Μια ακόμα ανάμνηση απ' τη ΄Μάνα μου
Η Μάνα μου (στ) - Το γιάντες
Το γιάντες είναι ένα παιδικό παιχνίδι μνήμης ανάμεσα σε δυο αντιπάλους. Στα παιδιά της γειτονιάς παιζότανε με προσυμφωνημένο έπαθλο που ήταν κάτι απλό και δεν απαιτούσε χρηματική δαπάνη. Η έναρξη του παιχνιδιού σφραγιζόταν από την ένωση των μικρών δακτύλων του ενός χεριού και οι κανόνες ήταν πολύ απλοί. Όταν ο ένας έδινε στον άλλο ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, έπρεπε αυτός πριν το πιάσει να υπενθυμίσει στον άλλο ότι θυμάται τη συμφωνία λέγοντας τη λέξη:
« Νου μου!»
Αν αυτός το ξεχνούσε τότε ο αντίπαλος έλεγε:
« Γιάντες!»
Και αναδεικνυόταν νικητής του παιχνιδιού. Δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός για τη διάρκεια του παιχνιδιού. Μπορούσε να κρατήσει μέρες ή μήνες ανάλογα με το πείσμα και την ικανότητα των παικτών εκτός αν ο ένας από τους παίκτες αποσυρόταν με φωναχτή δήλωση. Αλλά τότε αυτό του χρεωνόταν ως σημάδι δειλίας.
Στην οικογένειά μου το παιχνίδι αυτό παιζόταν με πάθος, κυρίως απ’ τη Μάνα μου με αντίπαλο εν’ από τ’ αγόρια της. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά δεν θυμάμαι μια φορά η πεισματάρα Σμυρνιά ν’ έχασε παρτίδα. Το έπαθλο της νίκης ήταν σχεδόν πάντα μια πάστα από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Χαιρόταν εγωιστικά με τη νίκη της και έτρωγε την πάστα σιγά- σιγά μπροστά σ’ όλους με ένα πονηρό, αλλά και λίγο θριαμβευτικό χαμόγελο.
Η έναρξη του παιχνιδιού στο σπίτι γινόταν όποτε το φαγητό είχε κοτόπουλο. Μέσα στ’ άλλα κοκαλάκια του κοτόπουλου ήταν κι ένα διχαλωτό, εν είδει κλείδας, που ο κάθε αντίπαλος κρατούσε το ένα σκέλος και μ’ ένα μικρό τράβηγμα έσπαγε κι έμενε στα χέρια του καθενός το ένα κομμάτι. Ήταν το σφράγισμα της συμφωνίας κι η έναρξη του παιχνιδιού.
Η Μάνα ήταν ελέφαντας στη μνήμη. Ίσως και λόγω της δωρεάν ευκαιρίας να γλυκαθεί το στοματάκι της από τις σπάνιες περιπτώσεις που υπήρχε κάτι τέτοιο μέσα στο σπίτι. Σκαρφιζόταν διάφορα, εκμεταλλευομένη ακόμα και την αδυναμία που της είχαμε και τελικώς τύλιγε στα δίχτυα της τον «αντίπαλο».
Εμένα, η Μάνα, απέφευγε να μ’ έχει συμπαίκτη. Ίσως γιατί ήμουν ο μικρότερος και δεν είχα προσωπικό εισόδημα από μόνιμη εργασία, ίσως γιατί πίσω της μετέφερε μια, για την ίδια σημαντική, τύψη από τις πρώτες μέρες της ζωής μου. Δεν κατέβασε το μητρικό γάλα που χρειάζεται ένα μωρό και στις συνθήκες της εποχής κινδύνευσε πραγματικά η ζωή μου, αλλά πάλι η δική της αποφασιστικότητα έδωσε τη λύση. Ήταν και κάτι άλλο. Σ’ έναν από τους συναγερμούς της εποχής, τη στιγμή που σφύριζαν οι σειρήνες χώθηκε αυτόματα μαζί με τους άλλους γείτονες στο απέναντι καταφύγιο που είχε το σπίτι του νονού μου κι όταν συνειδητοποίησε το γεγονός ότι το μωρό της έμεινε μόνο στο σπίτι, παρά τα κλάματα της, παρά τις εκκλήσεις, οι άλλοι δεν της άνοιγαν την καταπακτή πριν από τη λήξη του συναγερμού. Ρούφηξε όλη την αγωνία μην συμβεί το κακό. Ένιωσε τόσο ντροπιασμένη μπροστά στους άλλους πως αμέλησε το σπλάχνο της, αλλά κι ένοχη με τον ίδιο της τον εαυτό. Το επεισόδιο αυτό καταγράφηκε στη συνείδησή της σαν βαρύτατο αμάρτημα. Το ξέρω πολύ καλά γιατί με κάθε ευκαιρία το ανάφερε και τόνιζε την ενοχή της. Ίσως ακόμα να μου είχε μια αδυναμία που δεν επέτρεψε ποτέ να εμφανιστεί μπροστά στους άλλους, εκτός από τα ύστερα χρόνια, όταν ο κανακάρης της είχε τα τραβήγματα που του επεφύλαξε η άτιμη μοίρα. Τότε, στις αιτιάσεις των άλλων, ότι δείχνει την προτίμησή της σε μένα, σήκωνε το ένα χέρι και με τεντωμένα τα πέντε δάχτυλα έλεγε:
- Όλα είναι παιδιά μου! Απλώς το τελευταίο μικρούλι είναι λίγο ταλαιπωρημένο.
Αργότερα όμως αραίωσε το σπίτι αφού τα αγόρια έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες ήρθε κι η δική μου η σειρά. Ήμουν άλλωστε πια φοιτητής. Η Μάνα με το πείσμα και την επιμονή του παίκτη μ’ έβαλε στο παιχνίδι. Αλλά κι εγώ δεν ήμουν λιγότερο πεισματάρης κι εγωιστής. Είπα από μέσα μου: «Όχι, δεν θα χάσω!». Πάντα πριν την ανταλλαγή πραγμάτων, κυρίως στο τραπέζι τη στιγμή του φαγητού, όλες οι απόπειρες να χάσω ή να κερδίσω πήγαν στράφι. Πείσμα ο ένας, πείσμα κι ο άλλος!
Όμως μου την είχε στημένη. Μια μέρα που είδε από μακριά να έρχομαι στο σπίτι, έστησε το σκηνικό. Μόλις πάτησα το πόδι στο σπίτι την βρήκα αναμαλλιασμένη να κρατάει την κατσαρόλα, δίπλα στην αναμμένη γκαζιέρα και με πανικόβλητη φωνή κι αντίστοιχο ύφος να λέει
«Καίγομαι, καίγομαι! Πιάσε την πετσέτα!»
Η αντίδρασή μου ήταν ενστικτώδης κι άμεση. Πήρα τη χοντρή πετσέτα και κρατώντας την έβαλα κάτω από την κατσαρόλα για να την βοηθήσω. Σε χρόνο μηδέν την άφησε στα χέρια μου λέγοντας συγχρόνως:
« Γιάντες νεαρέ!»
Η κατσαρόλα ήταν άδεια και κρύα. Αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Η Μάνα συνέχισε να διατηρεί το αήττητο σ’ αυτό το παιχνίδι.
Η Μάνα μου (στ) - Το γιάντες
Το γιάντες είναι ένα παιδικό παιχνίδι μνήμης ανάμεσα σε δυο αντιπάλους. Στα παιδιά της γειτονιάς παιζότανε με προσυμφωνημένο έπαθλο που ήταν κάτι απλό και δεν απαιτούσε χρηματική δαπάνη. Η έναρξη του παιχνιδιού σφραγιζόταν από την ένωση των μικρών δακτύλων του ενός χεριού και οι κανόνες ήταν πολύ απλοί. Όταν ο ένας έδινε στον άλλο ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, έπρεπε αυτός πριν το πιάσει να υπενθυμίσει στον άλλο ότι θυμάται τη συμφωνία λέγοντας τη λέξη:
« Νου μου!»
Αν αυτός το ξεχνούσε τότε ο αντίπαλος έλεγε:
« Γιάντες!»
Και αναδεικνυόταν νικητής του παιχνιδιού. Δεν υπήρχε χρονικός περιορισμός για τη διάρκεια του παιχνιδιού. Μπορούσε να κρατήσει μέρες ή μήνες ανάλογα με το πείσμα και την ικανότητα των παικτών εκτός αν ο ένας από τους παίκτες αποσυρόταν με φωναχτή δήλωση. Αλλά τότε αυτό του χρεωνόταν ως σημάδι δειλίας.
Στην οικογένειά μου το παιχνίδι αυτό παιζόταν με πάθος, κυρίως απ’ τη Μάνα μου με αντίπαλο εν’ από τ’ αγόρια της. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά δεν θυμάμαι μια φορά η πεισματάρα Σμυρνιά ν’ έχασε παρτίδα. Το έπαθλο της νίκης ήταν σχεδόν πάντα μια πάστα από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Χαιρόταν εγωιστικά με τη νίκη της και έτρωγε την πάστα σιγά- σιγά μπροστά σ’ όλους με ένα πονηρό, αλλά και λίγο θριαμβευτικό χαμόγελο.
Η έναρξη του παιχνιδιού στο σπίτι γινόταν όποτε το φαγητό είχε κοτόπουλο. Μέσα στ’ άλλα κοκαλάκια του κοτόπουλου ήταν κι ένα διχαλωτό, εν είδει κλείδας, που ο κάθε αντίπαλος κρατούσε το ένα σκέλος και μ’ ένα μικρό τράβηγμα έσπαγε κι έμενε στα χέρια του καθενός το ένα κομμάτι. Ήταν το σφράγισμα της συμφωνίας κι η έναρξη του παιχνιδιού.
Η Μάνα ήταν ελέφαντας στη μνήμη. Ίσως και λόγω της δωρεάν ευκαιρίας να γλυκαθεί το στοματάκι της από τις σπάνιες περιπτώσεις που υπήρχε κάτι τέτοιο μέσα στο σπίτι. Σκαρφιζόταν διάφορα, εκμεταλλευομένη ακόμα και την αδυναμία που της είχαμε και τελικώς τύλιγε στα δίχτυα της τον «αντίπαλο».
Εμένα, η Μάνα, απέφευγε να μ’ έχει συμπαίκτη. Ίσως γιατί ήμουν ο μικρότερος και δεν είχα προσωπικό εισόδημα από μόνιμη εργασία, ίσως γιατί πίσω της μετέφερε μια, για την ίδια σημαντική, τύψη από τις πρώτες μέρες της ζωής μου. Δεν κατέβασε το μητρικό γάλα που χρειάζεται ένα μωρό και στις συνθήκες της εποχής κινδύνευσε πραγματικά η ζωή μου, αλλά πάλι η δική της αποφασιστικότητα έδωσε τη λύση. Ήταν και κάτι άλλο. Σ’ έναν από τους συναγερμούς της εποχής, τη στιγμή που σφύριζαν οι σειρήνες χώθηκε αυτόματα μαζί με τους άλλους γείτονες στο απέναντι καταφύγιο που είχε το σπίτι του νονού μου κι όταν συνειδητοποίησε το γεγονός ότι το μωρό της έμεινε μόνο στο σπίτι, παρά τα κλάματα της, παρά τις εκκλήσεις, οι άλλοι δεν της άνοιγαν την καταπακτή πριν από τη λήξη του συναγερμού. Ρούφηξε όλη την αγωνία μην συμβεί το κακό. Ένιωσε τόσο ντροπιασμένη μπροστά στους άλλους πως αμέλησε το σπλάχνο της, αλλά κι ένοχη με τον ίδιο της τον εαυτό. Το επεισόδιο αυτό καταγράφηκε στη συνείδησή της σαν βαρύτατο αμάρτημα. Το ξέρω πολύ καλά γιατί με κάθε ευκαιρία το ανάφερε και τόνιζε την ενοχή της. Ίσως ακόμα να μου είχε μια αδυναμία που δεν επέτρεψε ποτέ να εμφανιστεί μπροστά στους άλλους, εκτός από τα ύστερα χρόνια, όταν ο κανακάρης της είχε τα τραβήγματα που του επεφύλαξε η άτιμη μοίρα. Τότε, στις αιτιάσεις των άλλων, ότι δείχνει την προτίμησή της σε μένα, σήκωνε το ένα χέρι και με τεντωμένα τα πέντε δάχτυλα έλεγε:
- Όλα είναι παιδιά μου! Απλώς το τελευταίο μικρούλι είναι λίγο ταλαιπωρημένο.
Αργότερα όμως αραίωσε το σπίτι αφού τα αγόρια έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες ήρθε κι η δική μου η σειρά. Ήμουν άλλωστε πια φοιτητής. Η Μάνα με το πείσμα και την επιμονή του παίκτη μ’ έβαλε στο παιχνίδι. Αλλά κι εγώ δεν ήμουν λιγότερο πεισματάρης κι εγωιστής. Είπα από μέσα μου: «Όχι, δεν θα χάσω!». Πάντα πριν την ανταλλαγή πραγμάτων, κυρίως στο τραπέζι τη στιγμή του φαγητού, όλες οι απόπειρες να χάσω ή να κερδίσω πήγαν στράφι. Πείσμα ο ένας, πείσμα κι ο άλλος!
Όμως μου την είχε στημένη. Μια μέρα που είδε από μακριά να έρχομαι στο σπίτι, έστησε το σκηνικό. Μόλις πάτησα το πόδι στο σπίτι την βρήκα αναμαλλιασμένη να κρατάει την κατσαρόλα, δίπλα στην αναμμένη γκαζιέρα και με πανικόβλητη φωνή κι αντίστοιχο ύφος να λέει
«Καίγομαι, καίγομαι! Πιάσε την πετσέτα!»
Η αντίδρασή μου ήταν ενστικτώδης κι άμεση. Πήρα τη χοντρή πετσέτα και κρατώντας την έβαλα κάτω από την κατσαρόλα για να την βοηθήσω. Σε χρόνο μηδέν την άφησε στα χέρια μου λέγοντας συγχρόνως:
« Γιάντες νεαρέ!»
Η κατσαρόλα ήταν άδεια και κρύα. Αποδέχτηκα τη μοίρα μου. Η Μάνα συνέχισε να διατηρεί το αήττητο σ’ αυτό το παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου