Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Β) Η Εκπαιδευτική πραγματικότητα της Γορτυνίας στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα ( 1833-1862)
Δρ Ιωάννης ΚΑΠΠΟΣ
Προϊστάμενος 5ου Γραφείου Δνση Π.Ε. Γ΄ Αθηνών
……..3. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Ο χάρτης των ελληνικών σχολείων διαμορφώνεται με βάση αυτόν που υπήρχε ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια. Οι αιτήσεις των δημοτικών συμβουλίων προς το υπουργείο για την ίδρυση ή τη συνέχιση της λειτουργίας των σχολείων επικαλούνται την ιστορία ως ισχυρό επιχείρημα Οι ιστορικές σχολές της Δημητσάνας, της Βυτίνας και της Στεμνίτσας συνεχίζουν τη λειτουργία τους με όλα τα προβλήματα που συνοδεύουν την εκπαίδευση την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
3.1. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΥΤΙΝΗΣ
Το 1836 επιτροπή κατοίκων της Βυτίνας γνωστοποιεί στο υπουργείο ότι το πυρποληθέν από τον Ιμπραήμ κτίριο της σχολής ανοικοδομήθηκε με δαπάνες των κατοίκων και είναι στην υπηρεσία της νεολαίας του δήμου Νυμφασίας. Το 1836 σύμφωνα με την έκθεση του νομάρχη Αρκαδίας Δημήτριου Κυριακίδη είχε πάνω από 100 μαθητές προερχόμενους από την ευρύτερη περιοχή (ΓΑΚ, 1836). Ο ελληνοδιδάσκαλος που έβαλε την σφραγίδα του στη λειτουργία της σχολής είναι ο Γεώργιος Τσαφαλόπουλος, που ήταν ο ίδιος μαθητής της σχολής. Η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της από το 1833 έως το 1836 για λόγους σχετικούς με την καθυστέρηση των μισθών και την έλλειψη εκπαιδευτικού υλικού απαραίτητου για την διεκπεραίωση των μαθημάτων. Η δυσπραγία αυτή ανάγκασε τον Τσαφαλόπουλο σε παραίτηση, «… γιατί δεν έχει άλλον πόρον δια να απαντά (sic) τα απολύτως αναγκαία έξοδα του ειμή τον μισθόν της υπηρεσίας του (ΓΑΚ, 1836). Τις ελλείψεις του σχολείου αναπλήρωνε η διάθεση των δασκάλων για προσφορά, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των δασκάλων Πολυχρόνη Καράκαλου και Θεόδωρου Πολυζωϊδη «νέων συγκεκροτημένων με ικανήν φιλολογικήν παιδείαν κοσμίων και φιλοπόνων».
3.2 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΕΜΝΙΤΣΗΣ
Ο δήμος Στεμνίτσας το 1842 ζήτησε την ανασύσταση της Σχολής «…δια να ίδωμεν τας Μούσας επανερχομένας εις τας πρώτας αξίας και λάμπουσαν πανταχού την παιδείαν (ΓΑΚ, 1842). Οι Στεμνιτσιώτες θεωρούν ότι δίδουν απολογία στην ιστορία (ΓΑΚ, 1842) με το να φροντίζουν τη σχολή και να εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις της λειτουργίας της.
Στις αρχές του 1843 άρχισε η λειτουργία της σχολής με δάσκαλο τον Θεόδωρο Βογάσαρη, «…όστις έχει τας αναλόγους γνώσεις και τους πρέποντας δια τον πολιτισμένον εκείνον δήμον…» Η σύσταση του ελληνικού σχολείου είχε γίνει ήδη από τις πρώτες ημέρες της έλευσης του Όθωνα, το Φεβρουάριο του 1832 για το λόγο ότι στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου υπήρχαν μεγάλης έκτασης εθνικά κτήματα, των οποίων τα έσοδα επαρκούσαν για τη λειτουργία της και τη μισθοδοσία του δασκάλου (ΓΑΚ, 1836). Η έλλειψη όμως δασκάλων και οι τοπικοί ανταγωνισμοί είχαν ως αποτέλεσμα τις συχνές διακοπές της λειτουργίας του. Ο αριθμός των μαθητών της σχολής υπερέβαινε τους σαράντα και τα μαθήματα που διδάσκονταν τα πρώτα χρόνια ήταν μόνο ελληνικά. Με τη βαθμιαία όμως πρόοδο των μαθητών, προσδοκάται να « παραδοθούν ποιητικά, σχολαστικά και μέρος των μαθημάτων (ΓΑΚ, 1833).
3.3 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΓΟΥΛΙΑΝΩΝ
Το 1842 το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Μυλάοντος εξουσιοδοτεί το δήμαρχο « να λάβει πρόνοιαν περί της εκπαιδεύσεως, των κατά του δήμου τούτου νέων, των μη εχόντων πλέον ανάγκη της μαθητεύσεως της αλληλοδιδακτικής, αλλά περαιτέρω εκπαιδεύσεως» (ΓΑΚ, 1842γ). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι φιλόμουσοι γονείς των μαθητών είχαν την καλή διάθεση να συνεισφέρουν για το μισθό του δασκάλου για να μη στερούνται τα παιδιά τους μιας ανώτερης εκπαίδευσης (ΓΑΚ, 1842γ).Το υπουργείο αρνείται να συστήσει σχολείο με την αιτιολογία ότι υπάρχει κοντά το ελληνικό της Βυτίνας και τους χειμερινούς μήνες μόλις 30 οικογένειες διαμένουν στα Μαγούλιανα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος επελέγη τρόπος με τη διδασκαλία των Ελληνικών μαθημάτων ενός έτους από τον αλληλοδιδάσκαλο Ησαΐα Μιχαλόπουλο. Το μονοτάξιο ελληνικό σχολείο που συστήθηκε το 1838 αναπτύχθηκε πλήρως μετά το 1843.
3.4 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ
Η σχολή της Δημητσάνας είχε πλούσια πνευματική παράδοση με πανελλήνια ακτινοβολία και η φιλοδοξία των εφόρων της ήταν η συνέχιση της παράδοσης αυτής μέσα στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (ΓΑΚ, 1833). Το πρόβλημα της μισθοδοσίας και της κάλυψης των εξόδων λειτουργίας της σχολής άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα οξύ μετά την δήμευση της περιουσίας της Μονής Φιλοσόφου από το Κρατικό Ταμείο. Το 1833 ήταν η μοναδική σχολή που λειτουργούσε στην περιοχή της Γορτυνίας. Ο νομάρχης Αρκαδίας Αντώνης Μοναρχίδης αναγνώριζε την « αρχαία δόξα» και ζητούσε από τη Γραμματεία να ενισχύσει τη σχολή για να βαδίσει προς τον σκοπό αυτόν» (ΓΑΚ, 1844β) Το 1836 οι μαθητές ήταν 130 γεγονός που καθιστούσε αναγκαίο το διορισμό και δεύτερου δασκάλου. Ο Ελληνοδιδάσκαλος Δοσίθεος Μιχαλακόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά, « … ενώ οι κόποι μου ήσαν υπερβολικοί και ανυπόφοροι, είναι δύσκολον να γίνεται καθ’ όλην την απαιτούμενην ακρίβειαν η παράδοσις, δια το πλήθος των μαθητών» (ΓΑΚ, 1836). Η έλλειψη προσόδων γίνεται πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ κατοίκων και του δήμου. Οι αλλεπάλληλες μεταθέσεις των δασκάλων είχαν αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του σχολείου και προξενούσαν τη δυσφορία των κατοίκων οι οποίοι με τη σειρά τους μιλούσαν για κακοδιαχείριση του κληροδοτήματος Μακρή (ΓΑΚ, 1847β). Στο τέλος της οθωνικής περιόδου ο αριθμός των μαθητών υπολογίζεται σε 84.
4. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ
Είναι γνωστό ότι η εκπαιδευτική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται κάθε φορά αντικατοπτρίζεται εκτός των άλλων και στην αρχιτεκτονική των σχολικών κτιρίων (Ζήβας & Καρδαμίτση, 1979). Τα κτίρια των σχολείων που συνόδευσαν την πνευματική άνθιση του 18ου αιώνα ήταν κτισμένα στον περίβολο των εκκλησιών, εξυπηρετώντας έτσι το δάσκαλο που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και ιερωμένος. Την περίοδο αυτή, στη Γορτυνία, έχουμε δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα σχολικών κτιρίων, τη σχολή της Βυτίνας που χτίστηκε γύρω στο 1870 και της Δημητσάνας την ίδια περίπου εποχή. Οι αδελφοί Δανιήλ και Παρθένιος Γαβράς, που υπήρξαν οι ιδρυτές και οι πρώτοι δάσκαλοι της σχολής της Βυτίνας για μια διετία, μέχρι την ανέγερση του κτιρίου, δίδαξαν στην ιδιωτική κατοικία του Πανάγου Μαραγκού (Παπαζαφειρόπουλος, 1883). Η αύξηση των μαθητών σε 120, ανάγκασε τους Βυτιναίους να αναγείρουν κατάστημα «ευρύχωρον εν τη εκλεκτοτέρα θέση της Βυτίνης» (Παπαζαφειρόπουλος, 1883 σ. 36). Πληροφορίες για τον τύπο του σχολικού κτιρίου δεν έχουμε. Το πιθανότερο είναι να ακολουθούσε το ορθογώνιο τυποποιημένο σχήμα της εποχής. Την ίδια περίοδο στη σχολή της Δημητσάνας σπούδαζαν πάνω από 300 μαθητές, πολλοί από τους οποίους φιλοξενούνταν στα «παρακείμενα της σχολής μαγαζιά». Στον περίβολο του ναού της Αγίας Κυριακής είχε κτιστεί πολύδομος οικία για τη διδασκαλία 300 μαθητών και την κατοικία δασκάλων και υπηρετών (Καστόρχης, 1847). Επιπλέον υπήρχε και κήπος «όχι ευκαταφρόνητος δέντρων ευσκίων προς ανάπαυσιν των σχολιαζόντων νέων» (Καστόρχης, 1847 σ. 9) .
Προσπάθεια για τον καθορισμό ενός ενιαίου σχεδίου σχολικού κτιρίου διαπιστώνεται το 1830, όπου στο εγχειρίδιο για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία του Ι. Κοκκώνη περιλαμβάνονται σαφείς οδηγίες για το σχέδιο και τις προδιαγραφές ανέγερσης και τον κατάλληλο εξοπλισμό των σχολείων (Κοκκώνης, 1830).
Ο περί Περί Δημοτικών σχολείων ν. του 1834 ανέθεσε το δικαίωμα των επισκευών συντήρησης και βελτίωσης του υλικού των σχολείων στους δήμους. Στην περίπτωση που ο προϋπολογισμός του δήμου δεν επαρκούσε για το σκοπό αυτό, ήταν δυνατόν να διενεργηθεί έρανος μεταξύ των δημοτών υπό την εποπτεία του διοικητή της επαρχίας (ΓΑΚ, 1837). Ο Ι. Κοκκώνης σε έκθεσή του για την κατάσταση της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως το 1839, διαπιστώνει ότι μόνο είκοσι σχολεία σε ολόκληρη την Ελλάδα «μπορούν να λογισθώσιν ως έχοντα τον αναγκαίο εξοπλισμόν», τα υπόλοιπα τα χαρακτηρίζει ως «άχρηστα» (ΓΑΚ, 1837β).
Η οικονομική κατάσταση των δήμων της Γορτυνίας ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε την ανέγερση σχολικών κτιρίων. Ο Διευθυντής του Νομού Αρκαδίας του 1836 επειδή διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί η απαίτηση του νόμου για ύπαρξη σχολικού κτιρίου ώστε να διοριστεί δάσκαλος, πρότεινε να αναπληρωθεί η ανάγκη αυτή με την ενοικίαση στις πρωτεύουσες των δήμων οικιών ικανής χωρητικότητας και κατάλληλου σχήματος (ΓΑΚ, 1836).
Οι δάσκαλοι στις αναφορές τους αναδεικνύουν το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης της σχολικής στέγης ως μία από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης στο χώρο της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να ενεργοποιήσουν τους αρμόδιους στην κατεύθυνση της μερικής έστω επίλυσής του. Μετά το 1840 παρατηρείται κάποια πρόοδος στον τομέα αυτό. Την περίοδο αυτή στα Τρόπαια, στο Βυζίκι, στα Λαγκάδια αρχίζει η ανέγερση σχολείων (ΓΑΚ, 1842ε). Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο δάσκαλοι με προσωπική εργασία κα χρηματική συνεισφορά να βοηθούν στην αποκατάσταση των κτιρίων. Ο δάσκαλος των Λαγκαδίων, ιερέας Σοφιανός Παπαηλιόπουλος, «θυσιάστηκε λόγω και έργω» για τη βελτίωση του Δημοτικού Σχολείου (ΓΑΚ, 1844γ). Ο Αναγνώστης Γούνας του Δήμου Ελευσίνος, με προτροπές και υποσχέσεις προς «τους ολίγους και πτωχούς κατοίκους, ανήγειρε λαμπρόν και εκτεταμένον σχολείον» (ΓΑΚ, 1837γ).
Η αθλιότητα των κτιρίων περιγράφεται χαρακτηριστικά από το δάσκαλο Κοντοβάζαινας Ιωάννη Βασιλειάδη αναφέροντας σχετικά ότι διέκοπτε τα μαθήματα για να προφυλαχθούν οι μαθητές από την «…καταπίπτουσαν πανταχόθεν κρουνηδόν βροχή».
Στο Δήμο Τικολώνων ο δάσκαλος Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει ως εξής τη γενική κατάσταση του σχολείου, «είναι σεσαθρωμένον και όλως ακατανόητον, δεν έχει καθόλου αναλογίαν το μήκος και το πλάτος, παράθυρα και άλλη κατασκευή παντάπασιν σεσαθρωμένη και ακανόνιστη, με ημικύκλια τεχνητά δεν έχει ούτε δύναται να κατασκευασθώσι, ένεκα της στενότητος ο αήρ εισέρχεται και εξέρχεται πανταχόθεν, υλικό δεν υπάρχει καθόλου. Δε δύναται να παραδοθεί αλληλοδιδακτικώς και καθώς πρέπει μάθημα, είναι επικίνδυνη η ζωή δασκάλων και μαθητών (ΓΑΚ, 1842δ).
Δεν είναι μόνο η κατάσταση των κτιρίων που δημιουργεί προβλήματα στη διεκπεραίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι ελλείψεις σε βιβλία και διδακτικό υλικό είναι μεγάλες και τα αιτήματα δασκάλων και δημοτικών Αρχών είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου σχολεία αναστέλλουν τη λειτουργία τους, επειδή δε διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη εποπτικά μέσα για μια υποτυπώδη έστω εκπαιδευτική λειτουργία. Οι αρχικές ελλείψεις άρχισαν να καλύπτονται κατά κάποιο τρόπο μετά το 1840 με την αποστολή βιβλίων που κατά μεγάλο ποσοστό αφορούσαν βιβλία θεωρητικού περιεχομένου. Τη σημαντικότερη βιβλιοθήκη διέθετε η σχολή της Δημητσάνας που όμως δόθηκε για τις ανάγκες του αγώνα. Η κατάσταση των ελληνικών σχολείων, όσο αφορά την επάρκεια των διδακτικών εγχειριδίων διαγράφεται σαφώς καλύτερη από αυτή των πρωτοβαθμίων, χωρίς ωστόσο ο αριθμός τους να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών και των διδασκόντων. Το υπουργείο με εγκύκλιό του στις 23 Νοεμβρίου 1853 υποχρέωνε τους δήμους να «προνοήσωσι ταχέως και περί κατασκευής εντός του καταστήματος αναλόγου βιβλιοθήκης εις απόθεσιν των βιβλίων» (Σκλαβενίτης, 1995).
Οι επιδόσεις των μαθητών παρά τις αντιξοότητες και τα οικονομικά προβλήματα των οικογενειών τους αξιολογούνται ως θετικές. Οι εκθέσεις των επιθεωρητικών επιτροπών αποτυπώνουν κατά τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες της εκπαίδευσης στη Γορτυνία. Χαρακτηριστικά η Επιθεωρητική επιτροπή των Τροπαίων σε έκθεση της το 1847 αναφέρει: «Αλλ’ αν και δεν εχορηγήθη εις τους μαθητάς παντελώς καιρός προμελέτης, μόλα ταύτα τούτους εκτεθιμένους εξετάσαντες εύρομεν αυτούς εντελώς εις τας ερωτήσεις ημών αποκρινάμενους και τα μεμαθημένα απροσκόπτως διεξελθόντας δύο μήνας, Ιούνιον και Ιούλιον ενασχοληθέντες οι περισσότεροι των μαθητών περί του θέρους και λοιπάς γεωργικάς εργασίας και τούτων ούτως εχόντων ου σμικρόν επί τα πρόσω καθ’ όλα τα παραδοθέντα μαθήματα εχώρησαν. Ο διδάσκαλος κατά λίθων κινών προς την εντελή των καθηκόντων του εκτέλεσιν (ΓΑΚ, 1847).
5. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Η έλλειψη ικανού αριθμού καταρτισμένων δασκάλων θεωρείται από τη Γραμματεία ως το σημαντικότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη ενός επαρκούς για τις εκπαιδευτικές ανάγκες σχολικού δικτύου (Μάουρερ, 1976). Οι πιεστικές ανάγκες για την ίδρυση σχολείων ακύρωναν σε πολλές περιπτώσεις την προσπάθεια για την επαρκή εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού. Ο διορισμός των αυτοδίδακτων δασκάλων, με τη σκόπιμη παράβλεψη των προσόντων του προέβλεπε ο νόμος, επελέγη για να καταστεί δυνατόν να ξεκινήσει η λειτουργία ενός αριθμού σχολείων, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές.
Το πρόβλημα της μισθοδοσίας είχε καταστεί τροχοπέδη στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Γ. Γλαράκης Γραμματέας των Εκκλησιαστικών διαπιστώνει το 1838 «είναι λυπηρόν να βλέπει τις ανθρώπους οίτινες αφιερωνόμενοι εις την εκπαίδευσιν της νεολαίας και μη έχοντες άλλοθιν πόρον να πορισθώσιν τα προς το ζην: ότι παραβλέπονται υπό των αρχών στερούμενοι και αυτού του ετήσιου άρτου» (ΓΑΚ, 1837). Ο δημοδιδάσκαλος Τρικολώνων Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει την κατάσταση των δασκάλων ως «οικτρά και όνειδος που τους έχει καταστήσει ωχρούς, μελαγχολικούς από τις ερεβώδεις σκηνές της ανέχειας.» (ΓΑΚ, 1845). Την περίοδο του Όθωνα το μοντέλο του ιδεαλιστή δασκάλου της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η οργάνωση του κράτους με ξένα πρότυπα και η δημιουργία υπαλληλικής ιεραρχίας επηρέασε καταλυτικά την ιδεολογία, τους στόχους και τις παιδαγωγικές σχέσεις εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων (Μπουζάκης, 1991).
Ο «ανήσυχος» δάσκαλος Ιωάννης Μητρόπουλος περιγράφει, σε αναφορά του προς το Υπουργείο, με χαρακτηριστικό τρόπο τις σχέσεις του διδακτικού προσωπικού με τις δημοτικές αρχές και τα δισεπίλυτα προβλήματα που αυτές συνεπάγονταν, «Οι μεν μισθοί μένουσιν εις τη διάκρισιν των εχθρικώς φερομένων δημάρχων και εισπρακτόρων όχι μόνον είναι αδύνατον να ληφθώσι, αλλ΄ ούτε μετά παρέλευσιν χρόνων ολοκλήρων και μόλις δια των δικαστηρίων [.] «οι παραμυθητικοί του δημάρχου λόγοι» να του αδειάσω την γωνίαν, διότι, ούτε μισθόν έχει σκοπόν να μου δώσει, ούτε ανάγκη είναι να του φορτώνει η κυβέρνησις δασκάλους αφήνουσα εις αυτούς του γραμματοδιδασκάλους των […]. Αλλ’ εν όσω μένω εις την διάκρισιν τοσούτων πλεονεκτών και επιβούλων, οίτινες ως πρόβαλε εν μέσω λύκων –ερριμένοι είναι δυνατόν να διατηρηθούν οι φιλότιμοι- διδάσκαλοι εις τοιούτων οικτράν κατάστασιν, ημπορούν να υποφέρουν τηλικαύτας δυστυχίας ή αν παραβλέψουν εαυτούς θα μπορέσουν να παράξουν την αποκτούμενην εις τους ομογενείς ωφέλειαν, […] η δημοτική εκπαίδευσις, η κρηπίς και η βάσις του έθνους, πνίγεται, επιβουλεύεται και είναι επόμενος και ο αφανισμός της αν αφόβως ούτω διώκεται. Ο κλάδος ούτος δείται μεγάλης προστασίας και βελτίωσης δι αν μην κοπιώμεν εις μάτην. Θέλει αυστηρά και έντονα μέτρα να ληφθούν, πρέπει να τιμωρηθούν δια παραδειγματισμό οι ούτω δυνάμενοι να καταλάβουν ότι δια τη μικράν βλάβην της πηγής ρίζης της ευτυχίας θα πίνουν το ποτήριον της θλίψεως, την οργήν και τους διωγμούς της Κυβερνήσεως να γνωρίσουν, ότι προστατεύεται ούτως και τοσούτον κατ’ ίσον λόγον της παρεχόμενης ωφέλειας και ότι δι’ αυτόν κυρίως τον σκοπόν εκλέγονται δήμαρχοι και σύμβουλοι» (ΓΑΚ, 1843)
ΑΝΑΦΟΡΕΣ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΗΓΩΝ)
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1834), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.135,φ.4, 18 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836) Γενικά των Δημοτικών σχολείων και διδασκάλων Αρκαδίας, θ.200,φ.3 18 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836β) Ελληνικόν σχολείον Νυμφασίας, θ.132,φ.2, 9 Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836γ) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον των Αρρένων, θ.145,φ.9, 4 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836δ) φ.41, 28 Δεκεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836ε), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.135,φ.4, 6 Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836στ), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.135,φ.4, 28 Απριλίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1836ζ), Καρυταίνης Ελληνικόν Σχολείον, θ.151, φ.1,28 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837) Βερβίτσης (Τροπαίων) δημοτικό σχολείο, θ.194, φ.5, 4 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837β) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837γ) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1837δ) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 21 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1838) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 17 Δεκεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1838β), θ.126, 8 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1839) Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων θ.198,φ.6, 29 Νοεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1840) φ.41, 20 Ιουνίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1841) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,22 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1841β), Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων, θ.198,φ.6, 5 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842) Ζατούνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.145, φ.4, 8 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842β) Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων θ.198,φ.6,25 Νοεμβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842γ) Μαγουλιάνων Ελληνικόν Σχολείον, θ.161,φ.2, 8 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842δ) Στεμνίτζης Ελληνικόν Σχολείον, θ.192, φ.5,10 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1842ε), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.197, φ.3, 4 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1843), Δήμος Τρικολώνων, δημοτικά σχολεία αρρένων θ.198, φ.41.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,11 Μαΐου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844β) Ζωνατίου Δήμου Γόρτυνος Δημοτικόν σχολείον των Αρρένων, θ.145,φ.9 ,26 Οκτωβρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844γ), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.197, φ.3, 4 Ιανουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1844δ), Τευθίδος Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.197, φ.3, 5 Φεβρουαρίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1845) Δήμος Ελευσίνας εις Γόρτυνα θ.153,φ.2, 7 Απριλίου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1847) Βερβίτσης (Τροπαίων) δημοτικό σχολείο, θ.194, φ.5, 9 Αυγούστου.
ΓΑΚ, Οθ. Αρχ. Υπουργ. Εκκλησιαστικών, (1847β), Θησώας Δημητσάνης Δημοτικόν Σχολείον των Αρρένων, θ.135,φ.4, 12 Μαρτίου.
ΓΑΚ, Υπουργείου Παιδείας (1845) θ. 173, φ.2, 15 Φεβρουαρίου.
Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων, (1956) (επιμ) Παυσανίου, Ελλάδος περιήγησις τ. Β΄ Αθήναι: Πάπυρος.
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (1841) Τεύχος 5.
Ζήβας, Δ., Καραδμίτση Μ. (1979), Σύντομο ιστορικό των σχολικών κτιρίων στην Ελλάδα, Αρχιτεκτονικά Θέματα, τ.13σ.174.
Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ., (1986) Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα ( 1830-1893), Αθήνα
Κάππος, Ι., (2001) Η λειτουργία των θεσμών της Εκκλησίας, της Εκπαίδευσης και της Κοινοτικής Αυτοδιοίκησης στην επαρχία Γορτυνίας στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (833-1862),Τρίπολη: Φύλλα.
Καστόρχης, Ε., (1847) Περί της εν Δημητσάνη Ελληνικής σχολής, Αθήναι.
Κοκκώνης, (1830) Εγχειρίδιον δια τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, Αίγινα.
Λάμπρου Σπ., (1906) Η Δημητσάνα και η σχολή της, Αρκαδική Επετηρίς, τχ. 2ο, σ.40-42.
Μάουρερ, Γ., (1976) Ο ελληνικός λαός (μτφ. Ο. Ρομπάκη) Αθήνα: Αφοί Τυλίδη.
Μπουζάκης, Σ., (1991) Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1985) Αθήνα: Gutenberg.
Παναγιωτόπουλος Β., (1987) Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος- 18ος αιώνας, ΙΑΕΤ, Αθήνα.
Παπαδόπουλος, Γ., (1857-58) Περί των προγενεστέρων ελληνικών σχολείων, Πανδώρα, τ.Η, σ.169-183
Παπαζαφειρόπουλου, Π., (1883) Μεθυδριάς Ιστορική και τοπογραφική αφήγησις, Αθήναι
Ραγκαβής, Ι., (1853) Τα Ελληνικά, τ.Β’, Αθήναι
Σαρρής, Γ., (1934-5) Τα κάστρα των Σκορτών, Αράκλοβου και Αγίου Γεωργίου, Αρχαιολογική Εφημερίς.
Σκλαβενίτης, Τ., (1995) Η σχολική βιβλιοθήκη τον 19ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Ναυπλίου Αθήνα: Παλαμήδης.
Σκολαρίκος, Κ., (1959) Το ελληνικόν και αλληλοδιδακτικόν σχολείον Δημητσάνης, Δημητσάνα, φ.6,8,10,12.
Μου αρέσει!Δείτε περισσότερες αντιδράσεις
Σχολιάστε
Σχόλια
λευτέρης τσίλογλου
Γράψτε ένα σχόλιο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου