Η Οικογένεια Παπαστράτου
Το όνομα της οικογένειας Παπαστράτου είναι στενά συνδεδεμένο με το Αγρίνιο και δεν υπάρχει λόγος να εξηγήσουμε γιατί, αφού η δραστηριότητα και οι δωρεές της οικογένειας αυτής άφησαν ανεξίτηλη σφαγίδα στη πόλη και στις μνήμες των Αγρινιωτών. Είναι νομίζουμε ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε στοιχεία από τη διαδρομή της οικογένειας αυτής, στοιχεία που αντλούνται είναι από το βιβλίο του ιδρυτή της εταιρείας Ευάγγελου Δ. Παπαστράτου "Η Δουλειά κι ο Κόπο της", Αθήνα 1964.
Ο Ευάγγελος Δ. Παπαστράτος γεννήθηκε στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι, τον Δεκέμβρη του 1884. Ο πατέρας του, Αναστάσης Παπαστράτος, έφτασε παιδάκι στο Αγρίνιο με τον πατέρα του, ιερέα, Παπα-Στράτο, όταν αναγκάστηκε ν' αφήσει το απροφύλακτο από τους ληστές χωριό του, τα Προσήλια του δήμου Θέρμου, και κατέβηκαν στη χώρα με την όμορφη παπαδιά του, τη Βάβα του Ευάγγελου. Ο Αναστάσης, άνοιξε μπακάλικο στο Αγρίνιο. Παντρεύτηκε την Χαρίκλεια Καββαδία. Απόκτησαν 5 παιδιά: 4 αγόρια, τον Επαμεινώνδα, τον Ευάγγελο, τον Σωτήρη και τον Γιάννη και ένα κορίτσι, την Αλεξάνδρα. Όλοι παντρεύτηκαν και κάνανε οικογένειες εκτός από τον πρεσβύτερο τον Επαμεινώνδα.
Τα δύο πρώτα αγόρια ο Επαμεινώνδας και ο Γιάννης όταν τέλειωσαν το Γυμνάσιο στην Πάτρα, ήρθαν στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο. Ο Επαμεινώνδας μάλιστα συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, την Ελβετία και τη Γαλλία. Διορίσθηκε καθηγητής των Εμπορικών στην Εμπορική Σχολή Αθηνών. Ο Γιάννης τελείωσε την Νομική Αθηνών, και εγκαταστάθηκε μετά στο Αγρίνιο όπου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Σωτήρης μετά τη δεύτερη τάξη του Ελληνικού, διέκοψε τις σπουδές του. Πήγε υπάλληλος στο φαρμακείο του αδελφού της μητέρας του, Δημήτρη Καββαδία. Δούλεψε για ένα χρόνο, κατόπιν συνέχισε το σχολείο, πήρε απολυτήριο του σχολαρχείου και γύρισε στο φαρμακείο του θείου του. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν άντεχαν για να κάνει κι αυτός ανώτερες σπουδές, είχε πεθάνει εν τω μεταξύ ο πατέρας τους, και υπήρχε, άλλωστε, και το κορίτσι... η αποκατάσταση... η προίκα...
Η μητέρα τους προόριζε τον Σωτήρη αλλά και τον Ευάγγελο για παπάδες. Κανένας, και ευτυχώς, δεν ακολούθησε το δρόμο αυτό. Ο Ευάγγελος, ο ιθύνων νους της μετέπειτα εταιρείας, δεν σπούδασε πέρα από το σχολαρχείο. Το είχε πάρει απόφαση από νωρίς ότι θα πήγαινε στη δουλειά. Η μαθητική ζωή γι' αυτόν κράτησε μονάχα ώσπου έγινε 12 χρονών.
Η πρώτη του σχέση με τα καπνά ήταν στα μαθητικά του χρόνια: την εποχή που μάζευαν τα καπνά τότε πήγαιναν οι πιτσιρικάδες σπάζανε τα καπνόφυλλα και τα άφηναν στο χώμα να ξεραθούν. Μάζευαν μετά τα ξεραμένα φύλλα, τα έτριβαν στο χέρι και αντί για τσιγαρόχαρτο χρησιμοποιούσαν κόλλες από παλιά τετράδια. Και έτοιμο το τσιγαράκι τους! Παραβγαίνανε, μάλιστα, στο ποιος θα βγάλει πρώτος τον καπνό από τη μύτη. Όταν ζαλίστηκε καπνίζοντας και τον πήγαν σηκωτό στο σπίτι, έφαγε το ξύλο της χρονιάς του από τον θείο του με το λουρί. Το σώμα του έμεινε μελανιασμένο μέρες. Αναφέρει δε ο ίδιος: "Ύστερα από αυτό, για χρόνια πολλά δεν ξαναδοκίμασα να καπνίσω. Ξανάρχισα το κάπνισμα μόνο σαν έγινα εικοσιδυό κι' Έπρεπε πια να καπνίζω: ήμουν καπνέμπορος".
Μόλις τέλειωσε το σχολαρχείο το 1896 πήγε μαθητευόμενος στο εμπορικό κατάστημα υφασμάτων του Αναστάσιου Παναγόπουλου. Μαθητευόμενος σήμαινε μάλλον υπηρέτης εκείνη την εποχή: σκούπισμα μαγαζιού, νερό από το πηγάδι, κι θελήματα για το σπίτι του αφεντικού. Μετά από λίγες εβδομάδες το αφεντικό του άρχισε να τον στέλνει με τον υπάλληλο του μαγαζιού στα σπίτια για τις παραγγελίες επειδή οι γυναίκες του Αγρινίου δεν πήγαιναν ποτέ στα μαγαζιά. Αποκτώντας την εμπιστοσύνη του αφεντικού σιγά σιγά διεύθυνε αυτός το εμπορικό. Δούλεψε εκεί μέχρι το Μάη του 1901 όπου ζήτησε από τον αδελφό του Γιάννη, τον δικηγόρο, να του βρει δουλειά στην εταιρεία Ρόζη και Βαρνάβα. Στην αρχή έκανε εσωτερικές δουλειές μετά εξωτερικές κι έτσι είχε περισσότερο χρόνο για να παρακολουθεί την εργασία των καπνών.
Το 1906 μόλις ενηλικιώθηκε, απ' το στρατό ήταν "απαλλαγέντας" εξαγόρασε τη θητεία του, άρχισε να σκέπτεται για δική του δουλειά. Η μητέρα του ήταν αντίθετη και στενοχωρήθηκε πολύ γι' αυτές τις σκέψεις του. Όμως ο Ευάγγελος, ενήλικας πια, θα παρακούσει τη μητέρα του για πρώτη φορά και χωρίς την συγκατάθεσή της με εγγυητή τον θείο Δημητράκη Καββαδία θα δανειστεί το ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών από τον τοκιστή Κ. Αντωνόπουλο με τόκο 6%. Στην αρχή σκέφτηκε να ασχοληθεί με την εκμετάλλευση ενός κεραμιδαριού στο χωριό καλύβια δεν πήγαν όμως καλά οι διαπραγματεύσεις και εγκατέλειψε την αρχική αυτή ιδέα. Τότε έγινε πρόταση από τον Σωτήρη Αυγερινό, έναν Κεφαλλονίτη, αυτοδημιούργητο, ο οποίος ασχολιόταν κυρίως στην τυροκομία, για συνεργασία. Έτσι λοιπόν ιδρύθηκε στις 19 Ιουλίου του 1906 η εταιρία "Αυγερινός και Παπαστράτος" με σκοπό την αγορά και πώληση εγχώριων προϊόντων κι η εισαγωγή κι εξαγωγή κάθε άλλου εμπορεύματος. Η διάρκειά της ορίστηκε πέντε χρόνια. Κύρια απασχόληση της εταιρείας έγινε το καπνεμπόριο.
Το όνομα της οικογένειας Παπαστράτου είναι στενά συνδεδεμένο με το Αγρίνιο και δεν υπάρχει λόγος να εξηγήσουμε γιατί, αφού η δραστηριότητα και οι δωρεές της οικογένειας αυτής άφησαν ανεξίτηλη σφαγίδα στη πόλη και στις μνήμες των Αγρινιωτών. Είναι νομίζουμε ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε στοιχεία από τη διαδρομή της οικογένειας αυτής, στοιχεία που αντλούνται είναι από το βιβλίο του ιδρυτή της εταιρείας Ευάγγελου Δ. Παπαστράτου "Η Δουλειά κι ο Κόπο της", Αθήνα 1964.
Ο Ευάγγελος Δ. Παπαστράτος γεννήθηκε στο Αγρίνιο, το παλιό Βραχώρι, τον Δεκέμβρη του 1884. Ο πατέρας του, Αναστάσης Παπαστράτος, έφτασε παιδάκι στο Αγρίνιο με τον πατέρα του, ιερέα, Παπα-Στράτο, όταν αναγκάστηκε ν' αφήσει το απροφύλακτο από τους ληστές χωριό του, τα Προσήλια του δήμου Θέρμου, και κατέβηκαν στη χώρα με την όμορφη παπαδιά του, τη Βάβα του Ευάγγελου. Ο Αναστάσης, άνοιξε μπακάλικο στο Αγρίνιο. Παντρεύτηκε την Χαρίκλεια Καββαδία. Απόκτησαν 5 παιδιά: 4 αγόρια, τον Επαμεινώνδα, τον Ευάγγελο, τον Σωτήρη και τον Γιάννη και ένα κορίτσι, την Αλεξάνδρα. Όλοι παντρεύτηκαν και κάνανε οικογένειες εκτός από τον πρεσβύτερο τον Επαμεινώνδα.
Τα δύο πρώτα αγόρια ο Επαμεινώνδας και ο Γιάννης όταν τέλειωσαν το Γυμνάσιο στην Πάτρα, ήρθαν στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο. Ο Επαμεινώνδας μάλιστα συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, την Ελβετία και τη Γαλλία. Διορίσθηκε καθηγητής των Εμπορικών στην Εμπορική Σχολή Αθηνών. Ο Γιάννης τελείωσε την Νομική Αθηνών, και εγκαταστάθηκε μετά στο Αγρίνιο όπου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Σωτήρης μετά τη δεύτερη τάξη του Ελληνικού, διέκοψε τις σπουδές του. Πήγε υπάλληλος στο φαρμακείο του αδελφού της μητέρας του, Δημήτρη Καββαδία. Δούλεψε για ένα χρόνο, κατόπιν συνέχισε το σχολείο, πήρε απολυτήριο του σχολαρχείου και γύρισε στο φαρμακείο του θείου του. Τα οικονομικά της οικογένειας δεν άντεχαν για να κάνει κι αυτός ανώτερες σπουδές, είχε πεθάνει εν τω μεταξύ ο πατέρας τους, και υπήρχε, άλλωστε, και το κορίτσι... η αποκατάσταση... η προίκα...
Η μητέρα τους προόριζε τον Σωτήρη αλλά και τον Ευάγγελο για παπάδες. Κανένας, και ευτυχώς, δεν ακολούθησε το δρόμο αυτό. Ο Ευάγγελος, ο ιθύνων νους της μετέπειτα εταιρείας, δεν σπούδασε πέρα από το σχολαρχείο. Το είχε πάρει απόφαση από νωρίς ότι θα πήγαινε στη δουλειά. Η μαθητική ζωή γι' αυτόν κράτησε μονάχα ώσπου έγινε 12 χρονών.
Η πρώτη του σχέση με τα καπνά ήταν στα μαθητικά του χρόνια: την εποχή που μάζευαν τα καπνά τότε πήγαιναν οι πιτσιρικάδες σπάζανε τα καπνόφυλλα και τα άφηναν στο χώμα να ξεραθούν. Μάζευαν μετά τα ξεραμένα φύλλα, τα έτριβαν στο χέρι και αντί για τσιγαρόχαρτο χρησιμοποιούσαν κόλλες από παλιά τετράδια. Και έτοιμο το τσιγαράκι τους! Παραβγαίνανε, μάλιστα, στο ποιος θα βγάλει πρώτος τον καπνό από τη μύτη. Όταν ζαλίστηκε καπνίζοντας και τον πήγαν σηκωτό στο σπίτι, έφαγε το ξύλο της χρονιάς του από τον θείο του με το λουρί. Το σώμα του έμεινε μελανιασμένο μέρες. Αναφέρει δε ο ίδιος: "Ύστερα από αυτό, για χρόνια πολλά δεν ξαναδοκίμασα να καπνίσω. Ξανάρχισα το κάπνισμα μόνο σαν έγινα εικοσιδυό κι' Έπρεπε πια να καπνίζω: ήμουν καπνέμπορος".
Μόλις τέλειωσε το σχολαρχείο το 1896 πήγε μαθητευόμενος στο εμπορικό κατάστημα υφασμάτων του Αναστάσιου Παναγόπουλου. Μαθητευόμενος σήμαινε μάλλον υπηρέτης εκείνη την εποχή: σκούπισμα μαγαζιού, νερό από το πηγάδι, κι θελήματα για το σπίτι του αφεντικού. Μετά από λίγες εβδομάδες το αφεντικό του άρχισε να τον στέλνει με τον υπάλληλο του μαγαζιού στα σπίτια για τις παραγγελίες επειδή οι γυναίκες του Αγρινίου δεν πήγαιναν ποτέ στα μαγαζιά. Αποκτώντας την εμπιστοσύνη του αφεντικού σιγά σιγά διεύθυνε αυτός το εμπορικό. Δούλεψε εκεί μέχρι το Μάη του 1901 όπου ζήτησε από τον αδελφό του Γιάννη, τον δικηγόρο, να του βρει δουλειά στην εταιρεία Ρόζη και Βαρνάβα. Στην αρχή έκανε εσωτερικές δουλειές μετά εξωτερικές κι έτσι είχε περισσότερο χρόνο για να παρακολουθεί την εργασία των καπνών.
Το 1906 μόλις ενηλικιώθηκε, απ' το στρατό ήταν "απαλλαγέντας" εξαγόρασε τη θητεία του, άρχισε να σκέπτεται για δική του δουλειά. Η μητέρα του ήταν αντίθετη και στενοχωρήθηκε πολύ γι' αυτές τις σκέψεις του. Όμως ο Ευάγγελος, ενήλικας πια, θα παρακούσει τη μητέρα του για πρώτη φορά και χωρίς την συγκατάθεσή της με εγγυητή τον θείο Δημητράκη Καββαδία θα δανειστεί το ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών από τον τοκιστή Κ. Αντωνόπουλο με τόκο 6%. Στην αρχή σκέφτηκε να ασχοληθεί με την εκμετάλλευση ενός κεραμιδαριού στο χωριό καλύβια δεν πήγαν όμως καλά οι διαπραγματεύσεις και εγκατέλειψε την αρχική αυτή ιδέα. Τότε έγινε πρόταση από τον Σωτήρη Αυγερινό, έναν Κεφαλλονίτη, αυτοδημιούργητο, ο οποίος ασχολιόταν κυρίως στην τυροκομία, για συνεργασία. Έτσι λοιπόν ιδρύθηκε στις 19 Ιουλίου του 1906 η εταιρία "Αυγερινός και Παπαστράτος" με σκοπό την αγορά και πώληση εγχώριων προϊόντων κι η εισαγωγή κι εξαγωγή κάθε άλλου εμπορεύματος. Η διάρκειά της ορίστηκε πέντε χρόνια. Κύρια απασχόληση της εταιρείας έγινε το καπνεμπόριο.
Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Η εταιρεία ενισχύθηκε στη συνέχεια με τον αδελφό του Σωτήρη. Εκτός από τα καπνά ασχολούνταν και με το εμπόριο σιτηρών. Άρχισαν τα ταξίδια στο εσωτερικό κι εξωτερικό με καλές αποδόσεις. Απρόοπτο σταμάτημα των εργασιών έφεραν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Στρατεύθηκαν όλα τα αδέλφια. Επιστρέφοντας απ' τον πόλεμο προσπάθησαν να οργανώσουν και πάλι την εταιρεία. Ο Αυγερινός όμως αρρώστησε κι η εταιρεία διαλύθηκε το Μάη του 1913. Αμέσως μετά τη διάλυση, ίδρυσαν την ομόρρυθμη εταιρία "Αδελφοί Παπατράτου", που στην αρχή την αποτέλεσαν ο Ευάγγελος κι ο Σωκράτης. Αργότερα μπήκε κι ο Γιάννης, ο δικηγόρος. Το 1915 ακολούθησε και πάλι επιστράτευση για τους τρεις. Έπρεπε λοιπόν να παρακολουθεί κάποιος την εταιρεία και ανέλαβε ο Δημήτρης Καββαδίας ο θείος τους. Αργότερα μπήκε στην εταιρεία και ανέλαβε ο πρεσβύτερος αδελφός Επαμεινώνδας. Το εμπόριο καπνού συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Ιδρύθηκαν παραρτήματα και σε χώρες όπως η Ολλανδία. Το Μάη του 1923 ο Ευάγγελος θα βρεθεί μαζί με τον Βάϊσμαν, που ήταν γλωσσομαθής, για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη. Έμεινε εκεί ένα χρόνο. Επισκέφθηκε και συνεργάστηκε με πολλές εταιρείες μεταξύ των οποίων και η Philips Morris.
Στο μεταξύ σκέφθηκαν τη στροφή στην Καπνοβιομηχανία και τον Ιούλιο του 1930 ίδρυσαν την εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Σιγαρέτων" ή με τα αρχικά της, ΠΑΒΕΣ. Το 1931 στις 21 Μάη 1931 μπήκε ο θεμέλιος λίθος του εργοστασίου που το εγκαινίασε ο Ελ. Βενιζέλος. Το 1941 εισάγεται η εταιρία στο Χρηματιστήριο.
Η ανοδική εξέλιξη της εταιρείας συνεχίστηκε για πάνω από 60 χρόνια, με εξαγορές μικρότερων ελληνικών καπνοβιομηχανιών, νέες μάρκες τσιγάρων, συνεργασίες με μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού όπως η Philips Morris. Μέχρι το Μάη του 2003 όταν στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η τελευταία εξαγόρασε πλουσιοπάροχα το 75% της εταιρείας "ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ".
Μου αρέσει!Δείτε περισσότερες αντιδράσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου