Εξιστόρηση της παιδικής του ηλικίας και των μαθητικών του χρόνων κάνει ο Αμβρόσιος Καρατζάς, Αυλωνίτης στην καταγωγή.
Τα όσα περιγράφει στο παρακάτω εκτενές κείμενο έχουν πέρα από ιστορική αξία και συναισθηματική. Εκφράζει, πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό αυτά που θα ήθελαν να πουν κι άλλοι παλιοί μαθητές του ιστορικού Δημοτικού Σχολείου Αυλώνας. Το "σημείωμα", όπως ονομάζει ο ίδιος την καταγραφή που έκανε, μάς το έστειλε προκειμένου να αποτελέσει μια αρχή της καταγραφής της ιστορίας της εκπαίδευσης για την περιοχή. Συνεκτιμάται και συμπληρώνει τα γραφόμενα του Παν. Κανελλόπουλου στο βιβλίο του. Μιλάει για το κοινωνικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1960, αναφέρει αναλυτικά τις εμπειρίες από τη σχολική ζωή, γράφει νοσταλγώντας αλλά παράλληλα καταθέτει πολύ χρήσιμα ιστορικά στοιχεία. Με τη σειρά μας, κάνουμε έκκληση και σε άλλους Αυλωνίτες να συνδράμουν σε αυτή την προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του σχολείου.
Το Δημοτικό Σχολείο Αυλώνας Τριφυλίας
Περίοδος: 1956- 1962
Του Αμβροσίου Καρατζά
Τα έξι χρόνια της Δημοτικής Εκπαίδευσης τα πέρασα στο δημοτικό σχολείο του χωριού μου Αυλώνα Τριφυλίας, από το 1956 έως το 1962. Το σχολικό κτήριο ήταν τότε σχετικά καινούριο, και ήταν το καλύτερο συγκρινόμενο με τα κτήρια των γύρω χωριών. Το σχολείο μας λειτουργεί ακόμα και κρίθηκε «διατηρήσιμο» κατά τις πρόσφατες κρίσεις πού έγιναν από την κυβέρνηση για την συγχώνευση των σχολείων, και πρόκειται να εφαρμοστούν από το σχολικό έτος 2011-2012. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους λίγους κατοίκους των χωριών της περιοχής, διότι δικαιώθηκαν ως προς τους πραγματικούς λόγους που ισχυρίστηκαν με το έγγραφο τους και τις λοιπές ενέργειες που έκαναν προς τις αρμόδιες Αρχές. Χαροποίησε τους τωρινούς και επόμενους μαθητές του, διότι δεν θα χρειάζεται να ταξιδεύουν καθημερινά στο Κοπανάκι ή στην Κυπαρισσία να μάθουν γράμματα διακινδυνεύοντας την ζωή τους και καταναλώνοντας πολύ από το χρόνο τους για το πήγαινε-έλα. Χαροποίησε και μας τους παλιούς μαθητές του, που θα βλέπουμε το σχολείο που φοιτήσαμε ανοιχτό με μαθητές, έστω και λίγους, να παίζουν στο προαύλιο του και με τις φωνές τους να δίνουν ζωή στο χωριό μας.
Την ιστορία του σχολείου την έχουν καταγράψει, ο γιατρός Παναγιώτης Θεμ. Κανελλόπουλος, στα βιβλίο του ΚΑΡΑΜΟΥΣΤΑΦΑ - ΤΡΟΥΚΑΚΙ – ΣΚΛΑΒΕΙΚΑ, Ιστορία Λαογραφία, και ο δάσκαλος Γιαννάκης Θεμ. Κανελλόπουλος στο βιβλίο του ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΩΝ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ, 35 Χρόνια Λειτουργίας, 1957-1992.
Η περιγραφή του σχολικού κτιρίου.
Το σχολείο μου ευρίσκεται στην ΝΑ πλευρά του χωριού, και απέχει περίπου 100 μέτρα από τον δρόμο που ενώνει την Αυλώνα με το Σιδηρόκαστρο, και μια σύντομη περιγραφή των εγκαταστάσεων του εκείνη την εποχή έχει ως εξής:
Το κτήριο ήδη είχε τελειώσει και οι διαστάσεις του δεν έχουν αλλάξει από τότε. Στην πίσω (δυτική ) πλευρά του κτηρίου υπήρχε ένα υπόστεγο διαστάσεων 5Χ4 μέτρα περίπου, για διάφορες χρήσεις και αριστερά του υπόστεγου στην άκρη (βορειοδυτική) γωνία του οικοπέδου του σχολείου υπήρχε ένα πρόχειρο μικρό κτίριο χωρισμένο στα δύο που χρησίμευε ως αποχωρητήριο (τουαλέτα). Το οικόπεδο το σχολείου δεν ήταν τόσο μεγάλο ούτε ήταν διαμορφωμένο όπως είναι τώρα.
Το προαύλιο τότε περιοριζόταν μόνο στο εμπρός και πίσω μέρος του κτιρίου, ενώ προς την βόρεια και νότια πλευρά του κτιρίου, το προαύλιο εκτεινόταν περίπου 2-3 μέτρα από το κτήριο. Το προαύλιο χώριζε από τα διπλανά χωράφια με χαμηλή πέτρινη μάνδρα και επάνω είχαν τοποθετηθεί ξερά κλαδιά δένδρων, ως φράκτης, για να μην μπαίνουν στο προαύλιο τα πρόβατα που έβοσκαν στα χωράφια. Ο δρόμος που ένωνε το σχολείο με το δημόσιο δρόμο είχε πλάτος περίπου ένα μέτρο. Το 1966 αγοράστηκε από τον ιδιοκτήτη του παρακείμενου χωραφιού, ένα τμήμα προς την νότια πλευρά του προαυλίου καθώς επίσης διαπλατύνθηκε και ο δρόμος και μπορούσε να περνάει αυτοκίνητο.
Το κτίριο εσωτερικά τότε, είχε δύο ισομεγέθεις μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας, και στην μέση το γραφείο των δασκάλων. Στη βορινή αίθουσα υπήρχε ένα χώρισμα με τάβλες περίπου τρία μέτρα ύψος με πόρτα και την χώριζε σε δύο μέρη, περίπου ένα προς τρία. Σε αυτό το χώρο έμεναν οι δύο πρώτοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν σε αυτό το καινούριο σχολικό κτήριο, ο Ανδρέας Αποστολόπουλος και η σύζυγος του Ιφιγένεια μαζί με τα δύο παιδιά τους.
Το δάπεδο του κτηρίου ήταν από σκυρόδεμα, οι τοίχοι δεν ήταν σοφατισμένοι, και δεν υπήρχε ταβάνι. Ανάμεσα στα πάτερα, τα χελιδόνια έφτιαχναν φωλιές, αλλά τα εμποδίζαμε διότι όταν έκλεινε το σχολείο τον Ιούνιο θα έκλειναν τα παράθυρα και δεν θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν. Έτσι αναγκάστηκαν να κτίζουν τις φωλιές τους στην ανατολική πλευρά του εξωτερικού τοίχου. Η εξωτερική σκάλα και το μπαλκόνι μπροστά από την κυρία είσοδο ήταν από σανίδες βαμμένες με μπλε χρώμα. Κάτω από το ξύλινο μπαλκόνι τοποθετούσαμε τα ξύλα που πήγαιναν όλοι οι μαθητές για τις ξύλο-θερμάστρες που θέρμαιναν τις αίθουσες του σχολείου. Τα παράθυρα ήταν και αυτά ξύλινα βαμμένα μπλε με τζάμια.
Στο προαύλιο του σχολείου είχαν φυτέψει οι παλαιότεροι μαθητές διάφορα δένδρα, κυρίως λεύκες, ενώ περιμετρικά είχαν φυτέψει διάφορα αναρριχόμενα φυτά, καλλωπιστικούς θάμνους και τριανταφυλλιές. Το κτήριο πρέπει να πρώτο-λειτούργησε το 1950 -1951.
Οι δάσκαλοι.
Μέχρι την λήξη του σχολικού έτους 1955 υπηρετούσαν στο σχολείο μας οι προηγούμενοι δάσκαλοι Ανδρέας Αποστολόπουλος και η σύζυγος του Ιφιγένεια, οι οποίοι μετατέθηκαν από την Αυλώνα για άλλο σχολείο. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1955 ήρθε ένα μεγάλο φορτηγό, και μετέφεραν οι μαθητές όλα τα υπάρχοντα των δασκάλων από το σχολείο στο φορτηγό και αναχώρησαν μέσα σε συγκινησιακό κλίμα.
Στις αρχές Σεπτέμβρη του 1955 ήλθαν οι νέοι δάσκαλοι στο χωριό, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μπρακουμάτσος και η Νικολέτα Καρατζαφέρη, που ήταν νέοι σε ηλικία και ανύπαντροι και οι δύο. Αν θυμάμαι καλά ο δάσκαλος είχε μερικά χρόνια υπηρεσία ενώ η δασκάλα ήταν πρωτοδιόριστη. Ο δάσκαλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του τότε Γραμματέα της κοινότητας Αυλώνας, Κώστα Κάππου που ήταν κάπως ευρύχωρο και είχε και τουαλέτα και λοιπές ευκολίες. Η δασκάλα εγκαταστάθηκε στο σπίτι της γριά –Λυκούργενας, εκεί που είναι τώρα το σπίτι της Αλέξως χήρας Παν. Παναγόπουλου. Τότε εκεί ήταν ένα σπίτι παλιό μεν αλλά πολύ οργανωμένο εσωτερικά, με μαντρότοιχο εξωτερικά και όλες τις ευκολίες, διότι, η γερόντισσα που ήταν χήρα και έμενε μόνη της, είχε ένα γιό στην Αμερική που έστελνε αρκετά χρήματα και μια κόρη παντρεμένη στο χωριό που την φρόντιζε με κάθε επιμέλεια.
Οι δάσκαλοι σιτίζονταν στα σπίτια που έμεναν, όμως οι μανάδες μας όταν έφτιαχναν κάτι καλό μας έστελναν να πάμε και στο δάσκαλο μας ένα κέρασμα ή φρούτα εποχής, οι οποίοι ήταν ευγενέστατοι και καταδεκτικοί.
Αριστερά ο αείμνηστος δάσκαλος μας Κων. Μπρακουμάτσος σε κάποιο σεμινάριο.
Αυτό συνέβη τα πρώτα χρόνια, διότι λίγο αργότερα, όπως ήταν ανύπαντροι και οι δύο, αγαπήθηκαν και έγιναν ζευγάρι. Έτσι νοίκιασαν ένα άδειο σπίτι στο χωριό και έστησαν το νοικοκυριό τους. Θυμάμαι την νεότατη, λεπτοκαμωμένη και μοντέρνα δασκάλα μας όταν ήλθε στην Αυλώνα με τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης και την ανυπαρξία κοινωνικής ζωής ή διασκέδασης και σκέπτομαι πόσο δύσκολα θα ήταν για αυτή να συνηθίσει στο νέο περιβάλλον. Για τον δάσκαλο δεν είχα τις ίδιες απορίες διότι αυτός είχε την διέξοδο του καφενείου. Πήγαινε συνήθως στο μαγαζί του Τασιούλη, όπου εύρισκε πολλές φορές και εφημερίδα να διαβάσει, ή έπαιζε πρέφα και συζητούσε με τους χωριάτες.
Η παιδεία εκείνα τα χρόνια.
Τότε δεν λειτουργούσαν στα χωριά Νηπιαγωγεία. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας εκείνη την εποχή εργαζόταν στις διάφορες δουλειές του σπιτιού, όπως φυλάγανε τα πρόβατα, ή βοηθούσαν στον τρύγο στα αμπέλια, στο αλώνισμα , μάζευαν καρύδια κτλ. Έτσι όταν ερχόταν η εποχή να ανοίξουν τα σχολεία οι γονείς στενοχωριόνταν που θα έχαναν ένα ή δυο βοηθούς από τις δουλειές τους. Ωστόσο από τότε ήταν υποχρεωτικό να πάει κάποιος στο σχολείο, παρόλο του ότι το κράτος πλήρωνε μόνο τον δάσκαλο. Κάθε χρονιά ο μαθητής έπρεπε να πληρώσει το τέλος εγγραφής για την επόμενη τάξη τον Σεπτέμβρη 20 δραχμές, και το τέλος του ενδεικτικού στο τέλος του σχολικού έτους 10 δραχμές. Την εποχή εκείνη ένα ημερομίσθιο από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου ήταν γύρω στις 30 δραχμές. Το τέλος για το απολυτήριο ήταν ακριβότερο αλλά δεν θυμάμαι πόσο. Τα βιβλία τα αγόραζαν οι μαθητές με δικά τους έξοδα. Τα βιβλία και τα τετράδια τα αγοράζαμε από το μαγαζί του Χρήστου Λέφα, που λειτουργούσε για πολλά χρόνια στο χωριό. Κάθε βιβλίο κόστιζε περίπου 5 έως 10 δραχμές, ενώ τα τετράδια 12 φύλλων κόστιζαν 50 λεπτά της δραχμής. Προς το τέλος της σχολικής μου θητείας στο χωριό με πρωτοβουλία των δασκάλων μας στήθηκε μια μικρή βιβλιοθήκη στο σχολείο, με δωρητές διάφορους Αυλωνίτες της διασποράς.
Η εγγραφή μου στην Πρώτη τάξη.
Εγώ εγγράφτηκα στην Α΄ τάξη του σχολείου τον Σεπτέμβριο του 1956. Τις πρώτες μέρες που άνοιξαν οι δάσκαλοι το σχολείο, πήγαιναν οι μαθητές να εγγραφούν για την επόμενη τάξη. Θυμάμαι πως η μάνα μου με έπλυνε, μου φόρεσε καθαρά ρούχα, με κούρεψε με το ψαλίδι γουλί, μου έδωσε και ο πατέρας μου το 20άρι που ήταν χάρτινο και είχε απόχρωση μπλε, και πήγα στο σχολείο να εγγραφώ.
Εγώ είχα την τύχη να έχω την δασκάλα γειτόνισσα διότι το σπίτι μας ήταν δίπλα στο σπίτι που έμενε η δασκάλα και η μάνα μου συχνά συζητούσε μαζί της, και της είχε πει ότι θα πάω στην πρώτη τάξη. Κάποια μέρα η μάνα μου με γνώρισε στην δασκάλα μας, και θυμάμαι που της έκανε εντύπωση το όνομα μου, Αμβρόσιος ! !
Έτσι λοιπόν όταν πήγα να εγγραφώ δεν ντρεπόμουν τόσο πολύ διότι η δασκάλα ήδη με γνώριζε. Είχα δει και τον δάσκαλο να περνάει από μακριά, αλλά δεν με γνώριζε. Εξ άλλου και να με γνώριζε δεν ήταν εύκολο να με θυμηθεί διότι τότε στο σχολείο πρέπει να φοιτούσαν γύρω στα 100 παιδιά. Μπήκα δειλά – δειλά στην πόρτα του σχολείου, κάποιοι άλλοι προηγούνταν, και έτσι μπήκαμε όλοι μαζί. Οι δάσκαλοι μας υποδέχτηκαν με καλοσύνη, και άρχισαν την διαδικασία της εγγραφής. Μας ρώτησαν για την οικογένεια μας και άλλα στοιχεία πληροφοριακά. Ο δάσκαλος από ότι μου είπε είχε γνωρίσει τον πατέρα μου στο καφενείο του χωριού.
Εκείνη την χρονιά στην πρώτη τάξη γραφτήκαμε οι εξής: Βουδούρης Σταύρος του Θύμιου, Γκιουμές Περικλής του Δημητρίου, Γεωργακάς Νίκος του Χρόνη, Καπερώνης Διονύσιος του Γεωργίου, Καρατζάς Αμβρόσιος του Αριστείδη, Καρατζά Ντίνα του Γεωργίου, Κολέτσος Επαμεινώνδας του Βασιλείου, Μπούκαλη Δήμητρα του Γεωργίου, Σταυρόπουλος Γιάννης του Γεωργίου, Σταυροπούλου Βικτωρία του Σταύρου, Τσακανίκας Σωτήρης του Θεοδώρου.
Όταν ήλθε η μέρα που θα αρχίζαμε τα μαθήματα ήταν οι μέρες που τρυγούσαμε τα αμπέλια. Ο πατέρας μου είχε μεγάλο αμπέλι και η διαδικασία του τρύγου και της αποθήκευσης του μούστου στα βαρέλια κρατούσε καμιά βδομάδα. Έτσι ο πατέρας μου με κράτησε μερικές μέρες να βοηθήσω στις δουλειές του σπιτιού και δεν πήγα στο σχολείο από την πρώτη μέρα. Το ίδιο συνέβη και με άλλα παιδιά, οπότε η δάσκαλοι υπενθύμισαν στους γονείς μας ότι πρέπει να μας στείλουν στο σχολείο. Μια μέρα με είδε η δασκάλα από μακριά και με φώναξε κοντά της. Πλησίασα ντροπαλός και με ρώτησε, «Αμβρόσιε γιατί δεν έρχεσαι στο σχολείο;» δεν θυμάμαι τι δικαιολογία βρήκα αλλά περίπου με καθυστέρηση 10 ημερών άρχισα την εκπαίδευση μου.
Όταν πήγα την πρώτη μέρα δεν είχα πολλές απορίες ως προς την οργάνωση των τάξεων. Δηλαδή γνώριζα ότι η δασκάλα θα έκανε μάθημα στην Α΄ τάξη, και στην Γ΄ και Δ΄ τάξεις συνδιδασκαλία. Αυτό το διαχωρισμό είχαν από την προηγούμενη χρονιά.
Προσχολική εμπειρία.
Όταν είμαστε στην προσχολική ηλικία πηγαίναμε στο διάλειμμα στο προαύλιο του σχολείου και παίζαμε με τα άλλα παιδιά. Οι δάσκαλοι μας επέτρεπαν εάν θέλαμε να μπούμε στην αίθουσα να παρακολουθήσουμε το μάθημα και να καθίσουμε στο τελευταίο θρανίο των μαθητών της Α΄ τάξης που ήταν κενό και προοριζόταν για αυτές τις περιπτώσεις. Αυτό το είχαμε κάνει κάμποσες φορές με δασκάλα την Ιφιγένεια.
Κάποια φορά προς το τέλος του σχολικού έτους, την ώρα του μαθήματος ήλθε στην αίθουσα μας ο δάσκαλος αείμνηστος Ανδρέας Αποστολόπουλος. Μας είδε που καθόμαστε τρείς στο τελευταίο θρανίο, ήλθε κοντά, μας ρώτησε τα ονόματα μας και μας συνέστησε να ερχόμαστε κάθε μέρα να παρακολουθούμε τα μαθήματα. Εμείς συμφωνήσαμε ότι θα ερχόμαστε συχνά, και αυτός καλαμπουρίζοντας μας είπε πως αυτό πρέπει να τα κατοχυρώσουμε και να δεσμευτούμε. Στα χέρια του κρατούσε ένα μακρύ χάρακα τον οποίο τοποθέτησε επάνω στα κεφάλια μας όπως καθόμαστε στην σειρά και είχαμε περίπου το ίδιο ανάστημα. Άφησε τον χάρακα στα κεφάλια μας και έφυγε προς το γραφείο του λέγοντας πως θα πάει να φέρει το σφυρί και πρόκες για να μας καρφώσει τα κεφάλια έτσι ώστε να δεσμευτούμε ότι θα ερχόμαστε στα μαθήματα και τις επόμενες μέρες.
Εμείς μόλις ακούσαμε αυτά τα λόγια, θορυβηθήκαμε, αλληλοκοιταχτήκαμε και αποφασίσαμε μέχρι να επιστρέψει ο δάσκαλος να φύγουμε από την αίθουσα. Αυτό τελικά κάναμε, είμαστε μάλιστα κοντά στην πόρτα της αίθουσας, και στη στιγμή βρεθήκαμε εκτός αιθούσης. Μέχρι το τέλος και της επόμενης χρονιάς δεν ξαναπήγαμε στο σχολείο γιατί είχαμε φοβηθεί τον δάσκαλο για το καλαμπούρι που μας έκανε.
Η πρώτη ημέρα στο σχολείο.
Τέλος πάντων έστω και με καθυστέρηση μαζεύτηκε όλη η τάξη και αρχίσαμε τα μαθήματα. Στην νότια αίθουσα έκαναν μάθημα η Α΄ τάξη, η Γ΄ και η Δ΄. Η αίθουσα είχε τρεις στήλες θρανία, 8 έως 10 θρανία η κάθε στήλη, στα οποία κάθονταν οι μαθητές ανάλογα ανά δύο ή τρεις. Σε κάθε στήλη καθόταν μία τάξη. Έτσι στην αριστερά της έδρας ήταν η Α΄ τάξη στην μέση η Γ΄ και στα δεξιά η Δ΄ τάξη. Αριστερά της έδρας στην γωνία της αίθουσας υπήρχε μια θερμάστρα που έκαιγε ξύλα για να ζεσταίνει την αίθουσα τους χειμερινούς μήνες. Δεξιά της έδρας ήταν ένας μαυροπίνακας από κόντρα πλακέ. Δεξιά του πίνακα υπήρχε ένας μεγάλος χάρτης της Ελλάδος και περιμετρικά της αίθουσας ψηλά προς την οροφή ήταν ανηρτημένες φωτογραφίες των ηρώων του 1821.Τα πρώτο πράγμα που είχαμε να κάνουμε ήταν να αγοράσουμε το Αναγνωστικό και την Πλάκα με το Κοντήλι. Αργότερα αγοράσαμε ένα τετράδιο αντιγραφής, και ένα αριθμητικής.
Πλάκα ήταν τετράγωνη, μαύρου χρώματος, διαστάσεων 15Χ20 εκατοστά, πάχους περίπου 5 χιλιοστών, και περιμετρικά είχε ξύλινο προστατευτικό περίβλημα πλάτους 1,5 εκατοστά. Δεν θυμάμαι με τι υλικό ήταν φτιαγμένη, αλλά είχε την ιδιότητα να μπορείς να χαράξεις επάνω της με το Κοντήλι, που είχε την μορφή μολυβιού, γράμματα, αριθμούς ή σχέδια και να τα σβήνεις με το σπόγγο που συνήθως ήταν δεμένος με ένα σχοινάκι από την Πλάκα. Η Πλάκα με το Κοντήλι, ήταν ας πούμε το πρόχειρο τετράδιο μας. Όλα τα σχολικά μας βιβλία και τετράδια τα μεταφέραμε μέσα σε ένα υφαντό πολύχρωμο σακούλι, το οποίο φορούσαμε «παραμάσχαλα» στη διαδρομή σπίτι-σχολείο-σπίτι. Ανάλογα με την τάξη και τον αριθμό των βιβλίων μεγάλωνε και το σακούλι.
Το περιεχόμενο σπουδών του Δημοτικού.
Κατά την γνώμη μου, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Α΄ τάξης τότε ήταν πολύ φτωχό σε σχέση με το σημερινό πρόγραμμα. Όλη την χρονιά μαθαίναμε να διαβάζουμε το Αναγνωστικό, να αντιγράφουμε μέρη από το Αναγνωστικό, αριθμητική να μετράμε μέχρι το 100, χωρίς να μαθαίνουμε αριθμητικές πράξεις.
Το ίδιο φτωχό ήταν και στην Β΄ τάξη διότι συνεχιζόταν με ένα πιο προχωρημένο Αναγνωστικό, πάλι αντιγραφή, άρχιζε η ορθογραφία λέξεων, και από αριθμητική μαθαίναμε πρόσθεση και αφαίρεση.
Στην Γ΄ και την Δ΄ άλλαζε εντελώς το πρόγραμμα, διότι εκτός από το Αναγνωστικό και την αντιγραφή, η ορθογραφία δυσκόλεψε διότι, έπρεπε να γράφουμε στο τετράδιο της ορθογραφίας ολόκληρες προτάσεις από το Αναγνωστικό χωρίς λάθη. Στην αριθμητική είχαμε τον πολλαπλασιασμό και την διαίρεση και την επίλυση προβλημάτων. Τέλος προστέθηκαν καινούργια μαθήματα ,όπως, ιστορία, θρησκευτικά, γεωγραφία.
Στις δύο τελευταίες τάξεις που γινόταν μάθημα συνδιδασκαλίας, το πρόγραμμα ήταν πολύ πιο περιεκτικό και αυστηρό διότι το μάθημα το έκανε ό δάσκαλος που είχε περισσότερη πείρα και μόρφωση ( είχε κάνει και σεμινάριο επιμόρφωσης).
Ένα από τα δυσκολότερα μαθήματα ήταν η Έκθεση. Η δυσκολία μας οφειλόταν στην έλλειψη παραστάσεων για τα θέματα που έπρεπε να αναπτύξουμε. Το περιεχόμενο όλων των βιβλίων ήταν δομημένο για την ζωή των πόλεων, που δεν είχε καμία σχέση με την ζωή του χωριού. Τηλεόραση και εγκυκλοπαίδειες ή άλλα βιβλία δεν υπήρχαν και οι μαθητές είχαν πολύ περιορισμένο ορίζοντα.
Είχαμε ιδιαίτερο τετράδιο εκθέσεων, και αν θυμάμαι καλά γράφαμε μία έκθεση κάθε δύο βδομάδες. Την πρώτη βδομάδα γράφαμε την έκθεση και παραδίναμε τα τετράδια στον Δάσκαλο να τα διορθώσει. Την επόμενη βδομάδα ο δάσκαλος έφερνε τα τετράδια διορθωμένα με κόκκινο χρώμα για να βλέπουμε τα ορθογραφικά ή φραστικά λάθη μας. Για τους μαθητές της Έκτης τάξης τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά διότι μετά το τέλος του σχολικού έτους έπρεπε να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο, και αν δεν είχαν καλά προετοιμαστεί δεν θα φοιτούσαν στο Γυμνάσιο, αλλά θα συνέχιζαν την ενασχόληση τους με τα πρόβατα και τις δουλειές του χωριού.
Επίσης στο πρόγραμμα προβλεπόταν χρόνος για γυμναστική, ωδική, χορό κτλ. Τα μαθήματα γυμναστικής άρχιζαν από τα μέσα Μάρτη στο γήπεδο του χωριού τις πρωινές ώρες. Συμμετείχαν αγόρια και κορίτσια που φορούσαν σορτς και άσπρα φανελάκια και μαθαίναμε ασκήσεις του σώματος, της κεφαλής, των χεριών και των ποδιών όπως, κάμψεις, διατάσεις, ανατάσεις με συγχρονισμό. Επίσης κάναμε άλματα απλούν, τριπλούν, ύψους και δρόμους ταχύτητας.
Θυμάμαι ότι από την Γ΄ τάξη και μετά κάναμε μαθήματα ωδικής. Μαθαίναμε κυρίως παιδικά τραγούδια, εθνικά τραγούδια για το 1821 και το 1940, τα κάλαντα, καθώς και τροπάρια των μεγάλων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα , Τριών Ιεραρχών κτλ. Έτσι καλλιεργούσαμε τη φωνή μας και μαθαίναμε ορθοφωνία και συγχρονισμό με την χορωδία.
Τα μαθήματα χορού γινόταν στο προαύλιο του σχολείου για αγόρια και κορίτσια όταν ο καιρός ήταν καλός. Μάθαμε τσάμικο καλαματιανό και άλλους εθνικούς χορούς. Θυμάμαι πως χορεύαμε ακόμη και το «Μακεδονία ξακουστή» που ήταν ένα πολύ δύσκολος χορός. Εννοείται ότι τα τραγούδια που χορεύαμε, τα τραγουδούσαμε οι ίδιοι οι χορευτές.
Το σχολικό ωράριο.
Εκείνα τα χρόνια τα μαθήματα γινόντουσαν έξι ημέρες την εβδομάδα, Δευτέρα,Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 8.00-13.30 και 14.30 -17.00 ενώ, Τετάρτη και Σάββατο μόνο πρωί. Στο πρωινό πρόγραμμα είχαμε ένα διάλειμμα 30-40 λεπτών, ενώ το απόγευμα ένα διάλλειμα 15-20 λεπτών. Κάθε Τετάρτη απόγευμα είχε Κατηχητικό που γινόταν στον Γυναικωνίτη του Ναού του Αγίου Γεωργίου. Το κατηχητικό είχε διάρκεια μία ώρα, συμμετείχαν μόνο οι μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων, και μας το έκανε ο τότε ιερέας του χωριού μας παπά-Τάσης ή μερικές φορές ο γιος του που ήταν αρκετά κατατοπισμένοι με τα θρησκευτικά θέματα. Μισή ώρα πριν αρχίσει το μάθημα, πρωί και απόγευμα, χτύπαγε η μικρή καμπάνα της Εκκλησίας για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, επειδή τότε δεν υπήρχαν ρολόγια στα σπίτια.
Την Κυριακή όλα τα παιδιά υποχρεωτικά έπρεπε να συμμετέχουν στον εκκλησιασμό. Τότε οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν τέσσαρες φορές στην διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, ενώ τώρα τρεις φορές. Τότε με το κτύπημα της τρίτης καμπάνας οι μαθητές μαζεύονταν στο προαύλιο του σχολείου. Σε λίγο ερχόταν οι δάσκαλοι και συντασσόμαστε σε δύο ουλαμούς, αγόρια και κορίτσια κατά ανάστημα. Έπρεπε να είμαστε επιμελώς πλυμένοι με καθαρά αυτιά, κουρεμένοι, με καθαρά ρούχα, με κομμένα νύχια κτλ. Οι δάσκαλοι έκαναν «επιθεώρηση» έναν –έναν και όποιος δεν ήταν εντάξει τον έστελναν σπίτι του ως τιμωρία.
Στα χρόνια που πήγαινα εγώ στο σχολείο μια φορά δεν πήγαμε στην εκκλησία. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1960 που είχε πολλά χιόνια στο χωριό και το δάπεδο της εκκλησίας του χωριού ήταν υπό κατασκευή. Πιο συγκεκριμένα τότε άλλαξαν οι πέτρινες πλάκες που είχε για δάπεδο, με μωσαϊκό. Η υπόβαση του μωσαϊκού όμως γινόταν με θραυστό χαλίκι, και σε αυτό το στάδιο βρισκόταν ο ναός τότε, δηλαδή είχε δάπεδο από θραυστό χαλίκι. Τότε λόγω της φτώχειας οι περισσότεροι μαθητές δεν είχαν παπούτσια και ήταν ξυπόλητοι καθημερινά και τις Κυριακές.
Τις καθημερινές όμως μόλις μπαίναμε στις αίθουσες ζεσταινόμαστε και το πρόβλημα ήταν μόνο στο πήγαινε-έλα στο σχολείο. Εκείνη την Κυριακή όλοι οι μαθητές παρά το χιόνι ήλθαν στο σχολείο και παίζαμε «αλαμπάρτζα» για να ζεσταθούμε. Έγινε ή στοίχιση και η επιθεώρηση για την καθαριότητα, και μόλις ήταν να ξεκινήσουμε για την εκκλησία ο δάσκαλος μας διερωτήθηκε φωναχτά λέγοντας : «που να σας πάω έτσι με τέτοιο καιρό βρε τάγμα ξυπολιάδων, και εκεί που θα σας πάω πως θα μείνετε όρθιοι πατώντας σε θραυστό χαλίκι;» και αμέσως μας είπε να πάμε στα σπίτια μας.
Το συσσίτιο.
Εκείνα τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε η χώρα μας είχε μείνει πίσω οικονομικά και ο πληθυσμός στην ύπαιθρο δυστυχούσε και πεινούσε. Υπήρχε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των πληθυσμών κυρίως της υπαίθρου με ρούχα και τροφές που διατέθηκαν από ένα Οργανισμό του ΟΗΕ που λεγόταν UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Σύμφωνα με αυτό το πρόγραμμα στο σχολείο μας κάθε πρωί παρείχετο σε όλα τα παιδιά ζεστό γάλα το οποίο παρασκευαζόταν στο υπόστεγο που ήταν στο προαύλιο του πίσω μέρους του σχολείου. Το γάλα αυτό ήταν σε μορφή σκόνης και διαλυόταν μέσα σε ζεστό νερό με προκαθορισμένη αναλογία και γινόταν ένα γευστικό πρωινό. Κάθε πρωί ο μαθητής είχε μαζί του συνήθως μια αλουμινένια κούπα και ψωμί και περνούσαν όλοι με την σειρά όπως στο στρατό, και έπαιρναν το ρόφημα τους. Πάντα υπήρχε και περίσσευμα για τους πολύ πεινασμένους.
Στο διάλειμμα οι επιμελητές άνοιγαν μεγάλα κουτιά που περιείχαν τυρί από βοδινό γάλα, το έκοβαν κομμάτια αρκετά μεγάλα και τα τοποθετούσαν σε τραπέζια έξω από την πόρτα της αίθουσας. Ο μαθητής έπαιρνε και το ψωμί που είχε στο σακούλι του και έκανε το κολατσιό του. Στο απογευματινό διάλλειμα μερικά παιδιά έφερναν από το σπίτι τους διάφορα φρούτα, όπως κυδώνια, αχλάδια, μήλα πορτοκάλια κτλ. Συνήθως αυτά τα φρούτα ο κάθε μαθητής τα μοίραζε με τους φίλους του, και μιας και δεν υπήρχαν μαχαίρια, ο καθένας έκοβε από μια «δαγκωνιά» από το φρούτο και μερικές φορές έμεναν τα κουκούτσια για αυτό που έφερε το φρούτο.
Οι επιμελητές.
Στις δύο αίθουσες υπήρχαν διάφορες εργασίες που έπρεπε κάποιος να τις κάνει. Αυτές τις δουλειές τις έκαναν οι επιμελητές. Επιμελητές έκαναν με την σειρά μαθητές και μαθήτριες από τις Τρίτη τάξη και πάνω. Οι δουλειές αυτές ήταν οι εξής.
• Να κτυπούν την καμπάνα την προκαθορισμένη ώρα για να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο.
• Να ανοίγουν το σχολείο το πρωί και να ανάβουν την θερμάστρα τον χειμώνα ή να ανοίγουν τα παράθυρα το καλοκαίρι.
• Να μεταφέρουν τα ξύλα από τον αποθηκευτικό χώρο στην αίθουσα δίπλα στη θερμάστρα.
• Να σκουπίζουν την αίθουσα μετά το τέλος του μαθήματος.
• Να παρασκευάζουν στο πρωινό ρόφημα (γάλα) ή τη διανομή του τυριού στο πρωινό διάλυμα.
Το κούρεμα.
Όπως είπαμε όλα τα παιδιά τότε είχαμε πρόβλημα στην εμφάνιση μας λόγω του κουρέματος. Μας κούρευαν οι μανάδες μας με το ψαλίδι και το κεφάλι μας ήταν πολύ άσχημο από τις ψαλιδιές. Ο δάσκαλος για να βελτιωθεί αυτή η εικόνα πρότεινε όπως, με τα πρώτα χρήματα που θα συγκεντρώναμε από τα κάλαντα, να αγοράζαμε μία χειροκίνητη κουρευτική μηχανή. Η μηχανή αυτή κόστιζε τότε πάνω από 100 δραχμές και οι εισπράξεις από τα κάλαντα δεν έφταναν για την αγορά της. Ο δάσκαλος πρόσθεσε από δικά του χρήματα και αγοράσαμε την μηχανή. Από εκείνη την ημέρα και μετά όλοι οι μαθητές ήταν κουρεμένοι όμορφα. Τα κουρέματα γινόντουσαν στα διαλείμματα και χρέη κουρέα έκαναν οι μεγαλύτεροι μαθητές. Μάλιστα είχαμε φτιάξει και ειδική θέση από πέτρες στην βόρεια πλευρά του προαυλίου όπου ήταν η έδρα του κουρείου.
Σχολικές εκδηλώσεις.
Οι νέοι δάσκαλοι ήταν πολύ ορεξάτοι και γρήγορα ταυτίστηκαν με του χωριανούς, την κατάσταση που βρήκαν στο χωριό, διέγνωσαν σωστά τις ανάγκες των μαθητών και έκαναν σπουδαίο έργο στην θητεία τους στην Αυλώνα. Το σχολείο δούλευε ρολόι, και τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη του. Όλες οι ώρες του σχολικού ωραρίου ήταν πλήρεις από τα μαθήματα και τις σχολικές εκδηλώσεις. Τέτοιες ήταν οι γιορτασμός των Εθνικών Εορτών, οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος του σχολικού έτους, ο εορτασμός των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Παραδόξως δεν κάναμε καμία γιορτή για τις Απόκριες. Ίσως τότε να απαγορευόταν από το Υπουργείο Παιδείας, επειδή η επίσημη Εκκλησία διαφωνούσε και διαφωνεί για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις, και εκείνη την εποχή η επιρροή της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας ήταν πολύ μεγάλη στα θέματα παιδείας. Στο πρόγραμμα προβλεπόταν χρόνος για την ετοιμασία αυτών των εκδηλώσεων.
Η 25η Μαρτίου 1821
Η εκδήλωση που κάναμε για την γιορτή της 25ης Μαρτίου ήταν η σπουδαιότερη και ήθελε πολύ μεγάλη προετοιμασία.
Το πρωί της 25ης Μαρτίου όλοι οι μαθητές πηγαίναμε συντεταγμένοι στην εκκλησία με επικεφαλής την Σημαία και τους παραστάτες. Στο δρόμο προς την εκκλησία τραγουδούσαμε το τραγούδι της Ελληνικής Σημαίας. Μετά το τέλος της Θ. Λειτουργίας όλοι βγαίναμε έξω από τον Ναό. Αριστερά της κυρίας εισόδου του ναού, επάνω στο «τουράκι», ήταν τοποθετημένη μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των Αυλωνιτών που έπεσαν στα πεδία των μαχών στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Όλο το εκκλησίασμα στρεφόταν προς την πλάκα και ερχόταν ο παπάς και έψελνε ένα τρισάγιο, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων. Μετά ο πρόεδρος της κοινότητας κατέθετε δάφνινο στεφάνι, το ίδιο έκανε και ένας μαθητής για λογαριασμό της μαθητικής κοινότητας. Ο δάσκαλος ή κάποιος άλλος ομιλητής μιλούσε για το εορταστικό γεγονός και κάποιο μαθητές απάγγελναν επίκαιρα ποιήματα και ενδιάμεσα λέγαμε και κάποια επίκαιρα τραγούδια. Έτσι η γιορτή τελείωνε. Όλοι οι μαθητές πάλι συντεταγμένοι και τραγουδώντας συνοδεύαμε την σημαία στο σχολείο και μετά αρχίζαμε τις τελικές προετοιμασίες για την απογευματινή εκδήλωση.
Ανήμερα της εορτής η μεγάλη νότια αίθουσα του σχολείου μετατρεπόταν σε θέατρο με σκηνή, σκηνικά, και παρασκήνια, ηθοποιούς, τεχνικούς και σκηνοθέτη. Στην πλευρά του τοίχου που δεν έχει παράθυρα και είναι ο πίνακας και η έδρα του δάσκαλου κατασκευάζαμε την σκηνή. Η σκηνή ήταν περίπου διαστάσεων 3Χ3 μέτρα, και το δάπεδο της γινόταν σε ύψος 1 έως 1,3 μέτρα από το επίπεδο της αίθουσας. Ως βάση τοποθετούσαμε μερικά θρανία και επάνω για δάπεδο τοποθετούσαμε τις πόρτες των αιθουσών τις οποίες βγάζαμε προσωρινά.
Στην μπροστινή πλευρά της σκηνής τοποθετούσαμε δύο καδρόνια ,στα δύο άκρα, περίπου τρία μέτρα ύψος από το δάπεδο. Σε αυτά τα καδρόνια στηριζόταν τα πλευρικά σεντόνια της σκηνής καθώς και αυτά που ανοιγόκλειναν στην μπροστινή πλευρά με το τέλειωμα της κάθε πράξης. Τα τοιχώματα της σκηνής ήταν από μπλε σεντόνια τα οποία είχαμε αγοράσει από τα έσοδα που είχαμε από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Αριστερά και δεξιά της σκηνής υπήρχαν δύο χώροι οι οποίοι ήταν τα παρασκήνια για τους ηθοποιούς και όσους ελάμβαναν μέρος στην παράσταση. Και αυτοί οι χώροι διαχωρίζονταν από την αίθουσα με σεντόνια. Στον κάθε χώρο ευρίσκονταν ανάλογα με την σκηνοθεσία οι ηθοποιοί που είχαν προγραμματισθεί, καθώς επίσης και ένας δάσκαλος.
Η πλειοψηφία των μαθητών του 1958 στο προαύλιο του σχολείου.
Όρθια στη μέση της φωτογραφίας διακρίνεται η δασκάλα μας
Ηθοποιοί ήταν οι μαθητές και οι μαθήτριες, σκηνοθέτης και σκηνογράφος ο δάσκαλος μας, τεχνικοί, δάσκαλος και μαθητές. Η προετοιμασία άρχιζε μετά τα Χριστούγεννα. Ο δάσκαλος αποφάσιζε ποια έργα θα παίζαμε και προσδιόριζε τους ρόλους των ηθοποιών στους μαθητές. Με την σειρά παίρναμε το βιβλίο με το σενάριο του έργου και γράφαμε τα λόγια του ρόλου μας. Αμέσως μετά άρχιζαν οι πρόβες μέχρι να μάθουμε πλήρως το ρόλο μας σύμφωνα με τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Συνήθως παίζαμε ένα κύριο έργο σχετικό με την 25η Μαρτίου από μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων, ένα-δύο μικρά σκετς από μαθητές της τρίτης και τετάρτης τάξης, και ενδιάμεσα τραγουδούσαμε εθνικά τραγούδια ή απάγγελναν ποιήματα μικρότεροι μαθητές. Τα σκηνικά και τα κοστούμια των ηθοποιών τα συζητούσαμε με το δάσκαλο στις τελικές πρόβες, και όλοι μαζί φροντίζαμε να εξασφαλίσουμε ότι μας χρειαζόταν. Τις εθνικές φορεσιές, φουστανέλες κτλ, βρίσκαμε στο χωριό που υπήρχαν αρκετές. Πολλές φορές μας έδινε και ο παπάς τα ράσα του διότι είχαμε και ιερωμένους ηθοποιούς στα έργα μας.
Όλα τα θρανία της θεατρικής αίθουσας τα μεταφέραμε στην άλλη αίθουσα, και όλοι οι μαθητές έφερναν από το σπίτι τους μια καρέκλα ή δύο για να καθίσουν οι θεατές μας. Το θεατρόφιλο κοινό αποτελούσαν οι επίσημοι του χωριού και οι γονείς μας, οι οποίοι δεν χωρούσαν στην αίθουσα. Ο δάσκαλος έγραφε και το πρόγραμμα της εκδήλωσης σε καμιά δεκαριά αντίγραφα και το μοιράζαμε στους θεατές. Η εκδήλωση αυτή γινόταν το απόγευμα της εορτής και κρατούσε περίπου δύο ώρες.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο μεγάλη προσπάθεια και τι χρόνος και κόπος χρειαζόταν για αυτή την εκδήλωση κυρίως από πλευράς των δασκάλων. Διότι έπρεπε να ανεβάσουν το επίπεδο χωριατόπαιδων που δεν είχαν ακούσει ποτέ τι είναι θέατρο ή κινηματογράφος, σε τέτοιο ύψος ώστε να υποδύονται ρόλους πολλές φορές με άριστη αποδοτικότητα. Και τα παιδιά όμως συμμετείχαν με όλη τη ψυχή τους και υπερέβαλαν τον εαυτό τους για το τέλειο αποτέλεσμα και το χειροκρότημα στο τέλος της εκδήλωσης. Εγώ είχα παίξει στις δύο τελευταίες τάξεις στην κύρια παράσταση, την μία φορά το ρόλο του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, και την άλλη τον ρόλο του Μάρκου Μπότσαρη.
Η 28η Οκτωβρίου 1940
Η εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου ήταν σχεδόν ίδια με της 25ης Μαρτίου, μόνο που δεν είχαμε θεατρική παράσταση στο σχολείο. Επίσης τα ποιήματα και τα τραγούδια που λέγαμε στην εκδήλωση έξω από την εκκλησία ήταν πολύ περισσότερα μιας και δεν είχαμε άλλη εκδήλωση. Οι ομιλητές ήταν άνθρωποι που είχαν λάβει μέρος στο Αλβανικό Έπος που μας μετέφεραν τις αναμνήσεις και την δράση τους, λαμβανομένου υπόψη ότι πρέπει να είχαν επιστρατευτεί τότε από το χωριό μας περίπου 40 έφεδροι για να λάβουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι στα καφενεία αυτή την ημέρα συζητιόταν πολύ τα γεγονότα της εποχής του 1940.
Εορτές Χριστουγέννων Πρωτοχρονιάς και Πάσχα.
Όπως και τώρα, οι διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διαρκούσαν 15 μέρες. Την βδομάδα που προηγείτο των εορτών, μετά το απογευματινό διάλλειμα, όλοι οι μαθητές μαζευόταν στην μεγάλη νότια αίθουσα. Οι περισσότεροι στριμωχνόταν στα θρανία, αλλά είχαμε και αρκετούς όρθιους. Στις συναθροίσεις αυτές οι δάσκαλοι μας ανέλυαν με λεπτομέρεια το περιεχόμενο και τα μηνύματα των αναμενομένων εορτών. Όλοι μαζί μαθαίναμε τα κάλαντα ή τα τροπάρια των Εορτών και τα ψέλναμε, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Επειδή τις μέρες των διακοπών οι δάσκαλοι πήγαιναν στα χωριά τους, μας έδιναν λεπτομερείς οδηγίες για την δημόσια συμπεριφορά μας στο διάστημα της απουσίας τους, κατά τον εκκλησιασμό ή το παιχνίδι στο γήπεδο και στα ξέφωτα του χωριού.
Επίσης γινόταν η επιλογή δύο χορωδιών των δέκα παιδιών η καθεμία, η μία αποτελείτο από αγόρια και κορίτσια των δύο τελευταίων τάξεων, και η άλλη από αγόρια και κορίτσια της τρίτης και τετάρτης τάξεων, στις οποίες οριζόταν από τον δάσκαλο ο αρχηγός της κάθε χορωδίας . Οι χορωδίες αυτές θα επισκεπτόταν τα σπίτια του χωριού την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και θα έλεγαν τα κάλαντα. Τα φιλοδωρήματα σε είδος ή σε χρήματα τα συγκέντρωναν οι αρχηγοί και τα έφερναν στο σχολείο την πρώτη ημέρα που άνοιγε το σχολείο μετά τις διακοπές. Μεμονωμένοι μαθητές δεν επιτρεπόταν να γυρίζουν στα σπίτια και νε λένε τα κάλαντα.
Οριζόταν το πρόγραμμα των μαθητών που θα έλεγαν το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» καθόλες τις θρησκευτικές ακολουθίες των εορτών.
Όλοι οι μαθητές έπρεπε να πάνε το πρωί της Μ. Παρασκευής στα χωράφια για να μαζέψουν αγριολούλουδα με τα οποία θα στολιζόταν ο Επιτάφιος. Όταν τελείωνε ο στολισμός του Επιταφίου γινόταν η αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου από τον ιερέα και τοποθετιόταν στον Επιτάφιο. Το βράδυ οι μεγαλύτεροι μαθητές δημιουργούσαν πρόχειρες χορωδίες μαζί με μαθητές του Γυμνασίου και υπό την καθοδήγηση του πρωτοψάλτη αείμνηστου Πέκου, έψελναν τα εγκώμια του Επιταφίου. Αργότερα στην περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, οι μαθητές του δημοτικού κρατούσαν τον Σταυρό και τα Εξαπτέρυγα που προηγούνταν της πομπής. Καθοριζόταν επίσης τα κορίτσια που θα ντυνόταν «Μυροφόροι» στην ακολουθία του Επιταφίου, που συμμετείχαν και μεγαλύτερα κορίτσια που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο.
Οι γυμναστικές επιδείξεις.
Όπως είπαμε και πιο πάνω οι μαθητές από την Γ΄ τάξη και μετά συμμετείχαν στο μάθημα της Γυμναστικής.
Την τελευταία Κυριακή πριν το τέλος του σχολικού έτους, γινόταν οι Γυμναστικές Επιδείξεις. Η εκδήλωση γινόταν στο γήπεδο του χωριού 2-3 ώρες πριν την δύση του ηλίου ,στο οποίο γινόταν ειδική γραμμογράφηση με ασβεστόνερο.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα γινόταν πρώτα ασκήσεις του σώματος, των χεριών και των ποδιών, επικύψεις, διαστάσεις, ανατάσεις κτλ. με ακρίβεια και συγχρονισμό από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Τα παραγγέλματα έδινε ο δάσκαλος με σαφήνεια και ακρίβεια επαγγελματία γυμναστή ο οποίος έκανε και αυτός μαζί μας τις ασκήσεις.
Ακολουθούσαν άλματα εις ύψος, απλούν και τριπλούν σε πρόχειρο σκάμμα που ανοιγόταν στην δυτική πλευρά του γηπέδου και αγώνες τρεξίματος. Στον νικητή απονεμόταν στεφάνι ελιάς.
Η εκδήλωση έκλεινε με εθνικούς χορούς από κορίτσια και αγόρια που τραγουδούσαν τα τραγούδια.
Οι θεατές καθόντουσαν σε καρέκλες που έφερναν οι μαθητές από τα σπίτια τους πριν την εκδήλωση. Οι καρέκλες τοποθετούνταν στην πλευρά του γηπέδου προς το παλιό ελαιοτριβείο και κοίταζαν προς το βορά.
Παιχνίδια του διαλλείματος.
Στα διαλλείματα γέμιζε το προαύλιο με τα παιδιά που με τις φωνές τους ακουγόταν πολύ μακριά. Άλλοι έκαναν το κολατσιό τους γρήγορα-γρήγορα για να αρχίσουν το παιχνίδι. Άλλοι πήγαιναν να πιούν νερό στα γύρω σπίτια τα οποία είχαν πηγάδια. Άλλοι έπιαναν σειρά στον κουρέα για κούρεμα.
Το παιχνίδι που έπαιζαν τα αγόρια ήταν «αλαμπάρτζα» που είναι παιχνίδι τρεξίματος. Δεν ξέρω από πού προέρχεται η λέξη, θα προσπαθήσω όμως να περιγράψω το παιχνίδι. Πάντα υπήρχαν δύο ομάδες με ίσο αριθμό αθλητών χωρίς συγκεκριμένο αριθμό. Συνήθως ήταν ισοδύναμες ομάδες διότι διαφορετικά ο νικητής θα ήταν γνωστός από την αρχή. Οι ομάδες είχαν μία βάση εκκίνησης πλάτους 5-6 μέτρων που οριζόταν με δύο πέτρες. Η μία βάση ήταν απέναντι από την άλλη στις δύο πλευρές του ανατολικού προαυλίου του σχολείου. Σύμφωνα με το παιχνίδι ένας αθλητής έβγαινε από την έδρα του τρέχοντας ανάλογα με τις δυνάμεις του, προκαλώντας τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν και να τον αγγίξουν. Προϋπόθεση ήταν ότι, ο αντίπαλος αθλητής που θα έφτανε να τον αγγίξει έπρεπε να έχει φύγει από την δική του βάση του μετά από αυτόν. Εάν ο δεύτερος έπιανε τον πρώτο, τότε ο πρώτος προστίθετο στην ομάδα των αντιπάλων του. Όμως εκτός από την αντοχή και την ταχύτητα που είχε ο κυνηγούμενος αθλητής να μην συλληφθεί από τον αντίπαλο του, είχε και άλλους τρόπους να προστατευτεί. Μπορούσε να γυρίσει προς την δική του βάση οπότε ο αντίπαλος, θα σταματούσε να τον κυνηγά επειδή θα τον έπιαναν οι αθλητές της άλλης ομάδας. Μπορούσαν οι αρχηγοί των ομάδων να στείλουν άλλους αθλητές από την ομάδα τους να κυνηγήσουν εκείνους που κυνηγούσαν τους συμπαίκτες του, κτλ. Πολλές φορές τα παιδιά έτρεχαν τόσο μακριά μέχρι του «Τζαφέρι» ή το «Κοκκινόχωμα» και δεν άκουγαν το κουδούνι που σήμαινε την λήξη του διαλλείματος. Έτσι γύριζαν καθυστερημένοι και έτρωγαν μερικές ξυλιές από τον δάσκαλο για την απροσεξία τους.
Τα κορίτσια έπαιζαν άλλα παιχνίδια πιο γυναικεία και δεν μπλέκανε εύκολα με τα αγόρια. Κυρίως καταλάμβαναν το δυτικό προαύλιο μαζί με τους μικρούς μαθητές. Ποδόσφαιρο δεν παίζαμε γιατί δεν είχαμε μπάλα, αλλά δεν το συμπαθούσε και πολύ ο δάσκαλος. Άλλα παιχνίδια όπως «συντρόλια», η «κατρούτσια» απαγορευόταν να παίξουμε διότι ο χώρος ήταν στενός για τόσα παιδιά και μπορεί να γινόταν ατυχήματα.
Εκδρομές ,περίπατοι.
Κάθε χρόνο, συνήθως την άνοιξη, πηγαίναμε μία ημερήσια εκδρομή, κυρίως σε μέρη όπου ήταν κοντά πηγή νερού και επίπεδα χωράφια. Η ημέρα αυτή ήταν ξεχωριστή και από τότε που μας το ανακοίνωνε ο δάσκαλος κάναμε σχέδια για το πώς θα οργανωθούμε καλύτερα. Παίρναμε μαζί μας σε πολύχρωμα υφαντά σακουλάκια, ξηρά τροφή όπως ψωμί, αυγά, τυρί, ελιές κτλ. Θυμάμαι μία χρονιά είχαμε πάει στο «Βαρικό» όπου είχε έλθει και το σχολείο του Σιδηροκάστρου.
Είχε γεμίσει ο κάμπος από παιδιά και τις φωνές τους που με τα κουδούνια των αιγοπροβάτων που έβοσκαν στα γύρο χωράφια έκαναν μια μουσική πανδαισία. Τότε είχαμε παίξει και ποδόσφαιρο με την ομάδα του σχολείου Σιδηροκάστρου, αλλά δεν θυμάμαι το αποτέλεσμα. Τότε όμως γνώρισα τον Σπήλιο Ζαχαρόπουλο από το Σιδηρόκαστρο ,που έπαιζε πολύ καλή μπάλα και έτρεχε πολύ. Όπως είναι γνωστό ο Σπήλιος, με τον οποίο είμαστε και συμμαθητές στο γυμνάσιο Σιδηροκάστρου και αργότερα στην Κυπαρισσία, εξελίχθητε σε μεγάλο αθλητή δρόμων αντοχής με Πανευρωπαϊκές διακρίσεις.
Επίσης κάναμε και απογευματινούς περιπάτους στα γύρω χωράφια. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να κάναμε 4-5 περιπάτους κάθε χρόνο. Πριν επιστρέφαμε στο σχολείο και παίρναμε τα σακούλια με τα βιβλία μας και οι επιμελητές θα μεριμνούσαν για τις δουλειές του προγράμματος.
Το κοινωνικό περιβάλλον του χωριού.
Όπως είπαμε την εποχή εκείνη τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας το μόνο που ήξεραν ήταν να φυλάνε τα πρόβατα να προσέχουν τα αρνιά, να ταΐζουν τις κότες και τα χοιρινά του σπιτιού, να φέρνουν φρέσκο νερό από τις βρύσες του χωριού που ήταν στους πρόποδες του λόφου που είναι κτισμένο το χωριό, και να βοηθούν γενικά στις δουλειές του σπιτιού.
Τα περισσότερα από τα παιδιά , τα καλοκαίρια πήγαιναν στα «γραίκια» που είχαν τα γιδοπρόβατα και τα λοιπά ζωντανά, μακριά από το χωριό και παρέμεναν εκεί πολύ καιρό χωρίς συναναστροφές με άλλα παιδιά, παιχνίδια κτλ. Οι γονείς οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και ούτε γνώριζαν ούτε προλάβαιναν να ασχοληθούνε με τα παιδιά τους, δεδομένου σχεδόν όλα τα νοικοκυριά είχαν κατά μέσο όρο 5-6 παιδιά , και έπρεπε να δουλεύουν συνεχώς για την εξασφάλιση της τροφής τους.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο χωριό δεν είχε λυθεί το πρόβλημα της επάρκειας τροφών. Υπήρχαν πολλές οικογένειες που το σιτάρι τελείωνε από τον Μάρτη, και μέχρι τον Ιούνιο που έβγαινε το νέο, η πείνα ήταν το κύριο πρόβλημα. Τα μικρά παιδιά ήταν αδύνατα και καχεκτικά. Ξυπόλυτα χωρίς παπούτσια και χωρίς ρούχα της προκοπής, ακούρευτα πολλές φορές η κακό-κουρεμένα με το ψαλίδι, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά παιδιά. Δεν γνώριζαν πώς να συμπεριφερθούν, είχαν τραχιά συμπεριφορά και πολύ συχνά τσακώνονταν μεταξύ τους και οι μεν έδερναν τους δε.
Περίπου μια φορά το χρόνο ερχόταν στο χωριό η βοήθεια της φιλανθρωπικής οργάνωσης UNRRA, κυρίως αλεύρι γύρω στο Μάρτη και μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια για όλες τις ηλικίες. Η σκόνη γάλα και το τυρί για το σχολικό συσσίτιο που προαναφέραμε, ερχόταν μία φορά το μήνα και παραδιδόταν στο σχολείο. Το αλεύρι μοιραζόταν κατά οικογένεια ανάλογα με τα άτομα και υπήρχε σχετική δικαιοσύνη. Για τα ρούχα και τα παπούτσια που ήταν λίγα σε σχέση με τον πληθυσμό του χωριού, η διανομή δεν ήταν τόσο δίκαιη.
Τα πράγματα ερχόντουσαν μέσα σε ξύλινα κουτιά χωρητικότητας του ενός κυβικού μέτρου περίπου και φυλασσόταν μέσα στην Εκκλησία του χωριού. Συνήθως τα μεγαλύτερο μέρος των περιεχόμενων ήταν μεγάλα μεγέθη για μεγάλους ανθρώπους. Για τα παιδιά ήταν λίγα πιο πολλά για κορίτσια και πολύ λίγα για αγόρια. Έτσι λοιπόν, γινόταν σκοτωμός για το ποιός θα πρώτο-διαλέξει από τα κουτιά τα καινουριότερα στο μέγεθος του. Και επειδή στην Ελλάδα πάντα κάποιοι είναι πιο ίσοι από τους άλλους, όπως καταλαβαίνετε κάποιοι διάλεγαν τα καλύτερα και τα περισσότερα. Προσωπικά εγώ μια φορά κατάφερα και πήρα ένα ζευγάρι κοριτσίστικα παπούτσια ροζ χρώμα, με μικρό τακουνάκι. Έκοψα τα τακούνια με το πριόνι και τα φορούσα κάπου – κάπου διότι ντρεπόμουν .
Αμαξιτός δρόμος δεν έφτανε στο χωριό μέχρι το 1955, και έτσι δεν ερχόταν και αυτοκίνητα ή λεωφορείο. Τότε τελείωσε ο δρόμος Σιδηρόκαστρο- Αυλώνα, τον οποίο έφτιαξαν οι κάτοικοι με τους κασμάδες και την προσωπική τους εργασία, στην οποία συμμετείχαν και οι τότε μαθητές του Δημοτικού σχολείου. Ελάχιστα παιδιά είχαν πάει μέχρι το Κοπανάκι. Μετά το 1957 άρχισε η ημερήσια συγκοινωνία με λεωφορείο που ένωνε το χωριό με την Κυπαρισσία, πράγμα που διευκόλυνε στην επικοινωνία με τον αστικό κόσμο.
Έτσι λοιπόν όταν πήγαιναν στην Α΄ τάξη του σχολείου η πλειοψηφία των παιδιών ήταν σε ημιάγρια κατάσταση, χωρίς στοιχειώδεις τρόπους συμπεριφοράς ή συναναστροφής. Αυτά τα παιδιά παρελάμβαναν οι δάσκαλοι και έπρεπε εκτός από το να τα μάθουν γράμματα , να τα βοηθήσουν να αποκτήσουν γρήγορα όσα δεν έμαθαν στην προσχολική ηλικία.
Κανόνες συμπεριφοράς.
Από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε ήταν πως έπρεπε να σεβόμαστε και να χαιρετάμε όποιον συναντούσαμε στο δρόμο, ανάλογα με την περίοδο της ημέρας, δηλαδή, να λέμε καλημέρα, χαίρεται, καλησπέρα ή καληνύχτα. Το ίδιο ίσχυε και όταν πηγαίναμε σε κάποιο μαγαζί να ψωνίσουμε κάτι. Όταν μπαίναμε μέσα και όταν φεύγαμε έπρεπε να χαιρετήσουμε.
Έπρεπε να μην τσακωνόμαστε μεταξύ μας ή με οποιονδήποτε, και να μην πετάμε πέτρες ο ένας εναντίον του άλλου. Τότε ήταν σύνηθες να πετάμε πέτρες μεταξύ μας, και λίγοι ήταν αυτοί που δεν είχαν μια τρύπα στο κεφάλι από πετριά αντιπάλου. Κυρίως τσακωμοί γινόταν μεταξύ των παιδιών των γειτονιών του χωριού, που χωριζόταν στις γειτονιές Καμίνια, Πανούργα (Πάνω ρούγα), Λιμάνι, Γκαντζιούλα. Οι τσακωμοί ξεσπούσαν μετά από αγώνες ποδοσφαίρου ή άλλων παιχνιδιών στο γήπεδο μεταξύ ομάδων από τις παραπάνω γειτονιές. Φαίνεται πως από τότε ο χουλιγκανισμός είχε μπει στο ποδόσφαιρο.
Με την έλλειψη τρεχούμενου νερού που υπήρχε στο χωριό, τα παιδιά τα έπλεναν οι μανάδες τους σπάνια. Όμως από τότε που τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο αποκτούσαν άλλη συνήθεια για την καθαριότητα. Όλοι έπρεπε να έχουν καθαρά χέρια πόδια αυτιά , το πρόσωπο και τα νύχια κομμένα.
Λόγω της ανέχειας και της φτώχειας, σχεδόν όλοι πεινούσαν και έτσι όταν γίνονταν τα φρούτα τα παιδιά ορμούσαν στα δένδρα των άλλων και έκοβαν φρούτα για να φάνε. Αυτό όλοι σχεδόν το κάναμε και μάλιστα θεωρείτο και ανδραγάθημα. Αυτό όμως απαγορεύτηκε μόλις πήγαμε στην πρώτη τάξη, και αλλοίμονο για τον δράστη αν έφτανε καταγγελία στο δάσκαλο για κάποια τέτοια πράξη.
Ένα άλλο «σπορ» που είχαμε τότε, ήταν να κυνηγάμε με πέτρες τα σκυλιά τα βράδια. Τότε στο χωριό το κάθε σπίτι είχε ένα ή δυο σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους. Αυτό το κάναμε μετά το απογευματινό παιχνίδι που γινόταν για τα παιδιά της Πανούργας, στο χώρο μπροστά από τα χαλασμένο σπίτι του Γιάννη Χριστόπουλου ( Ταλαράκη) ή κάτω από το σπίτι του Γεωργίου Τρουπάκη ( Νταλιάνη), και τα παιδιά των Καμινίων μαζεύονταν μπροστά από το σπίτι του Παναγιώτη Πανόπουλου (Πάπα). Μόλις τελείωνε το παιχνίδι και είχε σουρουπώσει καλά παίρναμε πέτρες και κτυπούσαμε τα σκυλιά, τα οποία κυνηγούσαμε στους δρόμους του χωριού, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος. Αυτό ήταν επικίνδυνο και για μας αλλά και για τους περαστικούς στο δρόμο. Σε μια τέτοια βραδιά ο δάσκαλος έπιασε «επ΄ αυτοφόρω» τους δράστες και τους τιμώρησε με αποβολή 2-3 μέρες από τα μαθήματα για παραδειγματισμό.
Η κοινωνική προσφορά των μαθητών του Δημοτικού σχολείου.
Όπως είπαμε οι μαθητές ήταν αρκετά σκληραγωγημένοι και εργατικοί. Αυτό λοιπόν το είδε ο δάσκαλος και ενέταξε τους μαθητές στην κοινωνική προσφορά.
Μία από τις τακτικές δουλειές που έκαναν οι μαθητές ήταν το καθάρισμα των κεντρικών δρόμων του χωριού από τις πέτρες. Όλοι οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι πέτρες διαστάσεων το πολύ έως 20 εκατοστά. Στη μέση του δρόμου υπήρχε ένα καθαρός διάδρομος στον οποίο βάδιζαν τα μουλάρια και ο υπόλοιπος δρόμος ήταν σχεδόν αδιάβατος. Ακολουθώντας το παράδειγμα παλαιοτέρων μαθητών που δούλευαν στην διάνοιξη του δρόμου Σιδηρόκαστρο-Αυλώνα , ο δάσκαλος μας σκέφθηκε πως μπορούσαμε να προσφέρουμε και μείς κάτι.
Έτσι λοιπόν μία ή δύο φορές το χρόνο όλοι οι μαθητές περνούσαμε από τους κεντρικούς δρόμους του χωριού και πετάγαμε τις πέτρες στις άκρες κοντά στους τοίχους. Έτσι απελευθερωνόντουσαν οι δρόμοι για κάμποσο καιρό ,ήταν όμορφοι και ευκολοδιάβατοι, διότι σιγά-σιγά τα ζωντανά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους ξανά-έσπρωχναν τις πέτρες στη μέση του δρόμου. Οπότε κάναμε πάλι το ίδιο δρομολόγιο μέχρι που κάποτε φόρτωσαν τις πέτρες στα τρακτέρ και τις πέταξαν έξω από το χωριό. Πολύ αργότερα στρώθηκαν με τσιμέντο.
Εξωσχολικά παιχνίδια.
Στην Αυλώνα είμαστε τυχεροί διότι ήταν το μόνο χωριό στην περιοχή που διέθετε γήπεδο αρκετά μεγάλο. Ήταν κατάλληλο και για ποδόσφαιρο όμως δεν είχαμε μπάλες ποδοσφαίρου, αλλά και του δάσκαλου δεν του πολυάρεσε να παίζουμε. Συνήθως παίζαμε ποδόσφαιρο με την φούσκα (ουροδόχο κύστη) του χοιρινού που σφάζανε οι πατεράδες μας γύρω στα Χριστούγεννα. Την φουσκώναμε με αέρα και γινόταν περίπου στρογγυλή και την χρησιμοποιούσαμε για μπάλα. Όμως δεν κρατούσε πολύ και έσπαγε. Στις διακοπές όμως των Χριστουγέννων ,του Πάσχα και το καλοκαίρι που ήταν στο χωριό τα παιδιά του Γυμνασίου που φοιτούσαν στην Κυπαρισσία ή στο Κοπανάκι, χορταίναμε ποδόσφαιρο διότι αυτοί είχαν μπάλες, αλλά και ο δάσκαλος έλειπε και γλυτώναμε την γκρίνια του.
Στο γήπεδο επίσης παίζαμε και όλα τα άλλα ομαδικά παιχνίδια, όπως συντρόλια, κατρούτσι, κρυφτούλι, κλιτσίκια, γουρουνίτσα, βόλους. Το κάτω μέρος του γηπέδου που είναι τώρα τα δένδρα, τότε ήταν ακάλυπτο 4-5 μέτρα από τον δυτικό τοίχο και είχε χαμηλότερη στάθμη από το υπόλοιπο γήπεδο. Εκεί κάτω από τον ίσκιο των δένδρων παίζαμε τα μεσημέρια, χωρίς να μας βλέπουν οι μεγάλοι, με παλιές ή αυτοσχέδιες τράπουλες διάφορα παιχνίδια, όπως κολτσίνα, ξερή, κατεργάρη κτλ.
Εξωσχολική Διασκέδαση.
Η διασκέδαση των μαθητών ήταν ανύπαρκτη. Τηλεόραση δεν υπήρχε, ραδιόφωνα είχαν μόνο τα μαγαζιά και ελάχιστα σπίτια, περιοδικά δεν υπήρχαν και έτσι η διασκεδάσεις των παιδιών γινόταν μόνο με τα παιχνίδια που προαναφέραμε. Όταν γινόταν γάμοι ή βαπτίσεις που ήταν προσκεκλημένοι η οικογένεια μας, μας έπαιρναν μαζί τους οι γονείς μας, αλλά δεν ήταν σίγουρο ότι θα τρώγαμε, διότι πολλές φορές δεν υπήρχε αρκετό φαγητό ή χώρος να καθίσουμε ή πιάτα και πιρούνια. Κάπου-κάπου τα καλοκαίρια, ερχόταν κανένας καραγκιοζοπαίχτης που έδινε παράσταση μέσα στο μαγαζί του Χρ. Λέφα, που τότε είχε νοικιάσει του Σαραντόπουλου το μαγαζί που είναι κοντά στο γήπεδο. Ο χώρος αυτός ήταν αρκετά μεγάλος και το εισιτήριο για τα παιδιά ήταν ένα αυγό κότας. Επίσης ερχόταν κανένας κινηματογραφιστής, που έδινε παράσταση στην κάτω πλατεία του χωριού. Ένα μέρος της κάτω πλατείας ( η πλατεία ενοποιήθηκε το 1962) το έκλεινε γύρω-γύρω με μεγάλα πανιά από λινάτσα για να μη βλέπουν οι τζαμπατζήδες και όσοι έμπαιναν μέσα πλήρωναν εισιτήριο 1-2 δραχμές και έφερναν κάθισμα από το σπίτι τους. Θυμάμαι ότι πρωτοείδαμε τον Τάσο και την Γκόλφω, αλλά και τα υπόλοιπα έργα που έφερνε ήταν περίπου του ίδιου περιεχομένου.
Στο πανηγύρι του χωριού τον Δεκαπενταύγουστο τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν παστέλι από ένα περιοδεύοντα παστελά που έστηνε το πρόχειρο πάγκο του έξω από το εξωκκλήσι της Παναγίας το πρωί, και το απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Το απόγευμα γύρω στις 5-6 άρχιζε το πανηγύρι στην πλατεία. Η ορχήστρα αποτελείτο από 3-4 όργανα με προεξάρχον το κλαρίνο. Ο κόσμος καθόταν στα τραπεζάκια της πλατείας που έβγαζαν όλα τα μαγαζιά και έπαιρνε το αναψυκτικό τους, ή υποβρύχιο, η γλυκό κουταλιού. Οι μεγαλύτεροι και κυρίως οι νέοι και οι νέες χόρευαν τσάμικο και καλαματιανό διασκεδάζοντας. Μπροστά από την ορχήστρα υπήρχε ένα κουτί που έριχναν εκεί κυρίως οι άνδρες συνοδοί την αμοιβή της ορχήστρας ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες ή την επιδειξιμανία που τους διακατείχε. Μόλις σουρούπωνε για τα καλά το πανηγύρι σχόλαγε διότι δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και τα γυναικόπαιδα πήγαιναν σπίτι, ενώ οι μεγάλοι συνέχιζαν στα μαγαζιά με κρασί και μεζέ έως αργά.
Την Πρωτοχρονιά υπήρχε η συνήθεια οι γονείς οι μεγάλοι να δίνουν «μποναμά» στους μικρούς. Με αυτό τον τρόπο μαζεύαμε από 3 -5 δραχμές ο καθένας και αγοράζαμε κανένα μπαλόνι. Πολλά παιδιά όμως σπανίως είχαν τέτοια δυνατότητα. Έτσι συνέβη και με κάποιο παιδί που ήθελε να αγοράσει ένα μπαλόνι και χρειαζόταν ένα πενηνταράκι ( 50 λεπτά της δραχμής). Πίεζε την μάνα του να του δώσει ένα πενηνταράκι, η οποία βέβαια δεν το είχε. Οπότε κάποια στιγμή αγανακτισμένη του απάντησε: «Άμα είχα εγώ πενηνταράκι παιδί μου δεν θα έπαιρνα τον πατέρα το δικό σου». Εμένα μου έδινε η γιαγιά μου η Ελένη 5 δραχμές ως μποναμά, διότι έπαιρνε μια μικρή σύνταξη από το Δημόσιο, επειδή ο γιός της ο Κώστας πέθανε εν υπηρεσία ως χωροφύλακας. Συνολικά μάζευα το πολύ 10 δραχμές που δεν ήξερα τι να τις πρώτο-κάνω.
Για γενέθλια και παιδικές γιορτές δεν τίθεται θέμα, διότι τότε δεν γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι εορτάζουν τα γενέθλια τους.
Οι καλοκαιρινές διακοπές
Οι καλοκαιρινές διακοπές για τους μαθητές της εποχής εκείνης δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτες διότι από την επομένη που έκλεινε το σχολείο τα παιδιά άρχιζαν δουλειά με το πρόγραμμα της οικογένειας. Όλο τα καλοκαίρι βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Αρχίζαμε με τον θερισμό και το αλώνισμα των σιτηρών, συνεχιζόταν όλο το καλοκαίρι με την φροντίδα των αιγοπροβάτων και έκλεινε τον Σεπτέμβρη με τον τρύγο των αμπελιών.
Το φύλαγμα και η φροντίδα των προβάτων ήταν κοινή απασχόληση όλων μας, διότι όλα τα σπίτια είχαν λίγα ή πολλά πρόβατα ή γίδες. Η καλύτερη εποχή για αυτή τη δουλειά ήταν το κατακαλόκαιρο που τα χωράφια ήταν ξερά και επιτρεπόταν να βόσκεις τα πρόβατα σου όπου ήθελες. Τότε τα περισσότερα γιδοπρόβατα διανυκτέρευαν ελεύθερα στο βουνό στην Κορφή. Πρωί-πρωί κατά τις 5-6 ,οι νεαροί τσοπάνηδες ανεβαίναμε στο βουνό να βρούμε το κοπάδι μας και να το πάμε για πότισμα πριν πιάσει η ζέστη. Μόλις βρίσκαμε το κοπάδι τα μετρούσαμε να δούμε ότι δεν λείπει κανένα, και τα πηγαίναμε στην περιοχή Μεγάλη Λάκκα. Εκεί είχε πολλά δένδρα και τα πρόβατα όταν τα «έπιανε» η ζέστη καθόταν στον ίσκιο τους και «σταλίζανε». Οι νεαροί τσοπάνηδες μαζευόμασταν στον ίσκιο της συκιάς του Κουρέα και παίζαμε με την τράπουλα. Θυμάμαι ότι την εποχή του 1960 μαζευόμαστε 15-20 νεαροί τσοπάνηδες ή και περισσότεροι. Μερικά κοπάδια πήγαιναν σε άλλα μακρινά βουνά και δεν βλεπόμαστε με αυτά τα παιδιά διότι έμεναν εκεί στα «γραίκια». Κατά τις 9.30-10.00 οδηγούσαμε το κοπάδι στου Κουλά το ρέμα ή στου Μπούρμπουλα η στις Μουτσιάρες για να πιούν νερό. Μόλις έπιναν νερό τα πρόβατα λόγω ζέστης στάλιζαν στον ίσκιο μέχρι τις 17.00.
Από τις 10.30 έως τις 16.30 ήμαστε ελεύθεροι από τα πρόβατα αλλά είχαμε να πάμε να ποτίσουμε του μουλάρια και να φέρουμε νερό από την πηγή του Λεύκου ή την Μεγάλη Βρύση.
Μόλις τελειώναμε όλες τις υποχρεώσεις μαζευόμαστε στο γήπεδο και μέσα στο καταμεσήμερο παίζαμε μπάλα. Διακόπταμε για φαγητό και επιστρέφαμε πάλι στο γήπεδο, όπου κάτω από τον ίσκιο των δένδρων παίζαμε με την τράπουλα ή πηγαίναμε στου Αντ . Χριστόπουλου το μαγαζί που είχε προαύλιο και μας επέτρεπε να καθόμαστε και να ακούμε το ραδιόφωνο που έπαιζε συνήθως λαϊκά τραγούδια ,Καζαντζίδη κτλ, από τον ΡΣ του Πύργου Ηλείας. Κατά τις 16.30 ξαναπηγαίναμε εκεί που είχαμε αφήσει τα πρόβατα για να τα οδηγήσουμε στο βουνό. Όσοι τα είχαμε πάει στου Κουλά το ρέμα, τα φέρναμε μέχρι την Σκάλα το ρέμα και τα κάναμε πάνω προς το βουνό και τα αφήναμε ελεύθερα και πηγαίναμε καρφωτοί στο γήπεδο γύρω στις 18.30-19.00.
Το γήπεδο αυτές τις ώρες έπαιζαν οι μεγάλοι μαθητές του γυμνασίου ή και μεγαλύτεροι, ιδίως τον Αύγουστο που έρχονταν και πολλοί από την Αθήνα. Τότε που εγώ ήμουν 8-10 χρονών μόνιμος αρχηγός στο γήπεδο ήταν ο Κώστας Β. Τσαμούλης. Ο Κώστας έχε τότε σαμαράδικο δηλαδή έφτιαχνε καινούργια και επισκεύαζε σαμάρια για τα αλογομούλαρα. Είχε το μαγαζί του δίπλα στου Χριστόπουλου το καφενείο και πολλά μεσημέρια γέμιζε από νέα παιδιά που συζητούσαμε ποδοσφαιρικά νέα. Μάλιστα του έστελναν καθημερινά από την Κυπαρισσία με το λεωφορείο την αθλητική εφημερίδα «ΤΟ ΦΩΣ». Ήταν «βαμμένος» Ολυμπιακός και ήταν η αιτία που η πλειοψηφία της τότε νεολαίας ήταν ολυμπιακοί. Κάθε απόγευμα σταμάταγε την δουλειά και κατέβαινε στο γήπεδο για ποδόσφαιρο. Κανόνιζε τις ομάδες και μας έδινε οδηγίες για τον τρόπο που θα παίζαμε το παιχνίδι. Όσο ζούσε όλοι τον θεωρούσαμε αρχηγό και πάντα συμμετείχε στο μάτς, όσο το επέτρεπε η υγεία του. Τότε καλοί ποδοσφαιριστές ήταν οι μεγαλύτεροι από μας Νώντας Θανασάς, Βασίλης Μ. Τρουπάκης, Βασίλης Α. Κολέτσος, Κώστας Σαραντόπουλος, Κώστας Ι. Γεωργακάς, Γιαννάκης Γ. Κολέτσος, Δημήτιος & Γεώργιος Ι. Βουδούρης Τάκης Κ. Κάππος και πολλοί άλλοι. Τα καλοκαίρια γινόταν ποδοσφαιρικά παιχνίδια μεταξύ των ομάδων των γειτονικών χωριών, πάντα στο δικό μας γήπεδο διότι τα άλλα χωριά δεν είχαν, στα οποία οι δική μας ομάδα πάντα κέρδιζε.
Η αποτίμηση του έργου των δασκάλων μας 1956-1962
Η προσφορά των δασκάλων, αείμνηστου Κωνσταντίνου Μπρακουμάτσου και της Νικολέτας Καρατζαφέρη, προσωπικά θεωρώ ότι ήταν πολύ μεγάλη, και με την πολύχρονη παραμονή τους στο χωριό μας πρόσθεσαν μια μεγάλη μορφωτική και πολιτισμική υπεραξία στην πρόοδο του χωριού μας.
Στον τομέα της κοινωνικής συμπεριφοράς, της συναναστροφής και της συνύπαρξης με το εργασιακό τους περιβάλλον και τους κατοίκους του χωριού είχαν πλήρη προσαρμοστικότητα. Με την συμπεριφορά τους στην καθημερινότητα, την συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή του χωριού, με την καταδεκτικότητα και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο τους προσπάθησαν να παρασύρουν προς τα πάνω τις ανθρώπινες συμπεριφορές και να βελτιώσουν την επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων. Ιδιαίτερα μετά τον γάμο τους που έγινε γύρω στο 1959, έδεσαν πιο πολύ με την τοπική κοινωνία πράγμα που τους άρεσε και έμειναν δέκα χρόνια στο χωριό μας.
Για μερικά χρόνια είχαν δημιουργήσει βραδινά τμήματα για τους μεγάλους αναλφάβητους κατοίκους του χωριού, προκειμένου να τους μάθουν ανάγνωση και γραφή.
Στον εκπαιδευτικό τομέα, θεωρώ πως είχαν υπερβάλλει τον εαυτό τους και πως καλύτερα δεν μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα με τα μέσα της εποχής. Από τα χέρια τους πέρασαν πάρα πολλοί μαθητές που τελείωσαν τα πανεπιστήμια ή έγιναν στρατιωτικοί και κατέλαβαν μεγάλες θέσεις στην εκπαιδευτική, οικονομική και παραγωγική κοινότητα. Ως δάσκαλοι ενέπνεαν τους μαθητές, είχαν το χάρισμα της μεταδοτικότητας, ήταν πολύ αυστηροί και δίκαιοι στην κρίση τους. Χρησιμοποιούσαν πολλές φορές και την βέργα για σωφρονισμό, αλλά μάλλον ήταν απαραίτητο. Δεν δίσταζαν πολλές φορές να αφήσουν παιδιά στην ίδια τάξη, διότι ήταν αμελείς ή αδιάφοροι. Από την άλλη πλευρά παρότρυναν τους γονείς των παιδιών να τα στείλουν στο Γυμνάσιο, όταν έβλεπαν ότι ο μαθητής είχε τα προσόντα.
Στον πολιτισμικό και τα λοιπά όπως, μαθήματα χορού, ωδικής ,θεάτρου, γυμναστικής, συμπεριφοράς, κοινωνικής προσφοράς , αναφέρθηκα πιο πάνω αναλυτικά. Συνεχώς κάτι είχαμε σε εξέλιξη και το σχολείο ήταν ένα κέντρο και κύτταρο εκπαίδευσης και πολιτισμού.
Ας είναι αιώνια η μνήμη του δασκάλου μας Κωνσταντίνου Μπρακουμάτσου που μας έμαθε τα πρώτα γράμματα, τον Πολιτισμό και γενικά το «ευ ζην», «ξοδεύοντας» τα καλύτερα χρόνια της ζωής του μαζί μας.
Την δασκάλα μας κ. Νικολέτα Μπρακουμάτσου είχαμε την ευκαιρία να την πληροφορήσουμε για αυτό το σημείωμα με τον κ. Θεόδωρο Κολέτσο με τον οποίο έχει επικοινωνία. Της θυμίσαμε εκείνες τις εποχές και ζητήσαμε να μας πει μετά από τόσα χρόνια τις αναμνήσεις της και να μας δώσει αν έχει κάποια φωτογραφία από εκείνα τα χρόνια. Η κ. Νικολέτα μας έστειλε τις δύο φωτογραφίες που συμπεριλαμβάνουμε στο σημείωμα μας και μας παρήγγειλε πως θυμάται πολύ καλά τα χρόνια που έζησαν με την οικογένεια της στη Αυλώνα, με τις καλύτερες αναμνήσεις, και πως θυμάται όλους τους μαθητές της. Όσον αφορά τα σχόλια μου για την μεγάλη, κατά την γνώμη μου, προσφορά τους στα παιδιά της Αυλώνας, μας παρήγγειλε με μετριοφροσύνη, ότι αυτοί έκαναν το καθήκον τους με ευσυνειδησία και αγάπη.
Της ευχόμαστε και εμείς όπως ο Θεός της χαρίζει υγεία και μακροημέρευση, να χαίρεται τα παιδιά της, και τις υποσχόμαστε πως πάντα θα θυμόμαστε την προσφορά της με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Αμβρόσιος Αρ. Καρατζάς
Ηλιούπολη Αττικής
Απρίλιος 2011
Τα όσα περιγράφει στο παρακάτω εκτενές κείμενο έχουν πέρα από ιστορική αξία και συναισθηματική. Εκφράζει, πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό αυτά που θα ήθελαν να πουν κι άλλοι παλιοί μαθητές του ιστορικού Δημοτικού Σχολείου Αυλώνας. Το "σημείωμα", όπως ονομάζει ο ίδιος την καταγραφή που έκανε, μάς το έστειλε προκειμένου να αποτελέσει μια αρχή της καταγραφής της ιστορίας της εκπαίδευσης για την περιοχή. Συνεκτιμάται και συμπληρώνει τα γραφόμενα του Παν. Κανελλόπουλου στο βιβλίο του. Μιλάει για το κοινωνικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1960, αναφέρει αναλυτικά τις εμπειρίες από τη σχολική ζωή, γράφει νοσταλγώντας αλλά παράλληλα καταθέτει πολύ χρήσιμα ιστορικά στοιχεία. Με τη σειρά μας, κάνουμε έκκληση και σε άλλους Αυλωνίτες να συνδράμουν σε αυτή την προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του σχολείου.
Το Δημοτικό Σχολείο Αυλώνας Τριφυλίας
Περίοδος: 1956- 1962
Του Αμβροσίου Καρατζά
Τα έξι χρόνια της Δημοτικής Εκπαίδευσης τα πέρασα στο δημοτικό σχολείο του χωριού μου Αυλώνα Τριφυλίας, από το 1956 έως το 1962. Το σχολικό κτήριο ήταν τότε σχετικά καινούριο, και ήταν το καλύτερο συγκρινόμενο με τα κτήρια των γύρω χωριών. Το σχολείο μας λειτουργεί ακόμα και κρίθηκε «διατηρήσιμο» κατά τις πρόσφατες κρίσεις πού έγιναν από την κυβέρνηση για την συγχώνευση των σχολείων, και πρόκειται να εφαρμοστούν από το σχολικό έτος 2011-2012. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους λίγους κατοίκους των χωριών της περιοχής, διότι δικαιώθηκαν ως προς τους πραγματικούς λόγους που ισχυρίστηκαν με το έγγραφο τους και τις λοιπές ενέργειες που έκαναν προς τις αρμόδιες Αρχές. Χαροποίησε τους τωρινούς και επόμενους μαθητές του, διότι δεν θα χρειάζεται να ταξιδεύουν καθημερινά στο Κοπανάκι ή στην Κυπαρισσία να μάθουν γράμματα διακινδυνεύοντας την ζωή τους και καταναλώνοντας πολύ από το χρόνο τους για το πήγαινε-έλα. Χαροποίησε και μας τους παλιούς μαθητές του, που θα βλέπουμε το σχολείο που φοιτήσαμε ανοιχτό με μαθητές, έστω και λίγους, να παίζουν στο προαύλιο του και με τις φωνές τους να δίνουν ζωή στο χωριό μας.
Την ιστορία του σχολείου την έχουν καταγράψει, ο γιατρός Παναγιώτης Θεμ. Κανελλόπουλος, στα βιβλίο του ΚΑΡΑΜΟΥΣΤΑΦΑ - ΤΡΟΥΚΑΚΙ – ΣΚΛΑΒΕΙΚΑ, Ιστορία Λαογραφία, και ο δάσκαλος Γιαννάκης Θεμ. Κανελλόπουλος στο βιβλίο του ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΩΝ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ, 35 Χρόνια Λειτουργίας, 1957-1992.
Η περιγραφή του σχολικού κτιρίου.
Το σχολείο μου ευρίσκεται στην ΝΑ πλευρά του χωριού, και απέχει περίπου 100 μέτρα από τον δρόμο που ενώνει την Αυλώνα με το Σιδηρόκαστρο, και μια σύντομη περιγραφή των εγκαταστάσεων του εκείνη την εποχή έχει ως εξής:
Το κτήριο ήδη είχε τελειώσει και οι διαστάσεις του δεν έχουν αλλάξει από τότε. Στην πίσω (δυτική ) πλευρά του κτηρίου υπήρχε ένα υπόστεγο διαστάσεων 5Χ4 μέτρα περίπου, για διάφορες χρήσεις και αριστερά του υπόστεγου στην άκρη (βορειοδυτική) γωνία του οικοπέδου του σχολείου υπήρχε ένα πρόχειρο μικρό κτίριο χωρισμένο στα δύο που χρησίμευε ως αποχωρητήριο (τουαλέτα). Το οικόπεδο το σχολείου δεν ήταν τόσο μεγάλο ούτε ήταν διαμορφωμένο όπως είναι τώρα.
Το προαύλιο τότε περιοριζόταν μόνο στο εμπρός και πίσω μέρος του κτιρίου, ενώ προς την βόρεια και νότια πλευρά του κτιρίου, το προαύλιο εκτεινόταν περίπου 2-3 μέτρα από το κτήριο. Το προαύλιο χώριζε από τα διπλανά χωράφια με χαμηλή πέτρινη μάνδρα και επάνω είχαν τοποθετηθεί ξερά κλαδιά δένδρων, ως φράκτης, για να μην μπαίνουν στο προαύλιο τα πρόβατα που έβοσκαν στα χωράφια. Ο δρόμος που ένωνε το σχολείο με το δημόσιο δρόμο είχε πλάτος περίπου ένα μέτρο. Το 1966 αγοράστηκε από τον ιδιοκτήτη του παρακείμενου χωραφιού, ένα τμήμα προς την νότια πλευρά του προαυλίου καθώς επίσης διαπλατύνθηκε και ο δρόμος και μπορούσε να περνάει αυτοκίνητο.
Το κτίριο εσωτερικά τότε, είχε δύο ισομεγέθεις μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας, και στην μέση το γραφείο των δασκάλων. Στη βορινή αίθουσα υπήρχε ένα χώρισμα με τάβλες περίπου τρία μέτρα ύψος με πόρτα και την χώριζε σε δύο μέρη, περίπου ένα προς τρία. Σε αυτό το χώρο έμεναν οι δύο πρώτοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν σε αυτό το καινούριο σχολικό κτήριο, ο Ανδρέας Αποστολόπουλος και η σύζυγος του Ιφιγένεια μαζί με τα δύο παιδιά τους.
Το δάπεδο του κτηρίου ήταν από σκυρόδεμα, οι τοίχοι δεν ήταν σοφατισμένοι, και δεν υπήρχε ταβάνι. Ανάμεσα στα πάτερα, τα χελιδόνια έφτιαχναν φωλιές, αλλά τα εμποδίζαμε διότι όταν έκλεινε το σχολείο τον Ιούνιο θα έκλειναν τα παράθυρα και δεν θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν. Έτσι αναγκάστηκαν να κτίζουν τις φωλιές τους στην ανατολική πλευρά του εξωτερικού τοίχου. Η εξωτερική σκάλα και το μπαλκόνι μπροστά από την κυρία είσοδο ήταν από σανίδες βαμμένες με μπλε χρώμα. Κάτω από το ξύλινο μπαλκόνι τοποθετούσαμε τα ξύλα που πήγαιναν όλοι οι μαθητές για τις ξύλο-θερμάστρες που θέρμαιναν τις αίθουσες του σχολείου. Τα παράθυρα ήταν και αυτά ξύλινα βαμμένα μπλε με τζάμια.
Στο προαύλιο του σχολείου είχαν φυτέψει οι παλαιότεροι μαθητές διάφορα δένδρα, κυρίως λεύκες, ενώ περιμετρικά είχαν φυτέψει διάφορα αναρριχόμενα φυτά, καλλωπιστικούς θάμνους και τριανταφυλλιές. Το κτήριο πρέπει να πρώτο-λειτούργησε το 1950 -1951.
Οι δάσκαλοι.
Μέχρι την λήξη του σχολικού έτους 1955 υπηρετούσαν στο σχολείο μας οι προηγούμενοι δάσκαλοι Ανδρέας Αποστολόπουλος και η σύζυγος του Ιφιγένεια, οι οποίοι μετατέθηκαν από την Αυλώνα για άλλο σχολείο. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1955 ήρθε ένα μεγάλο φορτηγό, και μετέφεραν οι μαθητές όλα τα υπάρχοντα των δασκάλων από το σχολείο στο φορτηγό και αναχώρησαν μέσα σε συγκινησιακό κλίμα.
Στις αρχές Σεπτέμβρη του 1955 ήλθαν οι νέοι δάσκαλοι στο χωριό, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μπρακουμάτσος και η Νικολέτα Καρατζαφέρη, που ήταν νέοι σε ηλικία και ανύπαντροι και οι δύο. Αν θυμάμαι καλά ο δάσκαλος είχε μερικά χρόνια υπηρεσία ενώ η δασκάλα ήταν πρωτοδιόριστη. Ο δάσκαλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του τότε Γραμματέα της κοινότητας Αυλώνας, Κώστα Κάππου που ήταν κάπως ευρύχωρο και είχε και τουαλέτα και λοιπές ευκολίες. Η δασκάλα εγκαταστάθηκε στο σπίτι της γριά –Λυκούργενας, εκεί που είναι τώρα το σπίτι της Αλέξως χήρας Παν. Παναγόπουλου. Τότε εκεί ήταν ένα σπίτι παλιό μεν αλλά πολύ οργανωμένο εσωτερικά, με μαντρότοιχο εξωτερικά και όλες τις ευκολίες, διότι, η γερόντισσα που ήταν χήρα και έμενε μόνη της, είχε ένα γιό στην Αμερική που έστελνε αρκετά χρήματα και μια κόρη παντρεμένη στο χωριό που την φρόντιζε με κάθε επιμέλεια.
Οι δάσκαλοι σιτίζονταν στα σπίτια που έμεναν, όμως οι μανάδες μας όταν έφτιαχναν κάτι καλό μας έστελναν να πάμε και στο δάσκαλο μας ένα κέρασμα ή φρούτα εποχής, οι οποίοι ήταν ευγενέστατοι και καταδεκτικοί.
Αριστερά ο αείμνηστος δάσκαλος μας Κων. Μπρακουμάτσος σε κάποιο σεμινάριο.
Αυτό συνέβη τα πρώτα χρόνια, διότι λίγο αργότερα, όπως ήταν ανύπαντροι και οι δύο, αγαπήθηκαν και έγιναν ζευγάρι. Έτσι νοίκιασαν ένα άδειο σπίτι στο χωριό και έστησαν το νοικοκυριό τους. Θυμάμαι την νεότατη, λεπτοκαμωμένη και μοντέρνα δασκάλα μας όταν ήλθε στην Αυλώνα με τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης και την ανυπαρξία κοινωνικής ζωής ή διασκέδασης και σκέπτομαι πόσο δύσκολα θα ήταν για αυτή να συνηθίσει στο νέο περιβάλλον. Για τον δάσκαλο δεν είχα τις ίδιες απορίες διότι αυτός είχε την διέξοδο του καφενείου. Πήγαινε συνήθως στο μαγαζί του Τασιούλη, όπου εύρισκε πολλές φορές και εφημερίδα να διαβάσει, ή έπαιζε πρέφα και συζητούσε με τους χωριάτες.
Η παιδεία εκείνα τα χρόνια.
Τότε δεν λειτουργούσαν στα χωριά Νηπιαγωγεία. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας εκείνη την εποχή εργαζόταν στις διάφορες δουλειές του σπιτιού, όπως φυλάγανε τα πρόβατα, ή βοηθούσαν στον τρύγο στα αμπέλια, στο αλώνισμα , μάζευαν καρύδια κτλ. Έτσι όταν ερχόταν η εποχή να ανοίξουν τα σχολεία οι γονείς στενοχωριόνταν που θα έχαναν ένα ή δυο βοηθούς από τις δουλειές τους. Ωστόσο από τότε ήταν υποχρεωτικό να πάει κάποιος στο σχολείο, παρόλο του ότι το κράτος πλήρωνε μόνο τον δάσκαλο. Κάθε χρονιά ο μαθητής έπρεπε να πληρώσει το τέλος εγγραφής για την επόμενη τάξη τον Σεπτέμβρη 20 δραχμές, και το τέλος του ενδεικτικού στο τέλος του σχολικού έτους 10 δραχμές. Την εποχή εκείνη ένα ημερομίσθιο από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου ήταν γύρω στις 30 δραχμές. Το τέλος για το απολυτήριο ήταν ακριβότερο αλλά δεν θυμάμαι πόσο. Τα βιβλία τα αγόραζαν οι μαθητές με δικά τους έξοδα. Τα βιβλία και τα τετράδια τα αγοράζαμε από το μαγαζί του Χρήστου Λέφα, που λειτουργούσε για πολλά χρόνια στο χωριό. Κάθε βιβλίο κόστιζε περίπου 5 έως 10 δραχμές, ενώ τα τετράδια 12 φύλλων κόστιζαν 50 λεπτά της δραχμής. Προς το τέλος της σχολικής μου θητείας στο χωριό με πρωτοβουλία των δασκάλων μας στήθηκε μια μικρή βιβλιοθήκη στο σχολείο, με δωρητές διάφορους Αυλωνίτες της διασποράς.
Η εγγραφή μου στην Πρώτη τάξη.
Εγώ εγγράφτηκα στην Α΄ τάξη του σχολείου τον Σεπτέμβριο του 1956. Τις πρώτες μέρες που άνοιξαν οι δάσκαλοι το σχολείο, πήγαιναν οι μαθητές να εγγραφούν για την επόμενη τάξη. Θυμάμαι πως η μάνα μου με έπλυνε, μου φόρεσε καθαρά ρούχα, με κούρεψε με το ψαλίδι γουλί, μου έδωσε και ο πατέρας μου το 20άρι που ήταν χάρτινο και είχε απόχρωση μπλε, και πήγα στο σχολείο να εγγραφώ.
Εγώ είχα την τύχη να έχω την δασκάλα γειτόνισσα διότι το σπίτι μας ήταν δίπλα στο σπίτι που έμενε η δασκάλα και η μάνα μου συχνά συζητούσε μαζί της, και της είχε πει ότι θα πάω στην πρώτη τάξη. Κάποια μέρα η μάνα μου με γνώρισε στην δασκάλα μας, και θυμάμαι που της έκανε εντύπωση το όνομα μου, Αμβρόσιος ! !
Έτσι λοιπόν όταν πήγα να εγγραφώ δεν ντρεπόμουν τόσο πολύ διότι η δασκάλα ήδη με γνώριζε. Είχα δει και τον δάσκαλο να περνάει από μακριά, αλλά δεν με γνώριζε. Εξ άλλου και να με γνώριζε δεν ήταν εύκολο να με θυμηθεί διότι τότε στο σχολείο πρέπει να φοιτούσαν γύρω στα 100 παιδιά. Μπήκα δειλά – δειλά στην πόρτα του σχολείου, κάποιοι άλλοι προηγούνταν, και έτσι μπήκαμε όλοι μαζί. Οι δάσκαλοι μας υποδέχτηκαν με καλοσύνη, και άρχισαν την διαδικασία της εγγραφής. Μας ρώτησαν για την οικογένεια μας και άλλα στοιχεία πληροφοριακά. Ο δάσκαλος από ότι μου είπε είχε γνωρίσει τον πατέρα μου στο καφενείο του χωριού.
Εκείνη την χρονιά στην πρώτη τάξη γραφτήκαμε οι εξής: Βουδούρης Σταύρος του Θύμιου, Γκιουμές Περικλής του Δημητρίου, Γεωργακάς Νίκος του Χρόνη, Καπερώνης Διονύσιος του Γεωργίου, Καρατζάς Αμβρόσιος του Αριστείδη, Καρατζά Ντίνα του Γεωργίου, Κολέτσος Επαμεινώνδας του Βασιλείου, Μπούκαλη Δήμητρα του Γεωργίου, Σταυρόπουλος Γιάννης του Γεωργίου, Σταυροπούλου Βικτωρία του Σταύρου, Τσακανίκας Σωτήρης του Θεοδώρου.
Όταν ήλθε η μέρα που θα αρχίζαμε τα μαθήματα ήταν οι μέρες που τρυγούσαμε τα αμπέλια. Ο πατέρας μου είχε μεγάλο αμπέλι και η διαδικασία του τρύγου και της αποθήκευσης του μούστου στα βαρέλια κρατούσε καμιά βδομάδα. Έτσι ο πατέρας μου με κράτησε μερικές μέρες να βοηθήσω στις δουλειές του σπιτιού και δεν πήγα στο σχολείο από την πρώτη μέρα. Το ίδιο συνέβη και με άλλα παιδιά, οπότε η δάσκαλοι υπενθύμισαν στους γονείς μας ότι πρέπει να μας στείλουν στο σχολείο. Μια μέρα με είδε η δασκάλα από μακριά και με φώναξε κοντά της. Πλησίασα ντροπαλός και με ρώτησε, «Αμβρόσιε γιατί δεν έρχεσαι στο σχολείο;» δεν θυμάμαι τι δικαιολογία βρήκα αλλά περίπου με καθυστέρηση 10 ημερών άρχισα την εκπαίδευση μου.
Όταν πήγα την πρώτη μέρα δεν είχα πολλές απορίες ως προς την οργάνωση των τάξεων. Δηλαδή γνώριζα ότι η δασκάλα θα έκανε μάθημα στην Α΄ τάξη, και στην Γ΄ και Δ΄ τάξεις συνδιδασκαλία. Αυτό το διαχωρισμό είχαν από την προηγούμενη χρονιά.
Προσχολική εμπειρία.
Όταν είμαστε στην προσχολική ηλικία πηγαίναμε στο διάλειμμα στο προαύλιο του σχολείου και παίζαμε με τα άλλα παιδιά. Οι δάσκαλοι μας επέτρεπαν εάν θέλαμε να μπούμε στην αίθουσα να παρακολουθήσουμε το μάθημα και να καθίσουμε στο τελευταίο θρανίο των μαθητών της Α΄ τάξης που ήταν κενό και προοριζόταν για αυτές τις περιπτώσεις. Αυτό το είχαμε κάνει κάμποσες φορές με δασκάλα την Ιφιγένεια.
Κάποια φορά προς το τέλος του σχολικού έτους, την ώρα του μαθήματος ήλθε στην αίθουσα μας ο δάσκαλος αείμνηστος Ανδρέας Αποστολόπουλος. Μας είδε που καθόμαστε τρείς στο τελευταίο θρανίο, ήλθε κοντά, μας ρώτησε τα ονόματα μας και μας συνέστησε να ερχόμαστε κάθε μέρα να παρακολουθούμε τα μαθήματα. Εμείς συμφωνήσαμε ότι θα ερχόμαστε συχνά, και αυτός καλαμπουρίζοντας μας είπε πως αυτό πρέπει να τα κατοχυρώσουμε και να δεσμευτούμε. Στα χέρια του κρατούσε ένα μακρύ χάρακα τον οποίο τοποθέτησε επάνω στα κεφάλια μας όπως καθόμαστε στην σειρά και είχαμε περίπου το ίδιο ανάστημα. Άφησε τον χάρακα στα κεφάλια μας και έφυγε προς το γραφείο του λέγοντας πως θα πάει να φέρει το σφυρί και πρόκες για να μας καρφώσει τα κεφάλια έτσι ώστε να δεσμευτούμε ότι θα ερχόμαστε στα μαθήματα και τις επόμενες μέρες.
Εμείς μόλις ακούσαμε αυτά τα λόγια, θορυβηθήκαμε, αλληλοκοιταχτήκαμε και αποφασίσαμε μέχρι να επιστρέψει ο δάσκαλος να φύγουμε από την αίθουσα. Αυτό τελικά κάναμε, είμαστε μάλιστα κοντά στην πόρτα της αίθουσας, και στη στιγμή βρεθήκαμε εκτός αιθούσης. Μέχρι το τέλος και της επόμενης χρονιάς δεν ξαναπήγαμε στο σχολείο γιατί είχαμε φοβηθεί τον δάσκαλο για το καλαμπούρι που μας έκανε.
Η πρώτη ημέρα στο σχολείο.
Τέλος πάντων έστω και με καθυστέρηση μαζεύτηκε όλη η τάξη και αρχίσαμε τα μαθήματα. Στην νότια αίθουσα έκαναν μάθημα η Α΄ τάξη, η Γ΄ και η Δ΄. Η αίθουσα είχε τρεις στήλες θρανία, 8 έως 10 θρανία η κάθε στήλη, στα οποία κάθονταν οι μαθητές ανάλογα ανά δύο ή τρεις. Σε κάθε στήλη καθόταν μία τάξη. Έτσι στην αριστερά της έδρας ήταν η Α΄ τάξη στην μέση η Γ΄ και στα δεξιά η Δ΄ τάξη. Αριστερά της έδρας στην γωνία της αίθουσας υπήρχε μια θερμάστρα που έκαιγε ξύλα για να ζεσταίνει την αίθουσα τους χειμερινούς μήνες. Δεξιά της έδρας ήταν ένας μαυροπίνακας από κόντρα πλακέ. Δεξιά του πίνακα υπήρχε ένας μεγάλος χάρτης της Ελλάδος και περιμετρικά της αίθουσας ψηλά προς την οροφή ήταν ανηρτημένες φωτογραφίες των ηρώων του 1821.Τα πρώτο πράγμα που είχαμε να κάνουμε ήταν να αγοράσουμε το Αναγνωστικό και την Πλάκα με το Κοντήλι. Αργότερα αγοράσαμε ένα τετράδιο αντιγραφής, και ένα αριθμητικής.
Πλάκα ήταν τετράγωνη, μαύρου χρώματος, διαστάσεων 15Χ20 εκατοστά, πάχους περίπου 5 χιλιοστών, και περιμετρικά είχε ξύλινο προστατευτικό περίβλημα πλάτους 1,5 εκατοστά. Δεν θυμάμαι με τι υλικό ήταν φτιαγμένη, αλλά είχε την ιδιότητα να μπορείς να χαράξεις επάνω της με το Κοντήλι, που είχε την μορφή μολυβιού, γράμματα, αριθμούς ή σχέδια και να τα σβήνεις με το σπόγγο που συνήθως ήταν δεμένος με ένα σχοινάκι από την Πλάκα. Η Πλάκα με το Κοντήλι, ήταν ας πούμε το πρόχειρο τετράδιο μας. Όλα τα σχολικά μας βιβλία και τετράδια τα μεταφέραμε μέσα σε ένα υφαντό πολύχρωμο σακούλι, το οποίο φορούσαμε «παραμάσχαλα» στη διαδρομή σπίτι-σχολείο-σπίτι. Ανάλογα με την τάξη και τον αριθμό των βιβλίων μεγάλωνε και το σακούλι.
Το περιεχόμενο σπουδών του Δημοτικού.
Κατά την γνώμη μου, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Α΄ τάξης τότε ήταν πολύ φτωχό σε σχέση με το σημερινό πρόγραμμα. Όλη την χρονιά μαθαίναμε να διαβάζουμε το Αναγνωστικό, να αντιγράφουμε μέρη από το Αναγνωστικό, αριθμητική να μετράμε μέχρι το 100, χωρίς να μαθαίνουμε αριθμητικές πράξεις.
Το ίδιο φτωχό ήταν και στην Β΄ τάξη διότι συνεχιζόταν με ένα πιο προχωρημένο Αναγνωστικό, πάλι αντιγραφή, άρχιζε η ορθογραφία λέξεων, και από αριθμητική μαθαίναμε πρόσθεση και αφαίρεση.
Στην Γ΄ και την Δ΄ άλλαζε εντελώς το πρόγραμμα, διότι εκτός από το Αναγνωστικό και την αντιγραφή, η ορθογραφία δυσκόλεψε διότι, έπρεπε να γράφουμε στο τετράδιο της ορθογραφίας ολόκληρες προτάσεις από το Αναγνωστικό χωρίς λάθη. Στην αριθμητική είχαμε τον πολλαπλασιασμό και την διαίρεση και την επίλυση προβλημάτων. Τέλος προστέθηκαν καινούργια μαθήματα ,όπως, ιστορία, θρησκευτικά, γεωγραφία.
Στις δύο τελευταίες τάξεις που γινόταν μάθημα συνδιδασκαλίας, το πρόγραμμα ήταν πολύ πιο περιεκτικό και αυστηρό διότι το μάθημα το έκανε ό δάσκαλος που είχε περισσότερη πείρα και μόρφωση ( είχε κάνει και σεμινάριο επιμόρφωσης).
Ένα από τα δυσκολότερα μαθήματα ήταν η Έκθεση. Η δυσκολία μας οφειλόταν στην έλλειψη παραστάσεων για τα θέματα που έπρεπε να αναπτύξουμε. Το περιεχόμενο όλων των βιβλίων ήταν δομημένο για την ζωή των πόλεων, που δεν είχε καμία σχέση με την ζωή του χωριού. Τηλεόραση και εγκυκλοπαίδειες ή άλλα βιβλία δεν υπήρχαν και οι μαθητές είχαν πολύ περιορισμένο ορίζοντα.
Είχαμε ιδιαίτερο τετράδιο εκθέσεων, και αν θυμάμαι καλά γράφαμε μία έκθεση κάθε δύο βδομάδες. Την πρώτη βδομάδα γράφαμε την έκθεση και παραδίναμε τα τετράδια στον Δάσκαλο να τα διορθώσει. Την επόμενη βδομάδα ο δάσκαλος έφερνε τα τετράδια διορθωμένα με κόκκινο χρώμα για να βλέπουμε τα ορθογραφικά ή φραστικά λάθη μας. Για τους μαθητές της Έκτης τάξης τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά διότι μετά το τέλος του σχολικού έτους έπρεπε να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο, και αν δεν είχαν καλά προετοιμαστεί δεν θα φοιτούσαν στο Γυμνάσιο, αλλά θα συνέχιζαν την ενασχόληση τους με τα πρόβατα και τις δουλειές του χωριού.
Επίσης στο πρόγραμμα προβλεπόταν χρόνος για γυμναστική, ωδική, χορό κτλ. Τα μαθήματα γυμναστικής άρχιζαν από τα μέσα Μάρτη στο γήπεδο του χωριού τις πρωινές ώρες. Συμμετείχαν αγόρια και κορίτσια που φορούσαν σορτς και άσπρα φανελάκια και μαθαίναμε ασκήσεις του σώματος, της κεφαλής, των χεριών και των ποδιών όπως, κάμψεις, διατάσεις, ανατάσεις με συγχρονισμό. Επίσης κάναμε άλματα απλούν, τριπλούν, ύψους και δρόμους ταχύτητας.
Θυμάμαι ότι από την Γ΄ τάξη και μετά κάναμε μαθήματα ωδικής. Μαθαίναμε κυρίως παιδικά τραγούδια, εθνικά τραγούδια για το 1821 και το 1940, τα κάλαντα, καθώς και τροπάρια των μεγάλων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα , Τριών Ιεραρχών κτλ. Έτσι καλλιεργούσαμε τη φωνή μας και μαθαίναμε ορθοφωνία και συγχρονισμό με την χορωδία.
Τα μαθήματα χορού γινόταν στο προαύλιο του σχολείου για αγόρια και κορίτσια όταν ο καιρός ήταν καλός. Μάθαμε τσάμικο καλαματιανό και άλλους εθνικούς χορούς. Θυμάμαι πως χορεύαμε ακόμη και το «Μακεδονία ξακουστή» που ήταν ένα πολύ δύσκολος χορός. Εννοείται ότι τα τραγούδια που χορεύαμε, τα τραγουδούσαμε οι ίδιοι οι χορευτές.
Το σχολικό ωράριο.
Εκείνα τα χρόνια τα μαθήματα γινόντουσαν έξι ημέρες την εβδομάδα, Δευτέρα,Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 8.00-13.30 και 14.30 -17.00 ενώ, Τετάρτη και Σάββατο μόνο πρωί. Στο πρωινό πρόγραμμα είχαμε ένα διάλειμμα 30-40 λεπτών, ενώ το απόγευμα ένα διάλλειμα 15-20 λεπτών. Κάθε Τετάρτη απόγευμα είχε Κατηχητικό που γινόταν στον Γυναικωνίτη του Ναού του Αγίου Γεωργίου. Το κατηχητικό είχε διάρκεια μία ώρα, συμμετείχαν μόνο οι μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων, και μας το έκανε ο τότε ιερέας του χωριού μας παπά-Τάσης ή μερικές φορές ο γιος του που ήταν αρκετά κατατοπισμένοι με τα θρησκευτικά θέματα. Μισή ώρα πριν αρχίσει το μάθημα, πρωί και απόγευμα, χτύπαγε η μικρή καμπάνα της Εκκλησίας για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, επειδή τότε δεν υπήρχαν ρολόγια στα σπίτια.
Την Κυριακή όλα τα παιδιά υποχρεωτικά έπρεπε να συμμετέχουν στον εκκλησιασμό. Τότε οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν τέσσαρες φορές στην διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, ενώ τώρα τρεις φορές. Τότε με το κτύπημα της τρίτης καμπάνας οι μαθητές μαζεύονταν στο προαύλιο του σχολείου. Σε λίγο ερχόταν οι δάσκαλοι και συντασσόμαστε σε δύο ουλαμούς, αγόρια και κορίτσια κατά ανάστημα. Έπρεπε να είμαστε επιμελώς πλυμένοι με καθαρά αυτιά, κουρεμένοι, με καθαρά ρούχα, με κομμένα νύχια κτλ. Οι δάσκαλοι έκαναν «επιθεώρηση» έναν –έναν και όποιος δεν ήταν εντάξει τον έστελναν σπίτι του ως τιμωρία.
Στα χρόνια που πήγαινα εγώ στο σχολείο μια φορά δεν πήγαμε στην εκκλησία. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1960 που είχε πολλά χιόνια στο χωριό και το δάπεδο της εκκλησίας του χωριού ήταν υπό κατασκευή. Πιο συγκεκριμένα τότε άλλαξαν οι πέτρινες πλάκες που είχε για δάπεδο, με μωσαϊκό. Η υπόβαση του μωσαϊκού όμως γινόταν με θραυστό χαλίκι, και σε αυτό το στάδιο βρισκόταν ο ναός τότε, δηλαδή είχε δάπεδο από θραυστό χαλίκι. Τότε λόγω της φτώχειας οι περισσότεροι μαθητές δεν είχαν παπούτσια και ήταν ξυπόλητοι καθημερινά και τις Κυριακές.
Τις καθημερινές όμως μόλις μπαίναμε στις αίθουσες ζεσταινόμαστε και το πρόβλημα ήταν μόνο στο πήγαινε-έλα στο σχολείο. Εκείνη την Κυριακή όλοι οι μαθητές παρά το χιόνι ήλθαν στο σχολείο και παίζαμε «αλαμπάρτζα» για να ζεσταθούμε. Έγινε ή στοίχιση και η επιθεώρηση για την καθαριότητα, και μόλις ήταν να ξεκινήσουμε για την εκκλησία ο δάσκαλος μας διερωτήθηκε φωναχτά λέγοντας : «που να σας πάω έτσι με τέτοιο καιρό βρε τάγμα ξυπολιάδων, και εκεί που θα σας πάω πως θα μείνετε όρθιοι πατώντας σε θραυστό χαλίκι;» και αμέσως μας είπε να πάμε στα σπίτια μας.
Το συσσίτιο.
Εκείνα τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε η χώρα μας είχε μείνει πίσω οικονομικά και ο πληθυσμός στην ύπαιθρο δυστυχούσε και πεινούσε. Υπήρχε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των πληθυσμών κυρίως της υπαίθρου με ρούχα και τροφές που διατέθηκαν από ένα Οργανισμό του ΟΗΕ που λεγόταν UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Σύμφωνα με αυτό το πρόγραμμα στο σχολείο μας κάθε πρωί παρείχετο σε όλα τα παιδιά ζεστό γάλα το οποίο παρασκευαζόταν στο υπόστεγο που ήταν στο προαύλιο του πίσω μέρους του σχολείου. Το γάλα αυτό ήταν σε μορφή σκόνης και διαλυόταν μέσα σε ζεστό νερό με προκαθορισμένη αναλογία και γινόταν ένα γευστικό πρωινό. Κάθε πρωί ο μαθητής είχε μαζί του συνήθως μια αλουμινένια κούπα και ψωμί και περνούσαν όλοι με την σειρά όπως στο στρατό, και έπαιρναν το ρόφημα τους. Πάντα υπήρχε και περίσσευμα για τους πολύ πεινασμένους.
Στο διάλειμμα οι επιμελητές άνοιγαν μεγάλα κουτιά που περιείχαν τυρί από βοδινό γάλα, το έκοβαν κομμάτια αρκετά μεγάλα και τα τοποθετούσαν σε τραπέζια έξω από την πόρτα της αίθουσας. Ο μαθητής έπαιρνε και το ψωμί που είχε στο σακούλι του και έκανε το κολατσιό του. Στο απογευματινό διάλλειμα μερικά παιδιά έφερναν από το σπίτι τους διάφορα φρούτα, όπως κυδώνια, αχλάδια, μήλα πορτοκάλια κτλ. Συνήθως αυτά τα φρούτα ο κάθε μαθητής τα μοίραζε με τους φίλους του, και μιας και δεν υπήρχαν μαχαίρια, ο καθένας έκοβε από μια «δαγκωνιά» από το φρούτο και μερικές φορές έμεναν τα κουκούτσια για αυτό που έφερε το φρούτο.
Οι επιμελητές.
Στις δύο αίθουσες υπήρχαν διάφορες εργασίες που έπρεπε κάποιος να τις κάνει. Αυτές τις δουλειές τις έκαναν οι επιμελητές. Επιμελητές έκαναν με την σειρά μαθητές και μαθήτριες από τις Τρίτη τάξη και πάνω. Οι δουλειές αυτές ήταν οι εξής.
• Να κτυπούν την καμπάνα την προκαθορισμένη ώρα για να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο.
• Να ανοίγουν το σχολείο το πρωί και να ανάβουν την θερμάστρα τον χειμώνα ή να ανοίγουν τα παράθυρα το καλοκαίρι.
• Να μεταφέρουν τα ξύλα από τον αποθηκευτικό χώρο στην αίθουσα δίπλα στη θερμάστρα.
• Να σκουπίζουν την αίθουσα μετά το τέλος του μαθήματος.
• Να παρασκευάζουν στο πρωινό ρόφημα (γάλα) ή τη διανομή του τυριού στο πρωινό διάλυμα.
Το κούρεμα.
Όπως είπαμε όλα τα παιδιά τότε είχαμε πρόβλημα στην εμφάνιση μας λόγω του κουρέματος. Μας κούρευαν οι μανάδες μας με το ψαλίδι και το κεφάλι μας ήταν πολύ άσχημο από τις ψαλιδιές. Ο δάσκαλος για να βελτιωθεί αυτή η εικόνα πρότεινε όπως, με τα πρώτα χρήματα που θα συγκεντρώναμε από τα κάλαντα, να αγοράζαμε μία χειροκίνητη κουρευτική μηχανή. Η μηχανή αυτή κόστιζε τότε πάνω από 100 δραχμές και οι εισπράξεις από τα κάλαντα δεν έφταναν για την αγορά της. Ο δάσκαλος πρόσθεσε από δικά του χρήματα και αγοράσαμε την μηχανή. Από εκείνη την ημέρα και μετά όλοι οι μαθητές ήταν κουρεμένοι όμορφα. Τα κουρέματα γινόντουσαν στα διαλείμματα και χρέη κουρέα έκαναν οι μεγαλύτεροι μαθητές. Μάλιστα είχαμε φτιάξει και ειδική θέση από πέτρες στην βόρεια πλευρά του προαυλίου όπου ήταν η έδρα του κουρείου.
Σχολικές εκδηλώσεις.
Οι νέοι δάσκαλοι ήταν πολύ ορεξάτοι και γρήγορα ταυτίστηκαν με του χωριανούς, την κατάσταση που βρήκαν στο χωριό, διέγνωσαν σωστά τις ανάγκες των μαθητών και έκαναν σπουδαίο έργο στην θητεία τους στην Αυλώνα. Το σχολείο δούλευε ρολόι, και τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη του. Όλες οι ώρες του σχολικού ωραρίου ήταν πλήρεις από τα μαθήματα και τις σχολικές εκδηλώσεις. Τέτοιες ήταν οι γιορτασμός των Εθνικών Εορτών, οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος του σχολικού έτους, ο εορτασμός των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Παραδόξως δεν κάναμε καμία γιορτή για τις Απόκριες. Ίσως τότε να απαγορευόταν από το Υπουργείο Παιδείας, επειδή η επίσημη Εκκλησία διαφωνούσε και διαφωνεί για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις, και εκείνη την εποχή η επιρροή της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας ήταν πολύ μεγάλη στα θέματα παιδείας. Στο πρόγραμμα προβλεπόταν χρόνος για την ετοιμασία αυτών των εκδηλώσεων.
Η 25η Μαρτίου 1821
Η εκδήλωση που κάναμε για την γιορτή της 25ης Μαρτίου ήταν η σπουδαιότερη και ήθελε πολύ μεγάλη προετοιμασία.
Το πρωί της 25ης Μαρτίου όλοι οι μαθητές πηγαίναμε συντεταγμένοι στην εκκλησία με επικεφαλής την Σημαία και τους παραστάτες. Στο δρόμο προς την εκκλησία τραγουδούσαμε το τραγούδι της Ελληνικής Σημαίας. Μετά το τέλος της Θ. Λειτουργίας όλοι βγαίναμε έξω από τον Ναό. Αριστερά της κυρίας εισόδου του ναού, επάνω στο «τουράκι», ήταν τοποθετημένη μια μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των Αυλωνιτών που έπεσαν στα πεδία των μαχών στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Όλο το εκκλησίασμα στρεφόταν προς την πλάκα και ερχόταν ο παπάς και έψελνε ένα τρισάγιο, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των πεσόντων. Μετά ο πρόεδρος της κοινότητας κατέθετε δάφνινο στεφάνι, το ίδιο έκανε και ένας μαθητής για λογαριασμό της μαθητικής κοινότητας. Ο δάσκαλος ή κάποιος άλλος ομιλητής μιλούσε για το εορταστικό γεγονός και κάποιο μαθητές απάγγελναν επίκαιρα ποιήματα και ενδιάμεσα λέγαμε και κάποια επίκαιρα τραγούδια. Έτσι η γιορτή τελείωνε. Όλοι οι μαθητές πάλι συντεταγμένοι και τραγουδώντας συνοδεύαμε την σημαία στο σχολείο και μετά αρχίζαμε τις τελικές προετοιμασίες για την απογευματινή εκδήλωση.
Ανήμερα της εορτής η μεγάλη νότια αίθουσα του σχολείου μετατρεπόταν σε θέατρο με σκηνή, σκηνικά, και παρασκήνια, ηθοποιούς, τεχνικούς και σκηνοθέτη. Στην πλευρά του τοίχου που δεν έχει παράθυρα και είναι ο πίνακας και η έδρα του δάσκαλου κατασκευάζαμε την σκηνή. Η σκηνή ήταν περίπου διαστάσεων 3Χ3 μέτρα, και το δάπεδο της γινόταν σε ύψος 1 έως 1,3 μέτρα από το επίπεδο της αίθουσας. Ως βάση τοποθετούσαμε μερικά θρανία και επάνω για δάπεδο τοποθετούσαμε τις πόρτες των αιθουσών τις οποίες βγάζαμε προσωρινά.
Στην μπροστινή πλευρά της σκηνής τοποθετούσαμε δύο καδρόνια ,στα δύο άκρα, περίπου τρία μέτρα ύψος από το δάπεδο. Σε αυτά τα καδρόνια στηριζόταν τα πλευρικά σεντόνια της σκηνής καθώς και αυτά που ανοιγόκλειναν στην μπροστινή πλευρά με το τέλειωμα της κάθε πράξης. Τα τοιχώματα της σκηνής ήταν από μπλε σεντόνια τα οποία είχαμε αγοράσει από τα έσοδα που είχαμε από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Αριστερά και δεξιά της σκηνής υπήρχαν δύο χώροι οι οποίοι ήταν τα παρασκήνια για τους ηθοποιούς και όσους ελάμβαναν μέρος στην παράσταση. Και αυτοί οι χώροι διαχωρίζονταν από την αίθουσα με σεντόνια. Στον κάθε χώρο ευρίσκονταν ανάλογα με την σκηνοθεσία οι ηθοποιοί που είχαν προγραμματισθεί, καθώς επίσης και ένας δάσκαλος.
Η πλειοψηφία των μαθητών του 1958 στο προαύλιο του σχολείου.
Όρθια στη μέση της φωτογραφίας διακρίνεται η δασκάλα μας
Ηθοποιοί ήταν οι μαθητές και οι μαθήτριες, σκηνοθέτης και σκηνογράφος ο δάσκαλος μας, τεχνικοί, δάσκαλος και μαθητές. Η προετοιμασία άρχιζε μετά τα Χριστούγεννα. Ο δάσκαλος αποφάσιζε ποια έργα θα παίζαμε και προσδιόριζε τους ρόλους των ηθοποιών στους μαθητές. Με την σειρά παίρναμε το βιβλίο με το σενάριο του έργου και γράφαμε τα λόγια του ρόλου μας. Αμέσως μετά άρχιζαν οι πρόβες μέχρι να μάθουμε πλήρως το ρόλο μας σύμφωνα με τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Συνήθως παίζαμε ένα κύριο έργο σχετικό με την 25η Μαρτίου από μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων, ένα-δύο μικρά σκετς από μαθητές της τρίτης και τετάρτης τάξης, και ενδιάμεσα τραγουδούσαμε εθνικά τραγούδια ή απάγγελναν ποιήματα μικρότεροι μαθητές. Τα σκηνικά και τα κοστούμια των ηθοποιών τα συζητούσαμε με το δάσκαλο στις τελικές πρόβες, και όλοι μαζί φροντίζαμε να εξασφαλίσουμε ότι μας χρειαζόταν. Τις εθνικές φορεσιές, φουστανέλες κτλ, βρίσκαμε στο χωριό που υπήρχαν αρκετές. Πολλές φορές μας έδινε και ο παπάς τα ράσα του διότι είχαμε και ιερωμένους ηθοποιούς στα έργα μας.
Όλα τα θρανία της θεατρικής αίθουσας τα μεταφέραμε στην άλλη αίθουσα, και όλοι οι μαθητές έφερναν από το σπίτι τους μια καρέκλα ή δύο για να καθίσουν οι θεατές μας. Το θεατρόφιλο κοινό αποτελούσαν οι επίσημοι του χωριού και οι γονείς μας, οι οποίοι δεν χωρούσαν στην αίθουσα. Ο δάσκαλος έγραφε και το πρόγραμμα της εκδήλωσης σε καμιά δεκαριά αντίγραφα και το μοιράζαμε στους θεατές. Η εκδήλωση αυτή γινόταν το απόγευμα της εορτής και κρατούσε περίπου δύο ώρες.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο μεγάλη προσπάθεια και τι χρόνος και κόπος χρειαζόταν για αυτή την εκδήλωση κυρίως από πλευράς των δασκάλων. Διότι έπρεπε να ανεβάσουν το επίπεδο χωριατόπαιδων που δεν είχαν ακούσει ποτέ τι είναι θέατρο ή κινηματογράφος, σε τέτοιο ύψος ώστε να υποδύονται ρόλους πολλές φορές με άριστη αποδοτικότητα. Και τα παιδιά όμως συμμετείχαν με όλη τη ψυχή τους και υπερέβαλαν τον εαυτό τους για το τέλειο αποτέλεσμα και το χειροκρότημα στο τέλος της εκδήλωσης. Εγώ είχα παίξει στις δύο τελευταίες τάξεις στην κύρια παράσταση, την μία φορά το ρόλο του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, και την άλλη τον ρόλο του Μάρκου Μπότσαρη.
Η 28η Οκτωβρίου 1940
Η εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου ήταν σχεδόν ίδια με της 25ης Μαρτίου, μόνο που δεν είχαμε θεατρική παράσταση στο σχολείο. Επίσης τα ποιήματα και τα τραγούδια που λέγαμε στην εκδήλωση έξω από την εκκλησία ήταν πολύ περισσότερα μιας και δεν είχαμε άλλη εκδήλωση. Οι ομιλητές ήταν άνθρωποι που είχαν λάβει μέρος στο Αλβανικό Έπος που μας μετέφεραν τις αναμνήσεις και την δράση τους, λαμβανομένου υπόψη ότι πρέπει να είχαν επιστρατευτεί τότε από το χωριό μας περίπου 40 έφεδροι για να λάβουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι στα καφενεία αυτή την ημέρα συζητιόταν πολύ τα γεγονότα της εποχής του 1940.
Εορτές Χριστουγέννων Πρωτοχρονιάς και Πάσχα.
Όπως και τώρα, οι διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διαρκούσαν 15 μέρες. Την βδομάδα που προηγείτο των εορτών, μετά το απογευματινό διάλλειμα, όλοι οι μαθητές μαζευόταν στην μεγάλη νότια αίθουσα. Οι περισσότεροι στριμωχνόταν στα θρανία, αλλά είχαμε και αρκετούς όρθιους. Στις συναθροίσεις αυτές οι δάσκαλοι μας ανέλυαν με λεπτομέρεια το περιεχόμενο και τα μηνύματα των αναμενομένων εορτών. Όλοι μαζί μαθαίναμε τα κάλαντα ή τα τροπάρια των Εορτών και τα ψέλναμε, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Επειδή τις μέρες των διακοπών οι δάσκαλοι πήγαιναν στα χωριά τους, μας έδιναν λεπτομερείς οδηγίες για την δημόσια συμπεριφορά μας στο διάστημα της απουσίας τους, κατά τον εκκλησιασμό ή το παιχνίδι στο γήπεδο και στα ξέφωτα του χωριού.
Επίσης γινόταν η επιλογή δύο χορωδιών των δέκα παιδιών η καθεμία, η μία αποτελείτο από αγόρια και κορίτσια των δύο τελευταίων τάξεων, και η άλλη από αγόρια και κορίτσια της τρίτης και τετάρτης τάξεων, στις οποίες οριζόταν από τον δάσκαλο ο αρχηγός της κάθε χορωδίας . Οι χορωδίες αυτές θα επισκεπτόταν τα σπίτια του χωριού την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και θα έλεγαν τα κάλαντα. Τα φιλοδωρήματα σε είδος ή σε χρήματα τα συγκέντρωναν οι αρχηγοί και τα έφερναν στο σχολείο την πρώτη ημέρα που άνοιγε το σχολείο μετά τις διακοπές. Μεμονωμένοι μαθητές δεν επιτρεπόταν να γυρίζουν στα σπίτια και νε λένε τα κάλαντα.
Οριζόταν το πρόγραμμα των μαθητών που θα έλεγαν το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» καθόλες τις θρησκευτικές ακολουθίες των εορτών.
Όλοι οι μαθητές έπρεπε να πάνε το πρωί της Μ. Παρασκευής στα χωράφια για να μαζέψουν αγριολούλουδα με τα οποία θα στολιζόταν ο Επιτάφιος. Όταν τελείωνε ο στολισμός του Επιταφίου γινόταν η αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου από τον ιερέα και τοποθετιόταν στον Επιτάφιο. Το βράδυ οι μεγαλύτεροι μαθητές δημιουργούσαν πρόχειρες χορωδίες μαζί με μαθητές του Γυμνασίου και υπό την καθοδήγηση του πρωτοψάλτη αείμνηστου Πέκου, έψελναν τα εγκώμια του Επιταφίου. Αργότερα στην περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, οι μαθητές του δημοτικού κρατούσαν τον Σταυρό και τα Εξαπτέρυγα που προηγούνταν της πομπής. Καθοριζόταν επίσης τα κορίτσια που θα ντυνόταν «Μυροφόροι» στην ακολουθία του Επιταφίου, που συμμετείχαν και μεγαλύτερα κορίτσια που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο.
Οι γυμναστικές επιδείξεις.
Όπως είπαμε και πιο πάνω οι μαθητές από την Γ΄ τάξη και μετά συμμετείχαν στο μάθημα της Γυμναστικής.
Την τελευταία Κυριακή πριν το τέλος του σχολικού έτους, γινόταν οι Γυμναστικές Επιδείξεις. Η εκδήλωση γινόταν στο γήπεδο του χωριού 2-3 ώρες πριν την δύση του ηλίου ,στο οποίο γινόταν ειδική γραμμογράφηση με ασβεστόνερο.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα γινόταν πρώτα ασκήσεις του σώματος, των χεριών και των ποδιών, επικύψεις, διαστάσεις, ανατάσεις κτλ. με ακρίβεια και συγχρονισμό από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Τα παραγγέλματα έδινε ο δάσκαλος με σαφήνεια και ακρίβεια επαγγελματία γυμναστή ο οποίος έκανε και αυτός μαζί μας τις ασκήσεις.
Ακολουθούσαν άλματα εις ύψος, απλούν και τριπλούν σε πρόχειρο σκάμμα που ανοιγόταν στην δυτική πλευρά του γηπέδου και αγώνες τρεξίματος. Στον νικητή απονεμόταν στεφάνι ελιάς.
Η εκδήλωση έκλεινε με εθνικούς χορούς από κορίτσια και αγόρια που τραγουδούσαν τα τραγούδια.
Οι θεατές καθόντουσαν σε καρέκλες που έφερναν οι μαθητές από τα σπίτια τους πριν την εκδήλωση. Οι καρέκλες τοποθετούνταν στην πλευρά του γηπέδου προς το παλιό ελαιοτριβείο και κοίταζαν προς το βορά.
Παιχνίδια του διαλλείματος.
Στα διαλλείματα γέμιζε το προαύλιο με τα παιδιά που με τις φωνές τους ακουγόταν πολύ μακριά. Άλλοι έκαναν το κολατσιό τους γρήγορα-γρήγορα για να αρχίσουν το παιχνίδι. Άλλοι πήγαιναν να πιούν νερό στα γύρω σπίτια τα οποία είχαν πηγάδια. Άλλοι έπιαναν σειρά στον κουρέα για κούρεμα.
Το παιχνίδι που έπαιζαν τα αγόρια ήταν «αλαμπάρτζα» που είναι παιχνίδι τρεξίματος. Δεν ξέρω από πού προέρχεται η λέξη, θα προσπαθήσω όμως να περιγράψω το παιχνίδι. Πάντα υπήρχαν δύο ομάδες με ίσο αριθμό αθλητών χωρίς συγκεκριμένο αριθμό. Συνήθως ήταν ισοδύναμες ομάδες διότι διαφορετικά ο νικητής θα ήταν γνωστός από την αρχή. Οι ομάδες είχαν μία βάση εκκίνησης πλάτους 5-6 μέτρων που οριζόταν με δύο πέτρες. Η μία βάση ήταν απέναντι από την άλλη στις δύο πλευρές του ανατολικού προαυλίου του σχολείου. Σύμφωνα με το παιχνίδι ένας αθλητής έβγαινε από την έδρα του τρέχοντας ανάλογα με τις δυνάμεις του, προκαλώντας τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν και να τον αγγίξουν. Προϋπόθεση ήταν ότι, ο αντίπαλος αθλητής που θα έφτανε να τον αγγίξει έπρεπε να έχει φύγει από την δική του βάση του μετά από αυτόν. Εάν ο δεύτερος έπιανε τον πρώτο, τότε ο πρώτος προστίθετο στην ομάδα των αντιπάλων του. Όμως εκτός από την αντοχή και την ταχύτητα που είχε ο κυνηγούμενος αθλητής να μην συλληφθεί από τον αντίπαλο του, είχε και άλλους τρόπους να προστατευτεί. Μπορούσε να γυρίσει προς την δική του βάση οπότε ο αντίπαλος, θα σταματούσε να τον κυνηγά επειδή θα τον έπιαναν οι αθλητές της άλλης ομάδας. Μπορούσαν οι αρχηγοί των ομάδων να στείλουν άλλους αθλητές από την ομάδα τους να κυνηγήσουν εκείνους που κυνηγούσαν τους συμπαίκτες του, κτλ. Πολλές φορές τα παιδιά έτρεχαν τόσο μακριά μέχρι του «Τζαφέρι» ή το «Κοκκινόχωμα» και δεν άκουγαν το κουδούνι που σήμαινε την λήξη του διαλλείματος. Έτσι γύριζαν καθυστερημένοι και έτρωγαν μερικές ξυλιές από τον δάσκαλο για την απροσεξία τους.
Τα κορίτσια έπαιζαν άλλα παιχνίδια πιο γυναικεία και δεν μπλέκανε εύκολα με τα αγόρια. Κυρίως καταλάμβαναν το δυτικό προαύλιο μαζί με τους μικρούς μαθητές. Ποδόσφαιρο δεν παίζαμε γιατί δεν είχαμε μπάλα, αλλά δεν το συμπαθούσε και πολύ ο δάσκαλος. Άλλα παιχνίδια όπως «συντρόλια», η «κατρούτσια» απαγορευόταν να παίξουμε διότι ο χώρος ήταν στενός για τόσα παιδιά και μπορεί να γινόταν ατυχήματα.
Εκδρομές ,περίπατοι.
Κάθε χρόνο, συνήθως την άνοιξη, πηγαίναμε μία ημερήσια εκδρομή, κυρίως σε μέρη όπου ήταν κοντά πηγή νερού και επίπεδα χωράφια. Η ημέρα αυτή ήταν ξεχωριστή και από τότε που μας το ανακοίνωνε ο δάσκαλος κάναμε σχέδια για το πώς θα οργανωθούμε καλύτερα. Παίρναμε μαζί μας σε πολύχρωμα υφαντά σακουλάκια, ξηρά τροφή όπως ψωμί, αυγά, τυρί, ελιές κτλ. Θυμάμαι μία χρονιά είχαμε πάει στο «Βαρικό» όπου είχε έλθει και το σχολείο του Σιδηροκάστρου.
Είχε γεμίσει ο κάμπος από παιδιά και τις φωνές τους που με τα κουδούνια των αιγοπροβάτων που έβοσκαν στα γύρο χωράφια έκαναν μια μουσική πανδαισία. Τότε είχαμε παίξει και ποδόσφαιρο με την ομάδα του σχολείου Σιδηροκάστρου, αλλά δεν θυμάμαι το αποτέλεσμα. Τότε όμως γνώρισα τον Σπήλιο Ζαχαρόπουλο από το Σιδηρόκαστρο ,που έπαιζε πολύ καλή μπάλα και έτρεχε πολύ. Όπως είναι γνωστό ο Σπήλιος, με τον οποίο είμαστε και συμμαθητές στο γυμνάσιο Σιδηροκάστρου και αργότερα στην Κυπαρισσία, εξελίχθητε σε μεγάλο αθλητή δρόμων αντοχής με Πανευρωπαϊκές διακρίσεις.
Επίσης κάναμε και απογευματινούς περιπάτους στα γύρω χωράφια. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να κάναμε 4-5 περιπάτους κάθε χρόνο. Πριν επιστρέφαμε στο σχολείο και παίρναμε τα σακούλια με τα βιβλία μας και οι επιμελητές θα μεριμνούσαν για τις δουλειές του προγράμματος.
Το κοινωνικό περιβάλλον του χωριού.
Όπως είπαμε την εποχή εκείνη τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας το μόνο που ήξεραν ήταν να φυλάνε τα πρόβατα να προσέχουν τα αρνιά, να ταΐζουν τις κότες και τα χοιρινά του σπιτιού, να φέρνουν φρέσκο νερό από τις βρύσες του χωριού που ήταν στους πρόποδες του λόφου που είναι κτισμένο το χωριό, και να βοηθούν γενικά στις δουλειές του σπιτιού.
Τα περισσότερα από τα παιδιά , τα καλοκαίρια πήγαιναν στα «γραίκια» που είχαν τα γιδοπρόβατα και τα λοιπά ζωντανά, μακριά από το χωριό και παρέμεναν εκεί πολύ καιρό χωρίς συναναστροφές με άλλα παιδιά, παιχνίδια κτλ. Οι γονείς οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και ούτε γνώριζαν ούτε προλάβαιναν να ασχοληθούνε με τα παιδιά τους, δεδομένου σχεδόν όλα τα νοικοκυριά είχαν κατά μέσο όρο 5-6 παιδιά , και έπρεπε να δουλεύουν συνεχώς για την εξασφάλιση της τροφής τους.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο χωριό δεν είχε λυθεί το πρόβλημα της επάρκειας τροφών. Υπήρχαν πολλές οικογένειες που το σιτάρι τελείωνε από τον Μάρτη, και μέχρι τον Ιούνιο που έβγαινε το νέο, η πείνα ήταν το κύριο πρόβλημα. Τα μικρά παιδιά ήταν αδύνατα και καχεκτικά. Ξυπόλυτα χωρίς παπούτσια και χωρίς ρούχα της προκοπής, ακούρευτα πολλές φορές η κακό-κουρεμένα με το ψαλίδι, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά παιδιά. Δεν γνώριζαν πώς να συμπεριφερθούν, είχαν τραχιά συμπεριφορά και πολύ συχνά τσακώνονταν μεταξύ τους και οι μεν έδερναν τους δε.
Περίπου μια φορά το χρόνο ερχόταν στο χωριό η βοήθεια της φιλανθρωπικής οργάνωσης UNRRA, κυρίως αλεύρι γύρω στο Μάρτη και μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια για όλες τις ηλικίες. Η σκόνη γάλα και το τυρί για το σχολικό συσσίτιο που προαναφέραμε, ερχόταν μία φορά το μήνα και παραδιδόταν στο σχολείο. Το αλεύρι μοιραζόταν κατά οικογένεια ανάλογα με τα άτομα και υπήρχε σχετική δικαιοσύνη. Για τα ρούχα και τα παπούτσια που ήταν λίγα σε σχέση με τον πληθυσμό του χωριού, η διανομή δεν ήταν τόσο δίκαιη.
Τα πράγματα ερχόντουσαν μέσα σε ξύλινα κουτιά χωρητικότητας του ενός κυβικού μέτρου περίπου και φυλασσόταν μέσα στην Εκκλησία του χωριού. Συνήθως τα μεγαλύτερο μέρος των περιεχόμενων ήταν μεγάλα μεγέθη για μεγάλους ανθρώπους. Για τα παιδιά ήταν λίγα πιο πολλά για κορίτσια και πολύ λίγα για αγόρια. Έτσι λοιπόν, γινόταν σκοτωμός για το ποιός θα πρώτο-διαλέξει από τα κουτιά τα καινουριότερα στο μέγεθος του. Και επειδή στην Ελλάδα πάντα κάποιοι είναι πιο ίσοι από τους άλλους, όπως καταλαβαίνετε κάποιοι διάλεγαν τα καλύτερα και τα περισσότερα. Προσωπικά εγώ μια φορά κατάφερα και πήρα ένα ζευγάρι κοριτσίστικα παπούτσια ροζ χρώμα, με μικρό τακουνάκι. Έκοψα τα τακούνια με το πριόνι και τα φορούσα κάπου – κάπου διότι ντρεπόμουν .
Αμαξιτός δρόμος δεν έφτανε στο χωριό μέχρι το 1955, και έτσι δεν ερχόταν και αυτοκίνητα ή λεωφορείο. Τότε τελείωσε ο δρόμος Σιδηρόκαστρο- Αυλώνα, τον οποίο έφτιαξαν οι κάτοικοι με τους κασμάδες και την προσωπική τους εργασία, στην οποία συμμετείχαν και οι τότε μαθητές του Δημοτικού σχολείου. Ελάχιστα παιδιά είχαν πάει μέχρι το Κοπανάκι. Μετά το 1957 άρχισε η ημερήσια συγκοινωνία με λεωφορείο που ένωνε το χωριό με την Κυπαρισσία, πράγμα που διευκόλυνε στην επικοινωνία με τον αστικό κόσμο.
Έτσι λοιπόν όταν πήγαιναν στην Α΄ τάξη του σχολείου η πλειοψηφία των παιδιών ήταν σε ημιάγρια κατάσταση, χωρίς στοιχειώδεις τρόπους συμπεριφοράς ή συναναστροφής. Αυτά τα παιδιά παρελάμβαναν οι δάσκαλοι και έπρεπε εκτός από το να τα μάθουν γράμματα , να τα βοηθήσουν να αποκτήσουν γρήγορα όσα δεν έμαθαν στην προσχολική ηλικία.
Κανόνες συμπεριφοράς.
Από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε ήταν πως έπρεπε να σεβόμαστε και να χαιρετάμε όποιον συναντούσαμε στο δρόμο, ανάλογα με την περίοδο της ημέρας, δηλαδή, να λέμε καλημέρα, χαίρεται, καλησπέρα ή καληνύχτα. Το ίδιο ίσχυε και όταν πηγαίναμε σε κάποιο μαγαζί να ψωνίσουμε κάτι. Όταν μπαίναμε μέσα και όταν φεύγαμε έπρεπε να χαιρετήσουμε.
Έπρεπε να μην τσακωνόμαστε μεταξύ μας ή με οποιονδήποτε, και να μην πετάμε πέτρες ο ένας εναντίον του άλλου. Τότε ήταν σύνηθες να πετάμε πέτρες μεταξύ μας, και λίγοι ήταν αυτοί που δεν είχαν μια τρύπα στο κεφάλι από πετριά αντιπάλου. Κυρίως τσακωμοί γινόταν μεταξύ των παιδιών των γειτονιών του χωριού, που χωριζόταν στις γειτονιές Καμίνια, Πανούργα (Πάνω ρούγα), Λιμάνι, Γκαντζιούλα. Οι τσακωμοί ξεσπούσαν μετά από αγώνες ποδοσφαίρου ή άλλων παιχνιδιών στο γήπεδο μεταξύ ομάδων από τις παραπάνω γειτονιές. Φαίνεται πως από τότε ο χουλιγκανισμός είχε μπει στο ποδόσφαιρο.
Με την έλλειψη τρεχούμενου νερού που υπήρχε στο χωριό, τα παιδιά τα έπλεναν οι μανάδες τους σπάνια. Όμως από τότε που τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο αποκτούσαν άλλη συνήθεια για την καθαριότητα. Όλοι έπρεπε να έχουν καθαρά χέρια πόδια αυτιά , το πρόσωπο και τα νύχια κομμένα.
Λόγω της ανέχειας και της φτώχειας, σχεδόν όλοι πεινούσαν και έτσι όταν γίνονταν τα φρούτα τα παιδιά ορμούσαν στα δένδρα των άλλων και έκοβαν φρούτα για να φάνε. Αυτό όλοι σχεδόν το κάναμε και μάλιστα θεωρείτο και ανδραγάθημα. Αυτό όμως απαγορεύτηκε μόλις πήγαμε στην πρώτη τάξη, και αλλοίμονο για τον δράστη αν έφτανε καταγγελία στο δάσκαλο για κάποια τέτοια πράξη.
Ένα άλλο «σπορ» που είχαμε τότε, ήταν να κυνηγάμε με πέτρες τα σκυλιά τα βράδια. Τότε στο χωριό το κάθε σπίτι είχε ένα ή δυο σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους. Αυτό το κάναμε μετά το απογευματινό παιχνίδι που γινόταν για τα παιδιά της Πανούργας, στο χώρο μπροστά από τα χαλασμένο σπίτι του Γιάννη Χριστόπουλου ( Ταλαράκη) ή κάτω από το σπίτι του Γεωργίου Τρουπάκη ( Νταλιάνη), και τα παιδιά των Καμινίων μαζεύονταν μπροστά από το σπίτι του Παναγιώτη Πανόπουλου (Πάπα). Μόλις τελείωνε το παιχνίδι και είχε σουρουπώσει καλά παίρναμε πέτρες και κτυπούσαμε τα σκυλιά, τα οποία κυνηγούσαμε στους δρόμους του χωριού, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος. Αυτό ήταν επικίνδυνο και για μας αλλά και για τους περαστικούς στο δρόμο. Σε μια τέτοια βραδιά ο δάσκαλος έπιασε «επ΄ αυτοφόρω» τους δράστες και τους τιμώρησε με αποβολή 2-3 μέρες από τα μαθήματα για παραδειγματισμό.
Η κοινωνική προσφορά των μαθητών του Δημοτικού σχολείου.
Όπως είπαμε οι μαθητές ήταν αρκετά σκληραγωγημένοι και εργατικοί. Αυτό λοιπόν το είδε ο δάσκαλος και ενέταξε τους μαθητές στην κοινωνική προσφορά.
Μία από τις τακτικές δουλειές που έκαναν οι μαθητές ήταν το καθάρισμα των κεντρικών δρόμων του χωριού από τις πέτρες. Όλοι οι δρόμοι του χωριού ήταν γεμάτοι πέτρες διαστάσεων το πολύ έως 20 εκατοστά. Στη μέση του δρόμου υπήρχε ένα καθαρός διάδρομος στον οποίο βάδιζαν τα μουλάρια και ο υπόλοιπος δρόμος ήταν σχεδόν αδιάβατος. Ακολουθώντας το παράδειγμα παλαιοτέρων μαθητών που δούλευαν στην διάνοιξη του δρόμου Σιδηρόκαστρο-Αυλώνα , ο δάσκαλος μας σκέφθηκε πως μπορούσαμε να προσφέρουμε και μείς κάτι.
Έτσι λοιπόν μία ή δύο φορές το χρόνο όλοι οι μαθητές περνούσαμε από τους κεντρικούς δρόμους του χωριού και πετάγαμε τις πέτρες στις άκρες κοντά στους τοίχους. Έτσι απελευθερωνόντουσαν οι δρόμοι για κάμποσο καιρό ,ήταν όμορφοι και ευκολοδιάβατοι, διότι σιγά-σιγά τα ζωντανά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους ξανά-έσπρωχναν τις πέτρες στη μέση του δρόμου. Οπότε κάναμε πάλι το ίδιο δρομολόγιο μέχρι που κάποτε φόρτωσαν τις πέτρες στα τρακτέρ και τις πέταξαν έξω από το χωριό. Πολύ αργότερα στρώθηκαν με τσιμέντο.
Εξωσχολικά παιχνίδια.
Στην Αυλώνα είμαστε τυχεροί διότι ήταν το μόνο χωριό στην περιοχή που διέθετε γήπεδο αρκετά μεγάλο. Ήταν κατάλληλο και για ποδόσφαιρο όμως δεν είχαμε μπάλες ποδοσφαίρου, αλλά και του δάσκαλου δεν του πολυάρεσε να παίζουμε. Συνήθως παίζαμε ποδόσφαιρο με την φούσκα (ουροδόχο κύστη) του χοιρινού που σφάζανε οι πατεράδες μας γύρω στα Χριστούγεννα. Την φουσκώναμε με αέρα και γινόταν περίπου στρογγυλή και την χρησιμοποιούσαμε για μπάλα. Όμως δεν κρατούσε πολύ και έσπαγε. Στις διακοπές όμως των Χριστουγέννων ,του Πάσχα και το καλοκαίρι που ήταν στο χωριό τα παιδιά του Γυμνασίου που φοιτούσαν στην Κυπαρισσία ή στο Κοπανάκι, χορταίναμε ποδόσφαιρο διότι αυτοί είχαν μπάλες, αλλά και ο δάσκαλος έλειπε και γλυτώναμε την γκρίνια του.
Στο γήπεδο επίσης παίζαμε και όλα τα άλλα ομαδικά παιχνίδια, όπως συντρόλια, κατρούτσι, κρυφτούλι, κλιτσίκια, γουρουνίτσα, βόλους. Το κάτω μέρος του γηπέδου που είναι τώρα τα δένδρα, τότε ήταν ακάλυπτο 4-5 μέτρα από τον δυτικό τοίχο και είχε χαμηλότερη στάθμη από το υπόλοιπο γήπεδο. Εκεί κάτω από τον ίσκιο των δένδρων παίζαμε τα μεσημέρια, χωρίς να μας βλέπουν οι μεγάλοι, με παλιές ή αυτοσχέδιες τράπουλες διάφορα παιχνίδια, όπως κολτσίνα, ξερή, κατεργάρη κτλ.
Εξωσχολική Διασκέδαση.
Η διασκέδαση των μαθητών ήταν ανύπαρκτη. Τηλεόραση δεν υπήρχε, ραδιόφωνα είχαν μόνο τα μαγαζιά και ελάχιστα σπίτια, περιοδικά δεν υπήρχαν και έτσι η διασκεδάσεις των παιδιών γινόταν μόνο με τα παιχνίδια που προαναφέραμε. Όταν γινόταν γάμοι ή βαπτίσεις που ήταν προσκεκλημένοι η οικογένεια μας, μας έπαιρναν μαζί τους οι γονείς μας, αλλά δεν ήταν σίγουρο ότι θα τρώγαμε, διότι πολλές φορές δεν υπήρχε αρκετό φαγητό ή χώρος να καθίσουμε ή πιάτα και πιρούνια. Κάπου-κάπου τα καλοκαίρια, ερχόταν κανένας καραγκιοζοπαίχτης που έδινε παράσταση μέσα στο μαγαζί του Χρ. Λέφα, που τότε είχε νοικιάσει του Σαραντόπουλου το μαγαζί που είναι κοντά στο γήπεδο. Ο χώρος αυτός ήταν αρκετά μεγάλος και το εισιτήριο για τα παιδιά ήταν ένα αυγό κότας. Επίσης ερχόταν κανένας κινηματογραφιστής, που έδινε παράσταση στην κάτω πλατεία του χωριού. Ένα μέρος της κάτω πλατείας ( η πλατεία ενοποιήθηκε το 1962) το έκλεινε γύρω-γύρω με μεγάλα πανιά από λινάτσα για να μη βλέπουν οι τζαμπατζήδες και όσοι έμπαιναν μέσα πλήρωναν εισιτήριο 1-2 δραχμές και έφερναν κάθισμα από το σπίτι τους. Θυμάμαι ότι πρωτοείδαμε τον Τάσο και την Γκόλφω, αλλά και τα υπόλοιπα έργα που έφερνε ήταν περίπου του ίδιου περιεχομένου.
Στο πανηγύρι του χωριού τον Δεκαπενταύγουστο τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν παστέλι από ένα περιοδεύοντα παστελά που έστηνε το πρόχειρο πάγκο του έξω από το εξωκκλήσι της Παναγίας το πρωί, και το απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Το απόγευμα γύρω στις 5-6 άρχιζε το πανηγύρι στην πλατεία. Η ορχήστρα αποτελείτο από 3-4 όργανα με προεξάρχον το κλαρίνο. Ο κόσμος καθόταν στα τραπεζάκια της πλατείας που έβγαζαν όλα τα μαγαζιά και έπαιρνε το αναψυκτικό τους, ή υποβρύχιο, η γλυκό κουταλιού. Οι μεγαλύτεροι και κυρίως οι νέοι και οι νέες χόρευαν τσάμικο και καλαματιανό διασκεδάζοντας. Μπροστά από την ορχήστρα υπήρχε ένα κουτί που έριχναν εκεί κυρίως οι άνδρες συνοδοί την αμοιβή της ορχήστρας ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες ή την επιδειξιμανία που τους διακατείχε. Μόλις σουρούπωνε για τα καλά το πανηγύρι σχόλαγε διότι δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και τα γυναικόπαιδα πήγαιναν σπίτι, ενώ οι μεγάλοι συνέχιζαν στα μαγαζιά με κρασί και μεζέ έως αργά.
Την Πρωτοχρονιά υπήρχε η συνήθεια οι γονείς οι μεγάλοι να δίνουν «μποναμά» στους μικρούς. Με αυτό τον τρόπο μαζεύαμε από 3 -5 δραχμές ο καθένας και αγοράζαμε κανένα μπαλόνι. Πολλά παιδιά όμως σπανίως είχαν τέτοια δυνατότητα. Έτσι συνέβη και με κάποιο παιδί που ήθελε να αγοράσει ένα μπαλόνι και χρειαζόταν ένα πενηνταράκι ( 50 λεπτά της δραχμής). Πίεζε την μάνα του να του δώσει ένα πενηνταράκι, η οποία βέβαια δεν το είχε. Οπότε κάποια στιγμή αγανακτισμένη του απάντησε: «Άμα είχα εγώ πενηνταράκι παιδί μου δεν θα έπαιρνα τον πατέρα το δικό σου». Εμένα μου έδινε η γιαγιά μου η Ελένη 5 δραχμές ως μποναμά, διότι έπαιρνε μια μικρή σύνταξη από το Δημόσιο, επειδή ο γιός της ο Κώστας πέθανε εν υπηρεσία ως χωροφύλακας. Συνολικά μάζευα το πολύ 10 δραχμές που δεν ήξερα τι να τις πρώτο-κάνω.
Για γενέθλια και παιδικές γιορτές δεν τίθεται θέμα, διότι τότε δεν γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι εορτάζουν τα γενέθλια τους.
Οι καλοκαιρινές διακοπές
Οι καλοκαιρινές διακοπές για τους μαθητές της εποχής εκείνης δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτες διότι από την επομένη που έκλεινε το σχολείο τα παιδιά άρχιζαν δουλειά με το πρόγραμμα της οικογένειας. Όλο τα καλοκαίρι βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Αρχίζαμε με τον θερισμό και το αλώνισμα των σιτηρών, συνεχιζόταν όλο το καλοκαίρι με την φροντίδα των αιγοπροβάτων και έκλεινε τον Σεπτέμβρη με τον τρύγο των αμπελιών.
Το φύλαγμα και η φροντίδα των προβάτων ήταν κοινή απασχόληση όλων μας, διότι όλα τα σπίτια είχαν λίγα ή πολλά πρόβατα ή γίδες. Η καλύτερη εποχή για αυτή τη δουλειά ήταν το κατακαλόκαιρο που τα χωράφια ήταν ξερά και επιτρεπόταν να βόσκεις τα πρόβατα σου όπου ήθελες. Τότε τα περισσότερα γιδοπρόβατα διανυκτέρευαν ελεύθερα στο βουνό στην Κορφή. Πρωί-πρωί κατά τις 5-6 ,οι νεαροί τσοπάνηδες ανεβαίναμε στο βουνό να βρούμε το κοπάδι μας και να το πάμε για πότισμα πριν πιάσει η ζέστη. Μόλις βρίσκαμε το κοπάδι τα μετρούσαμε να δούμε ότι δεν λείπει κανένα, και τα πηγαίναμε στην περιοχή Μεγάλη Λάκκα. Εκεί είχε πολλά δένδρα και τα πρόβατα όταν τα «έπιανε» η ζέστη καθόταν στον ίσκιο τους και «σταλίζανε». Οι νεαροί τσοπάνηδες μαζευόμασταν στον ίσκιο της συκιάς του Κουρέα και παίζαμε με την τράπουλα. Θυμάμαι ότι την εποχή του 1960 μαζευόμαστε 15-20 νεαροί τσοπάνηδες ή και περισσότεροι. Μερικά κοπάδια πήγαιναν σε άλλα μακρινά βουνά και δεν βλεπόμαστε με αυτά τα παιδιά διότι έμεναν εκεί στα «γραίκια». Κατά τις 9.30-10.00 οδηγούσαμε το κοπάδι στου Κουλά το ρέμα ή στου Μπούρμπουλα η στις Μουτσιάρες για να πιούν νερό. Μόλις έπιναν νερό τα πρόβατα λόγω ζέστης στάλιζαν στον ίσκιο μέχρι τις 17.00.
Από τις 10.30 έως τις 16.30 ήμαστε ελεύθεροι από τα πρόβατα αλλά είχαμε να πάμε να ποτίσουμε του μουλάρια και να φέρουμε νερό από την πηγή του Λεύκου ή την Μεγάλη Βρύση.
Μόλις τελειώναμε όλες τις υποχρεώσεις μαζευόμαστε στο γήπεδο και μέσα στο καταμεσήμερο παίζαμε μπάλα. Διακόπταμε για φαγητό και επιστρέφαμε πάλι στο γήπεδο, όπου κάτω από τον ίσκιο των δένδρων παίζαμε με την τράπουλα ή πηγαίναμε στου Αντ . Χριστόπουλου το μαγαζί που είχε προαύλιο και μας επέτρεπε να καθόμαστε και να ακούμε το ραδιόφωνο που έπαιζε συνήθως λαϊκά τραγούδια ,Καζαντζίδη κτλ, από τον ΡΣ του Πύργου Ηλείας. Κατά τις 16.30 ξαναπηγαίναμε εκεί που είχαμε αφήσει τα πρόβατα για να τα οδηγήσουμε στο βουνό. Όσοι τα είχαμε πάει στου Κουλά το ρέμα, τα φέρναμε μέχρι την Σκάλα το ρέμα και τα κάναμε πάνω προς το βουνό και τα αφήναμε ελεύθερα και πηγαίναμε καρφωτοί στο γήπεδο γύρω στις 18.30-19.00.
Το γήπεδο αυτές τις ώρες έπαιζαν οι μεγάλοι μαθητές του γυμνασίου ή και μεγαλύτεροι, ιδίως τον Αύγουστο που έρχονταν και πολλοί από την Αθήνα. Τότε που εγώ ήμουν 8-10 χρονών μόνιμος αρχηγός στο γήπεδο ήταν ο Κώστας Β. Τσαμούλης. Ο Κώστας έχε τότε σαμαράδικο δηλαδή έφτιαχνε καινούργια και επισκεύαζε σαμάρια για τα αλογομούλαρα. Είχε το μαγαζί του δίπλα στου Χριστόπουλου το καφενείο και πολλά μεσημέρια γέμιζε από νέα παιδιά που συζητούσαμε ποδοσφαιρικά νέα. Μάλιστα του έστελναν καθημερινά από την Κυπαρισσία με το λεωφορείο την αθλητική εφημερίδα «ΤΟ ΦΩΣ». Ήταν «βαμμένος» Ολυμπιακός και ήταν η αιτία που η πλειοψηφία της τότε νεολαίας ήταν ολυμπιακοί. Κάθε απόγευμα σταμάταγε την δουλειά και κατέβαινε στο γήπεδο για ποδόσφαιρο. Κανόνιζε τις ομάδες και μας έδινε οδηγίες για τον τρόπο που θα παίζαμε το παιχνίδι. Όσο ζούσε όλοι τον θεωρούσαμε αρχηγό και πάντα συμμετείχε στο μάτς, όσο το επέτρεπε η υγεία του. Τότε καλοί ποδοσφαιριστές ήταν οι μεγαλύτεροι από μας Νώντας Θανασάς, Βασίλης Μ. Τρουπάκης, Βασίλης Α. Κολέτσος, Κώστας Σαραντόπουλος, Κώστας Ι. Γεωργακάς, Γιαννάκης Γ. Κολέτσος, Δημήτιος & Γεώργιος Ι. Βουδούρης Τάκης Κ. Κάππος και πολλοί άλλοι. Τα καλοκαίρια γινόταν ποδοσφαιρικά παιχνίδια μεταξύ των ομάδων των γειτονικών χωριών, πάντα στο δικό μας γήπεδο διότι τα άλλα χωριά δεν είχαν, στα οποία οι δική μας ομάδα πάντα κέρδιζε.
Η αποτίμηση του έργου των δασκάλων μας 1956-1962
Η προσφορά των δασκάλων, αείμνηστου Κωνσταντίνου Μπρακουμάτσου και της Νικολέτας Καρατζαφέρη, προσωπικά θεωρώ ότι ήταν πολύ μεγάλη, και με την πολύχρονη παραμονή τους στο χωριό μας πρόσθεσαν μια μεγάλη μορφωτική και πολιτισμική υπεραξία στην πρόοδο του χωριού μας.
Στον τομέα της κοινωνικής συμπεριφοράς, της συναναστροφής και της συνύπαρξης με το εργασιακό τους περιβάλλον και τους κατοίκους του χωριού είχαν πλήρη προσαρμοστικότητα. Με την συμπεριφορά τους στην καθημερινότητα, την συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή του χωριού, με την καταδεκτικότητα και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο τους προσπάθησαν να παρασύρουν προς τα πάνω τις ανθρώπινες συμπεριφορές και να βελτιώσουν την επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων. Ιδιαίτερα μετά τον γάμο τους που έγινε γύρω στο 1959, έδεσαν πιο πολύ με την τοπική κοινωνία πράγμα που τους άρεσε και έμειναν δέκα χρόνια στο χωριό μας.
Για μερικά χρόνια είχαν δημιουργήσει βραδινά τμήματα για τους μεγάλους αναλφάβητους κατοίκους του χωριού, προκειμένου να τους μάθουν ανάγνωση και γραφή.
Στον εκπαιδευτικό τομέα, θεωρώ πως είχαν υπερβάλλει τον εαυτό τους και πως καλύτερα δεν μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα με τα μέσα της εποχής. Από τα χέρια τους πέρασαν πάρα πολλοί μαθητές που τελείωσαν τα πανεπιστήμια ή έγιναν στρατιωτικοί και κατέλαβαν μεγάλες θέσεις στην εκπαιδευτική, οικονομική και παραγωγική κοινότητα. Ως δάσκαλοι ενέπνεαν τους μαθητές, είχαν το χάρισμα της μεταδοτικότητας, ήταν πολύ αυστηροί και δίκαιοι στην κρίση τους. Χρησιμοποιούσαν πολλές φορές και την βέργα για σωφρονισμό, αλλά μάλλον ήταν απαραίτητο. Δεν δίσταζαν πολλές φορές να αφήσουν παιδιά στην ίδια τάξη, διότι ήταν αμελείς ή αδιάφοροι. Από την άλλη πλευρά παρότρυναν τους γονείς των παιδιών να τα στείλουν στο Γυμνάσιο, όταν έβλεπαν ότι ο μαθητής είχε τα προσόντα.
Στον πολιτισμικό και τα λοιπά όπως, μαθήματα χορού, ωδικής ,θεάτρου, γυμναστικής, συμπεριφοράς, κοινωνικής προσφοράς , αναφέρθηκα πιο πάνω αναλυτικά. Συνεχώς κάτι είχαμε σε εξέλιξη και το σχολείο ήταν ένα κέντρο και κύτταρο εκπαίδευσης και πολιτισμού.
Ας είναι αιώνια η μνήμη του δασκάλου μας Κωνσταντίνου Μπρακουμάτσου που μας έμαθε τα πρώτα γράμματα, τον Πολιτισμό και γενικά το «ευ ζην», «ξοδεύοντας» τα καλύτερα χρόνια της ζωής του μαζί μας.
Την δασκάλα μας κ. Νικολέτα Μπρακουμάτσου είχαμε την ευκαιρία να την πληροφορήσουμε για αυτό το σημείωμα με τον κ. Θεόδωρο Κολέτσο με τον οποίο έχει επικοινωνία. Της θυμίσαμε εκείνες τις εποχές και ζητήσαμε να μας πει μετά από τόσα χρόνια τις αναμνήσεις της και να μας δώσει αν έχει κάποια φωτογραφία από εκείνα τα χρόνια. Η κ. Νικολέτα μας έστειλε τις δύο φωτογραφίες που συμπεριλαμβάνουμε στο σημείωμα μας και μας παρήγγειλε πως θυμάται πολύ καλά τα χρόνια που έζησαν με την οικογένεια της στη Αυλώνα, με τις καλύτερες αναμνήσεις, και πως θυμάται όλους τους μαθητές της. Όσον αφορά τα σχόλια μου για την μεγάλη, κατά την γνώμη μου, προσφορά τους στα παιδιά της Αυλώνας, μας παρήγγειλε με μετριοφροσύνη, ότι αυτοί έκαναν το καθήκον τους με ευσυνειδησία και αγάπη.
Της ευχόμαστε και εμείς όπως ο Θεός της χαρίζει υγεία και μακροημέρευση, να χαίρεται τα παιδιά της, και τις υποσχόμαστε πως πάντα θα θυμόμαστε την προσφορά της με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Αμβρόσιος Αρ. Καρατζάς
Ηλιούπολη Αττικής
Απρίλιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου