Μιχάλης Παπαμαύρος, ένας πρωτοπόρος παιδαγωγός – Ιδεολογικές προσεγγίσεις στο έργο του
Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Αφιερώνεται στη μνήμη του παιδαγωγού Χάρη Σακελλαρίου (1923-2007), ο οποίος πρώτος «ξέθαψε» από τη λήθη και ανέδειξε στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα, με μονογραφία του, τη ζωή και το έργο του Μιχ. Παπαμαύρου
Εισαγωγικά
παιδαγωγός Μιχάλης Παπαμαύρος έπαιξε ένα σημαντικό και πρωτοποριακό ρόλο στην Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης και Παιδαγωγικής, μέσα από την επιστημονική, κοινωνική και εκπαιδευτική δράση του, αλλά και μέσα από το συγγραφικό έργο του.
Ως μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910-1927), ως δημοτικιστής, ως καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Διδασκαλείο Αρρένων Θεσσαλονίκης και ως Διευθυντής στο Αρσάκειο της Λάρισας (1920), ως Ανώτερος Επόπτης της Δημοτικής Εκπαίδευσης Ανατολικής και Δυτικής Θράκης (1922-1923), ως υποδιευθυντής του Μαρασλείου Διδασκαλείου (με Δ/ντή τον Αλέξ. Δελμούζο, μετά από πρόταση του Δημ. Γληνού) (1923-1926), ως Καθηγητής Θεωρητικής Παιδαγωγικής, Διδακτικής και Ιστορίας της Παιδαγωγικής, στην Παιδαγωγική Ακαδημία (Δ/ντής: Δημ. Γληνός), ως Διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας (1928-1933), ως Συν-διευθυντής του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου Καρπενησίου Ευρυτανίας» στην Ελεύθερη Ελλάδα (1944) και γενικά ως προοδευτικός δημοκράτης άνθρωπος και παιδαγωγός, αποτυπώνει το ιδεολογικό του στίγμα στην επιστημονική κοινότητα, στην κοινωνική και εκπαιδευτική δράση του, στη συγγραφική του εργασία, αφήνοντας σε πολλαπλά επίπεδα πλούσια παρακαταθήκη στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Απ’ όπου περνά και δραστηριοποιείται αφήνει την ιδεολογική του σφραγίδα, ποτέ με φανατισμό, αλλά πάντοτε με επιστημοσύνη και δημοκρατικότητα. Εμφανείς είναι η ιδεολογική εξέλιξή του και οι όποιες μεταβολές του ιδεολογικού οπλοστασίου του, οι οποίες αποτυπώνονται με αποφασιστικό, ξεκάθαρο και γενναίο τρόπο και με τη στάση του στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του περίγυρο, αλλά και μέσα στα παιδαγωγικά και άλλα επιστημονικά δημοσιευμένα κείμενά του και βιβλία του.
Η αγωνιστική στάση του στη ζωή, σε όλα τα επίπεδα, φανερώνουν τον άνθρωπο, που δεν παλεύει μόνο σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο για βιοπορισμό και ατομική ανέλιξη, αλλά κυρίως σε επιστημονικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό επίπεδο για εξέλιξη και επιτεύξεις όλων των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.
Τελικά απολαμβάνει από το αστικό κράτος, στην ταραγμένη πολιτικά και μισαλλόδοξη μεταπολεμική, εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα (1947-1961): διώξεις, απολύσεις, κατασχέσεις βιβλίων του, εικονικές εκτελέσεις, φυλακίσεις και κοινωνική διαπόμπευση, αν και δεν υπήρξε κομμουνιστής.
Ιδεολογικές προσεγγίσεις στο έργο του
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το πλούσιο συγγραφικό έργο του (δοκιμιακό-επιστημονικό, αλλά και το υπόλοιπο: κείμενα για παιδιά, σχολικά βιβλία και άλλα σχολικά βοηθήματα) σε τρεις περιόδους: α) Μεσοπόλεμος (1928-1939), β) Κατοχή και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας» – Εμφύλιος (1940-1949) και γ) Μεταπολεμική περίοδος (1950-1963)
Κατά την α΄ περίοδο (στον Μεσοπόλεμο) η ιδεολογία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδεαλιστική, αλλά συνάμα και βαθιά δημοκρατική και προοδευτική. Όλες οι αναφορές, οι επιστημονικές εργασίες του στην Παιδαγωγική και Διδακτική κινούνταν στα πλαίσια της αστικής επιστημονικής θεώρησης, χωρίς βέβαια ακραίες αντι-επιστημονικές θέσεις, οι οποίες παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε αντι-διαλεκτικές ή μεταφυσικές απόψεις. Η συνεργασία του με την Έλλη Αλεξίου (1920), τον Δημ. Γληνό και άλλους παιδαγωγούς του κοινωνικού δημοτικισμού, πριν και μετά τη διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1927), υπήρξε καταλυτική για την πολιτική του εξέλιξη και στάθηκε ως παρακαταθήκη στην ιδεολογική, κοινωνική και επιστημονική του «σκευή».
Κατά τη β΄ περίοδο (Κατοχή – Εμφύλιος), η συνεργασία του με τους μαρξιστές/κομμουνιστές παιδαγωγούς Ρόζα και Γιάννη Ιμβριώτη και Κώστα Σωτηρίου κ.ά., τον οδηγεί στην πεποίθηση ότι πρέπει να μελετήσει τη μαρξιστική ιδεολογία (τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό) και την εφαρμογή της στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατ. Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση.
Κατά τη γ΄(και τελευταία) περίοδο (Μεταπολεμική/Μετεμφυλιακή περίοδο), η μελέτη αυτή συνεχίστηκε πιο συστηματικά και εντατικά, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα συγγραφικό επιστημονικό εκδοτικό «καρπό» της, που δεν είχε ευδοκιμήσει βιβλιογραφικά μέχρι το 1961, στη χώρα μας, τουλάχιστο στο χώρο της Παιδαγωγικής, με τόσο εμπεριστατωμένη και διεξοδική αναφορά και ανάλυση.
Πρόκειται για την ιδιωτική έκδοση της συγκριτικής παιδαγωγικής μελέτης του: Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής. Ένα βιβλίο που ενόχλησε το αστικό κράτος, το οποίο έδρασε αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, δια της Ασφάλειας Αγρινίου, με αποτέλεσμα την κατάσχεση του βιβλίου και τη φυλάκιση του συγγραφέα του για εξίμιση μήνες.
Πριν ν’ αναφερθούμε στο συγκεκριμένο βιβλίο του, βασικά το «κύκνειο άσμα» του, θα διαπιστώσουμε ότι κατά το διάστημα των σπουδών του στη Γερμανία επηρεάστηκε και ιδεολογικά, όσον αφορά τις εκεί εξελίξεις στην Παιδαγωγική και στη Διδακτική, αλλά και τις νέες προοδευτικές αστικές επιτεύξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδίως, τον επηρέασαν οι ομαδοκεντρικές και συνεργατικές αντιλήψεις και μέθοδοι, αλλά και η νέα αρχιτεκτονική και λειτουργικότητα των σχολικών κτηρίων κ.ά., που εφαρμόζονταν στο «Σχολείο του Otto», στα «Εξοχικά Παιδαγωγεία», στις «Σχολικές Κοινότητες» και στο «Σχολείο Εργασίας», δημοσιεύοντας στη συνέχεια σχετικά κείμενα και εκδίδοντας σχετικά βιβλία1 (1919-1934), περιοδικά2, σχολικά αναγνωστικά3 και μεταφράσεις4.
Στη Γερμανία απόκτησε τρία διδακτορικά διπλώματα: της Παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο της Ιένας, της Φιλοσοφίας στη Λειψία και της Αρχαίας Φιλολογίας στο Βερολίνο.
Επηρεασμένος από το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής5, το οποίο «σάρωνε» τη Γερμανία, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. (Κίνημα Νεολαίας, Κίνημα Αισθητικής Αγωγής, Σχολείο Εργασίας, Εξοχικά Παιδαγωγεία, Παιδοκεντρική Παιδαγωγική), επέστρεψε στα 1919 στην Ελλάδα, προσπάθησε να τα εφαρμόσει, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε βρίσκοντας εμπρός του «τον τοίχο» της αντίδρασης και του σκοταδισμού, στη δημόσια εκπαίδευση και στον ιδιωτικό τομέα.
Με το βιβλίο του Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής, στα 1961, ο Μιχ. Παπαμαύρος δημιουργεί καθοριστική τομή στην ιδεολογική επιστημονική του υπόσταση. Κάνει αποφασιστική και καθοριστική στροφή προς τη σοσιαλιστική παιδαγωγική, με μαρξιστική επιστημονική θεώρηση, η οποία όπως φαίνεται τον απασχολεί και τη μελετά τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια.
Η σκέψη του εξελίσσεται σταδιακά, με αποτέλεσμα –σε λιγότερο από μια εικοσαετία– να εισέλθει στην περιοχή της μαρξιστικής ιδεολογίας, της υλιστικής διαλεκτικής φιλοσοφίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού. Η επιστημονική του συνείδηση απαρνιέται την αστική παιδαγωγική και την αστική ιδεολογία. Αλλάζει ιδεολογικό στρατόπεδο, υιοθετώντας αντίστοιχη επιστημονική μεθοδολογία. Τον κερδίζει η σοσιαλιστική/κομμουνιστική ιδεολογία και η αντίστοιχη Παιδαγωγική Αγωγή, χωρίς να είναι κομμουνιστής/μέλος του ΚΚΕ.
Ως επίρρωση αυτού του ισχυρισμού μου παραθέτω απόσπασμα από τον επικήδειο λόγο του συνοδοιπόρου και συναγωνιστή του, εξίσου σημαντικού παιδαγωγού, Κώστα Δ. Σωτηρίου: «Προοδευτικός φιλελεύθερος και δημοκράτης από τα πρώτα του βήματα, πρωτεργάτης μαζί με τόσους άλλους διαλεχτούς στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, βάδισε, γνήσιο παιδί του λαού, σιγά-σιγά μα σταθερά, και ολοένα αριστερά, τον ανηφορικό και γεμάτο εμπόδια δρόμο και έφτασε με πίστη και αυτοθυσία στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Μέσα στη λυτρωτική αυτή κοσμοθεωρία ωρίμασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του η παιδαγωγική του θεωρία και πράξη και θεμελιώθηκε ο σοσιαλιστικός ανθρωπισμός του.» 6
Μόλις στην αρχή του Προλόγου του, στο ενλόγω βιβλίο, κάνει σαφές στον αναγνώστη του ότι: «Η Παιδαγωγική, που αναπτύσσεται μέσα στο βιβλίο τούτο, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Είναι μια υλιστική Παιδαγωγική, στηριγμένη απάνω στη μαρξιστική-λενινιστική Θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού. Μια Παιδαγωγική, που αντίθετα προς τη μεταφυσική μέθοδο των ιδεαλιστικών παιδαγωγικών συστημάτων της αστικής κοινωνίας, εξετάζει το παιδαγωγικό πρόβλημα με καθαρά υλιστική μέθοδο, δηλαδή επιστημονικά.» Θα πρόσθετα και … ταξικά.
Στα 22 κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία καλύπτουν 670 σελίδες, ο Παπαμαύρος αδράζει την ευκαιρία ν’ αναπτύξει τις παιδαγωγικές του απόψεις και προτάσεις για ποικίλα θέματα, που αφορούν το ελληνικό αστικό εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια και την κοινωνία. Πολλές από αυτές τις απόψεις τις είχε διατυπώσει παλιότερα στην εργογραφία του και μάλιστα είχαν προξενήσει μεγάλη εντύπωση στον εκπαιδευτικό κόσμο της χώρας μας.
Σ’ αυτό το βιβλίο του, όμως, καινοτομεί, αναπτύσσοντας μια μοναδική συγκριτική παιδαγωγική μελέτη μεταξύ δύο αντίθετων εκπαιδευτικών, παιδαγωγικών συστημάτων, που εφαρμόζονται αντίστοιχα σε δύο αντίπαλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα: τον Καπιταλισμού και το Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό.
Βασικά, το περιεχόμενο του πολυσέλιδου βιβλίου του είναι παιδαγωγικό, όμως με βάση τις αρχές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, στηρίζεται βιβλιογραφικά σε πλήθος από άλλες επιστήμες και αποδεικνύει την ποιοτική, ανθρωπιστική, φιλειρηνική, φιλολαϊκή, ταξική υπεροχή του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και στο χώρο της Παιδαγωγικής και της Εκπαίδευσης. Αναδεικνύει τις σοσιαλιστικές αξίες της συλλογικότητας, της συντροφικότητας, της συνεργατικότητας, της ταξικής συνείδησης του ατόμου, το οποίο από παιδί/μαθητής αναπτύσσει την προσωπικότητά του στην ομάδα, νοιάζεται για το σύνολο, ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον όλου του λαού, και όχι στενά για το ατομικό συμφέρον του, αφού καθοδηγείται, μ’ επίσημο, συντονισμένο και καθολικό τρόπο –παιδαγωγικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά– από τη δική του λαϊκή, εργατική, σοσιαλιστική εξουσία.
Νομίζω ότι χρειάζεται ειδική μελέτη του συγκεκριμένου βιβλίου, ώστε ο σύγχρονος εκπαιδευτικός ν’ αξιολογήσει μ’ επιστημονικά και ταξικά κριτήρια την τεράστια διαφορά που έχει η αστική από την σοσιαλιστική παιδαγωγική.
Θ’ αναφέρω, ενδεικτικά, δυο αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Ο σκοπός της Αγωγής», προς επίρρωση των παραπάνω:
«[…] Η αγωγή μέσα στην αστική Κοινωνία σήμερα είναι ταξική. […] Η αγωγή αυτή είναι και αφηρημένη. […] Ακόμα είναι και ατομιστική. Θεραπεύει δηλαδή τον άνθρωπο-άτομο και τον μορφώνει για τον εαυτό του έξω από την Κοινωνία. […] Το γεγονός είναι ότι την αστική αγωγή τη χαρακτηρίζει ο ατομικιστικός χαρακτήρας της, η τάση δηλαδή να αποσπάσει τον άνθρωπο από την Κοινωνία. […]
Το σοσιαλιστικό Κράτος ρωτά: Ποιος είναι ο σκοπός μου; Να δημιουργήσω τη σοσιαλιστική Κοινωνία. Να εισαγάγω στην Κοινωνία τους σοσιαλιστικούς όρους της ζωής της. Λοιπόν, στις επιδιώξεις μου αυτές θα με βοηθήσει η Παιδαγωγική. Με την κατάλληλη αγωγή, θα μου προετοιμάσει τους σοσιαλιστικά μορφωμένους εκείνους ανθρώπους, που θα δημιουργήσουν τη σοσιαλιστική Κοινωνία. Οι σοσιαλιστικοί αυτοί άνθρωποι βέβαια δε θα είναι σαν τους ανθρώπους, που προετοιμάζει η αστική Παιδαγωγική.. Θα είναι άνθρωποι νέου τύπου. […] ο σοσιαλιστής αυτός άνθρωπος νέου τύπου, είναι σοσιαλιστικά, δηλαδή ομαδικά κολλεκτιβιστικά μορφωμένος. Μέσα του κυριαρχεί το ομαδικό πνεύμα και οι σκοποί της ζωής του και της δράσης του δεν αποβλέπουν (μόνο) στο ατομικό του καλό, παρά (κυρίως) αποβλέπουν στο καλό της Κοινωνίας. Γιατί δεν είναι ατομιστικά μορφωμένος, όπως τον μορφώνει η αστική Παιδαγωγική, μα είναι κοινωνικά μορφωμένος, σαν μέλος δηλαδή της Κοινωνίας, που είναι μια αρχή της σοσιαλιστικής Παιδαγωγικής. […]»7
«[…] Η σοσιαλιστική προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που μορφώθηκε και εξελίχτηκε μέσα στην Κοινωνία. Που το πνεύμα, η νοοτροπία της Κοινωνίας είναι και δική του νοοτροπία. Που οι σκοποί της Κοινωνίας και τα ιδανικά της έγιναν και δικοί του σκοποί και ιδανικά. Δεν είναι (απλά) το μορφωμένο άτομο, που ζει μέσα στην Κοινωνία. Τέλος, σοσιαλιστική προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που στον αγώνα και στην πάλη, ζυμώθηκε με τα ιδανικά του λαού του, έκαμε τους πόθους του λαού του δικούς του πόθους και μέσα στον αγώνα του λαού, υψώθηκε τόσο πολύ, που μπήκε επικεφαλής του λαού, αδερφός του και ηγέτης του, και ρίχτηκε στην πραγμάτωση των πόθων του λαού. […]»8
Και ένα τρίτο σύντομο απόσπασμα από το κεφάλαιο «Τα συστατικά της Αγωγής» και πιο συγκεκριμένα από το υποκεφάλαιο «[…] Η διανοητική αγωγή»: «Ένας μορφωμένος σοσιαλιστής διακρίνεται από ένα μορφωμένο αστό, όχι μόνο από το πλήθος, μα και από το ποιόν των γνώσεών του. Ο σοσιαλιστής πρέπει να κατέχει γνώσεις πρώτ’ απ’ όλα επιστημονικές. Πρέπει η επιστήμη να χυθεί μέσα στο λαό μας. Πρέπει το μυαλό του λαού μας να ξεκαθαριστεί από την ιδεαλιστική, αντεπιστημονική σαβούρα, που μ’ αυτή τον φορτώνει το αστικό σχολείο. Ο λαός μας πρέπει ν’ ανοίξει τα μάτια του και να δει ξεκάθαρα, λογικά κι επιστημονικά, τον φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο μπροστά του. Πρέπει να μάθει να εξηγεί επιστημονικά το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Να διακρίνει τα τρωτά του και τα άδικά του. Πρέπει να συλλάβει το μέγεθος της κοινωνικής αδικίας, που του γίνεται σήμερα μέσα στην καπιταλιστική Κοινωνία. Πρέπει να ξεφορτωθεί από κάθε αντεπιστημονική, θρησκευτική εξήγηση του κόσμου. […]»9
Αυτή η σύντομη παράθεση αποσπασμάτων του ενλόγω βιβλίου, που επιχείρησα, νομίζω ότι αδικεί τη συγκεκριμένη συγκριτική παιδαγωγική μελέτη και υπόσχομαι δημόσια ότι θα δώσω συνέχεια.
Ιδεολογική συνέπεια και στη ζωή του
Η ιδεολογική και επιστημονική παιδαγωγική μόρφωσή του, αλλά και η αξιοπρέπειά του, καθώς και η ταξική του συνείδηση, δεν του επέτρεψαν να ολιγωρήσει, να λυγίσει, να οπισθοδρομήσει ούτε για μια στιγμή, ώστε έτσι (με δηλώσεις μετανοίας ή με κουτοπόνηρες καιροσκοπικές και ιδιοτελείς ενέργειες) να κερδίσει ακαδημαϊκούς θώκους στο μεταπολεμικό αστικό κράτος. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, μάλιστα, που συνειδητοποίησε το ταξικό παιδαγωγικό και κοινωνικό καθήκον του και την οφειλόμενη ως επιστήμονας κοινωνική και εκπαιδευτική φιλολαϊκή δραστηριότητά του.
Όταν, βέβαια, αντιλήφθηκαν οι αστοί παιδαγωγοί και πολιτικοί της εποχής του τον «κίνδυνο» και τρόμαξαν από το μέγεθος και το μεγαλείο αυτής της προσωπικότητας, φοβήθηκαν μήπως χάσουν τα οφίτσια και τους θώκους τους στα πανεπιστήμια, κυρίως. Γι’ αυτό και τον «εξαφάνισαν» από το επιστημονικό προσκήνιο (και νόμισαν ότι έτσι θα ξεχαστεί). Όμως, διαψεύστηκαν, αφού κατά καιρούς εκδόθηκαν σημαντικές μελέτες για τη ζωή και το έργο του, όπως των: Χάρη Σακελλαρίου, Κώστα Γ. Καλαντζή, Γιώργου Σταυρόπουλου, Περικλή Φύκα και τελευταία της Σωτηρίας Μαρτίνου-Κανάκη (διδακτορική διατριβή) και ασφαλώς όπως αποδεικνύεται από το παρόν συνέδριο (μισό αιώνα μετά) –και είναι προς τιμή των διοργανωτών του–, ν’ ανακοινώνονται 9 εισηγήσεις για το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο του σημαντικού αυτού ανθρώπου και παιδαγωγού.
Αβίαστα, λοιπόν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά υπάρχει ανάγκη σήμερα να μελετηθεί ακόμη περισσότερο το έργο του, και να προβληματιστούμε, ιδεολογικά, προς την κατεύθυνση που προτείνει στο τελευταίο βιβλίο του «Σύστημα νέας Παιδαγωγικής».
1. Η Σχολική Κοινότητα (1927), I.H. Pestalozzi. Η ζωή και το έργο του. Τόμος Α΄ (), Διδακτικές αρχές του Σχολείου Εργασίας. Είκοσι γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο (1930), Οι γονείς και τα παιδιά τους (1959).
2. «Εργασία», 1923-1926 και «Εργασία και Ζωή», 1932-1933.
3. Όσον αφορά την απαρχή της ιδεολογικής του πορείας και σχετικής εξέλιξής του προς τη Σοσιαλιστική Παιδαγωγική, συνέβαλε καθοριστικά στην έκδοση των Αναγνωστικών: «Ελεύθερη Ελλάδα» (1944) και «Μεγάλα Χρόνια» (1947).
4. Όπως τα βιβλία: του Gustav Wyneken, Σχολείο και Νεολαία, 1927, Siefried – Kaverau, Κοινωνιολογική Παιδαγωγική και αργότερα του A.S. Makarenko, Ο δρόμος προς τη ζωή ( το γνωστό: Ένα παιδαγωγικό ποίημα), 1953 κ.ά.
5. Μαρτίνου-Κανάκη Σωτηρία, Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδρασή του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου, Gutenberg, Αθήνα 2009, σσ. 314
6. Σακελλαρίου Χάρης, Μιχ. Παπαμαύρος, Μιχ. Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του, Gutenberg, Αθήνα 1985, σ. 202-203.
7. Παπαμαύρος Μιχ., Σύστημα νέας Παιδαγωγικής, Αθήνα 1961, σ. 141-142
8. Παπαμαύρος Μιχ., Σύστημα νέας Παιδαγωγικής, ό.π., σ. 143
9. Ό.π., σ. 182
Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης
Αφιερώνεται στη μνήμη του παιδαγωγού Χάρη Σακελλαρίου (1923-2007), ο οποίος πρώτος «ξέθαψε» από τη λήθη και ανέδειξε στην εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα, με μονογραφία του, τη ζωή και το έργο του Μιχ. Παπαμαύρου
Εισαγωγικά
παιδαγωγός Μιχάλης Παπαμαύρος έπαιξε ένα σημαντικό και πρωτοποριακό ρόλο στην Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης και Παιδαγωγικής, μέσα από την επιστημονική, κοινωνική και εκπαιδευτική δράση του, αλλά και μέσα από το συγγραφικό έργο του.
Ως μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910-1927), ως δημοτικιστής, ως καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Διδασκαλείο Αρρένων Θεσσαλονίκης και ως Διευθυντής στο Αρσάκειο της Λάρισας (1920), ως Ανώτερος Επόπτης της Δημοτικής Εκπαίδευσης Ανατολικής και Δυτικής Θράκης (1922-1923), ως υποδιευθυντής του Μαρασλείου Διδασκαλείου (με Δ/ντή τον Αλέξ. Δελμούζο, μετά από πρόταση του Δημ. Γληνού) (1923-1926), ως Καθηγητής Θεωρητικής Παιδαγωγικής, Διδακτικής και Ιστορίας της Παιδαγωγικής, στην Παιδαγωγική Ακαδημία (Δ/ντής: Δημ. Γληνός), ως Διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας (1928-1933), ως Συν-διευθυντής του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου Καρπενησίου Ευρυτανίας» στην Ελεύθερη Ελλάδα (1944) και γενικά ως προοδευτικός δημοκράτης άνθρωπος και παιδαγωγός, αποτυπώνει το ιδεολογικό του στίγμα στην επιστημονική κοινότητα, στην κοινωνική και εκπαιδευτική δράση του, στη συγγραφική του εργασία, αφήνοντας σε πολλαπλά επίπεδα πλούσια παρακαταθήκη στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Απ’ όπου περνά και δραστηριοποιείται αφήνει την ιδεολογική του σφραγίδα, ποτέ με φανατισμό, αλλά πάντοτε με επιστημοσύνη και δημοκρατικότητα. Εμφανείς είναι η ιδεολογική εξέλιξή του και οι όποιες μεταβολές του ιδεολογικού οπλοστασίου του, οι οποίες αποτυπώνονται με αποφασιστικό, ξεκάθαρο και γενναίο τρόπο και με τη στάση του στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του περίγυρο, αλλά και μέσα στα παιδαγωγικά και άλλα επιστημονικά δημοσιευμένα κείμενά του και βιβλία του.
Η αγωνιστική στάση του στη ζωή, σε όλα τα επίπεδα, φανερώνουν τον άνθρωπο, που δεν παλεύει μόνο σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο για βιοπορισμό και ατομική ανέλιξη, αλλά κυρίως σε επιστημονικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό επίπεδο για εξέλιξη και επιτεύξεις όλων των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.
Τελικά απολαμβάνει από το αστικό κράτος, στην ταραγμένη πολιτικά και μισαλλόδοξη μεταπολεμική, εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα (1947-1961): διώξεις, απολύσεις, κατασχέσεις βιβλίων του, εικονικές εκτελέσεις, φυλακίσεις και κοινωνική διαπόμπευση, αν και δεν υπήρξε κομμουνιστής.
Ιδεολογικές προσεγγίσεις στο έργο του
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το πλούσιο συγγραφικό έργο του (δοκιμιακό-επιστημονικό, αλλά και το υπόλοιπο: κείμενα για παιδιά, σχολικά βιβλία και άλλα σχολικά βοηθήματα) σε τρεις περιόδους: α) Μεσοπόλεμος (1928-1939), β) Κατοχή και στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας» – Εμφύλιος (1940-1949) και γ) Μεταπολεμική περίοδος (1950-1963)
Κατά την α΄ περίοδο (στον Μεσοπόλεμο) η ιδεολογία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδεαλιστική, αλλά συνάμα και βαθιά δημοκρατική και προοδευτική. Όλες οι αναφορές, οι επιστημονικές εργασίες του στην Παιδαγωγική και Διδακτική κινούνταν στα πλαίσια της αστικής επιστημονικής θεώρησης, χωρίς βέβαια ακραίες αντι-επιστημονικές θέσεις, οι οποίες παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε αντι-διαλεκτικές ή μεταφυσικές απόψεις. Η συνεργασία του με την Έλλη Αλεξίου (1920), τον Δημ. Γληνό και άλλους παιδαγωγούς του κοινωνικού δημοτικισμού, πριν και μετά τη διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1927), υπήρξε καταλυτική για την πολιτική του εξέλιξη και στάθηκε ως παρακαταθήκη στην ιδεολογική, κοινωνική και επιστημονική του «σκευή».
Κατά τη β΄ περίοδο (Κατοχή – Εμφύλιος), η συνεργασία του με τους μαρξιστές/κομμουνιστές παιδαγωγούς Ρόζα και Γιάννη Ιμβριώτη και Κώστα Σωτηρίου κ.ά., τον οδηγεί στην πεποίθηση ότι πρέπει να μελετήσει τη μαρξιστική ιδεολογία (τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό) και την εφαρμογή της στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατ. Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση.
Κατά τη γ΄(και τελευταία) περίοδο (Μεταπολεμική/Μετεμφυλιακή περίοδο), η μελέτη αυτή συνεχίστηκε πιο συστηματικά και εντατικά, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα συγγραφικό επιστημονικό εκδοτικό «καρπό» της, που δεν είχε ευδοκιμήσει βιβλιογραφικά μέχρι το 1961, στη χώρα μας, τουλάχιστο στο χώρο της Παιδαγωγικής, με τόσο εμπεριστατωμένη και διεξοδική αναφορά και ανάλυση.
Πρόκειται για την ιδιωτική έκδοση της συγκριτικής παιδαγωγικής μελέτης του: Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής. Ένα βιβλίο που ενόχλησε το αστικό κράτος, το οποίο έδρασε αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, δια της Ασφάλειας Αγρινίου, με αποτέλεσμα την κατάσχεση του βιβλίου και τη φυλάκιση του συγγραφέα του για εξίμιση μήνες.
Πριν ν’ αναφερθούμε στο συγκεκριμένο βιβλίο του, βασικά το «κύκνειο άσμα» του, θα διαπιστώσουμε ότι κατά το διάστημα των σπουδών του στη Γερμανία επηρεάστηκε και ιδεολογικά, όσον αφορά τις εκεί εξελίξεις στην Παιδαγωγική και στη Διδακτική, αλλά και τις νέες προοδευτικές αστικές επιτεύξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδίως, τον επηρέασαν οι ομαδοκεντρικές και συνεργατικές αντιλήψεις και μέθοδοι, αλλά και η νέα αρχιτεκτονική και λειτουργικότητα των σχολικών κτηρίων κ.ά., που εφαρμόζονταν στο «Σχολείο του Otto», στα «Εξοχικά Παιδαγωγεία», στις «Σχολικές Κοινότητες» και στο «Σχολείο Εργασίας», δημοσιεύοντας στη συνέχεια σχετικά κείμενα και εκδίδοντας σχετικά βιβλία1 (1919-1934), περιοδικά2, σχολικά αναγνωστικά3 και μεταφράσεις4.
Στη Γερμανία απόκτησε τρία διδακτορικά διπλώματα: της Παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο της Ιένας, της Φιλοσοφίας στη Λειψία και της Αρχαίας Φιλολογίας στο Βερολίνο.
Επηρεασμένος από το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής5, το οποίο «σάρωνε» τη Γερμανία, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. (Κίνημα Νεολαίας, Κίνημα Αισθητικής Αγωγής, Σχολείο Εργασίας, Εξοχικά Παιδαγωγεία, Παιδοκεντρική Παιδαγωγική), επέστρεψε στα 1919 στην Ελλάδα, προσπάθησε να τα εφαρμόσει, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε βρίσκοντας εμπρός του «τον τοίχο» της αντίδρασης και του σκοταδισμού, στη δημόσια εκπαίδευση και στον ιδιωτικό τομέα.
Με το βιβλίο του Σύστημα Νέας Παιδαγωγικής, στα 1961, ο Μιχ. Παπαμαύρος δημιουργεί καθοριστική τομή στην ιδεολογική επιστημονική του υπόσταση. Κάνει αποφασιστική και καθοριστική στροφή προς τη σοσιαλιστική παιδαγωγική, με μαρξιστική επιστημονική θεώρηση, η οποία όπως φαίνεται τον απασχολεί και τη μελετά τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια.
Η σκέψη του εξελίσσεται σταδιακά, με αποτέλεσμα –σε λιγότερο από μια εικοσαετία– να εισέλθει στην περιοχή της μαρξιστικής ιδεολογίας, της υλιστικής διαλεκτικής φιλοσοφίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού. Η επιστημονική του συνείδηση απαρνιέται την αστική παιδαγωγική και την αστική ιδεολογία. Αλλάζει ιδεολογικό στρατόπεδο, υιοθετώντας αντίστοιχη επιστημονική μεθοδολογία. Τον κερδίζει η σοσιαλιστική/κομμουνιστική ιδεολογία και η αντίστοιχη Παιδαγωγική Αγωγή, χωρίς να είναι κομμουνιστής/μέλος του ΚΚΕ.
Ως επίρρωση αυτού του ισχυρισμού μου παραθέτω απόσπασμα από τον επικήδειο λόγο του συνοδοιπόρου και συναγωνιστή του, εξίσου σημαντικού παιδαγωγού, Κώστα Δ. Σωτηρίου: «Προοδευτικός φιλελεύθερος και δημοκράτης από τα πρώτα του βήματα, πρωτεργάτης μαζί με τόσους άλλους διαλεχτούς στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, βάδισε, γνήσιο παιδί του λαού, σιγά-σιγά μα σταθερά, και ολοένα αριστερά, τον ανηφορικό και γεμάτο εμπόδια δρόμο και έφτασε με πίστη και αυτοθυσία στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Μέσα στη λυτρωτική αυτή κοσμοθεωρία ωρίμασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του η παιδαγωγική του θεωρία και πράξη και θεμελιώθηκε ο σοσιαλιστικός ανθρωπισμός του.» 6
Μόλις στην αρχή του Προλόγου του, στο ενλόγω βιβλίο, κάνει σαφές στον αναγνώστη του ότι: «Η Παιδαγωγική, που αναπτύσσεται μέσα στο βιβλίο τούτο, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Είναι μια υλιστική Παιδαγωγική, στηριγμένη απάνω στη μαρξιστική-λενινιστική Θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού. Μια Παιδαγωγική, που αντίθετα προς τη μεταφυσική μέθοδο των ιδεαλιστικών παιδαγωγικών συστημάτων της αστικής κοινωνίας, εξετάζει το παιδαγωγικό πρόβλημα με καθαρά υλιστική μέθοδο, δηλαδή επιστημονικά.» Θα πρόσθετα και … ταξικά.
Στα 22 κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία καλύπτουν 670 σελίδες, ο Παπαμαύρος αδράζει την ευκαιρία ν’ αναπτύξει τις παιδαγωγικές του απόψεις και προτάσεις για ποικίλα θέματα, που αφορούν το ελληνικό αστικό εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια και την κοινωνία. Πολλές από αυτές τις απόψεις τις είχε διατυπώσει παλιότερα στην εργογραφία του και μάλιστα είχαν προξενήσει μεγάλη εντύπωση στον εκπαιδευτικό κόσμο της χώρας μας.
Σ’ αυτό το βιβλίο του, όμως, καινοτομεί, αναπτύσσοντας μια μοναδική συγκριτική παιδαγωγική μελέτη μεταξύ δύο αντίθετων εκπαιδευτικών, παιδαγωγικών συστημάτων, που εφαρμόζονται αντίστοιχα σε δύο αντίπαλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα: τον Καπιταλισμού και το Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό.
Βασικά, το περιεχόμενο του πολυσέλιδου βιβλίου του είναι παιδαγωγικό, όμως με βάση τις αρχές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, στηρίζεται βιβλιογραφικά σε πλήθος από άλλες επιστήμες και αποδεικνύει την ποιοτική, ανθρωπιστική, φιλειρηνική, φιλολαϊκή, ταξική υπεροχή του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και στο χώρο της Παιδαγωγικής και της Εκπαίδευσης. Αναδεικνύει τις σοσιαλιστικές αξίες της συλλογικότητας, της συντροφικότητας, της συνεργατικότητας, της ταξικής συνείδησης του ατόμου, το οποίο από παιδί/μαθητής αναπτύσσει την προσωπικότητά του στην ομάδα, νοιάζεται για το σύνολο, ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον όλου του λαού, και όχι στενά για το ατομικό συμφέρον του, αφού καθοδηγείται, μ’ επίσημο, συντονισμένο και καθολικό τρόπο –παιδαγωγικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά– από τη δική του λαϊκή, εργατική, σοσιαλιστική εξουσία.
Νομίζω ότι χρειάζεται ειδική μελέτη του συγκεκριμένου βιβλίου, ώστε ο σύγχρονος εκπαιδευτικός ν’ αξιολογήσει μ’ επιστημονικά και ταξικά κριτήρια την τεράστια διαφορά που έχει η αστική από την σοσιαλιστική παιδαγωγική.
Θ’ αναφέρω, ενδεικτικά, δυο αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Ο σκοπός της Αγωγής», προς επίρρωση των παραπάνω:
«[…] Η αγωγή μέσα στην αστική Κοινωνία σήμερα είναι ταξική. […] Η αγωγή αυτή είναι και αφηρημένη. […] Ακόμα είναι και ατομιστική. Θεραπεύει δηλαδή τον άνθρωπο-άτομο και τον μορφώνει για τον εαυτό του έξω από την Κοινωνία. […] Το γεγονός είναι ότι την αστική αγωγή τη χαρακτηρίζει ο ατομικιστικός χαρακτήρας της, η τάση δηλαδή να αποσπάσει τον άνθρωπο από την Κοινωνία. […]
Το σοσιαλιστικό Κράτος ρωτά: Ποιος είναι ο σκοπός μου; Να δημιουργήσω τη σοσιαλιστική Κοινωνία. Να εισαγάγω στην Κοινωνία τους σοσιαλιστικούς όρους της ζωής της. Λοιπόν, στις επιδιώξεις μου αυτές θα με βοηθήσει η Παιδαγωγική. Με την κατάλληλη αγωγή, θα μου προετοιμάσει τους σοσιαλιστικά μορφωμένους εκείνους ανθρώπους, που θα δημιουργήσουν τη σοσιαλιστική Κοινωνία. Οι σοσιαλιστικοί αυτοί άνθρωποι βέβαια δε θα είναι σαν τους ανθρώπους, που προετοιμάζει η αστική Παιδαγωγική.. Θα είναι άνθρωποι νέου τύπου. […] ο σοσιαλιστής αυτός άνθρωπος νέου τύπου, είναι σοσιαλιστικά, δηλαδή ομαδικά κολλεκτιβιστικά μορφωμένος. Μέσα του κυριαρχεί το ομαδικό πνεύμα και οι σκοποί της ζωής του και της δράσης του δεν αποβλέπουν (μόνο) στο ατομικό του καλό, παρά (κυρίως) αποβλέπουν στο καλό της Κοινωνίας. Γιατί δεν είναι ατομιστικά μορφωμένος, όπως τον μορφώνει η αστική Παιδαγωγική, μα είναι κοινωνικά μορφωμένος, σαν μέλος δηλαδή της Κοινωνίας, που είναι μια αρχή της σοσιαλιστικής Παιδαγωγικής. […]»7
«[…] Η σοσιαλιστική προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που μορφώθηκε και εξελίχτηκε μέσα στην Κοινωνία. Που το πνεύμα, η νοοτροπία της Κοινωνίας είναι και δική του νοοτροπία. Που οι σκοποί της Κοινωνίας και τα ιδανικά της έγιναν και δικοί του σκοποί και ιδανικά. Δεν είναι (απλά) το μορφωμένο άτομο, που ζει μέσα στην Κοινωνία. Τέλος, σοσιαλιστική προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που στον αγώνα και στην πάλη, ζυμώθηκε με τα ιδανικά του λαού του, έκαμε τους πόθους του λαού του δικούς του πόθους και μέσα στον αγώνα του λαού, υψώθηκε τόσο πολύ, που μπήκε επικεφαλής του λαού, αδερφός του και ηγέτης του, και ρίχτηκε στην πραγμάτωση των πόθων του λαού. […]»8
Και ένα τρίτο σύντομο απόσπασμα από το κεφάλαιο «Τα συστατικά της Αγωγής» και πιο συγκεκριμένα από το υποκεφάλαιο «[…] Η διανοητική αγωγή»: «Ένας μορφωμένος σοσιαλιστής διακρίνεται από ένα μορφωμένο αστό, όχι μόνο από το πλήθος, μα και από το ποιόν των γνώσεών του. Ο σοσιαλιστής πρέπει να κατέχει γνώσεις πρώτ’ απ’ όλα επιστημονικές. Πρέπει η επιστήμη να χυθεί μέσα στο λαό μας. Πρέπει το μυαλό του λαού μας να ξεκαθαριστεί από την ιδεαλιστική, αντεπιστημονική σαβούρα, που μ’ αυτή τον φορτώνει το αστικό σχολείο. Ο λαός μας πρέπει ν’ ανοίξει τα μάτια του και να δει ξεκάθαρα, λογικά κι επιστημονικά, τον φυσικό και τον κοινωνικό κόσμο μπροστά του. Πρέπει να μάθει να εξηγεί επιστημονικά το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Να διακρίνει τα τρωτά του και τα άδικά του. Πρέπει να συλλάβει το μέγεθος της κοινωνικής αδικίας, που του γίνεται σήμερα μέσα στην καπιταλιστική Κοινωνία. Πρέπει να ξεφορτωθεί από κάθε αντεπιστημονική, θρησκευτική εξήγηση του κόσμου. […]»9
Αυτή η σύντομη παράθεση αποσπασμάτων του ενλόγω βιβλίου, που επιχείρησα, νομίζω ότι αδικεί τη συγκεκριμένη συγκριτική παιδαγωγική μελέτη και υπόσχομαι δημόσια ότι θα δώσω συνέχεια.
Ιδεολογική συνέπεια και στη ζωή του
Η ιδεολογική και επιστημονική παιδαγωγική μόρφωσή του, αλλά και η αξιοπρέπειά του, καθώς και η ταξική του συνείδηση, δεν του επέτρεψαν να ολιγωρήσει, να λυγίσει, να οπισθοδρομήσει ούτε για μια στιγμή, ώστε έτσι (με δηλώσεις μετανοίας ή με κουτοπόνηρες καιροσκοπικές και ιδιοτελείς ενέργειες) να κερδίσει ακαδημαϊκούς θώκους στο μεταπολεμικό αστικό κράτος. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, μάλιστα, που συνειδητοποίησε το ταξικό παιδαγωγικό και κοινωνικό καθήκον του και την οφειλόμενη ως επιστήμονας κοινωνική και εκπαιδευτική φιλολαϊκή δραστηριότητά του.
Όταν, βέβαια, αντιλήφθηκαν οι αστοί παιδαγωγοί και πολιτικοί της εποχής του τον «κίνδυνο» και τρόμαξαν από το μέγεθος και το μεγαλείο αυτής της προσωπικότητας, φοβήθηκαν μήπως χάσουν τα οφίτσια και τους θώκους τους στα πανεπιστήμια, κυρίως. Γι’ αυτό και τον «εξαφάνισαν» από το επιστημονικό προσκήνιο (και νόμισαν ότι έτσι θα ξεχαστεί). Όμως, διαψεύστηκαν, αφού κατά καιρούς εκδόθηκαν σημαντικές μελέτες για τη ζωή και το έργο του, όπως των: Χάρη Σακελλαρίου, Κώστα Γ. Καλαντζή, Γιώργου Σταυρόπουλου, Περικλή Φύκα και τελευταία της Σωτηρίας Μαρτίνου-Κανάκη (διδακτορική διατριβή) και ασφαλώς όπως αποδεικνύεται από το παρόν συνέδριο (μισό αιώνα μετά) –και είναι προς τιμή των διοργανωτών του–, ν’ ανακοινώνονται 9 εισηγήσεις για το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο του σημαντικού αυτού ανθρώπου και παιδαγωγού.
Αβίαστα, λοιπόν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά υπάρχει ανάγκη σήμερα να μελετηθεί ακόμη περισσότερο το έργο του, και να προβληματιστούμε, ιδεολογικά, προς την κατεύθυνση που προτείνει στο τελευταίο βιβλίο του «Σύστημα νέας Παιδαγωγικής».
1. Η Σχολική Κοινότητα (1927), I.H. Pestalozzi. Η ζωή και το έργο του. Τόμος Α΄ (), Διδακτικές αρχές του Σχολείου Εργασίας. Είκοσι γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο (1930), Οι γονείς και τα παιδιά τους (1959).
2. «Εργασία», 1923-1926 και «Εργασία και Ζωή», 1932-1933.
3. Όσον αφορά την απαρχή της ιδεολογικής του πορείας και σχετικής εξέλιξής του προς τη Σοσιαλιστική Παιδαγωγική, συνέβαλε καθοριστικά στην έκδοση των Αναγνωστικών: «Ελεύθερη Ελλάδα» (1944) και «Μεγάλα Χρόνια» (1947).
4. Όπως τα βιβλία: του Gustav Wyneken, Σχολείο και Νεολαία, 1927, Siefried – Kaverau, Κοινωνιολογική Παιδαγωγική και αργότερα του A.S. Makarenko, Ο δρόμος προς τη ζωή ( το γνωστό: Ένα παιδαγωγικό ποίημα), 1953 κ.ά.
5. Μαρτίνου-Κανάκη Σωτηρία, Το κίνημα της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής και η επίδρασή του στο παιδαγωγικό έργο του Μιχάλη Παπαμαύρου, Gutenberg, Αθήνα 2009, σσ. 314
6. Σακελλαρίου Χάρης, Μιχ. Παπαμαύρος, Μιχ. Παπαμαύρος. Η ζωή-Οι διώξεις-Το έργο του, Gutenberg, Αθήνα 1985, σ. 202-203.
7. Παπαμαύρος Μιχ., Σύστημα νέας Παιδαγωγικής, Αθήνα 1961, σ. 141-142
8. Παπαμαύρος Μιχ., Σύστημα νέας Παιδαγωγικής, ό.π., σ. 143
9. Ό.π., σ. 182
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου