Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Η αυγή της νέας χιλιετίας
Ένας πρώιμος εορτασμός είναι η αφορμή για το παρακάτω αφήγημα.
Την 1η Ιανουαρίου του 2000 είναν συμπληρωθεί τα 999 χρόνια της δεύτερης χιλιετίας και με την ολοκλήρωση του έτους, που μόλις άρχιζε θα συμπληρωνόταν η 2η χιλιετία. Όμως η παγκόσμια ανάγκη των ΜΜΕ για γεγονότα που θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον των λαών, τους έκανε να βιαστούν κατά ένα έτος. Καμία ιδιαίτερη σημασία, αλλά παγκοσμίως η μέρα εορτάστηκε με ιδιαίτερες παράτες.
Η χώρα μας περνούσε την εποχή των εύκολων δαπανών και των εικονικών παχέων αγελάδων. Έτσι δεν μπορούσε να μείνει πίσω. Ο υπουργός επί των πάντων Κωνσταντίνος Λαλιώτης ετοίμασε μια πολυδάπανη φιέστα στην Ακρόπολη με καλλιτέχνες και πυροτεχνήματα, παρά τις αντιρρήσεις πολλών, κυρίως αρχαιολόγων, για τις ενδεχόμενες ζημιές στο χώρο. Στη διάρκεια του εορτασμού δεν παραβρέθηκα, αλλά πέρασα από κει λίγες ώρες αργότερα όπως θα σας περιγράψω παρακάτω. Με το νι και με το σίγμα, το πώς και γιατί
Όπως όλα τα τελευταία χρόνια το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς το πέρασα στο φιλόξενο νεοκλασσικό σπίτι της οδού Καλλιδρομίου των Νίκου και της Φρόσως Κιάου μαζί με πολλούς άλλους φίλους. Καλό φαγητό, κρασί, χορός και τραγούδια. Όταν η ώρα πλησίαζε τις τρεις είπα στη γυναίκα μου να μαζευτούμε στο σπίτι μας. Ένας επίμονος πονοκέφαλός δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Τα παυσίπονα και η απόπειρα να κοιμηθώ δεν απέδωσαν καρπούς κι απελπισμένος, προσέχοντας μην ξυπνήσω τη γυναίκα μου, ντύθηκα και βγήκα έξω με την ελπίδα ο νυχτερινός κρύος αέρας θα με βοηθήσει
Όπως συνήθως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στους περιπάτους μου πήρα την κατεύθυνση προς την Ακρόπολη, ενισχυμένος και από την περιέργεια τι είχε αυτός ο πολυδιαφημισμένος στολισμός στη φιέστα. Φανταζόμουν και δικαίως ότι όλα θα είχαν τελειώσει, αφού η ώρα πλησίαζε 5 το πρωί, αλλά ακόμα ήταν νύχτα.
Πράγματι με τη διαδρομή Ιπποκράτους-Πανεπιστημίου- πλατεία Συντάγματος- Αμαλίας- Διονυσίου Αεροπαγίτου έφτασα στο στόχο. Όλα είχαν τελειώσει, έμενε μόνο η μελαγχολία του έρημου τοπίου, με τα πολλά σκουπίδια σκορπισμένα παντού μετά τη φιέστα. Τίποτα το ενδιαφέρον κοιτάζοντάς τα. Έτσι αποφάσισα να κατέβω την Αποστόλου Παύλου που ακόμα δεν είχε πεζοδρομηθεί και να πάρω τον Ηλεκτρικό από το Θησείο. Το κεφάλι μου είχε σχεδόν ηρεμήσει και με αργά βήματα και αφηρημένος άρχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω βυθισμένος, ως συνήθως στις δικές μου σκέψεις
Με τα φώτα του συναγερμού ν’ αναβοσβήτουν, αλλά με τη σειρήνα σε παύση, ένα περιπολικό πέρασε ξυστά από δίπλα μου κι αμέσως πάτησε με δύναμη το φρένο και στρίβοντας το τιμόνι μου έκλεισε το δρόμο. Απροετοίμαστος κι αφηρημένος τρόμαξα
«Βρε γαμότο!» από μέσα μου ψιθύρισα «τί στο διάλο έκανα πάλι και δεν το κατάλαβα ;»
Ακίνητο το περιπολικό, ακίνητος κι εγώ, άφηνα τα δευτερόλεπτα βαριά να περνούν. Δε μπορούσα τίποτα να κάνω. Ανάμενα τις εξηγήσεις. Η αναμονή ήταν δύσκολη. Κάποια στιγμή επιτέλους άνοιξε η μιά πόρτα κι ένα νέο ψηλό παιδί, φορώντας το πηλίκιο άρχισε να με πλησιάζει. Ο φωτισμός δεν ήταν αρκετός. Μέχρι τη στιγμή που η ήρεμη φωνή του αποσυμπίεσε την ατμόσφαιρα
«Τι κάνεις τέτοια ώρα στο δρόμο ρε Θείε ;»
Ανάπνευσα με ανακούφιση. Μαθητής μου ήταν και το έκανε επί τούτου. Με θερμή χειραψία θυμηθήκαμε παλαιές όμορφες στιγμές. Μου πρότειναν να με πάνε μέχρι το σταθμό με το αυτοκίνητο. Αρνήθηκα ευγενικά. Η βόλτα με το περιπολικό δεν ήταν στις προτεραιότητές μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου