Η Ελληνική
παροικία στην Αίγυπτο
Σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς στην
Αυστραλία είναι σήμερα μόνιμα εγκατεστημένοι περί τους πέντε με έξι χιλιάδες
συμπατριώτες μας που ήλθα από την Αίγυπτο. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν παλιότερα
οργανωμένοι εκεί σε μια δυναμικότατη παροικία, το ύψος της δραστηριότητας της
οποίας δημιούργησε ορόσημο στην ιστορική εξέλιξη όλου του αποδημικού μας
κόσμου.
Σε μια περίοδο λιγότερο από 150 χρόνια,
η παροικία μας στην Αίγυπτο έφτιαξε μια μεγάλη σειρά εντυπωσιακών, κοινωφελών
ιδρυμάτων και ανέπτυξε ένα ιδιόμορφο τρόπο ζωής, με μια πνευματικότητα που
είναι αδύνατο να μη τη νοσταλγούν όσοι την έζησαν.
Η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο ήταν
μια άλλη μεγάλη Ελλάδα, θα έλεγε κανείς σαν φυσική επέκταση της ίδιας της
πατρίδας μας. Ό,τι έφτιαχνε δεν ήταν μόνο για ικανοποίηση των δικών της εκεί
ομογενών και για κάλυψη των αναγκών τους αλλά και για σωστή προβολή της
ελληνικότητάς τους και για κάλυψη κι άλλων αναγκών της ίδιας της πατρίδας.
Ελληνική συνοικία (από τις σελίδες
του Αβερώφειου Γυμνασίου http://averofeio-school.world.sch.gr)
Ατέλειωτη η σειρά των Αιγυπτιωτών που,
με τα έργα τους και τις δωρεές τους αναδείχθηκαν εθνικοί ευεργέτες και έγιναν
παραδείγματα εθνικής προσφοράς σε όλη την Ελλάδα.
Με δωρεές του Αβέρωφ έγινε η
αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου, χωρίς το οποίο δεν θα γινόταν οι πρώτοι
Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896. Κτίστηκε η Σχολή Ευελπίδων, οι φυλακές της Αθήνας,
το Εφηβείο, ναυπηγήθηκε το θωρηκτό που πήρε το όνομά του και κληροδοτήθηκαν 2,5
εκατομμύρια δραχμές στο πολεμικό ταμείο.
Ο Μπενάκης έφτιαξε το νοσοκομείο του
Ερυθρού Σταυρού, το Παιδικό Άσυλο της Κηφισιάς, το Προσφυγικό νοσοκομείο, το
Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, χρηματοδότησε το Ίδρυμα Περίθαλψης, την Εθνική
Πινακοθήκη, την αεροπορική άμυνα, τη βιβλιοθήκη Ψυχάρη και τη βιβλιοθήκη της
Βουλής, το Κολέγιο Αθηνών και πολλά άλλα ιδρύματα.
Ο Βασσάνης έκτισε τη ναυτική σχολή
δοκίμων, ο Σιβιτανίδης την ομώνυμη σχολή, ο Αχιλλόπουλος το νοσοκομείο Βόλου
ενώ ο Κότσικας χρηματοδότησε πολλά από τα δημόσια κτίρια στην ιδιαίτερη πατρίδα
του, την Κάρυστο.
Η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο γνώρισε
τη μεγάλη οικονομική και πολιτισμική της ακμή από τα μέσα του δέκατου ένατου
και μέχρι περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα, η επίδραση όμως των Ελλήνων στην
ιστορική εξέλιξη της Αιγύπτου ανάγεται χρονικά όταν ξεκίνησαν οι πρώτες καρποφόρες
εμπορικές συναλλαγές και οι πρώτες πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ της Μινωικής
Κρήτης και της Φαραωνικής Αιγύπτου.
Τη μεγαλύτερη, βέβαια, ελληνική επίδραση
στην Αίγυπτο επέφερε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πέρασε από εκεί και οι Αιγύπτιοι
τον υποδέχθηκαν σαν τον ελευθερωτή τους από την περσική κατοχή. Όταν ο
Αλέξανδρος επισκέφθηκε το Μαντείο του Άμμωνα Δία οι ιερείς του τον ανακήρυξαν
σε νέο Φαραώ.
Το πιο μεγάλο δώρο του Αλέξανδρου στη χώρα του Νείλου σίγουρα ήταν η ίδρυση
της Αλεξάνδρειας κοντά σε ένα τότε χωριουδάκι, τη Ρακώτιδα, με αρχιτέκτονα τον
Έλληνα Δεινοκράτη ενώ ένας άλλος Έλληνας αρχιτέκτονας, ο Σώστρατος, έκτισε τον
περίφημο φάρο της Αλεξάνδρειας, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που
είχε ύψος 120 μέτρων.
Οι αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν το
1998 στα παράλια της Αλεξάνδρειας, από το ελληνικό Ινστιτούτο Μελετών, φέρνουν
τώρα σε φως ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών ευρυμάτων.
Η ελληνική παροικία στην Αλεξάνδρεια
άρχισε να μεγαλώνει και να εδραιώνεται με την ίδρυση το 43 μ.Χ. της Εκκλησίας
της Αλεξάνδρειας από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, που άπλωσε το Χριστιανισμό και
μεταξύ των Αιγυπτίων σε βαθμό που μετά το δεύτερο αιώνα, είχαμε και επισκόπους
με αιγυπτιακά ονόματα. Τότε ιδρύθηκε και η κατηχητική σχολή που εξελίχθηκε στην
περίφημη Αλεξανδρινή Θεολογική Σχολή.
Η επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και
της γλώσσας συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή περίοδο αλλά σταμάτησε το 642 με
την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες.
Κάτι που ίσως λίγοι γνωρίζουν είναι ότι σαν ιδρυτής του Καΐρου το 970, της
σημερινής δηλαδή πρωτεύουσας της Αιγύπτου, φέρεται ένας εξισλαμισμένος Έλληνας,
ο Ελ Κατίμπ Ελ Ρούμι, που σημαίνει ο Ελ Κατίμπ ο Έλληνας (Ρούμι = Έλληνας).
Η μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά
είναι από τα παλαιότερα ελληνικά μνημεία στην Αίγυπτο. Ιδρύθηκε από τον
Ιουστινιανό τον 4ο αιώνα και
είναι από τις ελάχιστες ελληνικές παρουσίες στην Αίγυπτο κατά την περίοδο της
αραβοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Η Αγία Αικατερίνη μαρτύρησε στην
Αλεξάνδρεια στις αρχές του 4ου αιώνα.
Το 1798 ο Ναπολέων επικύρωσε τα
δικαιώματα της μονής και την έθεσε υπό την προστασία του, ανέλαβε μάλιστα την
ανοικοδόμηση του βόρειου τείχους της που είχε γκρεμιστεί. Στη μονή υπάρχουν
σημαντικές συλλογές εικόνων που καλύπτουν όλη τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή
περίοδο, όπως υπάρχει και μια πλουσιότατη συλλογή χειρόγραφων, τα 2/3 από τα
οποία είναι ελληνικά.
Το πολυτιμότερο είναι ο Σιναιτικός
Κώδικας που περιείχε το ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής, δυστυχώς όμως σήμερα
υπάρχουν μόνο τρεις σελίδες, επειδή – όπως άλλωστε έγινε και με άλλους εθνικούς
μας θησαυρούς – ένας Ρώσος κατάφερε και έκλεψε τα άλλα 43 φύλλα του Κώδικα, τα
δώρισε στον Τσάρο της Ρωσίας και τελικά πουλήθηκαν στο Βρεταννικό Μουσείο, όπου
υπάρχουν σήμερα.
Ο ναός και η μονή του Αγίου Σάββα στην
Αλεξάνδρεια υπήρχαν από τον ένατο αιώνα, ενώ – σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις –
είχε κτιστεί τον τέταρτο αιώνα στα ερείπια ενός άλλου αρχαίου ναού. Το αρχικό
κτίσμα του Αγίου Σάββα έχει καταστραφεί και τη θέση του πήρε το νεότερο, που με
τη σειρά του ανακαινίσθηκε το 1970.
Από τον 16ο έως και τον
19ο αιώνα όλη η ελληνική δραστηριότητα στην
Αλεξάνδρεια συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό, επειδή εκεί λειτουργούσε
νοσοκομείο, σχολείο και ξενώνας.
Στο Κάιρο επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες
συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό του Αγίου Μάρκου, δημιούργησαν μάλιστα και
ελληνική συνοικία, τη λεγόμενη Χαρέτ Ελ Ρουμ. Ακόμη και σήμερα υπάρχει στην
περιοχή η οδός Άτφετ Ελ Ρουμ που σημαίνει Σοκάκι των Ελλήνων.
Η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο, με την
έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα, άρχισε στα χρόνια του Μωχάμετ Άλη, που
βασίλεψε στην Αίγυπτο σαν αντιβασιλέας του Σουλτάνου στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα και
που, μετά την αποχώρηση των Γάλλων, συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη της χώρας του.
Ο Μωχάμετ Άλη γεννήθηκε στην Καβάλα.
Μεταξύ των γνωριμιών του ήταν και ο Μιχαήλ Τοσίτσας που του είχε δανείσει ένα
χρηματικό ποσό, με το οποίο ο Μωχάμετ Άλη ξεκίνησε την κατοπινά καλή οικονομική
του κατάσταση.
Ο Τοσίτσας είχε αρχίσει τις εμπορικές
του δραστηριότητες στη Θεσσαλονίκη, τις επέκτεινε στην Αίγυπτο, στη Μάλτα και
στην Ιταλία και, το 1820, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια όπου δημιούργησε μια
κολοσσιαία περιουσία.
Ο Μωχάμε Άλη τον διόρισε διαχειριστή των
απέραντων εκτάσεών του, αργότερα δε του παραχώρησε μια μεγάλη έκταση για την
καλλιέργεια βάμβακος. Ένθερμος φιλέλληνας ο Μωχάμετ Άλη χρησιμοποίησε τους
Έλληνες σαν συμβούλους του, ανέθετε δε σε Έλληνες επιστήμονες την ευθύνη των
διαφόρων ιδρυμάτων της χώρας, γεγονός φυσικά που επέτρεπε σε πολλούς
συμπατριώτες μας να διακριθούν.
Ο Τοσίτσας διορίστηκε και πρώτος Έλληνας
Πρόξενος στην Αίγυπτο, το 1833 και επί Όθωνος, αργότερα δε έγινε Γενικός
Πρόξενος.
Τον Απρίλη του 1843 οι Έλληνες της
Αλεξάνδρειας, σε γενική τους συνέλευση αποφάσισαν την ίδρυση Ελληνικής
Κοινότητας με δωδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο και με πρώτο Πρόεδρο τον
Τοσίτσα, που στα επόμενα χρόνια τον διαδέχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του
Ελληνισμού σαν το Θεόδωρο Ράλλη και το Γεώργιο Αβέρωφ.
Η Κοινότητα Καΐρου ιδρύθηκε το 1856 με
πρωτοβουλία του Πατριαρχείου, γι’ αυτό και η Κοινότητα αρχικά ήταν ομόθρησκη κι
όχι ομογενής, μέλη της δηλαδή μπορούσαν να γίνουν οποιοιδήποτε ορθόδοξοι,
αδιάφορα αν ήταν Έλληνες το γένος, κάτι που ταλαιπώρησε την Κοινότητα επί
σχεδόν μισό αιώνα, έως ότου το 1904 έγινε καθαρά ελληνική παρά την αντίδραση του
τότε Πατριάρχη.
Με την αρχική ίδρυση της Κοινότητας στην
Αλεξάνδρεια το 1856, άρχισε να λειτουργεί και το πρώτο ελληνικό κοινοτικό
εκπαιδευτήριο στην Αίγυπτο, η Τοσιτσαία Σχολή, ενώ προηγούμενα υπήρχαν κάποια
πατριαρχικά σχολεία στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια.
Ύστερα από τις πρώτες φυσιολογικές
ανησυχίες η Κοινότητα στην Αλεξάνδρεια άρχισε την ανοδική της πορεία που την
κατέστησε το προπύργιο της ελληνικής δραστηριότητας στην Αίγυπτο.
Για να σχηματισθεί μια έστω και αόριστη
εντύπωση για το δυναμισμό των Αιγυπτιωτών να πούμε ότι οι ορθόδοξοι ναοί μας
στην Αίγυπτο ήταν σίγουρα από τους μεγαλύτερους και του περικαλέστερους
οπουδήποτε. Τα Κοινοτικά κοιμητήρια μπορούσαν να συναγωνιστούν σε ομορφιά, τάξη
και τέχνη μνημεία τα πιο καλαίσθητα και ιστορικά κοιμητήρια της Ευρώπης, τα δε
σχολεία ήταν περίφημα σε όλη την Ελλάδα για την απόδοσή τους.
Στα κοινοτικά σχολεία της Αλεξάνδρειας
το 1920 φοιτούσαν 3700 μαθητές με την καθοδήγηση 93 δασκάλων και καθηγητών.
Εκτός από τα κλασσικά εκπαιδευτήρια υπήρχαν κι ένα ανώτατο παρθεναγωγείο που
λειτουργούσε σαν οικονομική κι εμπορική σχολή θηλέων, ημερήσια και νυχτερινή
επαγγελματική σχολή, νυχτερινές σχολές ξένων γλωσσών, σχολές ραπτικής και
κοπτικής κ.ά.
Το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας
στην Αλεξάνδρεια, πρώην Μπενάκειο Ορφανοτροφείο
Πάμπολλα και τα ορφανοτροφεία, τα
γηροκομεία και τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχεδόν όλα από τα οποία ήταν
δημιουργήματα από ευεργεσίες πλούσιων ομογενών που θα έλεγε κανείς
συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιο θα ευεργετούσε τους συμπατριώτες μας
καλύτερα. Έτσι υπήρχε το Μπενάκειο ορφανοτροφείο, το Κονισκέρειο, το
Σπετσεροπούλειο, το Αντωνιάδειο γηροκομείο κ.ά. Μόνο το Σπετσεροπούλειο είχε
δυναμικότητα 300 τροφίμων. Μαζί μ’ αυτά υπήρχαν και άλλα που τα φρόντιζαν
σύλλογοι, αδελφότητες ή επιτροπές ιδιωτών, το «Μικρό Άσυλο», το «Άσυλο των
Απόρων Αρρένων», η «Μάννα» κ.ά.
Αντίθετα με τις εντυπώσεις που ίσως
υπάρχουν, ο Ελληνισμός της Αιγύπτου είχε μεν μερικούς υπερπλούσιους, το
μεγαλύτερο όμως μέρος του ελληνικού πληθυσμού αποτελούνταν από βιοπαλαιστές με
πάρα πολλούς άπορους.
Δεν ήταν λίγα τα σχολικά και τα άλλου
είδους συσσίτια που λειτουργούσαν για να προσφέρουν βασικά φαγητά στους
τροφίμους τους. Στην πόλη που εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα, το Πορτ-Σάιτ, με
ελληνικό πληθυσμό, στα καλά του χρόνια, 14 χιλιάδων στο σχολικό συσσίτιο
έτρωγαν περί τα 80 με 100 παιδιά απόρων οικογενειών.
Το πραγματικό καμάρι της Κοινοτικής οργάνωσης στην Αίγυπτο αναμφισβήτητα
ήταν τα σχολεία. Είναι βέβαια κατανοητό ότι μιλάμε για κανονικά τακτικά
ημερήσια σχολεία.
Οι σχολικές γιορτές, οι απίστευτης
εκτέλεσης γυμναστικές επιδείξεις, η πειθαρχία, το υψηλό φρόνημα του διδακτικού
προσωπικού και η αυστηρότητα με την οποία επιβάλλονταν ο σεβασμός για όλα,
είχαν καθιερωθεί σαν ρουτίνα, σαν μόνιμη κατάσταση στην αιγυπτιώτικη
καθημερινότητα.
H Σαλβάγειος
Επαγγελματική Σχολή Αλεξανδρείας
Όπως και στα ορφανοτροφεία και στα
γηροκομεία και πολλά από τα σχολικά κτήρια ήταν από δωρεές παροικιακών
ευεργετών, που τους έδιναν τα ονόματά τους. Έτσι υπήρχε η Σαλβάγειος
Επαγγελματική και αργότερα Εμπορική Σχολή, η Φαμιλειάδιος Δημοτική Σχολή, το
Αβερώφειο Γυμνάσιο, η Τοσιτσαία, η Πρατσίκειος, η Ξενάκειος, η Ζερμπίνειος, η
Αμπέτειος, η Κοκκινάρειος κ.ά.
Εκτός από τα σχολεία, τα γηροκομεία, τα
ορφανοτροφεία και τα άλλα ευαγή ιδρύματα, οι παροικίες μας στην Αίγυπτο
προσέδωσαν ιδιαίτερη προσοχή και στην ιατρική περίθαλψη των ομογενών. Η
ελληνική ιατρική της Αιγύπτου έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Ο Ηρόφιλος κι
ο Ερασίστρατος συνέβαλαν στο να γίνει η Αλεξάνδρεια κέντρο ιατρικών σπουδών. Ο
Ηρόφιλος χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίμακα τα ιατρικά πειράματα ενώ ο
Ερασίστρατος θεωρείται ο πατέρας της συγκριτικής ανατομίας και ο πρώτος που
μελέτησε το νευρικό σύστημα.
Η αλεξανδρινή σχολή του 4ου αιώνα μ.Χ.
ξέφυγε από τις θρησκευτικές αντιλήψεις γύρω από τα θέματα ζωής και θανάτου και
κατέστησε την ιατρική σωστή επιστήμη. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού ιδρύθηκαν
νοσοκομεία από μοναχούς. Τον 3ο αιώνα σχεδόν
όλες οι εκκλησίες είχαν και ένα διαμέρισμα, το «Ξενοδοχείο», όπου οι καλόγεροι
εκτελούσαν χρέη ιατρών και νοσοκόμων.
Οι Άγιοι Ανάργυροι που ασκούσαν ιατρική
είχαν το δικό τους νοσοκομειακό κέντρο στο σημερινό Αμπουκίρ.
Το 1812 κτίστηκε ένα «Νοσοκομείο των
Γραικών» όπως ονομάστηκε, που λειτούργησε ως το 1870. Δώδεκα χρόνια αργότερα
άρχισε να λειτουργεί το γνωστό σαν Παλαιό Νοσοκομείο, η ίδρυση του οποίου
χρηματοδοτήθηκε με έρανο που απέφερε το 1824 ένα εκατομμύριο χρυσά φράγκα. Σ’
αυτό το νοσοκομείο ο Ρόμπερντ Κωχ ανακάλυψε το μικρόβιο της χολέρας στη μεγάλη
επιδημία του 1883.
Γύρω στα 1930 άρχισε να γίνεται εντατική
η ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού νοσοκομείου κι ο μεγάλος
Αιγυπτιώτης κι εθνικός ευεργέτης Θεοχάρης Κότσικας πρόσφερε αρχικά 60 χιλιάδες
λίρες κι αργότερα άλλες 50 χιλιάδες για ν’ ανεγερθεί το μεγαλύτερο νοσοκομείο
σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή που πήρε και το όνομά του. Η συνολική δαπάνη για
την ανέγερση του Κοτσικείου έφθασε τις 250 χιλιάδες λίρες.
Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Κοτσίκειο
τέθηκε στη διάθεση της ελληνικής αεράμυνας ενώ σ’ ένα περίπτερό του με δύναμη
250 κλινών λειτούργησε και το αυστραλιανό νοσοκομείο.
Πολύ χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του
Αιγυπτιώτη Έλληνα ήταν ότι όλοι οι Έλληνες γιατροί στην Αλεξάνδρεια υπηρετούσαν
στο Κοτσίκειο μια μέρα την εβδομάδα χωρίς να πληρώνονται.
Η διατήρηση του νοσοκομείου ήταν πάντα οικονομικά
δυσβάσταχτη, δεδομένου ότι σ’ αυτό νοσηλεύονταν οι πολλοί άποροι της παροικίας.
Όταν δε η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την επιχορήγησή του, το νοσοκομείο
πουλήθηκε το 1965 στο αιγυπτιακό κράτος για το εξευτελιστικό ποσό των 300
χιλιάδων αιγυπτιακών λιρών, ποσό που δεν κάλυπτε ούτε το 23 χιλιάδων
τετραγωνικών μέτρων οικόπεδό του.
Στο Κάιρο σαν νοσοκομείο αρχικά
χρησίμευε η μονή του Αγίου Γεωργίου αλλά το 1856, με τη σύσταση της εκεί
Ελληνικής Κοινότητας, αποφασίστηκε η ίδρυση ενός νοσοκομείου που διατηρήθηκε ως
το 1870 κι αντικαταστάθηκε με άλλο που κτίστηκε με μια μεγάλη δωρεά του
Αχιλλόπουλου και που συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Η έμφαση που οι Αιγυπτιώτες προσέδωσαν
στην πνευματική και καλλιτεχνική τους δραστηριότητα ήταν σίγουρα χωρίς προηγούμενο.
Εκτός από τα μεγάλα ονόματα του Καβάφη, της Πηνελόπης Δέλτα, του Κώστα Παρθένη
και άλλων πασίγνωστων λογοτεχνών και καλλιτεχνών, οι παροικίες της Αιγύπτου
χάρισαν στο πανελλήνιο μια μεγάλη σειρά από αξιοπρόσεκτους λάτρες του πνεύματος
και της τέχνης.
Βιβλιοθήκες υπήρχαν παντού. Η
αλεξανδρινή βιβλιοθήκη που είχε αρχίσει να λειτουργεί το 1856, είχε πριν λίγα
χρόνια 25 χιλιάδες τόμους. Πρόσφατα εκδόθηκε ένας κατάλογος των ελληνικών
βιβλίων που κυκλοφόρησαν στην Αίγυπτο που από μόνος του αποτελεί ένα ολόκληρο
τόμο.
Δεκάδες και τα λογοτεχνικά, φιλολογικά
και φιλοτεχνικά περιοδικά που κυκλοφορούσαν. Το ίδιο και οι εφημερίδες. Ο
«Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας είχε καθημερινή κυκλοφορία 12 χιλιάδων φύλλων,
ενώ η Κυριακάτική του έκδοση πουλούσε 17 χιλιάδες φύλλα.
Όταν τον Μάιο του 1985 καταστράφηκε το
κτήριό του, ο Ταχυδρόμος διένυε το 106ο έτος της
έκδοσής του αλλά η κυκλοφορία του μόλις έφθανε τις τέσσερις-πέντε εκατοντάδες
φύλλα.
Με τον επαναπατρισμό τα τελευταία χρόνια ενός μεγάλου αριθμού Αιγυπτιωτών και
τη συσπείρωσή τους γύρω από το Σύνδεσμό τους στην Αθήνα, συγκεντρώθηκε μια
αξιόλογη ποσότητα υλικού, κυρίως από το μεγάλο αρχείο του Δημήτρη Χαριτάτου,
που αποτέλεσε τον πυρήνα του ιστορικού τους αρχείου.
Αξίζει ίσως ν’ αναφερθούμε και στην
επίδοση των παροικιών μας της Αιγύπτου και στον αθλητισμό και να πούμε ότι
έκτός από τους καλούς και άριστα οργανωμένους αθλητικούς συλλόγους στις
διάφορες πόλεις υπήρχαν κι οι ναυτικοί όμιλοι που πάντα διέπρεπαν. Στο πρωτάθλημα
Αιγύπτου βόλεϊ για παράδειγμα, διεκδικούσαν τον τίτλο της πρωταθλήτριας οκτώ
ομάδες και οι οκτώ ελληνικές.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1948 η
ελληνική αποστολή περιλάμβανε και Αιγυπτιώτες σαν τον Παρόδο στο ύψος και το
Μαρίνη στο μήκος. Είχε δε επιλεγεί για συμμετοχή στα 100 μέτρα και ο εδώ
συμπάροικός μας και μέλος της ΕΕΑΜΑ Πέτρος Κίρμος.
Όσο για τον ελληνικό προσκοπισμό στην
Αίγυπτο, φτάνει να πούμε ότι σχεδόν όλα τα ελληνικά προσκοπικά συστήματα στην
Αυστραλία ιδρύθηκαν από πρώην Αιγυπτιώτες.
Ο Έλληνας της Αιγύπτου ήταν πάνω απ’ όλα
Έλληνας! Το εθνικό του φρόνημα ήταν πάντα άψογο και ποτέ δεν επιδέχονταν
αμφισβητήσεις. Οι Αιγυπτιώτες συμπαραστάθηκαν την πατρίδα όσο ίσως καμιά άλλη
αποδημική μας παροικία. Στους Βαλκανικούς πολέμους, στον πρώτο και στο δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο, οι Έλληνες της Αιγύπτου ήταν πάντα στο πλευρό της πατρίδας.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή 20
χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου βρήκαν περίθαλψη και προστασία
από τις ελληνικές κοινότητες ενώ στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο 7 χιλιάδες
Αιγυπτιώτες κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό, οι περισσότεροι εθελοντικά. 142
απ’ αυτούς δεν γύρισαν ποτέ!
Χιλιάδες ήταν τα δέματα που ετοίμαζαν οι
Ελληνίδες της Αιγύπτου για τη «Φανέλα του Έλληνα Στρατιώτη» που με την παρουσία
του ελληνικού στρατού στην Αίγυπτο, εύρισκε αναψυχή και ανακούφιση στα λεγόμενα
«Σπίτια του Ναύτη» και «Στέγες του Στρατιώτη».
Όταν άρχισε η ανασυγκρότηση της πατρίδας
μας μετά τον πόλεμο, η οικονομική συμβολή των Αιγυπτιωτών ξεπέρασε τα δυόμισι
εκατομμύρια λίρες.
Δεν είναι δυνατό να μην αναφερθώ και σε
δυο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κύρους και της υπόστασης των ελληνικών
κοινοτήτων μας στην Αίγυπτο:
·
Το πρώτο ότι στα χρόνια των λεγόμενων
διεθνώς διπλωματικών διομολογήσεων λειτουργούσαν στα πλαίσια των κοινοτήτων μας
δικαστήρια και κακουργοδικεία στα οποία Έλληνες νομικοί εκδίκαζαν τα
παραπτώματα των συμπατριωτών μας και τους επέβαλαν αυτοί ποινές. Οι ομογενείς
μας, δηλαδή, στην Αίγυπτο δικάζονταν από τα κοινοτικά δικαστήρια και όχι από τα
δικαστήρια της χώρας.
·
Το δεύτερο ότι με κοινοτικές ενέργειες
επιτεύχθηκε όλοι οι Έλληνες να προσφέρουν υποχρεωτικά σε ειδικά ταμεία στις
προξενικές μας αρχές κάποιο ποσοστό από τις προσωπικές τους οικονομικές
αποδοχές που διατίθενταν για τις ανάγκες των ίδιων των παροικιών. Τα χρήματα
αυτά που ονομάζονταν «διαμονητήρια», έπρεπε να τα πληρώνουν όλοι πριν τους
εξυπηρετούσαν τα Προξενεία μας.
Τα πρώτα σύννεφα για το μέλλον των
παροικιών μας στην Αίγυπτο άρχισαν να φαίνονται μετά την περιβόητη συνθήκη του
Μοντρέ το 1937 που κατάργησε τις διεθνείς συμβάσεις των Διομολογήσεων,
αφαιρώντας έτσι πολλά από τα δικαιώματα που είχαν οι κοινότητες. Τότε
ουσιαστικά άρχισαν τα πρώτα, έστω αόριστα, προβλήματα της παρακμής στη χώρα
όλων των ξένων, η αυστηρότητα της εφαρμογής των οποίων επιβλήθηκε με τους
νόμους του 1949.
Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου άρχισε να
ταρακουνιέται για τα καλά. Συγκροτήθηκαν πανκοινοτικά συνέδρια και υποβλήθηκαν
υπομνήματα που ζητούσαν την περιφρούρηση των ελληνικών περιουσιών, με το
ελληνικό δημόσιο να είναι ο φυσικός τους κληρονόμος.
Η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να δείχνει
κάποιο ενδιαφέρον και οι πρώτες μελέτες και πρακτικές λύσεις φάνηκε ότι ίσως θα
μπορούσαν να εφαρμοστούν. Οι πρώτες ελπίδες για έστω και προσωρινή διάσωση του
ελληνικού στοιχείου έφερναν κάποια αισιοδοξία. Ο τότε Πρέσβης της Ελλάδας στο
Κάιρο, Τριανταφυλλίδης, με προσωπικές του έντονες παροτρύνσεις στην ελληνική
κυβέρνηση, κατάφερε να διατηρεί το ενδιαφέρον της. Σε μια όμως από τις εκθέσεις
του ζητούσε να γίνει κάποια κατάταξη στις προτεραιότητες για διάσωση όσων
είχαμε κι επειδή ένα μέρος της πατριαρχικής περιουσίας δεν περιλαμβάνονταν στις
πιο βασικές και τις πιο άμεσες από τις προτεραιότητες αυτές, ο Πατριάρχης
απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση την απομάκρυνση του Πρέσβη και την πέτυχε.
Έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος με
συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για τις εσωτερικές μας διαφορές ενώ η βασική
και ζωτική υπόθεση της ουσιαστικής και πρακτικής σωτηρίας του Ελληνισμού
παραμερίστηκε. Το ύψιστης σημασίας αυτό ζήτημα για τον Ελληνισμό της Αιγύπτου
πέρασε στα δευτερεύοντα της ελληνικής γραφειοκρατίας.
Ύστερα ήρθε η αιγυπτιακή στρατιωτική
σοσιαλιστική επανάσταση του 1952 που αποτέλειωσε το κακό, επιταχύνοντας τη
διαρροή. Επήλθε γενική σύγχυση, η εμπιστοσύνη χάθηκε και κανένας πια δεν
μπορούσε να ήταν βέβαιος για το τι θα επακολουθούσε.
Η εθνικοποίηση των πάντων απορρόφησε τις ελληνικές ιδιωτικές περιουσίες.
Συμπατριώτες μας με προσωπικές περιουσίες που στο σύνολό τους ξεπερνούσαν τον
εθνικό προϋπολογισμό της Ελλάδας, βρέθηκαν άφραγκοι με τις κατασχέσεις που τους
έγιναν. Συμπατριώτες μας επιχειρηματίες με εκατοντάδες υπαλλήλους στις
επιχειρήσεις τους υποχρεώθηκαν την ημέρα της εθνικοποίησης να επιστρέψουν στα
σπίτια τους περπατώντας, επειδή το κράτος είχε κατασχέσει και αυτά ακόμη τ’
αυτοκίνητά τους.
Οι κοινότητες έπρεπε πια να
προσαρμοστούν με τις νέες συνθήκες. Η ελληνική δραστηριότητα περιορίστηκε στο
ελάχιστο με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου που το 1952 αριθμούσε
134 χιλιάδες μειώθηκε το 1972 σε 15 χιλιάδες.
Σήμερα λιγότεροι από χίλιοι δικοί μας σε
όλη την Αίγυπτο αγωνίζονται να επιζήσουν, οι τυχεροί απ’ αυτούς έχουν τώρα
αιγυπτιακή υπηκοότητα ενώ άλλοι είναι γόνοι μικτών γάμων.
Εσωτερικός κήπος της
ανακαινισμένης Τοσιτσαίας Σχολής όπου σήμερα στεγάζεται το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας
Πρόσφατα χαρακτηρίστηκε σαν μεγάλη
επιτυχία που 27 από αυτούς κέρδισαν επιτέλους το δικαίωμα μόνιμης εργασίας στη
χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Κι όλοι αυτοί είναι αδύνατο να μη νιώθουν
μια μεγάλη πίκρα, ξέροντας ότι εκείνοι ζουν σε τέτοιες συνθήκες ενώ στην Ελλάδα
είναι εγκατεστημένοι πολλές χιλιάδες Αιγύπτιοι.
Τα 12 χιλιάδες Ελληνόπουλα που το 1952
φοιτούσαν στα 84 ελληνικά σχολεία σε διάφορες βαθμίδες εκπαίδευσης, σήμερα
μειώθηκαν σε 50 παιδιά στην Αλεξάνδρεια και σε καμιά εικοσαριά στο Κάιρο. Τα
παιδιά αυτά των ελληνικών σχολείων πρέπει να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις για
να εισαχθούν στα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, αφού όμως καταβάλλουν ένα δυσανάλογα
υψηλό χρηματικό ποσό διδάκτρων και χωρίς να δικαιούνται αργότερα άδεια
εξάσκησης του επαγγέλματός τους.
Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα – «Άραγε
η συρρίκνωση του Ελληνισμού της Αιγύπτου ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα των
περιοριστικών αιγυπτιακών νόμων ή ίσως τα πράγματα να ήταν κάπως λιγότερο
τραγικά αν δεν υπήρχε η αμεριμνησία και η έλλειψη φροντίδας και η αδιαφορία από
δικής μας πλευράς»;
Τάκης Ευστρατιάδης
______________________
[1] Την ίδια
ημέρα με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας (επί Προέδρου
του Ιάκωβου Γαριβάλδη) και σε συνεργασία με τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό
Σύνδεσμο και την Εταιρεία Αρχαίων Ελληνικών Μελετών Μελβούρνης απενεμήθη στον
Τάκη Ευστρατιάδη τιμητική πλακέτα εις αναγνώριση της πολύτιμης συμβολής του
στην πολιτιστική κίνηση της παροικίας μας ως άτομο και από τη θέση του προέδρου
του Συνδέσμου Χελλένικ δια μέσου των προηγούμενων είκοσι και πλέον χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου