Κυριακή 25 Ιουνίου 2017



vgiannoul | 23/09/2013 |   της Μαρίας Γκασούκα



Η επώδυνη πορεία των γυναικών προς την κατάκτηση της ισότητας στη μόρφωση δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Είναι η επανάληψη -με καθυστέρηση λόγω των συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και της μακραίωνης σκλαβιάς- γεγονότων και διαδικασιών που προηγήθηκαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, απόδειξη της κοινότητας και της οικουμενικότητας των προβλημάτων, αλλά και των αγώνων των γυναικών, τα οποία συχνά υπερβαίνουν και εθνικά όρια και ταξικές διαρθρώσεις.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 η πορεία αυτή, οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που απηχούσε, δεν απασχόλησαν σοβαρά τους ιστορικούς, του κοινωνιολόγους κ.ά., άνδρες και γυναίκες, με τις φωτεινές εξαιρέσεις του Δ. Γληνού και του Α. Σβώλου. Ο ανδροκεντρικός επιστημονικός λόγος  πανηγύρισε συχνά για τη δημοκρατικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος του μετεπαναστατικού κράτους, το ίδιο συχνά με την «καθολικότητα» της ψήφου του ελληνικού λαού, την οποία εξασφάλιζαν τα πρώτα συντάγματα. Το ότι δεν αφορούσαν στις γυναίκες, στον μισό δηλαδή πληθυσμό και παραπάνω, πολύ μικρή σημασία είχε. Μόλις τα τελευταία χρόνια η εμμονή των φεμινιστριών επιστημόνων ανέδειξαν τις γυναικείες κοινωνικές αναζητήσεις και διεκδικήσεις κι έκαναν ορατές τις προσπάθειες των γυναικών τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα της ζωής.

Η στοιχειώδης εκπαίδευση, σε επίπεδο θεσμών πάντοτε, έγινε άμεσα προσιτή στα κορίτσια του νεοσύστατου Βασιλείου. Ιδρύθηκαν σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και διορίστηκαν οι πρώτες δασκάλες. Το διάταγμα της 18ης  Φεβρουαρίου κατοχύρωσε τη συμμετοχή των κοριτσιών στο αλληλοδιδακτικό σχολείο. Πυροδότησε, όμως, παράλληλα, μια έντονη συζήτηση για την ορθότητα της ενέργειας, για τις πιθανές επιπτώσεις της στη ζωή των κοριτσιών, στη μελλοντική τους μητρότητα, στις οικογένειες που επρόκειτο να αποκτηθούν, στην υγεία τους. Δεν έλειψαν ακόμα οι αναφορές και οι υπαινιγμοί για τις επιπτώσεις της στην ηθική τους. Το γεγονός φαίνεται καθαρά στους δύο διαφορετικούς όρους που τα εκπαιδευτικά προγράμματα χρησιμοποιούν προκειμένου να προσδιορίσουν τους σκοπούς τους: για χα αγόρια η «εκπαίδευση» είναι το διαβατήριο για την κατάκτηση του δημοσίου χώρου, το μέσον για ένα καλύτερο μέλλον, αυτό που προσδοκά η οικογενειακή στρατηγική, όσον αφορά στα αρσενικά μέλη που επιλέγει -όχι χωρίς υστεροβουλία είναι αλήθεια- να μορφώσει. Για τα κορίτσια είναι η «ανατροφή», ένας παράγοντας ενισχυτικός της προίκας τους, συμβολή στη μελλοντική κοινωνική καταξίωση του συζύγου. Τα ίδια προγράμματα διαφοροποιούνται ως προς το περιεχόμενο τους ανάλογα με το Φύλο και τον προορισμό του. Έτσι η διδασκαλία της Γεωμετρίας και της Φυσικής, για παράδειγμα, αντικαθίσταται στην περίπτωση των κοριτσιών με τα οικοκυρικά και, μάλιστα, με τα εργόχειρα.

Το ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών, αμέσως μετά της απελευθέρωση, ανέρχεται στο 98% και των ανδρών στο 91%. Στο τέλος του αιώνα αυτό διαμορφώνεται σε 93% για τις γυναίκες και 69% για τους άνδρες, απόδειξη της δυσπιστίας καν της απροθυμίας κυρίως των κατοίκων της υπαίθρου να στείλουν τα κορίτσια τους στο σχολείο. Η σχέση αγοριών — κοριτσιών στις σχολικές τάξεις είναι στην ύπαιθρο συντριπτική υπέρ των αγοριών. Βελτιώνεται, ωστόσο, αισθητά σε συγκεντρωμένους αστικούς πληθυσμούς, ενώ αγγίζει το 50% σε περιοχές με έντονες επιδράσεις της Δυτικής κουλτούρας. Αυτό συμβαίνει στην Ερμούπολη της Σύρου και άλλες πόλεις των Κυκλάδων, όπου υπάρχουν καθολικές οικογένειες και ανεπτυγμένες εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Δυτική Ευρώπη. Εντούτοις, παρά την όποια κρατική μέριμνα για την είσοδο των κοριτσιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίσθηκαν από την Πολιτεία ως αποκλειστικό προνόμιο των αγοριών. Κι αν το έλλειμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καλύπτεται, σ’ ένα βαθμό, από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τα καθολικά μοναχικά τάγματα, η κερκόπορτα των πανεπιστημίων θα μείνει ερμητικά κλειστή ως το 1890. Το άνοιγμα της θα βαφτεί από το αίμα μιας νεαρής κοπέλας που αυτοκτονεί γιατί απορρίφθηκε η αίτηση εγγραφής της. Γεγονός παραμένει, πάντως, η καθολική δυσπιστία και προκατάληψη κοινωνίας και πολιτείας, όσον αφορά στη μόρφωση των κοριτσιών αλλά και όσον αφορά στις ελάχιστες μορφωμένες γυναίκες της εποχής και, ιδιαίτερα, εκείνες που τολμούν να διεκδικήσουν ένα μικρό έστω κομμάτι της δημόσιας σφαίρας της ζωής. Κλασικό παράδειγμα η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα. Παρήγορη εξαίρεση η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.

Εν πάσει περιπτώσει, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών είναι ιδιωτική, λειτουργεί με βάση τα πρότυπα της Δύσης και τα πρώτα παρθεναγωγεία ιδρύονται από αλλοδαπούς/ές, αν και σύντομα στον τομέα αυτόν θα δραστηριοποιηθεί και η Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Σκέψεις και προτάσεις Υπουργών «περί ιδρύσεως ελληνικών σχολείων κορασίδων», ήδη από το 1840, συναντούν τη σθεναρή αντίδραση των πολιτειακών και ευρύτερα των κοινωνικών παραγόντων. Και είναι ενδιαφέρον ότι την περίοδο αυτή η Ελλάδα υπερηφανεύεται για το υψηλό ποσοστό φοίτησης μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το ότι η συμμετοχή των κοριτσιών κυμαίνεται μόλις στο 3,5 – 6% δεν φαίνεται ούτε να ξαφνιάζει ούτε να ενοχλεί. Η Εκπαίδευση είναι γένους αρσενικού κι αυτό αποτελεί την επίσημη κρατική επιλογή. Άλλωστε, ο χώρος της εκπαίδευσης είναι περιοχή όπου το έμφυλο όριο παρουσιάζει μοναδική αντοχή και εξαιρετικά περιορισμένη ευλυγισία. Η παρεχόμενη εκπαίδευση στα παρθεναγωγεία είναι υποβαθμισμένη σε σχέση με αυτή των Ελληνικών Σχολείων και όσον αφορά στη χρονική της διάρκεια και όσον αφορά στο περιεχόμενο σπουδών. Αποτυπώνεται δε με σαφήνεια στον κανονισμό του Λυκείου και Παρθεναγωγείου που συντάσσει ο Β. Γεννηματάς- «να παρασκευάσωμεν τους μεν παίδας χρηστούς πολίτας, τα δε κοράσια φρονίμους δεσποινίδας και αρίστας μητέρας». Τα δευτεροβάθμια σχολεία θηλέων ιδρύονται σε αστικά κέντρα, είναι ιδιωτικά και ταξικά προσδιορισμένα. Φοιτούν σ’ αυτά κόρες εύπορων οικογενειών, αν και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τουλάχιστον, χορηγεί ικανό αριθμό υποτροφιών, γεγονός που επιτρέπει τη φοίτηση και σε κορίτσια μικροαστικών στρωμάτων. Η μόρφωση που παρέχεται είναι καλλιτεχνικοφιλολογική με έμφαση στις ξένες γλώσσες, τα οικοκυρικά και τα χειροτεχνήματα, ό,τι δηλαδή απαιτείται «δια να καταστήσουν τας παιδευομένας καλάς θυγατέρας και οικοδέσποινας». Τα εύπορα κορίτσια θα αξιοποιήσουν αυτή τη μόρφωση ως είδος προίκας. Τα μη εύπορα κορίτσια θα τη χρησιμοποιήσουν για Βιοπορισμό, αφού δύο είναι τα επαγγέλματα που -τις πρώτες δεκαετίες τουλάχιστον- μπορούν να ασκήσουν οι γυναίκες: Της υπηρέτριας και της δασκάλας (ή γκουβερνάντας).


Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ιδρύει -στο πλαίσιο πάντοτε των παρθεναγωγείων- Διδασκαλείο, υποβαθμισμένο χρονικά και ως προς το περιεχόμενο σπουδών σε σχέση με αυτό των δασκάλων. Πρωταρχικός του στόχος να ολοκληρώσει πρώτα την εκπαίδευση της οικοδέσποινας και δευτερευόντως να δημιουργήσει δασκάλες. Πάντως, ως το 1886 ενώ αποφοιτούν 2004 δασκάλες είναι διορισμένες μόλις 175. Διδάσκουν σε σχολεία θηλέων -καθώς ήδη από το 1852 έχει καταργηθεί το μεικτό αρχικό σχολείο- και θα χρειασθούν πολλές δεκαετίες για να μπορέσουν να προαχθούν και αυτές στο βαθμό του επιθεωρητή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η οικονομία του χρόνου δεν επιτρέπει εκτενή αναφορά στον κοινωνικό και εθνικό ρόλο των ελληνίδων διδασκαλισσών, αυτών των δεκατετράχρονων κοριτσιών με την υποβαθμισμένη μόρφωση. Αρκεί να θυμηθούμε πως στέλνονταν όχι μόνο σε ημιάγριες περιοχές της υπαίθρου, αλλά και σε υπόδουλες περιοχές, με έντονο το ελληνικό στοιχείο. Δεν ήταν λίγες εκείνες που πλήρωσαν με τη ζωή τους την πατριωτική τους δράση, την ίδια στιγμή που το ελληνικό κράτος τις αντιμετώπιζε, λόγω του φύλου τους, ως «δια βίου» ανήλικες και ανίκανες. Ταυτόχρονα, παραμένει άγνωστη η προσφορά τους στη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής κοινωνικής συνείδησης. Ειδικότερα, εμείς οι γυναίκες -όσες τουλάχιστον το γνωρίζουμε- στρέφουμε με ευγνωμοσύνη τη σκέψη προς αυτές, που δημιούργημα τους υπήρξε ο πρώτος και ο δεύτερος κύκλος του ελληνικού φεμινισμού. Με την ίδια ευγνωμοσύνη στεκόμαστε μπροστά στη συγκλονιστική κοινωνική – πατριωτική τους δράση που θα συνεχιστεί στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και της Ελεύθερης Ελλάδας, δράση που εξακολούθησε ως τις μέρες μας η Ελένη Φωκά στα κατεχόμενα της Κύπρου. Οφείλουμε, ωστόσο, να ομολογήσουμε πως δεν ήταν μόνες τους, καθώς υπάρχουν και οι υποστηρικτές της «γυναικείας παιδεύσεως», οι οποίοι, μάλιστα, αντλούν επιχειρήματα και από την ανάπτυξη της Μεγάλης Ιδέας. Προσδοκώντας τον Νέου Τύπου Έλληνα για την Ελλάδα που ονειρεύονται, ζητούν από τις Ελληνίδες να είναι έτοιμες και ικανές να τον αναθρέψουν με τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας και να του μεταβιβάσουν την εθνική παράδοση και συνείδηση: «Ελληνίς η δεδιδαγμένη την ιστορίαν της πατρίδος της, η γνωρίζουσα το Αρχαίον μεγαλείον της Ελλάδος θα είναι προδήλως τελειότερα της απαιδεύτου, δυσκολότερον θα παρεκτρέπεται και θα κυβεύσει την υπόληψίν της»· Κορυφαίος υποστηρικτής αυτής της άποψης ο Κ. Παλαμάς, ποιήματα του οποίου αν δεν είναι «φεμινιστικά», όπως βιάστηκαν κάποιοι να τα χαρακτηρίσουν, είναι οπωσδήποτε βαθύτατα «φιλογυναικεία».

Η ελληνική πολιτεία σύρεται κυριολεκτικά στο να επιτρέψει την είσοδο των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε, εκεί προς το τέλος του αιώνα, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες έχουν οδηγήσει αρκετές χιλιάδες γυναικών στην αγορά εργασίας, κυρίως στη βιομηχανία-βιοτεχνία, έχουν ήδη διαμορφωθεί χώροι για την επαγγελματική τους κατάρτιση -προϊόντα γυναικείων και φιλανθρωπικών οργανώσεων- ενώ στην πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα οι γυναίκες εισέρχονται στις Δημόσιες Υπηρεσίες (Τηλεπικοινωνίες). Η πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια είναι η Ιωάννα Στεφανόπολι. Οι λίγες τολμηρές κοπέλες που την ακολούθησαν -με κοινό χαρακτηριστικό τους εύπορους, μορφωμένους και «φωτισμένους» γονείς- αντιμετώπισαν την αδιαφορία της πολιτείας. Αντιμετώπισαν ακόμα την προκατάληψη των πανεπιστημιακών, τη χλεύη των μαγγουροφόρων συμφοιτητών τους και χρειάστηκαν μέγα ψυχικό σθένος για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Αρκετές απ’ αυτές συνέχισαν σε ξένα πανεπιστήμια, κάποιες 2-3 θέλησαν να αξιοποιηθούν τους επιστημονικούς τους τίτλους προς όφελος του ελληνικού πανεπιστημίου. Αναγκάστηκαν να τραπούν σε άτακτη φυγή. Ίσως να τις παρηγόρησε το γεγονός ότι τις δέχθηκαν σε ξένα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.

Ο νέος αιώνας ανατέλλει ενθαρρυντικός, όσον αφορά στη στοιχειώδη εκπαίδευση των κοριτσιών, η συμμετοχή των οποίων φτάνει το 25% περίπου του μαθητικού πληθυσμού. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν σημειώνεται ουσιαστικά βελτίωση και το ποσοστό μόλις που κυμαίνεται στο 4-4,5%, ενδεικτικό του αργού και Βασανιστικού τρόπου αλλαγής της συλλογικής συνείδησης, σε ό,τι αφορά στην εκπαίδευση των γυναικών. Απόηχοι αυτής της καθυστέρησης υπάρχουν και στις μέρες μας, αφού στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι αναλφάβητες περισσότερες από 300.000 γυναίκες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου