να αναπληρώσω αυτά τα χρόνια και είναι αμφίβολο αν το πέτυχα. Εκείνα που θέλω να πω στους νεότερους, όχι με τη μορφή των συμβουλών, αλλά ως διαπιστώσεις μια πορείας ενός ανθρώπου, που παρά τις περιπέτειες, αξιώθηκε να φτάσει  στο 80όν έτος της ηλικίας του. Έτσι λοιπόν και επιγραμματικά καταθέτω τα εξής: 

1.  Όταν ήμουν μικρός και πάθαινα μια μικρή ή μεγάλη ζημιά σε ατύχημα όλοι έλεγαν: Έλα μωρέ, μέχρι να παντρευτείς θα έχει περάσει! Και εκ πρώτης απόψεως είχαν δίκαιο. Η ζωή μου έδειξε όμως το εξής. Ό,τι παθαίνει ο άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του, αφήνει εμφανές ή αόρατο  ένα μόνιμο σημάδι που κάποια στιγμή μαζί με άλλα θα προκύψουν οι συνέπειές του. Όταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο διδάχθηκα  με έμφαση την προσθετική ιδιότητα της έκθεσης του ανθρώπου στη ραδιενέργεια. Το ίδιο ισχύει για τις πάσης φύσεως κακουχίες Η συσσώρευση κάποια στιγμή κάνει απτές τις συνέπειες. Ας το έχετε υπόψη. Το ανθρώπινο κύτταρο καταγράφει τα πάντα. Ίσως κάποια στιγμή η επιστήμη προχωρώντας μπορέσει να «διαβάσει» αυτή την καταγραφή  

2.  Η γνώμη μου είναι όσα χρόνια κι αν περάσουν ο κάθε άνθρωπος οφείλει να διατηρεί τη δίψα της νέας γνώσης. Όχι μόνο γιατί η γνώση είναι δύναμη, αλλά κυρίως γιατί διατηρεί το μυαλό σε εγρήγορση και κάνει ενδιαφέρουσα τη συνέχιση της ζωής Αυτή η διαδικασία πρέπει να τον  συνοδεύει μέχρι και την τελευταία ανάσα της ζωής του

3.  Η μονιμότητα κι η σταθερότητα σε απόψεις για κάποιους θεωρούνται προτερήματα κι ένδειξη αξιοπρέπειας. Όχι όμως  για μένα. Σήμερα οι αλλαγές και οι ρυθμοί των μεταβολών είναι πιο γρήγοροι από τις προηγούμενες εποχές. Η γνώμη μου είναι να μη δεσμεύεσαι ολοκληρωτικά σε αυστηρές κοσμοθεωρίες που από ένα σημείο και πέρα γίνονται περιοριστικά δεσμά της σκέψης, Δράσε και ομαδικά μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον σου αλλά ποτέ να μη δίνεσαι ολοκληρωτικά, Ένα κομμάτι του εαυτού σου κράτα το αποκλειστικά για σένα. Οι κοινόχρηστες ιδιοκτησίες γίνονται έρμαιο κακεντρεχών ατόμων που δρουν μόνο για ίδιο όφελος 

 

    Το είδος αυτών των κειμένων έχει, από τη γέννηση του, πρόβλημα αξιοπιστίας. Αναφέρομαι στις αυτοβιογραφίες, όπου κάποιος αποφασίζει να περιγράψει τα συμβάντα στη διάρκεια του βίου του. Ας εξετάσουμε την περίπτωση που ο συγγραφέας- αφηγητής είναι έντιμος και ειλικρινής με τον εαυτό του και τους αναγνώστες του. Πολλές φορές χωρίς και να το επιδιώκει, έως ασυνείδητα θα έλεγα, υπερτονίζει την επίδραση του στο συμβάν, τοποθετεί τον εαυτό του σε πρωταγωνιστική θέση, ενώ αντίθετα απαλύνει το ενδεχόμενο λάθος, αποσιωπά πιθανές ντροπιαστικές συμπεριφορές και υποτιμά τις αρνητικές επιρροές των πράξεων του σε τρίτους.  Δεν ομιλώ για τις υστερόβουλες εκείνες περιπτώσεις όπου κάποιοι στήνουν ψεύτικα σκηνικά και διηγούνται παραμυθένιες ιστορίες. Με βάση δε αυτήν την απατηλή εικόνα ζητούν αντίστοιχη θέση στο κοινωνικά τους περίγυρο, τιμές κι αμοιβές πράξεων που δεν τις αξίζουν. 

     Έτσι τα αυτοβιογραφικά κείμενα από τη φύση τους μεταφέρουν  - αντικειμενικά - το έρμα της αμφιβολίας, ένα φορτίο υποκειμενικότητας που σε κάνει να είσαι διστακτικός, να έχεις ένα κράτημα, ακόμα και στις περιπτώσεις, που μια τέτοια στάση αδικεί το συγγραφέα. Υπάρχουν ευτυχώς ενισχυτικά αξιοπιστίας πειστήρια που σταθεροποιούν τους ισχυρισμούς του. Είναι οι μαρτυρίες τρίτων, είναι οι καταγραφές των γεγονότων από τις εφημερίδες της εποχής, είναι πιθανές φωτογραφίες  κι ό,τι άλλο μπορεί να έπαιξε άμεσο ή έμμεσο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων.

    Από πολύ νωρίς σε μια ντροπαλή γωνιά του μυαλού μου κρυβόταν μια τέτοια - για μένα - ευγενική φιλοδοξία, όπως και να κρατώ ημερολόγιο με τα καθημερινά συμβάντα και τις σκέψεις που περνούσαν κάθε μέρα απ’ το μυαλό μου. Οι συνθήκες της  ζωής  αφετηριακά καθόρισαν το είδος και το εύρος των ασχολιών μου. Δεν ξεκίνησα από το μηδέν, αλλά από αρνητική θέση. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις, που δημιούργησα  κι η έγνοια μου, η γυναίκα και η κόρη μου να έχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, δε μου άφησαν τέτοια περιθώρια. Έτσι το σχέδιο έμεινε μόνο σα σκέψη  μέσα στο μυαλό.

    Τα πράγματα άλλαξαν όταν - με συμπληρωμένα τα εξήντα πέντε χρόνια - αποφάσισα να φύγω από το μόνιμο επάγγελμα του δάσκαλου σε φροντιστήριο και να γίνω συνταξιούχος. Την απόφαση αυτή τη συνδύασα και με μια δεύτερη. Να βγάλω από το μυαλό μου - κατά το δυνατόν –  όλους τους αριθμούς, νόμους ασκήσεις, που μέχρι τότε κυρίως το γέμιζαν  και θα φέρω στην επιφάνεια το παλαιό σχέδιο μου. Έτσι απέρριψα δελεαστικές προτάσεις ελαφράς και μερικής απασχόλησης και αποφάσισα να σφραγίσω οριστικά το κεφάλαιο της διδασκαλίας. Όλα τα προηγούμενα χρόνια προετοίμαζα τα μαθήματα των επόμενων ημέρων, έφτιαχνα ασκήσεις, που θα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των μαθητών μου και σε συνεργασία με συναδέλφους στον ίδιο εργασιακό χώρο, συμμετείχα στην έκδοση βιβλίων φυσικής χρήσιμων στην εργασία μας.   

 

    Η πρώτη αυτοβιογραφική μου απόπειρα έγινε μεταξύ των ετών 2006-2009 και είναι το βιβλίο που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2010 με τον τίτλο Κι όμως ήταν όμορφα.   Όλα τα κείμενα, 55 στον αριθμό, γράφτηκαν σε αυτό το χρονικό διάστημα, εκτός από δύο. Αυτά είχαν γραφτεί σε παλαιότερες ευκαιρίες  και είναι τα εξής:  Πρώτο «Το μαλακό υπογάστριο», που γράφτηκε στις αρχές του 1973,όταν ακόμα βρισκόμουν στις φυλακές Κορυδαλλού και είχε από καιρό αρχίσει η  εσωτερική βαθμιαία απογύμνωση από τις αρχικές ιδεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές βεβαιότητες που με είχαν τα προηγούμενα  χρόνια περικυκλώσει. Το δεύτερο είναι με τον τίτλο «Πενιχρή σοδιά» και γράφτηκε το 1978 στην Αθήνα μετά το εξουθενωτικό σοκ που υπέστην όταν έκανα το μεγάλο λάθος της ζωής μου, να εκτεθώ υποψήφιος βουλευτής στην ιδιαίτερη πατρίδα μου Μαγνησία στις εκλογές του 1977. Είναι ώρα να κάνω εδώ μια εξομολόγηση προς όλους, αφού κοντινοί μου άνθρωποι ήδη το ξέρουν και πολλοί περισσότεροι το υποπτεύονται. Στη σύντομη – ατέλειωτη για μένα - περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας έπαθα ψυχολογική και σωματική κατάρρευση. Μια αφάνταστη πίκρα και θλίψη με κατάντησε ράκος, αποδεικνύοντας πόσο στενά συνδέονται σώμα και ψυχική διάθεση. Με τίποτα δεν πίστευα ο αφελής, ότι υπάρχουν στον αριστερό χώρο άνθρωποι, που ενσυνειδήτως θα αρχίσουν έναν ύπουλο πόλεμο λάσπης, διαδίδοντας αριστερά και δεξιά κατάφωρα ψεύδη, στην προσπάθεια να υπονομεύσουν την προσωπικότητά μου. Κι όμως υπάρχουν και δυστυχώς περισσεύουν. Νωρίς από διάφορες πηγές, χωρίς κιόλας να το επιζητήσω, έγινα δέκτης αναλυτικών πληροφοριών. Ένα ακόμα παράδειγμα ότι όλα λίγο πολύ κάποτε έρχονται στο φως, παρά την προσπάθεια της απόκρυψης. Με φαρμακευτική βοήθεια, με προσωπικό πείσμα και κίνητρο τις πιεστικές ανάγκες  της οικογενειακής διαβίωσης, κατόρθωσα να ξεπεράσω τη θλίψη. Τότε πήρα και τις αποφάσεις που καθόρισαν την πορεία μου στα επόμενα χρόνια. Προσωπικά  από καιρό όλους αυτούς τους συγχώρησα, αρκεί κι αυτοί να μπόρεσαν να κάνουν το ίδιο στον εαυτό τους. Κάποιοι δε βρίσκονται πια στη ζωή και η αναφορά ονομάτων και γεγονότων δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Η εδώ αναφορά συνδέεται με την πρόθεση μου να κάνω ένα αυτοβιογραφικό ταξίδι στο παρελθόν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επίλογος

 

    Η πρώτη αυτή συγγραφική μου προσπάθεια με βοήθησε τα μέγιστα στο εγχείρημα μελέτης, που έκανα  και που αφορούσε τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Την ιστορία και τους ανθρώπους τους. Ήταν ο χώρος εργασίας μου. Ήξερα πολύ καλά με τι κόπο έβγαζα τα χρήματα με τα οποία ζούσα την οικογένειά μου. Ένιωθα έντονα το αίσθημα της ανασφάλειας που πάντα με κρατούσε σε εγρήγορση και προσαρμογή σε κάθε αλλαγή ενός περαστικού και σχετικά αδαούς για τη θέση υπουργού Παιδείας. Ήμασταν σε συνεχή έλεγχο της εφορίας με τη γνωστή σε κάθε έναν Έλληνα που δεν είναι διορισμένος στο δημόσιο συμπεριφορά του εφοριακού και τις απαιτήσεις του πάνω στον ιδρώτα του «κακού ιδιώτη». Με ωράρια εργασίας θανατερά. Σκέφτομαι πόσοι συνάδελφοι μου δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο νήμα της σύνταξης….

 Αλλά να το ξεκαθαρίσω μη γίνει παρεξήγηση:

    Αυτή η δουλειά ήταν επιλογή μου. Δε μου επιβλήθηκε από τα πράγματα. Εγώ τη διάλεξα! Είναι γνωστό ότι μπορούσα να διοριστώ στη δημόσια εκπαίδευση σε πολλές ευκαιρίες. Πρώτον με την παλαιά επετηρίδα-λίστα αναμονής. Δεύτερον, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τον «ευεργετικό» νόμο για τους αντιστασιακούς της επταετίας με αναγνώριση κιόλας χρόνων προϋπηρεσίας. Είχα κι άλλες δελεαστικές προτάσεις που τις απέρριψα μέσα στην ανένδοτη αντίληψή μου ότι δε θα ανταμειφθώ  για κάτι που ήταν καθήκον μου να κάνω. Είμαι ευχαριστημένος και χαρούμενος γιατί αυτό το τήρησα μέχρι κεραίας. 

    Με ανεπτυγμένη την γλυκιά αρρώστια του συλλέκτη μάζευα από νωρίς κάθε τι σχετικό με τον κλάδο της εργασίας μου . Με βοήθησαν κι άλλοι άνθρωποι για τον εμπλουτισμό των στοιχείων.  Όλα ξεκίνησαν από την πίκρα που ένιωθα σαν άτομο, με την ευκολία που άσχετοι κι αποτυχόντες του επαγγέλματος έριχναν με περισσή ευκολία τις κατάρες τους στον «επάρατο θεσμό της παραπαιδείας»  Κι αυτό, όταν κι όποτε εξασφάλιζαν το σίγουρο λιμάνι της μονιμότητας στο ανεξέλεγκτο δημόσιο. Άκουγα από συνδικαλιστικά στόματα και διάβαζα εύκολα μηδενιστικά κείμενα για το δικό μου επάγγελμα, ενώ καθαγίαζαν τη δική τους ανευθυνότητα.

      Όχι! Μ’ έπιασε το πείσμα, έπρεπε να απαντήσω! Αυτή ήταν η αφορμή, μα στην πορεία ανιχνεύοντας όλο και πιο βαθιά τις περασμένες δεκαετίες για τον κλάδο ανακάλυψα φλέβα χρυσού. Το 2005 δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου μου Τα φροντιστήρια στην Ελλάδα. Ιστορία και οι άνθρωποι. Μετά την παρουσίαση που έγινε στα γραφεία της ΟΕΦΕ, έδωσα εκεί την υπόσχεση ότι θα επανέλθω δριμύτερος. Πράγματι όλα τα εργάσιμα πρωινά  του 2007 τα έφαγα σε δυο βιβλιοθήκες. Τη Δημοτική Βιβλιοθήκη στο σταθμό Λαρίσης και τη Βιβλιοθήκη της Βουλής στο παλαιό Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν. Την επόμενη χρονιά, τυπώθηκε διευρυμένη η έκδοση σε δυο τόμους με χρονικό διαχωρισμό από το 1860 έως το 1940 ο πρώτος τόμος κι ο δεύτερος από την κατοχή μέχρι τις μέρες μας. Ισχυρίζομαι ότι στο θέμα άνοιξα δρόμους κι έδωσα μια νέα εικόνα για το επάγγελμά μου. Έτσι έχω στον τομέα αυτό μια προσωπική περηφάνεια. Από τότε μπήκαν και μπαίνουν συνεχώς  κι άλλα ιστορικά στοιχεία στο θέμα. Είμαι ανακουφισμένος γιατί τη συνέχιση του ερευνητικού έργου την ανέλαβε με θέρμη, ζήλο κι αφοσίωση ένας συνάδελφος φροντιστής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Κωνσταντάρας 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου