Η πείνα
Ο παππούς, κατά το συνήθειο, αραγμένος πάνω στο καρεκλάκι, έπινε τον τούρκικο καφέ που είχε ετοιμάσει η κόρη του, η Γαργαρέταινα. Αν κι ήταν Δεκέμβρης, το πρωινό ήταν γλυκό κι η ατμόσφαιρα ζεστή. Ο ήλιος σκορπούσε απλόχερα τη θαλπωρή του. Απέναντι ακριβώς, στο στενό χωμάτινο δρόμο της οδού Κρήτης, μια ετοιμόγεννη σκούπιζε στο εξωτερικό τοιχάκι.
« Μωρέ Δέσποινα, της είπε, η κοιλιά σου θ’ ακουμπήσει στο χώμα και συ κάνεις ακόμα λάτρα;»
« Τι να κάνω, παππού, οι ανάγκες δεν περιμένουν»
Ζεσταμένος από τον ήλιο, περασμένος στα χρόνια, τυλιγμένος με το χοντρό παλτό που η κόρη του είχε φροντίσει να φορέσει, αφέθηκε αναπολώντας τις παλαιές καλές μέρες και κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος. Αργότερα, όταν άνοιξε τα μάτια του είδε από τη πόρτα της Δέσποινας να βγαίνει, κρατώντας τη μόνιμη τσάντα της η κυρά- Ελευθερία, η μαμή της γειτονιάς.
« Πώς από δω, Ελευθερία;»
« Καλά, δε το πήρες χαμπάρι; Η Δέσποινα γέννησε. γιο! Το πέμπτο της παιδί»
« Μα πώς, πριν από λίγο σκούπιζε!»
« Μ’ έναν πόνο, παππού!»
Έτσι ευλογημένα ήρθα στον κόσμο. Ήταν 15 Δεκεμβρίου του 1940. Ημέρα του Αγίου Ελευθερίου. Ο πόλεμος στην Αλβανία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Ελληνικός Στρατός μεγαλουργούσε προελαύνοντας και κατακτούσε νέες τοποθεσίες και πόλεις. Τη μέρα εκείνη μάλλον έμπαινε στο Τεπελένι.
Όταν αργότερα με βάφτισε η οικογένεια Κασάμπαλη που καθόταν απέναντι από μας και δίπλα στον παππού, μου χάρισε το όνομα: Λευτέρης. Ίσως γιατί γεννήθηκα αυτή τη μέρα, ίσως γιατί, όπως έλεγε η νονά μου, έπρεπε να ελευθερωθεί η χώρα, που στο μεταξύ είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς. Είχαμε μπει για τα καλά στην Κατοχή.
Σε λίγο καιρό τα πράγματα σφίξανε.
Ο πατέρας εργαζόταν στη σιδηροβιομηχανία του Σταματόπουλου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Η αμοιβή ήταν μικρή και σε λίγο κατάντησε αστεία, αφού ο πληθωρισμός κάλπαζε και τα τρόφιμα στις πόλεις έγιναν περιζήτητα.
Η κυρά-Δέσποινα, η Μάνα μου, αναγκάστηκε να πάρει δραστικά μέτρα. Στο εργοστάσιο του Πατέρα υπήρχε μεσημεριανό συσσίτιο. Εκεί στη διακοπή 12-1 τους έδιναν μια καραβάνα φαγητό. Ο επτάχρονος αδερφός μου, ο Γιάννης, πήγαινε κάθε μεσημέρι με το τσίγκινο πιάτο κι ο πατέρας μέσα από το κάγκελο μοίραζε τη μερίδα του μ’ αυτόν. Τους δυο μεγάλους αδερφούς μου, τον Μήτσο και τον Νίκο, 14 και 12 χρόνων, τους ξαπόστειλε στον κάμπο.
« Φύγετε! Φροντίστε να ζήσετε. Ζητήστε βοήθεια, δουλέψτε, βρείτε να φάτε. Αλλά κάθε τόσο θέλω να έρχεστε να σας βλέπω»
Διέταξε η δυνατή, αλλά και ρεαλίστρια Μάνα. Στους μήνες που ακολούθησαν οι δυο τους πέρασαν απίστευτες περιπέτειες. Δεκάδες κοτέτσια, μαντριά και μπαξέδες είχαν την «τύχη» να γνωρίσουν τα χνώτα τους.
Σημασία έχει ότι την έβγαλαν καθαρή.
Εγώ, μωρό ακόμα, ήμουν το πρόβλημα. Γάλα δεν υπήρχε. Η μπομπότα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στις μέρες αυτές όλο και χειροτέρευα. Κλάμα συνέχεια, αδύναμος, χλωμός, μάτια ξεθωριασμένα. Μόνο η κοιλιά πρησμένη. Είδε κι αποείδε η Μάνα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Λέει στην αδερφή μου τη Βαγγελιώ*:
« Θα πας το μωρό στη θεία, στο Καραμπαριάμ»
Ένα χωριό της Λάρισας, που σήμερα μάλλον λέγεται Μεγάλο Μοναστήρι. Μια προσφυγοπούλα ξαδέλφη της είχε παντρευτεί έναν Καραγκούνη του κάμπου. Της έδωσε κάποια ψευτοφαγητά και δυο χαρούπια.
«Πήγαινε, εδώ θα το χάσουμε το μωρό»
Το ταξίδι έγινε με τα πόδια. Όμως η αυτοοργάνωση του λαού εκείνη την εποχή είχε ομάδες αλληλοπροστασίας με σταθμούς διανυκτέρευσης και αίσθηση ασφάλειας. Οι μαυραγορίτες ήταν αυτοί που ταξίδευαν με το τρένο. Σε δύο μέρες η Βαγγελιώ έφτασε στο χωριό και η θεία μάς φιλοξένησε.
Την άλλη μέρα ένας χωριανός, με το όνομα Παπαβασιλείου, με είδε και είπε:
« Γιατί είναι έτσι το παιδί;»
«Από την πείνα είναι, θείο!»
« Να έρχεσαι σπίτι κάθε πρωί να σου δίνω λίγο γάλα»
Ας είναι καλά ο άνθρωπος, ο Θεός να του το επιστρέψει στο διπλάσιο.
Πράγματι, έτσι έγινε. Σε δύο μήνες έπαψα να κλαίω, ζωντάνεψα, ζωήρεψαν τα μάτια μου, κοκκίνισαν τα μάγουλά μου, την πήδηξα! Γυρίσαμε θριαμβευτικά στο Βόλο. Ο θείος μας συνόδευσε στην επιστροφή.
Σε λίγο μαζεύτηκε όλη η οικογένεια. Η χειρότερη φάση της κατοχικής πείνας είχε περάσει χωρίς οικογενειακές ανθρώπινες απώλειες...
* Γιος της αγαπημένης μας αδελφής είναι ο Αντώνης Ιωάννου, διαδικτυακός μου φίλος, πέρα από πολλά άλλα
Ο παππούς, κατά το συνήθειο, αραγμένος πάνω στο καρεκλάκι, έπινε τον τούρκικο καφέ που είχε ετοιμάσει η κόρη του, η Γαργαρέταινα. Αν κι ήταν Δεκέμβρης, το πρωινό ήταν γλυκό κι η ατμόσφαιρα ζεστή. Ο ήλιος σκορπούσε απλόχερα τη θαλπωρή του. Απέναντι ακριβώς, στο στενό χωμάτινο δρόμο της οδού Κρήτης, μια ετοιμόγεννη σκούπιζε στο εξωτερικό τοιχάκι.
« Μωρέ Δέσποινα, της είπε, η κοιλιά σου θ’ ακουμπήσει στο χώμα και συ κάνεις ακόμα λάτρα;»
« Τι να κάνω, παππού, οι ανάγκες δεν περιμένουν»
Ζεσταμένος από τον ήλιο, περασμένος στα χρόνια, τυλιγμένος με το χοντρό παλτό που η κόρη του είχε φροντίσει να φορέσει, αφέθηκε αναπολώντας τις παλαιές καλές μέρες και κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος. Αργότερα, όταν άνοιξε τα μάτια του είδε από τη πόρτα της Δέσποινας να βγαίνει, κρατώντας τη μόνιμη τσάντα της η κυρά- Ελευθερία, η μαμή της γειτονιάς.
« Πώς από δω, Ελευθερία;»
« Καλά, δε το πήρες χαμπάρι; Η Δέσποινα γέννησε. γιο! Το πέμπτο της παιδί»
« Μα πώς, πριν από λίγο σκούπιζε!»
« Μ’ έναν πόνο, παππού!»
Έτσι ευλογημένα ήρθα στον κόσμο. Ήταν 15 Δεκεμβρίου του 1940. Ημέρα του Αγίου Ελευθερίου. Ο πόλεμος στην Αλβανία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Ελληνικός Στρατός μεγαλουργούσε προελαύνοντας και κατακτούσε νέες τοποθεσίες και πόλεις. Τη μέρα εκείνη μάλλον έμπαινε στο Τεπελένι.
Όταν αργότερα με βάφτισε η οικογένεια Κασάμπαλη που καθόταν απέναντι από μας και δίπλα στον παππού, μου χάρισε το όνομα: Λευτέρης. Ίσως γιατί γεννήθηκα αυτή τη μέρα, ίσως γιατί, όπως έλεγε η νονά μου, έπρεπε να ελευθερωθεί η χώρα, που στο μεταξύ είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς. Είχαμε μπει για τα καλά στην Κατοχή.
Σε λίγο καιρό τα πράγματα σφίξανε.
Ο πατέρας εργαζόταν στη σιδηροβιομηχανία του Σταματόπουλου, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Η αμοιβή ήταν μικρή και σε λίγο κατάντησε αστεία, αφού ο πληθωρισμός κάλπαζε και τα τρόφιμα στις πόλεις έγιναν περιζήτητα.
Η κυρά-Δέσποινα, η Μάνα μου, αναγκάστηκε να πάρει δραστικά μέτρα. Στο εργοστάσιο του Πατέρα υπήρχε μεσημεριανό συσσίτιο. Εκεί στη διακοπή 12-1 τους έδιναν μια καραβάνα φαγητό. Ο επτάχρονος αδερφός μου, ο Γιάννης, πήγαινε κάθε μεσημέρι με το τσίγκινο πιάτο κι ο πατέρας μέσα από το κάγκελο μοίραζε τη μερίδα του μ’ αυτόν. Τους δυο μεγάλους αδερφούς μου, τον Μήτσο και τον Νίκο, 14 και 12 χρόνων, τους ξαπόστειλε στον κάμπο.
« Φύγετε! Φροντίστε να ζήσετε. Ζητήστε βοήθεια, δουλέψτε, βρείτε να φάτε. Αλλά κάθε τόσο θέλω να έρχεστε να σας βλέπω»
Διέταξε η δυνατή, αλλά και ρεαλίστρια Μάνα. Στους μήνες που ακολούθησαν οι δυο τους πέρασαν απίστευτες περιπέτειες. Δεκάδες κοτέτσια, μαντριά και μπαξέδες είχαν την «τύχη» να γνωρίσουν τα χνώτα τους.
Σημασία έχει ότι την έβγαλαν καθαρή.
Εγώ, μωρό ακόμα, ήμουν το πρόβλημα. Γάλα δεν υπήρχε. Η μπομπότα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Στις μέρες αυτές όλο και χειροτέρευα. Κλάμα συνέχεια, αδύναμος, χλωμός, μάτια ξεθωριασμένα. Μόνο η κοιλιά πρησμένη. Είδε κι αποείδε η Μάνα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Λέει στην αδερφή μου τη Βαγγελιώ*:
« Θα πας το μωρό στη θεία, στο Καραμπαριάμ»
Ένα χωριό της Λάρισας, που σήμερα μάλλον λέγεται Μεγάλο Μοναστήρι. Μια προσφυγοπούλα ξαδέλφη της είχε παντρευτεί έναν Καραγκούνη του κάμπου. Της έδωσε κάποια ψευτοφαγητά και δυο χαρούπια.
«Πήγαινε, εδώ θα το χάσουμε το μωρό»
Το ταξίδι έγινε με τα πόδια. Όμως η αυτοοργάνωση του λαού εκείνη την εποχή είχε ομάδες αλληλοπροστασίας με σταθμούς διανυκτέρευσης και αίσθηση ασφάλειας. Οι μαυραγορίτες ήταν αυτοί που ταξίδευαν με το τρένο. Σε δύο μέρες η Βαγγελιώ έφτασε στο χωριό και η θεία μάς φιλοξένησε.
Την άλλη μέρα ένας χωριανός, με το όνομα Παπαβασιλείου, με είδε και είπε:
« Γιατί είναι έτσι το παιδί;»
«Από την πείνα είναι, θείο!»
« Να έρχεσαι σπίτι κάθε πρωί να σου δίνω λίγο γάλα»
Ας είναι καλά ο άνθρωπος, ο Θεός να του το επιστρέψει στο διπλάσιο.
Πράγματι, έτσι έγινε. Σε δύο μήνες έπαψα να κλαίω, ζωντάνεψα, ζωήρεψαν τα μάτια μου, κοκκίνισαν τα μάγουλά μου, την πήδηξα! Γυρίσαμε θριαμβευτικά στο Βόλο. Ο θείος μας συνόδευσε στην επιστροφή.
Σε λίγο μαζεύτηκε όλη η οικογένεια. Η χειρότερη φάση της κατοχικής πείνας είχε περάσει χωρίς οικογενειακές ανθρώπινες απώλειες...
* Γιος της αγαπημένης μας αδελφής είναι ο Αντώνης Ιωάννου, διαδικτυακός μου φίλος, πέρα από πολλά άλλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου