Η εκπαίδευση και οι άνθρωποί της
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 22/01/2014 06:00
Ήμουν στην τρίτη γυμνασίου, κάπου εκεί στα δεκατέσσερα, όταν έγινε η ημερίδα επαγγελματικού προσανατολισμού στο σχολείο μου. Ομιλητές από διάφορους κλάδους ήρθαν να μας μιλήσουν, γεμίζοντας το κεφάλι μας με όνειρα αλλά και πολύ χάος. Ποιός μπορεί να ξέρει, έστω και πάνω-κάτω, τι θέλει να ‘γίνει’ στα δεκατέσσερα;
Το πρόβλημα όμως δεν είναι εκεί. Θέλω να εστιάσω σ’ ένα άλλο, βαθύτερο και βασικότερο πρόβλημα που, κοιτώντας πίσω, αντικρίζω με τρόμο. Μετά τις διαλέξεις και τις διάφορες παρουσιάσεις των επαγγελματικών κλάδων, ακολούθησε μια συζήτηση χαλαρή, στην τάξη, όπου η δασκάλα ‘Κοινωνικής Ζωής’ (μια τεράστια, ψηλή, αρκετά αδαής και αφελής κυρία με ξανθά μαλλιά και κοραλί κραγιόν, της οποίας δεν θυμάμαι πια το όνομα) έπιασε έναν έναν τους μαθητές και τους ρώτησε τι σκέφτονται για το μέλλον τους.
‘Οταν ήρθε η σειρά μου, απάντησα με πολλή σιγουριά και στόμφο ότι θα ήθελα να ασχοληθώ με την τέχνη. Εκείνη ήταν η πρώτη χρονιά στα μαθητικά μου χρόνια που είχα αρχίσει να χάνω κάθε ενδιαφέρον για τα μαθήματα του σχολείου και διάφορες ζωγραφιές και κολλάζ είχαν αρχίσει να γεμίζουν τα τετράδιά μου. Ήμουν πολύ καλή στη λογοτεχνία και τα ελληνικά, και στη ζωγραφική και τα αθλητικά.
Όλα τα υπόλοιπα είχαν αρχίσει να πέφτουν κάτω από το 14 στα 20. Η δασκάλα ρόλλαρε τα μάτια της σε προφανή ένδειξη απελπισίας-αδιαφορίας, και είπε: «Ντάξει, εσύ έτσι κι αλλιώς στα μαθήματα δεν τα πας και τόσο καλά, και φαντάζομαι η επιλογή είναι πιο εύκολη. Αλλά για πάμε, για παράδειγμα στην Αιμιλιάνα, μια μαθήτρια του 19-20, η οποία έχει και τόσες επιλογές διότι σε όλα είναι καλή. Αιμιλιάνα, πες μας κορίτσι μου, τι σκέφτεσαι εσύ για το μέλλον;».
Τα γράφω αυτά και νιώθω ακόμα τον θυμό και μια ταχυπαλμία να με κυριεύει, τόσα χρόνια μετά. Αν μπορούσα, θα της είχα πετάξει το θρανίο και την καρέκλα στο κεφάλι. Αλλά δεν το έκανα. Το αποτέλεσμα ποιό ήταν; Η αδιαφορία μου για το σχολείο από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα μεγάλωσε τόσο πολύ, που δεν πήγαινα πια σχεδόν ποτέ στο μάθημά της και σε όλα τα υπόλοιπα στα οποία δεν ήμουν καλή.
Ο καθηγητής μαθηματικών με σήκωνε κάθε μέρα στον πίνακα, και κάθε μέρα τον απογοήτευα διότι είχα αποφασίσει ότι ποτέ ξανά δεν θα διαβάσω κάτι μόνο και μόνο επειδή θα εξεταστώ σε αυτό. Ήθελα να με ενδιαφέρει το μάθημα. Ήθελα να διαβάσω κάτι επειδή το κατανοούσα, όχι επειδή έπρεπε. Το επόμενο έτος, στην πρώτη λυκείου, όπου είχα αντίστοιχη αντιμετώπιση στα μαθήματα στα οποία υστερούσα, έκανα τόσες αδικαιολόγητες απουσίες που κόντεψα να μείνω τάξη.
Επίσης, ένιωθα μια αβάσταχτη στενοχώρια που οι καθηγητές - οι περισσότεροι – είχαν τόσο μεγάλη απόσταση απο τους μαθητές τους. Κι εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να δηλώσω συμμετοχή στο International Baccalaureate, ένα πρόγραμμα σχεδόν νεοσύστατο και ακόμα σε φάση πειραματισμού σε πολλά από τα μαθήματά του, το οποίο πρόσφερε στα παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό μια εισαγωγή στο πανεπιστημιακό περιβαλλον του εξωτερικού. Με λίγα λόγια, λιγότερα μαθήματα, και μεγαλύτερη έμφαση στο γράψιμο και την κατανόηση και όχι την παπαγαλία. Και με πήραν. (Κυρίως χάρη στη διαγωγή μου και το επίπεδο αγγλικών μου, γιατί από βαθμούς δεν τα πήγαινα και τέλεια).
Και μια νέα σελίδα γύρισε. Ξαφνικά, οι περισσότεροι καθηγητές ήταν νέοι. ΄Ηταν σπουδασμένοι στο εξωτερικό. Δεν μας σήκωναν στον πίνακα και δεν μας έβαζαν να μάθουμε παπαγαλία τα κείμενα. Στο μάθημα γελούσαμε. Κάναμε πλάκα. Δεν ήταν βέβαια, όπως τίποτα στη ζωή αυτή, τέλειο.
Πολλοί το βρήκαν σαν μια ευκαιρία να λουφάρουν από το ελληνικό, απαιτητικό σύστημα με τις Πανελλήνιες. Αλλά για μένα άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του ένας νέος κόσμος, ο οποίος δεν βρισκόταν απλώς απέξω μου, αλλά και μέσα μου, το οποίο κανείς δεν είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει από το νηπιαγωγείο κι έπειτα. Στο μάθημα λογοτεχνίας, αναλύαμε τα Ερωτικά του Καβάφη. Διαβάσαμε Πολίτη και Παπαδιαμάντη, αναλύσαμε τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμύ και τον Τσέχωφ.
Στο μάθημα αγγλικών είδαμε ταινίες του Όλιβερ Στόουν, και διαβάσαμε Σαίξπηρ στην αυθεντική του γλώσσα. Και, το σημαντικότερο απ’όλα: δεν έπρεπε να κάνουμε θρησκευτικά. Αντιθέτως, πήρα ένα μάθημα (διότι είχαμε και επιλογή στα μαθήματα, επιτέλους), που λεγόταν World Cutlures. Κι εκεί έμαθα για το Ισλάμ, για τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό, για τους φαραώ της Αιγύπτου και την περίοδο του Ακενατών, για τους Μεξικανούς τοιχογράφους και τη ρωσική Avant-garde. Και εκείνες τις δυο χρονιές, τις δύο τελευταίες του λυκείου όπου πια δεν ήμουν κομμάτι του αναγνωρισμένου ελληνικού συστήματος εκπαίδευσης (του υπουργείου παιδείας δηλαδή), ήμουν από τους καλύτερους και πιο συγκεντρωμένους μαθητές στην τάξη.
Στην Αγγλία, όπου κατέληξα να συνεχίσω τις σπουδές μου πάνω στην αρχαιολογία και έπειτα στην κοινωνική ανθρωπολογία, ήμουν αριστούχος. Κι όμως, ανακαλυψα πόσα πράγματα το σχολείο, η ιστορία, για παράδειγμα, δεν μου έμαθε. Εκεί έμαθα ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ακριβώς ελληνική αυτοκρατορία, αλλά συνέχεια της ρωμαϊκής (δικό μου λάθος, ή έτσι το περνούσαν τα βιβλία ιστορίας τότε;).
Εκεί έμαθα ότι η Αγγλία ήταν αυτοκρατορία. Εκεί διάβασα για το σκλαβεμπόριο και την αποικιοκρατία. Εκεί έμαθα για τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκεί έμαθα για τους γερμανούς φιλόσοφους. Και πιστέψτε με, εκεί έμαθα για τον ελληνικό εμφύλιο. Αυτά – όλα αυτά – δεν είχαν φτάσει στα αυτιά μου όσο ζούσα, μαθήτρια, στην Ελλάδα· ή τουλάχιστον δεν τα είχα κατανοήσει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τότε, μπορεί να χαρακτηριστεί εμμονικό. Εμμονικό με το παρελθόν, τις μεγάλες ιδέες, και πολύ, μα πολύ, περιορισμένο στον ελληνικό χώρο.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια κι έπειτα δεν κύλησαν κι ούτε κυλούν όλα ρόδινα στον επαγγελματικό τομέα. Χάθηκα, έψαξα, ξαναχάθηκα, ήρθε η κρίση, έφυγα, ξαναήρθα, και μάλλον ξαναφεύγω. Και μέσα μου υπάρχει μια σιγοβράζουσα πικρία για αυτή τη χώρα, για αυτά τα συστήματα, τα απαρχαιωμένα και εξαναγκαστικά, της εκπαίδευσης αλλά και της εκμάθησης του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα.
Ποιός θα μάθει να αγαπάει τον Παπαδιαμάντη, για παράδειγμα, αν δεν μάθει πώς να τον διαβάζει με αγάπη και πρέπει να απαγγείλει μια παράγραφό του στον πίνακα; Εγώ δυστυχώς έτσι μεγάλωσα ως επί το πλείστον, ειδικά στο γυμνάσιο. Μιά άτυχη συγκυρία ανθρώπων; Το εύχομαι, αν και δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό. Πώς ένα παιδί θα καταλάβει τον Καβάφη εάν ο καθηγητής δεν καταφέρει να περάσει (και δεν έχει) το πάθος του για το μεγαλείο της ποίησης και των άπειρων στρωμάτων και μελωδιών που αγγίζει αυτή με απλότητα αντί για απειλητική σοβαροφάνεια και εξαναγκασμό;
Ευτυχώς υπήρχαν (μετρημένοι στα δάχτυλα αλλά υπήρχαν) κάποιοι δάσκαλοι-νησίδες που επέπλεαν πάνω από τον βούρκο των υπολοίπων, όπως ήταν μια κεφάτη και ευφάνταστη καθηγήτρια ιστορίας στο γυμνάσιο (της οποίας το όνομα και βέβαια το θυμάμαι). Εκείνη μας είχε βάλει μια εργασία για τον διαφωτισμό όπου έπρεπε να φανταστούμε και να περιγράψουμε τις ζωές μας σε κάποια πρωτεύουσα του διαφωτισμού. Εκείνη την κυρία, δεν θα αναφέρω το όνομά της, τη θυμάμαι σαν μια οπτασία μέσα σε μια γκρίζα λίμνη κατσούφικων και βαρεμένων καθηγητών που πήγαν κι ήρθαν, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους ούτε και μέσα μας.
Δεν είναι μια πολεμική επιστολή κατά του ελληνισμού, ούτε της Ελλάδος, υπέρ μιας ξενομανίας ετούτο το άρθρο. Είναι μόνο μια έκκληση να ανοίξουν οι ορίζοντές μας και να απελευθερωθεί το δυναμικό μιας ολόκληρης χώρας και μιας ομάδας προικισμένων νέων που ακόμα είναι μαθητές να διευρίνουν τον κόσμο τους και να τους δοθεί η ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν.
Ίσως μέσα μου βαθιά χρωστάω πολλά στην κυρία τάδε με το κοραλί κραγιόν και τις τεράστιες της διαστάσεις, διότι μου έδειξε τι δεν είμαι. Και αν δεν ξέρεις – ακόμα, ή και ποτέ – τι είσαι, είναι σημαντικό τουλάχιστον να ξέρεις τι δεν είσαι.
*Η Αλεξία Λιακουνάκου είναι αρθρογράφος και κοινωνική ανθρωπολόγος με εξειδίκευση στη δυτική Αφρική και την Ελλάδα.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 22/01/2014 06:00
Ήμουν στην τρίτη γυμνασίου, κάπου εκεί στα δεκατέσσερα, όταν έγινε η ημερίδα επαγγελματικού προσανατολισμού στο σχολείο μου. Ομιλητές από διάφορους κλάδους ήρθαν να μας μιλήσουν, γεμίζοντας το κεφάλι μας με όνειρα αλλά και πολύ χάος. Ποιός μπορεί να ξέρει, έστω και πάνω-κάτω, τι θέλει να ‘γίνει’ στα δεκατέσσερα;
Το πρόβλημα όμως δεν είναι εκεί. Θέλω να εστιάσω σ’ ένα άλλο, βαθύτερο και βασικότερο πρόβλημα που, κοιτώντας πίσω, αντικρίζω με τρόμο. Μετά τις διαλέξεις και τις διάφορες παρουσιάσεις των επαγγελματικών κλάδων, ακολούθησε μια συζήτηση χαλαρή, στην τάξη, όπου η δασκάλα ‘Κοινωνικής Ζωής’ (μια τεράστια, ψηλή, αρκετά αδαής και αφελής κυρία με ξανθά μαλλιά και κοραλί κραγιόν, της οποίας δεν θυμάμαι πια το όνομα) έπιασε έναν έναν τους μαθητές και τους ρώτησε τι σκέφτονται για το μέλλον τους.
‘Οταν ήρθε η σειρά μου, απάντησα με πολλή σιγουριά και στόμφο ότι θα ήθελα να ασχοληθώ με την τέχνη. Εκείνη ήταν η πρώτη χρονιά στα μαθητικά μου χρόνια που είχα αρχίσει να χάνω κάθε ενδιαφέρον για τα μαθήματα του σχολείου και διάφορες ζωγραφιές και κολλάζ είχαν αρχίσει να γεμίζουν τα τετράδιά μου. Ήμουν πολύ καλή στη λογοτεχνία και τα ελληνικά, και στη ζωγραφική και τα αθλητικά.
Όλα τα υπόλοιπα είχαν αρχίσει να πέφτουν κάτω από το 14 στα 20. Η δασκάλα ρόλλαρε τα μάτια της σε προφανή ένδειξη απελπισίας-αδιαφορίας, και είπε: «Ντάξει, εσύ έτσι κι αλλιώς στα μαθήματα δεν τα πας και τόσο καλά, και φαντάζομαι η επιλογή είναι πιο εύκολη. Αλλά για πάμε, για παράδειγμα στην Αιμιλιάνα, μια μαθήτρια του 19-20, η οποία έχει και τόσες επιλογές διότι σε όλα είναι καλή. Αιμιλιάνα, πες μας κορίτσι μου, τι σκέφτεσαι εσύ για το μέλλον;».
Τα γράφω αυτά και νιώθω ακόμα τον θυμό και μια ταχυπαλμία να με κυριεύει, τόσα χρόνια μετά. Αν μπορούσα, θα της είχα πετάξει το θρανίο και την καρέκλα στο κεφάλι. Αλλά δεν το έκανα. Το αποτέλεσμα ποιό ήταν; Η αδιαφορία μου για το σχολείο από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα μεγάλωσε τόσο πολύ, που δεν πήγαινα πια σχεδόν ποτέ στο μάθημά της και σε όλα τα υπόλοιπα στα οποία δεν ήμουν καλή.
Ο καθηγητής μαθηματικών με σήκωνε κάθε μέρα στον πίνακα, και κάθε μέρα τον απογοήτευα διότι είχα αποφασίσει ότι ποτέ ξανά δεν θα διαβάσω κάτι μόνο και μόνο επειδή θα εξεταστώ σε αυτό. Ήθελα να με ενδιαφέρει το μάθημα. Ήθελα να διαβάσω κάτι επειδή το κατανοούσα, όχι επειδή έπρεπε. Το επόμενο έτος, στην πρώτη λυκείου, όπου είχα αντίστοιχη αντιμετώπιση στα μαθήματα στα οποία υστερούσα, έκανα τόσες αδικαιολόγητες απουσίες που κόντεψα να μείνω τάξη.
Επίσης, ένιωθα μια αβάσταχτη στενοχώρια που οι καθηγητές - οι περισσότεροι – είχαν τόσο μεγάλη απόσταση απο τους μαθητές τους. Κι εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να δηλώσω συμμετοχή στο International Baccalaureate, ένα πρόγραμμα σχεδόν νεοσύστατο και ακόμα σε φάση πειραματισμού σε πολλά από τα μαθήματά του, το οποίο πρόσφερε στα παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό μια εισαγωγή στο πανεπιστημιακό περιβαλλον του εξωτερικού. Με λίγα λόγια, λιγότερα μαθήματα, και μεγαλύτερη έμφαση στο γράψιμο και την κατανόηση και όχι την παπαγαλία. Και με πήραν. (Κυρίως χάρη στη διαγωγή μου και το επίπεδο αγγλικών μου, γιατί από βαθμούς δεν τα πήγαινα και τέλεια).
Και μια νέα σελίδα γύρισε. Ξαφνικά, οι περισσότεροι καθηγητές ήταν νέοι. ΄Ηταν σπουδασμένοι στο εξωτερικό. Δεν μας σήκωναν στον πίνακα και δεν μας έβαζαν να μάθουμε παπαγαλία τα κείμενα. Στο μάθημα γελούσαμε. Κάναμε πλάκα. Δεν ήταν βέβαια, όπως τίποτα στη ζωή αυτή, τέλειο.
Πολλοί το βρήκαν σαν μια ευκαιρία να λουφάρουν από το ελληνικό, απαιτητικό σύστημα με τις Πανελλήνιες. Αλλά για μένα άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του ένας νέος κόσμος, ο οποίος δεν βρισκόταν απλώς απέξω μου, αλλά και μέσα μου, το οποίο κανείς δεν είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει από το νηπιαγωγείο κι έπειτα. Στο μάθημα λογοτεχνίας, αναλύαμε τα Ερωτικά του Καβάφη. Διαβάσαμε Πολίτη και Παπαδιαμάντη, αναλύσαμε τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμύ και τον Τσέχωφ.
Στο μάθημα αγγλικών είδαμε ταινίες του Όλιβερ Στόουν, και διαβάσαμε Σαίξπηρ στην αυθεντική του γλώσσα. Και, το σημαντικότερο απ’όλα: δεν έπρεπε να κάνουμε θρησκευτικά. Αντιθέτως, πήρα ένα μάθημα (διότι είχαμε και επιλογή στα μαθήματα, επιτέλους), που λεγόταν World Cutlures. Κι εκεί έμαθα για το Ισλάμ, για τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό, για τους φαραώ της Αιγύπτου και την περίοδο του Ακενατών, για τους Μεξικανούς τοιχογράφους και τη ρωσική Avant-garde. Και εκείνες τις δυο χρονιές, τις δύο τελευταίες του λυκείου όπου πια δεν ήμουν κομμάτι του αναγνωρισμένου ελληνικού συστήματος εκπαίδευσης (του υπουργείου παιδείας δηλαδή), ήμουν από τους καλύτερους και πιο συγκεντρωμένους μαθητές στην τάξη.
Στην Αγγλία, όπου κατέληξα να συνεχίσω τις σπουδές μου πάνω στην αρχαιολογία και έπειτα στην κοινωνική ανθρωπολογία, ήμουν αριστούχος. Κι όμως, ανακαλυψα πόσα πράγματα το σχολείο, η ιστορία, για παράδειγμα, δεν μου έμαθε. Εκεί έμαθα ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ακριβώς ελληνική αυτοκρατορία, αλλά συνέχεια της ρωμαϊκής (δικό μου λάθος, ή έτσι το περνούσαν τα βιβλία ιστορίας τότε;).
Εκεί έμαθα ότι η Αγγλία ήταν αυτοκρατορία. Εκεί διάβασα για το σκλαβεμπόριο και την αποικιοκρατία. Εκεί έμαθα για τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκεί έμαθα για τους γερμανούς φιλόσοφους. Και πιστέψτε με, εκεί έμαθα για τον ελληνικό εμφύλιο. Αυτά – όλα αυτά – δεν είχαν φτάσει στα αυτιά μου όσο ζούσα, μαθήτρια, στην Ελλάδα· ή τουλάχιστον δεν τα είχα κατανοήσει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τότε, μπορεί να χαρακτηριστεί εμμονικό. Εμμονικό με το παρελθόν, τις μεγάλες ιδέες, και πολύ, μα πολύ, περιορισμένο στον ελληνικό χώρο.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια κι έπειτα δεν κύλησαν κι ούτε κυλούν όλα ρόδινα στον επαγγελματικό τομέα. Χάθηκα, έψαξα, ξαναχάθηκα, ήρθε η κρίση, έφυγα, ξαναήρθα, και μάλλον ξαναφεύγω. Και μέσα μου υπάρχει μια σιγοβράζουσα πικρία για αυτή τη χώρα, για αυτά τα συστήματα, τα απαρχαιωμένα και εξαναγκαστικά, της εκπαίδευσης αλλά και της εκμάθησης του ελληνικού πολιτισμού γενικότερα.
Ποιός θα μάθει να αγαπάει τον Παπαδιαμάντη, για παράδειγμα, αν δεν μάθει πώς να τον διαβάζει με αγάπη και πρέπει να απαγγείλει μια παράγραφό του στον πίνακα; Εγώ δυστυχώς έτσι μεγάλωσα ως επί το πλείστον, ειδικά στο γυμνάσιο. Μιά άτυχη συγκυρία ανθρώπων; Το εύχομαι, αν και δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό. Πώς ένα παιδί θα καταλάβει τον Καβάφη εάν ο καθηγητής δεν καταφέρει να περάσει (και δεν έχει) το πάθος του για το μεγαλείο της ποίησης και των άπειρων στρωμάτων και μελωδιών που αγγίζει αυτή με απλότητα αντί για απειλητική σοβαροφάνεια και εξαναγκασμό;
Ευτυχώς υπήρχαν (μετρημένοι στα δάχτυλα αλλά υπήρχαν) κάποιοι δάσκαλοι-νησίδες που επέπλεαν πάνω από τον βούρκο των υπολοίπων, όπως ήταν μια κεφάτη και ευφάνταστη καθηγήτρια ιστορίας στο γυμνάσιο (της οποίας το όνομα και βέβαια το θυμάμαι). Εκείνη μας είχε βάλει μια εργασία για τον διαφωτισμό όπου έπρεπε να φανταστούμε και να περιγράψουμε τις ζωές μας σε κάποια πρωτεύουσα του διαφωτισμού. Εκείνη την κυρία, δεν θα αναφέρω το όνομά της, τη θυμάμαι σαν μια οπτασία μέσα σε μια γκρίζα λίμνη κατσούφικων και βαρεμένων καθηγητών που πήγαν κι ήρθαν, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους ούτε και μέσα μας.
Δεν είναι μια πολεμική επιστολή κατά του ελληνισμού, ούτε της Ελλάδος, υπέρ μιας ξενομανίας ετούτο το άρθρο. Είναι μόνο μια έκκληση να ανοίξουν οι ορίζοντές μας και να απελευθερωθεί το δυναμικό μιας ολόκληρης χώρας και μιας ομάδας προικισμένων νέων που ακόμα είναι μαθητές να διευρίνουν τον κόσμο τους και να τους δοθεί η ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν.
Ίσως μέσα μου βαθιά χρωστάω πολλά στην κυρία τάδε με το κοραλί κραγιόν και τις τεράστιες της διαστάσεις, διότι μου έδειξε τι δεν είμαι. Και αν δεν ξέρεις – ακόμα, ή και ποτέ – τι είσαι, είναι σημαντικό τουλάχιστον να ξέρεις τι δεν είσαι.
*Η Αλεξία Λιακουνάκου είναι αρθρογράφος και κοινωνική ανθρωπολόγος με εξειδίκευση στη δυτική Αφρική και την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου