Ο ν ε ι ρ ο π ό λ η μ α
(σε τέσσερις πράξεις)
1. Κελί με θέα
Από τη σιδεριά, η πόλη φαντάζει κονσερβαρισμένη σε παραλληλόγραμμα.
Ακίνητα, μακρινά τοπία σε αχνά σεντόνια ομίχλης τυλιγμένα.
Τα μάτια μου, περιπολία, σεργιανούν πάνω στο σώμα της
και περιγράφουν τις εικόνες.
Μπροστά του έρημου γηροκομείου τα χαλάσματα
πεισματικά υπομένουν θορύβους και μπόρες.
Τη μέρα νιώθουν τα παιδικά σκαρφαλώματα
και τη νύχτα αφουγκράζονται τους κρυφούς έρωτες.
Σιμά απλώνεται η αλάνα
ανήμπορη να διατηρήσει των παιδιών τους ανέμελους ήχους
όταν τη μέρα τη σχίζουν με τα τσέρκια τους.
Φουγάρα εργοστασίων, σπίτια σκαρφαλωμένα σε λόφους
στεγάζουν αγάπες και δράματα.
Η Ακρόπολη λουσμένη στο τουριστικό φως.
Στο βάθος συρματοπλεγμένη με φωτεινά αστέρια
μια μαύρη έκταση, η θάλασσα.
Κι ένα ουράνιο φίδι, η κορυφογραμμή του Υμηττού.
Ωκεανός ανθρώπων και μηχανών που πλημμυρίζουν το χώρο.
Εδώ φτάνει ένα απρόσωπο τοπίο και λίγοι σβησμένοι ήχοι.
Άραγε, αυτή τη στιγμή σε πόσα κρεβάτια
πλέκονται νέοι κόμβοι στο κομποσκοίνι της ζωής.
2. Το κελί
Στην απέραντη σιωπηλή νύχτα το κελί κλουβί, σφίγγει το σώμα.
Στους τοίχους reproductions κι αφίσες
την ομοιομορφία να σπάσουν προσπαθούν.
Με της άγιας τρέλας του τα μάτια, σ’ ετοιμόρροπο άλογο ο Δον Κιχώτης,
μεταμορφώνει τους ανεμόμυλους σε κάστρα των εχθρών του.
Του Μοντιλιάνι η κατακλυσμιαία γυναίκα τα μάτια της επάνω μου στυλώνει.
Το ξύπνιο πρόσωπο του Καραγκιόζη φαίνεται να με κοροϊδεύει.
Τρεις γλάστρες στο παραθύρι αθόρυβα δίπλα μου ζουν
Το ψάρι στη γυάλα – κομμάτι θάλασσας εξωτικής- μοιάζει
με τις πελώριες φτερούγες του σαν έντομο της νύχτας.
Εγώ ένα λείψανο που σκέφτεται κι’ ονειρεύεται.
3. Το όραμα
... Ξάφνου, ζεστό ένα χέρι ένιωσα μέσα στη χούφτα.
Αλαφιασμένος πισωπλάτησα .
Λιανοτρέμουλη μια σιλουέτα σιμά μου στεκόταν.
Είχε Μαντόνας πρόσωπο, γλυκόγελο στα χείλη.
Τους ώμους κάλυπτε μεταξωτός χιτώνας πού έφτανε στους μηρούς
Στα πόδια σαντάλια με λουριά τυλίγανε τις κνήμες.
Ήχος αχνός έφτασε στα χείλη.
Με μια κίνηση απάντησε των βλεφάρων.
Μ’ ανάλαφρα τα βήματα κάθισε στην καρέκλα
και το κοντράστ έδειξε τόσο έντονο.
Το χέρι μου άπλωσα δειλά κατά τα ξέπλεκα μαλλιά της.
Προς τη μεριά της κίνησης έγειρε με χάρη το κεφάλι.
Μου είπε απλά: Φίλησε με!.....
4. Η προσγείωση
….Ένα ζεστό κύμα χαράς βόμβισε μες τις φλέβες.
Όταν να κινηθώ κατόρθωσα
του προβολέα το θανατερό φως
περνώντας πάνω απ’ τους επάλληλους τοίχους
ήρθε και πλήγωσε τα μάτια.
Με βογκητό, στο πρόσωπο έφερα τις παλάμες.
Έτσι στης πραγματικότητας το δάπεδο βρόντηξα πάλι.
Ήταν μια οπτασία, της μυστηριακής νύχτας γέννημα,
στερημένου νου απατηλό.
Τώρα στους τοίχους μένουν οι αφίσες,
γλάστρες στο παραθύρι,
το ψάρι που σεργιανά αμέριμνο στη γυάλα του
και μια καρδιά που αιμάσσει.
Μου ήρθε να αφοδεύσω.
Ο μόνος ήχος ο καταρράχτης του Νιαγάρα.
(Δημοσιεύθηκε στα «τετράδια της φυλακής» το καλοκαίρι του 1973)
(σε τέσσερις πράξεις)
1. Κελί με θέα
Από τη σιδεριά, η πόλη φαντάζει κονσερβαρισμένη σε παραλληλόγραμμα.
Ακίνητα, μακρινά τοπία σε αχνά σεντόνια ομίχλης τυλιγμένα.
Τα μάτια μου, περιπολία, σεργιανούν πάνω στο σώμα της
και περιγράφουν τις εικόνες.
Μπροστά του έρημου γηροκομείου τα χαλάσματα
πεισματικά υπομένουν θορύβους και μπόρες.
Τη μέρα νιώθουν τα παιδικά σκαρφαλώματα
και τη νύχτα αφουγκράζονται τους κρυφούς έρωτες.
Σιμά απλώνεται η αλάνα
ανήμπορη να διατηρήσει των παιδιών τους ανέμελους ήχους
όταν τη μέρα τη σχίζουν με τα τσέρκια τους.
Φουγάρα εργοστασίων, σπίτια σκαρφαλωμένα σε λόφους
στεγάζουν αγάπες και δράματα.
Η Ακρόπολη λουσμένη στο τουριστικό φως.
Στο βάθος συρματοπλεγμένη με φωτεινά αστέρια
μια μαύρη έκταση, η θάλασσα.
Κι ένα ουράνιο φίδι, η κορυφογραμμή του Υμηττού.
Ωκεανός ανθρώπων και μηχανών που πλημμυρίζουν το χώρο.
Εδώ φτάνει ένα απρόσωπο τοπίο και λίγοι σβησμένοι ήχοι.
Άραγε, αυτή τη στιγμή σε πόσα κρεβάτια
πλέκονται νέοι κόμβοι στο κομποσκοίνι της ζωής.
2. Το κελί
Στην απέραντη σιωπηλή νύχτα το κελί κλουβί, σφίγγει το σώμα.
Στους τοίχους reproductions κι αφίσες
την ομοιομορφία να σπάσουν προσπαθούν.
Με της άγιας τρέλας του τα μάτια, σ’ ετοιμόρροπο άλογο ο Δον Κιχώτης,
μεταμορφώνει τους ανεμόμυλους σε κάστρα των εχθρών του.
Του Μοντιλιάνι η κατακλυσμιαία γυναίκα τα μάτια της επάνω μου στυλώνει.
Το ξύπνιο πρόσωπο του Καραγκιόζη φαίνεται να με κοροϊδεύει.
Τρεις γλάστρες στο παραθύρι αθόρυβα δίπλα μου ζουν
Το ψάρι στη γυάλα – κομμάτι θάλασσας εξωτικής- μοιάζει
με τις πελώριες φτερούγες του σαν έντομο της νύχτας.
Εγώ ένα λείψανο που σκέφτεται κι’ ονειρεύεται.
3. Το όραμα
... Ξάφνου, ζεστό ένα χέρι ένιωσα μέσα στη χούφτα.
Αλαφιασμένος πισωπλάτησα .
Λιανοτρέμουλη μια σιλουέτα σιμά μου στεκόταν.
Είχε Μαντόνας πρόσωπο, γλυκόγελο στα χείλη.
Τους ώμους κάλυπτε μεταξωτός χιτώνας πού έφτανε στους μηρούς
Στα πόδια σαντάλια με λουριά τυλίγανε τις κνήμες.
Ήχος αχνός έφτασε στα χείλη.
Με μια κίνηση απάντησε των βλεφάρων.
Μ’ ανάλαφρα τα βήματα κάθισε στην καρέκλα
και το κοντράστ έδειξε τόσο έντονο.
Το χέρι μου άπλωσα δειλά κατά τα ξέπλεκα μαλλιά της.
Προς τη μεριά της κίνησης έγειρε με χάρη το κεφάλι.
Μου είπε απλά: Φίλησε με!.....
4. Η προσγείωση
….Ένα ζεστό κύμα χαράς βόμβισε μες τις φλέβες.
Όταν να κινηθώ κατόρθωσα
του προβολέα το θανατερό φως
περνώντας πάνω απ’ τους επάλληλους τοίχους
ήρθε και πλήγωσε τα μάτια.
Με βογκητό, στο πρόσωπο έφερα τις παλάμες.
Έτσι στης πραγματικότητας το δάπεδο βρόντηξα πάλι.
Ήταν μια οπτασία, της μυστηριακής νύχτας γέννημα,
στερημένου νου απατηλό.
Τώρα στους τοίχους μένουν οι αφίσες,
γλάστρες στο παραθύρι,
το ψάρι που σεργιανά αμέριμνο στη γυάλα του
και μια καρδιά που αιμάσσει.
Μου ήρθε να αφοδεύσω.
Ο μόνος ήχος ο καταρράχτης του Νιαγάρα.
(Δημοσιεύθηκε στα «τετράδια της φυλακής» το καλοκαίρι του 1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου