α) Σπαράγματα αναμνήσεων της ζωής μου
1960- Εισιτήριες εξετάσεις
Ήταν οι τελευταίες ημέρες στην ογδόη τάξη του 2ου γυμνασίου Βόλου. Εκ των πραγμάτων οι πιο συχνές συζητήσεις γίνονταν για τα σχέδια του καθενός μετά την αποφοίτηση. Όλοι γύρω μου είχαν κάτι να πουν. Λίγοι, γιοι κυρίως επώνυμων οικογενειών της πόλης με τη φροντίδα και των γονέων τους, είχαν διαλέξει πανεπιστήμια σε πόλεις του εξωτερικού. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στις δυο μεγάλες πόλεις - Αθήνα και Θεσσαλονίκη - να κάνουν το καλοκαιρινό εντατικό πρόγραμμα των φροντιστηρίων, έχοντας προτιμήσεις σε σχολές. Ακόμα οι επαρχιακές πόλεις δεν είχαν αξιόπιστα φροντιστήρια να συγκρατήσουν, όπως γίνεται τώρα, τους μαθητές στη γενέθλια πόλη. Επιπροσθέτως οι εξετάσεις γίνονταν τις έδρες των σχολών, που υπήρχαν μόνο στις δυο αυτές πόλεις.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις ήμουν μόνο ακροατής. Μέχρι τότε δεν είχα σκεφθεί το πρόβλημα και οι πληροφορίες μου πάνω στο θέμα ήταν σχεδόν μηδενικές. Ήταν φυσικό να νιώθω μια πίκρα για τη μειονεκτική μου θέση. Ένα καταπιεσμένο αίσθημα ζήλιας με επισκέφτηκε και εγκαταστάθηκε στο μυαλό μου. Στη συνέχεια μέσα μου γεννήθηκε ένα πείσμα που όλο μεγάλωνε κι αποκτούσε μπόι. Εγώ γιατί να μην έχω ένα αντίστοιχο όνειρο; Γιατί να μη σχεδιάζω τα επόμενα βήματα της ζωής μου ;
Κάθισα να εξετάσω τα αντικειμενικά στοιχεία και ν’ αξιολογήσω τις δυνατότητές που υπήρχαν. Όλα τα χρόνια είχα καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι βαθμοί μου ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο των συμμαθητών του. Εκεί που υστερούσα ήταν οι απαιτούμενοι υλικοί όροι. Εκεί έπρεπε να προσανατολίσω τη σκέψη μου και ν’ αρχίσω την προσπάθεια. Να ψάξω να βρω μια λύση. Από τους δικούς μου δεν περίμενα τίποτα περισσότερο από την ηθική στήριξη. Έπρεπε ο ίδιος να βρω μια άκρη.
Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναγωγή σ’ εκείνη την εποχή. Τότε για να δώσει ένα παιδί εξετάσεις έπρεπε να πληρώσει το δικαίωμα συμμετοχής, τα ονομαζόμενα εξέταστρα. Για ένα επαρχιωτόπουλο υπήρχαν προφανώς επιπλέον προβλήματα. Εισιτήρια να πάω στην Αθήνα, εξασφάλιση κατοικίας για ύπνο, διατροφή και τα μικροέξοδα της καθημερινής μετακίνησης. Αυτά έπρεπε ο ίδιος να τα εξασφαλίσω. Το πώς, έπρεπε ο ίδιος να το βρω. Η ιδέα άστραψε στο μυαλό μου. Ο άντρας της πρώτης μου ξαδέλφης Νότας, ο Σκοτεινιώτης, ήταν λογιστής στα ψυγεία ΕΨΑ της Αγριάς. Τον βρήκα αμέσως και του εξήγησα τι θέλω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, την άλλη κιόλας μέρα μου είπε:
- Είναι η εποχή που στα ψυγεία αποθηκεύονται τα αχλάδια κρυστάλλια του Πηλίου και χρειάζονται έκτακτους εργάτες. Η δουλειά είναι βαριά και πρέπει πρωί-πρωί να είσαι στην Αγριά. Έχεις τα κότσια για να τα βγάλεις πέρα; Θα σε προτείνω αν μου πεις ότι δε θα κιοτέψεις. Έχω ένα όνομα εκεί πέρα και δε θέλω να το διασύρω.
- Όχι! Όχι! Να με προτείνεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα, του απάντησα χωρίς δισταγμό.
Σε λίγες μέρες με ειδοποίησαν να πάω. Ήδη τα σχολεία είχαν κλείσει και οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν φύγει για τους προορισμούς τους, εδώ και μέρες. Μια κουβέντα ήταν ότι η δουλειά θα ήταν εύκολη. Μετά μιας μέρας δουλειάς το σώμα μου ήταν πιασμένο και ο πόνος ήταν διάχυτος παντού και δυνατός. Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα χωρίς να πω πουθενά πόσο υποφέρω. Ευτυχώς σε μια εβδομάδα συνήθισα τους νέους όρους ζωής. Κι όχι μόνο. Δέχτηκα να κάνω και δυο ώρες υπερωρία. Οι όροι της αμοιβής ήταν οι εξής: Μεροκάματο 48 δραχμές και για την υπερωρία 8 δραχμές την ώρα. Στο τέλος είχα μαζέψει ένα ποσόν που ξεπερνούσε τις 1000 δραχμές. Με την εθελοντική μεσολάβηση τρίτου ατόμου, εξασφάλισα κι από τον τότε δήμαρχο της Ν. Ιωνίας Απ. Βολίδη επιπλέον 500 δραχμές. Ο οικονομικός παράγοντας έτσι λύθηκε κατ’ ευχή. Ενδιάμεσα έγραψα γράμμα στην πρώτη του ξαδέλφη Στέλλα Ηλιού, αν θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για το διάστημα που θα χρειαζόταν. Η γραπτή άμεση απάντηση ήταν θετική. Τότε η Στέλλα καθόταν στην Καλλίπολη του Πειραιά.
Σε λίγους μήνες θα συμπλήρωνα τα 20 χρόνια του και τα ταξίδια έξω από το Βόλο ήταν αφάνταστα φτωχά. Με τις σχολικές κατασκηνώσεις και αυτές του εργαζόμενου παιδιού είχε πάει στην Πορταριά, στον Άγιο Λαυρέντη, στα Λεχώνια και τη Σκόπελο. Με τη μάνα του στην Αιδηψό για να κάνει εκείνη τα λουτρά στις ιαματικές πηγές, Στο Ρυζόμυλο που παντρεύτηκε η αδελφή μου και με τη Χριστιανική Αγωγή στο Βελεστίνο, τη Λάρισα και την Κοζάνη. Τώρα για πρώτη φορά θα έκανα μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό έγινε με το τρένο παρέα με τον φίλο και συμμαθητή από τη Νέα Ιωνία Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Αυτός θα έδινε για γιατρός, όπως κι έγινε, ενώ εγώ ξεκίνησα να γίνω μαθηματικός.
1960- Εισιτήριες εξετάσεις
Ήταν οι τελευταίες ημέρες στην ογδόη τάξη του 2ου γυμνασίου Βόλου. Εκ των πραγμάτων οι πιο συχνές συζητήσεις γίνονταν για τα σχέδια του καθενός μετά την αποφοίτηση. Όλοι γύρω μου είχαν κάτι να πουν. Λίγοι, γιοι κυρίως επώνυμων οικογενειών της πόλης με τη φροντίδα και των γονέων τους, είχαν διαλέξει πανεπιστήμια σε πόλεις του εξωτερικού. Οι περισσότεροι θα πήγαιναν στις δυο μεγάλες πόλεις - Αθήνα και Θεσσαλονίκη - να κάνουν το καλοκαιρινό εντατικό πρόγραμμα των φροντιστηρίων, έχοντας προτιμήσεις σε σχολές. Ακόμα οι επαρχιακές πόλεις δεν είχαν αξιόπιστα φροντιστήρια να συγκρατήσουν, όπως γίνεται τώρα, τους μαθητές στη γενέθλια πόλη. Επιπροσθέτως οι εξετάσεις γίνονταν τις έδρες των σχολών, που υπήρχαν μόνο στις δυο αυτές πόλεις.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις ήμουν μόνο ακροατής. Μέχρι τότε δεν είχα σκεφθεί το πρόβλημα και οι πληροφορίες μου πάνω στο θέμα ήταν σχεδόν μηδενικές. Ήταν φυσικό να νιώθω μια πίκρα για τη μειονεκτική μου θέση. Ένα καταπιεσμένο αίσθημα ζήλιας με επισκέφτηκε και εγκαταστάθηκε στο μυαλό μου. Στη συνέχεια μέσα μου γεννήθηκε ένα πείσμα που όλο μεγάλωνε κι αποκτούσε μπόι. Εγώ γιατί να μην έχω ένα αντίστοιχο όνειρο; Γιατί να μη σχεδιάζω τα επόμενα βήματα της ζωής μου ;
Κάθισα να εξετάσω τα αντικειμενικά στοιχεία και ν’ αξιολογήσω τις δυνατότητές που υπήρχαν. Όλα τα χρόνια είχα καλές επιδόσεις στα μαθήματα. Οι βαθμοί μου ήταν αρκετά πάνω από το μέσο όρο των συμμαθητών του. Εκεί που υστερούσα ήταν οι απαιτούμενοι υλικοί όροι. Εκεί έπρεπε να προσανατολίσω τη σκέψη μου και ν’ αρχίσω την προσπάθεια. Να ψάξω να βρω μια λύση. Από τους δικούς μου δεν περίμενα τίποτα περισσότερο από την ηθική στήριξη. Έπρεπε ο ίδιος να βρω μια άκρη.
Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια αναγωγή σ’ εκείνη την εποχή. Τότε για να δώσει ένα παιδί εξετάσεις έπρεπε να πληρώσει το δικαίωμα συμμετοχής, τα ονομαζόμενα εξέταστρα. Για ένα επαρχιωτόπουλο υπήρχαν προφανώς επιπλέον προβλήματα. Εισιτήρια να πάω στην Αθήνα, εξασφάλιση κατοικίας για ύπνο, διατροφή και τα μικροέξοδα της καθημερινής μετακίνησης. Αυτά έπρεπε ο ίδιος να τα εξασφαλίσω. Το πώς, έπρεπε ο ίδιος να το βρω. Η ιδέα άστραψε στο μυαλό μου. Ο άντρας της πρώτης μου ξαδέλφης Νότας, ο Σκοτεινιώτης, ήταν λογιστής στα ψυγεία ΕΨΑ της Αγριάς. Τον βρήκα αμέσως και του εξήγησα τι θέλω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, την άλλη κιόλας μέρα μου είπε:
- Είναι η εποχή που στα ψυγεία αποθηκεύονται τα αχλάδια κρυστάλλια του Πηλίου και χρειάζονται έκτακτους εργάτες. Η δουλειά είναι βαριά και πρέπει πρωί-πρωί να είσαι στην Αγριά. Έχεις τα κότσια για να τα βγάλεις πέρα; Θα σε προτείνω αν μου πεις ότι δε θα κιοτέψεις. Έχω ένα όνομα εκεί πέρα και δε θέλω να το διασύρω.
- Όχι! Όχι! Να με προτείνεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα, του απάντησα χωρίς δισταγμό.
Σε λίγες μέρες με ειδοποίησαν να πάω. Ήδη τα σχολεία είχαν κλείσει και οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν φύγει για τους προορισμούς τους, εδώ και μέρες. Μια κουβέντα ήταν ότι η δουλειά θα ήταν εύκολη. Μετά μιας μέρας δουλειάς το σώμα μου ήταν πιασμένο και ο πόνος ήταν διάχυτος παντού και δυνατός. Έσφιξα τα δόντια και συνέχισα χωρίς να πω πουθενά πόσο υποφέρω. Ευτυχώς σε μια εβδομάδα συνήθισα τους νέους όρους ζωής. Κι όχι μόνο. Δέχτηκα να κάνω και δυο ώρες υπερωρία. Οι όροι της αμοιβής ήταν οι εξής: Μεροκάματο 48 δραχμές και για την υπερωρία 8 δραχμές την ώρα. Στο τέλος είχα μαζέψει ένα ποσόν που ξεπερνούσε τις 1000 δραχμές. Με την εθελοντική μεσολάβηση τρίτου ατόμου, εξασφάλισα κι από τον τότε δήμαρχο της Ν. Ιωνίας Απ. Βολίδη επιπλέον 500 δραχμές. Ο οικονομικός παράγοντας έτσι λύθηκε κατ’ ευχή. Ενδιάμεσα έγραψα γράμμα στην πρώτη του ξαδέλφη Στέλλα Ηλιού, αν θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για το διάστημα που θα χρειαζόταν. Η γραπτή άμεση απάντηση ήταν θετική. Τότε η Στέλλα καθόταν στην Καλλίπολη του Πειραιά.
Σε λίγους μήνες θα συμπλήρωνα τα 20 χρόνια του και τα ταξίδια έξω από το Βόλο ήταν αφάνταστα φτωχά. Με τις σχολικές κατασκηνώσεις και αυτές του εργαζόμενου παιδιού είχε πάει στην Πορταριά, στον Άγιο Λαυρέντη, στα Λεχώνια και τη Σκόπελο. Με τη μάνα του στην Αιδηψό για να κάνει εκείνη τα λουτρά στις ιαματικές πηγές, Στο Ρυζόμυλο που παντρεύτηκε η αδελφή μου και με τη Χριστιανική Αγωγή στο Βελεστίνο, τη Λάρισα και την Κοζάνη. Τώρα για πρώτη φορά θα έκανα μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό έγινε με το τρένο παρέα με τον φίλο και συμμαθητή από τη Νέα Ιωνία Τριαντάφυλλο Σκαλίδη. Αυτός θα έδινε για γιατρός, όπως κι έγινε, ενώ εγώ ξεκίνησα να γίνω μαθηματικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου