Μιχαήλ Τοσίτσας
Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1787.
Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αναστασίου Τοσίτσα, ο οποίος διατηρούσε ένα
κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών στη Θεσσαλονίκη και της επίσης μετσοβίτισσας
Κάτσιως. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στη γενέτειρά του από τοπικούς ιερείς
και δασκάλους. Το 1797 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη συνεχίζοντας την εγκύκλια
εκπαίδευσή του μέχρι και το 1801. Τη χρονιά αυτή εργάστηκε με δική του
πρωτοβουλία - παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του - ως μαθητευόμενος κάτω από
άθλιες συνθήκες στο εργαστήριο γουναρικών κάποιου Καραστογιάννη, αποκομίζοντας
μετά από σκληρή εργασία δύο χρόνων, 40 γρόσια τα οποία χρησιμοποίησε ως πρώτο
κεφάλαιο για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ανέλαβε ο ίδιος την
οικογενειακή επιχείρηση με τη βοήθεια των τριών αδερφών του: Νικολάου,
Κωνσταντίνου και, κυρίως, του Θεόδωρου.
Η οικονομική ύφεση στην οποία είχε
περιέλθει το εμπόριο λόγω του ηπειρωτικού αποκλεισμού που είχαν επιβάλλει οι
Βρετανοί, έπεισε το δεκαοκτάχρονο Μιχαήλ να επεκταθεί εμπορικά στην Αίγυπτο.
Εκεί έστειλε τον αδερφό του Θεόδωρο ο οποίος επέτυχε να δημιουργήσει μια
βιώσιμη επιχείρηση. Το 1812, ο Μιχαήλ έστειλε δίπλα στο Θεόδωρο και τους άλλους
δύο αδερφούς τους, τον Κωνσταντίνο και το Νικόλαο. Ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε
στο Κάιρο, όπως και ο Νικόλαος, αφού για ένα σύντομο διάστημα εργάστηκε στην
Αλεξάνδρεια.
Οι επιχειρήσεις της οικογένειας
Τοσίτσα επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το μεσογειακό χώρο με τη λειτουργία
καταστημάτων στη Μάλτα και το Λιβόρνο, τα οποία διηύθυνε ο Νικόλαος και, μετά
τον αιφνίδιο θάνατό του, ο Κωνσταντίνος. Η αδυναμία του τελευταίου, ο οποίος
«...δεν ήξευρε καλώς να γράψει ούτε ελληνιστί και έτι μάλλον δεν ήξευρε ποσώς
την ιταλικήν γλώσσαν...» να ανταπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες του
υποκαταστήματος στο Λιβόρνο, υποχρέωσαν το Μιχαήλ να καλέσει τον αγαπημένο του
ανεψιό, γιο της αδερφής του Στάμως Στουρνάρη, Νικόλαο, για να αναλάβει τη
διεύθυνση. Τέλος και ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να
εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια.
Από το 1824, ο εμπορικός οίκος
‘‘Τοσίτσα’’ εξελίχτηκε σε μια κολοσσιαία επιχείρηση και ο ιδρυτής του σε ένα
από τα πλέον επίλεκτα μέλη της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας και ένας
από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της Αιγύπτου. Επιπλέον,
εκμεταλλευόμενος τις στενές φιλικές, αλλά και οικονομικές, σχέσεις που ανέπτυξε
με το χεδίβη Μεχμέτ Άλυ, διεύρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομική του
επιφάνεια αλλά και την κοινωνική του εμβέλεια. Απέκτησε τεράστιες γαιοκτησίες
βαμβακοκαλλιέργειας, ενώ παράλληλα ορίστηκε γενικός επίτροπος και διαχειριστής
των γαιοκτησιών του αιγύπτιου ηγεμόνα. Η εμπιστοσύνη του Μεχμέτ Άλυ προς το
Μιχαήλ Τοσίτσα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο και λόγω της ουδέτερης στάσης που
τήρησε ο τελευταίος απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Μιχαήλ, σε αντίθεση με
τον αδερφό του Θεόδωρο, ο οποίος «...είχε κατηχηθή παρά τινός εταιριστού και
είχεν αναδειχθή εις των ενθέρμων ζηλωτών...» του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα
των ομογενών του, δεν ήρθε σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία, ούτε εκδήλωσε
εμπράκτως τη συμπάθειά του στην Επανάσταση. Για τη στάση του αυτή, επικρίθηκε
έντονα από τους ιστορικούς της περιόδου, ενώ ο Αναστάσιος Γούδας τον
υπερασπίστηκε. Ανεξάρτητα από τους λόγους ή τις προθέσεις που τον ώθησαν στην
πρόκριση της παραπάνω στάσης, αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ο Μιχαήλ Τοσίτσας
αφιέρωσε τεράστια ποσά για την εθνική σωτηρία και ευημερία.
Έτσι μεταξύ άλλων,
κατά τη διάρκεια της Επανάστασης διέθεσε χρήματα για την εξαγορά ελλήνων
αιχμαλώτων, καθώς και για αποστολή πολλών «των εν νεανική ηλικία όντων...»
αιχμαλώτων για σπουδές στην Ευρώπη, φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα
αποκατάστασή τους. Είναι λοιπόν άδικες οι εναντίον του κατηγορίες.
Ανέλαβε την εκ θεμελίων
ανοικοδόμηση ενός Παρθεναγωγείου, ενός Αλληλοδιδακτικού και ενός Ελληνικού
Σχολείου (Τοσίτσεια Σχολεία) στην Αλεξάνδρεια, το κόστος των οποίων ξεπέρασε τα
120.000 τάλιρα, προικοδοτώντας τα επιπλέον με τα αναγκαία κεφάλαια συντήρησης
και πρόσληψης διδακτικού προσωπικού. Αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για
την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού (Ευαγγελίστριας), στην Αλεξάνδρεια,
συμμετέχοντας οικονομικά στην κατασκευή του. Ανακαίνισε το Ελληνικό Νοσοκομείο
το οποίο είχε οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδερφού του Θεόδωρου.
Αγόρασε για τις ανάγκες της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας νεκροταφείο. Τα
ποσά που διέθεσε ο Τοσίτσας για κοινωφελή έργα υπέρ της Ελληνικής Κοινότητας
στην Αλεξάνδρεια ξεπέρασαν το 1.000.000 δραχμές, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για
την εποχή. Όμως οι ευεργεσίες του Τοσίτσα δεν περιορίστηκαν στην αιγυπτιακή
ομογένεια, αλλά επεκτάθηκαν στην ιδιαίτερή του πατρίδα καθώς και στο νεοσύστατο
Ελληνικό Βασίλειο. Συγκεκριμένα κληροδότησε: Σημαντικό μέρος της περιουσίας του
για την πολιτισμική, εκπαιδευτική και οικονομική ευμάρεια του Μετσόβου. Μεγάλο
ποσό στο Ελληνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, «... πόλης ένθα το πρώτον εμπορικόν του
στάδιον μετήλθε...». 10.000 τάλιρα για τον εξωραϊσμό των δρόμων και των
πλατειών του κέντρου των Αθηνών, που ορίζονταν από τις οδούς Σταδίου, Αιόλου,
και Ερμού. 100.000 γαλλικά φράγκα για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σημαντικά
ποσά για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, τη
Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), για Νοσοκομεία και άλλα εκπαιδευτικά ή
φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι ευεργεσίες του ήταν ατελείωτες. Ανάλογη δραστηριότητα
επέδειξε και η σύζυγός του Ελένη, η οποία διέθεσε την περιουσία που κληρονόμησε
σε αγαθοεργούς σκοπούς. Με δωρεές της οικοδομήθηκε το “Τοσίτσειο Παρθεναγωγείο”
και αγοράστηκαν τα οικόπεδα για την ανέγερση του Πολυτεχνείου και του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος
Πρόξενος του Ελληνικού Βασιλείου στην Αλεξάνδρεια από το 1833 έως το 1853, έτος
κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Προξένου. Παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο
και εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, συγκλονισμένος από το θάνατο του ανεψιού του
Νικολάου Στουρνάρη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του το
1856.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου