Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1959
ΧΑΡΗΣ Ν. ΜΕΛΕΤΙΑΔΗΣ*
Η Νίκη Δενδρινού-Αντωνακάκη, πρωτοπόρος στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον σχεδιασμό της μεταρρύθμισης του 1959. ΕΤΙΚΕΤΕΣ: Ιστορία Στις 21 Μαρτίου 1959 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέκρινε τις «βασικές αρχές των νέων εκπαιδευτικών νομοσχεδίων». Η σοβαρότητα του εγχειρήματος, σε συνδυασμό με την άμεση εκπαιδευτική προϊστορία, του προσδίδει χαρακτηριστικά εξαιρετικού γεγονότος: η πολιτική απέναντι στο σχολείο όλων των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων έως το 1959 υπήρξε ασταθής και αναποτελεσματική, όπως εξάλλου συμβαίνει τότε και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Η δυσκολία αυτή συνδέεται γενικά με την αναστάτωση που προκάλεσε η είσοδος στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο των νέων μεσαίων αστικών στρωμάτων και η προβολή από αυτά νέων μορφωτικών αιτημάτων. Στην Ελλάδα επιπλέον και ο εμφύλιος πόλεμος και άλλες πλευρές της οργάνωσης της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής, καθώς και η προϊστορία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, προσδίδουν στο νέο εγχείρημα επιπλέον χαρακτηριστικά και συμπληρωματικές στοχεύσεις.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Καραμανλή διατυπώθηκε σε επτά νομοθετικά διατάγματα το 1959 (3971, 3973, 3970, 3974, 3972, 3998, 3997) με τα οποία προωθούνται οι ακόλουθες μεταβολές στην ελληνική εκπαίδευση: ιδρύονται δημόσιες τεχνικές σχολές· διαφοροποιείται το πρόγραμμα του Γυμνασίου το οποίο γίνεται πλέον το γενικό και ενιαίο σχολείο της Μέσης Εκπαίδευσης· εισάγεται ο θεσμός των Τεχνικών Γυμνασίων και ιδρύεται αντίστοιχο Πειραματικό Γυμνάσιο· ιδρύεται Σχολή Προπαρασκευής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης· διαφοροποιείται το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο με τη συμμετοχή σε αυτό τεχνικών και οικονομικών στελεχών· η εποπτεία της επαγγελματικής εκπαίδευσης ασκείται αποκλειστικά από το υπουργείο Παιδείας· ενισχύεται η Στοιχειώδης Εκπαίδευση με την αύξηση του προσωπικού της και τη βελτίωση της κατάρτισης των νηπιαγωγών και δασκάλων· ενισχύεται η Ανώτατη Εκπαίδευση και νομοθετείται η συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των πολιτών στα συμβούλια και στις επιτροπές παιδείας.
Στόχος, η στενότερη διασύνδεση με την παραγωγή
Το αντικείμενο της μεταρρύθμισης επικεντρώνεται στη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα και όλα τα μέτρα που προβλέπονται αφορούν τη στενότερη διασύνδεση ανάμεσα στις παραγωγικές δραστηριότητες συνολικά και στη Μέση Εκπαίδευση, η οποία ώς τότε εξυπηρετούσε αποκλειστικά ένα μικρό και λεμφατικό τμήμα του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών. Η μετατροπή του προσανατολισμού του υφιστάμενου Γυμνασίου διαθέτει βάθος και θεωρείται ότι επηρεάζει συνολικά τη φυσιογνωμία και την επιτελεστικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης, εφόσον αποδέχονται τη βασική ιδιομορφία της ανάπτυξής της, σύμφωνα με την οποία το Γυμνάσιο αποτελεί κεντρικό εκπαιδευτικό θεσμό.
Τα νομοσχέδια επίσης δεν εμφανίζονται στο κενό, αλλά τοποθετούνται κατά κάποιον τρόπο απέναντι σε δύο διαμορφωμένες τάσεις. Η πρώτη από αυτές προέκρινε την επαναφορά του παλιού οργανωτικού σχήματος (3-4) με την αφαίρεση μιας τάξης από τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση και την προσθήκη της στη Μέση, ώστε να σχηματίζονται δύο κύκλοι σχολείων, ένας τριετής (το παλιό Ελληνικό Σχολείο) και ένα τετραετές Γυμνάσιο· βάση και των δύο κύκλων θα ήταν η ανθρωπιστική κλασική παιδεία.
Η δεύτερη τάση (που θα επικρατήσει με ορισμένες ήσσονος σημασίας αλλαγές κατά τη διάδοχη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ενωσης Κέντρου του 1964) προκρίνει τη διατήρηση ανέπαφου του εξαετούς Δημοτικού Σχολείου και τον χωρισμό του εξατάξιου Γυμνασίου σε δύο τριετείς κύκλους. Στον πρώτο κύκλο τα μαθήματα θα ήσαν πρακτικότερα, με περιορισμένα ή εντελώς κατηργημένα τα Αρχαία Ελληνικά, και στον δεύτερο το πρόγραμμα θα ήταν αυστηρά προπαρασκευαστικό για το πανεπιστήμιο.
Και οι δύο τάσεις αναγνώριζαν την ανάγκη ανάπτυξης της τεχνικής εκπαίδευσης, αλλά την ήθελαν να διεκπεραιώνεται ανεξάρτητη σε ξεχωριστά ιδρύματα και χωρίς να αναμειγνύεται με την ανθρωπιστική παιδεία, που εξακολουθούσε να αποτελεί το βασικό μορφωτικό πρόταγμα του Γυμνασίου. Η κυβέρνηση θεώρησε αντιθέτως ότι οι σκοποί της αγωγής ολοκληρώνονται με τη σύμμετρη προσφορά γενικής και επαγγελματικής μόρφωσης στους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης. Με βάση αυτή την αρχή, η μεταρρύθμιση εμφανίζεται υπέρ της αύξησης του αριθμού των μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης και τάσσεται υπέρ του εκδημοκρατισμού της και της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτή· προωθεί την ισοτιμία των θεωρητικών και πρακτικών-εφαρμοσμένων γνώσεων και ως μορφωτικών αγαθών και κυρίως ως μέσων για την επίτευξη της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Επίσης επιδιώκεται να θεραπευθεί αφενός η χρόνια καθυστέρηση ανάπτυξης επαγγελματικών και τεχνικών σχολών, αφετέρου να ενισχυθεί η ανθρωπιστική παιδεία και ως στοιχείο του προγράμματος των νέων σύνθετου τύπου Γυμνασίων και ως αποτέλεσμα της γενικής εξάπλωσης της Μέσης Εκπαίδευσης.
Επιρροές από τις διεθνείς παιδαγωγικές τάσεις
Η κυβερνητική μεταρρυθμιστική θέση ανάγεται σε επεξεργασίες που εύκολα εντοπίζονται στον διεθνή παιδαγωγικό ορίζοντα. Οι παιδαγωγικές αρχές που τη στηρίζουν είναι γνωστές και από την προπολεμική περίοδο· στο επίπεδο, όμως, της εκπαιδευτικής πολιτικής και του σχεδιασμού οφείλουμε να εντοπίσουμε και την επίδραση του αμερικανικού εκπαιδευτικού μοντέλου στην Ευρώπη, καθώς και την επιρροή, που ασκούσε στα εκπαιδευτικά πράγματα ήδη πριν από τον πόλεμο το μοντέλο της πολυτεχνικής εκπαίδευσης, δοκιμασμένο τότε στη Σοβιετική Ενωση, και με σημαντική διάδοση κατά τις μεταπολεμικές συνθήκες στις άλλες χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Το μοντέλο αυτό απέφερε την αποφασιστική ενίσχυση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με τον δραστικό περιορισμό του αναλφαβητισμού καθώς και με τα υψηλά ποσοστά φοίτησης νέων σε ποικίλους θεσμούς τεχνικής εκπαίδευσης. Ολα αυτά εγγράφονται σε ό,τι η ρητορική εκείνης της εποχής ονομάζει «πολυτεχνική εκπαίδευση» και «βιομηχανικό σχολείο». Στην Ελλάδα απόηχοι αυτής της πληροφόρησης ανιχνεύονται σε κείμενα ποικίλα, από τις προπολεμικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καζαντζάκη, λ.χ., ή του Βάρναλη από τη Ρωσία έως και σε αναλύσεις ριζοσπαστών αλλά και κατεστημένων παιδαγωγών και μεταπολεμικά, ιδίως μετά το Sputnik Shock το 1957.
Στο περιβάλλον αυτών των διεθνών παιδαγωγικών διευθετήσεων, η μεταρρύθμιση του 1959 επικαλείται την προώθηση της δημοκρατίας στην εκπαίδευση, αφετέρου συνδέει τον προτεινόμενο τύπο Μέσης Εκπαίδευσης με τον αμερικανικό θεσμό του Comprehensive School. Στην τελευταία αυτή σύνδεση συνεισφέρει και η γνωστή, από την προπολεμική ήδη εποχή, στην Ελλάδα αρχή του σχολείου της εργασίας.
Καινοτόμες αλλαγές αλλά και έντονες αντιδράσεις
Τα βασικά επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση του 1959 τα βρίσκουμε διατυπωμένα από την υπεύθυνη του Γραφείου Μελετών και Συντονισμού του υπουργείου Παιδείας, τη Νίκη Δενδρινού-Αντωνακάκη, σε κείμενό της που απευθύνεται σε εκπαιδευτικά στελέχη: Η δημοκρατική αρχή της εκπαίδευσης εδραιώνεται με τα νομοσχέδια στο μέτρο που: α) η επαγγελματική παιδεία καθίσταται «συστηματικώτερον δημόσιον λειτούργημα», το κόστος του οποίου αναλαμβάνουν όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες και συνεπώς απαιτούν να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την επαγγελματική κατάρτιση όλων των παιδιών τους και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή τους. β) «Η κλασική παιδεία, θεωρουμένη ως κληρονομία όλων των ελληνοπαίδων, αναγνωρίζεται ως γενικόν προνόμιον». γ) «Η Μέση Παιδεία αντιμετωπίζεται ως γενικόν δικαίωμα των εφήβων». Η Αντωνακάκη τονίζει: «Η πρόληψις κατά της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, χρονολογούμενη από της εποχής της δουλείας, ζη ατυχώς μέχρι των ημερών μας εις τας χώρας της αριστοκρατικής παραδόσεως και εκείνας που, χωρίς να έχουν αριστοκρατικήν σύνθεσιν, τας μιμούνται. Αλλά εις τας νέας κοινωνίας και τας ανασυγκροτουμένας διά της επιστημονικής εξελίξεως η πρόληψις αύτη, η οποία είχε ως προπύργιον το ανθρωπιστικόν Γυμνάσιον, εξαφανίζεται. Τώρα δημιουργούνται νέοι τύποι Γυμνασίων [...] Η νέα παιδεία των Γυμνασίων τούτων [...] δεν περιορίζεται εις ένα κύκλον αξιών, αλλά περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία όλων των αναγκαίων διά τον σύγχρονον βίον μαθήσεων, ως εκάστη πολιτεία θεωρεί ταύτα». Εισάγεται τέλος η ελεύθερη, χωρίς οργανωτικούς φραγμούς ανέλιξη του μαθητή από τη μια εκπαιδευτική βαθμίδα στην αμέσως ανώτερή της και καθιερώνονται μέτρα συμμετοχής των παραγωγικών τάξεων στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1959 φιλοδοξεί να αναδιατάξει ολόκληρο το παιδαγωγικο-εκπαιδευτικό τοπίο στη χώρα. Από την άποψη των πνευματικών προσόδων που επιστρατεύονται το πιο σημαντικό νέο δεδομένο είναι η εντύπωση ότι η κυβέρνηση αποφασίζει την προώθηση των εκπαιδευτικών αλλαγών και έρχεται αντιμέτωπη με πνευματικούς φορείς και διανοούμενους. Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ποικιλώνυμες επιστημονικές και θρησκευτικές οργανώσεις (Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, Χριστιανικός Κοινωνικός Κύκλος), μεμονωμένοι συντηρητικοί διανοούμενοι και εκπαιδευτικοί παράγοντες (λ.χ. Κ. Γεωργούλης, Σπ. Καλλιάφας, Κ. Σπετσιέρης κ.ά.) αλλά και αρκετοί διανοούμενοι φιλικοί προς το κόμμα της Ενωσης Κέντρου (με πιο σημαντικό τον Ευάγγελο Παπανούτσο) τοποθετούνται για ποικίλους λόγους αρνητικά προς τις σκοπούμενες αλλαγές. Κάποτε διαφαίνεται σε αυτές τις κριτικές και ένας ορισμένος αντιευρωπαϊσμός (το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι ο Ευάγγελος Παπανούτσος, που απρόσκλητος ενεπλάκη σε δημόσια σχετική αντιπαράθεση με τον Γιώργο Θεοτοκά).
Η αντιπαράθεση
Η στάση όλων αυτών των προσώπων ανάγεται κατά κάποιον τρόπο σε ένα φιλοσοφικό κείμενο που δημοσίευσε το 1945 ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος με τίτλο «Το πνεύμα του νεοελληνισμού και η τροπή των καιρών», όπου επιχειρήθηκε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον νεοελληνικό πολιτισμό και στη μεταπολεμική τεχνοκρατική τάση. Οι αντίπαλοι της μεταρρύθμισης βασίστηκαν εδώ, παραγνωρίζοντας τις εκπαιδευτικές προσαρμογές που απαιτούσε το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας μετά το 1949. Η πρόθεσή τους όμως δεν ήταν η φιλοσοφική εμβάθυνση, αλλά να παραμείνει αδιασάλευτη η μορφωτική βάση του παραδοσιακού Γυμνασίου, δηλ. η διδασκαλία της καθαρεύουσας και η έντονη παρουσία των αρχαίων συγγραφέων και των αισθητικών κλασικιστικών αρχών στο πρόγραμμα των μαθημάτων.
Η μεταρρύθμιση του 1959 δεν ασχολούνταν με αυτά τα ζητήματα, καινοτομία της υπήρξε ότι ως συνολική σύλληψη υπερέβαινε την ιδεολογική κεντροθέτηση γύρω από το ζήτημα της γλώσσας και προωθούσε ένα πολλαπλό και ισχυρά διαφοροποιημένο σε σχέση με ό,τι συνέβαινε έως τότε σύστημα κριτηρίων για το παιδευτικό έργο του σχολείου. Η σκόπευση αυτή έθετε υπό αμφισβήτηση τον παραδοσιακό ρόλο των κατεστημένων παιδαγωγών και υπονόμευε τις προνομιακές σχέσεις τους με τους εξουσιαστικούς φορείς. Η απεξάρτηση της πολιτικής από πάγιες και σκληρυσμένες επεξεργασίες κατεστημένων παιδαγωγών είχε ωστόσο μια πλευρά, η οποία μαζί με την οικονομική δυσπραγία συνέβαλε στην ουσιαστική ακύρωση της μεταρρυθμιστικής πρότασης του 1959: Ο υποστηρικτικός λόγος προς τη μεταρρύθμιση κινήθηκε αποκλειστικά σύμφωνα με την αρχή του πολιτικού ρεαλισμού και δεν θέλησε να αξιοποιήσει τις ιστορικές εμπειρίες της ελληνικής κοινωνίας από το σχολείο της. Η δυσκολία αυτή πρακτικά σήμαινε την υποτίμηση της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο αίτημα για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την υποβάθμιση του διοικητικού ρόλου των κατεστημένων παιδαγωγών καθώς και της αστόχαστης δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών μέσα στην εκπαίδευση. Από την άλλη πλευρά οι λύσεις που τότε προτάθηκαν δεν φαίνεται να πάσχουν ως στοχαστικές-θεωρητικές κατασκευές, ως πραγματιστικές παιδαγωγικές παραστάσεις ή ως πολιτικά αιτήματα. Η αποτυχία της μεταρρύθμισης του 1959 προσφέρεται για θεωρητικές γενικεύσεις περί πολιτικής.
* Ο κ. Χάρης Ν. Μελετιάδης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΧΑΡΗΣ Ν. ΜΕΛΕΤΙΑΔΗΣ*
Η Νίκη Δενδρινού-Αντωνακάκη, πρωτοπόρος στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον σχεδιασμό της μεταρρύθμισης του 1959. ΕΤΙΚΕΤΕΣ: Ιστορία Στις 21 Μαρτίου 1959 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέκρινε τις «βασικές αρχές των νέων εκπαιδευτικών νομοσχεδίων». Η σοβαρότητα του εγχειρήματος, σε συνδυασμό με την άμεση εκπαιδευτική προϊστορία, του προσδίδει χαρακτηριστικά εξαιρετικού γεγονότος: η πολιτική απέναντι στο σχολείο όλων των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων έως το 1959 υπήρξε ασταθής και αναποτελεσματική, όπως εξάλλου συμβαίνει τότε και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Η δυσκολία αυτή συνδέεται γενικά με την αναστάτωση που προκάλεσε η είσοδος στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο των νέων μεσαίων αστικών στρωμάτων και η προβολή από αυτά νέων μορφωτικών αιτημάτων. Στην Ελλάδα επιπλέον και ο εμφύλιος πόλεμος και άλλες πλευρές της οργάνωσης της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής, καθώς και η προϊστορία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, προσδίδουν στο νέο εγχείρημα επιπλέον χαρακτηριστικά και συμπληρωματικές στοχεύσεις.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Καραμανλή διατυπώθηκε σε επτά νομοθετικά διατάγματα το 1959 (3971, 3973, 3970, 3974, 3972, 3998, 3997) με τα οποία προωθούνται οι ακόλουθες μεταβολές στην ελληνική εκπαίδευση: ιδρύονται δημόσιες τεχνικές σχολές· διαφοροποιείται το πρόγραμμα του Γυμνασίου το οποίο γίνεται πλέον το γενικό και ενιαίο σχολείο της Μέσης Εκπαίδευσης· εισάγεται ο θεσμός των Τεχνικών Γυμνασίων και ιδρύεται αντίστοιχο Πειραματικό Γυμνάσιο· ιδρύεται Σχολή Προπαρασκευής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης· διαφοροποιείται το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο με τη συμμετοχή σε αυτό τεχνικών και οικονομικών στελεχών· η εποπτεία της επαγγελματικής εκπαίδευσης ασκείται αποκλειστικά από το υπουργείο Παιδείας· ενισχύεται η Στοιχειώδης Εκπαίδευση με την αύξηση του προσωπικού της και τη βελτίωση της κατάρτισης των νηπιαγωγών και δασκάλων· ενισχύεται η Ανώτατη Εκπαίδευση και νομοθετείται η συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των πολιτών στα συμβούλια και στις επιτροπές παιδείας.
Στόχος, η στενότερη διασύνδεση με την παραγωγή
Το αντικείμενο της μεταρρύθμισης επικεντρώνεται στη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα και όλα τα μέτρα που προβλέπονται αφορούν τη στενότερη διασύνδεση ανάμεσα στις παραγωγικές δραστηριότητες συνολικά και στη Μέση Εκπαίδευση, η οποία ώς τότε εξυπηρετούσε αποκλειστικά ένα μικρό και λεμφατικό τμήμα του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών. Η μετατροπή του προσανατολισμού του υφιστάμενου Γυμνασίου διαθέτει βάθος και θεωρείται ότι επηρεάζει συνολικά τη φυσιογνωμία και την επιτελεστικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης, εφόσον αποδέχονται τη βασική ιδιομορφία της ανάπτυξής της, σύμφωνα με την οποία το Γυμνάσιο αποτελεί κεντρικό εκπαιδευτικό θεσμό.
Τα νομοσχέδια επίσης δεν εμφανίζονται στο κενό, αλλά τοποθετούνται κατά κάποιον τρόπο απέναντι σε δύο διαμορφωμένες τάσεις. Η πρώτη από αυτές προέκρινε την επαναφορά του παλιού οργανωτικού σχήματος (3-4) με την αφαίρεση μιας τάξης από τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση και την προσθήκη της στη Μέση, ώστε να σχηματίζονται δύο κύκλοι σχολείων, ένας τριετής (το παλιό Ελληνικό Σχολείο) και ένα τετραετές Γυμνάσιο· βάση και των δύο κύκλων θα ήταν η ανθρωπιστική κλασική παιδεία.
Η δεύτερη τάση (που θα επικρατήσει με ορισμένες ήσσονος σημασίας αλλαγές κατά τη διάδοχη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ενωσης Κέντρου του 1964) προκρίνει τη διατήρηση ανέπαφου του εξαετούς Δημοτικού Σχολείου και τον χωρισμό του εξατάξιου Γυμνασίου σε δύο τριετείς κύκλους. Στον πρώτο κύκλο τα μαθήματα θα ήσαν πρακτικότερα, με περιορισμένα ή εντελώς κατηργημένα τα Αρχαία Ελληνικά, και στον δεύτερο το πρόγραμμα θα ήταν αυστηρά προπαρασκευαστικό για το πανεπιστήμιο.
Και οι δύο τάσεις αναγνώριζαν την ανάγκη ανάπτυξης της τεχνικής εκπαίδευσης, αλλά την ήθελαν να διεκπεραιώνεται ανεξάρτητη σε ξεχωριστά ιδρύματα και χωρίς να αναμειγνύεται με την ανθρωπιστική παιδεία, που εξακολουθούσε να αποτελεί το βασικό μορφωτικό πρόταγμα του Γυμνασίου. Η κυβέρνηση θεώρησε αντιθέτως ότι οι σκοποί της αγωγής ολοκληρώνονται με τη σύμμετρη προσφορά γενικής και επαγγελματικής μόρφωσης στους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης. Με βάση αυτή την αρχή, η μεταρρύθμιση εμφανίζεται υπέρ της αύξησης του αριθμού των μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης και τάσσεται υπέρ του εκδημοκρατισμού της και της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτή· προωθεί την ισοτιμία των θεωρητικών και πρακτικών-εφαρμοσμένων γνώσεων και ως μορφωτικών αγαθών και κυρίως ως μέσων για την επίτευξη της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Επίσης επιδιώκεται να θεραπευθεί αφενός η χρόνια καθυστέρηση ανάπτυξης επαγγελματικών και τεχνικών σχολών, αφετέρου να ενισχυθεί η ανθρωπιστική παιδεία και ως στοιχείο του προγράμματος των νέων σύνθετου τύπου Γυμνασίων και ως αποτέλεσμα της γενικής εξάπλωσης της Μέσης Εκπαίδευσης.
Επιρροές από τις διεθνείς παιδαγωγικές τάσεις
Η κυβερνητική μεταρρυθμιστική θέση ανάγεται σε επεξεργασίες που εύκολα εντοπίζονται στον διεθνή παιδαγωγικό ορίζοντα. Οι παιδαγωγικές αρχές που τη στηρίζουν είναι γνωστές και από την προπολεμική περίοδο· στο επίπεδο, όμως, της εκπαιδευτικής πολιτικής και του σχεδιασμού οφείλουμε να εντοπίσουμε και την επίδραση του αμερικανικού εκπαιδευτικού μοντέλου στην Ευρώπη, καθώς και την επιρροή, που ασκούσε στα εκπαιδευτικά πράγματα ήδη πριν από τον πόλεμο το μοντέλο της πολυτεχνικής εκπαίδευσης, δοκιμασμένο τότε στη Σοβιετική Ενωση, και με σημαντική διάδοση κατά τις μεταπολεμικές συνθήκες στις άλλες χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Το μοντέλο αυτό απέφερε την αποφασιστική ενίσχυση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με τον δραστικό περιορισμό του αναλφαβητισμού καθώς και με τα υψηλά ποσοστά φοίτησης νέων σε ποικίλους θεσμούς τεχνικής εκπαίδευσης. Ολα αυτά εγγράφονται σε ό,τι η ρητορική εκείνης της εποχής ονομάζει «πολυτεχνική εκπαίδευση» και «βιομηχανικό σχολείο». Στην Ελλάδα απόηχοι αυτής της πληροφόρησης ανιχνεύονται σε κείμενα ποικίλα, από τις προπολεμικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Καζαντζάκη, λ.χ., ή του Βάρναλη από τη Ρωσία έως και σε αναλύσεις ριζοσπαστών αλλά και κατεστημένων παιδαγωγών και μεταπολεμικά, ιδίως μετά το Sputnik Shock το 1957.
Στο περιβάλλον αυτών των διεθνών παιδαγωγικών διευθετήσεων, η μεταρρύθμιση του 1959 επικαλείται την προώθηση της δημοκρατίας στην εκπαίδευση, αφετέρου συνδέει τον προτεινόμενο τύπο Μέσης Εκπαίδευσης με τον αμερικανικό θεσμό του Comprehensive School. Στην τελευταία αυτή σύνδεση συνεισφέρει και η γνωστή, από την προπολεμική ήδη εποχή, στην Ελλάδα αρχή του σχολείου της εργασίας.
Καινοτόμες αλλαγές αλλά και έντονες αντιδράσεις
Τα βασικά επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση του 1959 τα βρίσκουμε διατυπωμένα από την υπεύθυνη του Γραφείου Μελετών και Συντονισμού του υπουργείου Παιδείας, τη Νίκη Δενδρινού-Αντωνακάκη, σε κείμενό της που απευθύνεται σε εκπαιδευτικά στελέχη: Η δημοκρατική αρχή της εκπαίδευσης εδραιώνεται με τα νομοσχέδια στο μέτρο που: α) η επαγγελματική παιδεία καθίσταται «συστηματικώτερον δημόσιον λειτούργημα», το κόστος του οποίου αναλαμβάνουν όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες και συνεπώς απαιτούν να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την επαγγελματική κατάρτιση όλων των παιδιών τους και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή τους. β) «Η κλασική παιδεία, θεωρουμένη ως κληρονομία όλων των ελληνοπαίδων, αναγνωρίζεται ως γενικόν προνόμιον». γ) «Η Μέση Παιδεία αντιμετωπίζεται ως γενικόν δικαίωμα των εφήβων». Η Αντωνακάκη τονίζει: «Η πρόληψις κατά της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, χρονολογούμενη από της εποχής της δουλείας, ζη ατυχώς μέχρι των ημερών μας εις τας χώρας της αριστοκρατικής παραδόσεως και εκείνας που, χωρίς να έχουν αριστοκρατικήν σύνθεσιν, τας μιμούνται. Αλλά εις τας νέας κοινωνίας και τας ανασυγκροτουμένας διά της επιστημονικής εξελίξεως η πρόληψις αύτη, η οποία είχε ως προπύργιον το ανθρωπιστικόν Γυμνάσιον, εξαφανίζεται. Τώρα δημιουργούνται νέοι τύποι Γυμνασίων [...] Η νέα παιδεία των Γυμνασίων τούτων [...] δεν περιορίζεται εις ένα κύκλον αξιών, αλλά περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία όλων των αναγκαίων διά τον σύγχρονον βίον μαθήσεων, ως εκάστη πολιτεία θεωρεί ταύτα». Εισάγεται τέλος η ελεύθερη, χωρίς οργανωτικούς φραγμούς ανέλιξη του μαθητή από τη μια εκπαιδευτική βαθμίδα στην αμέσως ανώτερή της και καθιερώνονται μέτρα συμμετοχής των παραγωγικών τάξεων στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1959 φιλοδοξεί να αναδιατάξει ολόκληρο το παιδαγωγικο-εκπαιδευτικό τοπίο στη χώρα. Από την άποψη των πνευματικών προσόδων που επιστρατεύονται το πιο σημαντικό νέο δεδομένο είναι η εντύπωση ότι η κυβέρνηση αποφασίζει την προώθηση των εκπαιδευτικών αλλαγών και έρχεται αντιμέτωπη με πνευματικούς φορείς και διανοούμενους. Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ποικιλώνυμες επιστημονικές και θρησκευτικές οργανώσεις (Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, Χριστιανικός Κοινωνικός Κύκλος), μεμονωμένοι συντηρητικοί διανοούμενοι και εκπαιδευτικοί παράγοντες (λ.χ. Κ. Γεωργούλης, Σπ. Καλλιάφας, Κ. Σπετσιέρης κ.ά.) αλλά και αρκετοί διανοούμενοι φιλικοί προς το κόμμα της Ενωσης Κέντρου (με πιο σημαντικό τον Ευάγγελο Παπανούτσο) τοποθετούνται για ποικίλους λόγους αρνητικά προς τις σκοπούμενες αλλαγές. Κάποτε διαφαίνεται σε αυτές τις κριτικές και ένας ορισμένος αντιευρωπαϊσμός (το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι ο Ευάγγελος Παπανούτσος, που απρόσκλητος ενεπλάκη σε δημόσια σχετική αντιπαράθεση με τον Γιώργο Θεοτοκά).
Η αντιπαράθεση
Η στάση όλων αυτών των προσώπων ανάγεται κατά κάποιον τρόπο σε ένα φιλοσοφικό κείμενο που δημοσίευσε το 1945 ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος με τίτλο «Το πνεύμα του νεοελληνισμού και η τροπή των καιρών», όπου επιχειρήθηκε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον νεοελληνικό πολιτισμό και στη μεταπολεμική τεχνοκρατική τάση. Οι αντίπαλοι της μεταρρύθμισης βασίστηκαν εδώ, παραγνωρίζοντας τις εκπαιδευτικές προσαρμογές που απαιτούσε το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας μετά το 1949. Η πρόθεσή τους όμως δεν ήταν η φιλοσοφική εμβάθυνση, αλλά να παραμείνει αδιασάλευτη η μορφωτική βάση του παραδοσιακού Γυμνασίου, δηλ. η διδασκαλία της καθαρεύουσας και η έντονη παρουσία των αρχαίων συγγραφέων και των αισθητικών κλασικιστικών αρχών στο πρόγραμμα των μαθημάτων.
Η μεταρρύθμιση του 1959 δεν ασχολούνταν με αυτά τα ζητήματα, καινοτομία της υπήρξε ότι ως συνολική σύλληψη υπερέβαινε την ιδεολογική κεντροθέτηση γύρω από το ζήτημα της γλώσσας και προωθούσε ένα πολλαπλό και ισχυρά διαφοροποιημένο σε σχέση με ό,τι συνέβαινε έως τότε σύστημα κριτηρίων για το παιδευτικό έργο του σχολείου. Η σκόπευση αυτή έθετε υπό αμφισβήτηση τον παραδοσιακό ρόλο των κατεστημένων παιδαγωγών και υπονόμευε τις προνομιακές σχέσεις τους με τους εξουσιαστικούς φορείς. Η απεξάρτηση της πολιτικής από πάγιες και σκληρυσμένες επεξεργασίες κατεστημένων παιδαγωγών είχε ωστόσο μια πλευρά, η οποία μαζί με την οικονομική δυσπραγία συνέβαλε στην ουσιαστική ακύρωση της μεταρρυθμιστικής πρότασης του 1959: Ο υποστηρικτικός λόγος προς τη μεταρρύθμιση κινήθηκε αποκλειστικά σύμφωνα με την αρχή του πολιτικού ρεαλισμού και δεν θέλησε να αξιοποιήσει τις ιστορικές εμπειρίες της ελληνικής κοινωνίας από το σχολείο της. Η δυσκολία αυτή πρακτικά σήμαινε την υποτίμηση της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο αίτημα για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την υποβάθμιση του διοικητικού ρόλου των κατεστημένων παιδαγωγών καθώς και της αστόχαστης δράσης των ιδεολογικών μηχανισμών μέσα στην εκπαίδευση. Από την άλλη πλευρά οι λύσεις που τότε προτάθηκαν δεν φαίνεται να πάσχουν ως στοχαστικές-θεωρητικές κατασκευές, ως πραγματιστικές παιδαγωγικές παραστάσεις ή ως πολιτικά αιτήματα. Η αποτυχία της μεταρρύθμισης του 1959 προσφέρεται για θεωρητικές γενικεύσεις περί πολιτικής.
* Ο κ. Χάρης Ν. Μελετιάδης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου