Μέσα στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας
Το ένδοξο παρελθόν και η θαμπή προοπτική του μεγαλύτερου εργοστάσιου καλλιτεχνών της Ελλάδας
Περνώντας την πόρτα της Καλών Τεχνών, πρωί, έχει τόση ησυχία, που δεν μπορείς να φανταστείς ότι εδώ εργάζονται και φοιτούν περίπου χίλιοι άνθρωποι. Η Σχολή Καλών Τεχνών που εκτείνεται σε 30.000 τ.μ. δομημένου χώρου είναι ένα campus μοναδικό στην Ελλάδα, με ένδοξο παρελθόν και θαμπή προοπτική.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ
Η Σχολή Καλών Τεχνών βρίσκεται στην Πειραιώς, που σήμερα είναι εντελώς αλλιώτικη, αλλά πριν από τρεις δεκαετίες έδειχνε ότι θα γινόταν κάτι μεγάλο, όταν όλοι πίστευαν ότι θα μετατρεπόταν στον νέο άξονα της πόλης. Έγινε, αλλά κυρίως για άλλης χρήσης «πολιτιστικά κέντρα», τα κοινώς λεγόμενα «νυχτερινά κέντρα». Η θέση της απλώς αντανακλά την επιθυμία που υπήρχε για αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, στο πλαίσιο μιας οικονομίας με πήλινα πόδια, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς δυνατότητες.
Η απόφαση του τότε πρύτανη της σχολής Νίκου Κεσσανλή, και μάλιστα η επιμονή του, να μεταφερθεί η σχολή ήταν μια κίνηση τολμηρή, όχι μόνο πρακτικά αλλά κυρίως πολιτικά.
Ο Ν. Κεσσανλής κατάλαβε ότι έπρεπε να αλλάξει ριζικά ο προσανατολισμός της σχολής, να αποτινάξει τον συντηρητισμό της, να αλλάξει τόπο δράσης. Ακόμα και αν εκεί θα «κατέβαιναν» και όλα τα προβλήματα. Σε εποχή οικονομικής ανόδου της κοινωνίας, θέλησε να απεγκλωβίσει τη σχολή από το στενό ακαδημαϊκό της πλαίσιο. Και ο χώρος θα ήταν η αρχή.
Η Σχολή Καλών Τεχνών βρίσκεται στην Πειραιώς, που σήμερα είναι εντελώς αλλιώτικη, αλλά πριν από τρεις δεκαετίες έδειχνε ότι θα γινόταν κάτι μεγάλο
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το 1988, όταν έγινε η ιστορική πια «κατάληψη», ο πρύτανης την υποστήριξε σε μια περίοδο που οι καταλήψεις δεν ήταν καθόλου «της μόδας» και ο λόγος της ίδιας της κατάληψης καθόλου ιδεολογικός, αλλά πρακτικός – οι φοιτητές δεν είχαν πού να στεγάσουν την τέχνη τους. Τα εργαστήρια ήταν ανύπαρκτα και η ανάγκη για δημιουργία μεγάλη. Ο Ν. Κεσσανλής καταλάβαινε ότι σε μια εποχή κοινωνικών μετασχηματισμών ήταν σημαντικό να ανοιχτεί η τέχνη θεσμικά και στη νέα γενιά και στην πανκ αισθητική.
Την ίδια δεκαετία, η Καλών Τεχνών έβγαζε 150 καλλιτέχνες τον χρόνο. Σήμερα εξακολουθεί να είναι το μόνο Πανεπιστήμιο Τεχνών, αλλά όχι η μόνη σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Οπότε, στους αποφοίτους της θα προσθέσουμε και τους αποφοίτους τριών ακόμα σχολών Καλών Τεχνών που λειτουργούν ως τμήματα ή παραρτήματα πανεπιστημίων, ωστόσο και αυτές οι σχολές παράγουν καλλιτέχνες, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε τους αρκετά λιγότερους πια, αλλά ακόμα αρκετούς ανθρώπους που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Οι εκατοντάδες σήμερα απόφοιτοι είναι το αποτέλεσμα της γιγάντωσης των καλλιτεχνικών σπουδών σε μια εποχή που η χώρα μπορούσε να υποστηρίξει την πληθώρα καλλιτεχνών και την ποικιλία του καλλιτεχνικού λόγου, κάτι που στην παρούσα συγκυρία δεν ανταποκρίνεται ούτε στην οικονομία αλλά ούτε και στη λειτουργία της ίδιας της σχολής.
Τι λέει ο πρύτανης
Ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών, Πάνος Χαραλάμπους, μας μίλησε με τη ρεαλιστική γλώσσα των αριθμών:
«Το 2008, όταν άνοιξε ο κύκλος της κρίσης, το εκπαιδευτικό προσωπικό ήταν 45 άτομα όλων των ηλικιών, από 35άρηδες καθηγητές μέχρι εξηντάρηδες. Σήμερα έχουμε μείνει είκοσι και είμαστε σχεδόν όλοι πάνω από 50 ετών, πράγμα που σημαίνει ότι στον τύπο εκπαίδευσης που είναι η βάση μας δεν υπάρχει ο τρέχων, ο νεανικός λόγος που θα έχει άμεση απήχηση στα νέα παιδιά. Η σχολή έπαιρνε 5.000.000 ευρώ το 2008, σήμερα 850.000. Γι' αυτό αναζητούμε κι άλλες πηγές χρηματοδότησης και συνεργασίες με ιδρύματα και θεσμούς».
Στο ενδιαφέρον εσωτερικό της σχολής υπάρχει και μια ακόμα, πιο ενδιαφέρουσα μείξη, αυτή των ηλικιών των σπουδαστών. Στη σχολή υπάρχουν νεαροί φοιτητές αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που έχουν κάνει ήδη έναν κύκλο σπουδών, και αυτό δημιουργεί μια ζύμωση. Θεωρητικά, όλοι προσφέρουν στη σχολή, γιατί εμπλέκονται η πείρα και η ορμή. Και όλοι εισάγονται στη σχολή με τον ίδιο τρόπο, τον οθωνικό σχεδόν, τον παλιό και αναχρονιστικό, που δεν βρίσκεις πουθενά στον κόσμο. Ας μη γελιόμαστε: η Καλών Τεχνών είναι μια απαρχαιωμένη σχολή ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται τις εξετάσεις της.
Ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το άρθρο 16 και να εκσυγχρονίσουμε τις εξετάσεις στη σχολή. Κάθε τόσο –από το '80– παίρνουμε αποφάσεις για να αλλάξουμε τις εξετάσεις, που είναι "αρχαίο άγαλμα" και "χρώμα". Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν ανάλογες εξετάσεις. Για μένα είναι σημαντικό ακόμα και το να γίνονται συνεντεύξεις για να καταλαβαίνεις γιατί θέλει κάποιος να έρθει εδώ.
Πάνος Χαραλάμπους
Αν δεχτούμε ότι η τέχνη είναι ένας βασικός κρατικός μύθος, δεν είναι τυχαίο ότι σχολή μετρά 179 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας.
«Την τελευταία μέρα του Δεκεμβρίου του 1836 ιδρύεται στην Αθήνα η Στοιχειώδης Αρχιτεκτονική Σχολή Αθηνών. Εμπνευστής της, ο αξιωματικός του βαυαρικού στρατού Φρειδερίκος φον Τσέντνερ. Είναι αυτός που διευθύνει το "Σχολείο", που στεγάζεται αρχικά στην οδό Πειραιώς, στη θέση του σημερινού Ωδείου, εφοδιάζει τα εργαστήρια με εργαλεία και υλικά και χορηγεί υποτροφίες. Η Σοφία ντε Μαρμπουά, δούκισσα της Πλακεντίας, δωρίζει στο σχολείο υλικά σχεδίου και ζωγραφικής. Το 1843 υπογράφεται νέο διάταγμα για την αναδιοργάνωση του Σχολείου των Τεχνών. Διδάσκονται ζωγραφική, αγαλματοποιία, αρχιτεκτονική, λιθογραφία, χωρομετρία».
Χοντρικά και με ελάχιστες διαφορές, πρόκειται γι' αυτά που τυπικά διδάσκονται και σήμερα, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με το πώς δημιουργείται η τέχνη σήμερα. Γίνονται ακόμα μαθήματα τύπου «καθηγητής, φοιτητές, εργαστήριο». Αυτό το σύστημα, όμως, είναι τόσο απαρχαιωμένο όσο οι δομές εξουσίας. Η τέχνη έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τη ζωγραφική και τη γλυπτική και αυτό προδίδει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το να κάνουν οι σπουδαστές ένα «άλλο μάθημα» είναι στο χέρι των καθηγητών.
Μιλήσαμε με αρκετούς φοιτητές. Κάποιοι έχουν φύγει τρέχοντας από τη Σχολή, αλλά πίνουν νερό στο όνομα των δασκάλων τους. Μας μίλησαν όλοι για καλούς καλλιτέχνες και καλούς δασκάλους. Αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι σε μια Σχολή που λόγω της φύσης της, της καλλιτεχνικής διαμεσολάβησης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ δασκάλων-μαθητών γεννά σχέσεις είτε μεγάλης αγάπης είτε μεγάλης απώθησης. Άλλωστε, η Καλών Τεχνών, σε επίπεδο αντιπαλότητας και έριδας μεταξύ καθηγητών αλλά και καθηγητών-μαθητών, κατέχει την πρώτη θέση στους ακαδημαϊκούς μύθους. Ο Λύτρας είχε κάποτε το εργαστήριο των αιρετικών και ο Παρθένης έβαλε κανονικά το καπελάκι του και αποχώρησε όταν ο Μαθιόπουλος έσπρωξε πίσω με το μπαστούνι του ένα έργο που επέλεξε ο πρώτος. Ο Κεφαλληνός, ο Μόραλης, που έγινε καθηγητής στα 30 του, είχαν φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους.
Και στην πιο πρόσφατη ιστορία της Σχολής τα ίδια συνέβαιναν. Οι πρόσφατες έριδες των πρώην πρυτάνεων Χαρβαλιά και Σπηλιόπουλου καμία σχέση δεν είχαν με καλλιτεχνικές διαφορές, ακόμα και αν στο επίκεντρο, ή λίγο δεξιότερα, βρισκόταν μια όπερα για τον Γκρέκο του Γιώργου Χατζηνάσιου. Απλώς, και για μια ακόμα φορά, εκδηλώθηκε η παθογένεια που σε πολύ μεγάλο βαθμό αντανακλά και την κακή οργάνωση της σχολής και την κακοδαιμονία που φέρνουν τα χρήματα και οι προσωπικές έριδες. Όλα αυτά επειδή οι κάθε είδους λογαριασμοί μπορούν να λυθούν εντός σχολής, επειδή το ίδιο το πλαίσιο το επιτρέπει. Το συγκεκριμένο πλαίσιο, ως παράδειγμα ενός απαρχαιωμένου συστήματος διεξαγωγής των μαθημάτων, διάρθρωσης της σχολής και διαχείρισης του χώρου της, δεν απαντά σε ένα βασικό ερώτημα: τι Σχολή Καλών Τεχνών θέλουμε; Μια Σχολή που να παράγει καλλιτέχνες ανταγωνιστικούς σε όλο τον κόσμο;
Οι απόφοιτοι καλούνται να συνεχίσουν ως καλλιτέχνες –αν συνεχίσουν– σε μια χώρα θρυμματισμένη, που η σχέση της με την τέχνη είναι χαώδης. Κάποιοι θα διδάξουν το μάθημα των Καλλιτεχνικών σε σχολεία. Και κάποιοι άλλοι θα προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει κανένας που να ονειρεύεται να μείνει εδώ.
Αυτό θα ήταν ωραίο, αλλά καθόλου εύκολο. Οι απόφοιτοι καλούνται να συνεχίσουν ως καλλιτέχνες –αν συνεχίσουν– σε μια χώρα θρυμματισμένη, που η σχέση της με την τέχνη είναι χαώδης. Και πιστέψτε με, είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό που πιθανώς θα κάνουν οι 800 ηθοποιοί που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις δραματικές σχολές. Κάποιοι απόφοιτοι της Καλών Τεχνών θα διδάξουν το μάθημα των Καλλιτεχνικών σε σχολεία. Και κάποιοι άλλοι θα προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει κανένας που να ονειρεύεται να μείνει εδώ.
Όμως, μέχρι τη στιγμή της αποφοίτησης, η σύνδεση των σπουδαστών της Καλών Τεχνών με την κοινωνία δεν είναι ανύπαρκτη, αλλά προβληματική. Δυστυχώς, και η ίδια η κοινωνία των σπουδαστών χαρακτηρίζεται από μια χαλαρή σύνδεση και μια απαισιοδοξία ότι το καινούργιο αίμα δεν θα φτάσει. Χαρακτηρίζεται και από κάτι άλλο, τη χαλαρή δομή, το «χύμα». Μόνο η προσωπική πειθαρχία σε κάνει να δουλεύεις επίμονα. Αν ψάξει κάποιος καλά, θα βρει ότι και συνεργασίες γίνονται με το εξωτερικό και πρότζεκτ ανοίγουν. Πολλές φορές, οι προσπάθειες χάνονται κάτω από ένα πέπλο καχυποψίας. Ας μην κοιτάξουμε τι κάνει η Royal Academy, που ανοίγει κάθε τόσο τα εργαστήρια της. Αν εξετάσουμε, δε, τη σχέση της Σχολής με την αγορά, μια λέξη αρκεί: ανύπαρκτη. Οι σπουδαστές είναι ερμητικά κλειστοί απέναντι σε «κάθε είδους κεφάλαιο». Η εχθρική τους στάση επεκτείνεται και σε ιδρύματα και συλλέκτες. Σε μια χώρα που τίποτα δεν επιστράφηκε στην τέχνη, ακόμα και στους καιρούς της ευμάρειας, ο εικοσάχρονος δεν μπορεί να έχει άλλη άποψη. Και αν είναι σχεδόν καθήκον των καλλιτεχνών να αντιστέκονται και να διαμαρτύρονται για τις εκάστοτε πολιτικές ή να ασκούν σήμερα πολιτική με το έργο τους, άλλο τόσο είναι καθήκον του κράτους αλλά και της ίδιας της σχολής να δημιουργήσουν την κουλτούρα της συνεργασίας, όχι απλώς συνεργασίες. Το χρήμα είναι δαίμονας, αλλά συντηρεί τις τέχνες. Σήμερα, δυστυχώς, μιλάμε μόνο για ιδιωτικό χρήμα. Μια δωρεά μπορεί να είναι ακόμα και επικίνδυνη. Αλλά ας βάλουμε μια τελεία. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμβεί αν ξέρεις τι είναι αυτό που ζητάς. Έχεις μέθοδο, όραμα, πιλότο και στρατηγική. Είναι καθαρά θέμα εξωστρεφούς πολιτικής. Και αν πετύχει, έχεις να δίνεις τέχνη συνέχεια.
Εν όψει της Documenta, όλοι ελπίζουν σε μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος όσον αφορά τα εικαστικά και τον ρόλο τους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να διαδραματίσει η Καλών Τεχνών έναν βασικό ρόλο σε αυτό.
Ο καλλιτέχνης δεν παράγεται στη σχολή. Αντιθέτως, μια σχολή κρίνεται για ένα πράγμα: για τους καλλιτέχνες που βγάζει. Ο καλλιτέχνης, αν δεν αντέξει στην κοινωνία, δεν υπάρχει, και αυτό είναι τόσο αλήθεια, όσο το ότι οι σχολές παράγουν εκλεπτύνσεις. Κανείς δεν ανακαλύπτει εκεί μέσα τον τροχό. Οι γονείς αφήνουν δύσκολα –περισσότερο, δυστυχώς, σήμερα– τα παιδιά τους να γίνουν καλλιτέχνες. Και ο 18χρονος που αποφασίζει να κάνει τέχνη είναι, αν όχι γενναίος, γενναιόδωρος. Γιατί για τους περσινούς υπάρχουν πάντοτε περισσότερα χρήματα απ' όσα για τους φετινούς και αυτό τα λέει όλα. Για ποιον λόγο να κάνει τέχνη σήμερα; Απλώς, θα ήταν ωραίο να μπαίνει κανείς σε μια σχολή Καλών Τεχνών και, εκτός όλων των άλλων, να έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει σε ένα πιο ελπιδοφόρο επίπεδο, καλύτερο από αυτό της ελληνικής κοινωνίας, ότι συναντά εκεί διδακτικές πρακτικές που είναι καλλιτεχνικές, το πιο βασικό του εφόδιο για γίνει ενεργό μέλος της εδώ κοινωνίας ή της κοινωνίας του κόσμου. Εν όψει της Documenta, όλοι ελπίζουν σε μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος όσον αφορά τα εικαστικά και τον ρόλο τους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να διαδραματίσει η Καλών Τεχνών έναν βασικό ρόλο σε αυτό.
Μια σύντομη ιστορία της Σχολής Καλών Τεχνών σε 1.000 λέξεις
Έγγραφο της εγγραφής του Iακωβίδη στο μαθητολόγιο της σχολής.
Έγγραφο της εγγραφής του Iακωβίδη στο μαθητολόγιο της σχολής.
Εργαστήριο ζωγραφικής του Αργυρού, 1932
Μάθημα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου
Λαμέρας, Νικολάου, Απάρτης, Μόραλης
Αριστερά: Εργαστήριο ζωγραφικής του Αργυρού, 1932. Δεξιά (πάνω) Μάθημα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, (κάτω) Λαμέρας, Νικολάου, Απάρτης, Μόραλης.
Πρώτος δάσκαλος ζωγραφικής ο Πιερ Μπονιρότ, μαθητής του Ένγκρ, που φέρνει έναν αέρα ελεύθερου καλλιτεχνικού προσανατολισμού. Έρχεται στην Ελλάδα μέσω της Σοφίας ντε Μαρμπουά, δούκισσας της Πλακεντίας, που έχει ήδη δωρίσει στο «Σχολείο» υλικά σχεδίου και ζωγραφικής. Το 1843, ο Μπονιρότ απολύεται και τη Σχολή διευθύνουν με έναν καταθλιπτικό τρόπο οι Βαυαροί του στενού περιβάλλοντος του Όθωνα. Υπογράφεται νέο διάταγμα του αναδιοργάνωσης του Σχολείου των Τεχνών. Διδάσκονται ζωγραφική, αγαλματοποιία, αρχιτεκτονική, λιθογραφία, χωρομετρία. Το 1844, εκδίδονται διατάγματα που αφορούν τη σύσταση της Εταιρεία των Ωραίων Τεχνών. Το «Σχολείο» συγκεντρώνει περίπου 600 μαθητές. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνων που παραμένουν για πολλά χρόνια στη σχολή, μαθαίνοντας γραφή, ανάγνωση και την τέχνη τους. Το παράδειγμα του Γύζη είναι εντυπωσιακό. Πήγε στη σχολή από το 1854, σε ηλικία 12 ετών, και παρέμεινε μέχρι το 1863. Κάθε χρόνο έπαιρνε το πρώτο βραβείο, εκτός από τον τελευταίο, που πήρε το δεύτερο στην ελαιογραφία. Παράλληλα, ίσχυε από τότε στη σχολή ο θεσμός των υποτροφιών. Το 1863 ιδρύεται το Καλλιτεχνικό Σχολείο. Η διάρκεια φοίτησης εκεί είναι πέντε έτη και δωρεάν. Διδάσκονται ζωγραφική, προοπτική και σκηνογραφία, πλαστική ξυλογραφία και χαλκογραφία, λιθογραφία και ανατομία. Με τον νέο κανονισμό όλοι οι σπουδαστές οφείλουν να έχουν απολυτήριο ελληνικού σχολείου, πράγμα που μειώνει απότομα τον αριθμό των σπουδαστών.
Όλα αυτά μέχρι το 1866, οπότε φθάνει ο Νικηφόρος Λύτρας. Μέχρι το 1904 δίδαξε, ζωγράφισε και αγάπησε την τέχνη, δίνοντας με το έργο του το στίγμα της νεοελληνικής τέχνης το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χωρίς τον Λύτρα ζωγραφική σχολή δε θα υπήρχε, και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία όλα ήταν σε κατάσταση πρωτογενή – η περίοδος συνδέεται στενά με τις προσπάθειες του Χαρίλαου Τρικούπη για κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Αρχίζουν οι προσπάθειες οργάνωσης μια μικρής Πινακοθήκης για τις ανάγκες των σπουδαστών. Το 1872 είναι σταθμός στην ιστορία του Σχολείου των Τεχνών. Η σχολή μεταφέρεται στην Πατησίων και ονομάζεται Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Δημιουργείται και τρίτη έδρα ζωγραφικής για να δελεαστεί ο Γύζης και να επιστρέψει στην Ελλάδα, αυτός όμως αρνείται. Ο εικοστός αιώνας αρχίζει με μια γενική διάθεση αυτοδιοίκησης και ανεξαρτησίας του Σχολείου Καλών Τεχνών του Ιδρύματος. Οι σπουδαστές της σχολής στις αρχές του 20ού αιώνα «άφηναν γένια, φορούσαν τζογέ παντελόνια, δεν τους έλειπε το τσιγάρο ούτε η μαγκιά». Οι καλές οικογένειες της Αθήνας δίσταζαν να στείλουν τις κόρες τους στο περιβάλλον αυτό των νεαρών τραμπούκων.
Από πάνω και δεξιόστροφα: Ιούνιος 1961, Καλών Τεχνών. Ο Γιάννης Κεφαλληνός. Κατάληψη-απεργία μοντέλων 1984,
Από πάνω και δεξιόστροφα: Ιούνιος 1961, Καλών Τεχνών. Ο Γιάννης Κεφαλληνός. Κατάληψη-απεργία μοντέλων 1984.
Παρ' όλα αυτά, η νοοτροπία αρχίζει να αλλάζει. Η Σοφία Λασκαρίδου καταφεύγει στον βασιλέα προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Λύτρα και καταφέρνει να φοιτήσουν κορίτσια σε ένα τμήμα θηλέων στο οποίο διδάσκει ο Ροϊλός «μόνο για αντιγραφή τοπίων και ανθέων». Τα κορίτσια πληρώνουν «15 δραχμάς» για τη Σχολή. Είναι σε ένα τμήμα εντελώς ανεξάρτητο. Η πρόοδος των σπουδών τους δεν είναι πολύ ενθαρρυντική, με αποτέλεσμα να κληθούν σε εξετάσεις. «Εις ουδεμία δεσποινίδα επιτρέπεται του λοιπού να φοιτά εις την τάξιν της αγαλματογραφίας πριν διά διαγωνισμού να καταδειχθή η προς τούτο ικανότης αυτής».
Αναθέτουν εργαστήριο στον Νικόλαο Λύτρα, που είναι το εργαστήριο των αιρετικών. Οι σπουδαστές βάφουν τους τοίχους, στήνουν ολόσωμα γυμνά και κρεμούν στους τοίχους τυπωμένα αντίγραφα από έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Ρενουάρ. Ο τότε διευθυντής της σχολής νουθετεί τους σπουδαστές: «Τώρα τελευταία και ο Σεζάν έχει παρατήσει τις μοβ σκιές». Ο Παρθένης, συνυποψήφιος του Λύτρα, θεωρήθηκε νεωτεριστής ζωγράφος και ότι η τέχνη του ήταν έξω από το κλίμα της σχολής. Πρόκειται για δύο αντίθετους κόσμους. Όμως η φήμη του Παρθένη ολοένα και μεγαλώνει. Διορίζεται καθηγητής στη Σχολή με νομοθετικό διάταγμα.
Το 1929 η σχολή μετονομάζεται σε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ανεξάρτητη και ισότιμη με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ο Λύτρας κατάργησε τη διδασκαλία σχεδίου μέσω αντιγράφων. Αντίθετα, προωθούσε τη χρήση ζωντανών μοντέλων και παραστάσεων εκ του φυσικού. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ως διευθυντής της σχολής, επηρέασε την πορεία της με την πολιτική και κοινωνική του οντότητα, μονοπωλώντας κάθε δημόσια θέση και διάκριση και κάνοντας φανερή την αντίθεσή του προς την πιθατότητα συνεργασίας με μια πιο πλατιά καλλιτεχνική κοινότητα. Με την εμφάνιση των Παρθένη, Τόμπρου και Κεφαλληνού ξαναρχίζει στη Σχολή η εξερεύνηση των ειδικών μορφικών και τεχνικών προβλημάτων, καθώς και η αναζήτηση των ψυχικών και πνευματικών ερεθισμάτων.
Αναδιφώντας τα κείμενα και τις μαρτυρίες όλου του περασμένου αιώνα, βλέπει κανείς την επιθυμία της Σχολής Καλών Τεχνών να ελευθερωθεί από το περιβάλλον του Πολυτεχνείου και να αποκτήσει δικό της προϋπολογισμό. Τη δεκαετία του '30 οι λογοτέχνες αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική της γενιάς τους. Ξεχωρίζει το δημοκρατικό ατελιέ του καθηγητή της χαρακτικής Γ. Κεφαλληνού. «Ο Κεφαλληνός μας αποκαλύπτει τι γίνεται στο Παρίσι, που τότε εμείς είχαμε μεσάνυχτα» γράφει η χαράκτρια Βάσω Κατράκη.
Το 1934 η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας. Έξω από τη Σχολή, η καλλιτεχνική κίνηση εντείνεται όλο και περισσότερο. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου ο Μπουζιάνης δεν γίνεται ποτέ καθηγητής στην Καλών Τεχνών. Το 1939 αναλαμβάνει καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης ο Παντελής Πρεβελάκης. Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, στο βιβλίο του για την Καλών Τεχνών, υποστηρίζει ότι η δεκαετία '30-'40 ήταν η πιο ενδιαφέρουσα στη λειτουργία της σχολής. Την περίοδο του πολέμου, η ΑΣΚΤ δεν μένει αμέτοχη στον αγώνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, το Εργαστήριο Χαρακτικής γίνεται το κέντρο του αντιστασιακού αγώνα.
Το 1950 δημιουργούνται τα εργαστήρια. Οι σπουδαστές μπορούν να διαλέξουν τον δάσκαλό τους. Με τον 30χρονο Μόραλη ως δάσκαλο στην Καλών Κεχτών, αλλάζει η φρουρά στην ΑΣΚΤ. Έβγαλε μαθητές με τόσο διαφορετικές προσωπικότητες: Παύλος, Καράς, Κοντός, Τσόκλης, Κανιάρης, Μυταράς, Κοκκινίδης, Φασιανός, Μπότσογλου, Θεοφυλακτόπουλος. Ο τρόπος που τοποθετούσε το μοντέλο είχε ξετινάξει το χάος και το έρεβος της παλιάς σχολής.
Καθηγητής και διευθυντής της Σχολής από το 1959, ο γλύπτης Γιάννης Παππάς. Τον θυμούνται ως έναν καθηγητή που προσπαθούσε να κάνει τον κάθε σπουδαστή αυτοδύναμο, να του εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να του ανοίξει δρόμους. Το 1955 ιδρύεται ο Σύλλογος Σπουδαστών. Το 1961 εκλέγεται τιμής ένεκεν καθηγητής ο Θανάσης Απάρτης, ίσως ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που τον μεσοπόλεμο θεωρήθηκε επιτυχημένος καλλιτέχνης στο Παρίσι. Η προσφορά του είναι η ανεπανάληπτη ιδιότητα που είχε ως δάσκαλος.
Αρχές της δεκαετίας του '60 επικρατεί στη Σχολή το έντονο πολιτικό κλίμα. Και στα χρόνια της δικτατορίας διατηρήθηκε μια έντονα δημοκρατική συνείδηση – δεν είχε ποτέ χουντικό φοιτητικό σύλλογο.
Οι νέοι καθηγητές της σχολής από τη Μεταπολίτευση και μετά είναι, ανάμεσα σε άλλους, ο Μυταράς, ο Κεσσανλής, ο Δεκουλάκος, ο Εξαρχόπουλος.
Ο νόμος-πλαίσιο του 1982 σφραγίζει τη δεύτερη περίοδο στην ιστορία της ΑΣΚΤ.
Το κτιριακό ζήτημα παραμένει ανοιχτό από το 1910. Από τη δεκαετία του '80 υπουργοί υπόσχονται τη μεταφορά της Σχολής, η οποία είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην Πατησίων. Το αίτημα της μεταφοράς αφορά και την αναδιαμόρφωση και την ανανέωσή της. Το 1992, το εργοστάσιο υφαντουργίας Σικιαρίδη στην οδό Πειραιώς αγοράστηκε από το υπουργείο Παιδείας για λογαριασμό της ΑΣΚΤ. Η Σχολή αποκτά 30.000 τ.μ. δομημένου χώρου. Η μεταφορά της, λίγα χρόνια αργότερα, γίνεται σε ένα περιβάλλον γκρίνιας, καθώς πολλοί θεωρούν την τοποθεσία χώρο εξορίας. Ο Νίκος Κεσσανλής υπεραμύνεται της επιλογής του και η μεταφορά των εργαστηρίων από τον ασφυκτικά στενό χώρο της Πατησίων γίνεται σταδιακά την περίοδο 1995-1996.
Σήμερα, η Σχολή Καλών Τεχνών έχει περίπου 1.000 φοιτητές και είναι το μεγαλύτερο εργοτάξιο τεχνών της χώρας.
Το ένδοξο παρελθόν και η θαμπή προοπτική του μεγαλύτερου εργοστάσιου καλλιτεχνών της Ελλάδας
Περνώντας την πόρτα της Καλών Τεχνών, πρωί, έχει τόση ησυχία, που δεν μπορείς να φανταστείς ότι εδώ εργάζονται και φοιτούν περίπου χίλιοι άνθρωποι. Η Σχολή Καλών Τεχνών που εκτείνεται σε 30.000 τ.μ. δομημένου χώρου είναι ένα campus μοναδικό στην Ελλάδα, με ένδοξο παρελθόν και θαμπή προοπτική.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ
Η Σχολή Καλών Τεχνών βρίσκεται στην Πειραιώς, που σήμερα είναι εντελώς αλλιώτικη, αλλά πριν από τρεις δεκαετίες έδειχνε ότι θα γινόταν κάτι μεγάλο, όταν όλοι πίστευαν ότι θα μετατρεπόταν στον νέο άξονα της πόλης. Έγινε, αλλά κυρίως για άλλης χρήσης «πολιτιστικά κέντρα», τα κοινώς λεγόμενα «νυχτερινά κέντρα». Η θέση της απλώς αντανακλά την επιθυμία που υπήρχε για αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, στο πλαίσιο μιας οικονομίας με πήλινα πόδια, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς δυνατότητες.
Η απόφαση του τότε πρύτανη της σχολής Νίκου Κεσσανλή, και μάλιστα η επιμονή του, να μεταφερθεί η σχολή ήταν μια κίνηση τολμηρή, όχι μόνο πρακτικά αλλά κυρίως πολιτικά.
Ο Ν. Κεσσανλής κατάλαβε ότι έπρεπε να αλλάξει ριζικά ο προσανατολισμός της σχολής, να αποτινάξει τον συντηρητισμό της, να αλλάξει τόπο δράσης. Ακόμα και αν εκεί θα «κατέβαιναν» και όλα τα προβλήματα. Σε εποχή οικονομικής ανόδου της κοινωνίας, θέλησε να απεγκλωβίσει τη σχολή από το στενό ακαδημαϊκό της πλαίσιο. Και ο χώρος θα ήταν η αρχή.
Η Σχολή Καλών Τεχνών βρίσκεται στην Πειραιώς, που σήμερα είναι εντελώς αλλιώτικη, αλλά πριν από τρεις δεκαετίες έδειχνε ότι θα γινόταν κάτι μεγάλο
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το 1988, όταν έγινε η ιστορική πια «κατάληψη», ο πρύτανης την υποστήριξε σε μια περίοδο που οι καταλήψεις δεν ήταν καθόλου «της μόδας» και ο λόγος της ίδιας της κατάληψης καθόλου ιδεολογικός, αλλά πρακτικός – οι φοιτητές δεν είχαν πού να στεγάσουν την τέχνη τους. Τα εργαστήρια ήταν ανύπαρκτα και η ανάγκη για δημιουργία μεγάλη. Ο Ν. Κεσσανλής καταλάβαινε ότι σε μια εποχή κοινωνικών μετασχηματισμών ήταν σημαντικό να ανοιχτεί η τέχνη θεσμικά και στη νέα γενιά και στην πανκ αισθητική.
Την ίδια δεκαετία, η Καλών Τεχνών έβγαζε 150 καλλιτέχνες τον χρόνο. Σήμερα εξακολουθεί να είναι το μόνο Πανεπιστήμιο Τεχνών, αλλά όχι η μόνη σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Οπότε, στους αποφοίτους της θα προσθέσουμε και τους αποφοίτους τριών ακόμα σχολών Καλών Τεχνών που λειτουργούν ως τμήματα ή παραρτήματα πανεπιστημίων, ωστόσο και αυτές οι σχολές παράγουν καλλιτέχνες, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε τους αρκετά λιγότερους πια, αλλά ακόμα αρκετούς ανθρώπους που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Οι εκατοντάδες σήμερα απόφοιτοι είναι το αποτέλεσμα της γιγάντωσης των καλλιτεχνικών σπουδών σε μια εποχή που η χώρα μπορούσε να υποστηρίξει την πληθώρα καλλιτεχνών και την ποικιλία του καλλιτεχνικού λόγου, κάτι που στην παρούσα συγκυρία δεν ανταποκρίνεται ούτε στην οικονομία αλλά ούτε και στη λειτουργία της ίδιας της σχολής.
Τι λέει ο πρύτανης
Ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών, Πάνος Χαραλάμπους, μας μίλησε με τη ρεαλιστική γλώσσα των αριθμών:
«Το 2008, όταν άνοιξε ο κύκλος της κρίσης, το εκπαιδευτικό προσωπικό ήταν 45 άτομα όλων των ηλικιών, από 35άρηδες καθηγητές μέχρι εξηντάρηδες. Σήμερα έχουμε μείνει είκοσι και είμαστε σχεδόν όλοι πάνω από 50 ετών, πράγμα που σημαίνει ότι στον τύπο εκπαίδευσης που είναι η βάση μας δεν υπάρχει ο τρέχων, ο νεανικός λόγος που θα έχει άμεση απήχηση στα νέα παιδιά. Η σχολή έπαιρνε 5.000.000 ευρώ το 2008, σήμερα 850.000. Γι' αυτό αναζητούμε κι άλλες πηγές χρηματοδότησης και συνεργασίες με ιδρύματα και θεσμούς».
Στο ενδιαφέρον εσωτερικό της σχολής υπάρχει και μια ακόμα, πιο ενδιαφέρουσα μείξη, αυτή των ηλικιών των σπουδαστών. Στη σχολή υπάρχουν νεαροί φοιτητές αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που έχουν κάνει ήδη έναν κύκλο σπουδών, και αυτό δημιουργεί μια ζύμωση. Θεωρητικά, όλοι προσφέρουν στη σχολή, γιατί εμπλέκονται η πείρα και η ορμή. Και όλοι εισάγονται στη σχολή με τον ίδιο τρόπο, τον οθωνικό σχεδόν, τον παλιό και αναχρονιστικό, που δεν βρίσκεις πουθενά στον κόσμο. Ας μη γελιόμαστε: η Καλών Τεχνών είναι μια απαρχαιωμένη σχολή ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται τις εξετάσεις της.
Ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το άρθρο 16 και να εκσυγχρονίσουμε τις εξετάσεις στη σχολή. Κάθε τόσο –από το '80– παίρνουμε αποφάσεις για να αλλάξουμε τις εξετάσεις, που είναι "αρχαίο άγαλμα" και "χρώμα". Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν ανάλογες εξετάσεις. Για μένα είναι σημαντικό ακόμα και το να γίνονται συνεντεύξεις για να καταλαβαίνεις γιατί θέλει κάποιος να έρθει εδώ.
Πάνος Χαραλάμπους
Αν δεχτούμε ότι η τέχνη είναι ένας βασικός κρατικός μύθος, δεν είναι τυχαίο ότι σχολή μετρά 179 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας.
«Την τελευταία μέρα του Δεκεμβρίου του 1836 ιδρύεται στην Αθήνα η Στοιχειώδης Αρχιτεκτονική Σχολή Αθηνών. Εμπνευστής της, ο αξιωματικός του βαυαρικού στρατού Φρειδερίκος φον Τσέντνερ. Είναι αυτός που διευθύνει το "Σχολείο", που στεγάζεται αρχικά στην οδό Πειραιώς, στη θέση του σημερινού Ωδείου, εφοδιάζει τα εργαστήρια με εργαλεία και υλικά και χορηγεί υποτροφίες. Η Σοφία ντε Μαρμπουά, δούκισσα της Πλακεντίας, δωρίζει στο σχολείο υλικά σχεδίου και ζωγραφικής. Το 1843 υπογράφεται νέο διάταγμα για την αναδιοργάνωση του Σχολείου των Τεχνών. Διδάσκονται ζωγραφική, αγαλματοποιία, αρχιτεκτονική, λιθογραφία, χωρομετρία».
Χοντρικά και με ελάχιστες διαφορές, πρόκειται γι' αυτά που τυπικά διδάσκονται και σήμερα, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με το πώς δημιουργείται η τέχνη σήμερα. Γίνονται ακόμα μαθήματα τύπου «καθηγητής, φοιτητές, εργαστήριο». Αυτό το σύστημα, όμως, είναι τόσο απαρχαιωμένο όσο οι δομές εξουσίας. Η τέχνη έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τη ζωγραφική και τη γλυπτική και αυτό προδίδει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το να κάνουν οι σπουδαστές ένα «άλλο μάθημα» είναι στο χέρι των καθηγητών.
Μιλήσαμε με αρκετούς φοιτητές. Κάποιοι έχουν φύγει τρέχοντας από τη Σχολή, αλλά πίνουν νερό στο όνομα των δασκάλων τους. Μας μίλησαν όλοι για καλούς καλλιτέχνες και καλούς δασκάλους. Αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι σε μια Σχολή που λόγω της φύσης της, της καλλιτεχνικής διαμεσολάβησης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ δασκάλων-μαθητών γεννά σχέσεις είτε μεγάλης αγάπης είτε μεγάλης απώθησης. Άλλωστε, η Καλών Τεχνών, σε επίπεδο αντιπαλότητας και έριδας μεταξύ καθηγητών αλλά και καθηγητών-μαθητών, κατέχει την πρώτη θέση στους ακαδημαϊκούς μύθους. Ο Λύτρας είχε κάποτε το εργαστήριο των αιρετικών και ο Παρθένης έβαλε κανονικά το καπελάκι του και αποχώρησε όταν ο Μαθιόπουλος έσπρωξε πίσω με το μπαστούνι του ένα έργο που επέλεξε ο πρώτος. Ο Κεφαλληνός, ο Μόραλης, που έγινε καθηγητής στα 30 του, είχαν φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους.
Και στην πιο πρόσφατη ιστορία της Σχολής τα ίδια συνέβαιναν. Οι πρόσφατες έριδες των πρώην πρυτάνεων Χαρβαλιά και Σπηλιόπουλου καμία σχέση δεν είχαν με καλλιτεχνικές διαφορές, ακόμα και αν στο επίκεντρο, ή λίγο δεξιότερα, βρισκόταν μια όπερα για τον Γκρέκο του Γιώργου Χατζηνάσιου. Απλώς, και για μια ακόμα φορά, εκδηλώθηκε η παθογένεια που σε πολύ μεγάλο βαθμό αντανακλά και την κακή οργάνωση της σχολής και την κακοδαιμονία που φέρνουν τα χρήματα και οι προσωπικές έριδες. Όλα αυτά επειδή οι κάθε είδους λογαριασμοί μπορούν να λυθούν εντός σχολής, επειδή το ίδιο το πλαίσιο το επιτρέπει. Το συγκεκριμένο πλαίσιο, ως παράδειγμα ενός απαρχαιωμένου συστήματος διεξαγωγής των μαθημάτων, διάρθρωσης της σχολής και διαχείρισης του χώρου της, δεν απαντά σε ένα βασικό ερώτημα: τι Σχολή Καλών Τεχνών θέλουμε; Μια Σχολή που να παράγει καλλιτέχνες ανταγωνιστικούς σε όλο τον κόσμο;
Οι απόφοιτοι καλούνται να συνεχίσουν ως καλλιτέχνες –αν συνεχίσουν– σε μια χώρα θρυμματισμένη, που η σχέση της με την τέχνη είναι χαώδης. Κάποιοι θα διδάξουν το μάθημα των Καλλιτεχνικών σε σχολεία. Και κάποιοι άλλοι θα προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει κανένας που να ονειρεύεται να μείνει εδώ.
Αυτό θα ήταν ωραίο, αλλά καθόλου εύκολο. Οι απόφοιτοι καλούνται να συνεχίσουν ως καλλιτέχνες –αν συνεχίσουν– σε μια χώρα θρυμματισμένη, που η σχέση της με την τέχνη είναι χαώδης. Και πιστέψτε με, είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό που πιθανώς θα κάνουν οι 800 ηθοποιοί που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις δραματικές σχολές. Κάποιοι απόφοιτοι της Καλών Τεχνών θα διδάξουν το μάθημα των Καλλιτεχνικών σε σχολεία. Και κάποιοι άλλοι θα προσπαθήσουν να φύγουν στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει κανένας που να ονειρεύεται να μείνει εδώ.
Όμως, μέχρι τη στιγμή της αποφοίτησης, η σύνδεση των σπουδαστών της Καλών Τεχνών με την κοινωνία δεν είναι ανύπαρκτη, αλλά προβληματική. Δυστυχώς, και η ίδια η κοινωνία των σπουδαστών χαρακτηρίζεται από μια χαλαρή σύνδεση και μια απαισιοδοξία ότι το καινούργιο αίμα δεν θα φτάσει. Χαρακτηρίζεται και από κάτι άλλο, τη χαλαρή δομή, το «χύμα». Μόνο η προσωπική πειθαρχία σε κάνει να δουλεύεις επίμονα. Αν ψάξει κάποιος καλά, θα βρει ότι και συνεργασίες γίνονται με το εξωτερικό και πρότζεκτ ανοίγουν. Πολλές φορές, οι προσπάθειες χάνονται κάτω από ένα πέπλο καχυποψίας. Ας μην κοιτάξουμε τι κάνει η Royal Academy, που ανοίγει κάθε τόσο τα εργαστήρια της. Αν εξετάσουμε, δε, τη σχέση της Σχολής με την αγορά, μια λέξη αρκεί: ανύπαρκτη. Οι σπουδαστές είναι ερμητικά κλειστοί απέναντι σε «κάθε είδους κεφάλαιο». Η εχθρική τους στάση επεκτείνεται και σε ιδρύματα και συλλέκτες. Σε μια χώρα που τίποτα δεν επιστράφηκε στην τέχνη, ακόμα και στους καιρούς της ευμάρειας, ο εικοσάχρονος δεν μπορεί να έχει άλλη άποψη. Και αν είναι σχεδόν καθήκον των καλλιτεχνών να αντιστέκονται και να διαμαρτύρονται για τις εκάστοτε πολιτικές ή να ασκούν σήμερα πολιτική με το έργο τους, άλλο τόσο είναι καθήκον του κράτους αλλά και της ίδιας της σχολής να δημιουργήσουν την κουλτούρα της συνεργασίας, όχι απλώς συνεργασίες. Το χρήμα είναι δαίμονας, αλλά συντηρεί τις τέχνες. Σήμερα, δυστυχώς, μιλάμε μόνο για ιδιωτικό χρήμα. Μια δωρεά μπορεί να είναι ακόμα και επικίνδυνη. Αλλά ας βάλουμε μια τελεία. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συμβεί αν ξέρεις τι είναι αυτό που ζητάς. Έχεις μέθοδο, όραμα, πιλότο και στρατηγική. Είναι καθαρά θέμα εξωστρεφούς πολιτικής. Και αν πετύχει, έχεις να δίνεις τέχνη συνέχεια.
Εν όψει της Documenta, όλοι ελπίζουν σε μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος όσον αφορά τα εικαστικά και τον ρόλο τους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να διαδραματίσει η Καλών Τεχνών έναν βασικό ρόλο σε αυτό.
Ο καλλιτέχνης δεν παράγεται στη σχολή. Αντιθέτως, μια σχολή κρίνεται για ένα πράγμα: για τους καλλιτέχνες που βγάζει. Ο καλλιτέχνης, αν δεν αντέξει στην κοινωνία, δεν υπάρχει, και αυτό είναι τόσο αλήθεια, όσο το ότι οι σχολές παράγουν εκλεπτύνσεις. Κανείς δεν ανακαλύπτει εκεί μέσα τον τροχό. Οι γονείς αφήνουν δύσκολα –περισσότερο, δυστυχώς, σήμερα– τα παιδιά τους να γίνουν καλλιτέχνες. Και ο 18χρονος που αποφασίζει να κάνει τέχνη είναι, αν όχι γενναίος, γενναιόδωρος. Γιατί για τους περσινούς υπάρχουν πάντοτε περισσότερα χρήματα απ' όσα για τους φετινούς και αυτό τα λέει όλα. Για ποιον λόγο να κάνει τέχνη σήμερα; Απλώς, θα ήταν ωραίο να μπαίνει κανείς σε μια σχολή Καλών Τεχνών και, εκτός όλων των άλλων, να έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει σε ένα πιο ελπιδοφόρο επίπεδο, καλύτερο από αυτό της ελληνικής κοινωνίας, ότι συναντά εκεί διδακτικές πρακτικές που είναι καλλιτεχνικές, το πιο βασικό του εφόδιο για γίνει ενεργό μέλος της εδώ κοινωνίας ή της κοινωνίας του κόσμου. Εν όψει της Documenta, όλοι ελπίζουν σε μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος όσον αφορά τα εικαστικά και τον ρόλο τους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να διαδραματίσει η Καλών Τεχνών έναν βασικό ρόλο σε αυτό.
Μια σύντομη ιστορία της Σχολής Καλών Τεχνών σε 1.000 λέξεις
Έγγραφο της εγγραφής του Iακωβίδη στο μαθητολόγιο της σχολής.
Έγγραφο της εγγραφής του Iακωβίδη στο μαθητολόγιο της σχολής.
Εργαστήριο ζωγραφικής του Αργυρού, 1932
Μάθημα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου
Λαμέρας, Νικολάου, Απάρτης, Μόραλης
Αριστερά: Εργαστήριο ζωγραφικής του Αργυρού, 1932. Δεξιά (πάνω) Μάθημα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, (κάτω) Λαμέρας, Νικολάου, Απάρτης, Μόραλης.
Πρώτος δάσκαλος ζωγραφικής ο Πιερ Μπονιρότ, μαθητής του Ένγκρ, που φέρνει έναν αέρα ελεύθερου καλλιτεχνικού προσανατολισμού. Έρχεται στην Ελλάδα μέσω της Σοφίας ντε Μαρμπουά, δούκισσας της Πλακεντίας, που έχει ήδη δωρίσει στο «Σχολείο» υλικά σχεδίου και ζωγραφικής. Το 1843, ο Μπονιρότ απολύεται και τη Σχολή διευθύνουν με έναν καταθλιπτικό τρόπο οι Βαυαροί του στενού περιβάλλοντος του Όθωνα. Υπογράφεται νέο διάταγμα του αναδιοργάνωσης του Σχολείου των Τεχνών. Διδάσκονται ζωγραφική, αγαλματοποιία, αρχιτεκτονική, λιθογραφία, χωρομετρία. Το 1844, εκδίδονται διατάγματα που αφορούν τη σύσταση της Εταιρεία των Ωραίων Τεχνών. Το «Σχολείο» συγκεντρώνει περίπου 600 μαθητές. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνων που παραμένουν για πολλά χρόνια στη σχολή, μαθαίνοντας γραφή, ανάγνωση και την τέχνη τους. Το παράδειγμα του Γύζη είναι εντυπωσιακό. Πήγε στη σχολή από το 1854, σε ηλικία 12 ετών, και παρέμεινε μέχρι το 1863. Κάθε χρόνο έπαιρνε το πρώτο βραβείο, εκτός από τον τελευταίο, που πήρε το δεύτερο στην ελαιογραφία. Παράλληλα, ίσχυε από τότε στη σχολή ο θεσμός των υποτροφιών. Το 1863 ιδρύεται το Καλλιτεχνικό Σχολείο. Η διάρκεια φοίτησης εκεί είναι πέντε έτη και δωρεάν. Διδάσκονται ζωγραφική, προοπτική και σκηνογραφία, πλαστική ξυλογραφία και χαλκογραφία, λιθογραφία και ανατομία. Με τον νέο κανονισμό όλοι οι σπουδαστές οφείλουν να έχουν απολυτήριο ελληνικού σχολείου, πράγμα που μειώνει απότομα τον αριθμό των σπουδαστών.
Όλα αυτά μέχρι το 1866, οπότε φθάνει ο Νικηφόρος Λύτρας. Μέχρι το 1904 δίδαξε, ζωγράφισε και αγάπησε την τέχνη, δίνοντας με το έργο του το στίγμα της νεοελληνικής τέχνης το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χωρίς τον Λύτρα ζωγραφική σχολή δε θα υπήρχε, και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία όλα ήταν σε κατάσταση πρωτογενή – η περίοδος συνδέεται στενά με τις προσπάθειες του Χαρίλαου Τρικούπη για κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Αρχίζουν οι προσπάθειες οργάνωσης μια μικρής Πινακοθήκης για τις ανάγκες των σπουδαστών. Το 1872 είναι σταθμός στην ιστορία του Σχολείου των Τεχνών. Η σχολή μεταφέρεται στην Πατησίων και ονομάζεται Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Δημιουργείται και τρίτη έδρα ζωγραφικής για να δελεαστεί ο Γύζης και να επιστρέψει στην Ελλάδα, αυτός όμως αρνείται. Ο εικοστός αιώνας αρχίζει με μια γενική διάθεση αυτοδιοίκησης και ανεξαρτησίας του Σχολείου Καλών Τεχνών του Ιδρύματος. Οι σπουδαστές της σχολής στις αρχές του 20ού αιώνα «άφηναν γένια, φορούσαν τζογέ παντελόνια, δεν τους έλειπε το τσιγάρο ούτε η μαγκιά». Οι καλές οικογένειες της Αθήνας δίσταζαν να στείλουν τις κόρες τους στο περιβάλλον αυτό των νεαρών τραμπούκων.
Από πάνω και δεξιόστροφα: Ιούνιος 1961, Καλών Τεχνών. Ο Γιάννης Κεφαλληνός. Κατάληψη-απεργία μοντέλων 1984,
Από πάνω και δεξιόστροφα: Ιούνιος 1961, Καλών Τεχνών. Ο Γιάννης Κεφαλληνός. Κατάληψη-απεργία μοντέλων 1984.
Παρ' όλα αυτά, η νοοτροπία αρχίζει να αλλάζει. Η Σοφία Λασκαρίδου καταφεύγει στον βασιλέα προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Λύτρα και καταφέρνει να φοιτήσουν κορίτσια σε ένα τμήμα θηλέων στο οποίο διδάσκει ο Ροϊλός «μόνο για αντιγραφή τοπίων και ανθέων». Τα κορίτσια πληρώνουν «15 δραχμάς» για τη Σχολή. Είναι σε ένα τμήμα εντελώς ανεξάρτητο. Η πρόοδος των σπουδών τους δεν είναι πολύ ενθαρρυντική, με αποτέλεσμα να κληθούν σε εξετάσεις. «Εις ουδεμία δεσποινίδα επιτρέπεται του λοιπού να φοιτά εις την τάξιν της αγαλματογραφίας πριν διά διαγωνισμού να καταδειχθή η προς τούτο ικανότης αυτής».
Αναθέτουν εργαστήριο στον Νικόλαο Λύτρα, που είναι το εργαστήριο των αιρετικών. Οι σπουδαστές βάφουν τους τοίχους, στήνουν ολόσωμα γυμνά και κρεμούν στους τοίχους τυπωμένα αντίγραφα από έργα των Βαν Γκογκ, Σεζάν και Ρενουάρ. Ο τότε διευθυντής της σχολής νουθετεί τους σπουδαστές: «Τώρα τελευταία και ο Σεζάν έχει παρατήσει τις μοβ σκιές». Ο Παρθένης, συνυποψήφιος του Λύτρα, θεωρήθηκε νεωτεριστής ζωγράφος και ότι η τέχνη του ήταν έξω από το κλίμα της σχολής. Πρόκειται για δύο αντίθετους κόσμους. Όμως η φήμη του Παρθένη ολοένα και μεγαλώνει. Διορίζεται καθηγητής στη Σχολή με νομοθετικό διάταγμα.
Το 1929 η σχολή μετονομάζεται σε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ανεξάρτητη και ισότιμη με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ο Λύτρας κατάργησε τη διδασκαλία σχεδίου μέσω αντιγράφων. Αντίθετα, προωθούσε τη χρήση ζωντανών μοντέλων και παραστάσεων εκ του φυσικού. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ως διευθυντής της σχολής, επηρέασε την πορεία της με την πολιτική και κοινωνική του οντότητα, μονοπωλώντας κάθε δημόσια θέση και διάκριση και κάνοντας φανερή την αντίθεσή του προς την πιθατότητα συνεργασίας με μια πιο πλατιά καλλιτεχνική κοινότητα. Με την εμφάνιση των Παρθένη, Τόμπρου και Κεφαλληνού ξαναρχίζει στη Σχολή η εξερεύνηση των ειδικών μορφικών και τεχνικών προβλημάτων, καθώς και η αναζήτηση των ψυχικών και πνευματικών ερεθισμάτων.
Αναδιφώντας τα κείμενα και τις μαρτυρίες όλου του περασμένου αιώνα, βλέπει κανείς την επιθυμία της Σχολής Καλών Τεχνών να ελευθερωθεί από το περιβάλλον του Πολυτεχνείου και να αποκτήσει δικό της προϋπολογισμό. Τη δεκαετία του '30 οι λογοτέχνες αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική της γενιάς τους. Ξεχωρίζει το δημοκρατικό ατελιέ του καθηγητή της χαρακτικής Γ. Κεφαλληνού. «Ο Κεφαλληνός μας αποκαλύπτει τι γίνεται στο Παρίσι, που τότε εμείς είχαμε μεσάνυχτα» γράφει η χαράκτρια Βάσω Κατράκη.
Το 1934 η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας. Έξω από τη Σχολή, η καλλιτεχνική κίνηση εντείνεται όλο και περισσότερο. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου ο Μπουζιάνης δεν γίνεται ποτέ καθηγητής στην Καλών Τεχνών. Το 1939 αναλαμβάνει καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης ο Παντελής Πρεβελάκης. Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, στο βιβλίο του για την Καλών Τεχνών, υποστηρίζει ότι η δεκαετία '30-'40 ήταν η πιο ενδιαφέρουσα στη λειτουργία της σχολής. Την περίοδο του πολέμου, η ΑΣΚΤ δεν μένει αμέτοχη στον αγώνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, το Εργαστήριο Χαρακτικής γίνεται το κέντρο του αντιστασιακού αγώνα.
Το 1950 δημιουργούνται τα εργαστήρια. Οι σπουδαστές μπορούν να διαλέξουν τον δάσκαλό τους. Με τον 30χρονο Μόραλη ως δάσκαλο στην Καλών Κεχτών, αλλάζει η φρουρά στην ΑΣΚΤ. Έβγαλε μαθητές με τόσο διαφορετικές προσωπικότητες: Παύλος, Καράς, Κοντός, Τσόκλης, Κανιάρης, Μυταράς, Κοκκινίδης, Φασιανός, Μπότσογλου, Θεοφυλακτόπουλος. Ο τρόπος που τοποθετούσε το μοντέλο είχε ξετινάξει το χάος και το έρεβος της παλιάς σχολής.
Καθηγητής και διευθυντής της Σχολής από το 1959, ο γλύπτης Γιάννης Παππάς. Τον θυμούνται ως έναν καθηγητή που προσπαθούσε να κάνει τον κάθε σπουδαστή αυτοδύναμο, να του εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να του ανοίξει δρόμους. Το 1955 ιδρύεται ο Σύλλογος Σπουδαστών. Το 1961 εκλέγεται τιμής ένεκεν καθηγητής ο Θανάσης Απάρτης, ίσως ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που τον μεσοπόλεμο θεωρήθηκε επιτυχημένος καλλιτέχνης στο Παρίσι. Η προσφορά του είναι η ανεπανάληπτη ιδιότητα που είχε ως δάσκαλος.
Αρχές της δεκαετίας του '60 επικρατεί στη Σχολή το έντονο πολιτικό κλίμα. Και στα χρόνια της δικτατορίας διατηρήθηκε μια έντονα δημοκρατική συνείδηση – δεν είχε ποτέ χουντικό φοιτητικό σύλλογο.
Οι νέοι καθηγητές της σχολής από τη Μεταπολίτευση και μετά είναι, ανάμεσα σε άλλους, ο Μυταράς, ο Κεσσανλής, ο Δεκουλάκος, ο Εξαρχόπουλος.
Ο νόμος-πλαίσιο του 1982 σφραγίζει τη δεύτερη περίοδο στην ιστορία της ΑΣΚΤ.
Το κτιριακό ζήτημα παραμένει ανοιχτό από το 1910. Από τη δεκαετία του '80 υπουργοί υπόσχονται τη μεταφορά της Σχολής, η οποία είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην Πατησίων. Το αίτημα της μεταφοράς αφορά και την αναδιαμόρφωση και την ανανέωσή της. Το 1992, το εργοστάσιο υφαντουργίας Σικιαρίδη στην οδό Πειραιώς αγοράστηκε από το υπουργείο Παιδείας για λογαριασμό της ΑΣΚΤ. Η Σχολή αποκτά 30.000 τ.μ. δομημένου χώρου. Η μεταφορά της, λίγα χρόνια αργότερα, γίνεται σε ένα περιβάλλον γκρίνιας, καθώς πολλοί θεωρούν την τοποθεσία χώρο εξορίας. Ο Νίκος Κεσσανλής υπεραμύνεται της επιλογής του και η μεταφορά των εργαστηρίων από τον ασφυκτικά στενό χώρο της Πατησίων γίνεται σταδιακά την περίοδο 1995-1996.
Σήμερα, η Σχολή Καλών Τεχνών έχει περίπου 1.000 φοιτητές και είναι το μεγαλύτερο εργοτάξιο τεχνών της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου