Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

  

                        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          

 

 

 

          Η ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  1 Η νέα ταυτότητα

 

  2 Ενηλικίωση

 

  3. Ο έφεδρος αξιωματικός

 

  4. Ο Μοίραρχος

 

  5. Η Φωτεινή

 

  6. Ο Ανθυπομοίραρχος

 

  7. Η συνάντηση

 

  8. Η τραγική σύμπτωση

 

  9. Η ανάκριση συνεχίζεται

 

  10. Ανησυχίες

 

  11. Η πόρτα άνοιξε

 

  12. Απώλειες

 

  13. Η Φωτεινή πάλι

 

  14. Ο Υπομοίραρχος

 

  15.  Απολογισμός

 

  16. Η «κάθαρση»

                

  17. Η ισορροπία των σκοπιμοτήτων

 

  18. Η αυλαία πέφτει.                    

 

  19. Η νέα οικογένεια

 

  20. Η επίσκεψη στο χωριό.

 

  21 Η αποκάλυψη

 

 22. Η τελική κάθαρση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    1.    Η νέα ταυτότητα

 

 

 

     Κάθε τόσο οι τραγικές στιγμές που έζησε μικρός ήταν ο νυχτερινός εφιάλτης του.  Εκεί που πήγαινε να ηρεμήσει, να κλείσει τα μάτια του και ν’ αναζητήσει λίγη ξεκούραση και παρηγοριά στον ύπνο και την ασυνειδησία, τότε η ίδια σκηνή ζωντάνευε στο μυαλό του. Λες και το γεγονός έγινε πρόσφατα, πριν από λίγες μόνο μέρες, ενώ στη πραγματικότητα είχαν περάσει τόσα χρόνια. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τα ανατριχιαστικά γεγονότα. Εκείνο που τον πλήγωνε περισσότερο ήταν η δική του ανημπόρια να βοηθήσει, να κάνει κάτι για ν’ αποτρέψει το τραγικό συμβάν.

    Ο καημένος ο Πατέρας! Μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του τον προέτρεψε:

  «Φύγε Νικόλα, φύγε να σωθείς! Τρέξε! Μη σταματάς καθόλου. Αυτό θέλω μόνο από σένα, γιε μου. Σε ικετεύω άκουσε με»

 Τον εαυτό του δεν τον σκεφτόταν. Ίσως ήξερε το αναπόφευκτο τέλος του.

  Ο ίδιος, όντας μικρός, δεν μπορούσε να γνωρίζει τι συμβαίνει στη χώρα αυτήν την περίοδο. Δεν ήταν στην κατάλληλη ηλικία. Ούτε μπορούσε να ήταν ενήμερος των τραγικών γεγονότων που διαδραματίζονταν σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Όμως αυτά τα γεγονότα τρέχανε.

   Η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στον τόπο εκείνη την περίοδο είχε φέρει στο προσκήνιο αντιθέσεις και μίση παλαιά, πολύχρονες ζήλιες, μνήμες δυσάρεστες κι αποκρουστικές. Για τους μικρούς ανθρώπους αποτέλεσε την ευκαιρία και το έναυσμα να απελευθερωθούν τα πιο ταπεινά, τα πιο σκοτεινά ελατήρια που ήταν κρυμμένα μέσα τους. Η αιματηρή αντιπαλότητα είχε νεκραναστήσει τον ανθρώπινο κανιβαλισμό, αν δεχθούμε επιεικώς ότι κάποια προηγούμενη στιγμή είχε απαλειφθεί από την ανθρώπινη διαδρομή μέσα στα ιστορικά δρώμενα.

 Τώρα όλα αυτά, όπως συχνά συμβαίνει, καλύφτηκαν με νέο απατηλό πολιτικό μανδύα: Ο «εθνικός κίνδυνος» από ξενοκίνητους εσωτερικούς εχθρούς. Στην πράξη, στα  μυαλά των ανάξιων ανθρώπων, αυτό μεταφράστηκε σε δολοφονική μανία και ανηλεές κυνηγητό των «αντιπάλων», μέχρι εσχάτων: Το «εθνικό», αρκετές φορές, ταυτίστηκε με το προσωπικό, το ιδιοτελές συμφέρον! Η ευκαιρία για αρπαγή, η αβάσιμη εκδικητικότητα, η πλεονεξία κι η ζήλεια έγιναν τα κίνητρα για το ματωμένο ξεκαθάρισμα που επακολούθησε. Βλέπεις η αντίσταση στον βάρβαρο κατακτητή θεωρήθηκε από τους «νικητές» τελικώς ως προδοσία, ενώ η αδιαφορία ή ακόμα χειρότερα η φιλική συμπεριφορά μαζί του βαπτίστηκε αυθαίρετα εθνική πράξη και θεάρεστη συμπεριφορά.

  Ο ίδιος δεν είχε κι άλλη επιλογή. Υπάκουσε στην πατρική παραίνεση. Άλλωστε ήταν μικρός ο έρμος κι ο φόβος τον παρέλυε. Έριξε ένα τρεχαλητό, μα τι τρεχαλητό! Τόσο έντονο που η ψυχή του ήρθε στο στόμα. Στάθηκε δειλός κι ανάξιος γιος. Ενός πανάξιου κι αλησμόνητου Πατέρα. Την κρίσιμη στιγμή το έσκασε! Αυτή η τύψη θα τον κυνήγαγε στην υπόλοιπη ζωή του. Η αλήθεια είναι ότι αδίκως κατηγορούσε τον εαυτό του. Δεν υπήρχε, στις συνθήκες της εποχής και τα τοπικά δεδομένα, καμιά άλλη εναλλακτική λύση. Το μόνο που θα πετύχαινε αν έμενε εκεί θα ήταν και ο δικός του αφανισμός, το δικό του αίμα να σκορπιστεί στην ρεματιά όπως έγινε με τον Πατέρα του. Ενώ λογικά τα πράγματα είχαν έτσι, άντε να πείσει την αυστηρή εσωτερική του συνείδηση και την ανήσυχη φωνή που αδιαλείπτως του υπενθύμιζε την ενοχή του και που είχε μετατραπεί γι’ αυτόν σε συχνά επισκεπτόμενο εφιάλτη.  Κι αυτή η αλήθεια πρέπει να λέγεται.

  Κάποια στιγμή όταν βρέθηκε πολύ μακριά προφυλαγμένος από την απόσταση και τα πυκνά βάτα τόλμησε να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω. Δεν έβλεπε πολλά, μόνο μικρές φιγούρες ανακατεμένες να κινούνται γύρω από κάτι. Μάλλον τον Πατέρα του. Πέρα μακριά, το Αιγαίο απλωνόταν τεράστιο, χωρίς τελειωμό, ανήσυχο, γεμάτο «προβατάκια», ενώ γύρω του επικρατούσε η απόλυτη ερημιά, που τη διέκοπταν μόνο οι αμέριμνες φωνές των πουλιών. Όταν μετά από αρκετή ώρα οι λύκοι κόρεσαν τη δολοφονική τους μανία σκορπίστηκαν και πήραν τα μονοπάτια επιστροφής στο χωριό. Η «αποστολή» είχε εκτελεστεί επιτυχώς.  Άφησε να περάσει αρκετή ώρα ακόμα παρατηρώντας με ένταση το χώρο, έχοντας στο μυαλό του το φόβο της επιστροφής τους. Η αγωνία για την τύχη του Πατέρα του δεν τον άφηνε να εξαφανιστεί οριστικά. Με προσοχή, με χίλιες προφυλάξεις, κυριευμένος από το φόβο και την εύλογη αγωνία επέστρεψε στον τόπο του γεγονότος.

    Ήταν μέσα στο κτήμα τους. Ο Πατέρας δεν αναγνωριζόταν πια. Το σώμα σχεδόν διαμελισμένο, τα αίματα σκορπισμένα τριγύρω. Εκείνος ο δυνατός  άνδρας που πριν από λίγες ώρες μπορούσε να ανασκαλέψει με άνεση το χώμα με τον κασμά, εκείνος ο άξιος άνδρας που μπορούσε να στύψει ακόμα και τη πέτρα τώρα, από τη δολοφονική μανία κάποιων, ήταν ένα άψυχο κουφάρι στο έδαφος.

     Δεν θα τον παρατούσε έτσι, να τον φάνε τα σκυλιά και τα τσακάλια. Όχι. Ήταν ο Πατέρας του!  Πήγε στο πρόχειρο υποστατικό, που το κτήμα τους είχε, και πήρε τον κασμά και το φτυάρι. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ήξερε να τα χειρίζεται. Στράφηκε γύρω του και διάλεξε το κατάλληλο μέρος. Εκεί θα τον θάψει. Με πρωτόφαντο πείσμα και  υπομονή έσκαψε έναν ευρύχωρο λάκκο. Όταν ξαναέριξε πάνω το χώμα, που βγήκε με το σκάψιμο, φρόντισε με επιμονή να καλύψει τα ίχνη. Έκοψε πουρνάρια και σκέπασε το χώρο, αφού προηγουμένως έβαλε στο προσκεφάλι του πρόχειρου τάφου δυο χαρακτηριστικές πέτρες. Η βροχή που σε λίγο άρχισε να πέφτει βοήθησε σ’ αυτό. Γονατισμένος δίπλα στον τάφο, με πλήρη συντριβή καρδιάς, έδωσε τον όρκο.

      «Θα έρθει η ώρα να εκδικηθώ το θάνατό σου, Πατέρα. Να ησυχάσει και σένα η ψυχούλα σου. Στο ορκίζομαι στη μνήμη της χαμένης μάνας μου και γυναίκας σου!»

   Ήταν πτώμα στην κούραση, μουσκεμένος απ’ τον ιδρώτα και τη βροχή. Να γυρίσει στο χωριό θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί και το διότι. Απλώς το διαισθανόταν. Οι δολοφόνοι τον είχαν δει ότι ήταν εκεί κι είχαν ακούσει τις απελπισμένες φωνές του Πατέρα για τη δική του σωτηρία. Είναι φανερό ότι αργά ή γρήγορα θα τον αναζητούσαν για να εξαφανίσουν επιτέλους τον μόνο αυτόπτη μάρτυρα του ανομήματός τους. Έπρεπε να ασφαλίσουν τα νώτα τους. Πού ξέρεις  αύριο τι εξέλιξη θα έχουν τα πράγματα; Ας έχουν για καλό και κακό φυλαγμένα τα νώτα τους. Όχι! Έπρεπε να εξαφανιστεί από την περιοχή. Δεν τον σήκωνε εδώ πια το κλίμα. Ναι, αλλά που αλλού να πάει;

 Δεν υπήρχαν συγγενείς και φιλόξενο καταφύγιο. Η οικογένειά του είχε αποδεκατιστεί, πληρώνοντας το τίμημα της προσφοράς προς την πατρίδα. Ο αδελφός του πατέρα του είχε σκοτωθεί σε μάχη με τους Γερμανούς. Απέξω-απέξω ο Πατέρας, του είχε πει μερικά ασαφή πράγματα, ίσως για να τον προστατέψει. Δεν ήταν και στην κατάλληλη ηλικία να τα αφομοιώσει.

    Έτσι πήρε στον ώμο το δισάκι, όπου είχαν τις προμήθειες φαγητού για τη σημερινή ημέρα κι άρχισε μια πορεία προς το άγνωστο, χωρίς να έχει καθόλου εμπειρίες από άλλους τόπους, αφού λόγω των γεγονότων της εποχής τα ταξίδια ήταν περιορισμένα κι επικίνδυνα. Περπάτησε ατέλειωτες ώρες έχοντας επιλέξει στην τύχη μια σταθερή πορεία που τον απομάκρυνε από τα δικά του μέρη. Μέρες ολόκληρες περπατούσε, αποφεύγοντας κατά το δυνατόν κάθε συνάντηση με ανθρώπους και μικρά χωριά που τύχαιναν στην πορεία του. Τις νύχτες με το φόβο πελώριο μέσα του έψαχνε να βρίσκει ένα απάγκιο για να ξεκουραστεί. Τη μικρή ποσότητα της ξηρής τροφής που περιείχε το δισάκι για τους δυο τους στην ημερήσια παραμονή τους στα χωράφια, έκανε κουμάντο να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αξιοποίησε ό,τι φαγώσιμο δίνει η φύση και δυο τρεις φορές μπήκε σε απομονωμένους μπαξέδες. Το παγούρι με το νερό το ξαναγέμιζε στα άφθονα ρυάκια που υπήρχαν στην περιοχή. 

     Κάποια στιγμή στη δημοσιά, έξω από ένα εξοχικό μαγαζί, όπου οι ταξιδιώτες βρίσκανε ευκαιρία για λίγη ξεκούραση και τροφή, είδε ένα σταματημένο παλαιό φορτηγό που ο οδηγός του έλειπε. Σκαρφάλωσε στην καρότσα και χώθηκε σαν κυνηγημένος κάτω από έναν μουσαμά. Όλο του το σώμα το αισθανόταν σαν μια πληγή. Χωρίς να έχει συνείδηση του γεγονότος είχε φτάσει πια στα όριά του. Θα πάει όπου είχε προορισμό ο οδηγός. Τον πήρε ένας βαθύς λυτρωτικός ύπνος, που δεν είχε καμιά αίσθηση πόσο κράτησε. Όταν ξύπνησε τον έκοβε η πείνα κι η δίψα. Έψαξε στο δισάκι κι έφαγε τα τελευταία υπολείμματα της τροφής, χωρίς βέβαια να κορέσει την πείνα του και με χίλιες προφυλάξεις έβγαλε το κεφάλι του μέσα από το μουσαμά. Το φορτηγό ήταν σταματημένο σ’ έναν δρόμο γεμάτο σπίτια, αλλά τώρα ήταν βαθειά νύχτα ο δρόμος ήταν έρημος κι απειλητικός. Ήταν στο εσωτερικό μιας μεγάλης, τουλάχιστον για τα παρθένα μάτια του, πόλης κι έπρεπε να αναζητήσει τρόπο να επιβιώσει και να συνεχίσει τη ζωή του.

  Χωρίς να το ξέρει ήρθε κι ακούμπησε στην μεγάλη μητρόπολη της χώρας, την Αθήνα, αυτό το χωνευτήρι που έσωσε πολλούς μέσα στην ανωνυμία που μπορούσε να τους προσφέρει. Περπάτησε για λίγο άσκοπα στους έρημους δρόμους, αποφεύγοντας τις συναντήσεις, περιμένοντας με προσμονή το ξημέρωμα για αναγνώριση και προσανατολισμό. Μα το στομάχι του γουργούριζε και δεν υπάκουε στις προτροπές της υπομονής. Του ήρθε στη μύτη η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού κι η πείνα νίκησε κάθε αναστολή. Μπήκε στην πηγή της μυρουδιάς κι από τον φούρναρη, που ξεφούρνιζε ασταμάτητα, ζήτησε λίγο ψωμί. Εκείνος είδε τα χάλια του και τον προσκάλεσε μέσα.

  «Έλα μέσα παιδί μου. Κάθισε εδώ στη ζέστη. Κακομοίρη μου! Εγώ θα σε φιλέψω. Μη φοβάσαι».

   Μαζί με το μπόλικο κομμάτι φρέσκου ψωμιού έφερε λίγο τυρί και δροσερό νερό. Το έφαγε με όρεξη κι ευχαρίστηση, ενώ ο καλόβολος φούρναρης τον παρατηρούσε συνεχώς. Εκεί στην θαλπωρή της ζέστης, χωρίς να το θέλει, παρά την προσπάθειά του, δεν άντεξε στην κούραση που του έκλεινε τα μάτια. Έπεσε σ’ έναν βαθύ λήθαργο κι έχασε κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Όταν μετά από αρκετές ώρες ξύπνησε, σκεπασμένος με άδεια τσουβάλια από τ’ αλεύρι, ήταν πια δειλινό. Απέναντι του αντίκρισε μια ευτραφή, αλλά γλυκοπρόσωπη, μεσόκοπη κυρία να του χαμογελάει τρυφερά. Ήταν η φουρνάρισσα.

  Χωρίς να το ξέρει η τύχη αυτή τη φορά του χαμογέλασε. Είχε μπει στο πίσω εργαστήρι ενός φούρνου, που η κύρια είσοδος ήταν από την άλλη πλευρά του δρόμου. Εκεί αυτή την ώρα βρισκόταν ο φούρναρης κι εξυπηρετούσε τους πελάτες. Το ζευγάρι ήταν άκληρο και η ξαφνική εμφάνιση ενός ταλαιπωρημένου και πεινασμένου παιδιού ήταν γεγονός που ξύπναγε μέσα τους κοιμισμένες τρυφερότητες και πολύχρονα απωθημένα. Είχαν μάταια  ολόκληρα χρόνια προσπαθήσει ν’ αποκτήσουν δικό τους παιδί, αλλά ο  θεός δεν τους είχε δώσει αυτή τη χαρά και σχεδόν είχαν υποταχθεί στη μοίρα τους.

  Η ώρα είχε περάσει και σε λίγο ο φούρνος θα έκλεινε. Η φουρνάρισσα με την τρυφερή  και πρόσχαρη εμφάνισή της του δημιούργησε, χωρίς να το καταλαβαίνει, μια οικειότητα κι ένα αίσθημα εμπιστοσύνης. Του έλειπε τόσο πολύ η μητρική ζεστασιά κι αγάπη. Δεν χρειαζόντανε και πολλά για να πέσει στην παγίδα της.

  Τον ρώτησε

  « Θα πεινάς τώρα κακόμοιρό μου! Έλα στην κουζίνα να φάμε. Σε λίγο θα κλείσει το μαγαζί και θάρθει κι ο άνδρας μου. Έχω φτιάξει μακαρόνια με κιμά και θα σ’ αρέσουν».

  Άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του. Είχε μέρες να φάει μαγειρευτό φαγητό και το λιμπιζόταν τόσο. Το πιάτο ήρθε ξέχειλο μπροστά του και χωρίς ευγένειες και κρατήματα έπεσε σαν πεινασμένος λύκος πάνω του. Δεν τολμούσε η ίδια να τον σταματήσει με τις πολλές ερωτήσεις που είχε στο μυαλό της. Στο μεταξύ ήρθε κι ο κυρ Νίκος, ο άνδρας της, και κάθισε στο τραπέζι. Του σέρβιρε, όπως και στον εαυτό της.

  Ο κυρ Νίκος ρώτησε.

   « Το παιδί έφαγε; Βάλτου λίγο ακόμα».

    Η κυρά Θάλεια, η φουρνάρισσα τον ρώτησε

   «Θες λίγο ακόμα;»

  « Όχι άλλο. Έσκασα ήδη. Να είστε καλά. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη βοήθεια που μου δώσατε!»

  Τότε ο κυρ Νίκος, αλλά με κάποιο δισταγμό μήπως τον φοβίσει, του έκανε την πρώτη ερώτηση.

  «Πώς σε λένε παιδί μου;»

  Για να του δώσει λίγο θάρρος συμπλήρωσε

  « Εμένα με λένε Νίκο και την κυρά μου Θάλεια».

 Είδαν το δισταγμό και το κόμπιασμά του. Ήταν τόσο καλοί μαζί του και δεν του ερχόταν να τους πει ψέματα ή ν’ αρνηθεί ν’ απαντήσει.

  « Νίκο με βαπτίσανε. Αυτό είναι τ’ όνομά μου».

   «Από πού έρχεσαι Νίκο; Που βρίσκονται οι γονείς σου».

   «Τη μάνα μου την έχασα πολύ νωρίς, που δεν θυμάμαι κιόλας τίποτα απ’ αυτή. Τον Πατέρα μου τώρα πρόσφατα. Άλλα αδέλφια δεν έχω. Είμαι μόνος πια στη ζωή Αλλά συγχωρήστε με. Δε θέλω να πω περισσότερα.». 

  «Πώς θα ζήσεις από δω και πέρα, μικρέ; Θα γυρίσεις στα μέρη σου;»

  « Να γυρίσω πίσω; Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Σβήστε το. Εκεί στο χωριό τελείωσε η ζωή μου. Δεν θα γυρίσω ποτέ! Το πώς θα ζήσω είναι σίγουρα πρόβλημα, αλλά έχω πρόθεση να δουλέψω για να βγάλω το ψωμί μου».

  «Προς το παρόν ηρέμησε. Θα σε φιλοξενήσουμε εμείς. Μην έχεις άγχος γι’ αυτό το διάστημα. Για μας δεν είσαι βάρος. Παιδιά, σκυλιά, εμείς δεν έχουμε. Υπάρχει δωμάτιο ελεύθερο να σε φιλοξενήσουμε . Αν θέλεις μπορείς να βοηθάς και στις δουλειές του φούρνου. Είναι μια πρόταση. Έχεις δικαίωμα να τη δεχτείς ή να την απορρίψεις».

 Χωρίς καμιά καθυστέρηση απάντησε θετικά

   « Δέχομαι! Δέχομαι! Σας ευχαριστώ μ’ όλη μου τη ψυχή. Δεν έχω άλλη δυνατότητα κι η πρόταση σας είναι για μένα σανίδα σωτηρίας. Εύχομαι αυτήν την καλοσύνη σας ο Θεός να σας την ανταποδώσει».

   Σε όλα που είπε ο κυρ Νίκος, η κυρά Θάλεια κουνούσε μόνο συγκαταβατικά το κεφάλι της. Τότε για πρώτη φορά επενέβη η ίδια και πρόσθεσε

  « Αν στη γειτονιά ή κανένας από τους πελάτες σε ρωτήσει από πού ξεφύτρωσες εσύ θα απαντήσεις: Είμαι ανιψιός της κυρά Θάλειας. Είσαι το μονάκριβο παιδί του αδελφού μου και ήρθες απ’ το χωριό».

 Ο κυρ Νίκος προσπάθησε να παρέμβει αλλά η φουρνάρισσα αποφασιστική, σφίγγοντας του τον ώμο, δεν τον άφησε να βγάλει άχνα. Συνέχισε η ίδια απτόητη και σίγουρη για τον εαυτό της.

 «Κατάγομαι από ένα ορεινό μικρό χωριό στα Γιάννενα κι από εκεί εσύ κατέφτασες μόλις χθες. Αύριο θα πάμε στον έμπορα ν’ αγοράσουμε λίγα ρούχα που χρειάζεσαι. Όλα τ’ άλλα θα τα δούμε στην πορεία. Βλέποντας και κάνοντας. Εσύ ηρέμησε, κανείς δε σε κυνηγάει».

   Έτσι όλα κανονίστηκαν. Ο κυρ Νίκος τον ξενάγησε στους χώρους του μαγαζιού κι η κυρά Θάλεια του έδειξε το δωμάτιό του στο σπίτι, που ήταν στον πάνω όροφο. Πάνω από το μαγαζί. Ήταν πια ώρα ν’ αποσυρθούν στα δωμάτιά τους. Ο κυρ Νίκος συμπλήρωσε

  « Βλέπεις η δουλειά μου έχει πρωινό εγερτήριο. Αλλά εσύ μη χολοσκάς ακόμα. Κοιμήσου μ’ ασφάλεια και χωρίς φόβους όσο τραβάει η ψυχούλα σου. Νιώσε ότι είσαι σε δικό σου σπίτι. Έχεις τώρα ασφάλεια και ηρέμησε. Σίγουρα θα χρειάζεσαι μια περίοδο προσαρμογής. Το πρωί η κυρά Θάλεια θα σου ’χει πρωινό έτοιμο. Είναι και τα ρούχα στη μέση. Θα βγείτε για ψώνια. Από την αρχή θέλω να σου ξεκαθαρίσω κάτι. Ό,τι κάνουμε για σένα, το κάνουμε μ’ ευχαρίστηση γιατί το θέλουμε. Πες, ότι το κάνουμε, για τη σωτηρία της ψυχής μας. Αυτό εσένα δεν σε δεσμεύει σε τίποτα. Όποτε θέλεις, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις το δικό σου δρόμο. Όμως εδώ μέσα θα έχεις ασφάλεια, σιγουριά και έγνοια για την τύχη σου από ανθρώπους τίμιους κι εργατικούς. Καληνύχτα αγόρι μου!»

       Ένιωθε τόσο όμορφα! Μέσα στο δωμάτιο το κρεβάτι ήταν στρωμένο με πολλά ζεστά σκεπάσματα και δίπλα στο κομοδίνο μια κανάτα με νερό. Του είχαν λείψει όλα αυτά. Βλέπεις είχε χάσει νωρίς τη μάνα του, χωρίς να θυμάται λεπτομέρειες για το πώς και το γιατί. Όταν ρωτούσε τον Πατέρα έβλεπε την αμηχανία που του προκαλούσε. Έτσι έπαψε να το ψάχνει. Ο ίδιος ήταν κυριευμένος από αισθήματα ανησυχίας για τη ζωή του αλλά περισσότερο γι’ αυτόν, που ήταν μικρός ακόμα, ανίσχυρος κι άμαθος από τις καταστάσεις που διαδραματίζονταν στο τόπο. Μόνο κάτι μισόλογα βγαίνανε από το στόμα του που όμως δεν ξεκαθάριζαν το τοπίο. Με τους λίγους συγγενείς που είχαν στο χωριό, για άγνωστους σ’ αυτόν λόγους, οι σχέσεις ήταν κομμένες.  Ήταν μικρός κι ο Πατέρας ίσως δεν ήθελε να τον βάλει σ’ άσκοπες έγνοιες. Θα σχεδίαζε να του τα πει αργότερα, αλλά η τραγική εξέλιξη έκοψε οριστικά αυτή τη δυνατότητα.

   Στην επίθεση που τους έκαναν στο κτήμα είχε προλάβει να δει δυο- τρεις φάτσες του χωριού, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να ξέρει ότι την επόμενη μέρα μπουκάρανε στο σπίτι του και με πείσμα και επιμονή αναζητούσαν τον ίδιο για μέρες. Ένα βράδι πήραν από μέσα ότι θεώρησαν χρήσιμο γι’ αυτούς και, αφού το λεηλάτησαν, στη συνέχεια το έβαλαν φωτιά, φροντίζοντας έγκαιρα να εξαφανιστούν. Στη θέση, που πριν λίγο καιρό βρισκόταν το σπίτι μιας οικογένειας με όλο το νοικοκυριό της τώρα ήταν ένας σωρός από χαλάσματα κι αποκαΐδια. Μόνο που, όπως συμβαίνει πάντα, στο διπλανό σπίτι που φάνταζε έρημο και σκοτεινό, ένας σιωπηλός μάρτυρας τα είδε όλα και τα κατέγραψε στη μνήμη του.

   Στο γειτονικό δωμάτιο το ζευγάρι, που του είχε τόσο θερμά σταθεί, είχε ανοίξει ζωηρή συζήτηση. Ο κυρ Νίκος γεμάτος απορία έλεγε στη γυναίκα του, τη Θάλεια.

  « Καλά μωρέ γυναίκα, είσαι με τα καλά σου; Του είπες να πει ότι είναι παιδί του αδελφού σου; Αφού αυτό το παιδί έχει από πέρσι πεθάνει».

  « Ακριβώς γι’ αυτό, χαζέ! Αλλά εσύ που να το καταλάβεις. Ποιος θα κάτσει να το ψάξει; Ποιος ξέρει αυτό το γεγονός; Το παιδί που μπήκε σήμερα απ’ την πόρτα μας φωνάζει από μακριά. Ανταρτόπληκτο και κυνηγημένο είναι! Μέσα στις αγριάδες που γίνονται, όπως ξέρεις, στην επαρχία έχασε τους γονείς του και τώρα είναι σαν μόνη κι έρημη καλαμιά στον κάμπο. Αν βέβαια λέει αλήθεια! Εγώ όμως τον πιστεύω. Αυτό λέει η διαίσθησή μου. Το παιδί το συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή. Μου φαίνεται ειλικρινές. Που ξέρεις; Μπορεί να μας βγει σε καλό. Ας τον δοκιμάσουμε ένα διάστημα κι αν όλα πάνε καλά, θα του δώσουμε καινούργια ταυτότητα και μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή!»

  Τότε και μόνο τότε ο κυρ Νίκος κατάλαβε.

 «Βρε τι διαβολικό μυαλό που έχουν τα θηλυκά! Από μένα δεν πέρασε καθόλου απ’ τη σκέψη μου!»

     Σε λίγο, με τη ρυθμισμένη σαν ρολόι ζωή, τους είχε πάρει και τους δυο ο ύπνος. Αντίθετα ο μικρός στριφογύριζε στο κρεβάτι του γιατί τα φαντάσματά, που ήταν ακόμα πρόσφατα, δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι τελευταίος, αλλά οι άλλοι δεν γνώριζαν τον αγώνα που έδωσε για να τον πάρει την νύχτα ο ύπνος. Η κυρα Θάλεια του είχε έτοιμο ζεστό νερό και μέσα στη σκάφη, αλλά κοντά στη ζεστασιά του φούρνου, τον ξεβρόμισε αφού τόσες μέρες δεν του είχε δοθεί η δυνατότητα κι η πολυτέλεια να σκεφτεί την προσωπική του καθαριότητα. Τον έπιασαν οι ντροπές μπροστά στην κυρα Θάλεια αλλά εκείνη δυναμική και αποφασιστική δεν του άφησε περιθώριο για αντιρρήσεις.

  «Θεώρησε πως είμαι η μάνα σου! Μη με ντρέπεσαι».

 Τον έντυσε προσωρινά με κάτι αποφόρια του κυρ Νίκου που έπλεαν πάνω του και του έδωσε θάρρος

  « Μόνο για λίγο είναι. Τα δικά σου δεν φοριούνται, έτσι βρόμικα που είναι.

 Ήθελε δεν ήθελε υποτάχθηκε στην γλυκιά αυταρχικότητα της κυρα Θάλειας. Ήρθε η ώρα του πρωινού. Έκατσε στο τραπέζι μαζί της. Κάποια στιγμή ήρθε κι ο κυρ Νίκος να τους πει την καλημέρα του

 « Σε μπανιάρισε με το ζόρι κακομοίρη μου; Όμως το χρειαζόσουν! Μην το συζητάς. Τώρα είσαι άλλος άνθρωπος. Ξέχνα όλα τα παλαιά κι από σήμερα άρχισε τη νέα ζωή σου».

  Στον γνωστό της έμπορα τον σύστησε σαν ανιψιό της.

  «Είναι ο γιος του αδελφού μου και ήρθε χθες απ’ το χωριό».

   Εκείνος από περιέργεια και για να σπάσει τον αρχικό πάγο τον ρώτησε

  «Ποιο είναι τα’ όνομά σου νεαρέ;»

 Πριν καν προλάβει ν’  ανοίξει το στόμα του ο Νίκος για ν’ απαντήσει, η κυρά Θάλεια τον πρόλαβε

  « Κωνσταντίνο τον λένε! Βλέπεις ο αδελφός μου έβγαλε τ’ όνομα του πατέρα μας».

 Στο ερωτηματικό βλέμμα του Νίκου απάντησε μ’ ένα καθησυχαστικό νεύμα, που έλεγε «θα στα εξηγήσω όλα αργότερα». Ψώνισαν ό,τι η κυρά Θάλεια διάλεγε. Εσώρουχα, πουκάμισα, παντελόνια- μακριά για πρώτη φορά -σακάκι και στο διπλανό τσαγκαράδικο δυο ζευγάρια παπούτσια. Ένα καθημερινό κι ένα κυριακάτικο για την εκκλησία. Τόσα πολλά και καλά ρούχα δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα.

  « Παλτό θα πάρουμε όταν πλησιάζει ο χειμώνας. Μέχρι τότε μπορεί να ’χουν φαρδύνει κι οι πλάτες σου. Θα το φροντίσω εγώ».

   Έξω του εξήγησε.

   « Τον ανιψιό μου Κώστα τον λένε. Κάνε υπομονή. Έτσι θα σε φωνάζουμε, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα».

    Του φάνηκε λογικό κι αναπόφευκτο. Δεν ήταν σε θέση να ψειρίζει τις καταστάσεις. Ήταν υπό διωγμό, στην ανώμαλη περίοδο που περνούσε η χώρα. Μπορεί να μην καταλάβαινε πολλά πράγματα, αλλά η προσωπική τραγική του εμπειρία, με μια έμφυτη αυξημένη διαίσθηση που διέθετε, του έλεγε καθαρά από μέσα του.

 « Κακομοίρη μου κάτσε ήσυχος. Βρήκες ένα ασφαλές καταφύγιο και είσαι τυχερός. Φαίνεται καθαρά ότι οι φουρναραίοι είναι καλοί άνθρωποι, ότι σ’ αγαπάνε και σε θέλουνε. Μην λες κουβέντα!»

    Ο πρώτος μήνας μέσα στο φούρνο πέρασε χωρίς κανένα απρόοπτο. Προσπάθησε μ’ όλη την καλή διάθεση να βοηθήσει στις καθημερινές υποχρεώσεις. Έδειξε την ολόθερμη διάθεση να συμβάλει περισσότερο, μα η κυρά Θάλεια δεν τον άφηνε και πολύ.  Ο κυρ Νίκος ήταν ψυχούλα, αγνή και φιλότιμη. Εκτιμούσε την καλή του πρόθεση και του είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Τον άφηνε μόνο στο ταμείο, αλλά ποτέ δε σκέφτηκε να κάνει καμιά λαδιά. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του και άλλωστε κάθε πιθανή παιδική  του επιθυμία η κυρά Θάλεια την κάλυπτε χωρίς καν αυτός να την ζητήσει. Είχε μάθει τη δουλειά για την εξυπηρέτηση των πελατών και όλη εκτίμησαν τον ευγενικό χαρακτήρα του. 

Το μυαλό της κυρά Θάλειας είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Κάποια στιγμή τον ρώτησε.

  « Με τα γράμματα πώς πας; Έχεις πάει σχολείο;»

   «Στο χωριό το σχολείο είχε καεί και δάσκαλος δεν υπήρχε. Μερικά παιδιά τα είχαν στείλει οι γονείς τους στη Λάρισα να μάθουν γράμματα. Ο δικός μου Πατέρας δεν ήθελε να μ’ αποχωριστεί. Δεν είχα καταλάβει το γιατί, αλλά κάτι φοβόταν. Όμως αυτός ο ίδιος μέσα στο σπίτι, μόνος του, μ’ έμαθε να διαβάζω και να γράφω, όπως μ’ έμαθε και λίγη αριθμητική. Αυτά ξέρω μόνο».

 Του απάντησε η κυρά Θάλεια. Αυτή είχε συνήθως την πρωτοβουλία των ενεργειών αλλά και των αποφάσεων.

  «Εσύ δε θέλουμε να μείνεις κούτσουρο σαν κι εμάς. Ήταν άλλα χρόνια, βλέπεις, τότε! Εμείς πήγαμε πολύ λίγο σχολείο και ξέρουμε δυο τρία κολλυβογράμματα, όσο είναι αναγκαία να κάνουμε τη δουλειά μας. Εσύ δεν μπορεί να μείνεις έτσι. Αλήθεια πόσο χρονών είσαι;»

  «Γεννήθηκα τον Δεκέμβρη του ’40. Δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία. Άρα σήμερα είμαι 9 χρόνων. Αν πήγαινα σχολείο τι τάξη θα ήμουν;»

 « Αυτά ξέχασε τα. Για λόγους που κι εσύ υποψιάζεσαι πρέπει, μέχρι να σιάξουν τα πράγματα, θα σου δώσουμε μια καινούρια ταυτότητα. Πώς θα σε γράψουμε άλλωστε στο σχολείο, όπου πρέπει οπωσδήποτε να πας; Χρειάζεται πιστοποιητικό γέννησης από την κοινότητά σου. Είσαι σε θέση να φέρεις ένα τέτοιο πιστοποιητικό από το χωριό σου;»

 Αυτός την κοίταξε αμίλητος γεμάτος αμηχανία

 « Το δες και μόνος σου. Φαντάζομαι πως όχι. Μια φορά θα στα πω. Άκου τα και τύπωσε τα δυνατά στο μυαλό σου»

  Απτόητη και σίγουρη για τις επιλογές της συνέχισε:

    « Σε λένε Κωνσταντίνο Μπαλτά. Είναι το πατρικό μου επίθετο. Τον πατέρα σου τον λένε Σταύρο και τη μάνα σου Αργυρώ. Το επίθετο του άνδρα μου είναι Σωτηρίου. Εσύ γεννήθηκες στην Αετοράχη  των Ιωαννίνων στις 25 Μαρτίου του 1942. Τη μέρα του Ευαγγελισμού. Αλλά και ημέρα της Εθνικής μας γιορτής. Επειδή η μάνα σου πέθανε από αρρώστια πέρσι, ο αδελφός μου σ’ έστειλε σε μένα να σε μεγαλώσω. Δεν σε ρώτησα μέχρι τώρα τίποτα για τους δικούς σου και τον τόπο σου. Μόνο, αν εσύ θελήσεις κι όποτε αποφασίσεις θα μου πεις ό,τι θέλεις. Για μένα, να ξέρεις, δεν είναι κι απαραίτητο»

 Πήρε μια ανάσα και με την ίδια αποφασιστικότητα συνέχισε απτόητη

 «Πρέπει να πάρουμε δάσκαλο στο σπίτι να σε προετοιμάσει για τις εξετάσεις στο σχολείο. Με βάση τις γνώσεις σου θα σε κατατάξουν στην αντίστοιχη τάξη. Μην νομίζεις ότι όλα αυτά τα βγάζω από το κεφάλι μου. Πήγα προηγουμένως και ρώτησα. Έγραψα στον αδελφό μου να μου στείλει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως από την κοινότητα μας. Βρήκα μια ψεύτικη δικαιολογία. Από σένα ένα πράγμα θέλω: Να το πάρεις ζεστά το ζήτημα και να γίνεις καλός μαθητής».

 Δίπλα της ο κυρ Νίκος την παρατηρούσε με θαυμασμό και κουνούσε το κεφάλι δείχνοντας ότι συμφωνούσε μαζί της.

  Το είχε πια συνειδητοποιήσει κι ο ίδιος. Ήταν η μόνη διέξοδος. Δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να επικαλεστεί την προέλευση του και το πραγματικό του όνομα. Θα δεχόταν τη λογική της κυρά Θάλειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρόδιδε τους πραγματικούς του γονείς. Άλλωστε η μνήμη της τραγικής δολοφονίας του Πατέρα τον επισκεπτόταν συχνά, κυρίως τα βράδια με τη μορφή εφιάλτη και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Κάποια στιγμή θα επανέλθει και τότε θα πάρει το αίμα του πίσω. Προς το παρόν από Θεσσαλός, στις ανατολικές παρυφές του Κίσαβου που βρισκόταν το χωριό του γινόταν Ηπειρώτης. Μη λησμονήσει το όνομα του χωριού του: Σέσκλο το έλεγαν κι είχε θέα το απέραντο Αιγαίο. Να μη ξεχάσει το πραγματικό του όνομα: Νικόλας Δημητρίου.  Τον πατέρα του τον λέγανε Αλέκο και τη μάνα του Σοφία.

    Στις εξετάσεις τα πήγε πολύ καλά. Τον κατέταξαν στην Τρίτη Δημοτικού και θα ακολουθούσε το δρόμο που κάνουν όλα τα παιδιά. Έπρεπε να συνηθίσει την νέα του ταυτότητα. Δεν είχε ανασφάλειες. Οι δυο νέοι κηδεμόνες του ικανοποιούσαν, πριν ακόμα το ζητήσει, κάθε επιθυμία του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  2.   Ενηλικίωση

 

 

 …… Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Ήρεμα και δημιουργικά. Στο σχολείο πήγαινε πολύ καλά. Ούτε κατάλαβε πως πέρασαν ο καιρός. Η εφηβεία του ήταν σχετικά ήρεμη γιατί στο μυαλό του κυριαρχούσαν ακόμα τα τραγικά γεγονότα των παιδικών του χρόνων που τον κρατούσαν συγκρατημένο και γιατί όχι λίγο φοβισμένο μη τυχόν βγει στην επιφάνεια το μυστικό. Στους νέους θετούς του γονείς δε δημιούργησε ποτέ κάποιο πρόβλημα, αντίθετα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθήσει στις καθημερινές υποχρεώσεις κι ανάγκες του φούρνου, παρά την κάθετη άρνηση της κυρά Θάλειας που συνεχώς του έλεγε:

  «Δε θα μείνεις μέσα στο φούρνο. Για σένα έχουμε, αγόρι μου, άλλα όνειρα!»

 Έτσι με τα χρόνια ήρθε η φυσική εξέλιξη. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, με τον προσωπικό του πνευματικό εξοπλισμό και την έμφυτη επιμέλεια που πάντα τον χαρακτήριζε, βρέθηκε περήφανος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δικηγόρος θα γινόταν. Οι δικοί του είχαν πια μεγαλώσει, αλλά, προς το παρόν κρατιόνταν ακόμα καλά, ιδιαίτερα η κυρά Θάλεια, που όλα τα προηγούμενα χρόνια του συμπεριφέρθηκε καλύτερα από μάνα. Αλλά κι αυτός τους αγαπούσε και τους σεβόταν. Μέχρι τώρα μόνο χαρές τους είχε προσφέρει με την πρόοδο του, ένα μικρό αντίδωρο στην δική τους ανεπιφύλακτη αγάπη κι υποστήριξη. Ο κυρ Νίκος είχε κάποια προβλήματα με την υγεία του, αλλά ακόμα τίποτα το σοβαρό.

  Η γενικότερη εικόνα στη χώρα είχε βελτιωθεί σημαντικά. Η εμφύλια διαμάχη, με την έννοια των πολεμικών συγκρούσεων πάνω στα βουνά, είχε κλείσει, αλλά οι συνέπειες της κι οι διαχωρισμοί, που είχε αυτή προκαλέσει ήταν ακόμα ζωντανές και παρούσες στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Όμως τα παράλογα κυνηγητά, οι αιματηρές αυθαιρεσίες αποτελούσαν, ευτυχώς, παρελθόν. Αυτό ήταν κατάκτηση των αγώνων του λαού, αλλά και των αντικειμενικών εξελίξεων στην παγκόσμια σκακιέρα των κρατών.

    Ο ίδιος ενημερωνόταν όσο μπορούσε, διάβαζε εφημερίδες, άκουγε συζητήσεις και καταβρόχθιζε ιστορικά βιβλία. Έτσι είχε αποκτήσει μια εικόνα των τραγικών περιστατικών, που αφορούσαν και τον ίδιο. Δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδιάφορος, αλλά οι σκληρές εμπειρίες δεν του επέτρεπαν να είναι επιπόλαιος και βιαστικός στις κρίσεις του. Προσπάθησε, όσο αυτό είναι δυνατόν, να μην τον επηρεάσει η προσωπική συναισθηματική του φόρτιση. Είχε καταλήξει σε μερικές σταθερές, αλλά τίποτε περισσότερο. Σίγουρα επηρεάστηκε και από τους δυο θετούς γονείς του, που ήταν σ’ όλα αυτά αμέτοχοι των πολιτικών δρώμενων, σιωπηλοί μεν αλλά όχι αδιάφοροι.

     Ήταν συγκρατημένος. Δεν εξέφρασε ποτέ μέχρι τώρα σ’ ανοιχτή συζήτηση προσωπικές απόψεις, απέφευγε επιμελώς κάθε πολιτική –και πολύ περισσότερο κομματική-δραστηριότητα. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Δεν ήταν, από ένα σημείο και μετά, φόβος. Ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη εσωτερική διάθεση να προφυλάξει τον εαυτό του από συνέπειες που δεν θα του επέτρεπαν την απρόσκοπτη προετοιμασία του εαυτού του  στα κατοπινά χρόνια.

    Ήταν γραμμένο στο πετσί του πως οι εμφύλιες διαμάχες οδηγούν μια χώρα και τους πολίτες της σε ακρότητες. Όμως ήξερε καλά τον βασανισμένο φυσικό του Πατέρα. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος, αγαπούσε τους συγχωριανούς και τον τόπο του. Μετά όμως από την ένταση και το ξέσπασμα των γεγονότων απομονώθηκε και με οδηγό το έμφυτο αίσθημα της αυτοσυντήρησης προσπάθησε να προστατεύσει την οικογένειά του. Η απληστία όμως κάποιων στο χωριό δεν του το επέτρεψαν. Έπεσε κι αυτός, με τραγικό τρόπο, θύμα των ανηλεών κυνηγητών και διωγμών που ακολούθησαν να καταδυναστεύουν τη χώρα μετά την αναχώρηση και ήττα των Γερμανών κατακτητών.

  Άρχισε μέσα του να τον τριβελίζει η σκέψη. Να εμφιλοχωρούν μέσα του οι πρώτες αμφιβολίες και τα αναπόφευκτα ερωτήματα

    «Είναι η εκδίκηση αναγκαία και ικανή λύση; Θα γίνω κι εγώ ίδιος σαν κι αυτά τα λυσσασμένα σκυλιά; Θυμάμαι τόσο καθαρά τις φάτσες τους. Όμως πρέπει να ξαναδώ το ζήτημα εξαρχής. Σε τι θα βοηθήσει μια τέτοια πράξη αντεκδίκησης μου; Μόνο μια εσωτερική επιθυμία για λύτρωση. Κι αν το κάνω τι θα κερδίσω πέρα από μια προσωπική ικανοποίηση; Ίσως στη συνέχεια δικές μου Ερινύες να κάνουν χειρότερα τα πράγματα. Αντί της λύτρωσης που αναζητώ, να συναντήσω νέους χειρότερους εφιάλτες. Πρέπει ψύχραιμα και λογικά ν’ αντιμετωπίσω τα πράγματα. Έχουμε καιρό μπροστά μας».

  «Ναι ρε Νικόλα, αλλά η υπόσχεση που έδωσες στον Πατέρα σου;  Άσε, το θέμα σε εκκρεμότητα. Άλλωστε αν κάποια φορά βρεθείς πάλι στα πάτρια εδάφη κοντά στη σκηνή του δράματος είναι άδηλο πως θα αντιδράσεις. Ας το προς το παρόν το πρόβλημα να κοιμάται μέσα σου. Μετά βλέπουμε».

     Το σκουληκάκι της αμφιβολίας όμως είχε ήδη εισχωρήσει μέσα του και δούλευε αθόρυβα. Παρατήρησε κάτι. Όταν σκεφτόταν τους πραγματικούς γονείς του αποκαλούσε, από μέσα του βέβαια, τον εαυτό του με το βαπτιστικό του όνομα ενώ σ’ όλες τις άλλες δραστηριότητες ήταν ο Κωνσταντίνος Μπαλτάς.

   Έκανε καλούς φίλους, ιδιαίτερα όταν έγινε φοιτητής. Όμως πάντα υπήρχε το εσωτερικό κράτημα. Αυτό ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο που τον κρατούσε λίγο σκλαβωμένο, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Του στέρησε ευκαιρίες ν’ ανοίξει μόνιμες κι οριστικές σχέσεις. Τον έκανε λίγο απλησίαστο και εσωστρεφή. Υπήρξαν ευτυχώς λίγες περιπτώσεις που δημιουργήθηκαν κάποιες, έστω μικρές, παρεξηγήσεις. Η πραγματική του ταυτότητα έμενε απόλυτα κρυμμένη απ’ όλους, ακόμα κι από την κυρα Θάλεια που την αισθανόταν πια σαν την  μάνα του. Είχε δισταγμούς κι αναστολές, που τον κρατούσαν μακριά από μόνιμες δεσμεύσεις.

  Κάποια στιγμή όμως αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει κοινωνό των μυστικών του ένα δεύτερο άτομο. Να μοιραστεί το μυστικό του.  Δεν άντεχε μόνος του όλο το βάρος των παραχωμένων μέσα του αναμνήσεων. Διάλεξε τον άνθρωπο που ένιωθε περισσότερο κοντά του: Την κυρά Θάλεια. Όχι ότι είχε λιγότερη εμπιστοσύνη στον κυρ Νίκο. Κάθε άλλο. Απλώς τη γυναίκα του την ένιωθε ή τον ένιωθε καλύτερα. Είχαν ανοίξει μεταξύ τους έναν ανεμπόδιστο δίαυλο επικοινωνίας κι εμπιστοσύνης. Μια στιγμή ωρίμασε μέσα του η απόφαση. Της περιέγραψε μ’ όλες τις λεπτομέρειες ό,τι θυμόταν κι ό,τι υποπτευόταν. Τον τραγικό θάνατο του Πατέρα του και την περιπέτειά του μέχρι να βρει καταφύγιο κοντά τους.

  «Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ανοιχτή αγκαλιά με την οποία κι οι δυο σας με δεχτήκατε και μ’ αγαπήσατε. Κυρά Θάλεια να ξέρεις ότι κι εγώ το ίδιο σας αγάπησα. Ποτέ δεν ήλπιζα ότι θα συναντήσω τέτοια τύχη στη ζωή μου!»

  Όλο αυτό το διάστημα της περιγραφής από τα μάτια της κυρά Θάλειας τρέχανε δάκρια με αναφιλητά.

  « Το καταλάβαμε από την αρχή, παιδί μου, ότι ήσουν κυνηγημένος. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια ήταν σκληρά για όλους στην πατρίδα μας. Κώστα, για μας, ο ερχομός σου ήταν ένα θείο δώρο. Ήμασταν στερημένοι από την παρουσία ενός παιδιού κοντά μας κι αυτήν την ανάγκη μας την κάλυψες εσύ με τον καλύτερο τρόπο. Είναι ευκαιρία να σου πω κι εγώ μερικά πράγματα.

  Πήρε μια ανάσα και συνέχισε:

   « Ο ανιψιός μου, που εσύ πήρες τ’ όνομα του, ήταν ήδη πεθαμένος. Ποιος θα ανασκαλέψει σήμερα τέτοια πράγματα ψάχνοντας για σένα; Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και η νέα κατάσταση παγιώθηκε. Από την οικογένεια του αδελφού μου δεν υπάρχει πια κανένας και εσύ είσαι περασμένος στο δημοτολόγιο του δήμου της Αθήνας. Άρα είσαι πλήρως καλυμμένος»

 Κόμπιασε λίγο, αλλά σε λίγο συνέχισε αποφασιστικά.

 «Μην έχεις όμως την αγωνία ότι έσβησε οριστικά το παρελθόν σου. Δεν θέλω τώρα να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά από τη μεριά μου αυτό θα το φροντίσω. Θα τα μάθεις όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και φύγω απ’ τη ζωή. Μαζί με τη διαθήκη μου θα καταθέσω στο συμβολαιογράφο εσώκλειστη επιστολή που μόνο εσύ μπορείς να την ανοίξεις και να την διαβάσεις. Χρησιμοποίησε την όπως εσύ κρίνεις σκόπιμο. Από εμένα και τον άνδρα μου έχεις όλο το ελεύθερο. Η μοναδική μας έγνοια και των δυο μας είναι να εξασφαλίσουμε το μέλλον σου»

 Συγκινημένος ο Κώστας της απάντησε

  « Δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω. Ο χρόνος θα δείξει. Κι η αγάπη που έχω και για τους δυο σας θα είναι ο οδηγός σ’ όλη τη ζωή μου».

  Ο ορίζοντας από τους δικούς του ήταν τώρα ξεκάθαρος. Αλλά ήταν νωρίς για οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Ας κοιτάξει πρώτα να οικοδομήσει το μέλλον του σε σταθερά και μόνιμα θεμέλια. Δυο ήταν οι κύριοι στόχοι στην προσωπική του ιεράρχηση. Πρώτον να τελειώσει τη σχολή, να πάρει το πτυχίο του και δεύτερον να ξεμπλέξει με την υποχρέωση της στρατιωτικής του θητείας. Μέχρι τότε δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του καμιά παρεκτροπή. Καμιά άλλη δέσμευση.

  Όμως στα σχέδια σου, που έστω μέσα σου είναι εντελώς ξεκάθαρα, παρεμβάλλονται πολλές φορές οι αντικειμενικές εξελίξεις που αναπόφευκτα φέρνει ο χρόνος. Μπορεί ανεπάντεχα γεγονότα ν’ αλλάξουν άρδην τα δεδομένα.  Τότε δεν είναι στα χέρια σου να τις ελέγξεις. Αυτές κανοναρχούνται και καθορίζονται από άγνωστες εξωτερικές δυνάμεις. Η μοίρα, το πεπρωμένο, ο θεός; Άγνωστο!

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                           

 

 

3.  Ο έφεδρος αξιωματικός

 

 

 

  Τα  προσωπικά του σχέδια προχωρούσαν, όπως τα είχε σκεφτεί. Τον Ιούνιο του ’64 έδωσε το τελευταίο μάθημα πτυχίου και στην αρχή του επόμενου μήνα ορκίστηκε ως πτυχιούχος. Μέσα στην αίθουσα των τελετών στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου. Έξω από την αίθουσα, στα σκαλάκια, ήταν συγκεντρωμένοι κάποιοι συγγενείς των νέων πτυχιούχων. Μετά το πέρας της τελετής, βγαίνοντας από την πόρτα, τους είδε χαρούμενους και τους δυο πιασμένους αγκαζέ. Το πρόσωπο της κυρά Θάλειας ήταν αυλακωμένο από δάκρια. Αλλά δεν ανησύχησε, ήξερε ότι ήταν δάκρια χαράς. Το ίδιο χαρούμενος και συγκινημένος ήταν κι ο ίδιος. Τους ρώτησε

  « Κι ο φούρνος; Ποιος κάθισε στη θέση σας;»

   Απάντησε ο κυρ Νίκος

   « Σήμερα είναι μέρα γιορτής! Όσοι δεν πρόλαβαν ν’ αγοράσουν το ψωμί ας πάνε σ’ άλλο φούρνο. Απόψε είναι ιδιαίτερη μέρα για μας και πρέπει να τη χαρούμε μόνοι μας. Ας θυμηθούμε τη μέρα που σε πρωτοαντίκρισα μέσα στο φούρνο να ζητάς λίγο ψωμί να φας. Από τότε κύλισε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Είμαστε πολύ περήφανοι για σένα, παιδί μου. Μας χάρισες ελπίδα και σκοπό στη ζωή και σ’ ευχαριστούμε. Για να μας θυμάσαι αργότερα, η κυρά Θάλεια σου πήρε ένα αναμνηστικό, αλλά και χρήσιμο, δώρο. Άπλωσε το χέρι σου».

  Κι ο Κώστας ήταν συγκινημένος  Τους έσφιξε και τους δυο στην αγκαλιά του και με φωνή που έτρεμε τους είπε

  « Αν δεν ήσασταν εσείς στο δρόμο μου δεν ξέρω τι θα ήμουν τώρα. Μπορεί να μη με γεννήσατε, αλλά ήσασταν οι καλύτεροι γονείς που μπορούσα να φανταστώ».

 Η κυρά Θάλεια του έβαλε στο αριστερό χέρι ένα ολόχρυσο ρολόι. Φαινόταν από μακριά ότι θα τους κόστισε ένα κάρο λεφτά. Δεν μπορούσε όμως να τ’ αρνηθεί.

  « Αυτή τη στιγμή θα τη θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή».

  Μετά πήγανε κι τρεις σε ένα καλό εστιατόριο να φάνε. Όλη την ώρα φέρνανε στην κουβέντα τους συμβάντα από τα προηγούμενα χρόνια και εκεί με τον πιο στέρεο και ξεκάθαρο τρόπο νιώσανε τον οικογενειακό δεσμό που τους έδεσε για πάντα.

     Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς παρουσιάστηκε στην Κόρινθο για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Επιλέχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός και ακολούθησε όλα τα βήματα που αυτό συνεπάγεται. Η πρώτη μονάδα που υπηρέτησε ήταν έξω από την Αλεξανδρούπολη, αλλά σύντομα λόγω των νομικών του γνώσεων και της αποτελεσματικής εργατικότητας του, τον αποσπάσανε μέσα στην πόλη, στα γραφεία της Μεραρχίας. Γρήγορα έγινε απαραίτητος στον προϊστάμενο συνταγματάρχη κι όταν αυτός πήρε προαγωγή και μετάθεση στη Λάρισα τον πήρε μαζί του.  Οι μυλόπετρες της μοίρας, χωρίς εκείνος να υποπτεύεται τίποτα, άρχισαν να γυρίζουν και να προετοιμάζουν τις επόμενες φάσεις της ζωής του. Αυτές που θα σφράγιζαν στα επόμενα χρόνια τη ζωή του. Ο ίδιος θα το συνειδητοποιούσε στο κύλισμα του χρόνου.

 

                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.   Ο Μοίραρχος

 

 

   Φύσαγε και ξεφύσαγε από την αγανάκτησή του. Μουρμούριζε μόνος του.

   « Στο διάολο να πάνε όλοι τους! Αφιέρωσα όλη  μου τη ζωή για τον ιερό σκοπό και την Πατρίδα κι αυτοί οι άκαπνοι, οι μη μου άπτου, οι πούστηδες του σαλονιού, με πετάνε τώρα σαν στημένη λεμονόκουπα. Για να πάρω ένα γαλόνι, όλα τα προηγούμενα χρόνια μου έβγαινε η ψυχή.

 « Ρε σεις ανίκανοι, ρε κωλόπαιδα του κερατά, εγώ μπήκα στο Σώμα από καθήκον. Στα δύσκολα χρόνια, ως εθελοντής, να υπηρετήσω τη θητεία μου τότε που η χώρα κινδύνευε από τον εσωτερικό εχθρό. Τους συμμορίτες και τους κατσαπλιάδες. Βλέπεις εμένα βάζατε πάντα να κάνω όλη τη βρώμικη δουλειά. Αυτή είναι η δικαιοσύνη σας κύριοι μου;»

 Πήρε μια ανάσα και συνέχισε το μονόλογό του

  « Δήλωσα μονιμότητα στο σώμα και με δεχτήκατε. Σάμπως μπορούσατε να κάνετε κι αλλιώς; Κάποιοι έπρεπε να υπάρχουν για να μαζεύουν τα αμάζευτα, να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Μου λέτε τώρα:

  « Είσαι καραβανάς! Δεν πήγες σχολείο, δεν παρακολούθησες το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής χωροφυλακής».

  « Ρωτάτε ρε άθλιοι όμως αν ο πατέρας κι η μάνα είχαν μια μπουκιά για να χορτάσουν τα παιδιά τους; Εμείς μόνοι μας έπρεπε να φροντίσουμε να βάλουμε κάτι στην άκρη για τις οικογένειές μας. Αλίμονο αν περιμέναμε μόνο από το μισθό της πείνας που μας δίνατε. Θα ήμασταν ακόμα και μετά τόσα χρόνια, ζήτουλες. Ευτυχώς φροντίσαμε για την πάρτη μας με δική μας πρωτοβουλία. Όχι θα κάτσουμε σαν κορόϊδα να εκλιπαρούμε βοήθεια! »

  « Αχ άδικη και πουτάνα κοινωνία! Στα σκληρά χρόνια, όταν μας χρειαζόσασταν ήμασταν καλοί και χρήσιμοι. Μόνο τώρα ανακαλύψατε ότι είμαστε αγράμματοι και μου το μοστράρετε σαν νάναι καινούριο. Μου στείλανε τον «μικρό» που δεν πρόφτασε ακόμα να βγει απ’ αυγό του, ο τσόγλανος, και να ’σου ανθυπομοίραρχος Έχει μάθει, μου λένε, τις σύγχρονες μεθόδους ανάκρισης, ξέρει την επιστήμη για τα δακτυλικά αποτυπώματα, διδάχτηκε τη συστηματική συγκέντρωση των αποδείξεων που θα στοιχειοθετήσουν την ενοχή κάποιου. Σαχλαμάρες στο πάτερο! Όταν εμείς ψάχναμε για κάτι είχαμε την παλαιά καλή κι αποτελεσματική μέθοδο. Ένα καλό μπερντάκι κι ο ένοχος τα ξερνούσε όλα. Όσα ήξερε κι όσα δεν ήξερε. Πάντως όσα ήταν αναγκαία. Τέλος πάντων! Ας κάνω δυο τρία χρόνια ακόμα υπομονή να βγω στη σύνταξη και μετά θα φάτε όλοι τη μούντζα που σας αξίζει. Αχάριστα γαϊδούρια! Χαρτογιακάδες του κερατά!»

  « Σιγά, μωρέ, την υπόθεση, που ανέλαβε! Μια δολοφονία όλη κι όλη. Ξέρεις ρε μαμμόθρεφτο, ρε ξεφτιλισμένο μαϊμουδάκι της μαμάκας σου, ξέρεις πόσες και πόσες τέτοιες υποθέσεις περάσανε απ’ τα χέρια μου; Αχ! Τι ωραία ήταν τα παλαιότερα χρόνια! Περπάταγες στο δρόμο κι όλοι με σεβόντανε. Ή τουλάχιστον, αν δεν ήταν εθνικόφρονες κι ήταν κρυφοκομμούνες, κατουριόνταν πάνω τους απ’ τον φόβο. Είχαμε εξουσία ρε, όχι ψέματα! Όλοι θέλανε κάτι να σε φιλέψουν, να σου δώσουν ένα δωράκι Όχι σαν σήμερα, όπου το τυχαίο κωλόπαιδο δηλώνει δημοσιογράφος και βγάζει τη χολή εναντίον σου χωρίς καμιά συνέπεια. Δώστε τους στα χέρια μου ρε και εγώ θα τους σιάξω στο πι και φι. Αυτό το αλαλούμ θα το πληρώσετε μια μέρα. Να το ξέρετε! Εγώ σας το λέω εγκαίρως. Σκάβετε τον λάκκο σας, κύριοι. Εκεί μέσα θα πέσετε και θα σας θάψουν. Τέλος πάντων, τα λόγια μου είναι φωνή βοόντος εν τη ερήμω»

  «  Αυτή η δολοφονία- θα πρέπει να το ομολογήσω- έχει βέβαια κι ένα προσωπικό ενδιαφέρον. Βλέπεις έγινε στο χωριό μου και το θύμα είναι παλαιός συναγωνιστής μου. Όχι βέβαια ότι σκάω για τον ίδιο. Σιγά το πρόσωπο! Ένα παλαιοκέρατο ήταν, ένας κερχανατζής. Εδώ και χρόνια τα είχαμε τσουγκρίσει κι είχαμε χωρίσει τα τσανάκια μας, αλλά πώς να το κάνουμε. Με νοιάζει λίγο τι συνέβη. Ποιος πούστης να έκανε αυτή τη βρομοδουλειά; Και  να μην ξέρω εγώ τίποτα; Λες να έχει καμιά σχέση με τα παλαιά; Δεν το νομίζω! Πέρασαν από τότε σχεδόν είκοσι ολόκληρα χρόνια. Νισάφι πια!

  « Στον μικρό δεν θα πω τίποτα. Άσε το λαγωνικό να τρέχει και να μην φτάνει. Ας τα βρει μόνο του, το χαμένο κορμί. Αν βέβαια μπορέσει.  Εμείς πάντως είχαμε καλύψει καλά τα ίχνη μας. Μάρτυρες δεν υπήρξαν ή δε ζουν πια!»

   « Ήρθε να μου δώσει αναφορά για τις ενέργειές του. Μου αράδιασε ένα κάρο κοτσάνες, οπότε δεν κρατήθηκα. Αμάν πια! Του το πέταξα κατάμουτρα»

  « Τον συνέλαβες, ρε, το δολοφόνο;»

  Μουγγάθηκε ο παντογνώστης!

   «Όχι, ακόμα τίποτα. Μαζεύουμε από παντού πληροφορίες. Έχουμε κάποια αποτυπώματα αλλά δεν τ’ αντιστοιχίσαμε ακόμα σε κανέναν από τους υπόπτους. Μέχρι στιγμής. Παίρνουμε καταθέσεις από διάφορους. Αλλά ακόμα δεν καταλήξαμε σε κάτι συγκεκριμένο και θετικό. Είναι που δεν μπορούμε να βρούμε το κίνητρο της δολοφονίας. Η απάντηση στο ερώτημα, ποιος ωφελείται απ’ το θάνατό του, δεν υπάρχει. Ένας μόνος κι έρημος γεροξεκούτης ήταν το θύμα. Κανείς δεν τον κληρονομεί εκτός αν κάποια στιγμή βγει το φασούλι μιας διαθήκης ή κάποιος παρουσιαστεί, ως συγγενής. Προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από πουθενά. Είναι γεγονός ότι συμπάθειες στο χωριό δεν είχε καθόλου. Μέχρι τώρα καλό λόγο γι’ αυτόν δεν άκουσα από κανένα στόμα».

     Ήταν λίγο επικίνδυνο να μην τον ενημερώσει για μερικά πράγματα. Πρώτον ότι το Σέσκλο είναι και το δικό του χωριό. Δεύτερον ότι το θύμα ήταν παλαιός γνωστός του. Τίποτε όμως άλλο. Προς το παρόν όμως δεν θα του πει κουβέντα. Θα κάνει τουμπεκί. Βλέποντας και κάνοντας. Ας τον να τσαλαβουτάει στο τίποτα.

 Θυμόταν πολύ καλά τα γεγονότα. Αυτά περνούσανε από το μυαλό του σαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας. Τα πρώτα χρόνια της έγγαμης ζωής του τα πέρασε στο χωριό του, το Σέσκλο του Κίσαβου, όπου υπηρετούσε τη θητεία του ως χωροφύλακας. Αργότερα, όταν δήλωσε μονιμότητα κι άρχισε να παίρνει  μεταθέσεις έφυγε απ’ το χωριό και υπηρέτησε σε διάφορες πόλεις μέχρις όπου καταστάλαξε στη διεύθυνση της χωροφυλακής της Λάρισας. Στην Έδεσσα ήρθε η ευλογία της ζωής του, η Φωτεινούλα. Η μονάκριβη γλυκιά του κόρη. Ας είναι καλά το μωράκι του. Αυτή είναι η χαρά της ζωής του. Αυτός ήταν άνδρας μιας γλυκιάς κι αφοσιωμένης μάνας και πατέρας μιας διαλεχτής κόρης. 

    Πόσο αντιφατικό ζώο είναι λοιπόν ο άνθρωπος. Από τη μια μεριά είναι ικανός χωρίς αναστολές και συγκρατημό να βάφει τα χέρια του με αίμα, εν ονόματι μιας, έστω οποιασδήποτε, δικαιολογίας. Κι από την άλλη ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός να λιώνει από τρυφερότητα κι αγάπη για το δικό του παιδί. Πού κρύβονται οι τύψεις; Ποια είναι η δύναμη που τους καθιστά ικανούς να συνεχίζουν απτόητοι τη ζωή; Να είναι αδιάβροχοι σε αδυναμίες κι ευαισθησίες που χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία όλων των άλλων ανθρώπων;

      Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, ανεξιχνίαστα εισέτι τα όρια των προτερημάτων και ελαττωμάτων του. Μερικοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα ν’ απομονώνουν σε κουτάκια διάφορες πλευρές της ζωής τους και το περιεχόμενο του ενός κουτιού να μην επηρεάζει ή να επηρεάζεται από το περιεχόμενο του άλλου. Είναι η αμβλυμμένη συνείδηση ή είναι η επίκτητη αναγκαία ικανότητα για να μπορεί ο άλλος χωρίς το αναμενόμενο συνειδησιακό βάρος να ζει και πολλές φορές να βασιλεύει. Σίγουρη απάντηση κανείς δεν είναι σε θέση μέχρι σήμερα να δώσει. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.   Η Φωτεινή

 

 

    Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ζούσε και μεγάλωνε σ’ ένα κλίμα ήρεμης κι αδιατάρακτης οικογενειακής θαλπωρής. Ήταν βλέπεις και μοναχοκόρη! Παρά τη σφοδρή επιθυμία των δικών της να κάνουν μεγάλη οικογένεια αυτό δεν τελεσφόρησε. Μετά από πολύχρονες, αλλά αναποτελεσματικές προσπάθειες οι δικοί της συμβιβάστηκαν με την κατάσταση. Θα έμεναν με τη μια κόρη, αλλά πάνω της αναπόφευκτα θα συγκέντρωναν όλη την αγάπη και προσοχή τους.

   Η μάνα της ήταν μια γλυκιά και ήρεμη γυναίκα που πάντοτε ήθελε να ικανοποιεί κάθε επιθυμία της κόρης της. Παρά το γεγονός ότι κανονικά θα έπρεπε, με τέτοιου είδους αντιμετώπιση, να βγει ένα κακομαθημένο άτομο, εν τούτοις ήταν ένα γλυκό και καλόβολο πλάσμα γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα για τους άλλους, κοινωνική, ανοιχτή με όλους τους ανθρώπους, πρόθυμη να βοηθήσει, όσο μπορούσε, κάθε έναν που είχε την ανάγκη της. Εθελόντρια σε κάθε καλή πρωτοβουλία, ήταν το καμάρι της οικογένειάς της. Είχε μια κάποια θητεία στις χριστιανικές οργανώσεις, αλλά κάποια στιγμή την ξεπέρασε αυτή τη φάση. Επειδή λόγω των μεταθέσεων του πατέρα της άλλαζε συχνά περιβάλλον δεν προλάβαινε στα πρώτα χρόνια της ζωής της να φτιάξει μόνιμες και στέρεες φιλίες.

   Μόνο όταν ήρθαν στη Λάρισα, κοντά στο πατρικό της χωριό, ένιωσε ότι κάπου καταστάλαξε. Πήγε στους Οδηγούς για να καταναλώσει την περίσσεια δύναμη και διάθεση προσφοράς που ένιωθε μέσα της. Τότε έκανε τους πρώτους στενούς φίλους και φίλες. Τα καλοκαίρια της τα περνούσε στο χωριό των γονέων της, που ήταν τόσο ήσυχο και ρομαντικό. Με το ποδήλατο μέσα από τα στρωμένα μονοπάτια έκανε συχνούς περιπάτους κι είχε μάθει όλες τις γωνιές του. Σε μια διαδρομή περίπου δέκα λεπτών ήταν η θάλασσα που κάθε τόσο κατέβαινε, παρά τους φόβους της μάνας της, κι έκανε μπάνιο. Χωρίς να έχει ζήσει καθόλου στο χωριό, αφού γεννήθηκε σε μια από τις πόλεις που υπηρετούσε ο πατέρας της, αγάπησε τον τόπο που γεννήθηκαν οι δικοί της και σε κάθε ευκαιρία πήγαινε εκεί ν’ αναπνεύσει τον καθαρό αέρα του και να γεμίσει από τις όμορφες μυρουδιές του.

    Κάποιοι, μεταξύ αστείου και σοβαρού, την αποπαίρνανε επειδή ο πατέρας της ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, μπάτσος επί το λαϊκότερο, αλλά η ίδια τον υπερασπιζόταν χωρίς καμιά έκπτωση, γιατί τον αγαπούσε. Ήταν ο πατέρας της. Και προφανώς τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.

    Αυτός ήταν μια ιδιόμορφη περίπτωση. Αγαπούσε την οικογένειά του, αλλά  η φύση της δουλειάς του όλα τα προηγούμενα χρόνια, η δράση του τα σκοτεινά χρόνια της εμφύλιας διαμάχης, που γι’ αυτήν καμία από τις γυναίκες του δεν είχε οποιαδήποτε γνώση κι ιδέα, τον είχαν σκληρήνει σε μερικές πλευρές της ζωής. Τα χέρια του ήταν βαμμένα από αίμα κι είχε συσσωρευμένες αμαρτίες τα σκοτεινά χρόνια. Όμως, τι παράξενο! Αυτός ο άρπαγας και δολοφόνος ήταν ένας τρυφερός και στοργικός πατέρας για την κόρη του. Έλιωνε στην κάθε επιθυμία της.

.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.    Ο ανθυπομοίραρχος

 

 

Από παιδί είχε αυτό το όνειρο. Να κάνει καριέρα στην αστυνομία. Μπορεί αυτό να μην ήταν στην εποχή που μιλάμε πολύ της μόδας, αλλά τον ίδιο, λίγο τον απασχολούσε. Αυτός ήταν κολλημένος σ’ αυτήν την ιδέα. Στην οικογένειά του υπήρχε, μέσω του αδελφού του πατέρα του, μια παράδοση στο Σώμα. Τίποτα περισσότερο. Αυτά τα χρόνια οι κύριες απασχολήσεις της Αστυνομίας ήταν το «πολιτικό έγκλημα». Προσωπικά στον ίδιο αυτή η πλευρά των δραστηριοτήτων τον άφηνε αδιάφορο.

    Εκείνο που τον εξιτάριζε ήταν οι ήρωες ντεντέκτιβ των ατέλειωτων αστυνομικών μυθιστορημάτων, που αδιαλείπτως αγόραζε από μικρός και διάβαζε μετά μανίας. Οι ξένες αστυνομικές ταινίες που έβλεπε στο σινεμά. Ενδιαφερόταν με πάθος για τη δίωξη της ποινικών πράξεων και ιδιαιτέρως τη συναρπαστική πορεία που περιγράφει τη διαδικασία της τελικής εξιχνίασης των δολοφονιών. Αυτό το οργανωμένο κυνηγητό των στοιχείων και ενδείξεων με κορύφωση το κλείσιμο της αυλαίας και τη σύλληψη του ενόχου. Αυτό ήταν το σενάριο που συγκέντρωνε όλο το ενδιαφέρον του για τη δίωξη του ποινικού αδικήματος.

    Μπήκε με εξετάσεις στη Σχολή και δήλωσε με κάθε τρόπο την προτίμηση του. Αρκετοί συνάδελφοί του τον ειρωνεύτηκαν, αλλά η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι τέτοια ειδικευμένα στελέχη χρειάζεται το Σώμα. Εκμεταλλεύτηκε μια υποτροφία στην αντίστοιχη σχολή της Αγγλίας και γύρισε πίσω με επάρκεια γνώσεων και προσόντων, μαζί με τις αναγκαίες έγγραφες πιστοποιήσεις. Όμως οι υπηρεσίες, ιδιαίτερα οι κρατικές, έχουν κανονισμούς, ιεραρχία και διαδοχικά απαραίτητα βήματα. Μια γραφειοκρατία βασανιστική κι αφόρητη. Ενώ ήταν βέρος Σαλονικιός βρέθηκε εδώ και μήνες να υπηρετεί στην διεύθυνση της Λάρισας με προϊστάμενο έναν άσχετο καραβανά που ξεκίνησε από χωροφύλακας και τώρα ήταν Μοίραρχος. Έπρεπε να πηγαίνει με τα νερά του, δεν γινόταν διαφορετικά. Ήταν ο προϊστάμενος κι όφειλε πίστη και σεβασμό.

    Όμως ο άνθρωπος ήταν αρτηριοσκληρωτικός, κοινώς κάλος, αλλά μια δυνατότητα μόνο είχε. Να κάνει υπομονή, να ανέχεται την έπαρση, αλλά και την ασχετοσύνη του, ελπίζοντας ότι η πολυπόθητη μετάθεση κάποια στιγμή σε κεντρική υπηρεσία θα του επέτρεπε να δείξει την κλίση και το ταλέντο του.. Άσε που είχε μια κόρη, λουκούμι Συριανό, μόνο που μέχρι στιγμής παρά το γεγονός ότι τα βήματα τους είχαν δυο-τρεις φορές συναντηθεί δεν τον πρόσεξε καθόλου και τον έγραψε κανονικά.

    Αναπάντεχα μέσα στην καθημερινή ρουτίνα βρέθηκε μπροστά σε μια δολοφονία που έγινε σε χωριό της περιοχής του και μέχρι τώρα η πορεία της ανάκρισης ήταν στο σκοτάδι. Όμως αυτό ήταν μια ευκαιρία να ασκήσει και να εφαρμόσει στη πράξη τις γνώσεις του, αν κι εδώ δε διέθετε το στοιχειωδώς αναγκαίο προσωπικό, ούτε τα απαραίτητα ανιχνευτικά όργανα κι εργαστήρια.

     Στο χωριό Σέσκλο του Κίσαβου βρέθηκε μαχαιρωμένος ένας πενηνταπεντάρης αγρότης μέσα στο σπίτι του από την γειτόνισσα που του έκανε κάθε τόσο το νοικοκυριό. Πρέπει νάταν παλιοχαρακτήρας γιατί έναν καλό λόγο γι’ αυτόν δεν είχε ακούσει από κανέναν μέχρι στιγμής. Καμιά ζωντανή μαρτυρία, κανένας αυτόπτης μάρτυρας, καμιά κατάθεση που θ’ άνοιγε ένα παράθυρο ελπίδας για τη λύση του μυστηρίου. Βλέπεις λόγω της κακής παράδοσης που είχε η Χωροφυλακή όλα τα προηγούμενα χρόνια, η παρουσία της φόβιζε τους ανθρώπους κι όταν βρισκόντουσαν ενώπιον της σφράγιζαν τα στόματά τους.

   Είχε και τον προϊστάμενό του.  Αυτός λες και χαιρόταν που η υπόθεση δεν προχωρούσε. Σιγά-σιγά, με τη συγκέντρωση των πρώτων στοιχείων, βρέθηκε προ εκπλήξεων. Από το φάκελό του έμαθε ότι το θύμα έκανε τη θητεία του στη χωροφυλακή. Τότε λόγω των έκτακτων καταστάσεων υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Αλλά το πιο σοβαρότερο στοιχείο το πρόσθεσε ένας τοπικός μάρτυρας στο χωριό, όταν γεμάτος καμάρι, τον ενημέρωσε ότι και ο κύριος Μοίραρχος ήταν απ’ το ίδιο χωριό με το θύμα και μάλιστα παλαιότερα ήταν φίλος του κι έκαναν παρέα μαζί.

    «Καλά, γιατί στο διάολο δε με ενημέρωσε γι’ αυτά έγκαιρα ο κύριος διοικητής; Υπάρχει κάποιος λόγος; Μήπως έχει κάτι να κρύψει; Θα τον ρωτήσω στα ίσα κι ότι θέλει ας γίνει»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

7.    Η συνάντηση

 

 

 

     Τη μέρα της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου του ανατέθηκε, παρά την απροθυμία του, η υπευθυνότητα να συνοδεύσει τους άνδρες της μονάδας του στην παρέλαση και να τεθεί επιφυλακής τους. Βέβαια όχι όλοι οι στρατιώτες της μονάδας. Απλώς ένας ουλαμός Δεν του άρεσαν τα επίσημα, ιδιαίτερα εδώ που ήταν κι πρωτεύουσα του νομού που βρισκόταν και το δικό του χωριό. Όχι πως είχε κανένα φόβο μην τον αναγνωρίσει κανένας. Είχε φύγει πολύ μικρός από το χωριό και στην πόλη της Λάρισας δεν είχε ζήσει ούτε μια μέρα προηγουμένως. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένα τέτοιο ενδεχόμενο.

   Παρ’ όλα αυτά είχε την αγωνία αν θα φέρει σε πέρας με επιτυχία την αποστολή που του ανατέθηκε. Μέχρι τώρα είχε καταφέρει να περάσει απαρατήρητος, ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο, όπου πολλές φορές είχε -κι από διάφορους- προτάσεις να ασχοληθεί με τα κοινά, να βάλει υποψηφιότητα στις φοιτητικές εκλογές, να πάρει μέρος στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις που συνεχώς, αυτά τα χρόνια, γινόντανε στο Πανεπιστήμιο. Ευγενικά αλλά κι ανυποχώρητα όλοι συναντούσαν την ευγενική, αλλά ανένδοτη, άρνηση του. Δεν ήταν λόγοι φόβου. Προς θεού! Ήταν λόγοι ενσυνείδητης προσωπικής επιλογής Μέσα του είχε να λύσει προηγουμένως άλλες σοβαρότερες, κατά την άποψή του, εκκρεμότητες.

    Ήδη υπήρξε μια αναστάτωση, όταν για πρώτη φορά πλησίασε τόσο κοντά στο χωριό του. Ο προσωπικός εφιάλτης στην αρχή ζωντάνεψε περισσότερο, αλλά τελικά  με τον καιρό όλα γίνονται ρουτίνα και συνήθεια. Μέτραγε τις μέρες και η κυρίαρχη σκέψη του ήταν:

   « Πότε στην ευχή θα συμπληρώσω τη θητεία μου και ελεύθερος να γυρίσω στην Αθήνα ν’ αρχίσω να ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου;»

    Μπορεί στα μάτια ενός άλλου αυτή η εμμονή να παρεξηγιόταν, αλλά ο τρίτος δεν είχε καμιά ιδέα, ούτε υποπτευόταν την προσωπική του διαδρομή. Η ίδια η ζωή τον έκανε εσωστρεφή, πεισματάρη, επίμονο και δογματικά σταθερό στους στόχους που από νωρίς είχε ορίσει με τον εαυτό του. Δεν θα επέτρεπε από αυτή τη γραμμή καμία παρέκκλιση.

  Μαζί με άλλες στρατιωτικές μονάδες, ακόμα και μηχανοκίνητες, από νωρίς βρέθηκαν στο χώρο της αναμονής αρκετή ώρα πριν αρχίσει η παρέλαση. Ο τελετάρχης αρμόδιος αξιωματικός πέρασε εγκαίρως και τους ενημέρωσε για τη σειρά με την οποία θα παρελάσουν. Ακόμα υπήρχε χρόνος κι όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις επικρατούσε μια κατάσταση ελευθερίας και χάους στην κίνηση. Περιέργεια, προσωπικές ανάγκες, μικροαγορές, όπως τσιγάρα και τα λοιπά, έδιναν την εντύπωση μιας άναρχης κατάστασης, αλλά με το πρώτο άκουσμα της σφυρίχτρας σε λίγο χρόνο όλοι θα ήταν πάλι στις θέσεις τους. Στον ίδιο χώρο βρισκόντανε οι Πρόσκοποι, οι Οδηγίνες κι ανάμεσα τους η  Φωτεινή.

     Ήταν πια μια ολόκληρη κοπέλα δραστήρια, χαρούμενη, όμορφη συγκέντρωνε την προσοχή ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες. Φέτος ήταν η χρονιά της. Τελείωνε την έκτη Γυμνασίου και στο τέλος της χρονιάς θα έδινε εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Αυτά τα χρόνια το σύστημα των εξετάσεων είχε αλλάξει. Δεν χρειαζόταν να τρέξει ντε και καλά στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Θα έδινε τις εξετάσεις της στη Λάρισα, πράγμα που την ανακούφιζε λίγο, αλλά η άλλη αλλαγή της δημιουργούσε νέες αγωνίες κι ανασφάλειες. Θα έδινε εξετάσεις σε οκτώ μαθήματα ανάμεσα στα οποία ήταν και τα Μαθηματικά που ποτέ δεν τα συμπάθησε. Στην ίδια άρεσαν τα Φιλολογικά μαθήματα κι εκεί δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ευτυχώς ο συντελεστής βαρύτητας των θετικών μαθημάτων για τη σχολή που περισσότερο προτιμούσε ήταν μικρός και δε θα επηρέαζε σημαντικά τη συνολική της βαθμολογία.

      Το είπε στους γονείς της κι αυτοί ολόθερμα συμφώνησαν μαζί της. Αυτή θα γινόταν δικηγόρος. Γεμάτη με τους νεανικούς ιδεαλισμούς φανταζόταν τον εαυτό της φανατικό υπερασπιστή κάθε αδικημένου κι αδύνατου συνανθρώπου της. Όταν τ’ άκουγε αυτά ο πατέρας της, δεν την απόπαιρνε. Κούναγε με συγκατάβαση το κεφάλι του κι από μέσα του έλεγε:

     «Κούνια που σε κούναγε μικρή μου! Η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή απ’ ό,τι φαντάζεσαι και θα σε προσγειώσει»

     Αλλά φωναχτά δεν έλεγε τίποτα. Η κόρη του ήταν γι’ αυτόν ο ήλιος της ζωής του.

  Μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα των ανθρώπων, η μοίρα που αόρατα κινεί τα νήματα και καθορίζει τις εξελίξεις των πραγμάτων τους έφερε δίπλα-δίπλα κι όχι μόνο. Τη Φωτεινή και τον Κώστα. Σ’ ένα απότομο γύρισμα της, εκεί που χαριεντιζότανε με τις φίλες της, συγκρούστηκε δυνατά κι άτσαλα μ’ έναν έφεδρο αξιωματικό, που κινούνταν προς το μέρος της, τόσο που τραυματίστηκε και λίγο. Ο νεαρός αξιωματικός ένιωσε τόσο άσχημα που ευχήθηκε ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί

  «Χίλια συγνώμη γλυκιά μου! Δεν το ήθελα».

    Όταν σήκωσε η νεαρή το σκυμμένο κεφάλι της και για πρώτη φορά συναντήθηκαν τα μάτια τους, για μερικά δευτερόλεπτα, σταμάτησε και για τους δυο ο χρόνος. Τίποτα γύρω τους δεν υπήρχε. Μόνο αυτοί οι δυο και γύρω το τίποτα. Σαν να τους χτύπησε κεραυνός έμειναν εντελώς ακίνητοι. Μόνο όταν ένα ίχνος αίματος φάνηκε στο κάτω χείλος της από ένα μικρό σχίσιμο αυτός χωρίς καθυστέρηση έβγαλε το καθαρό μαντήλι του να το σκουπίσει. Απαλά το ακούμπησε στα χείλη κι εκείνη το κράτησε με το δικό της χέρι.

   Τι ατυχία! Εκείνη τη στιγμή άρχισαν τα σφυρίγματά κι αμέσως τα τρεχαλητά όλων να βρεθούνε στο πόστο τους. Εν ριπή οφθαλμού ο χώρος γύρω τους άδειασε κι αυτός πήρε την πρωτοβουλία

  « Πρέπει να πάω στους στρατιώτες μου. Συνήθως βρίσκομαι στα γραφεία της μεραρχίας. Γεια σου».

 Η άλλη δεν πρόφτασε ν’ αρθρώσει λέξη. Όμως της έμεινε το μαντήλι στο χέρι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 8.   Η τραγική σύμπτωση

 

 

 

   Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν της έφυγε ούτε στιγμή απ’ το μυαλό το επεισόδιο στην παρέλαση. Όπως η μορφή και το βλέμμα του. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει γι’ άλλον άνθρωπο έτσι. Μια πρωτόγνωρη ταραχή την παρέλυε και της δημιουργούσε άγνωστες γι’ αυτήν, μέχρι στιγμής, επιθυμίες, Έπρεπε πάση θυσία να τον ξαναδεί. Το ένιωθε πιεστική ανάγκη. Ποιος ήταν; Ποιο να είναι το όνομά του; Χάιδεψε στην εσωτερική τσέπη της ζακέτας της το μαντήλι που ευγενικά της είχε προσφέρει. Πάνω του είχε το σημάδι από τη μοναδική σταγόνα αίματος που έτρεξε απ’ τα χείλη της. Όχι δεν θα το έπλενε. Έτσι θα του το γύριζε πίσω. Να τον υποχρεώσει αναγκαστικά να την θυμάται. Έδειχνε τόσο ένοχος κι αδύνατος, αλλά και τόσο γλυκός ο κακομοίρης! Όμως η ευθύνη ήταν όλη καταδικιά της.

    Χριστέ μου, πόσο όμορφος ήταν! Ένα όμορφο λυγερόκορμο παλικάρι που η στολή του αξιωματικού τον έκανε ακόμα πιο όμορφο. Έγλυψε το χείλι της στη μεριά του μικρού τραύματος, που δυστυχώς γρήγορα γιατρευόταν με την ελπίδα να νιώσει το χέρι που πλησίασε απαλά τα χείλη της. Μα τίποτα. Πώς θα μπορέσει να τον ξαναδεί; Δεν μπορούσε να αφήσει το ζήτημα στην τύχη. Το αναποφάσιστο κι οι εκκρεμότητες δεν ήταν στοιχεία του χαρακτήρα της.

  Που να ξέρει εκείνη ότι κι ο άλλος βασανιζόταν μ’ αντίστοιχα συναισθήματα! Στους έρωτες και τις αγάπες ήταν παρθένος και πρωτάρης. Οι προσωπικές περιπέτειες τον είχαν κάνει επιφυλακτικό ακόμα και σ’ αυτόν τον τομέα της ζωής του. Δεν θα δεσμευτεί σε καμιά περίπτωση πριν ξεκαθαρίσει το τοπίο. Οι επιθυμίες ήταν ζωντανές και πιεστικές αλλά μέχρι τώρα δεν είχε την εμπειρία της ερωτικής επαφής με γυναίκα. Στις ορμονικές επιθυμίες, που δεν σε ρωτάνε αλλά πιεστικά σου κάνουν τη ζωή δύσκολη, απαντούσε με μια ιεραποστολική αποφυγή. Με τις νυχτερινές ονειρώξεις δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, αλλά κάθε φορά το πρωί ένιωθε απαίσια. Βρώμικος κι αμαρτωλός. Τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του αυτά τα υπέροχα γλυκοκάστανα μάτια που τον κοίταξαν τόσο έντονα, μοιραία άνοιγαν επικίνδυνους και γι’ αυτόν δρόμους και μάλιστα δρόμους χωρίς γυρισμό.

     Τι μπορούσε να κάνει; Ποια πρωτοβουλία του ήταν επιτρεπτή; Δεν μπορούσε να πει τη συνηθισμένη μέχρι τώρα έκφραση: Ο χρόνος θα το γιατρέψει. Όχι, αντίθετα,  θα επιζητούσε να πληγωθεί κι άλλο. Ήταν πάνω και πέρα απ’ τις δυνάμεις του. Την άλλη κιόλας μέρα το απόγευμα την βρήκε να τον περιμένει απέξω. Όταν την αντίκρισε ξανά η καρδιά του άνοιξε σαν τριαντάφυλλο.

    Του είπε, ως δικαιολογία.

  «Σου έφερα το μαντήλι σου! Αλλά ήθελα τόσο πολύ να σε δω πάλι».

  «Το ίδιο κι εγώ! Από χθες ούτε στιγμή δεν έφυγες απ’ το μυαλό μου».

     Αυτά τα λίγα μόνο πρόλαβαν να πουν.

     Μια δυνατή κι αυταρχική φωνή σπάθισε το χώρο βιάζοντας τη μυσταγωγία που είχε αρχίσει να δημιουργεί μεταξύ τους δίαυλους επικοινωνίας.

    « Φωτεινή τι θέλεις εδώ;»

 Ταράχτηκε και πριν προλάβει να γυρίσει το κεφάλι -από τη φωνή κατάλαβε την πηγή της- πρόλαβε να γίνει ένα κόκκινο παντζάρι.

  « Ναι πατέρα εγώ είμαι!»

 Όταν ο Κώστας κοίταξε προς τα εκεί σε αντίθεση με εκείνη έγινε κίτρινος. Χλόμιασε τόσο πολύ λες κι όλο το αίμα εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του. Πίσω από τη στολή και τα σιρίτια, με την αφαίρεση των χρόνων, είδε το σκυλί που το 1949 λυσσασμένο όπως ήταν, μαζί μ’ άλλους να κομματιάζει τον ανυπεράσπιστο Πατέρα του. Δεν του δόθηκε χρόνος για περισσότερες σκέψεις.

   «Ποιος είσαι έφεδρε, που μιλάς με την κόρη μου;»

  Πίεσε στο έπακρο τον εαυτό του για να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Για πρώτη φορά ζούσε ζωντανά τον εφιάλτη του. Αυτός ο ψυχρός κι ανελέητος δολοφόνος, αυτό το σιχαμερό υπανθρωπάριο ζούσε και μάλιστα ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός της χωροφυλακής! Αυτό μπορούσε κάποια στιγμή να το ξεπεράσει. Αλλά για τ’ όνομα του θεού, ήταν ανάγκη νάναι και πατέρας αυτής της μικρής Μαντόνας που έτρεμε δίπλα του; Αυτό δεν μπορούσε με τίποτα να το χωνέψει. Απάντησε μηχανικά, λες κι έδινε αναφορά:

  « Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Μπαλτάς και είμαι δικηγόρος. Υπηρετώ τη θητεία μου στη Λάρισα. Χθες, λίγο πριν την παρέλαση, με δική μου ευθύνη, τρακάραμε με την κόρη σας και την τραυμάτισα λίγο. Σήμερα μου επέστρεψε το μαντήλι που της είχα δώσει».

  « Άσε πατέρα θα στα εξηγήσω εγώ. Αγαπητέ κύριε, ονομάζομαι Φωτεινή Κυριακοπούλου και φέτος θα δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Ελπίζω κάποτε να είμαστε συνάδελφοι. Αυτά! Πάμε τώρα πατέρα».

  Ο Μοίραρχος συνέχισε μερικά ακόμα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει, αλλά ακολούθησε τη συμβουλή της κόρης του κι έκανε μεταβολή ακολουθώντας την.

  Τότε και μόνο τότε πήρε την πρώτη ολόκληρη ανάσα του.

   Αυτό δεν ήταν σύμπτωση. Αυτό ήταν μια σκηνοθεσία του διαβόλου, κακόγουστη φάρσα της μοίρας. Όπως θέλεις πάρτο, όποιο όνομα θέλεις δώσε του. Το κυρίαρχο αίσθημα στον ίδιο ήταν ο πανικός. Αυθόρμητα του ήρθε να τρέξει πάλι, όπως παλαιά, να εξαφανιστεί, να σώσει το τομάρι του; Όμως μια άλλη πιο ψύχραιμη φωνή του έλεγε:

     «Δεν μπορεί να κατάλαβε παιδί μου ποιος είσαι! Η αριστοτεχνική μαεστρία της κυρά Θάλειας να σε προικίσει με νέα ταυτότητα, σου σώζει τη ζωή».

    Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ήταν ανάγκη η μόνη γυναίκα, που επιτέλους θέλησε πάνω σ’ αυτήν την πλάση, να είναι κόρη του μεγαλύτερού του εχθρού; Την απάντηση στο αγωνιώδες νέο δίλημμα το έλυσε πάλι η παντοδύναμη, η πανίσχυρη μοίρα.

  Την ίδια μέρα λες και υπήρχε συνεννόηση ήρθε το θλιβερό τηλεφώνημα.  Ο αγαπημένος δεύτερος πατέρας του, ο κυρ Νίκος, δεν ξύπνησε από τον βραδινό ύπνο. Τους αποχαιρέτησε χωρίς λόγια, οριστικά κι αμετάκλητα. Η κυρά Θάλεια στο τηλέφωνο, πτώμα κι η ίδια, του είπε τη δυσάρεστη είδηση.

  «Πρέπει να ’ρθεις Κώστα, να τον κηδέψουμε μαζί. Του το οφείλουμε».

 Της υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα πάντα για νάναι εκεί. Αναζήτησε αγωνιωδώς τον διοικητή του κι όταν επιτέλους τον βρήκε του είπε το συμβάν

  «Πρέπει να είμαι κοντά στην έρημη μάνα μου. Θέλω όλη την κανονική μου άδεια».

 Θέλοντας μη θέλοντας αυτός την υπέγραψε. Έφυγε ολοταχώς για την Αθήνα. Είχε πια δικό του αυτοκίνητο.

    Έγιναν με τυπικότητα όλα τα προβλεπόμενα. Η γειτονιά και οι φίλοι, ακόμα κι οι πελάτες τον έκλαψαν ειλικρινά γιατί ήταν ένας τίμιος κι εργατικός άνθρωπος, γεμάτος καλοσύνη, που πάντοτε άφηνε σ’ όλους το καλό του αποτύπωμα. Όλα τα χρόνια κι ο Κώστας εισέπραξε από αυτόν μόνο αγάπη και τρυφερότητα. Έτσι πάντα θα τον θυμάται.

  Το πρώτο βράδυ, αφού που επιτέλους έφυγαν όλοι, τους φάνηκε τόσο ανάγλυφα η έλλειψη της παρουσίας του κυρ Νίκου. Κλάψανε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου αρκετή ώρα μέχρι που ηρέμησαν. Ο ρεαλισμός κι δύναμη που πάντα χαρακτήριζαν την κυρά Θάλεια αναδύθηκαν ζωντανές στην επιφάνεια.

  « Ο φούρνος πρέπει να συνεχίσει τη λειτουργία του! Αύριο θα μείνουμε κλειστά, αλλά από μεθαύριο πάλι θα ξεφουρνίσει φρέσκο ψωμί. Θα συνεννοηθώ με το μάστορα που τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιούσαμε και θα φωνάξω τη μικρή κόρη της χήρας να κάθεται κάποιες ώρες στο μαγαζί. Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Αυτό θα ήθελε κι ο Νίκος μου».

  Ο Κώστας δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει με τη συλλογιστική της. Έτσι έπρεπε να γίνει.

     «Κι εγώ έχω μέρες άδεια και τις πρώτες μέρες της προσαρμογής μπορώ να βοηθάω. Τώρα θέλω να συζητήσω μαζί σου κάτι σοβαρό που μου συνέβη στη Λάρισα».

  Αυτό δεν ήταν παράξενο. Με την κυρά Θάλεια πάντα συζητούσε όλα τα προβλήματά του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο είχε μοιραστεί το μυστικό των πρώτων χρόνων της ζωής του, την αληθινή καταγωγή του, τα πάντα. Ήταν αυτή που μ’ έναν τελεσφόρο πάντα τρόπο προλάβαινε κάθε του ανάγκη. Ήταν η Μάνα του, αφού κιόλας από την πραγματική του μάνα δεν θυμόταν τίποτα.

  Κάθισε εκείνη την νύχτα και της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Από το τυχαίο τρακάρισμα με τη Φωτεινή μέχρι την δραματική ανακάλυψη ότι ο πατέρας της ήταν ο θανάσιμος εχθρός του. Της είπε ακόμα ότι η Φωτεινή είναι η πρώτη γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του με την πρώτη κιόλας ματιά, αλλά η κακή τύχη το έφερε αυτή η Φωτεινή να είναι κόρη του σκυλιού που αφάνισε την πρώτη οικογένειά του.

    Η κυρά Θάλεια τον συνέφερε, τον ηρέμησε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.

    « Το κοριτσάκι δε φταίει σε τίποτα για τον πατέρα της. Ξεχώρισε τα πράγματα. Μην τα μπερδεύεις στο μυαλό σου. Σκέψου λογικά: Πόσο χρονών ήταν τότε Κώστα μου; Μα τι λέω; Ακόμα δεν είχε γεννηθεί. Δεν μπορεί αυτός με κανέναν τρόπο να σε συνδέσει με τα τότε γεγονότα. Για καλό και για κακό όμως κατά την άποψη μου, δεν πρέπει να γυρίσεις πίσω εκεί αυτόν τον καιρό. Χρειάζεται να πάρεις μια μετάθεση σ’ άλλο μέρος. Θα κοιτάξω μήπως κάνω τίποτα. Από αυτούς που λένε αυτόν τον καιρό «αποστάτες» ένας είναι συγγενής μου και είναι υποχρεωμένος σε μας. Θα πάω να τον βρω. Ήδη είσαι 15 μήνες στο στρατό».

  Χωρίς να τολμήσει να την διακόψει αυτή συνέχισε

   « Έχεις φάει πάνω από το μισό καρβέλι και πλησιάζει ο καιρός της απόλυσής σου. Αύριο κιόλας θα πάω. Για την κοπέλα μην ανησυχείς. Αν είναι έτσι όπως τα κατάλαβα θάρθει ο κατάλληλος χρόνος Θα ωριμάσουν οι καταστάσεις και τότε θα ξέρεις τι να κάνεις».

  Αυτή η γυναίκα είχε το φάρμακο να καταλαγιάζει τις αγωνίες του, να βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του. Ένιωθε μετά την εξομολόγηση πιο ησυχασμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9.  Η ανάκριση συνεχίζεται

 

 

     Μα ήταν δυνατόν ο προϊστάμενός του να του αποκρύπτει χρήσιμες πληροφορίες; Δε θέλει να λυθεί το αίνιγμα; Ο μπερδεμένος γρίφος να ξεδιαλυθεί; Ο δολοφόνος του εγκλήματος να πληρώσει το φόρο της τιμωρίας που του αξίζει από την κοινωνία; Αυτόν τον όρκο δε δώσανε όταν μπήκαν στο Σώμα; Θα πέσει με τα μούτρα στο καθήκον, θα ξεψαχνίσει την κάθε πλευρά. Τίποτα δεν θα τον σταματήσει στην αναζήτηση της αλήθειας!

  Ο μικρός ήταν ένας αφελής ιδεαλιστής, που δεν είχε ιδέα από το μπερδεμένο κουβάρι της ιστορίας. Θα το καταλάβαινε, αλλά σιγά-σιγά.

  Βρήκε έναν καλό μάρτυρα, αυτόχθονα κάτοικο του χωριού που ήξερε όλα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια, τους ανθρώπους και τις αλλαγές που υπήρξαν. Το τελευταίο. Είχε το θάρρος και τις πλάτες να μην τον ενδιαφέρουν οι πιθανές συνέπειες των λόγων του. Του εξήγησε, γιατί ο μικρός δεν είχε προλάβει να ζήσει, τις εντάσεις της δεκαετίας του ’40.

  «Μικρέ είδαν πολλά τα μάτια μου. Για πολλούς οι πολιτικές διαφορές έγιναν προπέτασμα καπνού. Σκαλοπάτι για να προωθήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια, να κάνουν περιουσίες, να λύσουν τις παλιές αντιθέσεις. Χύθηκε πολύ αίμα στον τόπο αυτό, νεαρέ, ιδιαίτερα στο χωριό μας. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν ή εξαφανίστηκαν από προσώπου της γης. Μερικοί το παράκαναν κι ένας από αυτούς ήταν και το θύμα. Από ένας τεμπελάκος και μόνιμος θαμώνας του καφενείου έγινε μεγάλος και τρανός, παράγοντας στο χωριό. Βρέθηκε με μεγάλη περιουσία, ζούσε έκλυτο βίο στις τακτικές του επισκέψεις στα καταγώγια και τα πορνεία της Λάρισας. Οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν καταστάσεις που συσσώρευαν πολύ μίσος κι ένα τέτοιο μίσος μάλλον θα είναι αυτό που όπλισε το χέρι του άγνωστου δράστη. Πιθανόν να είναι από το χωριό μόνιμος κάτοικος, πιθανόν νάναι επισκέπτης που έφτασε εδώ μ’ αυτήν την αποστολή. Να τον φάει! Να πάρει εκδίκηση. Μέσα στους κύκλους των αδικημένων και κυνηγημένων εκείνης της εποχής πρέπει ν’ αναζητήσεις τον δράστη. Ρώτησε παντού για τέτοιες περιπτώσεις. Το κίνητρο της δολοφονίας για μένα είναι ξεκάθαρο: η εκδίκηση»

  Αυτά που άκουγε είχαν ένα λογικό ειρμό και του άνοιγαν νέους δρόμους έρευνας. Αλλά δεν τολμούσε να τον διακόψει. Ο ντόπιος απτόητος συνέχισε

    «Παλαιά το θύμα ήταν κολλητός με τον δικό σου, τον Μοίραρχο. Είχαν κοινά συμφέροντα κι επιδιώξεις! Αργότερα κάπου τα τσούγκρισαν μεταξύ τους. Δεν ξέρω τι και πώς. Ο Μοίραρχος φέρθηκε πιο έξυπνος. Έκανε οικογένεια και πήρε τα σιρίτια. Το θύμα αντίθετα έμεινε μαγκούφης. Έρημος και μόνος.

   « Πες μου εσύ μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Να μπορέσω από κάπου ν’ αρχίσω την έρευνα μου».

  « Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω. Πρώτον οι αριστεροί, αλλά όχι μόνο αυτοί. Ρώτα ποιοι κάθονταν στα ρημαγμένα και καμένα σπίτια. Στο χωριό μας οι Γερμανοί απλώς πέρασαν μια φορά και φύγανε χωρίς συνέπειες. Τα καμένα είναι από ντόπια χέρια. Ενδεικτικά μόνο σου λέω την οικογένεια του Άρη Αποστόλου. Όλη η οικογένεια του Άρη κάηκε μέσα στο σπίτι τους. Το έβαλαν φωτιά άγνωστοι, αλλά σίγουρα σου λέω: Ανάμεσα τους ήταν κι ο μαχαιρωμένος. Όσοι πρόλαβαν εξαφανίστηκαν εγκαίρως μόνοι τους και βρήκαν καταφύγιο στις μεγάλες πόλεις. Ερωτηματικό είναι η οικογένεια του Αλέκου Δημητρίου που ξαφνικά εξαφανίστηκε από προσώπου της γης, χωρίς να ξέρει κανένας τίποτα. Είχε πάει με τον γιό του τον Νικόλα στα χωράφια αλλά ποτέ δεν επέστρεψαν πίσω. Μάλλον εκεί στο κτήμα που πήγαν να δουλέψουν έγινε το κακό. Κάτι δεν πήγε καλά γιατί για μέρες ψάχνανε το μικρό παιδί, τον Νικόλα. Άγνωστο αν τον βρήκαν ή όχι. Κανείς μέχρι τώρα δεν έμαθε τι συνέβη. Το σπίτι πρώτα το ρήμαξαν και μετά του έβαλαν φωτιά. Τα χαλάσματα δίπλα μου στον ίδιο δρόμο ήταν παλαιότερα ένα ζωντανό κι όμορφο σπίτι. Τη γυναίκα του την είχαν φάει νωρίς πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί. Λένε ότι η αιτία είναι από κάποιον που τον απέρριψε και παντρεύτηκε τον Αλέκο.

   Πήρε μια ανάσα και βγάζοντας έναν αναστεναγμό συνέχισε

   « Είναι μετά η οικογένεια Πελαγίδη. Πατέρα και γιο τους πέρασαν στρατοδικείο. Τον πατέρα τον τουφέκισαν στη Λάρισα με συνοπτικές διαδικασίες. Ο γιος τη γλύτωσε με μετατροπή της ποινής σε ισόβια. Έμεινε χρόνια στη φυλακή. Δεν ξέρω μέχρι πότε και που βρίσκεται τώρα. Οι γυναίκες, μάνα και δυο κόρες, έφυγαν στην Αθήνα σε κάτι συγγενείς. Το σπίτι άδειο ρήμαξε μόνο του. Είναι κι άλλες περιπτώσεις. Απλώς μου ζήτησες κάποια ονόματα. Δεν βρίσκεις άκρη νεαρέ μου! Η ζωή μου έδειξε ότι ο άνθρωπος παραμένει πρωτόγονος κι απολίτιστος. Απλώς σε κάποιες περιόδους συγκρατιέται και προσποιείται τον πολιτισμένο!»

  Τότε και μόνο τότε ο νεαρός φιλόδοξος αξιωματικός κατάλαβε τη δυσκολία του εγχειρήματος. Τις παλαιές ρίζες που μπορεί η υπόθεση νάχει και ο λαβύρινθος που άνοιγε μπροστά του. Η δολοφονία έδειχνε πράγματι μίσος κι εκδικητικότητα. Ο ιατροδικαστής μέτρησε δεκαπέντε μαχαιριές. Αρκούσαν δυο- τρεις για να επιφέρουν το θάνατο. Όλες οι μαρτυρίες κατοίκων της γειτονιάς δεν προσέφεραν κάτι απτό και συγκεκριμένο.

  Ζητούσε μια άκρη του νήματος για ν’ αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι. Μόνο η ιδιωτική συζήτηση που έκανε με τον ντόπιο του έδωσε κάποια εικόνα και μερικά στοιχεία, αλλά όταν του ζήτησε να τα επιβεβαιώσει με ένορκη κατάθεση συνάντησε την κάθετη αντίδρασή του.

   «Δεν είσαι με τα καλά σου, νεαρέ μου!. Λέγονται επισήμως αυτά; Θα με κυνηγάνε μετά όλοι μαζί: Θεοί και δαίμονες. Σου τα είπα, απλώς γιατί σε συμπάθησα. Μη ζητάς τίποτε περισσότερο»

  Ό,τι ήταν να κερδίσει στο χωριό το εξάντλησε. Δυστυχώς η υπόθεση αυτή κινδύνευε να μείνει ανεξιχνίαστη. Γύρισε πίσω στην πόλη με το φόβο ν’ αντιμετωπίσει το ειρωνικό βλέμμα και τα υποτιμητικά σχόλια του προϊσταμένου του. Αντίθετα βρήκε την παντελή αδιαφορία του, την αποφυγή οποιουδήποτε σχολίου γύρω από την υπόθεση και την υποτίμηση εκ μέρους του της υπόθεσης.

  «Δε βρίσκεις άκρη σ’ αυτήν την υπόθεση, μικρέ. Μην το παίρνεις όμως κατάκαρδα! Άλλωστε, σιγά την απώλεια! Έναν αληταρά, ένα λαμόγιο σκοτώσανε και ξεβρόμισε λίγο το χωριό. Παράτα τα. Όλες οι υποθέσεις δε λύνονται ντε και καλά. Δεν θα είναι η πρώτη. Κι άλλες έχουν πάει στ’ αρχείο. Συγκεντρώσου στα άλλα σου καθήκοντα. Δεν είναι η μόνη υπόθεση που μας απασχολεί».

  Όμως τα πράγματα για τον μικρό δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήξερε ότι ο κυρ Μοίραρχος ήταν χωμένος μέχρι το λαιμό στην υπόθεση, αλλά δεν έδειχνε καμιά διάθεση να τον βοηθήσει. Όχι δεν θα έβαζε την υπόθεση στο Αρχείο. Κάτι μέσα του, έλεγε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν νέα στοιχεία που θα φώτιζαν τα πράγματα και θα τον οδηγούσαν στη λύση. Δεν ανεχόταν να καταγραφεί στο βιογραφικό του μια τέτοια αποτυχία…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10.   Ανησυχίες

 

 

        Εκεί που είχε ησυχάσει πια, εκεί που με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα είχαν ξεπεραστεί, χωρίς τις συνέπειες που μπορούσε να έχουν, εκεί που άρχισε νιώθει την προσωπική ικανοποίηση ότι είχε ξεκόψει με τις παλαιές παρέες ήρθε αυτή η δολοφονία του παλαιού συνεργάτη του να ζωντανέψει τους φόβους του. Αυτός αξιώθηκε με μια σταδιοδρομία, έκανε μια οικογένεια, χαιρόταν τη γλυκιά του κόρη που τον έκανε υπερήφανο. Και τώρα του βγήκε αυτό το φασούλι στη μέση.

     Είχε τον μικρό που τον ζάλιζε με τις ερωτήσεις του, λες και τον περνάει από ανάκριση. Κάποιος του είχε σφυρίξει ονόματα και παλαιά γεγονότα κι όλη αυτή η κατάσταση του δημιουργούσε ένα αίσθημα ανησυχίας. Πρέπει να είναι επιφυλακτικός μαζί του γιατί δεν ξέρεις μέχρι που μπορεί, το τσογλάνι, ακόμα να φτάσει. Ευτυχώς είχε κρατήσει την οικογένεια μακριά από όλα αυτά. Για τη γυναίκα του, που είναι και συγχωριανή του, δεν είναι σίγουρος τι ξέρει ή τι είχε καταλάβει. Στα τόσα χρόνια κοινής συμβίωσης δεν έδωσε ποτέ καμιά ένδειξη ότι γνώριζε κάτι και υπήρξε καλή και προσεκτική μάνα για την κόρη του. Από εκεί είναι ασφαλής. Με την κόρη δεν υπάρχει θέμα. Ήρθε στη ζωή αργότερα όταν αυτή του η δράση είχε τελειώσει, νομιμοποιήθηκε με την οριστική του κατάταξη στο σώμα και με το ξέκομμα του από τις παλαιές παρέες.

  Τι ήταν πάλι αυτό με τη κόρη του; Πώς βρέθηκε να μιλάει μ’ έναν άγνωστο έφεδρο αξιωματικό έξω από τη στρατιωτική εγκατάσταση. Βεβαίως η μικρή του έδωσε επαρκείς εξηγήσεις, αλλά η πρεμούρα της να κλείσει την υπόθεση του δημιουργούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας κι ανησυχίας. Μήπως υπάρχει άγνωστη σ’ αυτόν προϊστορία; Πρέπει να αναζητήσει και να μάθει ποιος είναι αυτός ο κύριος. Θυμόταν τ’ όνομά του: Κωνσταντίνος Μπαλτάς.

  Τον έψαξε μετά το επεισόδιο και δεν τον βρήκε. Τον ενημέρωσαν ότι ο νεαρός πήρε την κανονική του άδεια. Αυτό δεν τον καθησύχασε, αντίθετα ενίσχυσε την ανησυχία που τον είχε κατακυριεύσει. Ποιος είναι ο κύριος; Ποια είναι η προέλευση του; Γιατί όταν τον φέρνει στη μνήμη, η μορφή του αναβιώνουν μέσα του μνήμες παλαιές κι ανερμήνευτοι φόβοι; Ρώτησε έναν δικό του στη στρατολογία.

 « Αθηναίος είναι, με ρίζες απ’ την Ήπειρο του είπε»

  Καμία σχέση λοιπόν. Ιδέα του είναι και πρέπει να ηρεμήσει. Μη χάσει την ψυχραιμία του. Αυτό είναι το βασικότερο. Και είχε την πείρα και την προϊστορία για κάτι τέτοιο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                       

 

 

  11. Η πόρτα άνοιξε

 

 

    Τι γκαντεμιά κι αυτή Χριστέ μου! Δεν πρόλαβαν ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες κι η εφόρμηση του πατέρα της τα χάλασε όλα. Συνέβη όμως κάτι παράξενο. Τώρα  που  φέρνει τα γεγονότα μπροστά στη μνήμη αυτό της χαλάει την εικόνα. Ενώ αυτή δικαιολογημένα ένιωσε δύσκολα κι αμήχανα αισθανόμενη ότι κοκκίνισε, η αντίδραση του δικηγόρου ήταν εντελώς διαφορετική. Λες κι ένα πανίσχυρο ψυχρό μέτωπο φύσηξε αποκλειστικά μόνο γι’ αυτόν και ακαριαία μόλις αντίκρισε τον πατέρα της έμεινε σαν στήλη άλατος. Σαν να έβλεπε ένα φάντασμα από το παρελθόν. Καλά τόσο πολύ φοβήθηκε; Τελικά δεν έκαναν και κάτι κακό ή τουλάχιστον δεν είχαν προλάβει.

   Αλήθεια τι πρόλαβαν να πουν, ποια είναι η στιχομυθία που υπήρξε μεταξύ τους; Μήπως πίσω από τη βιτρίνα των γεγονότων υπήρχαν καταστάσεις που η ίδια δεν ήξερε, μα ούτε καταλάβαινε; Μια δειλή φωνούλα μέσα της, της έλεγε ότι κάτι υπάρχει. Τα ανακαλεί όλα πλήρως στη μνήμη της:

  Από τη στιγμή που τρακάρανε και μετά η ίδια τρελάθηκε. Ούτε σκέφτηκε τον πόνο της σύγκρουσης, ούτε κατάλαβε ότι έπαθε ένα μικροτραυματισμό στο χείλος και ότι το λίγο αίμα έτρεξε αμέσως. Εκείνη ένιωσε σαν να τη χτύπησε ένας νοητός κεραυνός. Τέτοια ήταν πάνω της η επίδραση της εικόνας του. Θυμόταν την άμεση ανησυχία του για την ίδια κι αυτό της ήταν τόσο όμορφο κι ελπιδοφόρο. Την τρυφερότητα με την οποία ακούμπησε το μαντήλι του πάνω στο χείλι της να ρουφήξει τη μικρή σταγόνα αίματος. Κι εκεί ατυχία! Αμέσως άρχισαν τα σφυρίγματα και τα ποδοβολητά και τον έχασε. Της έμεινε στο χέρι το μαντήλι.

    Η σκέψη του της γέμιζε τελείως το μυαλό. Ήθελε απελπισμένα να τον ξαναδεί κι είχε καλή δικαιολογία: Να του επιστρέψει το μαντήλι. Την άλλη μέρα την έστησε απέξω από το διοικητήριο μ’ ένα θάρρος -και γιατί όχι θράσος- που δεν είχε παρουσιάσει ποτέ προηγουμένως. Του είπε ότι του έφερε πίσω το μαντήλι κι εκείνος, αλήθεια τι της απάντησε;

    «Από χθες δεν έφυγες ούτε στιγμή απ’ τη σκέψη μου!»

   Ναι, υπήρξε σίγουρα αμοιβαιότητα. Απλώς δε βρήκε το χρόνο αυτή η επικοινωνία να απλώσει τα φτερά της, να πετάξει και να εκδηλωθεί. Άσε το άλλο. Σημάδι κι αυτό της μοίρας. Είναι δικηγόρος, ό,τι ελπίζει κι αυτή να γίνει! Θυμόταν ακόμα ότι του είπε τ’ όνομά της κι ότι φέτος δίνει τις εξετάσεις της. Κάτι είναι κι αυτό.

  Όμως αυτός χάθηκε σαν να τον κατάπιε η γη. Από τη μέρα εκείνη και μετά εξαφανίστηκε. Δεν έδωσε ίχνος της παρουσίας του στην πόλη. Τουλάχιστον όσο αυτή κυκλοφορούσε. Δεν αποπειράθηκε βέβαια να ρωτήσει τον πατέρα της. Αυτός ήταν σφίγγα. Δεν επανήλθε ξανά στο συμβάν, αλλά αφουγκραζόταν σ’ αυτόν ένα αίσθημα σιωπηλής ανησυχίας.

  Τι θα της επιφυλάξει το μέλλον, ο Θεός μόνο το ξέρει. Ας αφοσιωθεί προς το παρόν στις εξετάσεις που πλησιάζουν και μετά βλέπουμε. Δε μπορεί, κάτι θα της έχει κρατημένο η μοίρα γι’ αυτό.

                             

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   12.   Απώλειες

 

 

   Τελικά έμεινε όλη την υπόλοιπη θητεία του στην Αθήνα. Αν η κυρά Θάλεια έβαζε κάτι στο μυαλό της, το πράγμα τέλειωσε. Τίποτα το σημαντικό. Οι υπόλοιποι μήνες πέρασαν χωρίς απρόοπτα. Κάποια στιγμή, προς το τέλος του ’66 πήρε το πολυπόθητο απολυτήριο. Τώρα ήταν ελεύθερος να κυνηγήσει την προσωπική του καριέρα. Αλλά μια κουβέντα είναι αυτή. Μέσα του τα διλήμματα ήταν πελώρια και ζητούσαν επιτέλους μια κάποια λύση.

  Τι θα γίνει με το σκυλί, που ατιμώρητο ζει και βασιλεύει; Οποιαδήποτε δική του αναφορά θα δολοφονούσε εξαρχής κάθε πιθανότητα να κερδίσει τη γλυκιά Φωτεινούλα. Απόφυγε επιμελώς να την αναζητήσει. Τι να της πει; Πώς να της κρύψει τη σχέση του με τον πατέρα της;

   Δεν τόλμησε να ενημερωθεί για τις εξελίξεις. Πως είχε, αλήθεια, πάει στις εξετάσεις της; Πέρασε στη σχολή που ήθελε; Σε ποια πόλη; Αν πέρασε στη Νομική δυο είναι τα ενδεχόμενα: Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Ταραζόταν από την ανάγκη για πληροφορίες, αλλά πάλι συγκρατούσε τον εαυτό του. Αν τον ρωτήσει για την παράξενη συμπεριφορά του, τι στο διάολο δικαιολογία θα βρει να της απαντήσει;

   Η αγάπη του για την ίδια παρέμενε αλώβητη, άσβεστη φωτιά που του έκαιγε συνεχώς τα σωθικά. Με την πάροδο του χρόνου και την έλλειψη της συνάντησης αντί να περιορίζεται αυτή γιγαντωνόταν. Οι άσχετοι λένε ότι μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται. Ηλιθιότητες! Ας έρθουν να τον ρωτήσουν αυτόν. Προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

   Σύντομα βρήκε επαγγελματική απασχόληση. Δεν άνοιξε δικό του γραφείο. Προσελήφθη ως συνεργάτης σε ένα παλαιό δικηγορικό γραφείο δυο γνωστών ποινικολόγων, που ζητούσαν έναν νέο, φιλόδοξο κι εργατικό δικηγόρο να καλύψει τις αστικές υποθέσεις, αφού οι εταιρείες τώρα αναζητούσαν σταθερούς κι αξιόπιστους συμβούλους να παρακολουθούν όλες τις νομικές λεπτομέρειες των εργασιών τους και να λύνουν τα προβλήματα που συνεχώς δημιουργούνταν από την πολυδαίδαλη ελληνική γραφειοκρατία. Από τον πρώτο μήνα εκτιμήθηκε η ικανότητά του να αφομοιώνει την αναγκαία γνώση στο αντικείμενο, να προτείνει λύσεις σε προβλήματα. Δεν είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Απλώς διέθετε την κοινή λογική συνδυασμένη με την ειλικρινή διάθεση για εργασία.

     Ένα άλλο αντικειμενικό, αλλά συγχρόνως τραγικό γεγονός καθόρισε και επέτεινε το συνεχιζόμενο κράτημά του. Η χώρα περνούσε πάλι μια νέα ανώμαλη περίοδο. Μια χούφτα επίορκων αξιωματικών, που ο ρόλος τους ήταν να υπερασπίζονται μόνο την ακεραιότητα της πατρίδας, να είναι φρουροί των συνόρων και ν’ απέχουν από πολιτικές δραστηριότητες και παρεμβάσεις, εκμεταλλευόμενη τη δύναμη των όπλων κατέλαβαν την εξουσία κι ανέστειλαν βάναυσα όλους τους συνταγματικούς θεσμούς και τα δικαιώματα των πολιτών. Ο εφιάλτης των παλαιών κυνηγητών ξύπνησε πάλι εντός του απειλητικός. Η αλήθεια είναι ότι οι επίορκοι συνταγματάρχες δεν συνάντησαν την αναμενόμενη αντίδραση και αυτό τους έκανε πιο θρασείς κι αποτελεσματικούς στους άνομους στόχους τους.

    Έπρεπε πάλι ο Κώστας να χωθεί στο καβούκι του. Δεν ήταν τώρα η στιγμή να ζητήσει οποιαδήποτε δικαίωση. Βέβαια δεν κινδύνευε ο ίδιος, αφού λόγω του σκοτεινού παρελθόντος δεν είχε ποτέ δώσει καμιά αφορμή, ούτε είχε από καμιά θέση ή ιδιότητα ποτέ εκφράσει απόψεις για τα δημόσια πράγματα. Πάντα ήταν επιφυλακτικός, κλειστός, με μόνη έγνοια να χτίσει την προσωπική του σταδιοδρομία και ν’ αναμένει τις εξελίξεις που ο ίδιος ο χρόνος με το κύλισμά του θα φέρει.

  Η κυρά Θάλεια, βράχος ακλόνητος, πηγή αστείρευτης δύναμης και παράδειγμα για μίμηση συνέχιζε να κρατάει μόνη της το φούρνο. Είχε προσλάβει το ελάχιστο αναγκαίο προσωπικό κι όλα πηγαίνανε ρολόι. Όποτε έκανε απόπειρα να τη βοηθήσει, αφού από τα προηγούμενα χρόνια είχε το κολάι της δουλειάς, συναντούσε την απόλυτη κάθετη άρνηση της.

    «Όχι! Δεν σου επιτρέπω. Εσύ είσαι ένας επιστήμονας, δε γίνεται να κάνεις το φούρναρη. Τι θα πει ο κόσμος. Εδώ κάτω θα έρχεσαι μόνο για να μας λες την καλημέρα σου και αν κάτι χρειάζεσαι. Εσύ είσαι φτιαγμένος, παιδί μου, γι’ άλλα πράγματα. Πότε αυτό θα το χωνέψεις αυτό επιτέλους;».

  Συνέχιζε να κάθεται στον πάνω όροφο του φούρνου, εκεί που από την αρχή στις δύσκολες ώρες βρήκε ασφαλές καταφύγιο και περίσσεια αγάπη. Μόνο που ο καλός του άγγελος, η κυρά Θάλεια, μετά το χαμό του άνδρα της, του κυρ Νίκου είχε κάνει ανακατανομή χώρων.

    « Δε γίνεται δικηγόρος πράγμα να μην έχεις το γραφείο σου, τη βιβλιοθήκη σου. Εμένα μου φτάνει και μου περισσεύει το ένα δωμάτιο. Εδώ μπορείς να φέρνεις φίλους, φίλες κι αν χρειαστεί μπορώ εγώ να εγκατασταθώ κάτω στο φούρνο. Να μείνει όλος ο χώρος δικός σου».

  «Ούτε να το συζητάς αυτό κυρά Θάλεια. Αν κάνεις κάτι τέτοιο θα φύγω κι εγώ από δω!»

  «Βλέπω παιδί μου την απομόνωση σου. Αυτό με στεναχωρεί. Δεν είναι καλό για έναν νέο άνθρωπο σαν και σένα. Ξανοίξου μέσα στην κοινωνία, κάνε νέες παρέες, γνώρισε κι άλλους ανθρώπους. Δεν μπορεί να ζεις σαν κοσμοκαλόγερος! Έγινες πια ολόκληρος άνδρας».

  «Έχεις δίκαιο, κυρά Θάλεια, αλλά ξέρεις πως έχουν τα πράγματα».

  «Αν θα μου το επέτρεπες θα πήγαινα εγώ στη Λάρισα να μάθω τι κάνει η δικιά σου και να λύσω τις απορίες σου. Με προσοχή βέβαια και διακριτικότητα, χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι».

  « Το τραγικό του πράγματος, κυρά Θάλεια, είναι αλλού. Το κορίτσι, χωρίς στην ουσία να το ξέρει καθόλου, τ’ αγαπώ και το σκέφτομαι συνέχεια. Πες ότι το συναντούσα εδώ απέξω. Τι θα της έλεγα; Πως θ’ αντιμετώπιζα την ύπαρξη του πατέρα της; Εντάξει η ίδια δε φταίει καθόλου, σ’ αυτό συμφωνώ πλήρως μαζί σου, αλλά χωρίς να το θέλει είναι μπλεγμένη στο δράμα μου. Όχι! Ας το ακόμα. Ίσως ο χρόνος το λύσει».

   « Ναι, αλλά μέχρι τότε μπορεί να την έχεις χάσει. Δεν δώσατε όρκους, ούτε έχετε κοινές εμπειρίες!»

   «Αυτό θα είναι το τίμημα! Βλέπεις η ζωή μου σφραγίστηκε από τα μικράτα μου. Δεν θα το ξεπεράσω αν δεν δοθεί μια κάποια λύτρωση. Και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, που μας έλαχε τώρα, ανάστειλε προς το παρόν τις εξελίξεις. Θα περιμένω. Τίποτα δεν είναι μόνιμο. Η μελέτη των ιστορικών δρώμενων στη χώρα δείχνει ότι όλα είναι περαστικά και πρόσκαιρα».

  ….. Είχε τα δίκαια του για το κύλισμα του χρόνου. Κάποια στιγμή ήρθε κι ώρα της κυρά Θάλειας. Ναι, αυτός ο βράχος ράγισε. Ο άνθρωπος, που με το ρεαλισμό και τις παρεμβάσεις, του έλυνε όλα τα προβλήματα, αυτός ο άνθρωπος ήρθε η σειρά του να φύγει γεμάτη από αυτή τη ζωή. Πήγε να συναντήσει τον άνδρα της ζωής της: Τον κυρ Νίκο. Για τον Κώστα η απώλεια ήταν ανυπολόγιστη. Έχασε τον άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, το μοναδικό άτομο στο οποίο  εξομολογήθηκε τα πάντα, αλλά και τον τελευταίο μάρτυρα του τρόπου με τον οποίο απέκτησε την νέα του ταυτότητα. Σίγουρα αυτή στα δύσκολα χρόνια αποτέλεσε την ασπίδα προστασίας του, αλλά πότε και με ποιον τρόπο θα διεκδικούσε τώρα το αληθινό του όνομα και την πραγματική του προέλευση;

 «Θα δούμε, είπε από μέσα του. Για όλα υπάρχει τουλάχιστον ένας άλλος δρόμος».

  Προς το παρόν άλλες ήταν οι πιεστικές εκκρεμότητες. Τι θα γίνει με τον φούρνο και τ’ άλλα περιουσιακά στοιχεία της κυρά Θάλειας. Ήξερε ότι με το προβλεπτικό μυαλό της θα είχε κάνει έναν διακανονισμό, αλλά δεν τον είχε προετοιμάσει γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Βλέπεις είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό να νομίζεις ότι το δικό σου τέλος είναι μακριά και να μην αντιμετωπίζεις το ενδεχόμενο του έκτακτου γεγονότος.

  Την ίδια ακριβώς μέρα μετά την ολοκλήρωση της ταφής ο γνωστός τους συμβολαιογράφος της οικογένειας τον πλησίασε και τον ενημέρωσε.

  « Υπάρχει, συνάδελφε, στα χέρια μου διαθήκη και κάποια άλλα χαρτιά που σε αφορούν. Μετά την συμπλήρωση της νόμιμης διορίας θα ανοίξει κι έγκαιρα θα ειδοποιηθείς να είσαι παρών».

  Ήταν σίγουρος ότι η προβλεπτική κυρά Θάλεια θα τα είχε όλα τακτοποιήσει. Τώρα ήταν για μια ακόμα φορά μόνος χωρίς δικούς του ανθρώπους στη ζωή. Μόνο που τώρα ήταν μεγάλος, σπουδασμένος επιστήμονας, αυτάρκης και με πιο καθαρούς στόχους.

  Όταν πέρασαν οι προβλεπόμενες προθεσμίες βρέθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου που με επισημότητα τον ενημέρωσε για τις τελευταίες επιθυμίες. Η διαθήκη της κυρά Θάλειας έγινε μετά αφού τελείωσαν οι γραφειοκρατικές εκκρεμότητες που δημιουργήθηκαν με τον θάνατο του άνδρα της. Άρα όλα αυτά πριν από καιρό. Και η κυρα Θάλεια δεν του είχε πει κουβέντα. Ούτε και στον ίδιο είχαν περάσει τέτοιες σκέψεις. Τα υλικά αγαθά δεν ήταν από τις προτεραιότητες του. Ακόμα και για ρούχα του η κυρά Θάλεια πάντα φρόντιζε. Ο ίδιος ήταν ικανοποιημένος μόνο με αυτά που είχε.

 Ο συμβολαιογράφος συνέχισε:

   « Επιθυμία της κυρά Θάλειας είναι, όλα τα περιουσιακά της στοιχεία να περάσουν αποκλειστικά σε σένα. Η ακίνητη περιουσία περιλαμβάνει το οίκημα στο οποίο βρίσκεται ο φούρνος και η κατοικία. Επιπροσθέτως δυο οικόπεδα. Ένα στη Βούλα, όπου σχεδίαζαν να χτίσουν νέο σπίτι, αλλά με το φούρνο και τις καθημερινές υποχρεώσεις ποτέ δεν το πραγματοποίησαν. Κι ένα δεύτερο στον Μαραθώνα, όπου αγοράστηκε για να χτιστεί εξοχικό σπίτι. Μέσα στο φάκελο της διαθήκης υπάρχουν δυο βιβλιάρια καταθέσεων με ένα σεβαστό ποσό κατατεθειμένο στο όνομά σου».

 Μου είπε:

     «Να πληρωθούν ό,τι φόροι κληρονομίας απαιτηθούν».

    « Ακόμα υπάρχουν πατρικά κτήματα στην Αετοράχη των Ιωαννίνων που όλα πέρασαν σ’ εσένα μετά το θάνατο του πατέρα σου. Καθώς και το πατρικό της σπίτι που ήταν στο όνομά της».

 Μετά από μικρή διακοπή συνέχισε

   «Εκείνο στο οποίο έδωσε τη μεγαλύτερη προσοχή της είναι αυτοί οι δυο σφραγισμένοι, ενώπιον μου και με την παρουσία μαρτύρων, φάκελοι που κι εγώ δεν γνωρίζω καθόλου το περιεχόμενο τους. Οι εντολές της είναι ο ένας, που γράφει απάνω τ’ όνομά σου, να παραδοθεί σε σένα κι ο άλλος να παραμείνει σε μένα για φύλαξη μέχρι τη στιγμή που θα τον ζητήσεις. Τότε έχω εντολή να στον παραδώσω».

     Παρά τα χρόνια του, παρά την ωριμότητα, που απόκτησε λόγω του επαγγέλματός του, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Έβαλε το φάκελο στην εσωτερική του τσέπη χωρίς να τον ανοίξει, κόντρα τη σφοδρή του περιέργεια να μάθει το περιεχόμενό του. Όχι, ήθελε να είναι μόνος όταν θα τον διαβάζει. Εκεί, να γευτεί με αποκλειστικότητα τα τελευταία λόγια κι επιθυμίες της. Όταν η διαδικασία τέλειωσε έφυγε αμέσως βιαστικά κι έτρεξε στην ασφάλεια του σπιτιού του. Με αδημονία άνοιξε το φάκελο κι άρχισε να διαβάζει.

 

                            Αγαπημένο μου παιδί

 

 Για τον άνδρα μου και για μένα η εμφάνισή σου εκείνο το πρωί στο φούρνο ήταν μια ευλογία και ένα δώρο του Θεού. Σε αγαπήσαμε σαν δικό μας παιδί, αλλά και εσύ στάθηκες άξιος αυτής της αγάπης μας. Ο άνδρας μου κι εγώ γευθήκαμε όλες τις χαρές που μας επεφύλαξες και γι’ αυτό σ’ ευχαριστούμε. Από αυτήν την άποψη να νιώθεις καλά κι άνετα. Δεν μας χρεωστάς τίποτα. Να θεωρήσεις ότι η διαθήκη είναι η φυσική υποχρέωση που έχει ένας γονέας απέναντι στο παιδί του. Γιατί και οι δυο μας έτσι σε βλέπαμε.

 Ας έρθω τώρα σε πρακτικά θέματα.

      Στο δεύτερο φάκελο που άφησα στον συμβολαιογράφο περιγράφω αναλυτικά πως βρέθηκες κοντά μας. Την αληθινή ταυτότητα και τις περιπέτειες της παιδικής σου ηλικίας. Εσύ θα κρίνεις πώς θα τον χρησιμοποιήσεις αυτόν τον φάκελο. Και ως δικηγόρος θα εξετάσεις ποιο είναι το συμφέρον σου. Μέσα στο ντουλάπι, στο πάνω συρτάρι έχω μερικά χρήσιμα αντικείμενα και κάποιας αξίας  οικογενειακά κειμήλια. Χρησιμοποίησε τα, όπως εσύ κρίνεις. Ακόμα έχω ένα βιβλιάριο καταθέσεων που έχει και το όνομά σου οπότε μπορείς να σηκώσεις όλο το περιεχόμενο του.

   Για τον φούρνο η συμβουλή μου είναι να ξεμπλέξεις. Πούλησε τον σε κάποιον ενδιαφερόμενο, με προτίμηση τον μάστορα που έχω τώρα, αν το επιθυμεί. Όμως κράτησε την ιδιοκτησία του χώρου και νοίκιαζε τον να έχεις ένα σταθερό εισόδημα.

   Η κύρια αγωνία μου είναι το προσωπικό συναισθηματικό σου μέλλον. Θέλω να βρεις τον άνθρωπό σου, να κάνεις οικογένεια, να χαρείς τη ζωή. Υπάρχει η γνωστή εκκρεμότητα Αλλά μέχρι πότε Κώστα μου; Χρειάζεται να πάρεις με θάρρος πρωτοβουλίες. Να λύσεις το γόρδιο δεσμό. Δυστυχώς ο χρόνος κυλάει και δε γυρίζει πίσω. Ξέρω ότι διαθέτεις την κοινή λογική. Ελπίζω τον κυρ Νίκο κι εμένα να μας θυμάσαι μ’ αγάπη. Εμείς σ’ αγαπήσαμε πολύ και το άξιζες. Αντίο παιδί μου.

 

                            Η μάνα σου, Θάλεια.

 

Ο Κώστας ήταν συγκλονισμένος. Το γράμμα ήταν απόσταγμα αγάπης και είχε μέσα του συμβουλές που έπρεπε να τον προβληματίσουν. Έφτασε η ώρα να πάρει τις αποφάσεις του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 13.   Η Φωτεινή πάλι

 

 

   Ένιωθε μέσα της ένα βαθύ κενό. Ένα πεφταστέρι, που έζησε μαζί της τόσο λίγο και μετά αμέσως χάθηκε, της σημάδευσε μέχρι τώρα τη ζωή. Καλώς ή κακώς αυτή  είναι η αλήθεια. Ένα τρακάρισμα, λίγο αίμα, μια τρυφερή κίνηση του χεριού με το μαντήλι προς στο χείλος της. Μια δεύτερη ολιγόλεπτη συνάντηση που κόπηκε με την απότομη εμφάνιση του πατέρα της, τα δυο- τρία λόγια που αντάλλαξαν ήταν αρκετά να νιώσει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι η μοίρα της. Αυτά δεν τα ρυθμίζεις μόνος σου. Δεν μπαίνουν σε πρόγραμμα. Έρχονται και σου επιβάλλουν την παντοδυναμία τους. Λες και καθορίζονται από άγνωστες, αλλά παντοδύναμες δυνάμεις.

     Όλο αυτό το διάστημα συνέχιζε ν’ αναρωτιέται. Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να εξαφανιστεί απότομα από προσώπου της γης. Δεν του προξένησε κανένα ενδιαφέρον η ίδια; Τα λίγα λόγια του το αντίθετο όμως καταμαρτυρούν.

        «Δεν έφυγες ούτε στιγμή από τη σκέψη μου!».

  Δε δείχνουν καθόλου αδιαφορία. Ίσα-ίσα. Ενδιαφέρον και μάλιστα έντονο.

     Η εμφάνιση του πατέρα της ήταν το γεγονός που άλλαξε τα δεδομένα. Καθώς τα φέρνει ξανά στο μυαλό της σταματάει στο άμεσο χλόμιασμα του Κώστα, σαν ν’ αντίκρισε ένα φάντασμα, κάτι ιδιαίτερα αποκρουστικό κι ανεπιθύμητο. Όταν αργότερα ρώτησε τον πατέρα της αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τον ξέρει, ότι έχουν στο παρελθόν ξανασυναντηθεί. Παρά την ολοκληρωτική του άρνηση κάτι μέσα της έλεγε ότι εκεί βρισκόταν το κλειδί της εξήγησης στην παράξενη συμπεριφορά του Κώστα.

  Το τραγικό είναι αλλού. Ποτέ μέχρι τώρα αυτός δεν της έστειλε ένα σημάδι, μια ένδειξη ότι ενδιαφέρεται, έστω ένα μόνο ίχνος ότι υπάρχει, ότι ζει κι αναπνέει. Απόλυτη σιγή εκ μέρους του. Η αλήθεια είναι ότι ούτε η ίδια είχε τολμήσει κάποια επαφή. Κάτι απροσδιόριστο, κάτι ακατάληπτο και σκοτεινό, μέχρι τώρα, της δημιουργούσε αναστολές και την συγκρατούσε. Είχε αρκετά στοιχεία να τον ανακαλύψει, έστω κι από μακριά: Τόπο διαμονής, ονοματεπώνυμο και επάγγελμα. Δικηγόρος, όπως σε λίγο θα γινόταν κι αυτή. Δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο ότι πέτυχε στη Νομική της Θεσσαλονίκης και άρα δεν βρέθηκε στα δικά του τα μέρη. Ίσως η απόσταση να έπαιζε έναν ασθενή ρόλο δικαιολογίας.

     Ήδη ο πατέρας της είχε αποχωρήσει απ’ το Σώμα και τώρα ήταν συνταξιούχος. Αυτό του είχε στοιχίσει. Είχε απωλέσει τη μικρή εξουσία που του πρόσφερε η θέση του, ιδιαίτερα τώρα που η επέμβαση του στρατού στα πράγματα θα του πρόσφερε επιπλέον πλεονεκτήματα. Τον είχε κυριεύσει μια, ανεξήγητη γι’ αυτήν, μελαγχολία κι η μάνα της αγωνιζόταν να τον παρηγορήσει και να του δημιουργήσει νέα ενδιαφέροντα και κίνητρα να γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο του. Το παράδοξο ήταν που τώρα αντί να πυκνώσει τις επισκέψεις του στο χωριό, έβρισκε δικαιολογίες να το αποφεύγει.

   Παλαιότερα τους είχε ζαλίσει με τα μελλοντικά του σχέδια

    « Όταν πάρω τη σύνταξη θα εγκατασταθώ κυρίως στο χωριό. Να αξιοποιήσω πιο αποδοτικά την κτηματική μου περιουσία. Αυτή τώρα κάθεται σχεδόν ανεκμετάλλευτη. Μέχρι τώρα οι υποχρεώσεις της υπηρεσίας δε μου έχουν αφήνει καθόλου ελεύθερο χρόνο να ασχοληθώ μ’ αυτά».

  Όταν ήρθε η ώρα του άφθονου ελεύθερου χρόνου είχε χαθεί η όρεξη. Ακόμα κι η επιθυμία να πηγαίνει συχνά στο χωριό του, κάτι που τα προηγούμενα χρόνια ήταν το χαρακτηριστικό του. Για τους δικούς του αυτό ήταν ένα ερωτηματικό, που δεν είχε μέχρι στιγμής βρει την απάντηση του.

  Σε λιγότερο από ένα χρόνο η ίδια θα πάρει το πτυχίο της και μη έχοντας στρατιωτικές υποχρεώσεις θα πάει αμέσως ως ασκούμενη σ’ έναν γνωστό τους δικηγόρο, συγγενή της μητέρας της. Όλα ήταν κανονισμένα. Μόνο η προσωπική συναισθηματική  κατάσταση ήταν ελλειμματική. Αυτό δε μπορούσε να διατηρείται επ’ άπειρον. Έπρεπε να πάρει  αποφάσεις και πρωτοβουλίες. Όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ,  πάει ο Μωάμεθ στο βουνό.

     Είχε στα φοιτητικά της χρόνια δεχθεί πληθώρα πιέσεων και προτάσεων να κάνει, σαν ένα φυσιολογικό νέο κορίτσι, ερωτικό δεσμό. Όμως όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι έκανε πάντα πίσω. Μια αμυδρή αλλά συγχρόνως και τόσο δυνατή εσωτερική φωνή της το απαγόρευε, λες και ήταν από τη μοίρα ταγμένη για τον άλλον.

   Θα επιχειρήσει η ίδια να λύσει τον προσωπικό της γρίφο. Δε γίνεται διαφορετικά. Το έτος της στη σχολή οργάνωνε εβδομαδιαία εκδρομή στα νησιά των Κυκλάδων, μέσω Πειραιά.  Αυτή ήταν η ευκαιρία! Κι η ίδια δεν είχε ποτέ επισκεφθεί τα νησιά, αλλά η πιο επιτακτική ανάγκη να λύσει το αίνιγμα υπερίσχυε κάθε άλλης επιθυμίας. Θα πήγαινε μαζί τους μέχρι την Αθήνα και μετά θα εύρισκε μια δικαιολογία να μην τους ακολουθήσει. Πράγματι έτσι κι έγινε. Σαν δικαιολογία στους συμφοιτητές επικαλέστηκε λόγους υγείας. Δεν αισθάνεται καλά και δεν έχει το κουράγιο να συνεχίσει μαζί τους. Θα επιστρέψει μόνη της στη Λάρισα, κοντά στη μάνα  της.

 Από πού ν’ αρχίσει η αναζήτηση; Την Αθήνα την επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Παρ’ όλα αυτά μέσα της κυριαρχούνταν από μια αποφασιστικότητα να λύσει το γρίφο. Απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στη διεύθυνση του δικηγορικού συλλόγου και από μια ευγενική νεαρή υπάλληλο ζήτησε στοιχεία για τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπαλτά. Πράγματι ήταν καταγεγραμμένος με αυτό το όνομα ένας δικηγόρος με την ταιριαστή  ηλικία, αλλά το μόνο προσωπικό στοιχείο που περιείχε η καταχώρηση ήταν μια διεύθυνση κατοικίας. Τακτοποιήθηκε πρώτα σ’ ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο να περάσει τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί, ρωτώντας με ένα ταξί βρέθηκε στη διεύθυνση που της δώσανε. Από κάτω στο ισόγειο ήταν ένας φούρνος. Με όλη την φυσική αγωνία που σιγά-σιγά η προσέγγιση στη λύση του αινίγματος της δημιουργούσε, ρώτησε τον άνθρωπο που την υποδέχτηκε μέσα στο φούρνο.

  «Ψάχνω να βρω το δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπαλτά.  Μήπως ξέρετε που κάθεται;»

 Ο φούρναρης χαμογέλασε και της απάντησε αμέσως

  « Ήρθες στο σωστό μέρος, κορίτσι μου. Εδώ, στον πάνω όροφο, κάθεται ο Κώστας. Μόνο που δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή είναι μέσα ή έχει φύγει για το γραφείο του. Χτυπήστε το κουδούνι της διπλανής πόρτας να δείτε».

  Το φυσιολογικό ήταν τα λόγια αυτά να την γεμίσουν χαρά. Επιτέλους είχε πετύχει το σχέδιό της. Αντίθετα η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.

 « Εδώ σε θέλω Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι!» Είπε από μέσα της.

 «Τώρα δεν υπάρχουν περιθώρια για πισωγυρίσματα. Πέσε, κορίτσι μου, στη θάλασσα και κολύμπα. Εσύ το θέλησες άλλωστε»

Διστακτικά χτύπησε το κουδούνι κι αυτομάτως ήρθε από πάνω η ανταπόκριση

  «Ποιος είναι;»

  Κόμπιασε. Τι ν’ απαντήσει;

  « Μια παλαιά γνωστή σου!»

  Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που ανοίγει και μπήκε στο σπίτι για ν’ ανέβει τα σκαλοπάτια. Όμως ο άλλος την πρόλαβε στο κεφαλόσκαλο.

  «Εσύ; Καλά το κατάλαβα! Δε θα το πιστέψεις, γνώρισα τη φωνή σου. Έλα απάνω γλυκιά μου».  

 Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά να την προϋπαντήσει κι όταν έφτασαν ο ένας κοντά στον άλλο δε τόλμησαν ν’ αγκαλιαστούν κάτι που κι οι δυο τόσο έντονα ήθελαν. Απλώς μπλέξανε τα χέρια τους, που στερημένα έσφιγγε ο ένας του άλλου.

  « Τι όμορφη έκπληξη ήταν κι αυτή, Φωτεινούλα; Έχω μείνει εντελώς, ήταν τόσο απρόσμενη η επίσκεψή σου!»

  Θυμόταν τ’ όνομά της, αναγνώρισε τη φωνή της!

  «Έπρεπε να σε δω, Κώστα. Να μάθω νέα σου. Από το λίγο που βρεθήκαμε νιώθω σκλαβωμένη κι ήρθα για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα ή ν’ απελευθερωθώ. Δεν είχα κανένα νέο σου όλα αυτά τα χρόνια. Ερώτηση πρώτη και βασική: Έχεις παντρευτεί;»

  « Είναι ερώτημα αυτό καλή μου; Θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο μετά τη συνάντησή μας;»

  Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη κι έβγαλε το μαντήλι με τη σταγόνα του αίματός της.

   «Κάθε μέρα το ’χω μαζί μου και σε φέρνω στη σκέψη μου, όταν κρυφά απ’ τους άλλους, το χαϊδεύω. Επίτηδες από τότε δεν έχει πλυθεί. Μα ήταν ποτέ δυνατόν να σε ξεχάσω;»

  Ένα δυνατό αίσθημα ευφορίας την πλημμύρισε. Η ανησυχία της ξεφούσκωσε. Την αγαπάει! Την αγαπάει! Είναι ηλίου φαεινότερο. Μήπως όμως κι αυτή δε έλιωνε όλο αυτόν τον καιρό με τη θύμησή του;

    «Τότε πώς εξηγείται ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα καθόλου νέα σου; Το ξέρεις ότι ολόκληρη κοπέλα 22 χρόνων τα χείλια μου δεν τ’ ακούμπησε άνδρας αναμένοντας εσένα και μόνο εσένα;»

  Ο άλλος κολακευμένος αλλά και βαθειά συγκινημένος της απάντησε

  «Είμαι γλυκιά μου ένοχος απέναντί σου. Το παραδέχομαι! Εκείνο που δε δέχομαι είναι πως δε σ’ αγαπώ. Εσύ είσαι ο άνθρωπός μου. Το κορίτσι που σφράγισε τη ζωή μου. Δικαιολογημένα παραπονιέσαι ότι ανδρικά χείλη δεν σ’ ακούμπησαν. Τι να πω κι εγώ που σε λίγο τριανταρίζω κι ακόμα είμαι παρθένος; Βλέπεις όμως ότι άλλες δυνάμεις πέρα από τις δικές μου επιθυμίες και προθέσεις έβαζαν απαγορευτικούς φραγμούς να πάρω τις πρωτοβουλίες που τόσο πολύ ήθελα. Δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω τίποτα, αλλά ο ξαφνικός ερχομός σου μπροστά μου εκβιάζει εκ των πραγμάτων τα πράγματα. Δεν επιτρέπεται καμιά άλλη καθυστέρηση. Τώρα εδώ πρέπει όλα να ξεκαθαρίσουν!»

  Μετά από ένα μικρό κόμπιασμα συνέχισε:

  « Ναι! Υπάρχει θέμα. Προς θεού, όχι μαζί σου. Εσύ είσαι η μόνιμη συντροφιά στη σκέψη μου από τη στιγμή της πρώτης μας συνάντησης. Είσαι το καταφύγιο που βρίσκω παρηγοριά, όταν οι αναμνήσεις με ζώνουν σα δηλητηριώδη φίδια και με πνίγουν. Πόσο, μα πόσο, θα ήθελα να ήσουν κόρη ενός άλλου πατέρα. Του οποιοδήποτε τυχαίου ανθρώπου πάνω στη γη. Ήταν ανάγκη ανάμεσα στα εκατομμύρια πατεράδες ο Κυριακόπουλος από το Σέσκλο νάναι ο δικός σου πατέρας;»

  «Στάσου Κώστα. Κατηγορείς ευθέως τον πατέρα μου και μου οφείλεις μια εξήγηση. Πατέρας μου είναι κι αυτό δεν αλλάζει, ούτε καταργείται, με μια εντολή. Έχεις υποχρέωση να μου τα πεις όλα»

 Τα τελευταία της λόγια ήταν σπαστά γιατί το παράπονο που εξαρχής υπήρχε στο πρόσωπό της λίγο-λίγο εξελίχθηκε σ’ ένα σπαρακτικό κλάμα, που την εμπόδιζε να συνεχίσει.  

    «Βλέπεις, καλή μου, τώρα και μόνη σου γιατί απέφευγα να σε συναντήσω κι έπινα μόνος το πικρό ποτήρι της μοναξιάς. Έχεις απόλυτο δίκαιο που παραπονιέσαι, αλλά από πού ν’ αρχίσω και πώς να συνεχίσω αυτήν την ιστορία που αρχίζει για μένα από το 1949 και για την οικογένειά μου ακόμα νωρίτερα. Αφού επιμένεις άκου λοιπόν. Τη μάνα μου, την πραγματική μου μάνα την έχασα νωρίς το 1944, πριν ακόμα να έχω συνείδηση των γεγονότων. Τον πατέρα μου όμως τον δολοφόνησαν μπροστά στα μάτια μου κι αυτό σημάδεψε όλη μου τη ζωή και με  κυνηγάει έκτοτε συνεχώς. Στάσου όμως. Αντί να στα λέω εγώ σκέφτηκα κάτι άλλο».

  Η Φωτεινή στεκόταν αμίλητη κι ανίσχυρη, με τα δάκρυα να κυλάνε συνεχώς από τα μάτια της, αναμένοντας λες κι ένας νέος κεραυνός είναι να πέσει από στιγμή σε στιγμή στο κεφάλι της. Μέσα σε λίγα λεφτά όλα γύρω της αναποδογύρισαν. Αυτή προκάλεσε με την πρωτοβουλία της τις ραγδαίες εξελίξεις κι έπρεπε η ίδια μόνη με υπομονή να κάνει κουράγιο, να πιει το πικρό ποτήρι των νέων γνώσεων.

  Ο Κώστας κατευθύνθηκε προς το γραφείο του κι έβγαλε ένα φάκελο. Ήταν το γράμμα της κυρά Θάλειας και της το έδωσε στα χέρια.

 « Διάβασε αυτό το γράμμα και μετά θα πάμε κάπου αλλού. Να κάνω ένα τηλεφώνημα πρώτα».

  Η Φωτεινή αφοσιώθηκε στην ανάγνωση της επιστολής. Το γεμάτο δάκρυα πρόσωπό της τον κοίταζε απελπισμένα κι ερωτηματικά.

  «Ποιοι είναι οι πραγματικοί σου γονείς; Από πού έρχεσαι;»

  «Τώρα που άνοιξε το θέμα όλα θα τα μάθεις. Δεν γίνεται να σταματήσουμε. Πάμε στο γραφείο του συμβολαιογράφου να διαβάσουμε- κι οι δυο για πρώτη φορά -μια μαρτυρία. Ξέρω πολύ καλά τις τραγικές στιγμές που ζεις. Όμως αυτή ήταν συνεχώς η δική μου ζωή. Θα βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε μαζί. Το ελπίζω!»

  Χρειάστηκε να τη στηρίζει γιατί μόνη της παραπατούσε. Όλα της ήρθαν μαζί και δεν άντεχε το βάρος τους. Όταν έφτασαν στο συμβολαιογράφο του είπε

  « Θέλω μόνο ένα αντίγραφο του περιεχομένου του άλλου φακέλου,. Ενώπιον μαρτύρων να γίνει η αποσφράγιση, η γραμματέας σου να βγάλει στο φωτοτυπικό ένα αντίγραφο και ο φάκελος πάλι να σφραγιστεί. Αυτό το αντίγραφο θα πάρω και θα αποχωρίσω με τη Φωτεινή. Νομίζω ότι ο φάκελος διατηρεί έτσι τη γνησιότητα των θελήσεων του συντάκτη της».

  Μόλις έφυγαν, ο Κώστας της εξήγησε.

 «Το γράμμα το έγραψε η δεύτερη μάνα μου, η κυρά Θάλεια. Υποπτεύομαι τι περιέχει, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι λέει. Πάμε πάλι στο σπίτι να το διαβάσουμε μόνοι μας. Κανένας δεν ξέρει το περιεχόμενό του και μετά από μας τους δυο ελπίζω να μην χρειαστεί να το μάθει τρίτος. Θα σου πω τη λύση που εδώ και καιρό λίγο-λίγο ωριμάζει μέσα μου. Θα τα πούμε όλα μετά την ανάγνωση του δεύτερου σημειώματος».

  Τον ακολουθούσε σαν υπνωτισμένη. Αμίλητη, ξεθεωμένη με τον καταιγισμό των αποκαλύψεων. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να τ’ αντέξει όλα. Η ίδια χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Έπρεπε τώρα να υποστεί και τις συνέπειες. Άρχισαν μαζί να το διαβάζουν, ο ένας φωναχτά κι ο άλλος από μέσα του.

    « Ονομάζομαι Θάλεια Σωτηρίου το γένος Μπαλτά. Κατάγομαι από την Αετοράχη των Ιωαννίνων. Ορκίζομαι στο όνομα του Θεού και της Παναγίας που τόσο σέβομαι κι αγαπώ, ότι ό,τι γράφω πιο κάτω είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια. Όλα τα χρόνια ζω στην Αθήνα. Ήμουν από το 1937 παντρεμένη με τον Νίκο Σωτηρίου που ασκούσε το επάγγελμα του φούρναρη. Ο άνδρας μου πέθανε το 1966.

     Το ξημέρωμα μιας μέρας, στα τέλη του 1949, συνέβη για μας ένα σημαντικό γεγονός που σημάδευσε όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Στο εργαστήριο του φούρνου που βρίσκεται στο πίσω μέρος του οικήματος, όπου συγχρόνως και κατοικούμε, εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί, αδύνατο, ταλαιπωρημένο, γεμάτο φόβο, ζητώντας απ’ τον άνδρα μου λίγο ψωμί. Πεινούσε το κακόμοιρο! Από την ταλαιπωρίες που είχε περάσει έπεσε σε λήθαργο. Τον είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη στιγμή που πρωτοξυπνούσε. Από τότε κιόλας τον έβαλα στην καρδιά μου. Βλέπεις ο θεός δεν μ’ αξίωσε να γεννήσω δικό μου παιδί. Ήταν τόσο ανυπεράσπιστο, κυνηγημένο, που χωρίς να συνεννοηθούμε καθόλου και να το συζητήσουμε με τον άνδρα μου τον πήραμε υπό την προστασία μας.

   Έπρεπε να αποκτήσει μία νέα ταυτότητα. Τότε εγώ και μόνο εγώ- με δική μου πρωτοβουλία και ευθύνη- το κανόνισα όλα. Ο αδελφός μου μόλις είχε χάσει τον μονάκριβο γιο του. Τότε έχασε κι ο ίδιος την επιθυμία να συνεχίσει τη ζωή. Του το είπα και συμφώνησε. Μου έστειλε ένα πιστοποιητικό γέννησης και του έκανα μεταγραφή στο δήμο Αθηναίων. Έτσι απόκτησε ταυτότητα κι ασφάλεια κοντά μας. Αργότερα μου εξομολογήθηκε την τραγική του ιστορία. Λίγες μέρες πριν έρθει σε μας εμπρός στα μάτια του τρεις- τέσσερις συγχωριανοί του σκότωσαν τον πατέρα του και κυνήγησαν τον ίδιο. Το πραγματικό του όνομα, κατά δήλωση του, είναι Νίκος Δημητρίου και κατάγεται από το Σέσκλο του Κίσαβου..»

 Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα απελπισμένο ξεφωνητό από το στόμα της Φωτεινής. Ο συνειρμός στο μυαλό της έγινε αυτόματα. Την συγκράτησε με το ζόρι και την πίεσε να ηρεμήσει.

  «Κάνε υπομονή να τελειώσει το κείμενο και τότε θα σου εξηγήσω τα υπόλοιπα!»

 

 «..Όλη του τη ζωή κουβαλάει μέσα του αυτόν τον εφιάλτη κι η ζωή του έγινε αφόρητη. Σαν μάνα μια συμβουλή έχω να του δώσω:

    Ας ξεφύγει απ’ τον όρκο της εκδίκησης που έδωσε μπροστά στο σώμα του νεκρού πατέρα του. Έγινε πάνω σε μια σκληρή στιγμή κι από τότε οι όροι άλλαξαν πολύ. Έχασε πολλά χρόνια από τη ζωή του κι έχει στερηθεί την αγάπη της κοπέλας που κι αυτός την αγαπάει, αλλά δεν τολμάει να της το πει. Ας δώσει τόπο στην οργή κι ας φτιάξει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Να θάψει οριστικά το παρελθόν. Αυτή είναι η δική μου συμβουλή. Ούτε ο πρώτος είναι, ούτε ο τελευταίος.

   Η χώρα μας πέρασε ένα δράμα. Μίση υπήρξαν πολλά κι αδελφικό αίμα χύθηκε. Η εμμονή όμως σ’ αυτήν την εποχή μόνο κακό  μπορεί να φέρει στον ίδιο. Η εκδίκηση μόνο νέα δυσάρεστα αποτελέσματα έχει, χωρίς κιόλας να προσφέρει καμιά ικανοποίηση. Οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω. Η γνώμη μου είναι να διατηρήσει το νέο του όνομα. Με αυτό μεγάλωσε, με αυτό έζησε, με αυτό πήρε το πτυχίο του, με αυτό κληρονόμησε ό,τι μπόρεσα να του αφήσω. Ως δικηγόρος γνωρίζει ότι η αλλαγή θα του δημιουργούσε μόνο προβλήματα. Από μέρους μου έχει την ευχή  και την αγάπη μου. Κώστα-Νίκο σε γλυκοφιλώ και σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη ζωή σου»

            Η μάνα σου Θάλεια.

 

 Η Φωτεινή είχε πια καταρρεύσει. Μέσα σε λίγες ώρες είχαν συμβεί τόσα πολλά για ν’ αντέξει μια νέα κοπέλα. Του ζήτησε τον λόγο

   «Ένα μόνο θέλω να μου πεις. Ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα σου είναι κι ο δικός μου πατέρας;»

  « Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Εκείνο που μόνο μπορώ να σου πω είναι τούτο: Κι απ’ το δικό μου μυαλό περνάνε ίδιες σκέψεις μ’ αυτές που άφησε σαν υποθήκη η νέα μου μάνα. Είμαι αποφασισμένος να θάψω οριστικά το παρελθόν και θα αρχίσω επιτέλους  να ζω σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Ύστερα έχω δικαίωμα ν’ αγαπήσω ελεύθερα κι αυτή η κοπέλα που από χρόνια αγαπώ, το ξέρεις, ότι είσαι εσύ».

   «Όχι, Κώστα. Τώρα πρέπει να φύγω! Πριν πάρω τις αποφάσεις μου χρειάζεται να τα σκεφτώ. Να τα βάλω σε μια σειρά και τότε θα δούμε. Ήταν περισσότερα από τις αντοχές μου όσα σήμερα έμαθα. Συγχώρησε με πρέπει να φύγω Πριν να φύγω όμως θέλω κάτι».

  Σηκώθηκε απ’ το κάθισμά της και πριν προλάβει ο Κώστας ν’ αντιδράσει, έσκυψε κοντά του και τούδωσε ένα τρυφερό φιλί.

  Ήταν μια υπόσχεση για το μέλλον ή μήπως  ένας αποχαιρετισμός; Η ανατριχίλα πέρασε σ’ όλο του το σώμα, φτάνοντας στις πατούσες του. Αυτή τη στιγμή δεν είχε μυαλό ν’ αξιολογήσει τη σημασία της εσπευσμένης αναχώρησης της. Το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν

  «Κάτσε σε παρακαλώ, Φωτεινή μου! Τώρα που επιτέλους σε βρήκα, τώρα πάλι θα σε χάσω;»

  «Δώσε μου ένα χρονικό τράτο, Κώστα. Χρειάζομαι ένα διάστημα ν’ αφομοιώσω τις νέες γνώσεις. Είναι τόσο σημαντικά και κρίσιμα αυτά που σήμερα έμαθα. Ένα πράγμα να σκέφτεσαι. Εγώ από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα με σκοπό να σε ανακαλύψω και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Θυσίασα τη χαρά της εκδρομής με τους συμφοιτητές μου και αναζήτησα να σε βρω. Δεν είναι αυτό μια ένδειξη του ενδιαφέροντος μου για σένα;»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14.  Ο Υπομοίραρχος

 

 

    Κάποια στιγμή ξέμπλεξε από τον βραχνά του Μοίραρχου. Αποχώρησε από το Σώμα και μπήκε στη χορεία των συνταξιούχων. Κανονικά θα έπρεπε να στήσει γλέντι που ξέμπλεξε από τον ανίκανο κι απαρχαιωμένο γραφειοκράτη. Όμως, άλλα θέματα δεν του επέτρεπαν να νιώσει μέσα του αυτή τη χαρά, παρά το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου του ήρθε η πολυαναμενόμενη προαγωγή. Τώρα ήταν Υπομοίραρχος. Δυστυχώς όχι κατ’ επιλογή, αλλά κατ’ αρχαιότητα. Βλέπεις στο φάκελό του δεν καταγράφτηκε μέχρι τώρα καμιά τρανταχτή επιτυχία. Γεγονός καταγραμμένο στις προσωπικές του φιλοδοξίες και τα μελλοντικά σχέδιά του

  Η δολοφονία του παλαιού χωροφύλακα στο Σέσκλο παρέμενε εισέτι ανεξιχνίαστη. Αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα. Κατάλαβε από μια στιγμή και πέρα ότι μια βαριά ομερτά, ένα τείχος σιωπής δεν του επέτρεψε να προχωρήσει την έρευνα πιο πέρα. Αλλά αυτού η υπόθεση του είχε κολλήσει. Μέσα του καταγράφτηκε ως προσωπική αποτυχία και κάτι τέτοιο δεν το ανεχόταν με τίποτα. Είχε κι αυτός το πείσμα του και το μυαλό του γύριζε όλο εκεί, παρά το γεγονός ότι η έρευνα επισήμως είχε κλείσει.

     Ήξερε ότι ο Μοίραρχος κι η παλαιά σκατοπαρέα του ήταν χωμένοι μέχρι το λαιμό στα γεγονότα, αλλά είχε την έγκριση και την επιθυμία της υπηρεσίας να ξεψαχνίσει εκείνα τα μαύρα χρόνια; Ιδιαίτερα όταν η συμπεριφορά πολλών μελών του σώματος της Χωροφυλακής είχε σκοτεινές πλευρές την ίδια περίοδο;  Μάλλον όχι! Ιδιαίτερα μετά την επέμβαση του Στρατού στα πράγματα. Αυτό είχε για τον ίδιο προσωπικά αρνητικές συνέπειες γιατί το κέντρο βάρους της καθημερινής τους απασχόλησης μετατοπίστηκε πάλι στο μέτωπο του πολιτικού εγκλήματος, τομέας που τον ίδιο δεν τον ενθουσίαζε, αντίθετα τον έκανε να νιώθει άβολα..

    Εννοείται ότι ποτέ δεν το είπε αυτό φωναχτά. Τρελός δεν ήταν. Καριέρα έκανε στο Σώμα. Τις προσωπικές του απόψεις ας τις κρατήσει για τον εαυτό του. Αυτή η καθημερινή ρουτίνα όμως τον έφθειρε. Όσο ήταν δυνατόν, χωρίς να υπάρξουν παρεξηγήσεις, απέφευγε τη διαδεδομένη μέθοδο, που κυριαρχούσε πάλι στο Σώμα τη στιγμή της ανάκρισης. Ξύλο, ξύλο, χωρίς συγκρατημό και μόνο ένα μικρό κράτημα για τις μόνιμες βλάβες που αυτή η μέθοδος μπορούσε να προκαλέσει. Είχε όμως αποτελεσματικότητα. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Στο τέλος ο ένοχος παραδεχόταν ό,τι η ανάκριση ήθελε να του εκμαιεύσει. Δεν ταίριαζαν με τον χαρακτήρα του όμως τέτοιου είδους συμπεριφορές.

   Αυτός είχε άλλες φιλοδοξίες κι ίσως ψευδαισθήσεις, αλλά όλα προς το παρόν θα τ’ ανεχόταν όλα. Δεν γίνεται και διαφορετικά. Ανακρίσεις για ύποπτους υπονομευτές του καθεστώτος, αποστολές ανθρώπων στις εξορίες, ατέλειωτες παρακολουθήσεις πραγματικών ή φανταστικών υπόπτων. Όλη η δραστηριότητα καταναλωνόταν σε τέτοιας υφής δραστηριότητες. Να διατηρείται αμείωτο και συνεχές το πέπλο του φόβου που είχε σκεπάσει τη χώρα, απαραίτητο μέσο για να διατηρηθεί στα πράγματα η νέα εξουσία.

    Στο Σώμα όμως δεν μπήκε γι’ αυτό. Αυτός φανταζόταν τον εαυτό του σαν ένα λαγωνικό, σαν τους ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων που αφειδώς είχε στο παρελθόν εντρυφήσει. Πήρε μερικές επικίνδυνες πρωτοβουλίες, που ίσως να είχαν συνέπειες, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Όποτε είχε ελεύθερο χρόνο έκανε επίσκεψη στο απομονωμένο Σέσκλο. Δεν είχε στην πραγματικότητα θετικές προσδοκίες, αλλά ήθελε να γνωρίσει καλύτερα το χώρο και τους ανθρώπους. Να γνωριστεί μαζί τους, να βρει κανάλια επικοινωνίας, να κρατάει τον ένοχο ή τους ενόχους σε εγρήγορση και φόβο. Πού ξέρεις; Κάποια στιγμή το μέτωπο της σιωπής και του φόβου μπορούσε να σπάσει.

  Σε μια από τις επισκέψεις του, συνάντησε τον πρώην προϊστάμενό του. Αυτός ξαφνιάστηκε κι έδειξε πραγματική έκπληξη με την παρουσία του «μικρού» στο χωριό

  «Καλά τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα;»

  «Ψάχνω κύριε Μοίραρχε! Η υπόθεση δεν λύθηκε ακόμα!»

  «Καλά η έρευνα δεν σταμάτησε;»

  «Όχι για μένα. Θα είναι ανοιχτή μέχρι να βρω τον ένοχο».

  Τον Μοίραρχο δεν τον είδε στα καλά του και τα λόγια του τον αναστάτωσαν ακόμα περισσότερο. Μαζί του ήταν η συνεχώς αμίλητη γυναίκα του. Για να σπάσει τον πάγο τη ρώτησε

  «Τι κάνει η κόρη σας;»

  Αμέσως εκείνη του απάντησε

  « Μια χαρά είναι! Σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη!»

  Ο άνδρας της την παρέσυρε λίγο άκομψα για ν’ απομακρυνθούν από κοντά του, δείχνοντας καθαρά την ενόχλησή του.

  Ο νεαρός αξιωματικός στη συνέχεια πήγε στο καφενείο, χαιρέτησε ευγενικά τους θαμώνες που βρισκόταν μέσα και τους κέρασε από ένα ποτό. Πίστευε ότι έτσι δίνει το μήνυμα που ήθελε. Δεν έχει παραιτηθεί από την υπόθεση. Τον ενδιαφέρει και συνεχίζει. Ποιοι θα σκεφτούν ότι είναι μόνο από δική του πρωτοβουλία;

  Οι ντόπιοι τον έβλεπαν ως εκπρόσωπο της επίσημης αρχής. Μόνο ο Μοίραρχος ήξερε την αλήθεια. Αυτό δεν τον φόβιζε. Πρώτον είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία και η επιρροή του είχε πια εξασθενήσει. Δεύτερον και κυριότερο. Είχε κι ο ίδιος λερωμένη τη φωλιά του στην υπόθεση και θα ήταν παράτολμο εκ μέρους του να παρέμβει ή να παραπονεθεί στην προϊστάμενη αρχή. Θα τον κολλούσε στον  τοίχο αν ενημέρωνε τον προϊστάμενό του ότι για αρκετό διάστημα απέκρυπτε, για ύποπτους λόγους, χρήσιμες πληροφορίες της ανάκρισης

 Όχι, ήρθε τώρα η ώρα να του ψήσει το ψάρι στα χείλη. Το οσμιζόταν ότι ο Μοίραρχος είχε μειωμένες αντιστάσεις. Η ψυχολογική του κατάσταση δεν ήταν κι η καλύτερη. Θα επιμείνει. Θα επιμείνει μέχρις ότου κάποια στιγμή το απόστημα θα σπάσει και θα χύσει όλη τη βρώμα που σήμερα είναι κρυμμένη πίσω από ένα τείχος σιωπής. Τότε θα έχει τη χαρά και την τιμή να τυλίξει τους ενόχους σε μια κόλλα χαρτί..

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  15.   Απολογισμός

 

 

   Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη. Όταν ξεκίνησε το ταξίδι της για την Αθήνα ήταν γεμάτη προσδοκίες και όνειρα. Γύρισε πίσω σαν βρεγμένη γάτα. Τελικά αυτό που υποπτευόταν, ότι η απότομη εξαφάνιση του Κώστα έχει σχέση με τον πατέρα της, επαληθεύτηκε πλήρως, αλλά με τόσο τραγικό τρόπο. Τώρα πρέπει να καλύψει τα νώτα της. Στην Αθήνα για ν’ αποχωριστεί από το κύριο σώμα των συμφοιτητών της είχε επικαλεστεί ξαφνικούς λόγους υγείας. Στους συμφοιτητές της θα επιμείνει πάνω σ’ αυτή τη γραμμή. Οι γονείς της δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά και δεν χρειαζόταν να μάθουν.  Θα τους άφηνε να πιστεύουν ότι έζησε ολόκληρη την εκδρομή και τουλάχιστον για την περίεργη μάνα της θα πρέπει να προετοιμάσει κάποιες φανταστικές εντυπώσεις. Καλύτερα θα είναι να διανθίσει τις περιγραφές της με τις πραγματικές εμπειρίες που θα συγκεντρώσει απ’ τους άλλους. Να υπάρξει τυχαία συνάντηση συμφοιτητή ή συμφοιτήτριας με τους γονείς της ήταν απίθανο των απιθάνων, αφού μέχρι τώρα κράτησε μακριά απ’ αυτούς τις πενιχρές άλλωστε παρέες της. Αλλού ήταν η δυσκολία.

  Πώς θα αντιμετώπιζε από δω και πέρα τον πατέρα της. Ήταν άραγε αλήθεια αυτό που εκ των πραγμάτων υποπτευόταν από τα συμφραζόμενα του Κώστα; Μπορούσε να τον ρωτήσει στα ίσια κάτι τέτοιο;  Δε θα άντεχε την οποιαδήποτε απάντησή του. Ήταν ένα Αμλέτιο δίλημμα και τα διλήμματα δυστυχώς απαιτούν την απάντησή τους. Όχι δεν έπρεπε να βιαστεί. Ας αφήσει κάποιες μέρες να κατακάτσει ο κουρνιαχτός που σήκωσε στο μυαλό της η ομοβροντία των πληροφοριών που η επίσκεψη στην Αθήνα της επεφύλαξε.

    Ας ήταν όμως και δίκαιη. Δεν ήταν όλα του ρημαδιού. Ο Κώστας την αγαπούσε, την ήθελε, αυτήν περίμενε όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνος πέρασε, σ’ αντίθεση με την ίδια, δύσκολά χρόνια μεταφέροντας πάνω του όλο το βάρος του προσωπικού του δράματος. Παρ’ όλα αυτά, με τη συμπαράσταση βέβαια των θετών γονέων του, στάθηκε στα πόδια του κι έκτισε την προσωπική του ζωή και σταδιοδρομία. Ένδειξη σαφής του στιβαρού του χαρακτήρα. Η ίδια τι αισθανόταν γι’ αυτόν;

    Εδώ η απάντηση ήταν εύκολη και καθαρή. Η καρδιά της του ανήκε, το σώμα της τον αποζητούσε. Αυτά δεν την οδήγησαν κοντά του;  Απλώς παράγοντες έξω από τις δικές τους επιθυμίες τους κράτησαν αυτά τα χρόνια τον ένα μακριά από τον άλλο.

  Δεν είχαν συμπληρωθεί έξη μέρες από τον χωρισμό τους και μόνο με τη μάνα της είχε μια τηλεφωνική επαφή. Ζητούσε πληροφορίες αν χάρηκε την εκδρομή. Της απάντησε θετικά με τη διαβεβαίωση ότι σύντομα από κοντά θα της πει λεπτομέρειες. Πλησίαζε το σούρουπο κι ετοιμαζόταν κάτι να τσιμπήσει για βραδινό.

     Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε δυνατά και παρατεταμένα.

    «Ποιος διάολος νάναι τέτοια ώρα;» είπε από μέσα της. «Δεν έχω καμιά διάθεση για παρέα κι ανούσιες συζητήσεις!»

   Μήπως είναι παιδιά που παίζουν με τα κουδούνια, μήπως κάποιος που έχασε τα κλειδιά του; Δίστασε για μια στιγμή, αλλά πολύ γρήγορα την νίκησε η περιέργεια. Πάτησε το κουμπί που άνοιγε την εξώπορτα και σε λίγα δεύτερα το ασανσέρ άρχισε ν’ ανεβαίνει, σταματώντας τελικά στον όροφό της. Άνοιξε η πόρτα και η ίδια έπεσε ξερή κάτω.

  Όταν συνήλθε ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι από πάνω της, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, ο Κώστας της.

 «Συνήλθες επιτέλους, μωρό μου. Έχω τρελαθεί απ’ την αγωνία»

 « Καλά πώς μ’ ανακάλυψες;»

  «Ρωτώντας πας στη πόλη, κορίτσι μου. Σε ψάχνω από το πρωί παντού και μόνο το απόγευμα στάθηκα τυχερός. Στη φοιτητική λέσχη συνάντησα μια φίλη σου, τη Μαρίζα, και μου είπε που κάθεσαι. Έπρεπε να σε προλάβω μην κάνεις κάτι βιαστικό κι ανεπανόρθωτο. Το γράμμα της μάνας μου μ’ έπεισε οριστικά να κλείσω το θέμα Είμαι ο Κώστας Μαντάς από την Ήπειρο. Τίποτα άλλο. Τα σβήνω όλα από το μυαλό μου, σαν να μην υπήρξαν. Δεν χρειάζεται να πεις ή να ρωτήσεις κανέναν για τίποτα. Είμαι επίσης αυτός που σ’ αγαπάει και θέλει να ζήσει για πάντα μαζί σου!»

 Πήρε μια ανάσα και συνέχισε

 « Ουφ επιτέλους έγινε! Τα είπα όλα και φοβόμουν πως θα τα πάρεις»

  « Μη σηκώνεσαι Κώστα. Κάτσε κοντά μου».

 Του τράβηξε απαλά το κεφάλι κοντά της κι επιτέλους τον φίλησε, όπως φιλάει μια ερωτευμένη γυναίκα τον άνθρωπό της. Κι αυτός ανταποκρίθηκε. Δεν ήξεραν τίποτα επί του πρακτέου. Αφέθηκαν να τους οδηγήσουν τα ένστικτά τους. Και χωρίς καμιά γνώση και καθοδήγηση βρήκαν το δρόμο μόνοι τους. Χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία. Τα σώματά τους ενώθηκαν και ταίριαξαν λες κι ήταν πλασμένα  από τη φύση να γίνουν ζευγάρι.

  Μετά από αρκετή ώρα επανήλθαν στην πραγματικότητα και στα προβλήματά της, αλλά τώρα ευτυχισμένοι και απελευθερωμένοι από την πολύχρονη αναμονή.

  « Και τώρα αγάπη μου τι θα κάνουμε;»

  «Τίποτα! Δεν θα πούμε κουβέντα σε κανένα. Είμαστε συνηθισμένοι από τη μοναξιά. Εσύ θα συνεχίσεις τις σπουδές σου μέχρι να πάρεις το πτυχίο σου. Μετά βλέπουμε»

  « Με μας τους δυο τι θα γίνει; Τώρα που δοκίμασα το κρασί, μου χρειάζεται η δόση. Πρέπει να σε βλέπω, σε χρειάζομαι».

  « Εσύ είναι δύσκολο να μετακινείσαι. Θ’ ανεβαίνω εγώ συχνά στη Θεσσαλονίκη να σε βλέπω. Οι εκκρεμότητες με τους γονείς αφήνονται για το μέλλον. Ίσως στην πορεία σκεφτούμε κάποια σωτήρια λύση».

    

                                                                                                   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

16.   Η «κάθαρση»

 

 

 

Τον είχε κουράσει η έλλειψη οποιασδήποτε δράσης στον τομέα του. Μόνο οι γνωστές γραφειοκρατικές αναφορές στους ανώτερους του, η ενημέρωση στις συνεχείς ανούσιες διαταγές, που συνεχώς έρχονταν η μια μετά την άλλη από πάνω. Μερικές διαρρήξεις που διελευκάνονταν σχεδόν αυτομάτως, μικροαπάτες από λαμόγια της περιοχής. Μόνο ένα έγκλημα τιμής ομολογημένο εξαρχής από τον δράστη και ξεκάθαρο. Αυτά. Τίποτα το συγκλονιστικό. Ήταν στην τσίτα αναμένοντας τουλάχιστον εξελίξεις στο βαθμολογικό ή την πολυπόθητη μετάθεση στο κέντρο των εξελίξεων, εκεί που ανατίθενται όλες οι σημαντικές ποινικές υποθέσεις, εκεί στα εγκληματολογικά εργαστήρια, όπου υπάρχει ο αναγκαίος, βρε αδελφέ, εξοπλισμός. Να βρεθεί επιτέλους ανάμεσα σε συναδέλφους, να ασκήσει το επάγγελμα που σπούδασε και τον έφερε στο Σώμα. Εδώ βρίσκεται σε λάθος τόπο και σε λάθος αποστολή. Ένα δυσάρεστο αδιέξοδο!

  Ένα πρωινό ένα τηλεφώνημα από το τοπικό νοσοκομείο τον έβγαλε από τη ρουτίνα του. Τον αναζητούσε ένας άρρωστος για να καταθέσει.

 « Μόνο σ’ εσένα θα μιλήσει, είπε. Κάτι που πιστεύει ότι σ’ ενδιαφέρει».

     Αυτά είναι ακριβώς τα λόγια του ανθρώπου που βρισκόταν στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Δεν έχασε καθόλου καιρό. Με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ένας υφιστάμενος του, βρέθηκε απέναντι στον άρρωστο. Είχε προηγουμένως ενημερωθεί από τον θεράποντα γιατρό ότι είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία του μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες.

  « Αγαπητέ μου, με ζήτησες κι ήρθα. Είμαι όλος αυτιά. Εμπρός!»

  «Εσύ μάλλον δε με πρόσεξες, εγώ όμως σε ξέρω. Σε είδα δυο φορές στο χωριό και μάλιστα μια φορά στο καφενείο μας κέρασες κιόλας από ένα τσίπουρο. Θέλω να κάνω μια επίσημη κατάθεση. Ξέρω την κατάσταση της υγείας μου, αλλά όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έχω «σώας τας φρένας» μου. Δεν θέλω να μείνουν ατιμώρητα τα εγκλήματά τους. Εσύ φρόντισε για το επίσημο της κατάθεσής μου κι εγώ είμαι έτοιμος. Κατάλαβες φαντάζομαι ότι πρόκειται για τον ανεξιχνίαστο έγκλημα στο Σέσκλο, που εσύ ερευνούσες.

  Τρελάθηκε ο υπομοίραρχος. Ο βρόχος που τον έπνιγε τόσο καιρό επιτέλους θα λυνόταν. Αυτό, που μέχρι τώρα καταγράφτηκε μέσα του ως αποτυχία, μπορεί να γίνει τελικά ο θρίαμβός του. Του είπε

 «Κάνε λίγο υπομονή να γίνει η κατάθεσή σου με επίσημο τρόπο»

 Έστειλε τον οδηγό στο τμήμα να φέρει το μαγνητόφωνο που διέθετε η υπηρεσία και έναν γραφέα να καταγράψει όσα θα ειπωθούν. Η κατάθεση άρχισε ως εξής:

  « Ονομάζομαι Μανώλης Τριαρίδης και κατάγομαι από το χωριό Σέσκλο του Κίσαβου. Εκεί γεννήθηκα το 1924 και εκεί έζησα χωρίς διακοπή μέχρι τώρα. Για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια δεν έκανα οικογένεια, είμαι γεροντοπαλίκαρο από επιλογή. Ας έρθω όμως στο ψητό:»

 Χωρίς κανένα δισταγμό, με αποφασιστικότητα συνέχισε

 «Εγώ είμαι αυτός που μαχαίρωσα τον Κίτσο  Τσιτούρα. Όλες τις μαχαιριές, που έφαγε το τέρας, τις άξιζε μία προς μία. Απλώς άργησα να το κάνω κι εν τω μεταξύ πρόλαβε να κάνει κι άλλο κακό στους συγχωριανούς μας».

 « Πες τα μου αναλυτικά. Πως έγινε αυτό;»

 « Για να τα καταλάβεις τα πράγματα πρέπει να πάμε στα παλιά. Αφού έφυγαν οι Γερμανοί μερικοί στο χωριό θεώρησαν ευκαιρία να γίνουν πλούσιοι και να κάνουν ό,τι θέλουν, βγάζοντας όλα τ’ απωθημένα τους. Σχημάτισαν συμμορία και έκαναν όλα τα εγκλήματα που πέρασαν από το μυαλό τους Να σου πω τη δική μου περίπτωση. Το 1948 ετοιμαζόμουν να παντρευτώ την Αργυρώ. Ένα γλυκό κι όμορφο κορίτσι της γειτονιάς μας και εγώ ήμουν ο τυχερός στον οποίο έδειξε την προτίμησή της. Αυτό δεν άρεσε στον Κίτσο, που η Αργυρώ του είχε από παλαιά γυαλίσει. Εκείνη όμως δεν του έδωσε σημασία και τον απέρριψε. Αυτός δεν ανέχτηκε την άρνηση. Εκείνη την εποχή αυτοί ήταν κράτος εν κράτει».

  Πήρε δυο ανάσες κι αποφασιστικά συνέχισε, αλλά τώρα με σπασμένη τη φωνή του

  «Μια φορά που την βρήκε στο λιβάδι να βόσκει τις κατσίκες της με τη βοήθεια δυο άλλων την βίασε με το χειρότερο τρόπο και μετά παινευόταν κιόλας για το κατόρθωμα του. Από την  ημέρα εκείνη και μετά το έχασα το κορίτσι μου! Κατάλαβα ότι κάτι συνέβη αλλά εκείνη δεν μου έλεγε τίποτα. Εκ των υστέρων συμπέρανα ότι η καλή μου ήθελε να με προστατέψει από την αυθόρμητη αντίδρασή μου. Μου ζήτησε ν’ αναβάλουμε το γάμο, αλλά δεν άντεξε τελικά την ντροπή. Τον άλλο μήνα πήδηξε απ’ τη χαράδρα κι αυτοκτόνησε. Σε μένα δεν είπε τίποτα. Χρόνια μετά η κακομοίρα η μάνα της μου το εξομολογήθηκε».

   «Ο Τσιτούρας  έφαγε το κορίτσι μου!».

   « Από εκείνη τη μέρα το έβαλα στο μυαλό μου Πρέπει το κτήνος να πληρώσει για τα εγκλήματά του. Μαζί κι η σκατοπαρέα του».

  «Ποιοι είναι αυτοί;»

 « Ένας ήταν ο δικός σου. Ο Μοίραρχος. Όμως έξυπνος και καταφερτζής μπόρεσε και ξέφυγε εγκαίρως. Έβαλε τα γαλόνια στον ώμο κι έγινε ένας νομοταγής πολίτης.  Και μάλιστα με τη σφραγίδα του κράτους. Άλλος είναι ένα χαμένο κορμί που έχει χαρτοπαιχτική λέσχη στη Θεσσαλονίκη, ο Νίκος Καφάκος. Ο τέταρτος της παρέας πέθανε πριν λίγα χρόνια. Ήταν ο Γιώργος Λεφούσης. Θα μπορούσα να σου αραδιάσω μια σειρά ονόματα οικογενειών που αφανίστηκαν στο χωριό. Στο τέλος οι έξυπνοι βρέθηκαν με κτηματικές περιουσίες τεράστιες, ενώ όλοι οι παλαιοί ξέρουμε ότι τα κτήματα δεν τους ανήκουν. Ανήκουν στους εξαφανισμένους. Αλλά ποιος να φέρει αντίρρηση; Ποιος να μιλήσει; Εκμεταλλευτήκαν το αίσθημα του φόβου που κυριάρχησε τον τόπο μας εκείνα τα χρόνια. Το έπαιξαν εθνικόφρονες ενώ στη πραγματικότητα ήταν εγκληματίες κι άρπαγες. Να ξέρεις νεαρέ: Κάτι τέτοιοι απομάκρυναν μια σειρά ανθρώπους από την εθνική παράταξη. Αυτοί μετέτρεψαν την εθνικοφροσύνη σε προσοδοφόρο επάγγελμα κι έγιναν απωθητικοί σε κάθε τίμιο χωριανό».

 « Περίγραψε μου πιο συγκεκριμένα πως έφαγες τον Τσιτούρα».

  «Καιρό το γυρόφερνα στο μυαλό μου. Αυτός ήταν μαγκούφης στο σπίτι του. Πηγαινοερχόταν στη Λάρισα και τον περίμενα μέσα στην αυλή του με το μαχαίρι. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα χώθηκα με τη βία πίσω του. Όταν με είδε κατάλαβε, αλλά δεν πρόλαβε ν’ αντισταθεί. Ίσως λιγότερες μαχαιριές να φτάνανε, αλλά είχα μαζέψει πολύ μίσος μέσα μου. Έβγαλα όλο το άχτι μου! Τώρα τι γίνεται; Στην ερώτηση αν μετανιώνω δεν έχω απάντηση. Δυστυχώς εκ των υστέρων έμαθα ότι η εκδίκηση δε λύνει τα προβλήματα. Απλώς δημιουργεί νέα».

« Με τη διαβεβαίωση ότι όλα τα προηγούμενα που κατέθεσα είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, θέλω να κλείσω με το εξής τελευταίο Στο ερώτημα γιατί τα λέω όλα αυτά αφού η αστυνομική έρευνα δεν μ’ εντόπισε μέχρι τώρα έχω να δώσω την εξής απάντηση. Δεν ανεχόμουν να μείνουν ατιμώρητοι οι ένοχοι τόσων εγκλημάτων. Η δική μου πορεία είναι προδιαγεγραμμένη, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι και χωρίς να αρρωστήσω κάποια στιγμή θα εμφανιζόμουν ενώπιον σας. Φέρε μου γρήγορα το κείμενο της κατάθεσης και θα το υπογράψω ενώπιον μαρτύρων».

  Ο υπομοίραρχος δεν έχασε καιρό. Εντός της ίδιας ημέρας όλα είχαν τελειώσει. Επιτέλους ένιωθε δικαιωμένος και γεμάτος. Η υπόθεση λύθηκε. Κάθισε με προσοχή και υπέβαλλε στους προϊσταμένους του αναλυτική αναφορά όλων των ενεργειών του από την αρχή μέχρι και το τέλος.

    Ήταν ο μικρός ανυποψίαστος των υψηλών σκοπιμοτήτων που υπάρχουν στη ζωή και την κοινωνία. Τώρα θα έπαιρνε ένα μάθημα της πραγματικής ζωής. Περίμενε ραγδαίες τις εξελίξεις αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να έρθει καμιά είδηση. Η αδημονία τον έτρωγε. Απευθύνθηκε στον προϊστάμενο του μην τυχόν ξέρει κάτι κι εκείνος τον απογοήτευσε.

  « Επειδή εμπλέκονται άνθρωποι του Σώματος η αναφορά σου στάλθηκε υπηρεσιακώς στην προϊστάμενη αρχή και μέχρι τώρα δεν έχω κανένα νέο. Θα περιμένουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Μην πάρεις καμιά πρωτοβουλία μόνος σου».

  Ήταν να σκάσει. Εδώ έχουμε διαλεύκανση μιας χαμένης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δολοφονίας κι αυτοί καθυστερούν αδικαιολόγητα.

  Με κυρίαρχη αυτή την ψυχολογία δέχτηκε στο γραφείο του την επίσκεψη του παλαιού του προϊστάμενου. Με εξοργισμένο ύφος ο πρώην Μοίραρχος του έβαλε τις φωνές.

  «Υπάρχει κατάθεση ανθρώπου εναντίον μου και δεν με ενημέρωσες καθόλου!. Αυτό είναι απαράδεκτο!»

  «Πάψε, κύριε, να μου κάνεις μαθήματα. Δε διαθέτεις το ηθικό ανάστημα. Την έχεις χεσμένη τη φωλιά σου. Από την αρχή ήξερες όλα τα στοιχεία και τ’ απέκρυψες από μένα που έκανα την ανάκριση. Τολμάς και μιλάς, χαμένο κορμί, όταν πια ξέρω πολύ καλά την προϊστορία σου! Εύχομαι να μην μάθουν ποτέ οι αθώες γυναίκες σου τι κουμάσι ήσουν στο παρελθόν».

  Ο πρώην πάγωσε! Ασυνήθιστος, όπως ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια να του μπαίνουν, η επίθεση του μικρού τον ταρακούνησε. Μέχρι τώρα, με την επίκτητη εξουσία που του εξασφάλιζαν τα σιρίτια, γινόταν πάντα το δικό του. Με την επίθεση του μικρού από μέσα του αναδύθηκε το θρασύδειλο πλάσμα που πάντα στην πραγματικότητα ήτανε. Η αναφορά στις γυναίκες του, του έκοψε τα πόδια. Ήταν τα μόνα πλάσματα που είχε αγαπήσει στη ζωή του και το ενδεχόμενο να τα αντιμετωπίσει μετά την πιθανή δημοσιοποίηση του παρελθόντος, του ήταν ένα ανυπόφορο δεδομένο.

  Ο μικρός ήταν αμείλικτος απέναντί του και είχε ψυχολογήσει σωστά τα πράγματα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τα περιθώρια της αντίδρασής του είχαν τραγικά περιοριστεί. Η μόνη διέξοδος ήταν η προσωπική του έξοδος.

  Με το αυτοκίνητό του πήγε κατευθείαν στο χωριό. Μέσα στην προσωπική του κρύπτη είχε από παλαιά προσωπικά εφεδρικά όπλα. Μ’ ένα απ’ αυτά θα πήγαινε στον αγύριστο. Όχι! Δεν θα τους πρόσφερε τη χαρά να τον κατασπαράξουν ζωντανό. Δεν ήταν το κορόϊδο που αυτοί νόμιζαν. Ούτε θα βρίσκανε το σώμα του. Ξέρει αυτός λημέρια που μόνο άγρια θηρία πλησιάζουν. Εκεί θα πάει να πλαγιάσει. Θα ήθελε προηγουμένως να φιλήσει το κορίτσι του, αλλά αυτό δε γίνεται. Δεν μπορεί να τάχεις πάντα όλα. Άφησε τ’ αυτοκίνητο έξω απ’ το σπίτι, πήρε το όπλο και ξεκίνησε με τα πόδια. Την τελευταία στιγμή του κατέβηκε η ιδέα. Γύρισε πίσω και πήρε μαζί του και την κυνηγητική καραμπίνα.

    «Ωραία ιδέα τελικά. Ας νομίζουν ότι πάω για κυνήγι».

  Αυτό έχει γίνει τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Το ενδεχόμενο του ατυχήματος είναι μια λύση. Είχε πολύ δρόμο μπροστά του. Ναι! Αυτό το άσπλαχνο πλάσμα που έβαψε τα χέρια του με αίμα αθώων, αυτό το αρπακτικό τσακάλι ντρεπόταν. Μόνο όμως για τον προσωπικό του ευτελισμό στα πρόσωπα που αυτός αγαπούσε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

17.   Η ισορροπία των σκοπιμοτήτων

 

 

   Οι μέρες περνούσαν χωρίς εξελίξεις. Ο αρχικός ενθουσιασμός του Υπομοίραρχου ξεφούσκωνε λίγο- λίγο. Από την κεντρική υπηρεσία, σιγή ασυρμάτου. Ο ντόπιος προϊστάμενος;  Κι αυτός του έκανε μόνο μούτρα. Χωρίς εξηγήσεις. Ήταν να σκάσει. Ευτυχώς οι εξελίξεις ήρθαν και τον καπάκωσαν. Ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος κάποια στιγμή κατέληξε. Κάτι που αναμενόταν βεβαίως και δεν αποτέλεσε έκπληξη για κανέναν.. Πίσω  άφησε μόνο την επικυρωμένη κατάθεσή του. Η δεύτερη εξέλιξη ήταν κι η σημαντικότερη. Ο πρώην Μοίραρχος ήταν άφαντος. Η γυναίκα του δήλωσε την εξαφάνισή του, αλλά μέχρι τώρα οι έρευνες δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το πιθανότερο προς το παρόν ενδεχόμενο είναι να έπαθε κάποιο ατύχημα στην κυνηγητική του εξόρμηση. Μόνο αυτός υποπτευόταν, μετά την τελευταία συζήτηση μαζί του, ότι υπάρχει κι άλλο ενδεχόμενο: Η εθελούσια αποχώρηση απ’ τη ζωή. Είχαν γι’ αυτόν σφίξει τόσο τα πράγματα που δύσκολα θα την έβγαζε καθαρή. Αυτές τις υποψίες του δεν θα τις κοινολογούσε σε κανέναν. Ίσως να έχει κι αυτός μια έμμεση συμβολή στην κατάληξη αυτή. Μονολόγησε

    «Να σου πω κάτι; Θα ήταν η μόνη και τελευταία γενναία πράξη εκ μέρους του».

  Τότε ήρθε το σήμα. Ο τοπικός προϊστάμενος τον ενημέρωσε ότι πρέπει να παρουσιαστεί εντός της επόμενης ημέρας στο Στρατηγό, τον Επιθεωρητή Βορείου Ελλάδος «δι’ υπόθεσιν του», στη διοίκηση της Θεσσαλονίκης. Με την προφανή ανησυχία πήρε από τη Λάρισα το βραδινό τρένο για να βρίσκεται την άλλη μέρα εγκαίρως στον τόπο της συνάντησης. Συνεσταλμένος βρέθηκε απέναντι στον βλοσυρό Στρατηγό.

  «Διάβασα την αναφορά σου στην υπόθεση της δολοφονίας του Σέσκλου. Είμαι ακόμα πλήρως ενήμερος των τελευταίων εξελίξεων. Νομίζουμε ότι η υπόθεση πρέπει να κλείσει, να πέσει ταφόπλακα στα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή. Μερικές  πράξεις δεν τιμούν το Σώμα και δεν είναι εποχή να συμβάλουμε εμείς στην ήδη τραυματισμένη του εικόνα. Η εντολή που έχω είναι σαφής και δεν υπάρχουν περιθώρια αντιρρήσεων. Η υπόθεση κλείνει. Όχι, δεν πάει στο Αρχείο. Όλα τα έγγραφα και οι καταθέσεις, γύρω από την υπόθεση αυτή θα καταστραφούν. Ο θύτης πέθανε και με βάση μια έρευνα που κάναμε αρμοδίως αυτές τις μέρες δεν ενημέρωσε κανέναν άλλο για την πράξη του. Συγγενείς δεν έχει. Άρα πήρε το μυστικό της πράξης μαζί του στον τάφο. Ο Μοίραρχος της περιοχής σύμφωνα με τοπικές εκτιμήσεις χάθηκε οριστικά σε ατύχημα».

  Χωρίς διακοπή συνέχισε

   «Βεβαίως, εσύ έκανες καλή δουλειά και η υπηρεσία το αναγνωρίζει. Προς αναγνώριση των υπηρεσιών σου ανακοινώνω ότι από σήμερα μετατίθεσαι στη διεύθυνση δίωξης του εγκλήματος στη Θεσσαλονίκη και εγώ με προσωπική μου αναφορά που θα γίνει εγκαίρως σε προτείνω για προαγωγή σε Μοίραρχο για την επόμενη περίοδο των κρίσεων».

  Κάτι μέσα του διαμαρτυρόταν, σίγουρα η εξέλιξη δεν του άρεσε, μα το δόλωμα που περιλάμβανε η πρόταση, ήταν τόσο δελεαστικό, που τον τουμπάρισε. Απάντησε θετικά χωρίς καθυστέρηση κι η φάση της σταδιοδρομίας του στη Λάρισα έληξε οριστικά. Τουλάχιστον το τομάρι στο Σέσκλο αυτοτιμωρήθηκε. Ήταν κι αυτό ένα είδος κάθαρσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

18. Η αυλαία πέφτει

 

 

    Η Φωτεινή τον είχε εδώ και μέρες ενημερώσει για την εξαφάνιση του πατέρα της. Ο ίδιος δεν μπορούσε πρακτικά να τη βοηθήσει. Δεν ήταν σε ψυχολογική θέση να επισκεφθεί προς το παρόν το χωριό και της το είπε. Η ίδια είχε αυτό το διάστημα εγκατασταθεί στη Λάρισα για να  συμπαρασταθεί στην απαρηγόρητη μητέρα της. Είχαν πάει κι οι δυο τους επανειλημμένως στο χωριό, είχαν ψάξει παντού, αλλά καμία θετική πληροφορία μέχρι τώρα δεν τους είχε έρθει.

    Από το σπίτι έλειπε η κυνηγητική καραμπίνα κι αυτό ήταν η βάση της επικρατούσας άποψης για την τύχη του. Πρέπει να έπαθε ατύχημα στη διάρκεια του κυνηγιού. Χωροφύλακες, με την πρόσθετη βοήθεια ειδικών δυνάμεων του στρατού και ντόπιων κατοίκων ερεύνησαν εξονυχιστικά όλες τις πιθανές τοποθεσίες γύρω από το χωριό χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι έρευνες κατέληγαν σε αποτυχία και άρχισε να συνειδητοποιείται ο χαμός του.

     Για τη μάνα ο ξαφνική εξαφάνιση του άνδρα της ήταν μεγάλο χτύπημα. Για την ίδια, τα αισθήματα ήταν αμφίσημα. Βεβαίως ήταν ο πατέρας της κι όλα τα χρόνια είχε ρουφήξει την ιδιαίτερη αγάπη που της είχε. Η απώλεια του ήταν σημαντική. Όμως μια σειρά ενδείξεων αμαύρωσαν την εικόνα που μέχρι τώρα είχε για τον ίδιο. Η υπαινικτική αναφορά του Κώστα ότι κι ο πατέρας της είναι πίσω από την περιπέτειά του την οδηγούσαν στην μυστική εσωτερική παραδοχή ότι η ξαφνική εξαφάνιση του ήταν για την περίπτωση του το καλύτερο ενδεχόμενο. Η ίδια υποπτευόταν ότι ίσως δεν ήταν τυχαίο γεγονός η εξαφάνιση. Ίσως να ήταν η τελευταία προσφορά στη κόρη του να μη ζήσει την διαπόμπευση του εν ζωή.

  Οι ανάγκες της ζωής, τους προσγείωσαν στην πραγματικότητα. Έπρεπε να πάει απαραίτητα στη Θεσσαλονίκη για την τελευταία εξεταστική της περίοδο. Η αναστάτωση των τελευταίων ημερών δεν της είχαν αφήσει το χρόνο να προετοιμαστεί καλά στα υπόλοιπα μαθήματα μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών της. Στις λίγες μέρες, που είχε στη διάθεση της, έκανε εξαντλητικά ωράρια διαβάσματος και οι καλές βάσεις που είχε από τα προηγούμενα χρόνια έφεραν, ίσως ανέλπιστα, καλά αποτελέσματα. Όταν με την ωρίμανση του χρόνου ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα είδε ότι η φάση αυτής της ζωής έκλεισε οριστικά και μάλιστα με επιτυχία.

  Με τον Κώστα είχαν συχνή επαφή. Μέχρι τώρα αυτός αποκλειστικά ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη κάθε τόσο και ζούσαν ιδιωτικά και με διακριτικότητα τον έρωτά τους. Ήταν δεμένοι πια με τα δυνατά αισθήματα, αυτά που νιώθουν δυο άνθρωποι που τα βρήκαν μεταξύ τους. Ακόμα δεν είχαν κοινοποιήσει σε κανέναν την απόφασή τους να ενώσουν για πάντα τη ζωή τους.

  Όταν μετά από λίγες μέρες ορκιζόταν στο Πανεπιστήμιο, χωρίς να υπάρξει καμιά προσυνεννόηση, βρήκε στην έξοδο τον δικό της να την περιμένει. Ήταν μια απρόσμενη αλλά συγχρόνως και μια ευπρόσδεκτη έκπληξη

  « Είναι παράδοση γλυκιά μου! Έτσι με περίμεναν και μένα στα Προπύλαια οι καλοί μου θετοί γονείς. Το ρολόι που φοράω τόσα χρόνια στα χέρια μου ήταν το γλυκό τους δώρο για το πτυχίο μου. Άπλωσε κι εσύ το χέρι σου. Ένα κομψό και μοντέρνο ρολόι βρέθηκε γύρω από το χέρι της»

  « Αγαπητή συνάδελφε, ελπίζω στη συνεργασία μαζί σου στο μέλλον»

 Η συγκίνηση που ένιωσε ήταν τόση, που τα μάτια της γέμισαν δάκρια. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν για την ορκωμοσία της. Η μάνα της ακόμα ήλπιζε ότι κάποια στιγμή ο άνδρας της θα εμφανιστεί μπροστά της σώος κι αβλαβής. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αντίθετα αυτή είχε πειστεί ότι ο πατέρας της είχε επιλέξει την εθελούσια αποχώρηση από τη ζωή. Ο Κώστας- πώς το είχε μάθει- κι ήταν στη κατάλληλη θέση την σωστή στιγμή; Ο καλός της είχε φροντίσει μόνος του να πληροφορηθεί την ακριβή μέρα κι ώρα της ορκωμοσίας των νέων πτυχιούχων. Έτσι εξηγείται η τόσο όμορφη εδώ παρουσία του.

  «Τώρα θα κάνουμε αυτό που έκαναν και σε μένα. Θα πάμε σ’ ένα καλό εστιατόριο να φάμε και με την ευκαιρία θα συζητήσουμε μερικά πράγματα που ωρίμασαν πια».

 Όταν το βράδι βρέθηκαν πάλι μαζί αυτός πήρε την πρωτοβουλία.

  « Αποφάσισα οριστικά κι αμετάκλητα να θάψω την αρχική μου προέλευση. Ο Νικόλας Δημητρίου πέθανε μαζί με τον πατέρα του εκείνη τη σκληρή μέρα του 1949. Άρα στη μάνα σου θα με συστήσεις με το σημερινό μου όνομα: Κώστας Μπαλτάς από την Αετοράχη Ιωαννίνων. Η εκδίκηση που όφειλα στους δικούς μου δόθηκε με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς τη δική μου- ανώφελη άλλωστε- παρέμβαση. Πρέπει από εδώ και πέρα να τα ξεχάσω όλα. Η νεκρανάσταση των παλαιών καταστάσεων μόνο προβλήματα θα μου δημιουργούσε. Όπως πάντα η κυρά Θάλεια είχε κι εδώ δίκαιο».

 Χωρίς διακοπή συνέχισε

 « Τώρα που τελείωσες δεν έχει νόημα η παραμονή σου στη Θεσσαλονίκη. Θα κλείσουμε το φοιτητικό σου σπιτικό και θα μεταφέρουμε τα πράγματά στη Λάρισα. Τότε θα ζητήσω το χέρι από τη μάνα σου και θα παντρευτούμε. Θα έρθεις στο δικό μου γραφείο στην Αθήνα να κάνεις εκεί την εξάσκησή σου. Κάποια στιγμή πρέπει να έρθουν και τα παιδιά. Να μην έχουν τη δική μας ερημιά κι ατυχία. Μοναχοπαίδια ίσον καταδίκη. Το ξέρεις. Ελπίζω εμείς να σπάσουμε αυτήν την παράδοση»

 Δεν άντεξε να τον αφήσει παραπέρα να μιλάει μόνο αυτός. Με αποφασιστικότητα συνέχισε η ίδια

   « Στοπ! Πάρε μια ανάσα καλέ μου. Τα είπες όλα αλλά δεν σκέφτηκες τις δικές μου απόψεις κι επιθυμίες. Μην προκαταλαμβάνεις όλα τα πράγματα. Συμφωνώ πλήρως για την νέα ταυτότητα. Κι εγώ έχω την ίδια άποψη. Θα ανακατευτούν πολύ τα πράγματα σε άλλη περίπτωση. Να σε συστήσω στη μάνα μου; Βεβαίως. Είσαι ο άνδρας της ζωής μου και κάποτε θα σε παντρευτώ. Ξεχνάς όμως αγαπητέ μου ότι η υπόθεση του πατέρα είναι ακόμα ανοιχτή. Η  μάνα ούτε να συζητήσει δεν  θα θέλει για άλλα ενδεχόμενα. Φαντάζεσαι τι θα πει για γάμους. Βρισκόμαστε σε περίοδο πένθους και, άσχετε πρωτευουσιάνε μου, πρέπει να σέβεσαι τα ήθη κι έθιμα της επαρχίας».

    «Μέχρι πότε θα διαρκέσει αυτή η περίοδος;»

     «Κάνε λίγο υπομονή και θα έρθουν όλα όπως τα είπες»

 Την άλλη μέρα πακετάρισαν όλα τα προσωπικά της είδη, που θα τα μετέφεραν με τ’ αυτοκίνητο του Κώστα. Τα λίγα έπιπλα του φοιτητικού δωματίου τα πήρε η μεταφορική εταιρεία να τα στείλει στη διεύθυνσή της στη Λάρισα. Δεν ήταν πράγματα αξίας αλλά είχαν συναισθηματικό φόρτο, που την υποχρέωνε να μην τ’ αποχωριστεί.   Με αισθήματα μελαγχολίας έφυγαν από το σπίτι. Είχαν εκεί μέσα όμορφες αναμνήσεις. Εκεί, σ’ αυτό το δωμάτιο, για πρώτη φορά και οι δυο τους ένιωσαν τη χαρά της ερωτικής ένωσης, εκεί μέσα τόσους μήνες ζούσαν, στις συχνές επισκέψεις του Κώστα στη Θεσσαλονίκη, τον κρυφό μέχρι τώρα έρωτά τους. Τώρα έμενε η εκκρεμότητα με την μάνα της.

      Υπήρχε μια λογική συγκίνηση, όταν για πρώτη φορά περνούσε το κατώφλι του σπιτιού της Φωτεινής. Τα αισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Ήταν το σπίτι του κτήνους, αλλά και της αγαπημένης του Φωτεινής. Τότε μέσα του πήρε την απόφαση. Θα τους πάρει όλους στην Αθήνα, στο σπίτι που τον γέμισε αγάπη και καλοσύνη. 

  Μετά μερικές στιγμές αμηχανίας η μάνα της Φωτεινής- η κυρα Λένα- άνοιξε την αγκαλιά της και τον δέχτηκε μ’ όλη τη θέρμη.

  « Να! Ο νέος άνδρας που χρειάζεται το σπίτι μας. Με την ευχή μου. Ο Θεός να σας φυλάει πάντα απ’ το κακό, παιδιά μου».

  Απευθυνόμενη σ’ αυτόν του το πέταξε

  «Για να σε διαλέξει το κορίτσι μου, καλός θα είσαι».

  Η Φωτεινή έλαμπε από ικανοποίηση από την αντίδραση της μάνας της. Αυτή τη στιγμή επενέβη η ίδια πριν η βιασύνη του Κώστα δημιουργήσει αντιδράσεις.

   « Άκου μαμά. Θα σου πω μερικά πράγματα. Σκέψου ήρεμα και σαν μάνα μιας κόρης που μεγάλωσε πια. Η απώλεια του μπαμπά ήταν για μας μεγάλο πλήγμα. Αλλά ωρίμασε ο χρόνος να πιστέψουμε και εμείς αυτό που όλοι μας λένε. Ο μπαμπάς χάθηκε. Χάθηκε οριστικά! Δυο είναι τα ενδεχόμενα. Ή να μας παράτησε με τη θέλησή του κάτι που κι οι δυο ξέρουμε ότι δεν μπορούσε ποτέ να συμβεί ή κατά το κυνήγι κάπου να γλίστρησε, κάπου να έπεσε, χωρίς να το θέλει και δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Από τότε έχουν περάσει μήνες και όσο κι αν είναι σκληρό για μας κάθε ελπίδα εξανεμίστηκε. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση»

 Πριν η μάνα της προλάβει να πει ο,τιδήποτε η ίδια συμπλήρωσε

 « Η ζωή συνεχίζεται, μάνα. Λυπάμαι που δεν πρόλαβε να με δει πτυχιούχο δικηγόρο. Θα χαιρόταν τόσο πολύ. Αλλά δεν γίνεται να περιμένω άλλο. Πρέπει να κάνω την εξάσκησή μου, πρέπει να ασκήσω το επάγγελμα που σπούδασα. Θα πάω στην Αθήνα στο γραφείο του Κώστα»

  « Μα είχαμε κανονίσει στον ξάδερφό μου, τον Περικλή εδώ στη Λάρισα»

  « Από τότε οι όροι άλλαξαν. Θα φτιάξω οικογένεια μαζί του. Γίνεται εγώ να είμαι εδώ κι ο Κώστας στην Αθήνα;»

 « Να έρθει αυτός στη Λάρισα».

 « Μα είναι γραμμένος στο σύλλογο της Αθήνας κι εκεί μπορεί κυρίως να δικηγορεί. Δεν θέλεις η κόρη σου να κάνει σταδιοδρομία, δε θέλεις η κόρη σου να σου κάνει εγγονάκια; Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις. Υπάρχει σπίτι μεγάλο να σε φιλοξενήσει, αλλά και να καθίσεις μόνιμα. Το σπίτι της Λάρισας θα το κρατήσουμε γιατί θέλουμε κι εμείς να ερχόμαστε όποτε μπορούμε».

    Η μάνα της δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση μπροστά στη λογική της κόρης της. Ήταν πια επιστήμονας, δεν ήταν το κοριτσάκι που παλαιά κρατούσε στην αγκαλιά της. Με πόνο ψυχής συμφώνησε σ’ ό,τι είπε η κόρη της, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να δεχθεί τον οριστικό αφανισμό του άνδρα της. Θα έμενε στο σπίτι της Λάρισας και θα τον περίμενε.

    «Ποτέ δεν ξέρεις» είπε από μέσα της.

  « Να έρχεστε τακτικά να σας βλέπω. Βλέπεις δεν έχω άλλους δικούς μου ανθρώπους. Εσείς μου μείνατε».

  « Θα ερχόμαστε μάνα αλλά θα σε παίρνουμε και για λίγο μαζί μας στην Αθήνα. Κάθε μέρα θα σου τηλεφωνώ τα νέα μας. Δεν χανόμαστε».

  Όλο αυτό το διάστημα ο Κώστας παρέμεινε σιωπηλός και δεν επενέβη καθόλου. Μόλις όμως μπόρεσε της σφύριξε γεμάτος ικανοποίηση στ’ αυτί

  « Είσαι γεννημένη για δικηγόρος, μωρό μου!»

  Η Φωτεινή ευχαριστημένη απ’ το σχόλιό του, του ανταπάντησε.

   «Δικηγόρος είσαι, Εσύ ξέρεις!»

  Ετοίμασε τα πρώτα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της και αναχώρησε για τη νέα φάση της ζωής της. Για πρώτη φορά θα συζούσαν μαζί και παρά την εξωτερική άνεση που έδειχνε, από μέσα της την έτρωγε η αγωνία. Θα πάει καλά το πράγμα ή η καθημερινή κοινή συμβίωση θα υποβαθμίσει την αγάπη του Κώστα γι’ αυτή;

   Για τον εαυτό της δεν έβαζε τέτοιο ερώτημα. Ο Κώστας ήταν η ζωή της. Ο ίδιος συνεννοήθηκε με τους συνεργάτες του στο γραφείο και δεν βρήκε αντίρρηση να πάρει βοηθό του στο γραφείο την Φωτεινή. Ήδη ως επαγγελματίας είχε προχωρήσει μέσα στο γραφείο. Δεν ήταν ο αρχικά υπάλληλος δικηγόρος. Είχε αναπτυχθεί σε γνώσεις, σε σχέσεις και είχε φέρει στο γραφείο και δικούς του πελάτες. Θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανοίξει δικό του γραφείο και να πάει πολύ καλά. Το θέμα ήταν τακτοποιημένο εξαρχής.

  Τον επόμενο μήνα πήγαν δυο φορές στη Λάρισα να απαλύνουν κατά το δυνατόν της αντιδράσεις και τη μοναξιά της μάνας της.

   «Με τον καιρό θα συνηθίσει», είπε η ίδια η Φωτεινή

 

 

 

 

 

 

                                

 

19.  Η νέα οικογένεια

 

 

Δεν πέρασαν λίγοι μήνες και η Φωτεινή πήρε την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Κάθε μέρα ανελλιπώς πήγαιναν μαζί στο γραφείο και έμπαινε όλο και περισσότερο μέσα στο κλίμα της καθημερινής ρουτίνας. Σιγά-σιγά μετέφεραν στην Αθήνα όλα τα προσωπικά της είδη από τη Λάρισα και η μάνα της χώνευε μέρα με τη μέρα την οριστική αλλαγή. Έκανε όλες τις απαραίτητες αλλαγές στο σπίτι, με βάση το δικό της γούστο. Αντικατέστησε έπιπλα, διαρρύθμισε τους χώρους να γίνουν πιο λειτουργικοί. Είχε την απόλυτη εξουσιοδότηση από τον Κώστα.

  «Εσύ είσαι η νοικοκυρά του σπιτιού. Κάνε ό,τι αλλαγές κρίνεις σκόπιμες».

  Ένα βραδινό ενώ μόλις είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι η Φωτεινή μ’ ένα πονηρό χαμόγελο του είπε

  « Να σε ρωτήσω κάτι, κύριε; Εσύ δεν θα με στεφανωθείς; Μόνο σπιτωμένη θα μ’ έχεις; Το παιδί που περιμένω, μπάσταρδο θα γεννηθεί;»

  Ο Κώστας πετάχτηκε σαν ελατήριο όρθιος από το κρεβάτι

  «Τι είναι αυτά που λες κυρά μου; Σήκω πάνω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Το ξέρεις πολύ καλά πόσο ευτυχισμένο με κάνεις! Καλά, από πότε το ξέρεις και δεν μου είπες τίποτα;»

  « Πρώτα ήθελα να σιγουρευτώ. Σήμερα το απόγευμα που «πήγα για ψώνια» σύμφωνα με την ενημέρωση που σου έκανα, στην πραγματικότητα πήγα στο γιατρό και μου το επιβεβαίωσε. Αμέσως το μαθαίνεις πρώτος εσύ».

  «Ο γάμος θα γίνει το ταχύτερο δυνατόν. Εσύ ειδοποίησε τη μάνα σου και φρόντισε να έρθουν τα αναγκαία χαρτιά. Όλα τ’ άλλα ας τα πάνω μου. Δεν θα σ’ αφήσω να πας στην εκκλησία φουσκωμένη!»

  « Ας κάνω μια σκέψη. Τι θα έλεγες ο γάμος μας να γίνει στο χωριό;»

  « Θα το ήθελα και εγώ αγάπη μου, αλλά ακόμα δεν είμαι έτοιμος γι’ αυτό το άλμα. Θα γίνει κάποια στιγμή, αλλά όχι τώρα. Ίσως αργότερα. Μπορείς να καλέσεις όποιους θέλεις από τους φίλους σου. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Πάντως μέχρι τώρα ο κύκλος των γνωριμιών μας δεν είναι ιδιαίτερα πλατύς. Στο μέλλον αυτός φαντάζομαι κι ελπίζω θα αλλάξει».

  Μέσα σε δεκαπέντε μέρες όλα είχαν τελειώσει. Η νέα εξέλιξη ήταν η μόνιμη εγκατάσταση της μάνας της στην Αθήνα. Δε γινόταν και διαφορετικά. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης χρειαζόταν προσοχή και φροντίδα κι η μάνα της δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη. Ήθελε δεν ήθελε χώνεψε το χαμό του άνδρα της. Άλλωστε μετά τον τοκετό ποιος, αν όχι αυτή, θα κρατάει και θ’ αναστήσει το παιδί, αφού κι οι δυο καθημερινά πηγαίνουν στο γραφείο;

  Ο Κώστας άρχισε να προβληματίζεται αν οι χώροι του πάνω ορόφου ήταν αρκετοί να τους χωρέσει όλους, ιδιαίτερα με την προοπτική της αύξησης των μελών της οικογένειας. Δυο ήταν οι λύσεις. Να καταργήσει το φούρνο και με κατάλληλες διαρρυθμίσεις κι επιδιορθώσεις να μετατρέψει ολόκληρο το οίκημα σε κατοικία. Η δεύτερη λύση ήταν να υλοποιήσει το σχέδιο των θετών γονέων του. Να χτίσει εξαρχής καινούριο σπίτι στο οικόπεδο της Βούλας που είχε κληρονομήσει. Δεν θα το αποφάσιζε μόνος του. Με την πρώτη ευκαιρία θα το συζητούσε με τη Φωτεινή. Προς το παρόν εκείνο που προείχε είναι ο ερχομός του πρώτου παιδιού τους.

      Η αγωνία ήταν συνεχής. Ιδιαίτερα για τον ίδιο. Ρουφούσε με αγωνία μέρα με τη μέρα τον ερχομό του παιδιού του. Πρωτάρηδες κι οι δυο, τώρα θα έπαιρναν το βάπτισμα του πυρός. Ο χρόνος κυλούσε αργά, αλλά κάποια στιγμή ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Η Φωτεινή, η μεγάλη και μοναδική αγάπη του, έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο κι όμορφο αγοράκι. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι. Η βοήθεια κι η συμβολή της γιαγιάς ήταν πολύ πιο σοβαρή απ’ ότι αρχικά φαντάζονταν κι οι δυο. Η Φωτεινή γέμιζε ως άνθρωπος σφίγγοντας στην αγκαλιά της το σπλάχνο της κι ο περήφανος πατέρας χωρίς να το θέλει έφερε στη μνήμη του εκείνο το φοβισμένο εννιάχρονο παιδί που έμπαινε πεινασμένο στο φούρνο του κυρ Νίκου. Γιατί η ζωή είναι τόσο σύντομη; Γιατί να μην ζουν αυτός κι η κυρά Θάλεια να μοιραστεί μαζί τους αυτή τη μεγάλη χαρά που τον έπνιγε. Γιατί δεν είναι κοντά του ο φυσικό του πατέρας να του πει περήφανα.

    «Πατέρα όχι μόνο σώθηκα. Μεγάλωσα, σπούδασα, παντρεύτηκα και τώρα κοίτα:  Σου έκανα και εγγονάκι!»

 

 

 

 

 

 

 

 

  20. Η επίσκεψη στο χωριό 

 

 

Ο ερχομός του πρώτου παιδιού, τους άλλαξε τη ζωή. Τους ωρίμασε ξαφνικά λες κι ο χρόνος πάτησε γκάζι και κύλισε με μεγαλύτερη ταχύτητα από το συνηθισμένο ρυθμό του, λες κι άφησε με μιας όλο το απόσταγμα της εμπειρίας μέσα τους που θα μαζευόταν στην κανονική ομαλή διαδρομή του. Το νιώσανε κι οι δυο ταυτόχρονα χωρίς καν να το συζητήσουν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν απαιτούνται λόγια να το συμφωνήσουν.  Μόνο μια απλή ματιά, μια μικρή χειρονομία, ένα απαλό χάδι μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τα χίλια λόγια. Αυτά είναι που επικυρώνουν τη συμφωνία. Μια ματιά λίγων δευτερολέπτων δεν ήταν άλλωστε και η μεταξύ τους αναγνώρισή κι επικοινωνία; Χρειάστηκε τίποτα άλλο να προστεθεί για να επισφραγισθεί ο έρωτάς τους;

  Τότε και μόνο τότε ένιωσε ότι μπορεί να επισκεφτεί το χωριό του. Είχε τον εξοπλισμό σε αντοχή και δύναμη ν’ ανταπεξέλθει όλες συναισθηματικές δυσκολίες που ενδεχομένως θα του έρχονταν. Ναι! Ο ερχομός του παιδιού έφερε πολλά καλά μαζί του.

    Το επόμενο καλοκαίρι ήταν το καλοκαίρι του ’73. Με τη Φωτεινή το συζήτησαν και μαζί πήραν την απόφαση. Ιούλιο μήνα που ο τζίτζικας έσκαγε έξω. Ταξίδεψαν οικογενειακώς, το παιδί στην αγκαλιά της πανταχού παρούσας, αλλά και τόσο απαραίτητης, πεθεράς του. Ο χαμός του άνδρα της είχε ήδη χωνευτεί, απλώς κάθε τόσο τον ανάφερε που δεν πρόλαβε να χαρεί τον εγγονό του. Η Φωτεινή, πιο ρεαλίστρια, είχε ήδη υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές τα χαρτιά για την επίσημη επικύρωση της αφάνειάς του. Έπρεπε να αρθούν οι συνταξιοδοτικές και κληρονομικές εκκρεμότητες που αυτομάτως δημιούργησε η εξαφάνισή του και η μη ανεύρεση του σώματός του.

  Όταν από μακριά πρωτοφάνηκε το χωριό του μια συγκίνηση κι ένα καρδιοχτύπι τον κατέλαβαν. Προσπάθησε οι άλλοι να μην καταλάβουν, αλλά μπορούσε να ξεφύγει από το παρατηρητικό βλέμμα της Φωτεινής που τον ήξερε σαν κάλπικη δεκάρα; Μ’ ένα χάδι κι ένα φιλί αποπειράθηκε να τον ηρεμήσει. Η πεθερά του ανίδεη των γεγονότων γεμάτη περηφάνια του έλεγε

  « Κοίτα Κώστα τι όμορφο που είναι το χωριό μας! Δεν είναι πραγματικά όμορφο;»

  « Ναι μαμά όμορφο είναι, απάντησε αυτός».

  « Ας τον ήσυχο μάνα οδηγεί τώρα κι έχουμε μέσα στο αυτοκίνητο το παιδί»

 Επενέβη πυροσβεστικά η Φωτεινή.

  « Δεν είπα κάτι κακό. Το χωριό μας παίνεψα», παραπονέθηκε η μάνα.

  « Όλα είναι εντάξει. Άλλωστε σε λίγο φτάνουμε».

  Πράγματι σε λίγα λεπτά μπήκαν στα πρώτα σπίτια και το σπίτι της Φωτεινής ήταν από την ίδια πλευρά, πριν φτάσεις στην πλατεία με τα πλατάνια και την εκκλησία του Άη  Δημήτρη. Ο Κώστας πολύ λίγα πράγματα θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Μέσα στα τόσα χρόνια της δικής του απουσίας είναι φυσικό να γίνανε πολλές αλλαγές. Το χωριό είχε μεγαλώσει, μια σειρά καινούρια και μοντέρνα σπίτια είχαν χτιστεί, τα στενά κι ανώμαλα μονοπάτια είχαν διαμορφωθεί σε βατούς δρόμους για τ’ αυτοκίνητα. Λίγα πράγματα του θύμιζαν το παλαιό χωριό του.

   Τακτοποίησε τους δικούς του στο σπίτι και μετέφερε όλα τα πράγματα μέσα. Ο γιος του κουρασμένος από το ταξίδι είχε πέσει σε βαθύ ύπνο και ταχτοποιήθηκε στο σε ένα από τα κρεβάτια. Η πεθερά του άνοιξε παράθυρα να φύγει η μυρουδιά της κλεισούρας κι άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα. Η Φωτεινή τον ξενάγησε στους χώρους του σπιτιού και της αυλής. Υποπτευόμενη την ψυχική του αναστάτωση δεν έκανε καμιά αναφορά στις παλιές της αναμνήσεις και τη ζωή τους με τον πατέρα. Απλώς διαισθανόμενη την ανάγκη κι αδημονία που θα είχε, του είπε

  « Πότε θα πας για αναγνώριση. Θέλω να είμαι κι εγώ μαζί σου! Αύριο θα πάμε όλοι μαζί στη θάλασσα. Ο γιος σου έχει ανάγκη λίγης δροσιάς».

  Η πρότασή της δεν του δημιουργούσε δυσκολία. Ίσα- ίσα την ήθελε κοντά του, έναν συμπαραστάτη που τον αγαπούσε, ήξερε τις καταστάσεις και τον καταλάβαινε.

 « Ας ξεκουραστούμε λίγο και σε μια ώρα ξεκινάμε».

   Η πεθερά του είχε βγει για ψώνια και σε λίγο θα έβαζε στο τσουκάλι το φαγητό.

  Πράγματι έτσι κι έγινε. Ξεκίνησαν μαζί προς την πλατεία και οι ενδιάμεσες συναντήσεις γνωστών της Φωτεινής έσπαγαν την ένταση που μέσα του πήγαινε ν’ αυξηθεί. Χαιρετούρες κι αγκαλιάσματα! Να συστήσει με περηφάνια τον άνδρα της κι όλα τα παρόμοια. Όλους τους ήξερε κι όλοι με χαρά την υποδέχονταν. Για τον ίδιο όλοι ήταν άγνωστοι κι αυτό ήταν αναπόφευκτο. Έφυγε πριν από 23 χρόνια μικρό παιδί κι επέστρεφε ολόκληρος άνδρας παντρεμένος και με παιδί. Πόσοι άραγε από τους συγχωριανούς εκείνης της περιόδου βρίσκονται σήμερα εν ζωή και ποιος μπορούσε στον ψηλό κι εύσωμο άνδρα να αναγνωρίσει το μικρό γιο του Αλέκου Δημητρίου. Ο χρόνος είναι ο θεραπευτής, αλλά κι ο νεκροθάφτης των πάντων.

  Την πλατεία την αναγνώρισε, όπως και την εκκλησία. Βέβαια έλειπαν μερικά δέντρα και πολλά απ’ τα σπίτια της πλατείας είχαν μετατραπεί σε καφενεία και καταστήματα, αλλά αυτό δεν ήταν φυσικό επακόλουθο της προόδου; Κι εκκλησία είχε ανακαινιστεί και ολοκληρωθεί απ’ ότι αυτός θυμόταν.

 Προχώρησαν από την άλλη μεριά του χωριού. Κι εδώ οι αλλαγές ήταν το ίδιο μεγάλες. Όμως το περιβάλλον του φάνηκε λίγο πιο γνώριμο. Αναγνώρισε κάποια σπίτια και κατάλαβε ότι βρίσκεται στη γειτονιά του. Εδώ έπρεπε να είναι  και το δικό του σπίτι. Όταν επιτέλους έφτασε κοντά αντίκρισε ένα άμορφο σωρό από χαλάσματα. Τίποτα όρθιο δεν υπήρχε. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκριά του. Η Φωτεινή τον αγκάλιασε σφικτά και του ψιθύρισε στ’ αυτί:

  « Ψυχραιμία αγάπη μου, ψυχραιμία! Εσύ πέρασες τόσα και τόσα. Μη λιποψυχήσεις τώρα. Υπάρχει γύρω κόσμος και μας βλέπει».

  « Ρώτησε έναν σε παρακαλώ. Ποιοι κάθονταν εδώ;»

   Η ίδια δεν συμφωνούσε, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Τον ένιωθε να τρέμει κι έπρεπε να προσέξει μην υπερβεί τα όρια. Ρώτησε έναν νεαρό αλλά δεν ήξερε τίποτα

  «Ρωτήστε την κυρά- Κατίνα απέναντι. Αυτή ξέρει όλα τα παλαιά».

Η κυρά Κατίνα ήταν ήδη στο κατώφλι του απέναντι σπιτιού.

  «Τι θέλετε παιδιά μου; Συγχωρέστε με. Δεν ακούω και καλά».

  Επενέβη η Φωτεινή.

  « Ποιος καθόταν σ’ αυτό το σπίτι κυρά Κατίνα;»

  « Εσείς ποιοι είστε, που ρωτάτε, παιδιά μου;»

  « Εγώ είμαι η κόρη του Κυριακόπουλου, του Μοίραρχου. Δίπλα μου είναι ο άνδρας μου ο Κώστας».

  « Αχ παιδιά μου, η οικογένεια που καθόταν σ’ αυτό το σπίτι χάθηκε. Ήταν ο Αλέκος κι η Σοφία. Καλοί άνθρωποι, αλλά εκείνα τα χρόνια τα σκληρά φύγανε πολλοί τζάμπα κι άδικα».

  «Παιδιά δεν είχαν;»

  «Είχαν ένα αγοράκι αλλά κι αυτό χάθηκε. Τι να πεις τώρα; Μόνο ο Θεός ξέρει τι έγινε παιδί μου».

  Αυτό ήταν λοιπόν. Ο χρόνος πήρε μαζί του όλες τις μνήμες. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Η επιλογή του να διατηρήσει το όνομα με τον οποίο τον προίκισε η κυρα Θάλεια ήταν η μόνη σωτήρια λύση.

  Η Φωτεινή αισθάνθηκε τον Κώστα να την σπρώχνει ελαφρά.

    «Πάμε!» της ψιθύρισε.

   Τον ακολούθησε. Η πρώτη κρίσιμη φάση είχε περάσει χωρίς οφθαλμοφανείς συνέπειες.

  «Τώρα τι κάνουμε;»

  «Πάμε στο κτήμα μας, που είναι παρακάτω».

  «Όλα σήμερα πρέπει να γίνουν, Κώστα μου; Δεν τ’ αφήνουμε για μια άλλη μέρα;»

  « Όχι! Θέλω να κλείσει αυτή η πληγή μια κι έξω. Να απελευθερωθώ από το βάρος που έχω στο λαιμό και τόσα χρόνια με βασανίζει».

  « Πάμε, αφού το θέλεις. Ξέρεις προς τα πού θα πάμε τώρα;»

  « Φαντάζομαι πως ναι!»

  Μετά ένα δεκάλεπτο περπάτημα νόμισε ότι προσέγγισε την τοποθεσία. Βέβαια πολλά είχαν αλλάξει. Το χωριό είχε επεκταθεί σε μέρη που προηγουμένως ήταν μόνο έρημα κτήματα κι αγροί, αλλά η βασική μορφολογία του εδάφους δεν είχε αλλάξει. Γνώρισε το κτήμα, είδε τα φυσικά του όρια από τη μεριά του ρέματος που και τότε υπήρχε και το παλαιό τους υποστατικό ήταν σχετικά διατηρημένο. Φαίνεται κάποιος το πρόσεχε και το καλλιεργούσε, αν και κυρίως πάντα ήταν λιοστάσι με εκατόχρονες ελιές. Αναζήτησε τον τάφο του πατέρα του. Δεν ήταν όμως σίγουρος. Δυο ήταν οι πιθανές τοποθεσίες. Αναζήτησε με μανία τις δυο πέτρες που είχε βάλει πάνω στον τάφο, αλλά εις μάτην. Ο χρόνος που κύλισε άλλαξε το τοπίο, μέσα στο κτήμα μπήκαν προφανώς τα σύγχρονα γεωργικά μηχανήματα, ανασκάλεψαν τα χώματα, αρκετά από τα παλαιά δέντρα ξεράθηκαν, άλλα φυτεύτηκαν στις θέσεις τους. Οι αλλαγές έκαναν μάλλον μάταιη την περαιτέρω αναζήτηση του. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Κάπου εδώ από κάτω ήταν αναπαυμένος ο φυσικός του πατέρας. Διατήρησε τη φυσική ελπίδα ότι το σώμα του πατέρα δε σκυλεύτηκε από εξωτερική επέμβαση. Ας τον αφήσει στην ηρεμία που ίσως να βρήκε.

  Όμως η απορία έμενε μέσα του. Ποιος είναι ο καταπατητής. Ποιος είναι αυτός που νέμεται τώρα την πατρική του περιουσία; Η Φωτεινή σιωπηλή κι ανήμπορη να βοηθήσει τον παρατηρούσε γεμάτη εσωτερική ανησυχία. Τι να έψαχνε άραγε; Δεν την είχε ενημερώσει.

 Τότε είδαν τον άνθρωπο να τους πλησιάζει με την απορία στο πρόσωπο.

  «Ποιοι είστε και τι ζητάτε μέσα στο κτήμα μου;»

 Με αφάνταστη δυσκολία ο Κώστας δεν έβαλε τις φωνές. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Ευτυχώς επενέβη η δική του κι έσωσε τα προσχήματα.

 « Είμαι η κόρη του Κυριακόπουλου και δίπλα μου είναι  ο άνδρας μου Κώστας. Δικηγόρος. Του δείχνω τα μέρη μας».

  «Α! Εντάξει τότε. Καλώς ήρθατε στο χωριό».

  Επενέβη ο Κώστας κι η καρδιά της Φωτεινής έσφιξε από αγωνία.

  «Το κτήμα αυτό δικό σας είναι; Το έχετε από τον πατέρα σας;»

  «Όχι, δεν είναι απ’ την πατρική μας περιουσία. Το αγόρασα γύρω στο ’60 από τον Κίτσο τον Τσιτούρα. Έγινε κανονική συμβολαιογραφική πράξη. Τον ήξερες Φωτεινή. Αυτόν που μαχαιρώσανε τελευταία μέσα στο σπίτι του. Ένα χαμένο κορμί ήτανε, αλλά βρέθηκε με χαρτιά ιδιοκτήτης του κτήματος. Το αγόρασα σε κανονική τιμή. Ο δολοφόνος του δεν βρέθηκε τελικά. Ο υπομοίραρχος Άρης Περδίκης ήρθε επανειλημμένα στο χωριό αναζητώντας στοιχεία αλλά δε μάθαμε τελικά κάτι οριστικό για το ποιος ήταν ο δολοφόνος.

  Το σκέφτηκε απ’ όλες τις πλευρές ο Κώστας. Στην αρχή πνίγηκε από την αγανάκτηση όταν είδε τη χοντροειδή αρπαγή της περιουσίας του από τους ίδιους τους δολοφόνους. Του ήρθε να βάλει τις φωνές.

    «Τι λες, μωρέ, αυτό το κτήμα είναι κτήμα της οικογένειάς μου! Εδώ μέσα σκότωσαν το 1949 τον πατέρα μου μπροστά στα μάτια μου!».

   Όμως λογικές σκέψεις του κράτησαν κλειστό το στόμα. Σ’ αυτό βοήθησε ανασταλτικά η παρουσία δίπλα του της Φωτεινής. Εκείνη τα κατάλαβε σχεδόν όλα. Το μόνο που δεν ήξερε, αλλά ωστόσο υποπτευόταν, ήταν αν εδώ σ’ αυτό το χώρο δολοφόνησαν το φυσικό του πατέρα.

  Μετά από κάποια βασανιστικά δευτερόλεπτα σιωπής, ο Κώστας σχεδόν ησυχασμένος της είπε.

   «Πάμε, κορίτσι μου, σπίτι. Ο γιος μας θα ξύπνησε και θα μας περιμένει».

  Δεν τον ρώτησε τίποτα. Αισθανόταν ότι η κρίση είχε περάσει. Ξεκίνησαν σιωπηλοί σ’ όλη την επιστροφή. Στη μάνα της, που ρώτησε είπε

   «Πήγαμε μια βόλτα να δείξω στον Κώστα το χωριό».

  Σιγά- σιγά καταλάγιασε μέσα του η πρώτη οργή. Θα ήταν άδικο για την οικογένειά του να τους στερήσει το γενέθλιο τόπο τους, που τόσο αγαπούσαν. Αλλά γιατί όχι και στον ίδιο. Για την απώλεια της πατρικής περιουσίας αυτό ήταν απόρροια της επιλογής να διατηρήσει το όνομα με το οποίο τον προίκισε από νωρίς η κυρά Θάλεια. Βεβαίως, ιδιαίτερα για τον ίδιο, δεν ήταν το στοιχειό της απώλειας υλικών αγαθών. Η κληρονομιά της κυρά Θάλειας είχε υποκαταστήσει στο πολλαπλάσιο αυτά που χάθηκαν. Το θέμα ήταν κυρίως η ηθική υποχρέωση απέναντι στους φυσικούς του γονείς.

     Οι διακοπές στο χωριό συνεχίστηκαν για όλο το διάστημα που είχαν προγραμματιστεί. Η Φωτεινή κι η μάνα της χάρηκαν μ’ όλη τη ψυχή τους όλες τις μέρες κι ο γιος του, μέσα στο σχετικά ακόμα αγνό τοπίο του χωριού, άνθισε και ρούφηξε όλες τις χαρές της επαρχιακής ζωής. Εκεί εκδηλώθηκε και η έμφυτη αγάπη του για τη θάλασσα και τα ζώα. Περισσότερο ευτυχισμένη ήταν η Φωτεινή που διαισθανόταν αρκετά και ήξερε την εσωτερική μάχη που έδωσε όλο το διάστημα ο αγαπημένος της.

    «Θα τα ξεπεράσει με τον καιρό όλα. Κι αυτουνού είναι το χωριό του και στο βάθος τ’ αγαπάει».

  Αυτή η εσωτερική ευφορία που ένιωσε στην επιστροφή του άνδρα της στο χωριό του, το ξεπέρασμα του μεγάλου σκοπέλου που δηλητηρίαζε  τη ζωή τους, ήταν το υπέδαφος που μέσα της ωρίμασε η σκέψη.

  «Αχ Παναγία μου, ας φυτευτεί εδώ στο χωριό ο σπόρος του δεύτερου παιδιού μας!».  

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      

 

  21.  Η αποκάλυψη                          

 

 

 

      Η ευχή της επαληθεύτηκε σε λίγο καιρό.

  Η αναμονή του δεύτερου παιδιού χαροποίησε και ζωντάνεψε σίγουρα όλη την οικογένεια, αλλά αυτή τη χαρά τη σκίασαν τα τραγικά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Βεβαίως οι ίδιοι δεν είχαν προσωπική συμμετοχή, αλλά οι απώλειες τόσων νέων ανθρώπων τους συγκλόνισαν, όπως κι όλη την Ελληνική κοινωνία. Ήταν φανερό ότι η κυριαρχία των επίορκων αξιωματικών πλησίαζε προς  το τέλος της. Η τελευταία μετάλλαξη της εξουσίας τους συνοδεύτηκε και με την προδοσία της Κύπρου.

    Την άνοιξη του ’74 ήρθε στο κόσμο η κόρη τους. Είχαν κι άλλα τρεχάματα. Μετά διεξοδική συζήτηση είχαν βάλει εμπρός το χτίσιμο του καινούριου σπιτιού στη Βούλα. Δεν ήταν μόνο η ανάγκη για μεγαλύτερο χώρο. Ήταν η γενικώς διαφαινόμενη τάση για οικιστική αποκέντρωση που είχε αρχίσει αυτήν την εποχή. Κυρίως για τα παιδιά τους φιλοδοξούσαν το καλύτερο.

  Η ένταση αλλά και η ανακούφιση που έφερε η μεταπολίτευση στη χώρα ήταν γι’ αυτούς ευκαιρία για προσωπική δημιουργία κι ανάπτυξη. Δεν περισπάστηκαν σε ενασχολήσεις που ήταν πολύ της μόδας αυτήν την εποχή, δηλαδή κόμματα ή άλλες οργανώσεις. Ανάμεσα στο ζευγάρι υπήρχε μια απόλυτη σύμπνοια. Η δουλειά- στο δικηγορικό γραφείο η θέση του Κώστα είχε αναβαθμιστεί- και η ανατροφή των παιδιών. Αυτά ήταν τα κύρια μελήματά τους. Οι καλοκαιρινές διακοπές της οικογένειας στο χωριό ήταν σχεδόν θεσμός.

     Στο μυαλό του Κώστα είχε σφηνωθεί ένα όνομα: Άρης Περδίκης. Ο αξιωματικός της χωροφυλακής που έκανε τις ανακρίσεις για τη δολοφονία του Κίτσου Τσιτούρα. Προφανώς αυτός ήταν ένα από τα κτήνη που αφάνισαν τον πατέρα του. Τι έγινε στην πραγματικότητα; Ποιος ήταν ο άγνωστος τιμωρός; Το όνομα του αξιωματικού το ξανάκουσε για δεύτερη φορά μέσα στο δικηγορικό γραφείο σε μια ποινική υπόθεση που είχαν αναλάβει. Όχι βεβαίως ο ίδιος, αφού άλλη ήταν η ειδίκευσή του. Η αναφορά του ονόματος συνοδεύτηκε από θετικά σχόλια για τον επαγγελματισμό του. Και τότε το αποφάσισε. Θα τον επισκεφθεί και με κάποιο τρόπο θα κοιτάξει να μάθει κάτι περισσότερο.

     Πράγματι μέσω ενός μεσολαβητή, από το δικηγορικό γραφείο, κλείστηκε ένα ραντεβού. Η πρώτη κουβέντα του Περδίκη ήταν

  «Εσύ με ποια ιδιότητα ρωτάς αυτές τις πληροφορίες;»

  « Είμαι ο γαμπρός του μοίραρχου Κυριακόπουλου από το Σέσκλο. Μην έχετε κανένα δισταγμό. Ξέρω πολύ καλά το ποιόν του ανθρώπου και δε θα σοκαριστώ με τίποτα. Έρχομαι ως ιδιώτης και μόνο από περιέργεια. Γνώρισα και παντρεύτηκα την κόρη του Φωτεινή κι έχουμε τώρα δυο παιδιά. Κι αυτή είναι δικηγόρος».

  Εκτίμησε την ευθύτητά του κι άνοιξε τη μεταξύ τους επικοινωνία

  «Τα θερμά μου συγχαρητήρια, Κύριε γιατί, παρά το ποιον του πατέρα της, η κόρη του βγήκε καλή πάστα. Και θα μου επιτρέψεις την παρατήρηση κι όμορφο κορίτσι. Έτσι τη θυμάμαι»

  «Ναι, και έτσι είναι. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Ξέρω αρκετά για το χωριό, όπως παράδειγμα για την εξαφάνιση του πατέρα της. Ότι δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά συνέπεια του αδιεξόδου του».

 Τον κοίταξε με έκπληξη, αλλά και εξεταστικά

  «Βλέπω ξέρετε πολλά για την υπόθεση κι έχω απορία από πού τα μάθατε».

  « Δεν έχω καμιά πληροφορία. Είναι η λογική κατάληξη των στοιχείων που υποπτεύομαι. Θέλω να σας διαβεβαιώσω για κάτι. Ό,τι μου πείτε, σας ορκίζομαι στην αντρική μου τιμή και στη ζωή των παιδιών μου, ότι θα μείνουν μυστικά ανάμεσα σ’ εσάς και εμένα!»

  «Δεν μπορώ να καταλάβω την ένταση του προσωπικού σας ενδιαφέροντος. Ποιο είναι το θέμα που σας καίει;»

  Σ’ αυτό δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Είδε ότι τον παρατηρούσε μ’ ενδιαφέρον αμίλητος κι αναποφάσιστος.

  Κάποια στιγμή επιτέλους άνοιξε το στόμα του και  μίλησε. Δεν ήταν μόνο η επιθυμία κι η παράκληση του συνομιλητή του. Ήταν και δική του εσωτερική παρόρμηση. Η ανάγκη να μοιραστεί μ’ έναν δεύτερο άνθρωπο το θαμμένο εδώ και χρόνια μυστικό. Αρκεί να μην βγει παραέξω. Ήταν μια επιτυχία του, η πρώτη του, που πέρασε ντούκου. Κανείς δεν έμαθε όλη την αλήθεια. Επιτέλους ας ανοίξει το στόμα του για ένα μυστικό που τον πνίγει

  «Μου έδωσες υπόσχεση, κύριε δικηγόρε, κι ελπίζω να την κρατήσεις. Κάτι μου λέει ότι είσαι καλός άνθρωπος και δεν θα προδώσεις την εμπιστοσύνη που σου δείχνω».

  «Σας ευχαριστώ, κύριε. Να είστε βέβαιος γι αυτό!».

  « Άκου, λοιπόν, δικηγόρε. Με τον πεθερό σου έζησα μια άσχημη περίοδο της ζωής μου. Ήταν παλαιοχαρακτήρας, τομάρι κι όχι μόνο. Στο τέλος του τα είπα κατάμουτρα και το φχαριστήθηκα με την ψυχή μου. Εγώ τη δολοφονία του Τσιτούρα την διαλεύκανα και μάλιστα πλήρως. Απλώς άλλες σκοπιμότητες της εποχής, όπως καταλαβαίνεις, θάψανε την έκθεσή μου. Δεν απέτυχα στην αποστολή μου. Όχι!  Κι ας μην είναι αυτό επισήμως γνωστό»

  Η ανάγκη της προσωπικής του δικαίωσης, η φυσική ματαιοδοξία που έχει κάθε άνθρωπος του ανοίξανε το στόμα. Απτόητος συνέχισε

   «Ναι! Εγώ έφερα την υπόθεση σε πέρας. Δολοφόνος του Τσιτούρα ήταν ένας συγχωριανός του, που ομολόγησε κι εξήγησε την πράξη του. Ήταν ο Μανώλης Τριαρίδης, που πέθανε από καρκίνο στο νοσοκομείο της Λάρισας δυο μήνες μετά την κατάθεσή του. Μου εξήγησε το λόγο. Ο Τσίτουρας είχε βιάσει το κορίτσι του. Το καημένο δεν άντεξε την ντροπή κι αυτοκτόνησε. Για να καταλάβεις την υπόθεση πρέπει να πας πίσω στα χρόνια των εντάσεων στη χώρα μας»

  Πήρε μια ανάσα και συνέχισε

   « Ο πεθερός σου, ο Τσιτούρας, ο Καφάτος κι ο Λεφούσης έκαναν συμμορία. Αυτοί εκμεταλλευόμενοι τα γεγονότα έγιναν άρπαγες κι εγκληματίες. Αφάνισαν ολόκληρες οικογένειες, έγιναν πλούσιοι. Αλλά ο καλός Θεός δεν τους άφησε ατιμώρητους. Ο πεθερός σου, μάλλον από τύψεις ή φόβους για πιθανή αποκάλυψη, αυτοκτόνησε, ο Τσιτούρας δολοφονήθηκε, ο Λεφούσης πέθανε νωρίς από καρκίνο και τον Καφάτο τον έχωσα για αρκετά χρόνια στη φυλακή. Έμπορος ναρκωτικών. Έτσι, πιστεύω, αποδόθηκε με κάποιο τρόπο η δικαιοσύνη. Έγινε η απαιτούμενη κάθαρση. Η θεία  τιμωρία, η Νέμεση. Όμως, δυστυχώς, πρόλαβαν κι έκαναν το κακό. Έφαγαν ανθρώπους και με την απληστία κι αρπακτικότητα που τους κατέλαβε, δεν υπολόγισαν τίποτα»

 Σ’ όλο το διάστημα της περιγραφής ο Κώστας ένιωθε ένα ανακουφιστικό αίσθημα. Σαν ν’ άδειαζε σιγά- σιγά από μέσα του το πολύχρονο βάρος που κουβαλούσε  όλα αυτά τα χρόνια. Σαν άλλος Αλέξανδρος η αφήγηση έλυνε το γόρδιο δεσμό. Τόσο ξελαφρωμένος δεν είχε νιώσει ποτέ του.

  Είπε στον αξιωματικό

  «Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη που μου δείξατε. Μην ανησυχείτε. Θα σεβαστώ την υπόσχεση που σας έδωσα εξαρχής»

  Όταν έφυγε από τον Περδίκη κι έφτασε στο δρόμο δεν περπατούσε. Ένιωθε ότι πετούσε. Χωρίς να έχει τις απαραίτητες πληροφορίες, οι επιλογές που έκανε στη ζωή του ήταν οι ιδανικές λύσεις. Αποδεσμεύτηκε από τον όρκο της εκδίκησης χωρίς να βάψει τα χέρια του με αίμα, χωρίς να κουβαλάει έτσι το συνεπαγόμενο φορτίο των νέων τύψεων. Λένε ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Υπάρχει κάτι ακόμα. Την εκδίκηση πολλές φορές την παίρνει και στο όνομά σου ο αμείλικτος χρόνος. Κι αυτό για τον ίδιο ήταν πολύ σημαντικό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 22.       Η τελική κάθαρση

 

 

  Άλλο ήταν το δίλημμα του τώρα. Θα ενημερώσει την Φωτεινή για τις τελικές εξελίξεις ή όχι; Η Φωτεινή δεν ήταν καμιά χαζή. Το αντίθετο μάλιστα! Γνωρίζει μέσες άκρες  τη συμμετοχή του πατέρα της στα γεγονότα. Η πεποίθηση του είναι ότι η πλήρης γνώση θα απελευθερώσει και εκείνη.

  Έτσι τα είπε όλα στη δική του. Με χαρτί και καλαμάρι. Γεγονότα και συναισθήματα. Πόσο καλύτερα νιώθει τώρα και βρήκε ανταπόκριση

  « Εσύ είσαι ο άνθρωπός μου κύριε!. Στο τέλος τα είχα όλα διαισθανθεί και ήδη τα έχω χωνέψει. Εσύ να ηρεμήσεις. Έχεις υποχρεώσεις να προσέχεις τη γυναίκα σου και τα δυο, προς το παρόν, παιδιά σου!»

  Αυτή η αποστροφή «προς το παρόν» τον έκανε να χαμογελάσει ευχαριστημένος.

  «Υπάρχει κι ένα τελευταίο ζήτημα, καλή μου, που θέλω να συζητήσουμε. Πρέπει να ψάξουμε μήπως από τα στοιχεία της περιουσίας που κληρονόμησες από τον πατέρα σου υπάρχουν κτήματα που είναι προϊόν αρπαγής; Αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί. Πρέπει να γυρίσουν πίσω, στους πραγματικούς ιδιοκτήτες.  Βεβαίως τίποτα δεν μπορεί να γίνει πριν φύγει απ’ τη ζωή η μάνα σου. Οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιο θέμα, ενώ βρίσκεται η κυρά Λένα στη ζωή, θα την έστελνε στον τάφο πριν την ώρα της».

 Η δική του κάθισε για λίγο αμίλητη και σκεπτική, αλλά με αποφασιστικότητα σε λίγο του απάντησε:

  « Δεν έχω αντίρρηση και ούτε με πιάνει καμιά τσιγκουνιά. Να είσαι σίγουρος, αλλά υπάρχουν προβλήματα  που εσένα, κοκορόμυαλε άνδρα μου, φαίνεται δεν περνάνε απ’ το μυαλό σου. Μου λες, έξυπνε δικηγόρε, πως θα τα ξεχωρίσουμε; Ποια είναι δικά μας και ποια είναι τα αρπαγμένα; Κάποια είναι η προίκα της μάνας μου! Πες μου τον τρόπο κι εγώ θα συμφωνήσω».

  «Έχεις δίκαιο. Θα μάθουμε πότε πέρασαν στην ιδιοκτησία του πατέρα σου. Για όποια είναι οικογενειακά δεν τίθεται θέμα. Θα εξετάσουμε αυτά που αποκτήθηκαν τα κρίσιμα χρόνια».

  « Το σπίτι στη Λάρισα; Τότε το αγόρασε! Ένας οικογενειάρχης, με πολύχρονη εργασία στο επάγγελμά του, δε θα μπορούσε όλα αυτά τα χρόνια ν’ αγοράσει ένα σπίτι να στεγάσει την οικογένεια του; Μετά ξεχνάς το σημαντικότερο. Τι θα πούμε στους άλλους; Πάρτε πίσω το κτήμα που η οικογένειά μου σας το έκλεψε! Δεν καταλαβαίνεις ότι δε θα με σηκώνει τότε πλέον το κλίμα στο χωριό. Θα πρέπει να εξαφανιστώ. Ακόμα δε σκέφτεσαι το κυριότερο. Τι επίπτωση θα έχει αυτό στα παιδιά σου; Θα είναι πατενταρισμένα σ’ όλη την κοινωνία ως οι απόγονοι ανθρώπων που ήταν δολοφόνοι, άρπαγες και καταχραστές; Όχι καλέ μου! Δεν είναι αυτό λύση, Θα ξυπνήσουν μνήμες πολλές και καταστάσεις άσχημες. Πρέπει να βρεθεί άλλη λύση»

  Τότε ο Κώστας είδε ότι οι θεωρητικές συλλήψεις και ιδέες, που είχε, δεν ήταν κι εύκολα εφαρμόσιμες. Από το μυαλό του δεν είχαν περάσει μια σειρά συνιστώσες του προβλήματος.

     «Πρέπει να το πάρεις απόφαση άνδρα μου. Δεν διορθώνονται όλες οι αδικίες που συμβαίνουν στη ζωή, ιδιαίτερα σε ανώμαλες καταστάσεις. Ούτε γυρίζουν πίσω  οι νεκροί, που άδικα και πρόωρα φύγανε απ’ τη ζωή.»

  Στο αδιέξοδο που ορθωνόταν μπροστά του τη διέξοδο έδωσε το πρακτικό μυαλό της Φωτεινής του

   « Άκου τι θα κάνω. Θα κοιτάξω αναλυτικά τα περιουσιακά μου στοιχεία. Είναι αρκετά. Αν βρω σκοτεινές περιπτώσεις θα τις καταγράψω. Θα σε ενημερώσω πλήρως για το αποτέλεσμα της έρευνας μου. Και εσύ αποφάσισε τη λύση που θα δώσουμε. Σου εξήγησα ότι δεν με συγκρατεί το γεγονός ότι θα χάσω κάποια περιουσιακά μου στοιχεία. Αν θέλεις το πιστεύεις, αν θέλεις όχι. Εγώ έχω να σου προτείνω μια άλλη λύση που δεν θα μου δημιουργήσει επιπλέον συνειδησιακά προβλήματα. Όλα αυτά τα κτήματα ή χωράφια να τα δωρίσω στην κοινότητα. Στις πιθανές ερωτήσεις άλλων η απάντηση που θα έχω είναι μία».

  « Ποια;»

   «Το κάνω για την ψυχή της μάνας μου».

  «Τελικά το θηλυκό μυαλό είναι πιο διεισδυτικό και ρεαλιστικό απ’ ότι εμείς οι άνδρες» σκέφτηκε από μέσα του ο Κώστας.

   Της απάντησε

   «Έχεις δίκαιο, γλυκιά μου! Έχασα την παλαιά κυρα Θάλεια, που μου έλυνε όλα τα προβλήματα, και στο δρόμο μου συνάντησα άξιο αντικαταστάτη της: Εσένα!»

  Η Φωτεινή χαμογέλασε ευχαριστημένη. Ένιωθε ασφαλής και πλήρης.

 

 

 

 

       Οκτώβρης 2009

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου