κατά την Τουρκοκρατία (1890-1913) Του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη, σχολικού συμβούλου
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Γκόρνιτσα ή Γόρνιτσα (σήμερα Καλή Βρύση), ήταν χωριό με πατριαρχικό αποκλειστικά πληθυσμό και ανήκε διοικητικά στον καζά (επαρχία) Ζίχνης του σαντζακίου (νομού) Σερρών, ενώ εκκλησιαστικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών (Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου, τ. Α’, Αθήνα 2000). Βρίσκεται νοτιοδυτικά της Προσοτσάνης, στην ανατολική πλευρά του Μενοίκιου όρους και σε απόσταση 8 χμ. από αυτήν. Σήμερα η Καλή Βρύση αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του διευρυμένου Δήμου Προσοτσάνης.
Οι εντοπισμένες αρχαιότητες από την Προϊστορική, την αρχαία και τη ρωμαϊκή εποχή βεβαιώνουν τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής της. Αξιοσημείωτη αναφορά της Καλής Βρύσης σε γραπτή πηγή ως Κόρνιτσα υπάρχει σε οθωμανικό κατάστιχο του 1454/55, όπου καταγράφεται ως οικισμός με πληθυσμό 259 κατοίκους. Έναν αιώνα μετά, σημειώνεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1569/70 με μικρό πληθυσμό και πλειοψηφούντα τον χριστιανικό. Την ακμή του πληθυσμού στο 19ο αιώνα φανερώνουν οι δυο εκκλησίες της, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Μαρίνας, που χρονολογούνται από επιγραφές αντίστοιχα περί το 1848 και στο 1883 (Παρχαρίδου, 2009).
Στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με έναν εθνογραφικό σχολικό χάρτη της Μακεδονίας που υποβλήθηκε από το Υποπροξενείο Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, η Καλή Βρύση αριθμούσε 140 οικίες ορθοδόξων και είχε 700 κατοίκους, όλους Έλληνες (Α.Υ.Ε., φακ. 1905/ΚΒ’, έγγρ. 88/22.2.1905).
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί ελληνικό σχολείο στην Καλή Βρύση, αλλά από την προσεκτική μελέτη των ανέκδοτων προξενικών εγγράφων που πραγματοποιήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής Α.Υ.Ε.), προκύπτει ότι ήδη από το 1890 μνημονεύεται η ύπαρξη ενός Γραμματοδιδασκαλείου και ενός Παρθεναγωγείου χωρίς να προσδιορίζεται ο αριθμός των μαθητών και μαθητριών. Για την περίοδο πριν από το 1890 οι πηγές σιωπούν. Σύμφωνα όμως με προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα τέτοιο κοινό δημοτικό σχολείο (Γραμματοδιδασκαλείο) και ένα Παρθεναγωγείο χρονολογούνται από πολύ παλαιότερα. Μέχρι τότε βέβαια τα σχολεία λειτουργούσαν στο νάρθηκα της εκκλησίας, από τον οποίο πήραν και το όνομα «ναρθηκοσχολεία». Τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως ανάγνωση, γραφή, χριστιανική διδασκαλία (κατήχηση) και στοιχεία αριθμητικής. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν με πρόγραμμα και μέθοδο διδασκαλίας. Ο κάθε διδάσκαλος και παπάς εφάρμοζε το πρόγραμμα και τη μέθοδό του, που ήταν ανάλογη με τις μορφωτικές και πνευματικές του ικανότητες. Ως βοηθητικά βιβλία ανάγνωσης, χρησιμοποιούνταν τα ιερά βιβλία της εκκλησίας και κυρίως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι και ο Απόστολος, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των σχολείων. Στα ελάχιστα μαθήματα που διδάσκονταν για πολλά χρόνια προστέθηκαν η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Φυσική κ.α. Έχουμε δηλαδή μια εκπαίδευση, η οποία παρέχεται στην εκκλησία του χωριού και ουσιαστικά απέχει πολύ από το να προσφέρει και τις βασικές ακόμα γνώσεις στα παιδιά.
Μετά την εκδήλωση του βουλγαρικού σχίσματος το 1870 και ιδίως μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 εκδηλώθηκε έντονα στην Καλή Βρύση καθώς και σε άλλα χωριά της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών, η Βουλγαρική προπαγάνδα με στόχο τη βίαιη αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού και την προσάρτηση των περιοχών μας στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος. Κατά την πρώτη δεκαετία της σύστασης του βουλγαρικού σχίσματος και λίγο αργότερα, η εξαρχική προπαγάνδα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να διεισδύσει στα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας Δράμας. Έτσι, υπό το κράτος της τρομοκρατίας των κομιτατζήδων, παρατηρήθηκαν αποσκιρτήσεις μερίδας των κατοίκων μόνο σε τέσσερα χωριά. Ανεξακρίβωτο παραμένει το έτος εμφάνισης της Εξαρχίας στην Καλή Βρύση. Κατά την περίοδο της ένοπλης δράσης των ελληνικών και βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων στο χωριό διεξήχθη πεισματώδης αγώνας μεταξύ των δυο μερίδων Πατριαρχικών και Εξαρχικών για την εκκλησία και το σχολείο. Ενώ η εκκλησία που βρισκόταν στη μέση του χωριού ήταν στα χέρια των Πατριαρχικών, οι Νεότουρκοι βάσει του «Περί των κεκλεισμένων εκκλησιών νόμου» την παρέδωσαν στους Εξαρχικούς μολονότι αποτελούσαν τη μειοψηφία (Γ. Τουσίμης, «Αναφορές στην προσωπικότητα του Χρυσοστόμου…», Γ’ ΕΣΔ, Γ2, σ.537-549.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής εδώ είναι ότι μέρος των κατοίκων στην Καλή Βρύση αλλά και σε άλλα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος των επαρχιών Δράμας και Ζιχνών, που πιεζόμενοι από τα βουλγαρικά σώματα καταρχάς προσεχώρησαν στην Εξαρχία, κατά την περίοδο της αρχιερατείας των Μητροπολιτών Δράμας Γερμανού Γ’ (1879-1896) και Χρυσοστόμου (1902-1910), επανέρχονται εξ ολοκλήρου στο Πατριαρχείο. Αμέσως παρακάτω παραθέτω αυτούσια αποσπάσματα από τις ανέκδοτες εκθέσεις των δυο Υποπροξένων μας στην Καβάλα που βεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις: α)Στην πρώτη εμπιστευτική έκθεση που υποβλήθηκε το 1885 στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Υποπρόξενος Καβάλας Α. Τσιμπουράκης αναφέρει ότι»εν τη επαρχία Ζίχνης ουδείς σχισματικός υπάρχει επιστρεψάντων των τοιούτων επί των ημερών του νυν Μητροπολίτου Δράμας κ.Γερμανού Μιχαηλίδου» (Α.Υ.Ε., Φακ. 1885/ΑΒΕ, 1, έγγρ.436/30.12.1885).
β)Στη δεύτερη ανέκδοτη αναφορά που υποβλήθηκε το 1906 στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Υποπρόξενος Καβάλας Ν. Μαυρουδής γράφει για τον Χρυσόστομο, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Δεν αρνούμαι ότι κατά τα τελευταία χρόνια χάρις εις την προσωπικήν αγαθήν επιρροήν του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, χάρις ειδικώτερον εις την προσοχήν μεθ’ ης παρηκολούθη τα σχολεία των χωρίων, χάρις εις τον ενθουσιασμόν ον ωφελίμως επί του προκειμένου γνωρίζει ο Άγιος Δράμας (καίτοι συχνάκις μέχρι υπερβολής) να μεταδίδη εις το ποίμνιόν του, εύρομεν κατά την επίσκεψίν μας ανά τα χωρία, φρόνημα ακμαίον κατά μέγα μέρος και προθυμίαν αρωγής εις το έργον μας…» (Α.Υ.Ε., Φακ. 1906/56.3, υπ. 1, εγγρ. 301/12.7.1906).
Αλλά και από τις ετήσιες σχολικές και εκκλησιαστικές εκθέσεις του Εξαρχικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Δράμας Αρχιμανδρίτη Παϊσίου και του Επόπτη των βουλγαρικών σχολείων Μ. Γιαγκούλωφ έχουμε μια σαφή εικόνα της έκτασης της εξαρχικής διείσδυσης στην Καλή Βρύση αλλά και σε άλλα χωριά της Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών. Χάρη και σ’ αυτές τις εκθέσεις μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μεταβολή του κλίματος που επήλθε υπέρ των Ελλήνων χριστιανών μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα. Ευνόητο είναι ότι από τις εξαρχικές πηγές δίδεται μια αρνητική εικόνα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, η οποία όμως κάτω από το δικό μας πρίσμα καθίσταται θετική και ενδιαφέρουσα (Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Σόφιας, Ενότης Εξαρχία Φ. 246, 1).
Στην ετήσια έκθεσή του ο Εξαρχικός Αρχιμανδρίτης Παϊσιος διαπιστώνει «μια πλήρη οπισθοδρόμηση της εκκλησιαστικής (εξαρχικής) και εκπαιδευτικής εργασίας στα χωριά της Δράμας και των Ζιχνών». Σε άλλο σημείο της έκθεσής του αναφέρει ακόμη τα εξής: «Σε χωριά από τα οποία μικρός ή μεγάλος αριθμός των κατοίκων είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου ως Μητροπολίτου Δράμας, άρχισαν να κυριαρχούνται από τους Πατριαρχικούς». Αυτό οφείλεται αποφαίνεται ο εξαρχικός Παϊσιος, «στις συχνές επισκέψεις και τις περιοδείες του Πατριαρχικού Μητροπολίτου Χρυσοστόμου εις ολόκληρον την επαρχίαν…». Και ο εξαρχικός Αρχιμανδρίτης κλείνει την έκθεσή του ως εξής: «Πρέπει, οπωσδήποτε, η Εξαρχία να ζητήσει από τις τουρκικές αρχές να Του απαγορεύσουν τις περιοδείες, διότι εργάζεται με φανατισμό για την Ελληνική υπόθεση. Με την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα έχουν διαμορφωθεί ισχυρές μερίδες Πατριαρχικών και έχουν επανέλθει στα χέρια των Πατριαρχικών τα σχολεία και οι εκκλησίες». Για την ιστορία πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής εδώ ότι με την επικράτηση της ενθοθρησκευτικής πόλωσης στη Μακεδονία, η έννοια «εξαρχικός» άρχισε σταδιακά να ταυτίζεται με το εθνικό Βούλγαρος, ενώ «πατριαρχικός» σήμαινε Ελληνας.
Απ’ όσα συνοπτικά εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος προσέφερε πολλά στη Μητρόπολή του. Η συμβολή του στην ανάπτυξη του δικτύου διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων και πολιτισμού υπήρξε καθοριστική. Χάρη στις άοκνες φροντίδες του τόσο η Δράμα όσο και η περιοχή της παρουσιάζουν την περίοδο της αρχιερατείας του (1902-1910) μια ανθηρή εικόνα παιδείας. Πρωτεργάτης σε κάθε εκπαιδευτική και προοδευτική κίνηση της επαρχίας του ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, που ταυτόχρονα ήταν και πρωτοπόρος στον αγώνα εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας. Η δραστηριότητά του αυτή είχε αναγκάσει τους Τούρκους να τον εξορίσουν από την έδρα του με την κατηγορία ότι πρωτοστατούσε σε εθνικά κινήματα. Ο Χρυσόστομος είχε κάτω από την προσωπική του επίβλεψη τα σχολεία και φρόντιζε ο ίδιος για κατάλληλα οικήματα, για την εκλογή του διδακτικού προσωπικού και για την ομαλή λειτουργία των Σχολείων. Με το θεμελιώδες αξίωμά του ότι «η Παιδεία θα φέρει την ελευθερία»,θα βελτιώσει το πνευματικό επίπεδο των σκλαβωμένων Ελλήνων και θα τους βοηθήσει ν’ αποκρυσταλλώσουν φιλελεύθερες ιδέες με μια δυναμική διεκδίκησης της ελευθερίας τους, αρχίζει ο Χρυσόστομος την αναδιοργάνωση της κοινοτικής δομής στις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών και την επέκταση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με τη λειτουργία νέων σχολείων στη Δράμα και σ’ όλα τα χωριά της μητροπολιτικής του Περιφέρειας. Η λειτουργία βέβαια των σχολείων τόσο στην Καλή Βρύση όσο και σ’ όλα τα χωριά της Μητρόπολης, αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα, διευκολύνεται από τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες που παρουσιάστηκαν στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία. Άξιο ιδιαίτερης μνείας εδώ είναι το γεγονός ότι το «κοινοτικό σχολείο» ξεκίνησε σε διαφορετική χρονική περίοδο στην κάθε ελληνορθόδοξη κοινότητα, έδειξε όμως τάσεις προσαρμογής σε ένα κλασικό μοντέλο – πρότυπο από το 1856 και εξής, αφού με την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι – Χουμαγιούν (Hatti-Humajun) αναγνωρίστηκε επίσημα το δικαίωμα όλων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων να ιδρύουν ελληνικά σχολεία. Έτσι αρχίζει δειλά αλλά σταθερά μια βαθμιαία πρόοδος σ’ όλες τις ελληνικές εστίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την ίδρυση και λειτουργία σχολείων.
Όμως η εκπαιδευτική πολιτική του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830) προς τις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών και τις υπόλοιπες ελληνικές επαρχίες του βορειοελλαδικού χώρου άρχισε ουσιαστικά πολύ αργότερα στη δεκαετία του 1870, όταν με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και με τη μεγάλη ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνικισμού, τότε έγινε συνείδηση η πραγματικότητα ότι ο Ελληνισμός απέκτησε ένα σοβαρό αντίπαλο στο χώρο αυτό, τους Βουλγάρους.
Έτσι, από το 1870 Εθνικοί λόγοι των ελληνικών κυβερνήσεων είχαν υπαγορεύσει στην Αθήνα, εκτός των άλλων δραστηριοτήτων τους και την ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων με κρατικές επιχορηγήσεις στα ελληνικά σχολεία και άλλου είδους έκτακτες συνδρομές όχι μόνο στην επαρχία της Δράμας αλλά και σε ολόκληρη τη Μακεδονία.
Μέσα από την πλούσια υπηρεσιακή αλληλογραφία των Προξενείων μας στην Καβάλα και στις Σέρρες με το Υπουργείο Εξωτερικών, με το «Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» (1869-1886) στην αρχή και με την «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» (1886-1910) αργότερα, μαθαίνουμε για τις επιχορηγήσεις προς εκπαιδευτικούς σκοπούς αλλά και για την κατάσταση λειτουργίας των σχολείων που επικρατούσε στην Καλή Βρύση και στην επαρχία Δράμας. Από τα ανέκδοτα προξενικά έγγραφα που μελετήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, γνωρίζουμε ακόμη ότι οι επιδοτήσεις του ελληνικού κράτους δίδονταν για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των σχολείων και για την ενίσχυση νέων, κυρίως της πρώτης βαθμίδας και μάλιστα νηπιαγωγείων και παρθεναγωγείων σε περιοχές που κινδύνευαν από τη βουλγαρική διείσδυση ή τη ρουμανική προπαγάνδα.
Ετσι, από έναν «Πίνακα Γενικό των συνδρομών της εν Αθήναις Επιτροπής προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» κατά την Περιφέρεια του Προξενείου Σερρών για το σχολικό έτος 1890-1891 που υπέβαλε το Προξενείο Σερρών στο Υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουμε ότι η συνδρομή υπέρ του σχολείου και του παρθεναγωγείου της Καλής Βρύσης είναι έξι (6) λίρες οθωμανικές για το σχολικό έτος 1890-1891. Σχολιάζουμε βέβαια το γεγονός ότι το χρηματικό ποσό που διατίθεται είναι μικρό και αυτό καθαυτό, αλλά και σε σύγκριση με όσα διατίθενται για τα άλλα σχολεία της Μητρόπολης Δράμας. (Α.Υ.Ε., Φακ. 1890/α.α.κ., έγγρ. 243/26.11.1890).
Από έναν άλλο Πίνακα χορήγησης επιδομάτων του Προξενείου Σερρών, που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουμε ότι η χορήγηση επιδόματος στο νηπιαγωγείο της Καλής Βρύσης, για το σχολικό έτος 1888-1889 είναι πέντε (5) οθωμανικές λίρες, αλλά και για το γραμματοδιδασκαλείο του χωριού είναι επίσης πέντε (5) λίρες οθωμανικές.
Κατά τη στατιστική επεξεργασία του αρχειακού υλικού που πραγματοποιήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, ανακαλύψαμε ακόμη έναν πίνακα των μεταβολών που έγιναν στον προϋπολογισμό του 1904-1905. Από τον πίνακα γίνεται φανερό ότι η συνδρομή υπέρ των σχολείων της Καλής Βρύσης προϋπολογίστηκε στις πενήντα (50) οθωμανικές λίρες, ενώ στη στήλη του διατεθέντος ποσού αναγράφονται εξήντα εννέα (69) λίρες οθωμανικές (Α.Υ.Ε., Φακ. 1905/Α.Α.Κ., υπ. 48.1). Το ποσό αυτό είναι σχετικά υψηλό αν το συγκρίνουμε με εκείνα τα ποσά που προϋπολογίστηκαν και διατέθηκαν για τα άλλα σχολεία της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών.
Στην εξεταζόμενη περίοδο οι χορηγήσεις προς τις κοινότητες του καζά Δράμας και της Μακεδονίας γενικότερα είναι αισθητά μειωμένες την περίοδο 1887-1897, ενώ από το 1900 και μετά έχουμε άνοδο του επιπέδου των επιχορηγήσεων, η οποία θα καμφθεί το 1904 με την απαρχή του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα, για να συνεχισθεί με αύξηση των εκπαιδευτικών χορηγημάτων στα σχολεία μετά το 1908.
Από τις πηγές του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών που δεν έχουν δει όλες το φως της δημοσιότητας, γνωρίζουμε ακόμα ονόματα δασκάλων που δίδαξαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες την ελληνική γλώσσα και την προγονική σοφία στα σχολεία μας. Από στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας προκύπτει ότι:
α)Κατά το σχολικό έτος 1891-1892 φέρεται να έχει διδάξει στο σχολείο της Καλής Βρύσης ο ιερέας και διδάσκαλος του χωριού Μέγας Οικονόμος Παπά-Ιωάννης Παπαεμμανουήλ, του οποίου η αμοιβή για μια τετραμηνία ανέρχεται στο ποσό των δυο (2) οθωμανικών λιρών, ήτοι έξι (6) λίρες οθωμανικές το χρόνο, ποσό που δεν κάλυπτε τα έξοδα επιβίωσής του. Τα χρήματα αποστέλλονταν από το Προξενείο Σερρών και η πληρωμή γινόταν δια του μητροπολίτη Δράμας με την έκδοση αποδείξεων απευθείας στο δικαιούχο. Η απόδειξη πληρωμής είχε την υπογραφή του δικαιούχου και την επικύρωση του Μητροπολίτη ή σε άλλες περιπτώσεις τις υπογραφές των Εφοροεπιτρόπων.
β)Κατά το σχολικό έτος 1899-1900 φέρεται να συνεχίζει να διδάσκει ο ίδιος ιεροδιδάσκαλος Παπά-Ιωάννης Παπαεμμανουήλ στο σχολείο της Καλής Βρύσης. Η αμοιβή του για μια τετραμηνία ήταν και πάλι δυο (2) οθωμανικές λίρες. Στην απόδειξη πληρωμής υπογράφει ο δικαιούχος ιεροδιδάσκαλος και οι δυο Εφοροεπίτροποι.
γ)Το σχολικό έτος 1903-1904 συνεχίζει να διδάσκει στο σχολείο Καλής Βρύσης ο ίδιος ιεροδιδάσκαλος. Η αμοιβή του τη χρονιά αυτή φαίνεται να είναι αυξημένη στις πέντε (5)οθωμανικές λίρες για την τρίτη τετραμηνία, ήτοι δεκαπέντε (15) λίρες οθωμανικές το χρόνο.
δ)Κατά το σχολικό έτος 1903-1904 δίδαξε στο Νηπιοπαρθεναγωγείο της Καλής Βρύσης η δασκάλα Ελένη Μερκουρίου. Στην απόδειξη πληρωμής αναγράφεται το ποσό των πέντε (5) οθωμανικών λιρών για την τρίτη τετραμηνία του μισθού της, σχολικού έτους 1903-1904.
Όλες οι αποδείξεις πληρωμής των δασκάλων, οι στατιστικοί εκπαιδευτικοί πίνακες, οι πίνακες επιχορήγησης των επιδομάτων στα σχολεία κ.α. υποβάλλονται από το Προξενείο Σερρών ή το Υποπροξενείο Καβάλας κατά περίπτωση, στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Επιτροπή προς ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας. Αναφέρουμε ενδεικτικά ένα μόνο έγγραφο του Προξενείου Σερρών με το οποίο αποστέλλονται προς την παραπάνω Επιτροπή τρεις (3) αποδείξεις
πληρωμής των δασκάλων που υπηρέτησαν στα σχολεία της Καλής Βρύσης (ΑΥΕ, Φακ. 1900/Α.Α.Κ.2, εγγρ. 77/29.3.1900). Από τις αποδείξεις πληρωμής και από άλλα προξενικά έγγραφα γνωρίζουμε ότι ο μισθός δεν ήταν ομοιόμορφος και προπάντων ήταν χαμηλός. Οι δάσκαλοι αμοίβονταν για την προσφορά τους με 12-15 ή και 20 λίρες οθωμανικές το χρόνο που δεν κάλυπταν τα έξοδα διαβίωσής τους. Συχνότατο ήταν το φαινόμενο να καταγίνονται και με άλλα επαγγέλματα για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα.
Ο μισθός βέβαια των δασκάλων ήταν συνάρτηση του συμφωνητικού που υπέγραφαν με την ελληνική κοινότητα και τους εφοροεπιτρόπους, όπου αναγραφόταν το ύψος του μισθού τους, ο τρόπος καταβολής, οι υποχρεώσεις τους κ.α. Για το ύψος του μισθού συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες, όπως τα οικονομικά της Κοινότητας, ο αριθμός των δασκάλων, τα προσόντα και το φύλο. Κανένας δάσκαλος δεν διοριζόταν με άγνοια της προϊσταμένης αρχής (του Μητροπολίτη), ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της Εκπαίδευσης και ο αυτοδίκαιος Πρόεδρος της Εφορείας των εκπαιδευτικών καταστημάτων. Για σύνταξη ούτε λόγος να γίνεται. Η συνταξιοδότηση ήταν θεσμός άγνωστος.
Ένα τέτοιο συμφωνητικό διορισμού στα σχολεία της Καλής Βρύσης μας παραχώρησε από το προσωπικό του Αρχείο ο ιερέας π. Δημήτριος Αθ. Κούβελας, εφημέριος του Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Άγιος Σώστης στην Αθήνα και τον οποίο θερμά ευχαριστώ από τη θέση αυτή. Εμείς μεταφέρουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο του συμφωνητικού σε φωτοτυπία από το πρωτότυπο, γιατί παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους ερευνητές της εκπαιδευτικής ιστορίας του τόπου μας. Το συμφωνητικό έχει ως εξής:
«Δια του παρόντος συμφωνητικού γράμματος, δήλον γίγνεται ότι σήμερον η υποφαινομένη Κοινότης Γκορνίτσης, συσκεφθείσα ωρίμως συνεφώνησε τον Αιδεσιμώτατον Οικονόμον Κύριον Παπά-Ιωάννην Παπαεμμανουήλ διδάσκαλον της Σχολής του χωρίου ημών Γκόρνιτσα, δια γρόσια δύο χιλιάδες (αριθμός 2.000) από της σήμερον μέχρι 1900 Απριλίου 23 υποχρεούται να διδάσκη τα τέκνα ημών αόκνως και επιμελώς τα τέκνα ημών, τα ανήκοντα αυτού μαθήματα ημείς δε υποχρεούμεθα καθ’ έκαστον μήνα να πληρώνωμεν εις αυτόν το ανήκον μέρος εκ του μισθού αυτού άνευ λόγου έτι δε οφείλει να εργαστή και εις τον ναόν της αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης. Δι ο και εγένετο το παρόν τόδε συμφωνητικόν έγγραφον και εδόθη εις χείρας του ίνα έχει το κύρος και την ισχύν και υποσημειθούμεθα.
1899 Απριλίου 23 Γκόρνιτσα
η κοινότης πρ(όεδρος) και εφοροεπίτροποι
Τ.Σ. υπογραφαί (δυσανάγνωστοι)».
Ανακεφαλαιώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ακόμη μια φορά ότι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία των σχολείων της Καλής Βρύσης στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ υπήρξε η συμβολή του πρώτου ιερέα και διδασκάλου Μ. Οικονόμου Παπά-Ιωάννη Παπαεμμανουήλ, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους, τη νύκτα της 7ης Ιουλίου 1906, όταν υπηρετούσε ως ιερέας και διδάσκαλος «Εις την δεινοπαθούσαν ελληνικήν ορθόδοξον κοινότητα της Γορνίτσης». Αδιάψευστη μαρτυρία για το θλιβερό αυτό γεγονός αποτελεί η επιστολή του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, την οποία απευθύνει στον Οικουμενικό Πατριάρχη, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1906. Στην μακροσκελή επιστολή του, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Παναγιώτατε Δέσποτα,
…. Συλλαβόντες (οι Βούλγαροι) τον ακλόνητον στύλον της ορθοδοξίας και αρχιερατικόν μου επίτροπον εν Ζίχνη, λογιώτατον, νοημονέστατον και αγιώτατον άνδρα Οικονόμου Παπά Ιωάννην Παπαεμμανουήλ κατεκρεούργησαν κυριολεκτικώς αυτόν. Το μόνον του έγκλημα ήτο ότι ήτο πιστός εις τα πάτρια, εκ παίδων δεδιδαγμένος τα ιερά γράμματα, και μεγίστου απολαύων σεβασμού καθ’ όλην εκείνην την περιφέρειαν ηρνήθη επιμόνως να προσχωρήση εις το επάρατον σχίσμα και να τεθή εις την διάθεσιν των προπαγανδιστών Βουλγάρων … Εν Δράμα τη 10 Ιουλίου 1906
Της Υμετέρας Θεοτάτης Παναγιότητος κτλ». (Το Αρχείον του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, τ.Α’, Αθήναι 2000, σ.95-96).
Διαφωτιστικός για το παραπάνω θλιβερό γεγονός είναι ένας «Πίνακας των κατά το έτος 1906 γενομένων δολοφονιών Ελλήνων υπό Βουλγάρων» που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο πίνακας αυτός αποκαλύπτει μια σωρεία δεκάδων κατοίκων, από τις Μητροπόλεις Σερρών, Δράμας, Ζιχνών, Νευροκοπίου και Μελενίκου, που δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους, γιατί αγωνίστηκαν να κρατήσουν στέρεη και αταλάντευτη την εθνική τους υπόσταση και την πίστη τους στην Ορθοδοξία.
Σημειωτέον ότι από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) αρχίζει ο αιματηρός αγώνας των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων. Πρώτος στόχος τους σε κάθε χωριό είναι ο ιερέας, ο διδάσκαλος και ο προεστός. Ελάχιστοι λύγισαν. Οι περισσότεροι στάθηκαν ψηλά, φωτεινοί οδηγοί των μαθητών τους και όλων των κατοίκων (Α.Υ.Ε., Φακ. 1907 Γ’/α.α.κ., υπ. 53.2 «Προξενείον Σερρών, Ιανουάριος – Ιούλιος 1906».
Αυτούς τους απαίδευτους πρώτους ιερείς και διδασκάλους με τη μεγάλη πίστη και τον ένθεο ζήλο τους για τα γράμματα, αρετές που αναπλήρωναν τις παιδαγωγικές γνώσεις που τους έλειπαν, τους διαδέχθηκαν αργότερα σπουδασμένοι λαϊκοί δάσκαλοι, που προέρχονταν από Κεντρικές Σχολές και Διδασκαλεία. Εκτός από το πάθος στις παραδόσεις και την πίστη τους για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, υπήρχε και άλλο ένα ισχυρότατο στοιχείο που τους ένωνε όλους σε μια εθνική κοινότητα: ήταν και ο βαθύς πόθος για την αποκατάσταση της ελευθερίας τους από τον τουρκικό ζυγό, που ακολούθησε ύστερα από χρόνια και έφερε την πολυπόθητη ελευθερία μας.
Τέλος, από τις πηγές που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας γνωρίζουμε ότι όλες σχεδόν τις πληροφορίες για τα ελληνικά σχολεία της Καλής Βρύσης τις παίρνουμε από τα προξενικά έγγραφα και τις εκθέσεις, από στατιστικούς εκπαιδευτικούς πίνακες κ.α. που μελετήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα λοιπόν με μια Στατιστική των ελληνικών σχολείων στα Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και των Βιτωλίων της Μακεδονίας, κατά το χολικό έτος 1894-1895, στην Καλή Βρύση λειτουργούσε κατά τη χρονιά αυτή ένα δημοτικό σχολείο με δυο (2) δασκάλους και 80 μαθητές. Η ετήσια δαπάνη συντήρησης του σχολείου ανέρχεται στο ποσό των 670 γαλλικών φράγκων.
Η ελληνική κοινότητα της Καλής Βρύσης, όπως και των άλλων κοινοτήτων στις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών, δεν υπήρξε οικονομικά εύρωστη, καθώς οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν, κατά το πλείστον, με αγροτικά επαγγέλματα και ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Όμως οι κάτοικοι του χωριού με την αγάπη στο σχολείο που τους χαρακτήριζε και με την παράδοση την οποία είχε δημιουργήσει η περισσότερο ολοκληρωμένη εκπαίδευση που είχαν πετύχει επί Τουρκοκρατίας, δεν έπαψαν να επιδιώκουν καλύτερες εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης των παιδιών τους. Δυο χρόνια πριν από την απελευθέρωσή μας από τους Τούρκους, και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος, σύμφωνα με τη Στατιστική του πληθυσμού και των σχολείων της επαρχίας Δράμας, στην Καλή Βρύση υπήρχαν: Οικίες ορθοδόξων 67, οικογένειες 75, ψυχές 350. Σχολείο αρρένων (αρρεναγωγείο) τετρατάξιο με 38 μαθητές και 1 δάσκαλο και ένα σχολείο θηλέων (παρθεναγωγείο) με 29 μαθήτριες και μια δασκάλα, ιερείς δε 2.
Η λειτουργία, εξάλλου, των σχολείων δεν ήταν αποτέλεσμα κρυφών οικονομικών κονδυλίων, αλλά έργο των κατοίκων της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Καλής Βρύσης, της Εκκλησίας και των ατομικών πρωτοβουλιών. Ήταν το ξεχείλισμα της καρδιάς των κατοίκων, της ανεξάντλητης αυτής πηγής όλων των προγονικών αρετών. Αναμφίβολα τονίζουμε τη φιλομάθειά τους που σε κάθε περίπτωση ήταν μοναδική (Joh. Fr. Durr, Das griechische Unterrichtswesen. Heft 1, Leipzig 1910).
Με τις σκέψεις αυτές παραδίδουμε στο αναγνωστικό κοινό την παρούσα εργασία θα αισθανόμουν ιδιαίτερα ευτυχής, αν στους αναγνώστες αυτής της μελέτης συγκαταλέγονταν και νέοι της Καλής Βρύσης, στους οποίους και το αφιερώνω, για να γνωρίσουν την «εκπαιδευτική» τους κληρονομιά, να νιώσουν περήφανοι γι’ αυτήν, αλλά να συναισθανθούν και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σημαντική τους παράδοση. Με συναίσθηση χρέους λοιπόν να συμβάλω προς αυτήν την κατεύθυνση και εγώ προσωπικά, προχώρησα στην έρευνα συνεισφορά στη γενικότερη σύνθεση της ιστορίας της εκπαίδευσης της Καλής Βρύσης.
Η σκέψη, βέβαια, για την έρευνα της εκπαιδευτικής ιστορίας στην Καλή Βρύση και στον καζά Δράμας γενικότερα, ήρθε ως συνέπεια της ευκαιρίας που μου δόθηκε να αναφερθώ και σε διάφορα σημαντικά γεγονότα που σηματοδότησαν την πορεία του Γένους και ενίσχυσαν το ρόλο της εκπαίδευσης στην αφύπνιση του υπόδουλου Ελληνισμού.
Η γνώση των γεγονότων αυτών που διαδραματίστηκαν στο παρελθόν και η υπόμνησή τους σήμερα δεν έχει την έννοια της αναζωπύρωσης των παθών, αλλά παραδείγματος προς αποφυγή και διδάγματος προς διατήρηση της καλής γειτονίας και ειρηνικής συνεργασίας των γειτονικών λαών. Συνεπώς είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από μια μνήμη – εκδίκηση που θα αναπαράγει το τραύμα και να κινηθούμε σε μιαν αντίληψη που προάγει την ιστορική γνώση και κατανόηση, που θα εξετάζει τη βία στο ιστορικό της πλαίσιο και θα αναγνωρίζει και τον πόνο της άλλης πλευράς.
ΤΕΛΟΣ
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Γκόρνιτσα ή Γόρνιτσα (σήμερα Καλή Βρύση), ήταν χωριό με πατριαρχικό αποκλειστικά πληθυσμό και ανήκε διοικητικά στον καζά (επαρχία) Ζίχνης του σαντζακίου (νομού) Σερρών, ενώ εκκλησιαστικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών (Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου, τ. Α’, Αθήνα 2000). Βρίσκεται νοτιοδυτικά της Προσοτσάνης, στην ανατολική πλευρά του Μενοίκιου όρους και σε απόσταση 8 χμ. από αυτήν. Σήμερα η Καλή Βρύση αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του διευρυμένου Δήμου Προσοτσάνης.
Οι εντοπισμένες αρχαιότητες από την Προϊστορική, την αρχαία και τη ρωμαϊκή εποχή βεβαιώνουν τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής της. Αξιοσημείωτη αναφορά της Καλής Βρύσης σε γραπτή πηγή ως Κόρνιτσα υπάρχει σε οθωμανικό κατάστιχο του 1454/55, όπου καταγράφεται ως οικισμός με πληθυσμό 259 κατοίκους. Έναν αιώνα μετά, σημειώνεται σε οθωμανικό κατάστιχο του 1569/70 με μικρό πληθυσμό και πλειοψηφούντα τον χριστιανικό. Την ακμή του πληθυσμού στο 19ο αιώνα φανερώνουν οι δυο εκκλησίες της, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Μαρίνας, που χρονολογούνται από επιγραφές αντίστοιχα περί το 1848 και στο 1883 (Παρχαρίδου, 2009).
Στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με έναν εθνογραφικό σχολικό χάρτη της Μακεδονίας που υποβλήθηκε από το Υποπροξενείο Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, η Καλή Βρύση αριθμούσε 140 οικίες ορθοδόξων και είχε 700 κατοίκους, όλους Έλληνες (Α.Υ.Ε., φακ. 1905/ΚΒ’, έγγρ. 88/22.2.1905).
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς άρχισε να λειτουργεί ελληνικό σχολείο στην Καλή Βρύση, αλλά από την προσεκτική μελέτη των ανέκδοτων προξενικών εγγράφων που πραγματοποιήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής Α.Υ.Ε.), προκύπτει ότι ήδη από το 1890 μνημονεύεται η ύπαρξη ενός Γραμματοδιδασκαλείου και ενός Παρθεναγωγείου χωρίς να προσδιορίζεται ο αριθμός των μαθητών και μαθητριών. Για την περίοδο πριν από το 1890 οι πηγές σιωπούν. Σύμφωνα όμως με προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα τέτοιο κοινό δημοτικό σχολείο (Γραμματοδιδασκαλείο) και ένα Παρθεναγωγείο χρονολογούνται από πολύ παλαιότερα. Μέχρι τότε βέβαια τα σχολεία λειτουργούσαν στο νάρθηκα της εκκλησίας, από τον οποίο πήραν και το όνομα «ναρθηκοσχολεία». Τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως ανάγνωση, γραφή, χριστιανική διδασκαλία (κατήχηση) και στοιχεία αριθμητικής. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν με πρόγραμμα και μέθοδο διδασκαλίας. Ο κάθε διδάσκαλος και παπάς εφάρμοζε το πρόγραμμα και τη μέθοδό του, που ήταν ανάλογη με τις μορφωτικές και πνευματικές του ικανότητες. Ως βοηθητικά βιβλία ανάγνωσης, χρησιμοποιούνταν τα ιερά βιβλία της εκκλησίας και κυρίως η Οκτώηχος, το Ψαλτήρι και ο Απόστολος, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των σχολείων. Στα ελάχιστα μαθήματα που διδάσκονταν για πολλά χρόνια προστέθηκαν η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Φυσική κ.α. Έχουμε δηλαδή μια εκπαίδευση, η οποία παρέχεται στην εκκλησία του χωριού και ουσιαστικά απέχει πολύ από το να προσφέρει και τις βασικές ακόμα γνώσεις στα παιδιά.
Μετά την εκδήλωση του βουλγαρικού σχίσματος το 1870 και ιδίως μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 εκδηλώθηκε έντονα στην Καλή Βρύση καθώς και σε άλλα χωριά της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών, η Βουλγαρική προπαγάνδα με στόχο τη βίαιη αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού και την προσάρτηση των περιοχών μας στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος. Κατά την πρώτη δεκαετία της σύστασης του βουλγαρικού σχίσματος και λίγο αργότερα, η εξαρχική προπαγάνδα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να διεισδύσει στα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας Δράμας. Έτσι, υπό το κράτος της τρομοκρατίας των κομιτατζήδων, παρατηρήθηκαν αποσκιρτήσεις μερίδας των κατοίκων μόνο σε τέσσερα χωριά. Ανεξακρίβωτο παραμένει το έτος εμφάνισης της Εξαρχίας στην Καλή Βρύση. Κατά την περίοδο της ένοπλης δράσης των ελληνικών και βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων στο χωριό διεξήχθη πεισματώδης αγώνας μεταξύ των δυο μερίδων Πατριαρχικών και Εξαρχικών για την εκκλησία και το σχολείο. Ενώ η εκκλησία που βρισκόταν στη μέση του χωριού ήταν στα χέρια των Πατριαρχικών, οι Νεότουρκοι βάσει του «Περί των κεκλεισμένων εκκλησιών νόμου» την παρέδωσαν στους Εξαρχικούς μολονότι αποτελούσαν τη μειοψηφία (Γ. Τουσίμης, «Αναφορές στην προσωπικότητα του Χρυσοστόμου…», Γ’ ΕΣΔ, Γ2, σ.537-549.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής εδώ είναι ότι μέρος των κατοίκων στην Καλή Βρύση αλλά και σε άλλα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος των επαρχιών Δράμας και Ζιχνών, που πιεζόμενοι από τα βουλγαρικά σώματα καταρχάς προσεχώρησαν στην Εξαρχία, κατά την περίοδο της αρχιερατείας των Μητροπολιτών Δράμας Γερμανού Γ’ (1879-1896) και Χρυσοστόμου (1902-1910), επανέρχονται εξ ολοκλήρου στο Πατριαρχείο. Αμέσως παρακάτω παραθέτω αυτούσια αποσπάσματα από τις ανέκδοτες εκθέσεις των δυο Υποπροξένων μας στην Καβάλα που βεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις: α)Στην πρώτη εμπιστευτική έκθεση που υποβλήθηκε το 1885 στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Υποπρόξενος Καβάλας Α. Τσιμπουράκης αναφέρει ότι»εν τη επαρχία Ζίχνης ουδείς σχισματικός υπάρχει επιστρεψάντων των τοιούτων επί των ημερών του νυν Μητροπολίτου Δράμας κ.Γερμανού Μιχαηλίδου» (Α.Υ.Ε., Φακ. 1885/ΑΒΕ, 1, έγγρ.436/30.12.1885).
β)Στη δεύτερη ανέκδοτη αναφορά που υποβλήθηκε το 1906 στο Υπουργείο Εξωτερικών, ο Υποπρόξενος Καβάλας Ν. Μαυρουδής γράφει για τον Χρυσόστομο, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Δεν αρνούμαι ότι κατά τα τελευταία χρόνια χάρις εις την προσωπικήν αγαθήν επιρροήν του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, χάρις ειδικώτερον εις την προσοχήν μεθ’ ης παρηκολούθη τα σχολεία των χωρίων, χάρις εις τον ενθουσιασμόν ον ωφελίμως επί του προκειμένου γνωρίζει ο Άγιος Δράμας (καίτοι συχνάκις μέχρι υπερβολής) να μεταδίδη εις το ποίμνιόν του, εύρομεν κατά την επίσκεψίν μας ανά τα χωρία, φρόνημα ακμαίον κατά μέγα μέρος και προθυμίαν αρωγής εις το έργον μας…» (Α.Υ.Ε., Φακ. 1906/56.3, υπ. 1, εγγρ. 301/12.7.1906).
Αλλά και από τις ετήσιες σχολικές και εκκλησιαστικές εκθέσεις του Εξαρχικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Δράμας Αρχιμανδρίτη Παϊσίου και του Επόπτη των βουλγαρικών σχολείων Μ. Γιαγκούλωφ έχουμε μια σαφή εικόνα της έκτασης της εξαρχικής διείσδυσης στην Καλή Βρύση αλλά και σε άλλα χωριά της Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών. Χάρη και σ’ αυτές τις εκθέσεις μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μεταβολή του κλίματος που επήλθε υπέρ των Ελλήνων χριστιανών μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα. Ευνόητο είναι ότι από τις εξαρχικές πηγές δίδεται μια αρνητική εικόνα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, η οποία όμως κάτω από το δικό μας πρίσμα καθίσταται θετική και ενδιαφέρουσα (Κρατικό Κεντρικό Αρχείο Σόφιας, Ενότης Εξαρχία Φ. 246, 1).
Στην ετήσια έκθεσή του ο Εξαρχικός Αρχιμανδρίτης Παϊσιος διαπιστώνει «μια πλήρη οπισθοδρόμηση της εκκλησιαστικής (εξαρχικής) και εκπαιδευτικής εργασίας στα χωριά της Δράμας και των Ζιχνών». Σε άλλο σημείο της έκθεσής του αναφέρει ακόμη τα εξής: «Σε χωριά από τα οποία μικρός ή μεγάλος αριθμός των κατοίκων είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου ως Μητροπολίτου Δράμας, άρχισαν να κυριαρχούνται από τους Πατριαρχικούς». Αυτό οφείλεται αποφαίνεται ο εξαρχικός Παϊσιος, «στις συχνές επισκέψεις και τις περιοδείες του Πατριαρχικού Μητροπολίτου Χρυσοστόμου εις ολόκληρον την επαρχίαν…». Και ο εξαρχικός Αρχιμανδρίτης κλείνει την έκθεσή του ως εξής: «Πρέπει, οπωσδήποτε, η Εξαρχία να ζητήσει από τις τουρκικές αρχές να Του απαγορεύσουν τις περιοδείες, διότι εργάζεται με φανατισμό για την Ελληνική υπόθεση. Με την άφιξη του Χρυσοστόμου στη Δράμα έχουν διαμορφωθεί ισχυρές μερίδες Πατριαρχικών και έχουν επανέλθει στα χέρια των Πατριαρχικών τα σχολεία και οι εκκλησίες». Για την ιστορία πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξαρχής εδώ ότι με την επικράτηση της ενθοθρησκευτικής πόλωσης στη Μακεδονία, η έννοια «εξαρχικός» άρχισε σταδιακά να ταυτίζεται με το εθνικό Βούλγαρος, ενώ «πατριαρχικός» σήμαινε Ελληνας.
Απ’ όσα συνοπτικά εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος προσέφερε πολλά στη Μητρόπολή του. Η συμβολή του στην ανάπτυξη του δικτύου διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων και πολιτισμού υπήρξε καθοριστική. Χάρη στις άοκνες φροντίδες του τόσο η Δράμα όσο και η περιοχή της παρουσιάζουν την περίοδο της αρχιερατείας του (1902-1910) μια ανθηρή εικόνα παιδείας. Πρωτεργάτης σε κάθε εκπαιδευτική και προοδευτική κίνηση της επαρχίας του ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, που ταυτόχρονα ήταν και πρωτοπόρος στον αγώνα εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας. Η δραστηριότητά του αυτή είχε αναγκάσει τους Τούρκους να τον εξορίσουν από την έδρα του με την κατηγορία ότι πρωτοστατούσε σε εθνικά κινήματα. Ο Χρυσόστομος είχε κάτω από την προσωπική του επίβλεψη τα σχολεία και φρόντιζε ο ίδιος για κατάλληλα οικήματα, για την εκλογή του διδακτικού προσωπικού και για την ομαλή λειτουργία των Σχολείων. Με το θεμελιώδες αξίωμά του ότι «η Παιδεία θα φέρει την ελευθερία»,θα βελτιώσει το πνευματικό επίπεδο των σκλαβωμένων Ελλήνων και θα τους βοηθήσει ν’ αποκρυσταλλώσουν φιλελεύθερες ιδέες με μια δυναμική διεκδίκησης της ελευθερίας τους, αρχίζει ο Χρυσόστομος την αναδιοργάνωση της κοινοτικής δομής στις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών και την επέκταση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με τη λειτουργία νέων σχολείων στη Δράμα και σ’ όλα τα χωριά της μητροπολιτικής του Περιφέρειας. Η λειτουργία βέβαια των σχολείων τόσο στην Καλή Βρύση όσο και σ’ όλα τα χωριά της Μητρόπολης, αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα, διευκολύνεται από τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες που παρουσιάστηκαν στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία. Άξιο ιδιαίτερης μνείας εδώ είναι το γεγονός ότι το «κοινοτικό σχολείο» ξεκίνησε σε διαφορετική χρονική περίοδο στην κάθε ελληνορθόδοξη κοινότητα, έδειξε όμως τάσεις προσαρμογής σε ένα κλασικό μοντέλο – πρότυπο από το 1856 και εξής, αφού με την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι – Χουμαγιούν (Hatti-Humajun) αναγνωρίστηκε επίσημα το δικαίωμα όλων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων να ιδρύουν ελληνικά σχολεία. Έτσι αρχίζει δειλά αλλά σταθερά μια βαθμιαία πρόοδος σ’ όλες τις ελληνικές εστίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την ίδρυση και λειτουργία σχολείων.
Όμως η εκπαιδευτική πολιτική του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830) προς τις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών και τις υπόλοιπες ελληνικές επαρχίες του βορειοελλαδικού χώρου άρχισε ουσιαστικά πολύ αργότερα στη δεκαετία του 1870, όταν με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και με τη μεγάλη ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνικισμού, τότε έγινε συνείδηση η πραγματικότητα ότι ο Ελληνισμός απέκτησε ένα σοβαρό αντίπαλο στο χώρο αυτό, τους Βουλγάρους.
Έτσι, από το 1870 Εθνικοί λόγοι των ελληνικών κυβερνήσεων είχαν υπαγορεύσει στην Αθήνα, εκτός των άλλων δραστηριοτήτων τους και την ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων με κρατικές επιχορηγήσεις στα ελληνικά σχολεία και άλλου είδους έκτακτες συνδρομές όχι μόνο στην επαρχία της Δράμας αλλά και σε ολόκληρη τη Μακεδονία.
Μέσα από την πλούσια υπηρεσιακή αλληλογραφία των Προξενείων μας στην Καβάλα και στις Σέρρες με το Υπουργείο Εξωτερικών, με το «Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» (1869-1886) στην αρχή και με την «Επιτροπή προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» (1886-1910) αργότερα, μαθαίνουμε για τις επιχορηγήσεις προς εκπαιδευτικούς σκοπούς αλλά και για την κατάσταση λειτουργίας των σχολείων που επικρατούσε στην Καλή Βρύση και στην επαρχία Δράμας. Από τα ανέκδοτα προξενικά έγγραφα που μελετήσαμε κατά τις επισκέψεις μας στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, γνωρίζουμε ακόμη ότι οι επιδοτήσεις του ελληνικού κράτους δίδονταν για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των σχολείων και για την ενίσχυση νέων, κυρίως της πρώτης βαθμίδας και μάλιστα νηπιαγωγείων και παρθεναγωγείων σε περιοχές που κινδύνευαν από τη βουλγαρική διείσδυση ή τη ρουμανική προπαγάνδα.
Ετσι, από έναν «Πίνακα Γενικό των συνδρομών της εν Αθήναις Επιτροπής προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» κατά την Περιφέρεια του Προξενείου Σερρών για το σχολικό έτος 1890-1891 που υπέβαλε το Προξενείο Σερρών στο Υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουμε ότι η συνδρομή υπέρ του σχολείου και του παρθεναγωγείου της Καλής Βρύσης είναι έξι (6) λίρες οθωμανικές για το σχολικό έτος 1890-1891. Σχολιάζουμε βέβαια το γεγονός ότι το χρηματικό ποσό που διατίθεται είναι μικρό και αυτό καθαυτό, αλλά και σε σύγκριση με όσα διατίθενται για τα άλλα σχολεία της Μητρόπολης Δράμας. (Α.Υ.Ε., Φακ. 1890/α.α.κ., έγγρ. 243/26.11.1890).
Από έναν άλλο Πίνακα χορήγησης επιδομάτων του Προξενείου Σερρών, που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουμε ότι η χορήγηση επιδόματος στο νηπιαγωγείο της Καλής Βρύσης, για το σχολικό έτος 1888-1889 είναι πέντε (5) οθωμανικές λίρες, αλλά και για το γραμματοδιδασκαλείο του χωριού είναι επίσης πέντε (5) λίρες οθωμανικές.
Κατά τη στατιστική επεξεργασία του αρχειακού υλικού που πραγματοποιήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, ανακαλύψαμε ακόμη έναν πίνακα των μεταβολών που έγιναν στον προϋπολογισμό του 1904-1905. Από τον πίνακα γίνεται φανερό ότι η συνδρομή υπέρ των σχολείων της Καλής Βρύσης προϋπολογίστηκε στις πενήντα (50) οθωμανικές λίρες, ενώ στη στήλη του διατεθέντος ποσού αναγράφονται εξήντα εννέα (69) λίρες οθωμανικές (Α.Υ.Ε., Φακ. 1905/Α.Α.Κ., υπ. 48.1). Το ποσό αυτό είναι σχετικά υψηλό αν το συγκρίνουμε με εκείνα τα ποσά που προϋπολογίστηκαν και διατέθηκαν για τα άλλα σχολεία της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών.
Στην εξεταζόμενη περίοδο οι χορηγήσεις προς τις κοινότητες του καζά Δράμας και της Μακεδονίας γενικότερα είναι αισθητά μειωμένες την περίοδο 1887-1897, ενώ από το 1900 και μετά έχουμε άνοδο του επιπέδου των επιχορηγήσεων, η οποία θα καμφθεί το 1904 με την απαρχή του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα, για να συνεχισθεί με αύξηση των εκπαιδευτικών χορηγημάτων στα σχολεία μετά το 1908.
Από τις πηγές του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών που δεν έχουν δει όλες το φως της δημοσιότητας, γνωρίζουμε ακόμα ονόματα δασκάλων που δίδαξαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες την ελληνική γλώσσα και την προγονική σοφία στα σχολεία μας. Από στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας προκύπτει ότι:
α)Κατά το σχολικό έτος 1891-1892 φέρεται να έχει διδάξει στο σχολείο της Καλής Βρύσης ο ιερέας και διδάσκαλος του χωριού Μέγας Οικονόμος Παπά-Ιωάννης Παπαεμμανουήλ, του οποίου η αμοιβή για μια τετραμηνία ανέρχεται στο ποσό των δυο (2) οθωμανικών λιρών, ήτοι έξι (6) λίρες οθωμανικές το χρόνο, ποσό που δεν κάλυπτε τα έξοδα επιβίωσής του. Τα χρήματα αποστέλλονταν από το Προξενείο Σερρών και η πληρωμή γινόταν δια του μητροπολίτη Δράμας με την έκδοση αποδείξεων απευθείας στο δικαιούχο. Η απόδειξη πληρωμής είχε την υπογραφή του δικαιούχου και την επικύρωση του Μητροπολίτη ή σε άλλες περιπτώσεις τις υπογραφές των Εφοροεπιτρόπων.
β)Κατά το σχολικό έτος 1899-1900 φέρεται να συνεχίζει να διδάσκει ο ίδιος ιεροδιδάσκαλος Παπά-Ιωάννης Παπαεμμανουήλ στο σχολείο της Καλής Βρύσης. Η αμοιβή του για μια τετραμηνία ήταν και πάλι δυο (2) οθωμανικές λίρες. Στην απόδειξη πληρωμής υπογράφει ο δικαιούχος ιεροδιδάσκαλος και οι δυο Εφοροεπίτροποι.
γ)Το σχολικό έτος 1903-1904 συνεχίζει να διδάσκει στο σχολείο Καλής Βρύσης ο ίδιος ιεροδιδάσκαλος. Η αμοιβή του τη χρονιά αυτή φαίνεται να είναι αυξημένη στις πέντε (5)οθωμανικές λίρες για την τρίτη τετραμηνία, ήτοι δεκαπέντε (15) λίρες οθωμανικές το χρόνο.
δ)Κατά το σχολικό έτος 1903-1904 δίδαξε στο Νηπιοπαρθεναγωγείο της Καλής Βρύσης η δασκάλα Ελένη Μερκουρίου. Στην απόδειξη πληρωμής αναγράφεται το ποσό των πέντε (5) οθωμανικών λιρών για την τρίτη τετραμηνία του μισθού της, σχολικού έτους 1903-1904.
Όλες οι αποδείξεις πληρωμής των δασκάλων, οι στατιστικοί εκπαιδευτικοί πίνακες, οι πίνακες επιχορήγησης των επιδομάτων στα σχολεία κ.α. υποβάλλονται από το Προξενείο Σερρών ή το Υποπροξενείο Καβάλας κατά περίπτωση, στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Επιτροπή προς ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας. Αναφέρουμε ενδεικτικά ένα μόνο έγγραφο του Προξενείου Σερρών με το οποίο αποστέλλονται προς την παραπάνω Επιτροπή τρεις (3) αποδείξεις
πληρωμής των δασκάλων που υπηρέτησαν στα σχολεία της Καλής Βρύσης (ΑΥΕ, Φακ. 1900/Α.Α.Κ.2, εγγρ. 77/29.3.1900). Από τις αποδείξεις πληρωμής και από άλλα προξενικά έγγραφα γνωρίζουμε ότι ο μισθός δεν ήταν ομοιόμορφος και προπάντων ήταν χαμηλός. Οι δάσκαλοι αμοίβονταν για την προσφορά τους με 12-15 ή και 20 λίρες οθωμανικές το χρόνο που δεν κάλυπταν τα έξοδα διαβίωσής τους. Συχνότατο ήταν το φαινόμενο να καταγίνονται και με άλλα επαγγέλματα για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα.
Ο μισθός βέβαια των δασκάλων ήταν συνάρτηση του συμφωνητικού που υπέγραφαν με την ελληνική κοινότητα και τους εφοροεπιτρόπους, όπου αναγραφόταν το ύψος του μισθού τους, ο τρόπος καταβολής, οι υποχρεώσεις τους κ.α. Για το ύψος του μισθού συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες, όπως τα οικονομικά της Κοινότητας, ο αριθμός των δασκάλων, τα προσόντα και το φύλο. Κανένας δάσκαλος δεν διοριζόταν με άγνοια της προϊσταμένης αρχής (του Μητροπολίτη), ο οποίος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της Εκπαίδευσης και ο αυτοδίκαιος Πρόεδρος της Εφορείας των εκπαιδευτικών καταστημάτων. Για σύνταξη ούτε λόγος να γίνεται. Η συνταξιοδότηση ήταν θεσμός άγνωστος.
Ένα τέτοιο συμφωνητικό διορισμού στα σχολεία της Καλής Βρύσης μας παραχώρησε από το προσωπικό του Αρχείο ο ιερέας π. Δημήτριος Αθ. Κούβελας, εφημέριος του Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Άγιος Σώστης στην Αθήνα και τον οποίο θερμά ευχαριστώ από τη θέση αυτή. Εμείς μεταφέρουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο του συμφωνητικού σε φωτοτυπία από το πρωτότυπο, γιατί παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους ερευνητές της εκπαιδευτικής ιστορίας του τόπου μας. Το συμφωνητικό έχει ως εξής:
«Δια του παρόντος συμφωνητικού γράμματος, δήλον γίγνεται ότι σήμερον η υποφαινομένη Κοινότης Γκορνίτσης, συσκεφθείσα ωρίμως συνεφώνησε τον Αιδεσιμώτατον Οικονόμον Κύριον Παπά-Ιωάννην Παπαεμμανουήλ διδάσκαλον της Σχολής του χωρίου ημών Γκόρνιτσα, δια γρόσια δύο χιλιάδες (αριθμός 2.000) από της σήμερον μέχρι 1900 Απριλίου 23 υποχρεούται να διδάσκη τα τέκνα ημών αόκνως και επιμελώς τα τέκνα ημών, τα ανήκοντα αυτού μαθήματα ημείς δε υποχρεούμεθα καθ’ έκαστον μήνα να πληρώνωμεν εις αυτόν το ανήκον μέρος εκ του μισθού αυτού άνευ λόγου έτι δε οφείλει να εργαστή και εις τον ναόν της αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης. Δι ο και εγένετο το παρόν τόδε συμφωνητικόν έγγραφον και εδόθη εις χείρας του ίνα έχει το κύρος και την ισχύν και υποσημειθούμεθα.
1899 Απριλίου 23 Γκόρνιτσα
η κοινότης πρ(όεδρος) και εφοροεπίτροποι
Τ.Σ. υπογραφαί (δυσανάγνωστοι)».
Ανακεφαλαιώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ακόμη μια φορά ότι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία των σχολείων της Καλής Βρύσης στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ υπήρξε η συμβολή του πρώτου ιερέα και διδασκάλου Μ. Οικονόμου Παπά-Ιωάννη Παπαεμμανουήλ, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους, τη νύκτα της 7ης Ιουλίου 1906, όταν υπηρετούσε ως ιερέας και διδάσκαλος «Εις την δεινοπαθούσαν ελληνικήν ορθόδοξον κοινότητα της Γορνίτσης». Αδιάψευστη μαρτυρία για το θλιβερό αυτό γεγονός αποτελεί η επιστολή του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, την οποία απευθύνει στον Οικουμενικό Πατριάρχη, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1906. Στην μακροσκελή επιστολή του, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Παναγιώτατε Δέσποτα,
…. Συλλαβόντες (οι Βούλγαροι) τον ακλόνητον στύλον της ορθοδοξίας και αρχιερατικόν μου επίτροπον εν Ζίχνη, λογιώτατον, νοημονέστατον και αγιώτατον άνδρα Οικονόμου Παπά Ιωάννην Παπαεμμανουήλ κατεκρεούργησαν κυριολεκτικώς αυτόν. Το μόνον του έγκλημα ήτο ότι ήτο πιστός εις τα πάτρια, εκ παίδων δεδιδαγμένος τα ιερά γράμματα, και μεγίστου απολαύων σεβασμού καθ’ όλην εκείνην την περιφέρειαν ηρνήθη επιμόνως να προσχωρήση εις το επάρατον σχίσμα και να τεθή εις την διάθεσιν των προπαγανδιστών Βουλγάρων … Εν Δράμα τη 10 Ιουλίου 1906
Της Υμετέρας Θεοτάτης Παναγιότητος κτλ». (Το Αρχείον του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, τ.Α’, Αθήναι 2000, σ.95-96).
Διαφωτιστικός για το παραπάνω θλιβερό γεγονός είναι ένας «Πίνακας των κατά το έτος 1906 γενομένων δολοφονιών Ελλήνων υπό Βουλγάρων» που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο πίνακας αυτός αποκαλύπτει μια σωρεία δεκάδων κατοίκων, από τις Μητροπόλεις Σερρών, Δράμας, Ζιχνών, Νευροκοπίου και Μελενίκου, που δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους, γιατί αγωνίστηκαν να κρατήσουν στέρεη και αταλάντευτη την εθνική τους υπόσταση και την πίστη τους στην Ορθοδοξία.
Σημειωτέον ότι από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) αρχίζει ο αιματηρός αγώνας των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων. Πρώτος στόχος τους σε κάθε χωριό είναι ο ιερέας, ο διδάσκαλος και ο προεστός. Ελάχιστοι λύγισαν. Οι περισσότεροι στάθηκαν ψηλά, φωτεινοί οδηγοί των μαθητών τους και όλων των κατοίκων (Α.Υ.Ε., Φακ. 1907 Γ’/α.α.κ., υπ. 53.2 «Προξενείον Σερρών, Ιανουάριος – Ιούλιος 1906».
Αυτούς τους απαίδευτους πρώτους ιερείς και διδασκάλους με τη μεγάλη πίστη και τον ένθεο ζήλο τους για τα γράμματα, αρετές που αναπλήρωναν τις παιδαγωγικές γνώσεις που τους έλειπαν, τους διαδέχθηκαν αργότερα σπουδασμένοι λαϊκοί δάσκαλοι, που προέρχονταν από Κεντρικές Σχολές και Διδασκαλεία. Εκτός από το πάθος στις παραδόσεις και την πίστη τους για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, υπήρχε και άλλο ένα ισχυρότατο στοιχείο που τους ένωνε όλους σε μια εθνική κοινότητα: ήταν και ο βαθύς πόθος για την αποκατάσταση της ελευθερίας τους από τον τουρκικό ζυγό, που ακολούθησε ύστερα από χρόνια και έφερε την πολυπόθητη ελευθερία μας.
Τέλος, από τις πηγές που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας γνωρίζουμε ότι όλες σχεδόν τις πληροφορίες για τα ελληνικά σχολεία της Καλής Βρύσης τις παίρνουμε από τα προξενικά έγγραφα και τις εκθέσεις, από στατιστικούς εκπαιδευτικούς πίνακες κ.α. που μελετήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα λοιπόν με μια Στατιστική των ελληνικών σχολείων στα Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και των Βιτωλίων της Μακεδονίας, κατά το χολικό έτος 1894-1895, στην Καλή Βρύση λειτουργούσε κατά τη χρονιά αυτή ένα δημοτικό σχολείο με δυο (2) δασκάλους και 80 μαθητές. Η ετήσια δαπάνη συντήρησης του σχολείου ανέρχεται στο ποσό των 670 γαλλικών φράγκων.
Η ελληνική κοινότητα της Καλής Βρύσης, όπως και των άλλων κοινοτήτων στις επαρχίες Δράμας και Ζιχνών, δεν υπήρξε οικονομικά εύρωστη, καθώς οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν, κατά το πλείστον, με αγροτικά επαγγέλματα και ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Όμως οι κάτοικοι του χωριού με την αγάπη στο σχολείο που τους χαρακτήριζε και με την παράδοση την οποία είχε δημιουργήσει η περισσότερο ολοκληρωμένη εκπαίδευση που είχαν πετύχει επί Τουρκοκρατίας, δεν έπαψαν να επιδιώκουν καλύτερες εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης των παιδιών τους. Δυο χρόνια πριν από την απελευθέρωσή μας από τους Τούρκους, και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος, σύμφωνα με τη Στατιστική του πληθυσμού και των σχολείων της επαρχίας Δράμας, στην Καλή Βρύση υπήρχαν: Οικίες ορθοδόξων 67, οικογένειες 75, ψυχές 350. Σχολείο αρρένων (αρρεναγωγείο) τετρατάξιο με 38 μαθητές και 1 δάσκαλο και ένα σχολείο θηλέων (παρθεναγωγείο) με 29 μαθήτριες και μια δασκάλα, ιερείς δε 2.
Η λειτουργία, εξάλλου, των σχολείων δεν ήταν αποτέλεσμα κρυφών οικονομικών κονδυλίων, αλλά έργο των κατοίκων της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Καλής Βρύσης, της Εκκλησίας και των ατομικών πρωτοβουλιών. Ήταν το ξεχείλισμα της καρδιάς των κατοίκων, της ανεξάντλητης αυτής πηγής όλων των προγονικών αρετών. Αναμφίβολα τονίζουμε τη φιλομάθειά τους που σε κάθε περίπτωση ήταν μοναδική (Joh. Fr. Durr, Das griechische Unterrichtswesen. Heft 1, Leipzig 1910).
Με τις σκέψεις αυτές παραδίδουμε στο αναγνωστικό κοινό την παρούσα εργασία θα αισθανόμουν ιδιαίτερα ευτυχής, αν στους αναγνώστες αυτής της μελέτης συγκαταλέγονταν και νέοι της Καλής Βρύσης, στους οποίους και το αφιερώνω, για να γνωρίσουν την «εκπαιδευτική» τους κληρονομιά, να νιώσουν περήφανοι γι’ αυτήν, αλλά να συναισθανθούν και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σημαντική τους παράδοση. Με συναίσθηση χρέους λοιπόν να συμβάλω προς αυτήν την κατεύθυνση και εγώ προσωπικά, προχώρησα στην έρευνα συνεισφορά στη γενικότερη σύνθεση της ιστορίας της εκπαίδευσης της Καλής Βρύσης.
Η σκέψη, βέβαια, για την έρευνα της εκπαιδευτικής ιστορίας στην Καλή Βρύση και στον καζά Δράμας γενικότερα, ήρθε ως συνέπεια της ευκαιρίας που μου δόθηκε να αναφερθώ και σε διάφορα σημαντικά γεγονότα που σηματοδότησαν την πορεία του Γένους και ενίσχυσαν το ρόλο της εκπαίδευσης στην αφύπνιση του υπόδουλου Ελληνισμού.
Η γνώση των γεγονότων αυτών που διαδραματίστηκαν στο παρελθόν και η υπόμνησή τους σήμερα δεν έχει την έννοια της αναζωπύρωσης των παθών, αλλά παραδείγματος προς αποφυγή και διδάγματος προς διατήρηση της καλής γειτονίας και ειρηνικής συνεργασίας των γειτονικών λαών. Συνεπώς είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από μια μνήμη – εκδίκηση που θα αναπαράγει το τραύμα και να κινηθούμε σε μιαν αντίληψη που προάγει την ιστορική γνώση και κατανόηση, που θα εξετάζει τη βία στο ιστορικό της πλαίσιο και θα αναγνωρίζει και τον πόνο της άλλης πλευράς.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου