Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ιδιαίτερη αλληλοδιδακτική «Γυναικεία Σχολή» Ναυπλίου της Ελένης Δανέζη
Η εκπαίδευση στην Αργολίδα επί Καποδίστρια (1828-1832)
Ιδιαίτερη αλληλοδιδακτική «Γυναικεία Σχολή» Ναυπλίου της Ελένης Δανέζη
Τρεις μήνες περίπου μετά την άφιξη του Καποδίστρια στο Ναύπλιο παρουσιάζονται ευοίωνες προοπτικές για την πορεία της γυναικείας εκπαίδευσης στην Αργολίδα, με την ίδρυση σχολής θηλέων στην έδρα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η δασκάλα Ελένη Δανέζη προχωρεί με συντονισμένες ενέργειες στη σύσταση αλληλοδιδακτικού σχολείου στο Ναύπλιο. Με αναφορά στις 17 Απριλίου 1828 γνωστοποιεί στη Γενική Γραμματεία της Επικράτειας τις προθέσεις της και παράλληλα υποβάλλει «Όργανισμόν της γυναικείας αλληλοδιδακτικής σχολής, καθώς και τον κατάλογον των συνδρο¬μητών αυτής…». Με πρωτοβουλία επομένως της «διδασκάλου» Ελένης Δανέζη και την οικονομική ενίσχυση οκτώ αρχικά κατοίκων της πόλης, οι οποίοι συγκέντρωσαν ποσό 800 γροσιών, ιδρύθηκε η πρώτη «γυναικεία σχολή» Ναυπλίου. Η ίδια εκφράζει την αισιοδοξία ότι οι συνδρομητές «εντός ολίγου θέλει πολλαπλασιασθή». Πράγματι, το έτος 1832 ο κατάλογος των συνδρομητών παρουσιάζεται αρκετά διευρυμένος με είκοσι έξι «ευπειθείς πολίτας» του Ναυπλίου, οι οποίοι αποβλέπουν «εις την συγκρότησιν Σχολείου κατά τε την ευμάθειαν και καλλωπισμόν της Κορασιακής Νεολαίας».
Παρά τον ιδιωτικό χαρακτήρα της σχολής, η κυβέρνηση έρχεται αρωγός σ’ αυτή την εκπαιδευτική προσπάθεια στο μέτρο των δυνατοτήτων της. Η λειτουργία της σχολής άρχισε αμέσως μετά τη σύσταση της, τον Απρίλιο του 1828, και με μικρά διαστήματα παύσεων υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζομε. Η λειτουργία της συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας.
Καινοτομία για τα εκπαιδευτικά δεδομένα της εποχής αποτελεί ο «Οργανισμός της Γυναικείας Σχολής» Ναυπλίου. Τέθηκε σε ισχύ από την έναρξη λειτουργίας της και αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο σοβαρής υποδομής και υπεύθυνης αντιμετώπισης της εκπαίδευσης των κοριτσιών απ’ όλους τους ιδρυτικούς της παράγοντες. Είναι συνοπτικός και καθορίζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία της. Στον οργανισμό αυτό γίνεται λόγος για το σκοπό, τη μέθοδο, τα μαθήματα, τους μαθητές (ηλικία, φύλο, οικονομικές υποχρεώσεις), τους διδασκάλους, τους εφόρους και τα εισοδήματα που απαιτούνταν για τη συντήρηση της.
Ο οργανισμός φέρει ημερομηνία 17 Απριλίου 1828, αποτελείται από έντεκα άρθρα και υπογράφεται από τη δασκάλα Ελένη Δανέζη. Στο Α’ άρθρο αναφέρεται: «Σκοπούμενον του καταστήματος τούτου είναι ή εκπαίδευσης των Κορασιών». Η σαφήνεια με την οποία τίθεται ο σκοπός της σχολής δεν αφήνει περιθώρια για τυχόν παρεκκλί¬σεις. Αξίζει να μνημονευθεί ότι με το άρθρο Δ’ λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για τις οικονομικά ασθενείς τάξεις, οι οποίες απαλλάσσονται από την καταβολή διδάκτρων.
Δε γνωρίζομε κατά πόσο εφαρμόστηκε αυτή η επαγγελία. Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η οικονομική αδυναμία των ελληνικών οικογενειών δε δημιουργεί φραγμούς στην εκπαίδευση των κοριτσιών τους. Η αλληλοδιδακτική σχολή της Ελένης Δανέζη είναι η πρώτη γυναικεία σχολή της περιόδου αυτής, της οποίας η λειτουργία διέπεται από επίσημο «Οργανισμόν».
Στέγαση ιδιαίτερης αλληλοδιδακτικής «Γυναικείας σχολής» Ναυπλίου

Η σχολή δεν αντιμετώπισε άμεσα προβλήματα στέγασης κατά το αρχικό στάδιο της λειτουργίας της. Τον Ιούλιο του 1830, κατά τη μαρτυρία του Διοικητή Ναυπλίας, Νικολάου Γερακάρη, «το σχολείον των παρθένων (Ναυπλίου) περιθάλπεται παρά της Σ. Κυβερνήσεως με μόνον το δημόσιον κατάστημα». Η κυβέρνηση παραχώρησε εθνική οικία για τη στέγαση της. Η απουσία εξάλλου από τον οργανισμό της σχολής σχετικού άρθρου, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι το θέμα αυτό είχε διευθετηθεί έγκαιρα. Το οίκημα όμως δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, διότι «είναι στενόχωρον και εις θέσιν μη αρμοδίαν διά παρθένους». Η ακαταλληλότητα του και η παντελής έλλειψη σχολικών «επίπλων» επιδεινώνουν την κατάσταση. Δε διέθετε ούτε «θρανία ουδέ γραφεία». Συμπεραίνουμε ότι η γραφή γινόταν «επί των γονάτων».
Το Μάιο του 1832, είκοσι έξι πολίτες του Ναυπλίου, προφανώς γονείς των μαθητριών, αναφέρουν στον Κυβερνήτη ότι το σχολείο «διαμένει ήδη έν άεργεία» εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλου οικήματος. Η δυσλειτουργία της κυβέρνησης ώθησε τους γονείς να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να επιλέξουν νέο κατάστημα, «το παρά τη πηγή γειτνιάζον εθνικό οίκημα τής πάλαι Αστυνομίας, εν τω όποίω έγεγόνασι αί εδραίαι έργασίαι». Η συγκεκριμένη προσπάθεια δεν απέδωσε, διότι το επισκευασθέν αυτό οίκημα, ως εθνικό, δημοπρατήθηκε και κατακυρώθηκε στον Ρόδιο. Την ίδια τύχη είχε και η υπ’ αριθ. 638 εθνική οικία, στην οποία λειτουργούσε το «σχολείο κορασίδων» μέχρι τον Απρίλιο του 1832, «οτε κατασχεθέντος και τούτου του οικήματος παρά του Στρατηγού Γαρδικιώτου, έμειναν χωρίς οίκημα και αι εργασίαι διεκόπησαν». Κάτω από τα δεδομένα αυτά οι γονείς ζητούν επίμονα από την κυβέρνηση το οίκημα «από το όποιον προ ολίγου από τον Ρόδιον εξώσθηοαν», επειδή το θεωρούσαν ως το πλέον κατάλληλο για σχολείο «διδασκομένων Νεανίδων».
Τη διερεύνηση της υπόθεσης ανέθεσε η κυβέρνηση στο διοικητή Ναυπλίας, ο οποίος αποφάνθηκε ότι παράνομα ο Ρόδιος ιδιοποιείται την εθνική οικία, διότι δε διαθέτει «πωλητήριον», και κατά συνέπεια «ή έκποίησις αύτη μένει ατελεύτητος». Με το πόρισμα του συμφωνεί η Γραμματεία Παιδείας. Εισηγείται μάλιστα στη Διοικητική Επιτροπή την παραχώρηση της εθνικής οικίας για τη στέγαση της «γυναικείας σχολής» Ναυπλίου, με το σκεπτικό «ότι ό σκοπός διά τον όποιον ζητούν οι πολίται το οίκημα τούτο, αποβλέπει την εκπαίδευσιν των νεανίδων, πράγμα τόσον ουσιώδες και σύμφωνον με όσα ή Σ. Διοίκησις διέταξεν ήδη προς την πρόοδον της παιδείας».
Τελικά μετά από πολλές διαβουλεύσεις η Διοικητική Επιτροπή αποφάσισε: «το εθνικόν οίκημα το παρά την πηγήν και την εκκλησίαν του αγίου Σπυρίδωνος, προσδιορισθέν, κατ αρχάς διά σχολείον των Κορασιών προσδιορίζεται και ήδη, διά να χρησιμοποιηθή προς τον σκοπόν τούτον». Ο σχολικός χώρος βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με τα οριζόμενα από τον Οδηγό της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Η γειτνίαση του τόσο με την πηγή και ιδιαίτερα με το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος αποτέλεσε ίσως βασικό κριτήριο επιλογής του συγκεκριμένου κτιρίου από τους γονείς των μαθητριών. Η διάθεση του δεν πρέπει να διήρκεσε πολύ. Έτσι οι γονείς των μαθητριών επανέρχονται με αναφορά τους, τον Απρίλιο του 1833, προς την Αντιβασιλεία, χωρίς να βρουν ανταπόκριση. Η λειτουργία της συνεχίστηκε σε ιδιωτικό χώρο « εις βάρος των γονέων των στελλόντων εις αυτό τα κοράσια των».
Διδακτικό προσωπικό
Δασκάλες ιδιαίτερης αλληλοδιδακτικής «Γυναικείας Σχολής» Ναυπλίου
Με το Ε’ άρθρο του οργανισμού της σχολής καθορίζεται το διδακτικό προσωπικό της και τα καθήκοντα του: «Η σχολή έχει μίαν διδάσκαλον και μίαν υποδιδάσκαλον. Η υποδιδάσκαλος εις τα γράμματα είναι διδάσκαλος εις τας γυναικείας τέχνας». Είναι αξιοσημείωτο ότι οι διδακτικές υποχρεώσεις της «υποδιδασκάλου» προβλέπο¬νται από τον οργανισμό με σαφήνεια και δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της «διδασκά¬λου».
Στον κατάλογο των διδασκομένων κορασιών «εν τη ιδιαιτέρα σχολή του Ναυπλί¬ου», της 29 Νοεμβρίου 1829, γίνεται λόγος μόνο για τη δασκάλα Ελένη Δανέζη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διοικητή Ναυπλίας, Νικολάου Γερακάρη, η «γυναικεία σχολή» Ναυπλίου «σχολαρχεΐται» τον Ιούλιο του 1830 από την Ελένη Δανέζη και την ανιψιά της Αργυρή, οι οποίες κατάγονταν από τα Χανιά Κρήτης. Συμπληρωματικά στοιχεία παρέχει ο επιθεωρητής των διδακτικών καταστημάτων Πελοποννήσου Ιωάν¬νης Κοκκώνης, το Δεκέμβριο του 1830: «Η κυρία Ελένη Δανέζη μετά της ανεψιάς της Αργυρούλας Χαραλάμπους έχουσι σχολείο εις Ναύπλιον […] και αι δύο αύται κυρίαι εμαθήτευσαν την μέθοδον εις τα Κύθηρα, όπου εδίδαξαν 3 έτη και γράφουσι και εκφράζονται όποσουν καλώς εις την γλώσσάν μας. Η νεάνις Αργυρούλα εσπούδασεν ολίγα ελληνικά».
Η Ελένη Δανέζη και η ανιψιά της Αργυρούλα Χαραλάμπους, διευθύντρια και υποδι-δάσκαλα αντίστοιχα, διέθεταν κάποια ουσιαστικά διδακτικά προσόντα. Αλληλοδιδασκάλες και οι δύο διδάχθηκαν τη μέθοδο στα Ιόνια νησιά και συγκεκριμένα στα Κύθηρα, όπου στη συνέχεια απέκτησαν τριετή διδακτική εμπειρία. Οι επιδράσεις που δέχθηκαν από το εκπαιδευτικό σύστημα που ίσχυε εκεί είναι εμφανείς στη «γυναικεία σχολή» Ναυπλίου. Οι διδακτικές τους ικανότητες συμπληρώνονται με την ευχέρεια στο γραπτό και προφορικό λόγο, απαραίτητα προσόντα για τις αλληλοδιδασκάλες που διευθύνουν σχολεία. Η Αργυρούλα Χαραλάμπους, εκτός από την σπουδή των ελληνικών, διέθετε και τις απαραίτητες για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία των θηλέων γνώσεις ραπτικής, προσαρμοσμένες μάλιστα στην αλληλοδιδακτική μέθοδο. Η Ελένη Δανέζη συνέχισε την εκπαιδευτική της δραστηριότητα και κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας. Το έτος 1834 έλαβε από την εξεταστική επιτροπή των δημοδιδασκάλων πτυχίο δημοδιδασκάλισσας γ΄ τάξης με το χαρακτηρισμό «καλή».
Μισθοδοσία διδασκαλισσών
Τα αλληλοδιδακτικά παρθεναγωγεία που λειτούργησαν στην Αργολίδα, με εξαίρεση τη σχολή θηλέων της Πρόνοιας, ήσαν ιδιαίτερα έτσι η μισθοδοσία του διδακτικού τους προσωπικού στηρίζεται στα δίδακτρα των μαθητών και στις συνεισφορές των πολιτών.
Η ρύθμιση των αποδοχών του διδακτικού προσωπικού της αλληλοδιδακτικής «γυναικείας σχολής» Ναυπλίου ανήκει σύμφωνα με τον οργανισμό της στα χρέη των εφόρων, οι οποίοι υποχρεούνται «να συμφωνούσι και να πληρώνουσι τον προσδιοριζόμενον μισθόν εις τας διδασκάλους». Η μισθοδοσία επομένως της Ελένης Δανέζη και της Αργυρούλας Χαραλάμπους ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας τους με τους σχολικούς εφόρους.
Στα κύρια εισοδήματα της σχολής περιλαμβάνονταν οι συνεισφορές «των φιλόμου-σων» και «ή διά την διδασκαλίαν κατά μήνα πληρωμή των ευκατάστατων κορασιών». Για τα δίδακτρα των μαθητριών ο οργανισμός προβλέπει: «Τα κοράσια των ευκαταστάτων πληρώνουσι εκαστον ανά γρόσια πέντε τον μήνα. Μόνα των πτωχών διδά¬σκονται άμισθί». Αν λάβουμε υπόψη ότι από τα τριάντα τρία κορίτσια που ήσαν έτοιμα να καταταχθούν στη σχολή αμέσως μετά τη σύσταση της, τον Απρίλιο του 1828, τα δώδεκα μόνο ήσαν ευκατάστατα, αντιλαμβανόμαστε ότι η μισθοδοσία των διδασκαλισσών προερχόταν κυρίως από τις συνδρομές «των φιλόμουσων πολιτών».
Μαθητικό δυναμικό

Σχετικά με τον αριθμό των κοριτσιών που επρόκειτο να εγγραφούν στην ιδιαίτερη αλληλοδιδακτική «γυναικεία σχολή» Ναυπλίου κατά την έναρξη λειτουργίας της, αξιόπιστη είναι η μαρτυρία της δασκάλας Ελένης Δανέζη: «Κατά το παρόν είναι έτοιμα να καταταχθώσιν εις την σχολήν έως τριάκοντα τρία […] Δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν ότι εν διαστήματι, δύο ή τριών μηνών, ό αριθμός θέλει είναι… τετραπλάσιος».
Σκοπός της σχολής, σύμφωνα με τον οργανισμό της, είναι «ή εκπαίδευσις των κορασίων», τα οποία γίνονται δεκτά «από εξ μέχρι δεκαπέντε ετών». Επιφορτισμένοι με την εγγραφή των μαθητριών είναι οι έφοροι, και μόνο κατόπιν «έγγραφου άδειας» τους γίνονται δεκτές στη σχολή. Κατά το Δ’ άρθρο του οργανισμού υποχρεούνται να καταβάλλουν δίδακτρα «τα κοράσια των ευκατάστατων», όχι όμως και των «πτωχών» γονέων τα οποία «διδάσκονται άμισθί».
Ο Διοικητής Νικόλαος Γερακάρης σε έκθεση του, τον Ιούλιο του 1830, αναφέρει ότι η Ελένη Δανέζη «μεταξύ των παρθένων διδάσκει και τίνα αρσενικά βρέφη». Το σύνολο «των μαθητευομένων συνίσταται εις είκοσι πέντε μαθήτριας και δέκα πέντε μαθητάδια». Παραπλήσια εικόνα συναντούμε το Δεκέμβριο του 1830. Σύμφωνα με την έκθεση του Ιωάννη Κοκκώνη εκείνη την περίοδο φοιτούν «25 κο¬ράσια καί 20 άγόρια». Παρά τις αισιόδοξες επομένως προβλέψεις της Ελένης Δανέζη για τετραπλασιασμό των μαθητριών της σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν κατόρθωσε τελικά να διπλασιάσει το μαθητικό δυναμικό της σχολής.
Αν και κατά τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της ήταν αμιγής «κορασιών», σταδιακά παρουσιάζει εικόνα μεικτού σχολείου, έτσι ώστε μετά από δύο χρόνια τα ποσοστά των αγοριών έφτασαν να ισοδυναμούν με εκείνα των κοριτσιών. Διαπι¬στώνεται επίσης ότι η ισχύς του οργανισμού της σχολής ατονεί, καθώς η λειτουργία της απομακρύνεται από βασικά άρθρα του που αφορούν στο σκοπό, στην ηλικία και στο φύλο των εκπαιδευομένων. Η εφαρμογή της συνεκπαίδευσης στη «γυναικεία σχολή» Ναυπλίου και η μείωση κατά δύο έτη της ηλικίας των μαθητών, απέβλεπαν στην αύξηση του μαθητικού δυναμικού και κατά συνέπεια στη συγκέντρωση περισσοτέρων εσόδων.
Από τους τόπους καταγωγής των μαθητών αποκτούμε αμυδρή εικόνα της πληθυσμιακής σύνθεσης της πόλε¬ως Ναυπλίου. Από τους 47 μαθητευομένους δύο μόνο, η Ελένη Λυμπερίου 11 ετών και ο Αθανάσιος Γεωργίου 12 κατάγονται από το Ναύπλιο, ενώ «οι υπόλοιποι αντιπροσωπεύουν ένα ευρύτατο φάσμα περιοχών, με έντονη οπωσδήποτε διαφορά πολιτισμικής στάθμης». Συγκεκριμένα οι μαθητευόμενοι προέρχονται από είκοσι τρεις πόλεις και κωμοπόλεις του ελεύθερου και αλύτρωτου ελληνισμού: 17 (ποσοστό 36,17%) κατάγονται από την Πελοπόννησο, εκ των οποίων 6 (12,76%) μόνο από την Αργολίδα και την Κορινθία. Ικανός αριθμός, 15 (31%), προέρχεται από το νησιωτικό και 13 (27,65%) από τον ηπειρωτικό χώρο.
Αδάμ Γ. Αθουσάκης, «Η εκπαίδευση στην Αργολίδα, Κορινθία και Μεγαρίδα κατά την Καποδιστριακή Περίοδο 1828-1832», Εκδόσεις «Καταγράμμα», Κόρινθος, 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου