Η Εκπαιδευτική πραγματικότητα της Γορτυνίας στα χρόνια της βασιλείας του
Όθωνα ( 1833-1862)
Δρ Ιωάννης
ΚΑΠΠΟΣ Προϊστάμενος 5ου Γραφείου Δνση
Π.Ε. Γ΄ Αθηνών
Η επαρχία
Γορτυνίας, τόπος τραχύς και ορεινός, κατέχει το νοτιοδυτικό τμήμα της Αρκαδίας.
Έχει πλούσια μυθική παράδοση και η ιστορική της ζωή καταγράφεται ήδη από τα
ομηρικά χρόνια. Οι αρχαίοι συγγραφείς και οι νεότεροι που αναφέρονται σ' αυτή
μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα του φυσικού περιβάλλοντος και τον
συνεχή αγώνα των ανθρώπων για την επιβίωση τους και τη δημιουργία ευνοϊκών
προϋποθέσεων για την ανάπτυξη του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού τους
βίου.
Στα νεότερα
χρόνια και ειδικότερα στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας η Γορτυνία ανέπτυξε
μια ιδιαίτερη δυναμική στον ευρύτερο χώρο της Πελοποννήσου όσον αφορά την
Παιδεία, την Εκκλησία και την Κοινοτική Αυτοδιοίκηση. Οι σχολές της Δημητσάνας,
της Βυτίνας και των Λαγκαδίων από το β' μισό του 17ου αιώνα είχαν αναπτύξει
εκπαιδευτική δραστηριότητα η οποία είχε ενσωματώσει στοιχεία του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού. Η θεσμική οργάνωση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
με τους ν. του 1834 και 1836 αντίστοιχα επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις τόσο
στη γεωγραφία της εκπαίδευσης όσο και στο περιεχόμενο σπουδών.
Στην
Γορτυνία την περίοδο αυτή παρατηρείται ανάπτυξη του σχολικού δικτύου και αύξηση
του μαθητικού πληθυσμού. Ωστόσο όμως η έλλειψη των δασκάλων και εποπτικών
μέσων, η αδυναμία των Δήμων να καταβάλλουν τη μισθοδοσία και οι τοπικές
πολιτικές συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα την πλημμελή λειτουργία της
εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο εκπαιδευτικός χάρτης της Γορτυνίας όπως
διαμορφώθηκε στα χρόνια του Όθωνα αποτυπώνει την προσπάθεια της κεντρικής
διοίκησης να αντιμετωπίσει την εκπαίδευση των παιδιών και την αγωνία των
τοπικών αρχών να οργανώσουν, παρά τις ελλείψεις , ένα σχολείο που να
ανταποκρίνεται στην πνευματική ιστορία της περιοχής.
1. ΓΕΝΙΚΑ
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Η επαρχία
Γορτυνίας ήταν ανέκαθεν τμήμα της Αρκαδίας και αποτελούσε στην αρχαιότητα το
μεγαλύτερο τμήμα της Αζανίας ή Αζανίδος. Τόπος ορεινός με πλούσια μυθική παράδοση
που η ιστορική της ζωή καταγράφεται ήδη από τους ιστορικούς χρόνους (Παυσανίας
). Στην περιοχή άκμασαν σημαντικές πόλεις (Θησώα, Μεθύδριον, Κλείτωρ, Ελευσίς)
που η παρακμή τους προσδιορίζεται χρονικά πριν από τη Ρωμαιοκρατία (Ραγκαβής,
1853). Από το 963 αποτελούσε τμήμα της Μεσσαρέας (Αρκαδία) και οι οικονομικές
δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία
νέων πόλεων όπως της Καρύταινας, του Αράκλοβου, της Δημητσάνας (Σαρρής
1934-35). Την περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας έγιναν μετακινήσεις πληθυσμού
από την πελοποννησιακή ενδοχώρα προς τα Ιόνια νησιά. Στη Γορτυνία όμως λόγω της
φυσικής οχυρότητας που εμφάνιζε η περιοχή απετράπη η μετακίνηση του πληθυσμού,
γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη μη αλλοίωση της φυσιογνωμίας της και την
πληθυσμιακή της σταθερότητα. (Παναγιωτόπουλος, 1987).
Την περίοδο
της οθωμανικής κυριαρχίας οι συνθήκες ασφάλειας που παρείχε η περιοχή ήταν ο
κύριος λόγος της αύξησης του πληθυσμού και της ανάπτυξης δραστηριοτήτων που
κατέστησαν τη Γορτυνία ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της υπόδουλης Ελλάδας.
Οι σχολές της Δημητσάνας, της Βυτίνας, των Λαγκαδίων, της Νεμνίτσας είχαν
αναπτύξει πνευματική κίνηση τέτοια που η προσφορά τους υπερέβη τα όρια της
επαρχίας (Λάμπρου, 1906). Ο Ιωάννης Καποδίστριας αντιμετώπισε την εκπαίδευση ως
ζήτημα πρώτης προτεραιότητας επιδιώκοντας τη θεσμική της οργάνωση και την
ανάπτυξη σχολικού δικτύου ικανού να εκπαιδεύσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα
των παιδιών του λαού. Το εγχείρημα αυτό παρουσίαζε δυσκολίες κυρίως στις ορεινές
περιοχές λόγω της έλλειψης δασκάλων και στοιχειώδους υποδομής (Παπαδόπουλος,
1857-58). Η περίοδος της αναρχίας που ακολούθησε τη δολοφονία του Κυβερνήτη
είχε αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία των σχολείων. Οι σχολές της Γορτυνίας
που την προηγούμενη περίοδο είχαν αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα, παρουσίαζαν
σημαντικά λειτουργικά προβλήματα.
Η
αντιβασιλεία επιχειρώντας τη θεσμική οργάνωση του κράτους και ειδικότερα της
εκπαίδευσης με το ν. του 1834 «Περί Δημοτικών σχολείων» αναθέτει την ίδρυση και
λειτουργία των σχολείων στους Δήμους. Το νομοθέτημα αυτό ενώ από μια πρώτη
ματιά αποκεντρώνει τη κρατική λειτουργία στην πράξη παρουσιάζει προβλήματα
πολλές φορές ανυπέρβλητα αφού οι Δήμοι την περίοδο αυτή είναι ανοργάνωτοι και
φέουδα πολιτικών αντιπαραθέσεων. Από τη μελέτη της αλληλογραφίας που είχαν οι
δήμοι με το υπουργείο, γίνεται φανερή η αδυναμία κάλυψης των προϋποθέσεων που
απαιτούσε ο νόμος για την ίδρυση και λειτουργία των σχολείων, αφού το μοναδικό
τους επιχείρημα ήταν η προηγούμενη πνευματική παράδοση της περιοχής.
Η εξακτίνωση
των σχολείων, αρχικά στις έδρες των δήμων, είχε ως στόχο την όσο το δυνατόν
μεγαλύτερη προσέλευση του μαθητικού δυναμικού στα σχολεία ωστόσο όμως τα παιδιά
των απομακρυσμένων ορεινών χωριών παρέμειναν αποκλεισμένα από το σχολείο ή
εξυπηρετούνταν από τα κατά τόπους Γραμματοδιδασκαλεία.
Για την
εκπαίδευση των κοριτσιών τα στοιχεία δεν είναι επαρκή. Η Γορτυνία σ΄ αυτό τον
τομέα δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοημένη εξ αιτίας της γεωγραφικής κατατομής και των
κοινωνικών στερεοτύπων, καθόσον η συμμετοχή των κοριτσιών στα αλληλοδιδακτικά
σχολεία ήταν η μεγαλύτερη στα νησιά του Αιγαίου από ότι στις ορεινές περιοχές
(Ζιώγου-Καραστεργίου, 1986). Όπως προκύπτει από τα αρχειακά ευρήματα η
εκπαίδευση των κοριτσιών στη διάρκεια της οθωνικής περιόδου δεν έλαβε
οργανωμένο χαρακτήρα παρά μόνο αποσπασματικό στο πλαίσιο της λειτουργίας των
αλληλοδιδακτικών σχολείων των αρρένων.
2.
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Ο ν. του
1834 ενεργοποίησε τους δήμους στην κατεύθυνση της ίδρυσης και της λειτουργίας
των σχολείων. Ωστόσο, όμως, η έλλειψη πόρων, η αδυναμία του κράτους να
εκπαιδεύσει επαρκή αριθμό δασκάλων, η απουσία κτιριακής υποδομής, οι πολιτικές
παρεμβάσεις, οι ανταγωνισμοί των τοπικών παραγόντων, στην πράξη, ακύρωναν τις
προσπάθειες για την ίδρυση σχολείων (Κάππος, 2001). Την περίοδο αυτή
παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των σχολείων και του μαθητικού δυναμικού
διαμορφώνοντας ανάλογα τον εκπαιδευτικό χάρτη της Γορτυνίας.
2.1
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΛΟΤΟΥ
Το δημοτικό
συμβούλιο του ομώνυμου δήμου με έγγραφο του ζητά την ίδρυση σχολείου στις 30
Ιανουαρίου 1837 υπολογίζοντας τα παιδιά που θα φοιτήσουν σ’ αυτό σε 60. Ο
διορισμός του δασκάλου γ’ τάξεως Γεωργίου Παπαθανασόπουλου δεν ευδοκίμησε για
αρκετό χρονικό διάστημα λόγω αδυναμίας του δήμου να πληρώσει το μισθό που είχε
οριστεί στις 50 δρχ. Ο πάρεδρος Μολοτού Κωνσταντής Γιαννακόπουλος σε επιστολή
του προς τη Διοίκηση Γόρτυνος αναφέρει «… η έλλειψις δημοδιδασκάλου και τούτου
ένεκα έπεσον εις τη διαφθοράν οι παίδες των δημοτών λησμονούντες παντάπασιν και
αυτά τα ολίγα προσπουδαζόμενα μαθηματά των…» (ΓΑΚ, 1837β). Ο επόμενος δάσκαλος
Ανδρέας Νικολόπουλος, μετά από ενάμιση μήνα από τη τοποθέτησή του, συνελήφθη
για υπόθαλψη ληστείας με αποτέλεσμα το σχολείο να παραμείνει πάλι χωρίς
δάσκαλο. Το 1841 με το νέο αυτοδιοικητικό χάρτη ο δήμος Μολοτού συγχωνεύθηκε με
το δήμο Κλείτορος με έδρα τη Τοπόριστα (ΕτΚ, 1841). Μετά από παρεμβάσεις του
νέου Δημαρχιακού Παρέδρου Ιωάννη Δρακόπουλου στην περιοχή του δήμου
λειτούργησαν δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία στο Βαλτεσινίκο και στη Τοπόριστα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις από την πλευρά του δήμου ότι έχει προβλεφθεί η δαπάνη
για τη λειτουργία του σχολείου η κατάσταση δεν άλλαξε ουσιαστικά με αποτέλεσμα
το σχολείο μέχρι το τέλος της περιόδου να παραμένει κλειστό για μεγάλα χρονικά
διαστήματα.
2.2 ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΥΤΙΝΑΣ
Η
εκπαιδευτική παράδοση της προηγούμενης περιόδου δεν συνεχίζεται στη
μετεπαναστατική περίοδο κυρίως λόγω της αδυναμίας του Δήμου Νυμφασίας να
εισπράξει τους φόρους και να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία σχολείου. Η έλλειψη
δασκάλου αντιμετωπίστηκε με το διορισμό του Γραμματοδιδασκάλου Χρύσανθου
Πολυχρονόπουλου που εξετάσθηκε από τον ελληνοδιδάσκαλο Καράκαλλο και εκρίθη
ικανός να διδάξει στο αλληλοδιδακτικό σχολείο ΓΑΚ, 1846). Η έλλειψη των
κατάλληλων δασκάλων και σ’ αυτή την περίπτωση έχει ως αποτέλεσμα την πλημμελή
λειτουργία ενός ιστορικού σχολείου.
2.3
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΡΟΠΑΙΩΝ
Η πρώτη
επίσημη αναφορά στο σχολείο των Τροπαίων γίνεται στην αίτηση μετάθεσης του
δασκάλου Ιωάννη Οικονόμου στις 4 Μαρτίου 1837. Το κτίριο του δημοτικού σχολείου
ήταν έτοιμο αλλά ελλιπές ως προς τα βιβλία και τα λοιπά αναγκαία μέσα. Οι
διενέξεις μεταξύ των τοπικών παραγόντων Βυζικίου και Τροπαίων για την έδρα του
σχολείου δημιουργούσε μια αρνητική ατμόσφαιρα με επιπτώσεις στη λειτουργία του.
Μετά από παρέμβαση, του σεβαστού, στην περιοχή, δασκάλου Νικόλαου
Χρυσανθόπουλου το ζήτημα διευθετήθηκε και η ηρεμία επανήλθε στην τοπική
κοινωνία (ΓΑΚ,1837).
2.4
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΖΑΤΟΥΝΑΣ
Η περιοχή
της Ζάτουνας κατά την προεπαναστατική περίοδο ήταν εύρωστη οικονομικά κυρίως
λόγω των βυρσοδεψείων που λειτουργούσαν στην περιοχή. Η ευρωστία αυτή της
επέτρεπε να λειτουργεί σχολείο κατά την προεπαναστατική περίοδο με σημαντική
πνευματική προσφορά στην περιοχή (Φλούδας, 1958-59). Στα πρώτα χρόνια της
ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους παρατηρήθηκε αναστολή της οικονομικής
δραστηριότητας με αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των σχολείου. Το δημοτικό
σχολείο της Ζάτουνας αναστήθηκε με το υπ' αριθ. 22487 Β.Δ. του 1842 και με
πρώτο δάσκαλο τον Μιχαήλ Τσερώνη( ΓΑΚ, 1842). Οι συχνές μεταθέσεις των δασκάλων
που ακολούθησαν και η αδυναμία του Δήμου να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη για τη
λειτουργία του σχολείου είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της φοίτησης των μαθητών
για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται σε
αναφορά επιτροπής των κατοίκων προς το υπουργείο για την αναγκαιότητα
λειτουργίας του σχολείου, «… η νεολαία της πατρίδος ημών υστερουμένη Δημοτικού
Διδασκάλου εκτός του ότι μένει εις το σκότος της αμαθείας, εκτραχηλίζεται κατά
την δυστυχίαν εις τα χείριστα, καίτοι μετά πολλής σπουδής υπό των γονέων
προφυλαττομένη».
2.5
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΕΥΘΙΔΟΣ
Στα
πολυπληθή Λαγκάδια λειτουργούσε μέχρι το 1825 σχολείο το κτίριο του οποίου
πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της
λειτουργίας του. Η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών ήδη από τα πρώτα χρόνια της
ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους δέχονταν πιέσεις για την επαναλειτουργία του
(ΓΑΚ, 1844γ). Δεν μπορούσε να αγνοήσει το αίτημα των 3500 κατοίκων για την
ίδρυση και λειτουργία σχολείου αφού μάλιστα η χρηματοδότηση της ανέγερσης νέου
διδακτηρίου και η μισθοδοσία του δασκάλου εξασφαλίζονταν από τους τόκους
δανείου που είχε χορηγήσει ο δήμος στην επαρχία Καρυταίνης (ΓΑΚ, 1844β). Ο
ιερέας Σοφιανός Παπαηλιόπουλος ήταν ο πρώτος δάσκαλος που με μόχθο στήριξε τη
λειτουργία του σχολείου. Στη συνέχεια όμως ο διορισμός στο σχολείο δασκάλων
ανώτερης τάξεως τον έφερε σε αντιπαράθεση με αποτέλεσμα της εκτόξευση πολλές
φορές αστήρικτων κατηγοριών που είχαν αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του
σχολείου. Από τις εκθέσεις των επιθεωρητικών επιτροπών γίνεται φανερό ότι στο
συγκεκριμένο σχολείο υπήρξε διαρκής αύξηση του μαθητικού δυναμικού με επιδόσεις
που φανερώνουν οργάνωση και προγραμματισμό της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ως
αρνητικό γεγονός επισημαίνονται οι συχνές μεταθέσεις των δασκάλων που είχαν ως
αποτέλεσμα την απώλεια διδακτικού χρόνου για τους μαθητές.
2.6
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Η ύπαρξη στο
χώρο του δημοδιδάσκαλου Ιωάννη Βασιλειάδη , «… όστις δια τας πολυειδείς γνώσεις
του και την παράδοσιν των μαθημάτων επιμελείται καλώς την αλληλοδιδακτικήν…»
(ΓΑΚ, 1837γ) και η ύπαρξη διδακτηρίου χωρητικότητας 160 μαθητών επέτρεπαν τη
λειτουργία σχολείου. Η μισθοδοσία του δασκάλου αποφασίστηκε να δίνεται σε δύο
μέρη σε χρήματα και σε φάκνα (σε είδος) (ΓΑΚ, 1838) .
Η συγχώνευση
των δήμων Πιανών και Θαλιάδων το 1842 με αυτό της Ελευσίνας έφερε την
κατακόρυφη αύξηση του μαθητικού δυναμικού και δημιούργησε την ανάγκη για
σύσταση δύο άλλων σχολείων. Αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι στο χωριό
Μαγούλα του δήμου λειτουργούσε ένα είδος νηπιακού σχολείου στο σπίτι του
γέροντος παιδαγωγού Αναγνώστη Παναγιώτου, «προς επιτήρησιν αυτών και προς
προγύμνασιν δια να μετατεθούν επομένως εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον άμα
συμπληρώσουν τα έξι έτη».(ΓΑΚ, 1838β) Τα προβλήματα στην καταβολή της
μισθοδοσίας καθώς και η εμπλοκή του Βασιλειάδη σε τοπικές πολιτικές διενέξεις
είχε ως αποτέλεσμα να αναγκαστεί το υπουργείο να απειλήσει με κλείσιμο του
σχολείου (ΓΑΚ, 1845). Μπροστά σ' αυτή την αρνητική εξέλιξη η ηρεμία
αποκαταστάθηκε και η λειτουργία του σχολείου συνεχίστηκε απρόσκοπτα.
2.7
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΖΩΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ
Στο χωριό
Ζωνάτι την πρωτεύουσα του δήμου Βερένθης που συγχωνεύτηκε στην πορεία με το
δήμο Γόρτυνος συστήθηκε δημοτικό σχολείο που συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση για τα
εκπαιδευτικά πράγματα της Γορτυνίας. Το υπουργείο στις 28 Δεκεμβρίου 1846
διόρισε δάσκαλο τον Ιωάννη Παπαπετρίδη αφού πρώτα πληροφορήθηκε από τη Νομαρχία
ότι το κατάστημα είναι έτοιμο και είχε ληφθεί φροντίδα για την προμήθεια
βιβλίων και το διορισμό δασκάλων. Ο υπουργός επιβραβεύοντας το ζήλο των
κατοίκων για το σχολείο έστειλε ένα κατάλογο βιβλίων και το αναγκαίο εκπαιδευτικό
υλικό (ΓΑΚ, 1838β).
2.8
ΑΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΗΜΗΤΣΑΝΗΣ
Στις 8
Ιουλίου 1836 διορίζεται στο σχολείο ο ιερέας Δημήτριος Καρατζάς δημοδιδάσκαλος
γ' τάξεως που σύμφωνα με τη γνώμη του δημάρχου «είναι καλής ηθικής, χαίρει την
υπόληψιν της κοινότητας και είναι ολιγαρκής ως προς τη μισθοδοσία» (ΓΑΚ, 1836,
Σκολαρίκος, 1959). Ο πληθυσμός του δήμου που έφτανε στις 2327 κατοίκους
καθιστούσε ανεπαρκές το ένα σχολείο για τη στέγαση του μαθητικού πληθυσμού. Οι
αντιπαραθέσεις μεταξύ δασκάλων και δημοτικών αρχόντων τις οποίες ο διοικητής
της επαρχίας Ιωάννης Σπηλιώτης χαρακτηρίζει παραφρονήσεις (ΓΑΚ, 1836)
προξενούσαν βλάβες στην παρεχόμενη εκπαίδευση ώστε πολλοί γονείς θέλουσιν
αποσύρει μετά μικρόν τα τέκνα των, δια την αθλιότητα του σχολείου (ΓΑΚ, 1836).
2.9 AΛΛΗΛΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΡΙΚΟΛΩΝΩΝ
Η Στεμνίτσα-
πρωτεύουσα - του δήμου είχε πλούσια παράδοση στη λειτουργία σχολείου. Και στην
περίπτωση όμως αυτή τα προβλήματα των τοπικών πολιτικών ανταγωνισμών είχαν
αρνητική επίδραση στη λειτουργία του σχολείου. Χαρακτηριστικά, η αντιπαλότητα
μεταξύ του δημάρχου και του δασκάλου Ιωάννη Καρπούζου είχε φθάσει σε τέτοιο
σημείο ώστε ο διοικητής της Γορτυνίας αναγκάζεται να την ονομάσει «αθεράπευτο
κακόν που δεν διορθώνεται ειμή μόνο με την ματάθεσιν»(ΓΑΚ, 1839)'Ο δήμαρχος Χαράλαμπος
Ροϊλός είχε αρνητική στάση έναντι του σχολείου, γεγονός που αναφέρουν όλοι οι
δάσκαλοι σε επιστολές τους προς τη διοίκηση. Ο δάσκαλος Ιωάννης Μητρόπουλος
αναφέρει ότι «είμαι βέβαιος ζητών τα νόμιμα και τα δίκαια, θέλουν εκραγεί
διαφόρων ειδών διωγμοί» (ΓΑΚ, 1841β) Η αντιπαλότητα μεταξύ δημάρχου και
δασκάλων είχε ως αποτέλεσμα τις συχνές μεταθέσεις. Ο δάσκαλος Μιχαήλ Τσερώνης
που τοποθετήθηκε δάσκαλος στο σχολείο τον Δεκέμβριο του 1843 (ΓΑΚ, 1844β) ένα
χρόνο μετά γράφει προς το Υπουργείο «… όλοι σχεδόν οι δήμοι δεν αμοιρούν
τοιούτων σχολείων, ο δικός μας όμως διατελεί βλέπων μήνας ικανούς με λύπην το
δημοτικόν σχολείον κεκλεισμένον και κατηραχνιωμένον και υπέρ τους διακοσίους
μαθητάς. ελεεινώς συμπεριφερομένους τήδε κακείσε αντί της ηθικής βελτίωσης» (ΓΑΚ,
1844).
Στο
Ζυγοβίστι την πρωτεύουσα του δήμου Καλλιστούς το Δημοτικό σχολείο είχε
ανεγερθεί με δαπάνες του δήμου. Ο ιερέας Παπαοικονομόπουλος με το επίθετο
«καλός» συνέβαλλε αποφασιστικά στη λειτουργία του. Το υπουργείο αξιολόγησε ως
θετική την προσφορά του θεωρώντας ότι είναι άξιος να μισθοδοτηθεί από το
εκκλησιαστικό ταμείο (ΓΑΚ, 1840).
Σχολεία
επίσης λειτουργούσαν στην πρωτεύουσα του δήμου Λυκουρίας Παλούμπα και στο χωριό
Φίλια του ιδίου δήμου (ΓΑΚ, 1840).
..3.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Ο χάρτης των
ελληνικών σχολείων διαμορφώνεται με βάση αυτόν που υπήρχε ήδη από τα
προεπαναστατικά χρόνια. Οι αιτήσεις των δημοτικών συμβουλίων προς το υπουργείο
για την ίδρυση ή τη συνέχιση της λειτουργίας των σχολείων επικαλούνται την
ιστορία ως ισχυρό επιχείρημα Οι ιστορικές σχολές της Δημητσάνας, της Βυτίνας
και της Στεμνίτσας συνεχίζουν τη λειτουργία τους με όλα τα προβλήματα που
συνοδεύουν την εκπαίδευση την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του νεοελληνικού
κράτους.
3.1.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΥΤΙΝΗΣ
Το 1836 επιτροπή
κατοίκων της Βυτίνας γνωστοποιεί στο υπουργείο ότι το πυρποληθέν από τον
Ιμπραήμ κτίριο της σχολής ανοικοδομήθηκε με δαπάνες των κατοίκων και είναι στην
υπηρεσία της νεολαίας του δήμου Νυμφασίας. Το 1836 σύμφωνα με την έκθεση του
νομάρχη Αρκαδίας Δημήτριου Κυριακίδη είχε πάνω από 100 μαθητές προερχόμενους
από την ευρύτερη περιοχή (ΓΑΚ, 1836). Ο ελληνοδιδάσκαλος που έβαλε την σφραγίδα
του στη λειτουργία της σχολής είναι ο Γεώργιος Τσαφαλόπουλος, που ήταν ο ίδιος
μαθητής της σχολής. Η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της από το 1833 έως το 1836
για λόγους σχετικούς με την καθυστέρηση των μισθών και την έλλειψη
εκπαιδευτικού υλικού απαραίτητου για την διεκπεραίωση των μαθημάτων. Η
δυσπραγία αυτή ανάγκασε τον Τσαφαλόπουλο σε παραίτηση, «… γιατί δεν έχει άλλον πόρον
δια να απαντά (sic) τα απολύτως αναγκαία έξοδα του ειμή τον μισθόν της
υπηρεσίας του (ΓΑΚ, 1836). Τις ελλείψεις του σχολείου αναπλήρωνε η διάθεση των
δασκάλων για προσφορά, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των δασκάλων
Πολυχρόνη Καράκαλου και Θεόδωρου Πολυζωϊδη «νέων συγκεκροτημένων με ικανήν
φιλολογικήν παιδείαν κοσμίων και φιλοπόνων».
3.2 ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΕΜΝΙΤΣΗΣ
Ο δήμος
Στεμνίτσας το 1842 ζήτησε την ανασύσταση της Σχολής «…δια να ίδωμεν τας Μούσας
επανερχομένας εις τας πρώτας αξίας και λάμπουσαν πανταχού την παιδείαν (ΓΑΚ,
1842). Οι Στεμνιτσιώτες θεωρούν ότι δίδουν απολογία στην ιστορία (ΓΑΚ, 1842) με
το να φροντίζουν τη σχολή και να εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις της λειτουργίας
της.
Στις αρχές
του 1843 άρχισε η λειτουργία της σχολής με δάσκαλο τον Θεόδωρο Βογάσαρη,
«…όστις έχει τας αναλόγους γνώσεις και τους πρέποντας δια τον πολιτισμένον
εκείνον δήμον…» Η σύσταση του ελληνικού σχολείου είχε γίνει ήδη από τις πρώτες
ημέρες της έλευσης του Όθωνα, το Φεβρουάριο του 1832 για το λόγο ότι στην ευρύτερη
περιοχή του Δήμου υπήρχαν μεγάλης έκτασης εθνικά κτήματα, των οποίων τα έσοδα
επαρκούσαν για τη λειτουργία της και τη μισθοδοσία του δασκάλου (ΓΑΚ, 1836). Η
έλλειψη όμως δασκάλων και οι τοπικοί ανταγωνισμοί είχαν ως αποτέλεσμα τις
συχνές διακοπές της λειτουργίας του. Ο αριθμός των μαθητών της σχολής
υπερέβαινε τους σαράντα και τα μαθήματα που διδάσκονταν τα πρώτα χρόνια ήταν
μόνο ελληνικά. Με τη βαθμιαία όμως πρόοδο των μαθητών, προσδοκάται να «
παραδοθούν ποιητικά, σχολαστικά και μέρος των μαθημάτων (ΓΑΚ, 1833).
3.3 ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΓΟΥΛΙΑΝΩΝ
Το 1842 το
δημοτικό συμβούλιο του δήμου Μυλάοντος εξουσιοδοτεί το δήμαρχο « να λάβει
πρόνοιαν περί της εκπαιδεύσεως, των κατά του δήμου τούτου νέων, των μη εχόντων
πλέον ανάγκη της μαθητεύσεως της αλληλοδιδακτικής, αλλά περαιτέρω εκπαιδεύσεως»
(ΓΑΚ, 1842γ). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι φιλόμουσοι γονείς των
μαθητών είχαν την καλή διάθεση να συνεισφέρουν για το μισθό του δασκάλου για να
μη στερούνται τα παιδιά τους μιας ανώτερης εκπαίδευσης (ΓΑΚ, 1842γ).Το
υπουργείο αρνείται να συστήσει σχολείο με την αιτιολογία ότι υπάρχει κοντά το
ελληνικό της Βυτίνας και τους χειμερινούς μήνες μόλις 30 οικογένειες διαμένουν
στα Μαγούλιανα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος επελέγη τρόπος με τη
διδασκαλία των Ελληνικών μαθημάτων ενός έτους από τον αλληλοδιδάσκαλο Ησαΐα
Μιχαλόπουλο. Το μονοτάξιο ελληνικό σχολείο που συστήθηκε το 1838 αναπτύχθηκε
πλήρως μετά το 1843.
3.4 ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ
Η σχολή της
Δημητσάνας είχε πλούσια πνευματική παράδοση με πανελλήνια ακτινοβολία και η
φιλοδοξία των εφόρων της ήταν η συνέχιση της παράδοσης αυτής μέσα στις νέες
κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (ΓΑΚ,
1833). Το πρόβλημα της μισθοδοσίας και της κάλυψης των εξόδων λειτουργίας της
σχολής άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα οξύ μετά την δήμευση της περιουσίας της
Μονής Φιλοσόφου από το Κρατικό Ταμείο. Το 1833 ήταν η μοναδική σχολή που
λειτουργούσε στην περιοχή της Γορτυνίας. Ο νομάρχης Αρκαδίας Αντώνης Μοναρχίδης
αναγνώριζε την « αρχαία δόξα» και ζητούσε από τη Γραμματεία να ενισχύσει τη
σχολή για να βαδίσει προς τον σκοπό αυτόν» (ΓΑΚ, 1844β) Το 1836 οι μαθητές ήταν
130 γεγονός που καθιστούσε αναγκαίο το διορισμό και δεύτερου δασκάλου. Ο
Ελληνοδιδάσκαλος Δοσίθεος Μιχαλακόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά, « … ενώ οι
κόποι μου ήσαν υπερβολικοί και ανυπόφοροι, είναι δύσκολον να γίνεται καθ’ όλην
την απαιτούμενην ακρίβειαν η παράδοσις, δια το πλήθος των μαθητών» (ΓΑΚ, 1836).
Η έλλειψη προσόδων γίνεται πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ κατοίκων και του δήμου. Οι
αλλεπάλληλες μεταθέσεις των δασκάλων είχαν αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία
του σχολείου και προξενούσαν τη δυσφορία των κατοίκων οι οποίοι με τη σειρά
τους μιλούσαν για κακοδιαχείριση του κληροδοτήματος Μακρή (ΓΑΚ, 1847β). Στο
τέλος της οθωνικής περιόδου ο αριθμός των μαθητών υπολογίζεται σε 84.
4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ
Είναι γνωστό
ότι η εκπαιδευτική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται κάθε φορά
αντικατοπτρίζεται εκτός των άλλων και στην αρχιτεκτονική των σχολικών κτιρίων
(Ζήβας & Καρδαμίτση, 1979). Τα κτίρια των σχολείων που συνόδευσαν την
πνευματική άνθιση του 18ου αιώνα ήταν κτισμένα στον περίβολο των εκκλησιών,
εξυπηρετώντας έτσι το δάσκαλο που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και
ιερωμένος. Την περίοδο αυτή, στη Γορτυνία, έχουμε δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα
σχολικών κτιρίων, τη σχολή της Βυτίνας που χτίστηκε γύρω στο 1870 και της
Δημητσάνας την ίδια περίπου εποχή. Οι αδελφοί Δανιήλ και Παρθένιος Γαβράς, που
υπήρξαν οι ιδρυτές και οι πρώτοι δάσκαλοι της σχολής της Βυτίνας για μια
διετία, μέχρι την ανέγερση του κτιρίου, δίδαξαν στην ιδιωτική κατοικία του
Πανάγου Μαραγκού (Παπαζαφειρόπουλος, 1883). Η αύξηση των μαθητών σε 120,
ανάγκασε τους Βυτιναίους να αναγείρουν κατάστημα «ευρύχωρον εν τη εκλεκτοτέρα
θέση της Βυτίνης» (Παπαζαφειρόπουλος, 1883 σ. 36). Πληροφορίες για τον τύπο του
σχολικού κτιρίου δεν έχουμε. Το πιθανότερο είναι να ακολουθούσε το ορθογώνιο
τυποποιημένο σχήμα της εποχής. Την ίδια περίοδο στη σχολή της Δημητσάνας
σπούδαζαν πάνω από 300 μαθητές, πολλοί από τους οποίους φιλοξενούνταν στα «παρακείμενα
της σχολής μαγαζιά». Στον περίβολο του ναού της Αγίας Κυριακής είχε κτιστεί
πολύδομος οικία για τη διδασκαλία 300 μαθητών και την κατοικία δασκάλων και
υπηρετών (Καστόρχης, 1847). Επιπλέον υπήρχε και κήπος «όχι ευκαταφρόνητος
δέντρων ευσκίων προς ανάπαυσιν των σχολιαζόντων νέων» (Καστόρχης, 1847 σ. 9) .
Προσπάθεια
για τον καθορισμό ενός ενιαίου σχεδίου σχολικού κτιρίου διαπιστώνεται το 1830,
όπου στο εγχειρίδιο για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία του Ι. Κοκκώνη
περιλαμβάνονται σαφείς οδηγίες για το σχέδιο και τις προδιαγραφές ανέγερσης και
τον κατάλληλο εξοπλισμό των σχολείων (Κοκκώνης, 1830).
Ο περί Περί
Δημοτικών σχολείων ν. του 1834 ανέθεσε το δικαίωμα των επισκευών συντήρησης και
βελτίωσης του υλικού των σχολείων στους δήμους. Στην περίπτωση που ο προϋπολογισμός
του δήμου δεν επαρκούσε για το σκοπό αυτό, ήταν δυνατόν να διενεργηθεί έρανος
μεταξύ των δημοτών υπό την εποπτεία του διοικητή της επαρχίας (ΓΑΚ, 1837). Ο Ι.
Κοκκώνης σε έκθεσή του για την κατάσταση της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το 1839,
διαπιστώνει ότι μόνο είκοσι σχολεία σε ολόκληρη την Ελλάδα «μπορούν να
λογισθώσιν ως έχοντα τον αναγκαίο εξοπλισμόν», τα υπόλοιπα τα χαρακτηρίζει ως
«άχρηστα» (ΓΑΚ, 1837β).
Η οικονομική
κατάσταση των δήμων της Γορτυνίας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε την ανέγερση σχολικών
κτιρίων. Ο Διευθυντής του Νομού Αρκαδίας του 1836 επειδή διαπίστωσε ότι ήταν
αδύνατον να ικανοποιηθεί η απαίτηση του νόμου για ύπαρξη σχολικού κτιρίου ώστε
να διοριστεί δάσκαλος, πρότεινε να αναπληρωθεί η ανάγκη αυτή με την ενοικίαση
στις πρωτεύουσες των δήμων οικιών ικανής χωρητικότητας και κατάλληλου σχήματος
(ΓΑΚ, 1836).
Οι δάσκαλοι
στις αναφορές τους αναδεικνύουν το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης της σχολικής
στέγης ως μία από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης στο χώρο της εκπαίδευσης,
επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να ενεργοποιήσουν τους αρμόδιους στην κατεύθυνση
της μερικής έστω επίλυσής του. Μετά το 1840 παρατηρείται κάποια πρόοδος στον
τομέα αυτό. Την περίοδο αυτή στα Τρόπαια, στο Βυζίκι, στα Λαγκάδια αρχίζει η
ανέγερση σχολείων (ΓΑΚ, 1842ε). Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο δάσκαλοι με
προσωπική εργασία κα χρηματική συνεισφορά να βοηθούν στην αποκατάσταση των
κτιρίων. Ο δάσκαλος των Λαγκαδίων, ιερέας Σοφιανός Παπαηλιόπουλος, «θυσιάστηκε
λόγω και έργω» για τη βελτίωση του Δημοτικού Σχολείου (ΓΑΚ, 1844γ). Ο
Αναγνώστης Γούνας του Δήμου Ελευσίνος, με προτροπές και υποσχέσεις προς «τους
ολίγους και πτωχούς κατοίκους, ανήγειρε λαμπρόν και εκτεταμένον σχολείον» (ΓΑΚ,
1837γ).
Η αθλιότητα
των κτιρίων περιγράφεται χαρακτηριστικά από το δάσκαλο Κοντοβάζαινας Ιωάννη
Βασιλειάδη αναφέροντας σχετικά ότι διέκοπτε τα μαθήματα για να προφυλαχθούν οι
μαθητές από την «…καταπίπτουσαν πανταχόθεν κρουνηδόν βροχή».
Στο Δήμο
Τικολώνων ο δάσκαλος Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει ως εξής τη γενική κατάσταση
του σχολείου, «είναι σεσαθρωμένον και όλως ακατανόητον, δεν έχει καθόλου
αναλογίαν το μήκος και το πλάτος, παράθυρα και άλλη κατασκευή παντάπασιν
σεσαθρωμένη και ακανόνιστη, με ημικύκλια τεχνητά δεν έχει ούτε δύναται να
κατασκευασθώσι, ένεκα της στενότητος ο αήρ εισέρχεται και εξέρχεται πανταχόθεν,
υλικό δεν υπάρχει καθόλου. Δε δύναται να παραδοθεί αλληλοδιδακτικώς και καθώς
πρέπει μάθημα, είναι επικίνδυνη η ζωή δασκάλων και μαθητών (ΓΑΚ, 1842δ).
Δεν είναι
μόνο η κατάσταση των κτιρίων που δημιουργεί προβλήματα στη διεκπεραίωση της
εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι ελλείψεις σε βιβλία και διδακτικό υλικό είναι
μεγάλες και τα αιτήματα δασκάλων και δημοτικών Αρχών είναι δύσκολο να
ικανοποιηθούν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου σχολεία αναστέλλουν τη
λειτουργία τους, επειδή δε διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη εποπτικά μέσα για μια
υποτυπώδη έστω εκπαιδευτική λειτουργία. Οι αρχικές ελλείψεις άρχισαν να
καλύπτονται κατά κάποιο τρόπο μετά το 1840 με την αποστολή βιβλίων που κατά
μεγάλο ποσοστό αφορούσαν βιβλία θεωρητικού περιεχομένου. Τη σημαντικότερη
βιβλιοθήκη διέθετε η σχολή της Δημητσάνας που όμως δόθηκε για τις ανάγκες του
αγώνα. Η κατάσταση των ελληνικών σχολείων, όσο αφορά την επάρκεια των
διδακτικών εγχειριδίων διαγράφεται σαφώς καλύτερη από αυτή των πρωτοβαθμίων,
χωρίς ωστόσο ο αριθμός τους να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών και των
διδασκόντων. Το υπουργείο με εγκύκλιό του στις 23 Νοεμβρίου 1853 υποχρέωνε τους
δήμους να «προνοήσωσι ταχέως και περί κατασκευής εντός του καταστήματος
αναλόγου βιβλιοθήκης εις απόθεσιν των βιβλίων» (Σκλαβενίτης, 1995).
Οι επιδόσεις
των μαθητών παρά τις αντιξοότητες και τα οικονομικά προβλήματα των οικογενειών
τους αξιολογούνται ως θετικές. Οι εκθέσεις των επιθεωρητικών επιτροπών
αποτυπώνουν κατά τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τις δυσκολίες και τις
ιδιαιτερότητες της εκπαίδευσης στη Γορτυνία. Χαρακτηριστικά η Επιθεωρητική
επιτροπή των Τροπαίων σε έκθεση της το 1847 αναφέρει: «Αλλ’ αν και δεν
εχορηγήθη εις τους μαθητάς παντελώς καιρός προμελέτης, μόλα ταύτα τούτους
εκτεθιμένους εξετάσαντες εύρομεν αυτούς εντελώς εις τας ερωτήσεις ημών
αποκρινάμενους και τα μεμαθημένα απροσκόπτως διεξελθόντας δύο μήνας, Ιούνιον
και Ιούλιον ενασχοληθέντες οι περισσότεροι των μαθητών περί του θέρους και
λοιπάς γεωργικάς εργασίας και τούτων ούτως εχόντων ου σμικρόν επί τα πρόσω καθ’
όλα τα παραδοθέντα μαθήματα εχώρησαν. Ο διδάσκαλος κατά λίθων κινών προς την
εντελή των καθηκόντων του εκτέλεσιν (ΓΑΚ, 1847).
5.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Η έλλειψη
ικανού αριθμού καταρτισμένων δασκάλων θεωρείται από τη Γραμματεία ως το
σημαντικότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη ενός επαρκούς για τις εκπαιδευτικές
ανάγκες σχολικού δικτύου (Μάουρερ, 1976). Οι πιεστικές ανάγκες για την ίδρυση
σχολείων ακύρωναν σε πολλές περιπτώσεις την προσπάθεια για την επαρκή
εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού. Ο διορισμός των αυτοδίδακτων δασκάλων, με
τη σκόπιμη παράβλεψη των προσόντων του προέβλεπε ο νόμος, επελέγη για να
καταστεί δυνατόν να ξεκινήσει η λειτουργία ενός αριθμού σχολείων, ιδιαίτερα
στις απομακρυσμένες περιοχές.
Το πρόβλημα
της μισθοδοσίας είχε καταστεί τροχοπέδη στη λειτουργία του εκπαιδευτικού
συστήματος. Ο Γ. Γλαράκης Γραμματέας των Εκκλησιαστικών διαπιστώνει το 1838
«είναι λυπηρόν να βλέπει τις ανθρώπους οίτινες αφιερωνόμενοι εις την
εκπαίδευσιν της νεολαίας και μη έχοντες άλλοθιν πόρον να πορισθώσιν τα προς το
ζην: ότι παραβλέπονται υπό των αρχών στερούμενοι και αυτού του ετήσιου άρτου»
(ΓΑΚ, 1837). Ο δημοδιδάσκαλος Τρικολώνων Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει την
κατάσταση των δασκάλων ως «οικτρά και όνειδος που τους έχει καταστήσει ωχρούς,
μελαγχολικούς από τις ερεβώδεις σκηνές της ανέχειας.» (ΓΑΚ, 1845). Την περίοδο
του Όθωνα το μοντέλο του ιδεαλιστή δασκάλου της προεπαναστατικής και
επαναστατικής περιόδου είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η οργάνωση του κράτους με ξένα
πρότυπα και η δημιουργία υπαλληλικής ιεραρχίας επηρέασε καταλυτικά την
ιδεολογία, τους στόχους και τις παιδαγωγικές σχέσεις εκπαιδευτικών και
εκπαιδευομένων (Μπουζάκης, 1991).
Ο «ανήσυχος»
δάσκαλος Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει, σε αναφορά του προς το Υπουργείο, με
χαρακτηριστικό τρόπο τις σχέσεις του διδακτικού προσωπικού με τις δημοτικές
αρχές και τα δισεπίλυτα προβλήματα που αυτές συνεπάγονταν, «Οι μεν μισθοί
μένουσιν εις τη διάκρισιν των εχθρικώς φερομένων δημάρχων και εισπρακτόρων όχι
μόνον είναι αδύνατον να ληφθώσι, αλλ΄ ούτε μετά παρέλευσιν χρόνων ολοκλήρων και
μόλις δια των δικαστηρίων [.] «οι παραμυθητικοί του δημάρχου λόγοι» να του
αδειάσω την γωνίαν, διότι, ούτε μισθόν έχει σκοπόν να μου δώσει, ούτε ανάγκη
είναι να του φορτώνει η κυβέρνησις δασκάλους αφήνουσα εις αυτούς του
γραμματοδιδασκάλους των […]. Αλλ’ εν όσω μένω εις την διάκρισιν τοσούτων
πλεονεκτών και επιβούλων, οίτινες ως πρόβαλε εν μέσω λύκων –ερριμένοι είναι
δυνατόν να διατηρηθούν οι φιλότιμοι- διδάσκαλοι εις τοιούτων οικτράν
κατάστασιν, ημπορούν να υποφέρουν τηλικαύτας δυστυχίας ή αν παραβλέψουν εαυτούς
θα μπορέσουν να παράξουν την αποκτούμενην εις τους ομογενείς ωφέλειαν, […] η
δημοτική εκπαίδευσις, η κρηπίς και η βάσις του έθνους, πνίγεται, επιβουλεύεται
και είναι επόμενος και ο αφανισμός της αν αφόβως ούτω διώκεται. Ο κλάδος ούτος
δείται μεγάλης προστασίας και βελτίωσης δι αν μην κοπιώμεν εις μάτην. Θέλει
αυστηρά και έντονα μέτρα να ληφθούν, πρέπει να τιμωρηθούν δια παραδειγματισμό
οι ούτω δυνάμενοι να καταλάβουν ότι δια τη μικράν βλάβην της πηγής ρίζης της ευτυχίας
θα πίνουν το ποτήριον της θλίψεως, την οργήν και τους διωγμούς της Κυβερνήσεως
να γνωρίσουν, ότι προστατεύεται ούτως και τοσούτον κατ’ ίσον λόγον της
παρεχόμενης ωφέλειας και ότι δι’ αυτόν κυρίως τον σκοπόν εκλέγονται δήμαρχοι
και σύμβουλοι» (ΓΑΚ, 1843)
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΗΓΩΝ)
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1834), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των
Αρρένων, θ.135,φ.4, 18 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836) Γενικά των Δημοτικών σχολείων και
διδασκάλων Αρκαδίας, θ.200,φ.3 18 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836β) Ελληνικόν σχολείον Νυμφασίας, θ.132,φ.2, 9
Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836γ) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον
των Αρρένων, θ.145,φ.9, 4 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836δ) φ.41, 28 Δεκεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836ε), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των
Αρρένων, θ.135,φ.4, 6 Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836στ), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των
Αρρένων, θ.135,φ.4, 28 Απριλίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836ζ), Καρυταίνης Ελληνικόν Σχολείον, θ.151,
φ.1,28 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837) Βερβίτσης (Τροπαίων) δημοτικό σχολείο,
θ.194, φ.5, 4 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837β) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21
Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837γ) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21
Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837δ) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21
Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1838) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 17
Δεκεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1838β), θ.126, 8 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1839) Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων
θ.198,φ.6, 29 Νοεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1840) φ.41, 20 Ιουνίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1841) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον
των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,22 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1841β), Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία
αρρένων, θ.198,φ.6, 5 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842) Ζατούνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων,
θ.145, φ.4, 8 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842β) Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων
θ.198,φ.6,25 Νοεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842γ) Μαγουλιάνων Ελληνικόν Σχολείον, θ.161,φ.2,
8 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842δ) Στεμνίτζης Ελληνικόν Σχολείον, θ.192,
φ.5,10 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842ε), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων,
θ.197, φ.3, 4 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1843), Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων
θ.198, φ.41.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον
των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,11 Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844β) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον
των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,26 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844γ), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων,
θ.197, φ.3, 4 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844δ), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων,
θ.197, φ.3, 5 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1845) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 7
Απριλίου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1847) Βερβίτσης (Τροπαίων) δημοτικό σχολείο,
θ.194, φ.5, 9 Αυγούστου.
ΓΑΚ, Οθ.
Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1847β), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των
Αρρένων, θ.135,φ.4, 12 Μαρτίου.
ΓΑΚ,
Υπουργείου Παιδείας (1845) θ. 173, φ.2, 15 Φεβρουαρίου.
Επιστημονική
Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων, (1956) (επιμ) Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις
τ. Β΄ Αθήναι: Πάπυρος.
Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως (1841) Τεύχος 5.
Ζήβας, Δ.,
Καραδμίτση Μ. (1979), Σύντομο ιστορικό των σχολικών κτιρίων στην Ελλάδα,
Αρχιτεκτονικά Θέματα, τ.13σ.174.
Ζιώγου-Καραστεργίου,
Σ., (1986) Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα ( 1830-1893), Αθήνα
Κάππος, Ι.,
(2001) Η λειτουργία των θεσμών της Εκκλησίας, της Εκπαίδευσης και της
Κοινοτικής Αυτοδιοίκησης στην επαρχία Γορτυνίας στα χρόνια της βασιλείας του
Όθωνα (833-1862),Τρίπολη: Φύλλα.
Καστόρχης,
Ε., (1847) Περί της εν Δημητσάνη Ελληνικής σχολής, Αθήναι.
Κοκκώνης,
(1830) Εγχειρίδιον δια τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, Αίγινα.
Λάμπρου Σπ.,
(1906) Η Δημητσάνα και η σχολή της, Αρκαδική Επετηρίς, τχ. 2ο, σ.40-42.
Μάουρερ, Γ.,
(1976) Ο ελληνικός λαός (μτφ. Ο. Ρομπάκη) Αθήνα: Αφοί Τυλίδη.
Μπουζάκης,
Σ., (1991) Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1985) Αθήνα: Gutenberg.
Παναγιωτόπουλος
Β., (1987) Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος- 18ος αιώνας, ΙΑΕΤ,
Αθήνα.
Παπαδόπουλος,
Γ., (1857-58) Περί των προγενεστέρων ελληνικών σχολείων, Πανδώρα, τ.Η,
σ.169-183
Παπαζαφειρόπουλου,
Π., (1883) Μεθυδριάς Ιστορική και τοπογραφική αφήγησις, Αθήναι
Ραγκαβής,
Ι., (1853) Τα Ελληνικά, τ.Β’, Αθήναι
Σαρρής, Γ.,
(1934-5) Τα κάστρα των Σκορτών, Αράκλοβου και Αγίου Γεωργίου, Αρχαιολογική
Εφημερίς.
Σκλαβενίτης,
Τ., (1995) Η σχολική βιβλιοθήκη τον 19ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη του Γυμνασίου
Ναυπλίου Αθήνα: Παλαμήδης.
Σκολαρίκος,
Κ., (1959) Το ελληνικόν και αλληλοδιδακτικόν σχολείον Δημητσάνης, Δημητσάνα,
φ.6,8,10,12.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου