Αναζητώντας Ευεργέτες σαν τον Κωνσταντίνο Ιωνίδη
Με αφορμή την παρουσίαση του Ημερολογίου -Λευκώματος του Συνδέσμου Αποφοίτων της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά, "Ένα Σχολείο με Ιστορία στην Ομορφότερη Πόλη", θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, επηρεασμένος εαν θέλετε και από την ατμόσφαιρα μιζέριας και ..Καλλικράτη που επικρατεί στο χώρο της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Μελετώντας την ιστορία σημαντικών ευεργετών όπως αυτή του Ιωνίδη, του Ζάππα, του Βαρβάκη, των Ζωσιμάδων, του Ανδρέα Συγγρού και πολλών άλλων αναρωτιέται κανείς εαν και πότε θα εμφανιστούν ευεργέτες αντίστοιχου βεληνεκούς και προθέσεων για να συμβάλλουν στην προσπάθεια να διατηρηθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης σε υψηλό επίπεδο. Η συμβολή τους με τη μορφή χορηγιών, δωρεών, συμμετοχής σε επενδύσεις ανάπτυξης κτηριακών υποδομών είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ στην εκπαιδευτική πραγματικότητα του μνημονίου στα πλαίσια της οποίας το πρόγραμα δημοσίων επενδύσεων περικόπτεται, σχολικές μονάδες καταργούνται, σχολικές επιτροπές συγχωνεύονται.
Βέβαια οι ανωτέρω σκέψεις φαντάζουν ουτοπικές εαν σκεφτεί κανείς ότι η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων έχει συνηθίσει να "αρμέγει" το δημόσιο και όχι να κάνει δωρεές. Οι Εθνικοί Ευργέτες πολλές φορές καλέστηκαν από το Ελληνικό Κράτος να κλείσουν τρύπες σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας όπως η Παιδεία και η Υγεία.
Για να γίνει κατανοητό πως λειτουργούσαν οι Εθνικοί Ευεργέτες θα σας παρουσιάσω το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ιωνίδη-Ιπλιξή (1775-1852) στον οποίο το σχολείο που αποφοίτησα (Ιωνίδειος) και ο φορέας που εργάζομαι (Πανεπιστήμιο Αθηνών οφείλουν εν πολλοίς την ύπαρξη τους.
Κωνσταντίνος Ιωνίδης Ιπλιξής
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης αποτελεί έναν από τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες. Είναι από εκείνους οι οποίοι διέθεσαν πρόθυμα τον πλούτο που απέκτησαν με μόχθο και θυσίες μίας ολόκληρης ζωής για την ενίσχυση της Παιδείας. Με τον τρόπο αυτό έθεσαν τις βάσεις, τα στέρεα θεμέλια για το μέλλον του Έθνους.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα ιερέα και ήταν μέλος μίας εξαμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς και σε ηλικία 8 χρονών αναγκάσθηκε να εργαστεί για να συντηρήσει τα μικρότερα αδέλφια του και την χήρα μητέρα του. Ξεκινώντας την βιοπάλη εργάσθηκε πρώτα σε μαρμαράδικό και κατόπιν σε κατάστημα υφασμάτων. Χάρη στην ευφυΐα και την επιμονή του, κατόρθωσε να μάθει λίγα γράμματα, να συνειδητοποιήσει την αξία του εμπορίου και να μάθει τα μυστικά της δουλειάς, μέσα στο υφασματεμπορικό κατάστημα που εργαζόταν. Πέρασε σταδιακά από τις θέσεις του μαθητευόμενου και του υπαλλήλου για να εξελιχθεί αργότερα σε συνέταιρο με ποσοστά.
Σε ηλικία 27 ετών αποφάσισε να δημιουργήσει την δική του οικογένεια. Ο γάμος του με τη Μαριώρα, κόρη του αδαμαντοπώλη Ιωάννη Σενδουκάκη, που είχε επίσης γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, στάθηκε ευτυχισμένος και απέκτησε μαζί της ένδεκα παιδιά, εφτά κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Το εμπόριο υφασμάτων, στο οποίο είχε επιδοθεί στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε αρκετά αποδοτικό, κυρίως μετά την απόφασή του να επεκτείνει τη δραστηριότητά του με απευθείας εισαγωγές υφασμάτων από την Αγγλία, που πολλαπλασίαζαν τα κέρδη. Και δεν άργησε να αποκτήσει σεβαστή περιουσία. Η Επανάσταση όμως του 1821 και οι διωγμοί που εξαπέλυσαν τότε οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων επέφεραν, εκτός των άλλων, και την οικονομική του καταστροφή.
Παρά όλα αυτά κατάφερε να σώσει την ζωή του και την ζωή των μελών της οικογενείας του και να μεταβεί στο Λονδίνο. Εκεί άρχισε ξανά από την αρχή. Εργάστηκε ως ναυτικός πράκτορας, εμπορομεσίτης και εξαγωγέας υφασμάτων από το Μάντσεστερ στην Τουρκία, ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με το εμπόριο κατεργασμένων δερμάτων. Σύντομα καταφέρε να φτάσει και πάλι στο απόγειο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η διεύρυνση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και η απόκτηση τεράστιας για την εποχή περιουσίας συνδέεται με την οριστική εγκατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του στο Λονδίνο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1830 είχε ως άμεσο συνεργάτη στις επιχειρήσεις του τον μεγαλύτερο γιο του Αλέξανδρο (1810-1890). Ο τελευταίος συνέβαλε στη σταδιακή επέκταση της οικογενειακής επιχειρηματικής δραστηριότητας, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Μάντσεστερ, ιδρύοντας τον Ιανουάριο του 1833 την εταιρεία «Ionides and Company – Turkey Merchants».
Έχοντας πια, οικονομική ευρωστία συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας στον Λονδίνο και όχι μόνο. Με χορηγίες και δωρεές βοήθησε την Παιδεία της χώρας μας. Ο Ιωνίδης χορηγεί σε άπορους σπουδαστές, από την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδας, υποτροφίες για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης. Το 1844 πραγματοποιεί μία μεγάλη δωρεά στο νεοιδρυθέν, τότε, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιδρύθηκε το 1837. Προσφέρει 30.000 δρχ. για δημιουργία κεφαλαίου για αγορά βιβλίων και 3.000 κάθε χρόνο για τη χορήγηση υποτροφιών και τη βράβευση διακεκριμένων απόρων σπουδαστών. Επίσης, οικοδομεί με δαπάνες του σχολικό κτίριο στο Νεοχώριο της Κωνσταντινούπολης και ενισχύει την έκδοση συγγραμμάτων νέων επιστημόνων.
Η απόφαση Αποδοχής της Δωρεάς Ιωνίδη από το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης αποτελεί βέβαια και τον πρώτο ευεργέτη του νεώτερου Πειραιά, του οποίου άλλωστε από το 1849 υπήρξε δημότης, με απόφαση της Δημοτικής Αρχής. Η Ιωνίδειος Σχολή του Πειραιά δημιουργήθηκε, το 1845, από την δωρεά του Κωνσταντίνου Ιωνίδη. Το 1844 ο Δήμαρχος Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης απευθύνθηκε, στον Ιωνίδη ζητώντας βοήθεια για την ίδρυση σχολείων στον Πειραιά. Εκείνος ανταποκρίθηκε άμεσα δωρίζοντας 30.000 δρχ. υπό τον όρο να αγοραστεί και να διατεθεί από το Δήμο Πειραιά το κατάλληλο οικόπεδο, αλλά και να αναληφθούν από το Δήμο οι λειτουργικές δαπάνες του σχολείου που θα ανεγειρόταν. Μάλιστα Ο Ιωνίδης έκανε σαφές, εξασφαλίζοντας το σχολείο από τα "λαμόγια" που θα εμφανίζονταν στο μέλλον, ότι εαν αλλάξει η χρήση του οικοπέδου, τότε αυτόματα η ιδιοκτησία θα περάσει στους απογόνους του
Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1845, με την υπ’ αριθ. 177 πράξη αποδέχεται εν ονόματι του Δήμου «την δωρεάν του φιλογενούς και φιλοκάλου ανδρός κ. Κωνσταντίνου Ιωνίδου και διομολογεί την προς αυτόν βαθυτάτην ευγνωμοσύνην του, εν ονόματι της πόλεως…». Στην ίδια πράξη αναφέρεται ότι ο Δήμος θα χορηγεί κάθε χρόνο για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων 7.000 δραχμές. Τα εγκαίνια του κτιρίου έγιναν στις 21 Μαΐου 1847, ενώ λίγες μέρες πριν στις 13 Μαΐου 1847, με επιστολή του την οποία κοινοποίησε και στο δήμαρχο ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης ζητά να ενημερώνονται οι εντολοδόχοι του για κάθε θέμα που αφορούσε τα σχολεία. Στο νέο κτήριο στεγάστηκε το Ελληνικό Σχολείο αλλά και το Αλληλοδιδακτικό, ενώ ο δωρητής διέθεσε ακόμα 10.000 δρχ. για τις ανάγκες του σχολείου και για τη δημιουργία βιβλιοθήκης.
Ήταν το πρώτο σχολικό κτίριο στην πόλη του Πειραιά και σε αυτό στεγάστηκαν το Αλληλοδιδακτήριο (Δημοτικό) Σχολείο Αρρένων και το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο).
Το 1918 στο ίδιο κτίριο στεγάστηκε και το πρώτο Γυμνάσιο του Πειραιά, το οποίο αποτελεί και τον «πρόδρομο» της σημερινής Ιωνιδείου Σχολής.
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης πέθανε στις 12 Νοεμβρίου του 1852 στην Αθήνα. Η προσφορά του είχε αναγνωριστεί από όλους. Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Ραγκάβης στον επικήδειο λόγο του Ιωνίδη, σύσσωμη οι Έλληνες είχαν αναγνωρίσει την προσφορά του ώστε «η μεν Κυβέρνησις της ΑΜ τω απένειμε την επίσημον αμοιβήν του σταυρού των Ταξιαρχών του βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος η δε Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τον κατέγραψε μετά των ευεργετών της και η Αρχαιολογική έστησεν εις την της ακροπόλεως άνοδον, εις τόπον επιφανέστατον, στήλην λιθίνην, εφ’ ης ενεχάραξε το τε όνομα και την δωρεάν αυτού εις μνήμην αιώνιον».
Σας περιέγραψα ένα μικρό μέρος της ζωής και δράσης ενός Εθνικού Ευεργέτη η προσφορά του οποίου ήταν πραγματικά σημαντική για την Παιδεία της χώρας . Τόσο σημαντική που ορισμένοι τον συγκρίνουν με τους Ζωσιμάδες, τους Ριζάρηδες, τον Καπλάνη και τον Στουρνάρη, με τους οποίους, άλλωστε, είχε πολλά κοινά σημεία. Διότι και αυτοί έταξαν ως μόνο σκοπό της ζωής τους την προαγωγή της Παιδείας και τον φωτισμό των Ελλήνων Μαθητών σε μία εποχή κρίσιμη, που η Ελλάδα μόλις είχε απαλλαγεί από την Τουρκοκρατία.
Ήταν τότε που η Ελλάδα ξεκινούσε, κάτω από αντίξοες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, την πορεία της προς το μέλλον, χωρίς όμως να απολείπει η προσδοκία πως αυτό μπορούσε – και έπρεπε – να είναι καλύτερο.
Χωρίς Ευρωπαική Ένωση, χωρίς ΕΣΠΑ, Μνημόνια και Υπουργείο Παιδείας, με ανθρώπους που είχαν διάθεση να δώσουν και όχι να πάρουν, οραματιστές και όχι διαχειριστές επιχειρηματίες και όχι κρατικοδίαιτοι...
Τελικά μάλλον έχουμε έλλειμμα ανθρώπων και όχι κεφαλάιων
Με αφορμή την παρουσίαση του Ημερολογίου -Λευκώματος του Συνδέσμου Αποφοίτων της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά, "Ένα Σχολείο με Ιστορία στην Ομορφότερη Πόλη", θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, επηρεασμένος εαν θέλετε και από την ατμόσφαιρα μιζέριας και ..Καλλικράτη που επικρατεί στο χώρο της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Μελετώντας την ιστορία σημαντικών ευεργετών όπως αυτή του Ιωνίδη, του Ζάππα, του Βαρβάκη, των Ζωσιμάδων, του Ανδρέα Συγγρού και πολλών άλλων αναρωτιέται κανείς εαν και πότε θα εμφανιστούν ευεργέτες αντίστοιχου βεληνεκούς και προθέσεων για να συμβάλλουν στην προσπάθεια να διατηρηθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης σε υψηλό επίπεδο. Η συμβολή τους με τη μορφή χορηγιών, δωρεών, συμμετοχής σε επενδύσεις ανάπτυξης κτηριακών υποδομών είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ στην εκπαιδευτική πραγματικότητα του μνημονίου στα πλαίσια της οποίας το πρόγραμα δημοσίων επενδύσεων περικόπτεται, σχολικές μονάδες καταργούνται, σχολικές επιτροπές συγχωνεύονται.
Βέβαια οι ανωτέρω σκέψεις φαντάζουν ουτοπικές εαν σκεφτεί κανείς ότι η πλειονότητα των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων έχει συνηθίσει να "αρμέγει" το δημόσιο και όχι να κάνει δωρεές. Οι Εθνικοί Ευργέτες πολλές φορές καλέστηκαν από το Ελληνικό Κράτος να κλείσουν τρύπες σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας όπως η Παιδεία και η Υγεία.
Για να γίνει κατανοητό πως λειτουργούσαν οι Εθνικοί Ευεργέτες θα σας παρουσιάσω το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ιωνίδη-Ιπλιξή (1775-1852) στον οποίο το σχολείο που αποφοίτησα (Ιωνίδειος) και ο φορέας που εργάζομαι (Πανεπιστήμιο Αθηνών οφείλουν εν πολλοίς την ύπαρξη τους.
Κωνσταντίνος Ιωνίδης Ιπλιξής
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης αποτελεί έναν από τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες. Είναι από εκείνους οι οποίοι διέθεσαν πρόθυμα τον πλούτο που απέκτησαν με μόχθο και θυσίες μίας ολόκληρης ζωής για την ενίσχυση της Παιδείας. Με τον τρόπο αυτό έθεσαν τις βάσεις, τα στέρεα θεμέλια για το μέλλον του Έθνους.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα ιερέα και ήταν μέλος μίας εξαμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς και σε ηλικία 8 χρονών αναγκάσθηκε να εργαστεί για να συντηρήσει τα μικρότερα αδέλφια του και την χήρα μητέρα του. Ξεκινώντας την βιοπάλη εργάσθηκε πρώτα σε μαρμαράδικό και κατόπιν σε κατάστημα υφασμάτων. Χάρη στην ευφυΐα και την επιμονή του, κατόρθωσε να μάθει λίγα γράμματα, να συνειδητοποιήσει την αξία του εμπορίου και να μάθει τα μυστικά της δουλειάς, μέσα στο υφασματεμπορικό κατάστημα που εργαζόταν. Πέρασε σταδιακά από τις θέσεις του μαθητευόμενου και του υπαλλήλου για να εξελιχθεί αργότερα σε συνέταιρο με ποσοστά.
Σε ηλικία 27 ετών αποφάσισε να δημιουργήσει την δική του οικογένεια. Ο γάμος του με τη Μαριώρα, κόρη του αδαμαντοπώλη Ιωάννη Σενδουκάκη, που είχε επίσης γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, στάθηκε ευτυχισμένος και απέκτησε μαζί της ένδεκα παιδιά, εφτά κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Το εμπόριο υφασμάτων, στο οποίο είχε επιδοθεί στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε αρκετά αποδοτικό, κυρίως μετά την απόφασή του να επεκτείνει τη δραστηριότητά του με απευθείας εισαγωγές υφασμάτων από την Αγγλία, που πολλαπλασίαζαν τα κέρδη. Και δεν άργησε να αποκτήσει σεβαστή περιουσία. Η Επανάσταση όμως του 1821 και οι διωγμοί που εξαπέλυσαν τότε οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων επέφεραν, εκτός των άλλων, και την οικονομική του καταστροφή.
Παρά όλα αυτά κατάφερε να σώσει την ζωή του και την ζωή των μελών της οικογενείας του και να μεταβεί στο Λονδίνο. Εκεί άρχισε ξανά από την αρχή. Εργάστηκε ως ναυτικός πράκτορας, εμπορομεσίτης και εξαγωγέας υφασμάτων από το Μάντσεστερ στην Τουρκία, ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με το εμπόριο κατεργασμένων δερμάτων. Σύντομα καταφέρε να φτάσει και πάλι στο απόγειο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η διεύρυνση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και η απόκτηση τεράστιας για την εποχή περιουσίας συνδέεται με την οριστική εγκατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του στο Λονδίνο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1830 είχε ως άμεσο συνεργάτη στις επιχειρήσεις του τον μεγαλύτερο γιο του Αλέξανδρο (1810-1890). Ο τελευταίος συνέβαλε στη σταδιακή επέκταση της οικογενειακής επιχειρηματικής δραστηριότητας, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Μάντσεστερ, ιδρύοντας τον Ιανουάριο του 1833 την εταιρεία «Ionides and Company – Turkey Merchants».
Έχοντας πια, οικονομική ευρωστία συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας στον Λονδίνο και όχι μόνο. Με χορηγίες και δωρεές βοήθησε την Παιδεία της χώρας μας. Ο Ιωνίδης χορηγεί σε άπορους σπουδαστές, από την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδας, υποτροφίες για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης. Το 1844 πραγματοποιεί μία μεγάλη δωρεά στο νεοιδρυθέν, τότε, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιδρύθηκε το 1837. Προσφέρει 30.000 δρχ. για δημιουργία κεφαλαίου για αγορά βιβλίων και 3.000 κάθε χρόνο για τη χορήγηση υποτροφιών και τη βράβευση διακεκριμένων απόρων σπουδαστών. Επίσης, οικοδομεί με δαπάνες του σχολικό κτίριο στο Νεοχώριο της Κωνσταντινούπολης και ενισχύει την έκδοση συγγραμμάτων νέων επιστημόνων.
Η απόφαση Αποδοχής της Δωρεάς Ιωνίδη από το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης αποτελεί βέβαια και τον πρώτο ευεργέτη του νεώτερου Πειραιά, του οποίου άλλωστε από το 1849 υπήρξε δημότης, με απόφαση της Δημοτικής Αρχής. Η Ιωνίδειος Σχολή του Πειραιά δημιουργήθηκε, το 1845, από την δωρεά του Κωνσταντίνου Ιωνίδη. Το 1844 ο Δήμαρχος Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης απευθύνθηκε, στον Ιωνίδη ζητώντας βοήθεια για την ίδρυση σχολείων στον Πειραιά. Εκείνος ανταποκρίθηκε άμεσα δωρίζοντας 30.000 δρχ. υπό τον όρο να αγοραστεί και να διατεθεί από το Δήμο Πειραιά το κατάλληλο οικόπεδο, αλλά και να αναληφθούν από το Δήμο οι λειτουργικές δαπάνες του σχολείου που θα ανεγειρόταν. Μάλιστα Ο Ιωνίδης έκανε σαφές, εξασφαλίζοντας το σχολείο από τα "λαμόγια" που θα εμφανίζονταν στο μέλλον, ότι εαν αλλάξει η χρήση του οικοπέδου, τότε αυτόματα η ιδιοκτησία θα περάσει στους απογόνους του
Το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1845, με την υπ’ αριθ. 177 πράξη αποδέχεται εν ονόματι του Δήμου «την δωρεάν του φιλογενούς και φιλοκάλου ανδρός κ. Κωνσταντίνου Ιωνίδου και διομολογεί την προς αυτόν βαθυτάτην ευγνωμοσύνην του, εν ονόματι της πόλεως…». Στην ίδια πράξη αναφέρεται ότι ο Δήμος θα χορηγεί κάθε χρόνο για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων 7.000 δραχμές. Τα εγκαίνια του κτιρίου έγιναν στις 21 Μαΐου 1847, ενώ λίγες μέρες πριν στις 13 Μαΐου 1847, με επιστολή του την οποία κοινοποίησε και στο δήμαρχο ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης ζητά να ενημερώνονται οι εντολοδόχοι του για κάθε θέμα που αφορούσε τα σχολεία. Στο νέο κτήριο στεγάστηκε το Ελληνικό Σχολείο αλλά και το Αλληλοδιδακτικό, ενώ ο δωρητής διέθεσε ακόμα 10.000 δρχ. για τις ανάγκες του σχολείου και για τη δημιουργία βιβλιοθήκης.
Ήταν το πρώτο σχολικό κτίριο στην πόλη του Πειραιά και σε αυτό στεγάστηκαν το Αλληλοδιδακτήριο (Δημοτικό) Σχολείο Αρρένων και το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο).
Το 1918 στο ίδιο κτίριο στεγάστηκε και το πρώτο Γυμνάσιο του Πειραιά, το οποίο αποτελεί και τον «πρόδρομο» της σημερινής Ιωνιδείου Σχολής.
Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης πέθανε στις 12 Νοεμβρίου του 1852 στην Αθήνα. Η προσφορά του είχε αναγνωριστεί από όλους. Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Ραγκάβης στον επικήδειο λόγο του Ιωνίδη, σύσσωμη οι Έλληνες είχαν αναγνωρίσει την προσφορά του ώστε «η μεν Κυβέρνησις της ΑΜ τω απένειμε την επίσημον αμοιβήν του σταυρού των Ταξιαρχών του βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος η δε Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τον κατέγραψε μετά των ευεργετών της και η Αρχαιολογική έστησεν εις την της ακροπόλεως άνοδον, εις τόπον επιφανέστατον, στήλην λιθίνην, εφ’ ης ενεχάραξε το τε όνομα και την δωρεάν αυτού εις μνήμην αιώνιον».
Σας περιέγραψα ένα μικρό μέρος της ζωής και δράσης ενός Εθνικού Ευεργέτη η προσφορά του οποίου ήταν πραγματικά σημαντική για την Παιδεία της χώρας . Τόσο σημαντική που ορισμένοι τον συγκρίνουν με τους Ζωσιμάδες, τους Ριζάρηδες, τον Καπλάνη και τον Στουρνάρη, με τους οποίους, άλλωστε, είχε πολλά κοινά σημεία. Διότι και αυτοί έταξαν ως μόνο σκοπό της ζωής τους την προαγωγή της Παιδείας και τον φωτισμό των Ελλήνων Μαθητών σε μία εποχή κρίσιμη, που η Ελλάδα μόλις είχε απαλλαγεί από την Τουρκοκρατία.
Ήταν τότε που η Ελλάδα ξεκινούσε, κάτω από αντίξοες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, την πορεία της προς το μέλλον, χωρίς όμως να απολείπει η προσδοκία πως αυτό μπορούσε – και έπρεπε – να είναι καλύτερο.
Χωρίς Ευρωπαική Ένωση, χωρίς ΕΣΠΑ, Μνημόνια και Υπουργείο Παιδείας, με ανθρώπους που είχαν διάθεση να δώσουν και όχι να πάρουν, οραματιστές και όχι διαχειριστές επιχειρηματίες και όχι κρατικοδίαιτοι...
Τελικά μάλλον έχουμε έλλειμμα ανθρώπων και όχι κεφαλάιων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου