Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Οι γερμανικές οβίδες
Η κυρά Δέσποινα, η Μάνα μου, από νωρίς υπέφερε με τους ρευματισμούς. Στην αρχή έσφιγγε τα δόντια ν’ αναστήσει τα παιδιά της. Οι πιεστικές οικονομικές απαιτήσεις την ανάγκαζαν να είναι συγχρόνως εργαζόμενη στις καπναποθήκες της κάτω πόλης. Ο νόμος του υπουργού εργασίας Γονή την πέταξε άδοξα έξω από το επάγγελμα. Πλάκωσαν και τα χρόνια, τα πράγματα σκούρυναν. Ο γιατρός συνέστησε αμμόλουτρα. Τα επόμενα χρόνια θα άρχιζαν τα ιαματικά μπάνια στην Αιδηψό. Έμπαιναν με την κολλητή της, την κυρά Σουλτάνα, στο «Κύκνος» και κάνανε το ταξίδι μέχρι τις ιαματικές πηγές Μια φορά με πήρε μαζί της. Εκείνη τη χρονιά αρκεστήκαμε σε διακοπές στις αμμουδιές των Αλυκών. Νοικιάσαμε, για ένα μήνα, μια από τις καλαμένιες καλύβες που έστηνε κατά μήκος όλης της αμμουδιάς ένας καπάτσος και εκείνη την εποχή «μέσα στα πράγματα» φαίνεται άνθρωπος.
Φίσκα η παραλία με ανθρώπους από την πόλη του Βόλου αλλά και τα μεσόγεια της Θεσσαλίας. Εύκολα συναντούσες ανθρώπους από τα χωριά της Λάρισας, της Καρδίτσας και των Τρικάλων που με το τρένο έρχονταν εδώ να κάνουν τα μπάνια τους.
Με το λεωφορείο της αστικής μέσα σε δύο καλαθούνες μεταφέραμε μερικά κατσαρολικά, τη στάμνα για το πόσιμο νερό, την απαραίτητη γκαζιέρα Παπαρήγα της εποχής, λίγα ρούχα, σεντόνια και μια κουβέρτα.
Εγώ «δανείστηκα» από ένα καφενείο της παραλίας μια καρέκλα να κάθεται η Μάνα. Ο Πατέρας και τα μεγάλα αδέρφια έρχονταν μόνο τις Κυριακές. Η λέξη Σαββατοκύριακο δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, αφού το Σάββατο ήταν κανονική εργάσιμη μέρα.
Ο δικός μου ρόλος ήταν βασικός. Πρωί - πρωί έπρεπε ν’ ανοίξω το λάκκο στην άμμο. Όταν ο ήλιος σηκωθεί αργότερα να την κάψει. Τότε η Μάνα γιομάτη ντροπές έβγαζε τη ρόμπα της και ξάπλωνε μέσα στο λάκκο. Εγώ τη σκέπαζα όλη κάνοντας κατά μήκος του σώματός της ένα λόφο με καυτή άμμο. Μόνο το κεφάλι έμενε έξω. Για να μη τη φάει ο ήλιος είχα φτιάξει με χαρτόνια ένα πρόχειρο σκιάδιο.
Τότε και μόνο τότε έπεφτα στη διπλανή θάλασσα για καμιά ώρα. Εκείνη δεν ήταν μόνη. Δίπλα της άλλες ομοιοπαθούσες ήταν σκεπασμένες κι ένας αριθμός από κεφάλια αντάλλασσαν πληροφορίες κάνοντας το αυτονόητο κουτσομπολιό. Όταν συμπληρωνόταν η ώρα έπαιρνα το σεντόνι και το κρατούσα ανοιχτό. Η Μάνα σηκωνόταν, την τύλιγα με το σεντόνι και έμπαινε στην καλύβα για λίγες ανάσες. Εγώ ανέμελος συνέχιζα το μπάνιο και το παιχνίδι.
Αργά το μεσημέρι κατέβαζα με όρεξη ό,τι πρόχειρο είχε φτιάξει η Μάνα. Από αυτά που έφερνε ο Πατέρας, από τα διπλανά περβόλια και μποστάνια, από τους αμέτρητους μικροπωλητές που περνούσαν από το δρόμο. Βέβαια με τα μέτρα και τους ρυθμούς της εποχής.
Το απόγευμα πάλι μπάνιο, μπάλα με την παρέα, εξερευνήσεις στα ενδότερα, κάνα κλέψιμο από αφύλακτο δέντρο και κάποια κατά φαντασία μου φλερτ, κυρίως με την κόρη του περιβολάρη απέναντι.
Εκεί στις Αλυκές είχε εξοχικό σπίτι ένας συμμαθητής μου στο σχολείο, ο Μιχάλης, που καθόταν στα Γερμανικά της Νέας Ιωνίας. Ο πατέρας του, πρόσφυγας από το Εγγλεζονήσι, ναυτικός πάππου προς πάππου, κατάφερε να έχει δικό του καΐκι στο λιμάνι του Βόλου και να κάνει κάθε λογής μεταφορές σε παραθαλάσσια χωριά του Παγασητικού, στο Τρίκερι και τις Σποράδες.
Μια μέρα ο Μιχάλης μου λέει:
-Είσαι να πάμε αύριο για «χταπόδια»;
Αυτόματα του απάντησα θετικά, χωρίς καθόλου να σκεφτώ την πρωινή μου υποχρέωση. Θα ήταν συναρπαστικό!
Πράγματι το πρωί το έσκασα χωρίς να πω κουβέντα. Στο διπλανό λιμανάκι ο Μιχάλης ήταν πανέτοιμος.
Η βάρκα, που την είχαν εκεί, το καμάκι με το μακρύ κοντάρι, λίγη γαλαζόπετρα που αναγκάζει τα καημένα τα χταπόδια να βγαίνουν από τις τρύπες τους κι ένα μικρό μπουκάλι λάδι για να ηρεμεί την επιφάνεια του νερού και να φαίνεται καθαρά ο πάτος.
Με γρήγορο κωπηλάτισμα απομακρυνθήκαμε προς τον κάβο γεμάτοι προσμονή κι ελπίδα ότι θα γεμίσουμε τη βάρκα χταπόδια.
Όμως, σαν να μας είχε χτυπήσει μαύρο μάτι, ούτε σεφτέ δε κάναμε. Οι ρόλοι κάθε τόσο άλλαζαν. Μια φορά ο ένας τα κουπιά, μια φορά ο άλλος το καμάκι. Τίποτα, τίποτα! Κάποιες αποτυχημένες απόπειρες, δυο-τρία βουτήματα του Μιχάλη δεν απέφεραν καρπούς. Φτάσαμε στο τέρμα της ακρογιαλιάς και αρχίσαμε να στρίβουμε τον κάβο. Σε λίγο χάθηκε από τα μάτια μας η ακρογιαλιά των Αλυκών. Παρακάτω ήταν η ακτή του Σαμπάναγα. Τώρα νομίζω λέγεται Χρυσή Ακτή.
Πηγαίναμε δίπλα στους βράχους, σε σημείο που το βάθος της θάλασσας ήταν περίπου το μπόι μας. Τότε πρώτος ο Μιχάλης είδε στον πάτο μισοβυθισμένα στην άμμο κάτι μεταλλικά αντικείμενα. Έπεσε μέσα και σε λίγο ανέβασε πάνω το πρώτο. Ήταν μια κανονική γερμανική οβίδα με κυλινδρικό σχήμα. Στην κάτω εξωτερική πλευρά ο επικρουστήρας, πάνω η μυτερή κωνική άκρη που όταν συγκρουστεί βίαια προκαλεί την έκρηξη. Ο καθένας μπορεί να τα έχει δει. Αργότερα το περίβλημά τους χρησιμοποιήθηκε σαν ανθοδοχείο σε σπίτια.
Σε λίγο πέσαμε κι οι δύο κι ανεβάσαμε κι άλλες. Όμως η βάρκα βάρυνε και σταματήσαμε. Με πολύ κόπο στα κουπιά φτάσαμε κάποια στιγμή πίσω. Ο Μιχάλης τις μετέφερε στην αυλή του. Κρατήσαμε μια απ’ έξω για να την «εξετάσουμε». Με πολύ κόπο, χωρίς καθόλου να συνειδητοποιούμε τον κίνδυνο, στο τέλος την ανοίξαμε. Μέσα της είχε μακαρόνια από μπαρούτι διαβρωμένα από το νερό της θάλασσας. Μόλις το πρωτοείδα θυμάμαι πως είπα:
-Ένα κουτί Ντεβέτα!
Από την ομώνυμη βιομηχανία μακαρονιών του Βόλου.
Την άλλη μέρα τις ανοίξαμε όλες. Με τη μηχανή του πατέρα του τα μετέφερε στην πόλη. Το μέταλλο το πούλησε στα «Παλιά» σαν χαλκό, τα μακαρόνια τα μοιραστήκαμε. Εγώ τ’ άπλωσα στα κεραμίδια εγκαταλειμμένου διπλανού χαμόσπιτου για πολλές μέρες. Όταν κάποια στιγμή άναψα την άκρη ενός συμπεριφέρθηκε σαν βεγγαλικό. Σπίθες και θόρυβος μέχρι να φαγωθεί όλο.
Τα μοίρασα σε πεντάδες και την επόμενη χρονιά τα πούλησα το βράδυ της Ανάστασης –μια δραχμή το δεματάκι– στο προαύλιο της Βαγγελίστρας. Η λειτουργία γινόταν στην παλιά εκκλησία, η σημερινή νέα ήταν ακόμα στο χτίσιμο. Το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» ο παπάς το έλεγε πάνω στην τσιμεντένια πλάκα του καταφύγιου που είχε η αυλή της εκκλησίας. Πούλησα 42 δεματάκια. Καλή σοδειά. Ήμουν χαρούμενος. Το εκκλησίασμα είχε επιστρέψει στον ναό. Ο πολύς ο κόσμος βέβαια είχε γυρίσει στα σπίτια του για τη «μαγειρίτσα». Τότε εγώ έκανα την «απονενοημένη πράξη». Τα υπόλοιπα τ’ άναψα όλα μαζί κρατώντας τα στα χέρια. Οι φωτιές και οι λάμψεις που ακολούθησαν με ψιλοφόβησαν –άργησα λίγο– και ασυνείδητα τα πέταξα μακριά.
Ο διάολος έβαλε το χεράκι του και άρπαξαν λίγο τα κάτω φύλλα από το μικρό πλατάνι της αυλής. Ευτυχώς, απλώς τσουρουφλίστηκε. Αυτό το διαπίστωσα την επόμενη, γιατί τότε –χεσμένος από το φόβο– είχα εγκαίρως εξαφανιστεί.
2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου