Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Άσημες ιστορίες- Ο Παντελής


Ένα πιάτο κρύο φαγητό και μια φέτα χθεσινό ψωμί σερβιρισμένα πάνω στο τραπέζι και δίπλα τους ένα κουτάλι. Όλα έτοιμα τα έχει η δικιά του.
« Ωραία!» μουρμούρισε σκεπτόμενος πως υπήρχαν και μέρες που αντίκριζε το τραπέζι εντελώς άδειο. Ας το χαρεί λοιπόν
Με αργό ρυθμό, μικρές μπουκιές, καλά μασημένες, μέχρι να έρθει η επόμενη κουταλιά
«Ευλογημένο φαγητό η φασουλάδα άνθρωπέ μου! Σχεδόν σαν κρέας είναι. Αν ήταν βέβαια αχνιστή θα ήταν χάρμα. Αλλά τώρα, βαριέμαι ν’ ανάψω φωτιά..»
Η μάνα είχε από νωρίς φύγει. Σήμερα θα καθάριζε το σπίτι της κυρίας Μαριάνθης και που ξέρεις, το απόγευμα όταν γυρίσει μπορεί να του φέρει και κανένα καλούδι. Μόνο με τη σκέψη άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια
Μέχρι τώρα στη ζωή του τίποτα δεν του κάθισε. Σε όλες τις δουλειές που μέχρι τώρα είχε πάει σύντομα κάτι στράβωνε. Υπήρξαν περιπτώσεις που φταίει αυτός. Σίγουρα και το παραδέχεται. Καθυστερήσεις, ακόμα κι απουσίες. Αλλά άνθρωπέ μου δεν έχει κι αυτός δικαίωμα ένα πρωινό να χουχουλιάσει στο κρεβάτι και να μη θέλει να σηκωθεί παρά τα παρακάλια της μάνας του; Φυσικό δικαίωμα είναι άνθρωπέ μου!
Κι αυτά τα κωλοαφεντικά ευκαιρία ζητάνε να σου δείξουν την πόρτα εξόδου. Δεν το μπορεί, το ομολογεί ρε άνθρωπέ μου, το καθημερινό ωράριο. Δεν του πάει στο χαρακτήρα του
«Γαμώ πατόκορφα αυτή την τάξη, Δε μ’ αρέσει. Θέλω να έχω την δυνατότητα να επιλέξω»
Η αλήθεια είναι πως η δόλια η μάνα του τράβαγε του Χριστού τα βάσανα για να εξασφαλίσει στον ανεπρόκοπο γιο της τα στοιχειώδη, καθαρίζοντας ξένα σπίτια, ενώ η υγεία της ήταν πλέον κλονισμένη. Τι εναλλακτική λύση όμως είχε; Αν τον άφηνε αυτός μπορούσε να πεθάνει απ’ την πείνα. Ραχατλής, τεμπελχανάς, ανίκανος για το ο,τιδήποτε. Όμως τον πονάει, μωρέ. Αίμα της είναι..
Βλέπεις ο προκομμένος που χρόνια πριν την εξαπάτησε με απατηλές υποσχέσεις και με χαϊδολογήματα μόλις έμαθε ότι έρχεται παιδί την άφησε στα κρύα του λουτρού και μην τον είδατε τον Παναγή. Έχει χρόνια να μάθει νέα του κι ίσως να μη βρίσκεται πλέον στη ζωή. Όταν έκανε μια απόπειρα να ρίξει το παιδί ο γιατρός της είπε ότι είναι αργά πια.
Όταν το ξεγέννησε όμως και το πήρε στην αγκαλιά της να το βυζάξει ένιωσε αγάπη για το μικρό πλασματάκι κι αποφάσισε να το μεγαλώσει. Σίγουρα δεν ήταν κι η καλύτερη μάνα στον κόσμο, αλλά αυτά μπορούσε, αυτά έκανε. Της βγήκε τεμπέλης. Ίσως να φταίει κι αυτή. Μα δεν είχε ούτε χρόνο, ούτε χρήμα να τον αναθρέψει καλύτερα και ίσως κληρονόμησε τα χούγια του ανεπρόκοπου πατέρα του. Αυτός είναι! Και το είχε πάρει πια απόφαση. Ήταν η τιμωρία για το αμάρτημά της απ’ το θεό; Η μάνα της την είχε ξορκίσει έγκαιρα
«Μην ανοίξεις παρτίδες μαζί του Λενιώ. Είναι ακαμάτης. Τον μυρίζω από μακριά. Άκου τη μάνα σου, κόρη μου, και δε θα χάσεις»
Δεν την άκουσε. Ο άλλος την ξελόγιασε με λόγια κι υποσχέσεις και του έδωσε από νωρίς τα πάντα. Έτσι όταν ακούστηκε για παιδί την παράτησε στα κρύα του λουτρού. Κι από τότε τραβάει και τι δεν τραβάει
Ο προκομμένος όταν τέλειωσε τη φασουλάδα, του ήρθε η επιθυμία για ένα γλυκό, αλλά κάτι τέτοιο μόνο στο όνειρό του θα μπορούσε να περιμένει. Από το κουτάκι της ζάχαρης που τ’ άνοιξε έχωσε τη γλώσσα του κι ένιωσε στο στόμα του ό,τι αυτή συγκράτησε. Δεν τόλμησε δεύτερη φορά γιατί η δικιά του θα το καταλάβαινε και δεν άντεχε τη γκρίνια της. Πάντως στάνιαρε για τώρα. Ώρα για μια τσάρκα στη γειτονιά. Ίσως ξεμυτίσει αναπάντεχα καμιά ευκαιρία.
Μην τον καταμαυρίσουμε περιγράφοντας τον. Είχε και μερικές αναστολές που τον κράτησαν μακριά από δυσάρεστες περιπέτειες. Δεν έκλεψε, δε βίασε δεν έβαψε τα χέρια του με αίμα. Μικρές ικανότητες κι ανάλογες απαιτήσεις απ’ τη ζωή. Σχεδόν αόρατος, κινείται στον περιορισμένο του χώρο μην αφήνοντας κανένα ίχνος. Κάποια στιγμή θα φύγει απ’ τη ζωή και την επόμενη μέρα δε θα τον θυμάται κανένας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου