Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Πέτρος Θεοχαρίδης - Ο δάσκαλος των Πομάκων
ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ
Ο πρωτοπόρος δάσκαλος των Πομάκων
Συνέντευξη στο Νικόλαο Θ. Κόκκα
Συναντήσαμε τον Πέτρο Θεοχαρίδη στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Μας μίλησε για το συγγραφικό του έργο και τη ζωή στα πομακοχώρια πριν από πενήντα χρόνια. Στη συνέντευξή του, ο ακούραστος δάσκαλος ξετυλίγει την ιστορία των Ελλήνων Πομάκων κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Το έργο του Πέτρου Θεοχαρίδη αποτελεί σταθμό στην καταγραφή της πολιτιστικής κληρονομιάς των Πομάκων. Όλο και περισσότεροι Πομάκοι συνειδητοποιούν το πόσα πολλά οφείλουν στον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάδειξη της πομακικής γλώσσας, ιστορίας και παράδοσης. Η Θράκη τού οφείλει πολλά. Η λαογραφία τού οφείλει πολλά. Και πιο πολλά του οφείλουν οι επερχόμενες γενιές ερευνητών που θα αντλήσουν από το πολυσχιδές έργο του για να εντρυφήσουν βαθύτερα στη μελέτη της πολιτιστικής ταυτότητας των σλαβόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης.
Ο Πέτρος Θεοχαρίδης γεννήθηκε στο χωριό Άθυρα Γιαννιτσών το 1934. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης τα έτη 1958-1960. Δίδαξε στο Μουσουλμανικό Ιεροσπουδαστήριο Εχίνου από το Σεπτέμβριο του 1964 έως το καλοκαίρι του 1971. Έχει συγγράψει τα ακόλουθα βιβλία:Πομάκοι. Οι Μουσουλμάνοι της Ροδόπης (1995), Πομακο-Ελληνικό Λεξικό (1996), Ελληνο-Πομακικό λεξικό (1996), Γραμματική της Πομακικής Γλώσσας (1996), Οι Πομάκοι ως μέρος του μειονοτικού προβλήματος της Θράκης (1999), Άθυρα και Αθυριώτες. Δράματα και θάματα στον 20ο αιώνα (2002), Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα του 1965. Εντυπώσεις από εκδρομή σπουδαστών του Μουσουλμανικού Ιεροσπουδαστηρίου Εχίνου Ξάνθης (2011). Για το έργο του τιμήθηκε με το Βραβείο της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Μέρος του αρχειακού του υλικού έχει δημοσιεύσει στο προσωπικό του ιστολόγιο «ΠΕΡΙ ΠΟΜΑΚΩΝ» (peripomakon.blogspot.com).
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πώς ήταν η Θράκη το 1964;
Δυο λόγια μόνο, πρώτα για την Ξάνθη. Η Ξάνθη ήταν πολύ μικρή, τα σπίτια παλιάς εποχής, συνήθως. Λίγα σπίτια υπήρχαν καινούρια. Δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Οι δρόμοι ήταν στενοί, δεν ήταν όλοι ασφαλτοστρωμένοι. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στην πλατεία. Τα πλατάνια, το ρολόι… Από την υπηρεσία μου έχω πολλά να διηγηθώ. Πρωτοδιορίστηκα στο Σπανότοπο, 500 μέτρα από το Σούνιο. Στο σχολείο ήταν δάσκαλος (χότζας) ένας Πομάκος, ο οποίος καταγόταν από τις Θέρμες. Αυτός μού έδωσε και τις πρώτες πληροφορίες για το τι είναι μουσουλμάνοι, τι είναι Πομάκοι, πού βρίσκονται οι Πομάκοι κ.λπ. Ο Πομάκος δάσκαλος στο σπίτι του μιλούσε πομακικά. Όταν συναντιόταν με κάποιον Πομάκο εκεί στο Σπανότοπο μιλούσαν πομακικά. Ο ίδιος ο χότζας στα παιδιά μιλούσε τουρκικά. Στο σπίτι της γυναίκας του (γιατί ήταν σώγαμπρος) μιλούσε τούρκικα. Πώς τα είχε μάθει τα τούρκικα δεν το ξέρω. Ξέρω, όμως, ότι ήταν πολύ καλός - καλή του η ώρα – πολύ ευγενικός και καλοπροαίρετος και απαντούσε στα ατέλειωτα ερωτήματά μου.
Ο ΕΧΙΝΟΣ ΤΟ 1964
Το Σεπτέμβριο του 1964 βρίσκεστε στον Εχίνο.
Βρίσκομαι στον Εχίνο και μάλιστα παντρεμένος. Με το φορτηγό φορτωμένο την προίκα μου, όση κι αν ήταν φτωχική, ανηφορίσαμε προς τον Εχίνο. Δεν τον ήξερα, αλλά δε φανταζόμουνα πόσο όμορφο μέρος είναι η ορεινή περιοχή της Ξάνθης. Προχωρούσαμε, έβλεπα κάποιους ανθρώπους. Μάλιστα κάποιοι έμεναν και «προσοχή» καθώς έβλεπαν να περνάει το λεωφορείο. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου και κοίταζαν. Κουνούσαν μαντίλια, χαιρετούσαν. Καθώς ανηφόριζε το μικρό λεωφορείο οι στροφές ήταν ατέλειωτες. Τα χωριά μού έκαναν εντύπωση πώς ήταν φωλιασμένα στις πλαγιές, στις κορυφές των λόφων, πώς χάνονταν μέσα στις χαράδρες. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι κάθε χωριό είχε ένα μιναρέ, που σημάδευε σαν«πύραυλος» προς τον ουρανό. Πάνω από το μιναρέ φώναζε ο μουεζίνης και καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. Στον Εχίνο μείναμε σε ένα τριώροφο σπίτι. Εκεί βρίσκονταν άλλοι δύο συνάδελφοι. Το κάτω μέρος ήταν κατοικία του γαϊδάρου.
Πώς λειτουργούσε το Ιεροσπουδαστήριο του Εχίνου τότε;
Το κτίριο με το όνομα Μουσουλμανικό Ιεροσπουδαστήριο Εχίνου (Μεντρεσές) ήταν δίπλα από το σπίτι όπου έμενα. Ήταν τριώροφο κι αυτό. Το κάτω μέρος είχε αίθουσες και μαγειρείο – αίθουσα σίτισης. Φοιτούσαν εκεί για πέντε χρόνια αρκετοί μαθητές (περίπου 150) που προέρχονταν από πολλά χωριά του νομού Ξάνθης. Είχαν δωμάτια, είχαν συσσίτιο, όλα κρατικά. Ο σεβαστός καθ’ όλα διευθυντής, ο Χαφούζ Μεμέτ Ιχτιάρ, ήταν ευγενικότατος και τακτικός στη δουλειά του. Ποτέ δε μιλήσαμε δυσάρεστα ο ένας στον άλλο. Και με τους υπόλοιπους πέντε χοτζάδες περνούσαμε πολύ καλά. Από τους πέντε ο ένας μόνο, ο Αγγά Μεχμέτ, ήταν υποστηρικτής της τουρκικής προπαγάνδας. Φαινόταν ότι προσπαθούσε να πείσει τους μαθητές ότι οι Πομάκοι ανήκουν στην Τουρκία. Οι μαθητές ήταν πολύ τακτικοί. Δε δημιουργούσαν προβλήματα. Δάσκαλοι ήμασταν δύο, ο Τάκης Φωτέλης κι εγώ. Οι μαθητές μας ήταν επιμελείς και πρόθυμοι να βοηθήσουν εμάς και τις οικογένειές μας.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΑΣ
Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν και οι μπάρες. Τι εξυπηρετούσαν και πώς λειτουργούσαν;
Μία μπάρα υπήρχε στη Γλαύκη και μία στο 8ο χιλιόμετρο. Υπήρχε ένα φυλάκιο όπου έμεναν κάποιοι στρατιώτες που φύλαγαν τη μπάρα. Όταν περνούσε κάποιο αυτοκίνητο ή κάποιος άνθρωπος με το γαϊδούρι του, το μουλάρι του ή με τα πόδια έπρεπε να δείξει μια κάρτα. Κι εμείς οι δάσκαλοι παίρναμε την κάρτα αυτή για να μπορούμε να ανεβοκατεβαίνουμε όποια ώρα θέλαμε. Για κανέναν δεν υπήρχε εμπόδιο στο να ανεβοκατεβαίνει. Αλλά έπρεπε να γίνεται κάποιος έλεγχος, μήπως και από τη Βουλγαρία περνούσε κάποιος που δεν έπρεπε. Οι ίδιοι οι Πομάκοι δεν είχαν καμιά δυσκολία να ανεβοκατεβαίνουν. Αυτό που λέγεται και κατηγορείται η Ελλάδα ολόκληρη για τη μπάρα «που έκανε γκέτο την περιοχή των Πομάκων» για μένα είναι μεγάλο λάθος. Ποτέ δεν άκουσα να νοιώθουν άσχημα οι Πομάκοι. Δεν υπήρχε πρόβλημα για να νοιώσουν άσχημα.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ
Πώς αρχίσατε να μελετάτε τη γλώσσα και τις παραδόσεις των Πομάκων;
Η επιθυμία να γνωρίσω τους Πομάκους ξεκίνησε από το Σπανότοπο. Ο Πομάκος δάσκαλος απαντούσε στις ερωτήσεις μου κι έτσι σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω λίγα πράγματα. Από της στιγμή που πήγα στον Εχίνο το Σεπτέμβριο του 1964 άκουγα τα παιδιά που μιλούσαν πομακικά. Άκουγα τους κατοίκους είτε στο καφενείο είτε στο δρόμο μεταξύ τους μιλούσαν πομακικά. Για όλα ήθελα να μάθω. Ήθελα να γνωρίσω τους ανθρώπους αυτούς, γιατί σε σχολείο μουσουλμανικό, πομακικό υπηρετούσα. Ένοιωθα την ανάγκη, την υποχρέωση να μάθω, για να μπορώ να είμαι καλός στο έργο μου. Κι αυτό ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή. Το σπίτι μου είχε γίνει σαν ένα εντευκτήριο για τους μαθητές μου. Την πρώτη φορά που τους κάλεσα, λέω:
«Άκουσα κάτι, σαν τραγούδι μου φάνηκε. Κάπως έτσι: Τίντιρι, τίντιρι μπάμπο. Τι είναι αυτό;»
«Α, είναι ένα τραγούδι» Και ένα παιδί μού το τραγούδησε.
«Α, λέω, να το γράψω. Μου άρεσε. Τίντιρι, μπάμπο, τίντιρι, ίμας μόμα κάματνα».
Από κει και πέρα άρχισα να μαζεύω. Αλλά η επιθυμία μου ήταν να τα μάθω όλα, αν ήταν δυνατό. Να γνωρίσω την ιστορία τους, τη θρησκεία τους, τα λαογραφικά τους στοιχεία, τα πάντα. Ήθελα αυτά που σημειώνω να τα προσφέρω και στους άλλους που έρχονταν και υπηρετούσαν στα πομακικά χωριά. Γιατί όλοι πηγαίναμε με κλειστά τα μάτια. Δεν ξέραμε τίποτε.
Στα βιβλία σας υπάρχουν πολύ σπάνιες φωτογραφίες. Πόσο εύκολο ήταν να φωτογραφήσει κανείς εκείνη την εποχή;
Είχα την καλή τύχη να βρίσκομαι στον Εχίνο, στο κέντρο της πομακικής περιοχής και δεύτερον να υπηρετώ στο Μουσουλμανικό Ιεροσπουδαστήριο Εχίνου όπου οι μαθητές μου ήταν από 13 ετών και πάνω. Έτυχε να έχουμε και 30 ετών και 35. Δεν είχα κανένα πρόβλημα στη φωτογράφηση. Και μάλιστα όταν συνέβαινε κάποιο γεγονός (γάμος, θρησκευτική γιορτή σε σχολείο, σε χωριό όπου μπορούσα να βρω κάποιο ενδιαφέρον- π.χ. το Εντρελές, το Κουρμπάνι) με ειδοποιούσαν οι μαθητές μου.
Στις καταγραφές σας έχετε καταγράψει και πλούσιο προφορικό υλικό.
Όταν προχώρησα στην εργασία μου αρκετά, τη δακτυλογράφησα κι άφησα κενό σε κάθε σελίδα για φωτογραφία. Όταν θεώρησα περίπου ολοκληρωμένη την εργασία μου, θεώρησα σκόπιμο να στείλω αυτό το πρώτο μέρος στην Ακαδημία Αθηνών το 1968. Πολύ γρήγορα πήρα μια απάντηση επαινετική. Επειδή μάλιστα έγραφα στην επιστολή μου ότι για να ηχογραφήσω τραγούδια χρειαζόμουνα ηλεκτρόφωνο, η Ακαδημία μού έστειλε μαζί με τον πρώτο έπαινο και τρία χιλιάρικα μέσω Νομαρχίας για να αγοράσω ηλεκτρόφωνο. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο σπίτι μου στον Εχίνο. Κάποια, όμως, τραγούδια δεν τραγουδήθηκαν από σπουδαστές μου αλλά από γονείς των μαθητών. Τα τραγούδια τα είχα μαζέψει σε έγγραφη μορφή. Αλλά οι ηχογραφήσεις έγιναν σε ταινίες από το 1968 μέχρι το 1971.
Με αφετηρία τον Εχίνο κάνατε καταγραφικές εξορμήσεις σε πολλά άλλα πομακοχώρια.
Την Παρασκευή δεν είχαμε σχολείο, γιατί ήταν η μουσουλμανική αργία. Την Κυριακή είχαμε σχολείο. Είχα κάποιες ελεύθερες ώρες. Η συγκοινωνία του λεωφορείου έφτανε μέχρι τα Μελίβοια. Όλα τα άλλα χωριά ήταν σε απόσταση. Πήγαινα λοιπόν με τα πόδια. Στον Εχίνο ήταν γιατρός τότε ο Γιάννης Αγκόρτζας ο οποίος, όταν τον καλούσαν να εξετάσει, μού έλεγε: «Πέτρο, μπορείς;» «Μπορώ». Πήγαινα και φωτογράφιζα. Στο χωριό Καλότυχο, στα σύνορα, πήγα με αυτοκίνητο, με τον ταχυδρόμο, μέχρι τις Θέρμες. Μείναμε βράδυ στις Θέρμες (είχε ένα ξενοδοχείο εκεί) και πρωί-πρωί την άλλη μέρα πήραμε το δρόμο για Μέδουσα, Κοτάνη, Τσαλαπετεινό, Καλότυχο και επιστροφή την ίδια μέρα. Πρέπει να έκανα δεκατέσσερις ώρες περπάτημα. Σήμερα το Καλότυχο έχει αδειάσει τελείως. Τότε ήταν μεγάλο χωριό.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ
Τι πιστεύετε για την καταγωγή των Πομάκων;
Οι Πομάκοι πιο μπροστά ήταν χριστιανοί. Όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οριστικά από το 1344 επί Ανδρονίκου αυτοκράτορα του Βυζαντίου οι Βούλγαροι, ήρθαν σε επικοινωνία με τους κατοίκους, τους Ροδοπαίους, τους ανθρώπους που ζούσαν στη Ροδόπη. Από αυτές τις πληροφορίες έβγαλα και εγώ το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαν πιο μπροστά ήταν οι Θρακιώτες. Η ονομασία Πομάκοι υπήρχε πολύ πριν ελευθερωθεί η Θράκη. Από τους Βούλγαρους εκσλαβίστηκε η γλώσσα των Ροδοπαίων. Μετά ήρθαν οι μουσουλμάνοι. Προσπάθησαν να εξισλαμίσουν αυτούς τους ανθρώπους και το κατάφεραν σε πολλές περιοχές. Όταν κάποιοι γίνονταν μουσουλμάνοι αποκτούσαν μεγάλα προνόμια. Αυτοί έδειχναν στους άλλους ως μπέηδες, ως πλούσιοι. Περνούσαν καλά, δεν είχαν φορολογίες, είχαν πλεονεκτήματα. Σιγά-σιγά και οι Πομάκοι έγιναν μουσουλμάνοι για να έχουν αυτά τα αγαθά.
Μιλήστε μας για κάποιες σημαντικές πτυχές από την ιστορία των Πομάκων κατά τον 20ο αιώνα.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ, όταν επικράτησε στην Τουρκία, εφάρμοσε την πολιτική του εξευρωπαϊσμού. Αυτό το πράγμα τους μουσουλμάνους τους δυσαρέστησε. Μάλιστα ο Κεμάλ Ατατούρκ απαγόρευε τα φέσια, τους φερετζέδες, γενικά την ενδυμασία των μουσουλμάνων. Ακόμα και στη γλώσσα της Τουρκίας έβαλε ευρωπαϊκά στοιχεία, μετέτρεψε την αραβική γραφή σε λατινική κλπ. Οι μουσουλμάνοι αυτό δεν το δέχθηκαν. Εδώ στην Ελλάδα, χάρη στην ελευθερία που προσφέρει η πατρίδα μας, οι μουσουλμάνοι ζούσαν όπως ήθελαν, πιστοί στις μουσουλμανικές παραδόσεις τους. Όσοι από τους μουσουλμάνους της Τουρκίας δε δέχθηκαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ Ατατούρκ έφυγαν από την Τουρκία και πολλοί από αυτούς ήρθαν στη Θράκη. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την πλευρά της Τουρκίας. Συνεχώς ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να τους απελάσει. Η ελληνική κυβέρνηση το 1931 τους απέλασε. Όμως οι Πομάκοι παρέμειναν. Οι χοτζάδες του Ιεροσπουδαστηρίου ήταν από αυτούς που φορούσαν σαρίκι, δηλαδή ανήκαν στους παλαιο-μουσουλμάνους.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Το πρώτο σας βιβλίο λέγεται «Πομάκοι, οι μουσουλμάνοι της Ροδόπης». Πώς εκδόθηκε αυτό το βιβλίο;
Το βιβλίο αυτό πέρασε από πολλά χέρια. Πολλοί ήθελαν να τυπωθεί αλλά δίσταζαν, για κάποιο λόγο. Το βιβλίο εκδίδεται τελικά το 1995, 24 χρόνια μετά. Ο Γιώργος Παύλος, ο καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης, είχε δημιουργήσει ένα σχολείο για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Μαθητές στο σχολείο αυτό έγιναν και μαθητές μου από το Ιεροσπουδαστήριο. Αυτοί είπαν στον κύριο Παύλο: «Αφού το ΠΑΚΕΘΡΑ κάνει και εκδόσεις, γιατί δεν εκδίδετε και το βιβλίο του δάσκαλού μας;»
Το συγγραφικό σας έργο συνεχίστηκε με τα δύο Λεξικά (ελληνο-πομακικό, πομακο-ελληνικό) και τη Γραμματική της πομακικής.
Και τα τρία τα ανέλαβε το ίδιο τυπογραφείο. Τα έξοδα καλύφθηκαν από τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου. Το 1995, δυο μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου, με κάλεσε ο κύριος Εμφιετζόγλου να με γνωρίσει. Μετά από δυο μήνες απευθύνθηκα σε αυτόν για να χρηματοδοτήσει την εκτύπωση και για το υπόλοιπο μέρος της εργασίας μου. Ήρθα σε επικοινωνία με αρκετούς από τους σπουδαστές μου, από τους οποίους τρεις δέχθηκαν ναρθούν να με βοηθήσουν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο Αϊντίν Μουμίν και ο Καπζά Μουζαφέρ και μία κυρία από ένα πομακικό χωριό. Τους έδινα ελληνικές λέξεις και τις μετέφραζαν. Αρχίσαμε αρχές Μαρτίου του 1995 και τελειώσαμε το Μάρτιο του 1996. Η δουλειά δεν είχε ώρες. Από το πρωί έως το βράδυ. Ατέλειωτες ώρες εργασίας. Στις 10 Μαΐου 1996 έγινε παρουσίαση των τριών βιβλίων στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στην πλατεία Συντάγματος. Μίλησαν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιάννης Μαρίνος, η Βιργινία Τσουδερού, ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ο Αϊντίν, ο Μουζαφέρ κι εγώ. Ο Μουζαφέρ είχε την έμπνευση να κάνει μια παράκληση: «Σας παρακαλώ μη λησμονήσετε τους Πομάκους». Στις 31 Δεκεμβρίου 1996 ακολούθησε η βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών.
Όλα αυτά τα χρόνια, ως συγγραφέας, έχετε ως σημείο αναφοράς τα πομακοχώρια. Πώς νοιώθετε κάθε φορά που επισκέπτεστε την Ξάνθη ξανά;
Την Ξάνθη τη βλέπω με πολύ χαρά και με μεγάλη συγκίνηση για διάφορους λόγους. Πρώτα-πρώτα ξεκίνησα τη διδασκαλική μου σταδιοδρομία στο νομό Ξάνθης. Πήγα στον Εχίνο παντρεμένος. Εκεί γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους. Δε γνώρισα κακούς ανθρώπους, ίσως γιατί οι παρέες μου, οι συζητήσεις μου δεν επέτρεπαν να μάθω πράγματα που δεν θα τα χρειαζόμουν. Πάντως άκουγα καλά λόγια και για το βιβλίο που έγραφα και για τη δουλειά μου στο Ιεροσπουδαστήριο και για τη συμπεριφορά μου, την οικογένειά μου. Στον Εχίνο είχαμε επαφές με μερικές οικογένειες. Στο Κουρμπάν Μπαϊράμ μάς έφερναν κρέας, γλυκά στο Σεκέρ Μπαϊράμ. Όταν συναντιόνταν στο δρόμο η γυναίκα μου με άλλες γυναίκες, τη χαιρετούσαν. Οι γυναίκες δεν ήξεραν πολλά ελληνικά. Τώρα, βέβαια, αλλάξανε τα πράγματα.
Ποια είναι η αίσθηση που έχετε όταν σκέφτεστε τους Πομάκους σήμερα; Από το 1964 έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια.
Χαίρομαι που τους βλέπω αλλά με στεναχωρεί το πόσο μεγάλη είναι η αλλαγή σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Να σας πω μερικά περιστατικά. Όταν έτρεχα από χωριό σε χωριό για να συγκεντρώσω υλικό, με έβλεπαν οι χοτζάδες του Ιεροσπουδαστηρίου, αλλά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αυτή η δουλειά για να γίνει ήθελε και χρόνο πολύ και υπομονή και επιμονή. Μόνο όταν προχώρησα αρκετά, ο Αγγά Μεχμέτ, ο γιος του μουφτή, μού είπε κάτι που με στενοχώρησε: «Εμείς δε θέλουμε ούτε το όνομα Πομάκοι να λέμε, εσύ γράφεις βιβλίο για τους Πομάκους».
Ανάμεσα στις οικογένειες που γνωρίσαμε, μια οικογένεια μάς έγινε πολύ αγαπητή. Μας παρακάλεσε ο γιος τους να τους επισκεφθούμε και στο σπίτι. Είχε έρθει ο πατέρας των παιδιών και στον Εχίνο. Μας εξασφάλιζαν και μουλάρια, για να μην κουραστούμε περπατώντας. Θα πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, από εκεί και πέρα θα μας πήγαιναν με μουλάρια. Πήγαμε, μάς φιλοξένησαν υπέροχα. Φάγαμε, κοιμηθήκαμε εκεί και την άλλη μέρα, με το καλύτερο κατευόδιο, χωρίσαμε φίλοι. Και το είπαμε και το ξαναείπαμε: «Θα είμαστε για πάντα φίλοι». Τι συνέβη, όμως, όταν μετά από αρκετά χρόνια, μετά το 1995, όταν βγήκε το βιβλίο, πήγα να μοιράσω βιβλία στα χωριά. Πήγα και στο χωριό αυτού του Πομάκου, ο οποίος μας είχε φιλοξενήσει. Πλησίασα το διώροφο σπίτι που βρίσκονταν σε ύψωμα. Φώναξα το όνομά του και δεν άκουγα τίποτε. Υπέθεσα ότι λείπουν και γύρισα την πλάτη να φύγω. Εκείνη τη στιγμή άκουσα:
«Πέτρο!»
Γυρίζω και βλέπω το φίλο μου αυτόν να μου λέει:
«Πέτρο, λυπάμαι πολύ, αλλά άλλαξαν πολύ τα πράγματα. Συγχώρεσέ με»
Και έπιασε τα μάτια του και έφυγε μέσα.
Τι είχε συμβεί; Η τρομοκρατία ήταν πολύ φονική, θα έλεγα, προς όλους. Να μη μιλάμε για γκέτο πριν, επειδή υπήρχε η μπάρα, αλλά να μιλάμε για καταπίεση και τρομοκρατία της τουρκικής προπαγάνδας.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Πώς ήταν τα δίγλωσσα μειονοτικά σχολεία εκείνη την εποχή (1964-1971);
Η Συνθήκη της Λωζάνης και η Σύμβαση για την ανταλλαγή των Πληθυσμών προέβλεπε κάποια πράγματα. Έμεναν οι μουσουλμάνοι στη Δυτική Θράκη και έμεναν οι χριστιανοί στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο. Όμως, το 1951 υπογράφηκε, με απαίτηση τότε των Τούρκων, το πρώτο Μορφωτικό Πρωτόκολλο, με το οποίο δεχόταν η ελληνική κυβέρνηση να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα ως μητρική γλώσσα και οι Πομάκοι στα πομακικά σχολεία. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κακό προηγούμενο. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος 3065, ο οποίος κατοχύρωνε ό,τι καλύτερο μπορούσε να έχει η Τουρκία στη Θράκη, δηλαδή όλοι οι μουσουλμάνοι να αποτελούν μια, και μάλιστα τουρκική, μειονότητα. Αλλά και το Πρωτόκολλο του 1968 επιβεβαίωνε το Πρωτόκολλο του 1951 και το νόμο του 1954. Τότε ο Φεσσόπουλος διέταζε να κατεβούν οι πινακίδες που έγραφαν «Μουσουλμανικό Σχολείο» και να αναρτηθούν πινακίδες που να έγραφαν «Τουρκικό Σχολείο». Δηλαδή παραδώσαμε οι Έλληνες τους Πομάκους στο λύκο για να φυλάει τα πρόβατα. Οι Τούρκοι από τότε απόκτησαν το δικαίωμα να έχουν την τουρκική γλώσσα στα σχολεία. Λυπάμαι πάρα πολύ για αυτούς τους ανθρώπους: να είναι μέσα σε ένα ελεύθερο κράτος τρομοκρατημένοι από ένα άλλο κράτος, το οποίο θα έπρεπε να τους σέβεται.
Η μειονοτική εκπαίδευση προκαλεί κάποια μαθησιακά προβλήματα στους μαθητές;
Βεβαίως! Μικρά παιδιά, έξι χρονών, από πρώτη Δημοτικού να μαθαίνουν ελληνικά, να μαθαίνουν τουρκικά έξω από τη γλώσσα τους… Η διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα δεν έπρεπε να είχε αρχίσει καθόλου. Έπρεπε, όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης και η Σύμβαση για την ανταλλαγή, οι τρεις ομάδες (Πομάκοι, Τούρκοι, Τσιγγάνοι) να διδάσκονται στα δικά τους σχολεία τη δικιά τους γλώσσα και τη γλώσσα του κράτους.
Πόσο σημαντική είναι η μητρική γλώσσα για την ψυχική και πνευματική ανάπτυξη ενός παιδιού;
Όταν από ένα παιδί αφαιρείς τη γλώσσα που μιλάει στο σπίτι του, τη γλώσσα που μιλάει ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, η μητέρα, οι φίλοι και το υποχρεώνεις να μη μιλάει τη γλώσσα αυτή, νομίζω ότι παίρνεις την ψυχή του. Κι αυτό είναι εγκληματικό. Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι Πομάκοι κατάλαβαν ότι πρέπει να σώσουν τη γλώσσα τους, τον πολιτισμό τους, την ιστορία τους, τον εαυτό τους. Η πομακική γλώσσα μπορεί θαυμάσια και να γράφεται. ΟΙ Πομάκοι δεν πρέπει να κάνουν πίσω. Τώρα πρέπει να δραστηριοποιηθούν, να δουλέψουν όσο μπορούν περισσότερο. Και συγχαρητήρια σε όλους αυτούς που τόλμησαν, που σήκωσαν το δίκιο τους ψηλά.
* Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Αγώνας» Ξάνθης 18 Απριλίου 2013
Αναρτήθηκε από Νικόλαος Θ. Κόκκας στις 3:33 μ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου