Ιστορικά κτίρια της Αλεξανδρούπολης που έχουν κηρυχθεί
διατηρητέα
Συνεχίζουμε
την περιήγηση στα παλιά κτίρια της Αλεξανδρούπολης। Πέρα από τα ιστορικά κτίρια που χάθηκαν οριστικά λόγω
κατεδάφισης, (ο Θεός να τα αναπαύει στις φωτογραφίες που κοιμούνται αμέριμνα…।), υπάρχουν και κάποια άλλα κτίρια, ιδιοκτησίας όλα του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., (ποιος ιδιώτης θα άφηνε να του κηρύξουν διατηρητέο το κτίριό του….), για τα οποία έχει ακολουθηθεί η
διαδικασία της διατήρησής τους. Τα κτίρια αυτά είναι:
Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία
Η κατασκευή του ξεκίνησε επί Τουρκοκρατίας και διακόπηκε όταν οι Τούρκοι αποχώρησαν από τη Θράκη, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το εγκατέλειψαν σε κατάσταση καρά-γιαπί, χωρίς στέγη, με περιμετρικό μαντρότοιχο. Προοριζόταν για Ναυτική Σχολή ή Σχολή Αξιωματικών, κατ΄ άλλους για Γεωπονική Σχολή και κατ΄ άλλους για στρατιωτικό νοσοκομείο. Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, τα σχέδια του κτίσματος έκαναν για λογαριασμό των Τούρκων Γερμανοί Μηχανικοί.
Από το 1928, μετά από ενέργειες τοπικών παραγόντων εξασφαλίσθηκαν οι σχετικές πιστώσεις από το Ίδρυμα Ζαρίφη στην Φιλιππούπολη για την αποπεράτωση του κτιρίου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως Διδασκαλείο. Τις εργασίες της ανακατασκευής και αποπεράτωσης επέβλεπε ο αρχιτέκτων του Υπουργείου παιδείας στη Γενική Διοίκηση Θράκης (Κομοτηνή) Κωνσταντινίδης, εργολάβος δε του έργου ήταν ο Αριστείδης Αλβανόπουλος. Κατά το σχολικό έτος 1930-1931 άρχισε να λειτουργεί ως Διδασκαλείο. Το 1934 ιδρύθηκε η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία και εγκαταστάθηκε στο κτίριο αυτό. Τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας συστεγαζόταν και οι ανώτερες τάξεις του Διδασκαλείου, το οποίο εν όψει της ιδρύσεως των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, δεν εδέχετο νέους μαθητές.
Προπολεμικά και τα πρώτα χρόνια μετά την κατοχή στο ισόγειο λειτουργούσε οικοτροφείο θηλέων και στον 1ο και 2ο όροφο ήταν οι αίθουσες της Ακαδημίας αλλά και του πρότυπου Δημοτικού Σχολείου। Στον αυλόγυρο και στη Ν.Α. γωνία υπήρχε ξύλινο κατασκεύασμα που χρησιμοποιείτο ως περιστερώνας, στη βάση του δε υπήρχαν δύο λίμνες η μικρή για χρυσόψαρα και η μεγάλη για πάπιες και χήνες Στο πίσω δυτικό μέρος ο χώρος από πολύ παλιά λειτουργούσε ως χώρος γυμναστικής στη δε βόρεια πλευρά είχε κατασκευαστή αίθουσα γυμναστικής. Μετά την δημιουργία των Πανεπιστημιακών Σχολών Δημοτικής Εκπαίδευσης και προσχολικής Αγωγής, που αντικατέστησαν τις παιδαγωγικές Ακαδημίες και την ανέγερση νέων εγκαταστάσεων στη Ν. Χιλή στο κτίριο παρέμειναν μόνο τα δύο πρότυπα Δημοτικά Σχολεία.
Η κατασκευή του ξεκίνησε επί Τουρκοκρατίας και διακόπηκε όταν οι Τούρκοι αποχώρησαν από τη Θράκη, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το εγκατέλειψαν σε κατάσταση καρά-γιαπί, χωρίς στέγη, με περιμετρικό μαντρότοιχο. Προοριζόταν για Ναυτική Σχολή ή Σχολή Αξιωματικών, κατ΄ άλλους για Γεωπονική Σχολή και κατ΄ άλλους για στρατιωτικό νοσοκομείο. Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, τα σχέδια του κτίσματος έκαναν για λογαριασμό των Τούρκων Γερμανοί Μηχανικοί.
Από το 1928, μετά από ενέργειες τοπικών παραγόντων εξασφαλίσθηκαν οι σχετικές πιστώσεις από το Ίδρυμα Ζαρίφη στην Φιλιππούπολη για την αποπεράτωση του κτιρίου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως Διδασκαλείο. Τις εργασίες της ανακατασκευής και αποπεράτωσης επέβλεπε ο αρχιτέκτων του Υπουργείου παιδείας στη Γενική Διοίκηση Θράκης (Κομοτηνή) Κωνσταντινίδης, εργολάβος δε του έργου ήταν ο Αριστείδης Αλβανόπουλος. Κατά το σχολικό έτος 1930-1931 άρχισε να λειτουργεί ως Διδασκαλείο. Το 1934 ιδρύθηκε η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία και εγκαταστάθηκε στο κτίριο αυτό. Τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας συστεγαζόταν και οι ανώτερες τάξεις του Διδασκαλείου, το οποίο εν όψει της ιδρύσεως των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, δεν εδέχετο νέους μαθητές.
Προπολεμικά και τα πρώτα χρόνια μετά την κατοχή στο ισόγειο λειτουργούσε οικοτροφείο θηλέων και στον 1ο και 2ο όροφο ήταν οι αίθουσες της Ακαδημίας αλλά και του πρότυπου Δημοτικού Σχολείου। Στον αυλόγυρο και στη Ν.Α. γωνία υπήρχε ξύλινο κατασκεύασμα που χρησιμοποιείτο ως περιστερώνας, στη βάση του δε υπήρχαν δύο λίμνες η μικρή για χρυσόψαρα και η μεγάλη για πάπιες και χήνες Στο πίσω δυτικό μέρος ο χώρος από πολύ παλιά λειτουργούσε ως χώρος γυμναστικής στη δε βόρεια πλευρά είχε κατασκευαστή αίθουσα γυμναστικής. Μετά την δημιουργία των Πανεπιστημιακών Σχολών Δημοτικής Εκπαίδευσης και προσχολικής Αγωγής, που αντικατέστησαν τις παιδαγωγικές Ακαδημίες και την ανέγερση νέων εγκαταστάσεων στη Ν. Χιλή στο κτίριο παρέμειναν μόνο τα δύο πρότυπα Δημοτικά Σχολεία.
Το 1ο Δημοτικό Σχολείο.
Είναι το πρώτο κτίριο για τις ανάγκες της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης που κτίσθηκε έξω από τον περίγυρο του Αγίου Νικολάου. Κτίσθηκε το
1933-1935, επί Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου στο πλαίσιο ενός μεγάλου
προγράμματος ανεγέρσεως Δημοτικών Σχολείων σε όλη τη χώρα. Εργολάβος του έργου
αυτού ήταν ο Αλέξανδρος Αλβανόπουλος.
To 1ο Δημοτικό Σχολείο άρχισε να λειτουργεί ως σχολείο από το 1928, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης. Πριν από την ανέγερση του σχολείο στο χώρο ήταν ένα μικρό παρατηρητήριο που φιλοξενούσε μικρά αεροπλάνα.
Ο χώρος που αναγέρθηκε ήταν εκτός πόλεως αλλά προοριζόταν να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μαθητών της περιοχής του προσφυγικού οικισμού που ονομάζετο «Τσιμεντένια», στην ανατολική του πλευρά και του οικισμού «Καλλιθέα» στα βόρεια του। Για τον λόγο αυτό άλλωστε και είχε εξασφαλισθεί μεγάλο γήπεδο ως αυλή του σχολείου. Από την ανέγερσή του μέχρι και σήμερα λειτουργεί ως 1ο Δημοτικό Σχολείο, στον δε αύλιο χώρο έχει ήδη ανεγερθεί το 8ο Δημοτικό Σχολείο.
To 1ο Δημοτικό Σχολείο άρχισε να λειτουργεί ως σχολείο από το 1928, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης. Πριν από την ανέγερση του σχολείο στο χώρο ήταν ένα μικρό παρατηρητήριο που φιλοξενούσε μικρά αεροπλάνα.
Ο χώρος που αναγέρθηκε ήταν εκτός πόλεως αλλά προοριζόταν να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μαθητών της περιοχής του προσφυγικού οικισμού που ονομάζετο «Τσιμεντένια», στην ανατολική του πλευρά και του οικισμού «Καλλιθέα» στα βόρεια του। Για τον λόγο αυτό άλλωστε και είχε εξασφαλισθεί μεγάλο γήπεδο ως αυλή του σχολείου. Από την ανέγερσή του μέχρι και σήμερα λειτουργεί ως 1ο Δημοτικό Σχολείο, στον δε αύλιο χώρο έχει ήδη ανεγερθεί το 8ο Δημοτικό Σχολείο.
Η Λεονταρίδειος Σχολή Αρένων
Οι
εργασίες ανέγερσης του κτιρίου αυτού πρέπει να άρχισαν κατά το 1907 σε οικόπεδο
δίπλα από την Μητρόπολη που είχε παραχωρηθεί από τον Τούρκο Μπέη Χατζησαφέτ
στην Ελληνική Κοινότητα για τις ανάγκες της। Χτίσθηκε κυρίως με δωρεά του μεγαλέμπορου Αντώνη Λεονταρίδη ή ο Αντωνάκης Εφέντη, από όπου πήρε και το όνομά του Οι εργασίες προχώρησαν ικανοποιητικά και ένα μεγάλο κτίσμα νεοκλασικό ξεπρόβαλε, όταν
βγήκαν οι σκαλωσιές στα 1909. Από την αρχή προοριζόταν για «ΣΧΟΛΗ ΑΡΕΝΩΝ» της
Ελληνικής Κοινότητας του Δεδέαγατς και για τον λόγο αυτό στα εγκαίνια του
κτιρίου το 1909 τοποθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Μητροπολίτης Ιωακείμ Γεωργιάδη
που πρωτοστάτησε στην ανέγερση αυτού του κτιρίου η επιγραφή «ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΕΙΟΣ
ΣΧΟΛΗ ΑΡΕΝΩΝ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ 1909».
Στο νέο σχολείο, εγκαταστάθηκαν αμέσως τα παιδιά του πρώτου μικρού σχολείου, που σε λίγους μήνες κατεδαφίστηκε και στη θέση του, κτίστηκε ένα καινούριο σχολείο που σήμερα είναι το Γ΄ Δημοτικό Σχολείο της πόλης.
Λέγεται ότι όταν άρχισαν οι εργασίες για την Λεονταρίδειο σχολή, μελετήθηκε και η κατασκευή και των άλλων κτισμάτων ώστε να ταιριάζουν αρμονικά μεταξύ τους στην εμφάνιση.
Τότε παραγγέλθηκαν αγάλματα γύψινα από την Ιταλία που παρίσταναν τις εννέα Μούσες και τοποθετήθηκαν, πάνω από τις μετώπες των δύο σχολείων και του παλαιού κτιρίου – σχολείου, γνωστού και ως παράρτημα. Τα τελευταία αυτά αγάλματα, όταν κατεδαφίστηκε το παράρτημα του Γυμνασίου, φυλάχτηκαν προσεχτικά στις αποθήκες της Μητροπόλεως, έως ότου βρεθεί κάποιος κατάλληλος χώρος για να τοποθετηθούν. Σήμερα βρίσκονται μπροστά στην είσοδο του Εκκλησιαστικού Μουσείου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μετακομίζουν οι μαθητές των Γυμνασίων από την Λεονταρίδειο Σχολή Αρένων στα νέα Σχολικά κτίρια στο βόρειο τμήμα της πόλης (παλαιό Νοσοκομείο) και το
κτίριο παραχωρείται στην Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρούπολης। Το 1980 άρχισε η επισκευή και αναπαλαίωση του σχολείου αυτού και έκτοτε μέχρι σήμερα λειτουργεί ως Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως।
Στο νέο σχολείο, εγκαταστάθηκαν αμέσως τα παιδιά του πρώτου μικρού σχολείου, που σε λίγους μήνες κατεδαφίστηκε και στη θέση του, κτίστηκε ένα καινούριο σχολείο που σήμερα είναι το Γ΄ Δημοτικό Σχολείο της πόλης.
Λέγεται ότι όταν άρχισαν οι εργασίες για την Λεονταρίδειο σχολή, μελετήθηκε και η κατασκευή και των άλλων κτισμάτων ώστε να ταιριάζουν αρμονικά μεταξύ τους στην εμφάνιση.
Τότε παραγγέλθηκαν αγάλματα γύψινα από την Ιταλία που παρίσταναν τις εννέα Μούσες και τοποθετήθηκαν, πάνω από τις μετώπες των δύο σχολείων και του παλαιού κτιρίου – σχολείου, γνωστού και ως παράρτημα. Τα τελευταία αυτά αγάλματα, όταν κατεδαφίστηκε το παράρτημα του Γυμνασίου, φυλάχτηκαν προσεχτικά στις αποθήκες της Μητροπόλεως, έως ότου βρεθεί κάποιος κατάλληλος χώρος για να τοποθετηθούν. Σήμερα βρίσκονται μπροστά στην είσοδο του Εκκλησιαστικού Μουσείου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μετακομίζουν οι μαθητές των Γυμνασίων από την Λεονταρίδειο Σχολή Αρένων στα νέα Σχολικά κτίρια στο βόρειο τμήμα της πόλης (παλαιό Νοσοκομείο) και το
κτίριο παραχωρείται στην Ιερά Μητρόπολη Αλεξανδρούπολης। Το 1980 άρχισε η επισκευή και αναπαλαίωση του σχολείου αυτού και έκτοτε μέχρι σήμερα λειτουργεί ως Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως।
Το Καπνομάγαζο
Κτίσθηκε κάπου στα 1892 από την πολυπληθή τότε καθολική κοινότητα του Δεδέαγατς, για να χρησιμεύσει ως Σχολείο (αρένων) των παιδιών της κοινότητας.Το 1904, κατά τη διάρκεια μαθητικής έκθεσης, πήρε φωτιά η αίθουσα πειραμάτων και καταστράφηκε μεγάλο μέρος του κτιρίου με τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις του.Το 1922 – 1923 πρόσφυγες από την Αν. Θράκη και τον Πόντο, που συνέρρεαν στη πόλη, στεγάζονται προσωρινά στα υπόγεια του ημικατεστραμμένου κουφαριού του κτιρίου, μέχρι την τακτοποίησή τους.
Το 1923 αγοράσθηκε από την εταιρία επεξεργασίας καπνών «ΚΟΜΠΑΝΙ ΖΕΝΕΠΑΛ ΝΤΕ ΤΑΜΠΑ», ιδιοκτησίας του Αγκόπ Ασταρτζιάν (παππού από την μητέρα του συμπολίτη μας Χάρη Ντισλιάν). Εγκαινιάζεται το 1924 και χρησιμοποιείται για την επεξεργασίας και εμπορία των καπνών της περιοχής. Για τον λόγο αυτόν στο αέτωμά του αναφέρεται η χρονολογία 1924 ως έτος οικοδόμησής του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα είναι γνωστό με το όνομα «Καπνομάγαζο». Λειτούργησε για τα σκοπό που ανακατασκευάσθηκε μέχρι την κήρυξη του Ελληνο- Ιταλικού πολέμου το 1940. Κατά τη περίοδο της κατοχής χρησιμοποιήθηκε ένα διάσημα από τους Βουλγάρους σαν φυλακή και στην συνέχεια, μετά την απελευθέρωση, πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου προσωρινά ως ξενώνας των προσφύγων από την ύπαιθρο και αργότερα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως φυλακή – κρατητήρια αγωνιστών της αριστεράς.
Την εποχή που ανακατασκευάσθηκε ως «Καπνομάγαζο» ήταν ένα επιβλητικό κτίριο και από τα λίγα κτίρια που ξεχώριζαν στο κέντρο της πόλης για το ύψος του και τις διαστάσεις του। Χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες του κέντρου της πόλης της εποχής εκείνης, όπου φαίνεται να ξεχωρίζει στην γύρω περιοχή.Στα μέσα της δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκε από τους εμπόρους αδελφούς Ουζουνόπουλοι ως αποθήκη ηλιόσπορου και σιτηρών και χώρος επεξεργασίας σκόρδων. Πολλοί μαθητές του Γυμνασίου της δεκαετίας του 1950 θα θυμούνται τον ελεύθερο χώρο απέναντι από το κτίριο, όπου πραγματοποιείτο το μάθημα της Γυμναστικής από τον Καθηγητή Γυμναστικής Αλιφέρη και την προστασίας που προσέφερε το κτίριο αυτό στους μαθητές όταν έβρεχε.Στη συνέχεια αγοράσθηκε από τους μετόχους του ΚΤΕΛ Ν. Έβρου για την δημιουργία σταθμού ΚΤΕΛ. Το 1995 επί Δημαρχίας Ευαγγελία, χαρακτηρίσθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο ως διατηρητέο και πέρασε στη κυριότητα του Δήμου προκειμένου να αναστηλωθεί και να μετατραπεί σε μία σύγχρονη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Η μελέτη αναστύλωσης του καπνομάγαζου προέβλεπε να διατηρηθεί το κέλυφος του κτιρίου με την εξωτερική τοιχοποιία και τη στέγη και να οικοδομηθεί εσωτερικά του κτιρίου ένα νέο, με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα πάνω στο οποίο θα στηριζόταν και το υπάρχον κέλυφος του έργου. Και ενώ είχαν αρχίσει οι εργασίες αναστύλωσης, την 25η Φεβρουαρίου 2005, κατέρρευσε τμήμα του τοίχου και της οροφής στην βορειανατολική πλευρά του κτιρίου παρασύροντας στον θάνατο τρεις εργαζόμενους.
Κτίσθηκε κάπου στα 1892 από την πολυπληθή τότε καθολική κοινότητα του Δεδέαγατς, για να χρησιμεύσει ως Σχολείο (αρένων) των παιδιών της κοινότητας.Το 1904, κατά τη διάρκεια μαθητικής έκθεσης, πήρε φωτιά η αίθουσα πειραμάτων και καταστράφηκε μεγάλο μέρος του κτιρίου με τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις του.Το 1922 – 1923 πρόσφυγες από την Αν. Θράκη και τον Πόντο, που συνέρρεαν στη πόλη, στεγάζονται προσωρινά στα υπόγεια του ημικατεστραμμένου κουφαριού του κτιρίου, μέχρι την τακτοποίησή τους.
Το 1923 αγοράσθηκε από την εταιρία επεξεργασίας καπνών «ΚΟΜΠΑΝΙ ΖΕΝΕΠΑΛ ΝΤΕ ΤΑΜΠΑ», ιδιοκτησίας του Αγκόπ Ασταρτζιάν (παππού από την μητέρα του συμπολίτη μας Χάρη Ντισλιάν). Εγκαινιάζεται το 1924 και χρησιμοποιείται για την επεξεργασίας και εμπορία των καπνών της περιοχής. Για τον λόγο αυτόν στο αέτωμά του αναφέρεται η χρονολογία 1924 ως έτος οικοδόμησής του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα είναι γνωστό με το όνομα «Καπνομάγαζο». Λειτούργησε για τα σκοπό που ανακατασκευάσθηκε μέχρι την κήρυξη του Ελληνο- Ιταλικού πολέμου το 1940. Κατά τη περίοδο της κατοχής χρησιμοποιήθηκε ένα διάσημα από τους Βουλγάρους σαν φυλακή και στην συνέχεια, μετά την απελευθέρωση, πριν την έναρξη του εμφυλίου πολέμου προσωρινά ως ξενώνας των προσφύγων από την ύπαιθρο και αργότερα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως φυλακή – κρατητήρια αγωνιστών της αριστεράς.
Την εποχή που ανακατασκευάσθηκε ως «Καπνομάγαζο» ήταν ένα επιβλητικό κτίριο και από τα λίγα κτίρια που ξεχώριζαν στο κέντρο της πόλης για το ύψος του και τις διαστάσεις του। Χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες του κέντρου της πόλης της εποχής εκείνης, όπου φαίνεται να ξεχωρίζει στην γύρω περιοχή.Στα μέσα της δεκαετία του 1950 χρησιμοποιήθηκε από τους εμπόρους αδελφούς Ουζουνόπουλοι ως αποθήκη ηλιόσπορου και σιτηρών και χώρος επεξεργασίας σκόρδων. Πολλοί μαθητές του Γυμνασίου της δεκαετίας του 1950 θα θυμούνται τον ελεύθερο χώρο απέναντι από το κτίριο, όπου πραγματοποιείτο το μάθημα της Γυμναστικής από τον Καθηγητή Γυμναστικής Αλιφέρη και την προστασίας που προσέφερε το κτίριο αυτό στους μαθητές όταν έβρεχε.Στη συνέχεια αγοράσθηκε από τους μετόχους του ΚΤΕΛ Ν. Έβρου για την δημιουργία σταθμού ΚΤΕΛ. Το 1995 επί Δημαρχίας Ευαγγελία, χαρακτηρίσθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο ως διατηρητέο και πέρασε στη κυριότητα του Δήμου προκειμένου να αναστηλωθεί και να μετατραπεί σε μία σύγχρονη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Η μελέτη αναστύλωσης του καπνομάγαζου προέβλεπε να διατηρηθεί το κέλυφος του κτιρίου με την εξωτερική τοιχοποιία και τη στέγη και να οικοδομηθεί εσωτερικά του κτιρίου ένα νέο, με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα πάνω στο οποίο θα στηριζόταν και το υπάρχον κέλυφος του έργου. Και ενώ είχαν αρχίσει οι εργασίες αναστύλωσης, την 25η Φεβρουαρίου 2005, κατέρρευσε τμήμα του τοίχου και της οροφής στην βορειανατολική πλευρά του κτιρίου παρασύροντας στον θάνατο τρεις εργαζόμενους.
Το Παλιό Νοσοκομείο
Υπάρχουν δύο εκδοχές για την αιτία ανέγερσής του. Η πρώτη (και επικρατέστερη) χτίσθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως Τουρκικό Σχολείο στα τέλη του 19ου αιώνα, για τις ανάγκες των παιδιών τους. Η άλλη (διατυπώθηκε πρόσφατα από τον Γ. Παναγιώτου στο περιοδικό «Ιατρικές Ώρες» σελ. τ. 3 Νοέμβριος 2007) ότι ήταν επί Τουρκοκρατίας το νέο Νοσοκομείο της πόλης.
Όταν κτίσθηκε ήταν έξω από τη πόλη στο βόρειο τμήμα αυτής, δίπλα στο ρέμα Βανικιώτη, στο δρόμο προς το Βουλγαρικό οικισμό Ντάμια. Σήμερα βρίσκεται στη συμβολή κεντρικών αρτηριών (14ης Μαΐου – Καβύρη, Παπαναστασίου, Ηροδότου, Θράκης) που σχηματίζουν μπροστά του μία πλατεία. Κατά την διάνοιξη της Ηροδότου ως συνδετήριας με την ΕΓΝΑΤΙΑ (περί το 2005) γκρεμίσθηκε από την ανατολική πλευρά του κτιρίου ένα τμήμα του που προεξείχε. Παρόμοιο υπάρχει στη δυτική πλευρά. Είναι βέβαιο ότι από την απελευθέρωση της πόλης μέχρι το 1974 χρησιμοποιήθηκε ως το Νοσοκομείο της πόλης. Αρχές του 1975 το Νοσοκομείο μετακόμισε στο νέο τότε, παλιό σήμερα Νοσοκομείο στη Καλλιθέα και το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως Σχολή Νοσηλευτικής του Νοσοκομείου μέχρι το 2002. Έκτοτε εγκαταλείφθηκε στη τύχη του χωρίς καμία συντήρηση. Ήδη εξαγγέλθηκε αναπαλαίωσή του για να χρησιμοποιηθεί για σχολικές ανάγκες μετά από χρηματοδότηση του Υπουργείου Παιδείας.
Το 3ο Δημοτικό Σχολείο
Α) Το σχολείο που λειτούργησε ως πρώτο στην πόλη αυτή ταυτόχρονα με την ίδρυσή της είναι το σημερινό 3ο Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης, το οποίο ιδρύθηκε μάλλον το 1866.
Β) Για το ακριβές έτος ίδρυσής του δεν μπορεί κανείς, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, να μιλήσει με βεβαιότητα, γιατί λείπουν γραπτά κείμενα και γραπτές μαρτυρίες, δεδομένου ότι η πόλη της Αλεξανδρούπολης βρέθηκε πολλές φορές, έως ότου αποκτήσει την εθνική της υπόσταση και προσαρτηθεί στα εδάφη της Ελλάδας, κάτω από την μπότα του κατακτητή (Τούρκοι, Βούλγαροι, ξανά Τούρκοι κλπ.), με αποτέλεσμα να έχουν καεί τα αρχεία του σχολείου. Όμως, η παράδοση, η μαρτυρία, όλα εκείνα δηλαδή που κρατούν ζωντανή τη μνήμη του λαού και που μεταδίδουν από στόμα σε στόμα τα γεγονότα (η παράδοση και η μαρτυρία έχουν τη δική τους βαρύνουσα σημασία και αξία), αναφέρουν ότι το σχολείο κτίστηκε συγχρόνως με την πόλη και την Εκκλησία. Κτίστηκε από ψαράδες, ναυτικούς και εμπόρους, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα, δίπλα στη Μητρόπολη, που τότε ήταν ένας μικρός ναϊσκος, αφού ήταν χωριό αλιέων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για άλλους πόρους για την ανέγερση του ιστορικού αυτού σχολείου.
Πάντως, το Χάτι Χουμαγιούν πρέπει να έπαιξε, όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις, και στην ίδρυση του 3ου Δημοτικού Σχολείου Αλεξανδρούπολης έναν αρκετά μεγάλο ρόλο. Ως γνωστό, το 1860 κάτω από την πίεση των Ευρωπαϊκών Κρατών, ο σουλτάνος εξέδωσε το Χάτι Χουμαγιούν (ευεργετικό νόμο), με τον οποίο παραχωρούνταν στους χριστιανούς προνόμια, σχετικά με την ελευθερία λατρείας, με την αυτοδιοίκηση των σχολείων και των φιλανθρωπικών τους ιδρυμάτων κλπ. (Παναγιώτου 2001: 19). Έτσι, δεν αποκλείεται να άδραξαν οι Έλληνες της περιοχής την ευκαιρία να κτίσουν το κτίριο του 3ου Δημοτικού Σχολείου, διότι το Χάτι Χουμαγιούν αποτελούσε μια πραγματική ευκαιρία και έδινε τη δυνατότητα να αποκτήσουν επιτέλους οι χριστιανοί την ελευθερία για τη θρησκεία και την εκπαίδευση τους.
Ένα άλλο γεγονός, σε συνάρτηση με τον ευεργετικό νόμο τον οποίο ανέφερα (Χάτι Χουμαγιούν), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ύπαρξη και μετέπειτα στη μεγάλη συμβολή του 3ου Δημοτικού Σχολείου, ήταν και το εξής: Τον Οκτώβρη του 1885 η Ιερά Σύνοδος δέχθηκε να προσαρτηθεί το Δεδέαγατς στη Μητρόπολη της Αίνου και αποφασίστηκε να οριστεί το σχολείο αυτό ως έδρα και προφανώς και κατοικία του μητροπολίτη, μια που το Δεδέαγατς είχε οριστεί ως έδρα της Πολιτικής Διοίκησης Αίνου.
Γ) Το κτίριο του 3ου Δημοτικού Σχολείου, όταν πρωτοκτίσθηκε, περιελάμβανε τρεις αίθουσες διδασκαλίας μια που οι μαθητές, όπως ήταν φυσικό λόγω των γεγονότων της εποχής εκείνης, ήταν ελάχιστοι. Το ίδιο συνέβαινε και με το διδακτικό του προσωπικό. Το διδακτικό προσωπικό αυξανόταν, όσο πιο πολύ μεγάλωνε και ο αριθμός φοίτησης των μαθητών.
Με τα γνωρίσματα, που αναφέρθηκε παραπάνω, λειτούργησε το αναφερόμενο σχολείο μέχρι το 1901, όταν στη θέση του ναϊσκου κτίσθηκε ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, η Mητρόπολη, και παράλληλα μ’ αυτόν επεκτάθηκε και το σχολείο, στο οποίο προστέθηκαν άλλες τρεις αίθουσες και το οποίο λειτούργησε ως εξαθέσια Αστική Σχολή Αρρένων Δεδέαγατς. Η λειτουργία του, ως Αστική Σχολή Αρένων δεν κράτησε και πολύ, παρά μόνο οκτώ χρόνια, μέχρι το έτος 1909, όταν με τη βοήθεια και δωρεά του αείμνηστου ευεργέτη Αντώνιου Λεονταρίδη κτίσθηκε μεγαλοπρεπές, για την εποχή του, και όχι μόνο, μέγαρο, η Λεονταρίδειος Ελληνική Σχολή (το σημερινό Γυμνάσιο), στο οποίο μεταφέρθηκαν οι Άρενες (στην ίδρυση της Λεονταριδείου Σχολής πρωτοστάτησε η Εκκλησία, με τον τότε «οξύνου», πνευματώδη και πολύ «καταφερτζή» μητροπολίτη Ιωακείμ), οπότε το 3ο Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε ως εξαθέσιο Θηλαίων. Στην νεοανεγερθείσα Λεονταρίδειο Σχολή εγκαταστάθηκαν αμέσως τα παιδιά του υπάρχοντος ήδη πρώτου μικρού σχολείου, που σε λίγους μήνες κατεδαφίστηκε και στη θέση του, κτίστηκε ένα καινούριο σχολείο που σήμερα είναι το Γ΄ Δημοτικό Σχολείο της πόλης.
Δ) Το 3ο Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης, από το 1914 μέχρι το 1920, περίοδο κατοχής της πόλης από τους Βουλγάρους, παύει πια να λειτουργεί και να προσφέρει το δημιουργικό εκπαιδευτικό του έργο, γιατί, για ευνόητους τότε λόγους, χρησιμοποιήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές σαν στρατώνας, αποθήκη και κτίριο των γραφείων τους. Τα πράγματα όμως αλλάζουν και βαίνουν και πάλι προς το καλύτερο από το 1920, μετά την απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης, στις 14 Μαΐου. Τώρα ανοίγει πλέον και πάλι τις πύλες του το σχολείο για τα ελληνόπουλα που επανήλθαν με τις οικογένειές τους από την προσφυγιά και προσφέρει έργο αδιάκοπα μέχρι το 1941.
Ε) Από το έτος 1920 μέχρι το έτος 1927 το 3ο Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε ως εξατάξιο Δημοτικό Θηλαίων, για ένα σχολικό έτος λειτούργησε ως μικτό τετρατάξιο Δημοτικό (1926-1927), και από το 1928-1929 ως 3ο εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης.
ΣΤ) Στην περίοδο της κατοχής (1941-1944) αναγκάστηκε και πάλι να κλείσει για τέσσερα χρόνια। Την περίοδο εκείνη χρησιμοποιήθηκε σαν στρατώνας και σαν αποθήκη των Γερμανών. Από το 1945 και εντεύθεν άρχισε και πάλι να λειτουργεί ως εξαθέσιο πλέον 3ο Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης, ενώ από το 1966 προάγεται σε οκταθέσιο.
Οι
Αποθήκες του Λιμανιού
Οι αποθήκες αυτές, εννέα (9) τον αριθμό, κατασκευάσθηκαν από την εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.), μεταξύ των ετών 1869 – 1972 πάνω σε γήπεδο στο οποίο ανήκε στο Οθωμανικό κράτος και είχε παραχωρήσει στην ως άνω σιδηροδρομική εταιρία μόνο εμπράγματα δικαιώματα επιφανείας το έτος 1869. Στο ρυμοτομικό σχέδιο που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1978, είναι αποτυπωμένες οι εννιά (9) αποθήκες, μπροστά στην προκυμαία χωρισμένες δε δύο ομάδες. Μία ομάδα των πέντε (5) αποθηκών, εφαπτόμενες μεταξύ τους, προς την δυτική πλευρά του λιμένος (η ευρισκόμενη στο δυτικό άκρο της ομάδας αυτής αποτυπώνεται στενότερη από όλες τις άλλες) και μία των τεσσάρων (4) αποθηκών, εφαπτόμενες και αυτές μεταξύ τους, στο ανατολικό άκρο του λιμένος. Στο κενό που δημιουργείτο μεταξύ των δύο αυτών ομάδων κτιρίων, είχαν κατασκευαστεί σιδερένιες γέφυρες, πού ένωναν το υπερυψωμένο οπίσθιο τμήμα των κτιρίων με αυτό που βρισκόταν μπροστά μεταξύ των αποθηκών και του λιμένος.
Συγκεκριμένα, μεταξύ του κρηπιδώματος του λιμανιού και των αποθηκών υπήρχαν τέσσερες σιδηροδρομικές γραμμές. Επίσης υπήρχε και μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή πίσω από το Τελωνείο, που είχε μια υψομετρική διαφορά από το μεταξύ Τελωνείου και κρηπιδώματος του λιμενίσκου πλατώματος, το οποίο έφθανε στο ύψος του ορόφου του Τελωνείου. Ο χώρος αυτός συνδεόταν με το κρηπίδωμα με δύο ή τρεις σιδερένιες γέφυρες σε ύψος τέτοιο ώστε να μη παρεμποδίζεται η κάτω από αυτές κυκλοφορία των βαγονιών. Οι γέφυρες αυτές από σιδηροκατασκευή με ξύλινο δάπεδο καταλήγανε σε ένα μεγάλο χωνί, που προεξείχε του κρηπιδώματος, στο οποίο οι εργάτες άδειαζαν τα σιτηρά από τα ζεμπίλια τους στο αμπάρι της κάτω από το χωνί πλευρισμένης φορτηγίδας. Οι γέφυρες αυτές εικονίζονται στις προ του 1915 φωτογραφίες. Στις 9 Οκτωβρίου 1915, οι αποθήκες, μαζί με ολόκληρη την παραλιακή ζώνη της προκυμαίας, από τον «Ενωτικό» σιδηροδρομικό σταθμό (Jonction Salonique – Contantinople) μέχρι τον μύλο του Πρωτόπαπα, καταστράφηκαν από σφοδρό βομβαρδισμό του Αγγλικού στόλου (των δυνάμεων της ΑΝΤΑΤ) και παρέμειναν έκτοτε κατεστραμμένες για μερικά χρόνια. Πότε ακριβώς ανακατασκευάσθηκαν δεν είναι ακριβώς γνωστό. Άλλωστε αρχικά υπήρχαν, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, εννέα (9) αποθήκες, ενώ μετά την απελευθέρωση της πόλης και μέχρι σήμερα, όλοι θυμούνται επτά (7) αποθήκες, οι 4 από τις 5 προς το δυτικό τμήμα και τρεις (3), δύο μικρότερες και μία μεγαλύτερη στο ανατολικό τμήμα. Από τις φωτογραφίες επίσης προκύπτει διαφορά στο κτίριο που στεγάζεται το Τελωνείο, το οποίο στις μετά την απελευθέρωση της πόλης φωτογραφίες είναι διώροφο, ενώ στις αρχικές ήταν όμοιο με τα άλλα κτίρια, καθώς και στην κεραμοσκεπή της μιας εκ των κτιρίων του δυτικού συγκροτήματος। Είναι γνωστό όμως ότι με την συνθήκη της Λοζάνης το 1923 η εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.) διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα, το Τουρκικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη και το Ελληνικό με έδρα το Δεδέαγατς (μετέπειτα Αλεξανδρούπολη), τμήμα του οποίου, ως Γαλλοελληνική Εταιρία Σιδηροδρόμων ανέλαβε τις εγκαταστάσεις (μεταξύ των οποίων και οι αποθήκες) και την εκμετάλλευση της γραμμής Αλεξανδρούπολης – Σβίλεγκραντ. Σε άρθρο του δικηγόρου Πέτρου Αλεπάκου, αναφέρεται ότι οι αποθήκες αυτές ανοικοδομήθηκαν το έτος 1930 με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο εν τέλει και περιήλθαν μετά από σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και Γαλλοελληνικής Εταιρίας Σιδηροδρόμων (Γ.Ε.Σ.) και έκτοτε καταγράφηκαν ως Δημόσια Κτήματα. Εκεί στεγαζόταν αρχικά οι υπηρεσίες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης, της Γεωργικής Υπηρεσίας Έβρου και το Παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους. Σήμερα σε ένα από τα κτίρια αυτά στεγάζονται μόνο οι υπηρεσίες του τελωνείου Αλεξανδρούπολης, ένα έχει καταρρεύσει και τα υπόλοιπα είναι ετοιμόρροπα. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η ομοιότητα των «Αποθηκών Τελωνείου Αλεξανδρούπολης», στην αρχική τους μορφή, με παρόμοιο συγκρότημα αποθηκών στο λιμάνι της Σμύρνης. Πιθανολογείται ότι κατασκευάσθηκαν την ίδια εποχή, από την ίδια εταιρία στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να αξιοποιήσει τις απολήξεις του σιδηροδρόμου στα λιμάνια της και να διευκολύνει το διαμετακομιστικό εμπόριο από αυτά. Ουσιαστικά η κατασκευή των αποθηκών αυτών ήταν ο πρόδρομος των σημερινών εμπορευματικών σταθμών.
Οι αποθήκες αυτές, εννέα (9) τον αριθμό, κατασκευάσθηκαν από την εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.), μεταξύ των ετών 1869 – 1972 πάνω σε γήπεδο στο οποίο ανήκε στο Οθωμανικό κράτος και είχε παραχωρήσει στην ως άνω σιδηροδρομική εταιρία μόνο εμπράγματα δικαιώματα επιφανείας το έτος 1869. Στο ρυμοτομικό σχέδιο που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1978, είναι αποτυπωμένες οι εννιά (9) αποθήκες, μπροστά στην προκυμαία χωρισμένες δε δύο ομάδες. Μία ομάδα των πέντε (5) αποθηκών, εφαπτόμενες μεταξύ τους, προς την δυτική πλευρά του λιμένος (η ευρισκόμενη στο δυτικό άκρο της ομάδας αυτής αποτυπώνεται στενότερη από όλες τις άλλες) και μία των τεσσάρων (4) αποθηκών, εφαπτόμενες και αυτές μεταξύ τους, στο ανατολικό άκρο του λιμένος. Στο κενό που δημιουργείτο μεταξύ των δύο αυτών ομάδων κτιρίων, είχαν κατασκευαστεί σιδερένιες γέφυρες, πού ένωναν το υπερυψωμένο οπίσθιο τμήμα των κτιρίων με αυτό που βρισκόταν μπροστά μεταξύ των αποθηκών και του λιμένος.
Συγκεκριμένα, μεταξύ του κρηπιδώματος του λιμανιού και των αποθηκών υπήρχαν τέσσερες σιδηροδρομικές γραμμές. Επίσης υπήρχε και μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή πίσω από το Τελωνείο, που είχε μια υψομετρική διαφορά από το μεταξύ Τελωνείου και κρηπιδώματος του λιμενίσκου πλατώματος, το οποίο έφθανε στο ύψος του ορόφου του Τελωνείου. Ο χώρος αυτός συνδεόταν με το κρηπίδωμα με δύο ή τρεις σιδερένιες γέφυρες σε ύψος τέτοιο ώστε να μη παρεμποδίζεται η κάτω από αυτές κυκλοφορία των βαγονιών. Οι γέφυρες αυτές από σιδηροκατασκευή με ξύλινο δάπεδο καταλήγανε σε ένα μεγάλο χωνί, που προεξείχε του κρηπιδώματος, στο οποίο οι εργάτες άδειαζαν τα σιτηρά από τα ζεμπίλια τους στο αμπάρι της κάτω από το χωνί πλευρισμένης φορτηγίδας. Οι γέφυρες αυτές εικονίζονται στις προ του 1915 φωτογραφίες. Στις 9 Οκτωβρίου 1915, οι αποθήκες, μαζί με ολόκληρη την παραλιακή ζώνη της προκυμαίας, από τον «Ενωτικό» σιδηροδρομικό σταθμό (Jonction Salonique – Contantinople) μέχρι τον μύλο του Πρωτόπαπα, καταστράφηκαν από σφοδρό βομβαρδισμό του Αγγλικού στόλου (των δυνάμεων της ΑΝΤΑΤ) και παρέμειναν έκτοτε κατεστραμμένες για μερικά χρόνια. Πότε ακριβώς ανακατασκευάσθηκαν δεν είναι ακριβώς γνωστό. Άλλωστε αρχικά υπήρχαν, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, εννέα (9) αποθήκες, ενώ μετά την απελευθέρωση της πόλης και μέχρι σήμερα, όλοι θυμούνται επτά (7) αποθήκες, οι 4 από τις 5 προς το δυτικό τμήμα και τρεις (3), δύο μικρότερες και μία μεγαλύτερη στο ανατολικό τμήμα. Από τις φωτογραφίες επίσης προκύπτει διαφορά στο κτίριο που στεγάζεται το Τελωνείο, το οποίο στις μετά την απελευθέρωση της πόλης φωτογραφίες είναι διώροφο, ενώ στις αρχικές ήταν όμοιο με τα άλλα κτίρια, καθώς και στην κεραμοσκεπή της μιας εκ των κτιρίων του δυτικού συγκροτήματος। Είναι γνωστό όμως ότι με την συνθήκη της Λοζάνης το 1923 η εταιρία Ανατολικών Σιδηροδρόμων (C.O.) διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα, το Τουρκικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη και το Ελληνικό με έδρα το Δεδέαγατς (μετέπειτα Αλεξανδρούπολη), τμήμα του οποίου, ως Γαλλοελληνική Εταιρία Σιδηροδρόμων ανέλαβε τις εγκαταστάσεις (μεταξύ των οποίων και οι αποθήκες) και την εκμετάλλευση της γραμμής Αλεξανδρούπολης – Σβίλεγκραντ. Σε άρθρο του δικηγόρου Πέτρου Αλεπάκου, αναφέρεται ότι οι αποθήκες αυτές ανοικοδομήθηκαν το έτος 1930 με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο εν τέλει και περιήλθαν μετά από σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και Γαλλοελληνικής Εταιρίας Σιδηροδρόμων (Γ.Ε.Σ.) και έκτοτε καταγράφηκαν ως Δημόσια Κτήματα. Εκεί στεγαζόταν αρχικά οι υπηρεσίες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης, της Γεωργικής Υπηρεσίας Έβρου και το Παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους. Σήμερα σε ένα από τα κτίρια αυτά στεγάζονται μόνο οι υπηρεσίες του τελωνείου Αλεξανδρούπολης, ένα έχει καταρρεύσει και τα υπόλοιπα είναι ετοιμόρροπα. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η ομοιότητα των «Αποθηκών Τελωνείου Αλεξανδρούπολης», στην αρχική τους μορφή, με παρόμοιο συγκρότημα αποθηκών στο λιμάνι της Σμύρνης. Πιθανολογείται ότι κατασκευάσθηκαν την ίδια εποχή, από την ίδια εταιρία στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να αξιοποιήσει τις απολήξεις του σιδηροδρόμου στα λιμάνια της και να διευκολύνει το διαμετακομιστικό εμπόριο από αυτά. Ουσιαστικά η κατασκευή των αποθηκών αυτών ήταν ο πρόδρομος των σημερινών εμπορευματικών σταθμών.
Κτίριο
της πρώην Γραμματεία του Δ.Π.Θ.
Πρόκειται για το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Ιωακείμ Καβύρη (πρώην Τρούμαν) στη γωνία με την οδό Βενιζέλου, που έχει παραχωρηθεί στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματεία της ιατρικής Σχολής, όταν ιδρύθηκε η Σχολή αυτή στην Αλεξανδρούπολη.
Πρόκειται για το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Ιωακείμ Καβύρη (πρώην Τρούμαν) στη γωνία με την οδό Βενιζέλου, που έχει παραχωρηθεί στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, για να χρησιμοποιηθεί ως Γραμματεία της ιατρικής Σχολής, όταν ιδρύθηκε η Σχολή αυτή στην Αλεξανδρούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου