Από την ιστοσελίδα «Εσύ ο συντάκτης»
Πάνω από όλα, το αφιέρωμα αυτό αποτελεί «φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης» σε εκείνους -ευεργέτες, δωρητές, δασκάλους και δασκάλες- που μας άφησαν ιερή παρακαταθήκη «την αξία της παιδείας γνώσεων και αξιών».
Η δίψα της παιδείας στους χρόνους της τουρκοκρατίας υπήρξε καταλυτική, τόσο στην καταπολέμηση της αμάθειας, αλλά πολύ περισσότερο στη διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης και της Ελληνικής Γλώσσας. Έτσι, κάτω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου και το ιστορικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, φερμένο από την Μοσχόπολη, στο «Κουκιματί», σύμφωνα με τον αείμνηστο Μ. Καλινδέρη, λειτουργεί ένα είδος «μικρού σχολείου» και λίγο αργότερα, το 1761, στο νάρθηκα, ο Στέργιος Δοόμπας, κατά τη μαρτυρία του ίδιου του μεγάλου ευεργέτη, διδάσκεται από το Παπα-Κύρο, τον οποίο αναφέρει με πολύ σεβασμό και ιδιαίτερη εκτίμηση για τις αρετές του, τα πρώτα του γράμματα. Το «Σκουλειό» Ντούμπα (Δούμπα) οργανώνεται αργότερα με τον τίτλο «Ελληνική Αλληλοδιδακτική Σχολή». Σε αυτό διδάσκουν δάσκαλοι του Γένους φωτισμένοι, όπως ο Δημήτριος Πόποβιτς που διδάσκει εκεί από το 1819 μέχρι το 1843.
Η Σχολή αυτή αναπτύχθηκε σε πλήρες «Ελληνικό Σχολείο» με αξιόλογα για την εποχή εκείνη, διδακτικά εποπτικά μέσα, και εκτός από τις επιχορηγήσεις του Στέργιου Δούμπα και των γιων του συντηρόταν και από τον Μητροπολίτη Μογλενών και τον Ιωάννη Αδάμου Γερμάνη από το Βουκουρέστι. Το 1860 ιδρύεται το «Θωμαϊδειο Αρρεναγωγείο» (Σχολείο) με δαπάνες του Κωνσταντίνου Θωμαΐδη, μεγαλέμπορου και Προέδρου της «Μακεδόνικης Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας», που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η Βλάστη αποκτά, δίπλα στο Ναό του Αγίου Μάρκου, διδακτήριο διώροφο πέτρινο σε σχήμα σταυρού, ενώ ακόμα διαρκεί η τουρκοκρατία. Εκεί μεταφέρονται τα αρχεία της
«Αλληλοδιδακτικής Σχολής» του Δούμπα, καθώς και η πλούσια βιβλιοθήκη με έργα κλασσικών και σύγχρονων συγγραφέων. Αρχικά διευθύνει τη Σχολή ο Νικόλαος Αλεξανδρίδης και διδάσκουν σε αυτή εξέχοντες δάσκαλοι της εποχής. Ταμπάνης, Γεώργιος Κωνσταντινίδης (Σχολάρχης), Παπαμπάλτους, Δημήτριος Γραμματικός και αργότερα ο Κωνσταντίνος Δαβάκης.
Η οικονομική συμβολή των ξενητεμένων και αποδήμων Βλατσιωτών στην προαγωγή και διάδοση της παιδείας είναι εντυπωσιακή και η κοινότητα γνωρίζει εποχές ακμής και προόδου.
Την ανάγκη μόρφωσης των νεανίδων αντιλαμβάνεται ένας άλλος μεγάλος ευεργέτης, ο Δημήτριος Μουσικός από το Βουκουρέστι και το 1881 ιδρύεται το «Μουσί-κειον Ελληνικόν Παρθεναγωγείον» με ονομαστές διδασκάλισσες (Τζαβαρίδου, Κούνδουρα κ. α,).
Έτσι το 1911, σύμφωνα με τον Βλατσιώτη λαογράφο διδάσκαλο Ζήκο Τσίρο λειτουργούν: 1) Αστική σχολή με 200 μαθητές, 2) Τετρατάξιο Παρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες και 100 νήπια στο Νηπιαγωγείο. Ένα τρίτο εξατάξιο διώροφο κτίριο χτίζεται το 1926 με δαπάνες των ευεργετών Κωνσταντίνου Βρανάκη και Κωνσταντίνου Δόσιου από το Βουκουρέστι για να καλύψει τις ανάγκες της Βλάστης. Όμως το 1944 κάηκε από τους Γερμανούς και ανακαινίστηκε το 1950.
Στα σχολεία - κτίρια που αποτελούν «φάρους φωτεινούς της εκπαίδευσης» δίδαξαν δάσκαλοι και δασκάλες αφοσιωμένοι, λαμπρές προσωπικότητες της εποχής και είναι μακρύς ο κατάλογος των ονομάτων, ντόπιων και ξένων, που μετέδωσαν στους Μπλατσιώτες την ανάγκη για τη μόρφωση, τα γράμματα και την πρόοδο. Καταφεύγοντας οι Βλατσιώτες σε άλλους τόπους, κατάφεραν, με μεγάλη επιμονή και σκληρή δουλειά να αναδειχθούν οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και πνευματικά και το σημαντικότερο είναι ότι δεν ξέχασαν τις ρίζες τους. Αυτή είναι η «οικουμενικότητα της ευεργεσίας». Δεν ήταν μόνο το έντονο πατριωτικό συναίσθημα αλλά και ευσυνείδητη σκέψη προσφοράς στο έθνος.
Άφησαν στο Ελληνικό Κράτος περιουσίες, κληροδοτήματα για τη μόρφωση, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι η παιδεία θα δημιουργούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προκόψουν και να μεγαλουργήσουν τα παιδιά των Ελλήνων.
Τα χρόνια πέρασαν και την δημιουργική ειρηνική ζωή της Βλάστης αλλάζει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με τρεις γερμανικές επιδρομές, πυρπολήσεις του χωριού και τον θάνατο αθώων κατοίκων. Αυτά τα τραγικά γεγονότα διαμορφώνουν ένα μεταπολεμικό αποδημητικό ρεύμα Βλατσιωτών τόσο προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού (Καναδά, Αυστραλία, Αφρική, Γερμανία, Αμερική).
Τα σχολεία έκλεισαν με τελευταίο το Βρανάκειο το 1994. Τα κτίρια ανακαινίστηκαν σαν μνημεία προσφοράς. Περνώντας εμπρός από αυτά οι παλιοί μαθητές, σκεπτικοί και προβληματισμένοι, αναπολούν τα χρόνια της δικής τους σχολικής ζωής. Τότε, που τα σχολεία γέμιζαν την άνοιξη από τα παιδιά των κτηνοτρόφων και άδειαζαν τον χειμώνα για να ξανά ανταμώσουν την επόμενη σχολική χρονιά. Τα δικά μας παιδιά δεν γράφουν σε πλάκες με το κονδύλι και δεν σβήνουν με το λαγοπόδαρο, αλλά σε ένα λαπ-τοπ ή με στυλό διαρκείας, όχι κονδυλοφόρο και μελάνι. Φορούν μπουφάν μάρκας και όχι μαλλιότο, δεν ακούν το κουδούνισμα από το χάλκινο κουδούνι του επιστάτη, αλλά από το ηλεκτρικό.
Πόσο άλλαξαν όλα, αλήθεια... Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, τόσο όμως δυνατές και κλεισμένες με αγάπη στις καρδιές μας... Φιλίες που κρατάν ακόμα για να αναβαπτίζονται και να αναθερμαίνονται σε κάθε συνάντηση είτε στη Βλάστη, είτε όπου αλλού βρεθούν οι παλιοί συμμαθητές.
Πάνω από όλα, το αφιέρωμα αυτό αποτελεί «φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης» σε εκείνους -ευεργέτες, δωρητές, δασκάλους και δασκάλες- που μας άφησαν ιερή παρακαταθήκη «την αξία της παιδείας γνώσεων και αξιών».
Η δίψα της παιδείας στους χρόνους της τουρκοκρατίας υπήρξε καταλυτική, τόσο στην καταπολέμηση της αμάθειας, αλλά πολύ περισσότερο στη διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης και της Ελληνικής Γλώσσας. Έτσι, κάτω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου και το ιστορικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, φερμένο από την Μοσχόπολη, στο «Κουκιματί», σύμφωνα με τον αείμνηστο Μ. Καλινδέρη, λειτουργεί ένα είδος «μικρού σχολείου» και λίγο αργότερα, το 1761, στο νάρθηκα, ο Στέργιος Δοόμπας, κατά τη μαρτυρία του ίδιου του μεγάλου ευεργέτη, διδάσκεται από το Παπα-Κύρο, τον οποίο αναφέρει με πολύ σεβασμό και ιδιαίτερη εκτίμηση για τις αρετές του, τα πρώτα του γράμματα. Το «Σκουλειό» Ντούμπα (Δούμπα) οργανώνεται αργότερα με τον τίτλο «Ελληνική Αλληλοδιδακτική Σχολή». Σε αυτό διδάσκουν δάσκαλοι του Γένους φωτισμένοι, όπως ο Δημήτριος Πόποβιτς που διδάσκει εκεί από το 1819 μέχρι το 1843.
Η Σχολή αυτή αναπτύχθηκε σε πλήρες «Ελληνικό Σχολείο» με αξιόλογα για την εποχή εκείνη, διδακτικά εποπτικά μέσα, και εκτός από τις επιχορηγήσεις του Στέργιου Δούμπα και των γιων του συντηρόταν και από τον Μητροπολίτη Μογλενών και τον Ιωάννη Αδάμου Γερμάνη από το Βουκουρέστι. Το 1860 ιδρύεται το «Θωμαϊδειο Αρρεναγωγείο» (Σχολείο) με δαπάνες του Κωνσταντίνου Θωμαΐδη, μεγαλέμπορου και Προέδρου της «Μακεδόνικης Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας», που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι η Βλάστη αποκτά, δίπλα στο Ναό του Αγίου Μάρκου, διδακτήριο διώροφο πέτρινο σε σχήμα σταυρού, ενώ ακόμα διαρκεί η τουρκοκρατία. Εκεί μεταφέρονται τα αρχεία της
«Αλληλοδιδακτικής Σχολής» του Δούμπα, καθώς και η πλούσια βιβλιοθήκη με έργα κλασσικών και σύγχρονων συγγραφέων. Αρχικά διευθύνει τη Σχολή ο Νικόλαος Αλεξανδρίδης και διδάσκουν σε αυτή εξέχοντες δάσκαλοι της εποχής. Ταμπάνης, Γεώργιος Κωνσταντινίδης (Σχολάρχης), Παπαμπάλτους, Δημήτριος Γραμματικός και αργότερα ο Κωνσταντίνος Δαβάκης.
Η οικονομική συμβολή των ξενητεμένων και αποδήμων Βλατσιωτών στην προαγωγή και διάδοση της παιδείας είναι εντυπωσιακή και η κοινότητα γνωρίζει εποχές ακμής και προόδου.
Την ανάγκη μόρφωσης των νεανίδων αντιλαμβάνεται ένας άλλος μεγάλος ευεργέτης, ο Δημήτριος Μουσικός από το Βουκουρέστι και το 1881 ιδρύεται το «Μουσί-κειον Ελληνικόν Παρθεναγωγείον» με ονομαστές διδασκάλισσες (Τζαβαρίδου, Κούνδουρα κ. α,).
Έτσι το 1911, σύμφωνα με τον Βλατσιώτη λαογράφο διδάσκαλο Ζήκο Τσίρο λειτουργούν: 1) Αστική σχολή με 200 μαθητές, 2) Τετρατάξιο Παρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες και 100 νήπια στο Νηπιαγωγείο. Ένα τρίτο εξατάξιο διώροφο κτίριο χτίζεται το 1926 με δαπάνες των ευεργετών Κωνσταντίνου Βρανάκη και Κωνσταντίνου Δόσιου από το Βουκουρέστι για να καλύψει τις ανάγκες της Βλάστης. Όμως το 1944 κάηκε από τους Γερμανούς και ανακαινίστηκε το 1950.
Στα σχολεία - κτίρια που αποτελούν «φάρους φωτεινούς της εκπαίδευσης» δίδαξαν δάσκαλοι και δασκάλες αφοσιωμένοι, λαμπρές προσωπικότητες της εποχής και είναι μακρύς ο κατάλογος των ονομάτων, ντόπιων και ξένων, που μετέδωσαν στους Μπλατσιώτες την ανάγκη για τη μόρφωση, τα γράμματα και την πρόοδο. Καταφεύγοντας οι Βλατσιώτες σε άλλους τόπους, κατάφεραν, με μεγάλη επιμονή και σκληρή δουλειά να αναδειχθούν οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και πνευματικά και το σημαντικότερο είναι ότι δεν ξέχασαν τις ρίζες τους. Αυτή είναι η «οικουμενικότητα της ευεργεσίας». Δεν ήταν μόνο το έντονο πατριωτικό συναίσθημα αλλά και ευσυνείδητη σκέψη προσφοράς στο έθνος.
Άφησαν στο Ελληνικό Κράτος περιουσίες, κληροδοτήματα για τη μόρφωση, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι η παιδεία θα δημιουργούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προκόψουν και να μεγαλουργήσουν τα παιδιά των Ελλήνων.
Τα χρόνια πέρασαν και την δημιουργική ειρηνική ζωή της Βλάστης αλλάζει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με τρεις γερμανικές επιδρομές, πυρπολήσεις του χωριού και τον θάνατο αθώων κατοίκων. Αυτά τα τραγικά γεγονότα διαμορφώνουν ένα μεταπολεμικό αποδημητικό ρεύμα Βλατσιωτών τόσο προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού (Καναδά, Αυστραλία, Αφρική, Γερμανία, Αμερική).
Τα σχολεία έκλεισαν με τελευταίο το Βρανάκειο το 1994. Τα κτίρια ανακαινίστηκαν σαν μνημεία προσφοράς. Περνώντας εμπρός από αυτά οι παλιοί μαθητές, σκεπτικοί και προβληματισμένοι, αναπολούν τα χρόνια της δικής τους σχολικής ζωής. Τότε, που τα σχολεία γέμιζαν την άνοιξη από τα παιδιά των κτηνοτρόφων και άδειαζαν τον χειμώνα για να ξανά ανταμώσουν την επόμενη σχολική χρονιά. Τα δικά μας παιδιά δεν γράφουν σε πλάκες με το κονδύλι και δεν σβήνουν με το λαγοπόδαρο, αλλά σε ένα λαπ-τοπ ή με στυλό διαρκείας, όχι κονδυλοφόρο και μελάνι. Φορούν μπουφάν μάρκας και όχι μαλλιότο, δεν ακούν το κουδούνισμα από το χάλκινο κουδούνι του επιστάτη, αλλά από το ηλεκτρικό.
Πόσο άλλαξαν όλα, αλήθεια... Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, τόσο όμως δυνατές και κλεισμένες με αγάπη στις καρδιές μας... Φιλίες που κρατάν ακόμα για να αναβαπτίζονται και να αναθερμαίνονται σε κάθε συνάντηση είτε στη Βλάστη, είτε όπου αλλού βρεθούν οι παλιοί συμμαθητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου