ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ: Η ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
08/07/2014 · από Theophilos Tramboulis · in ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ · 5 σχόλια
Καθώς η Αθήνα επεκτείνεται προς τη θάλασσα, τα ίχνη μιας παλιάς ιστορίας αναγγέλλουν την ανέγερση της καινούργιας αυτής πόλης κατά μήκος ενός κόμβου που την κόβει στη μέση.
Του Θεόφιλου Τραμπούλη και της Έφης Γιαννοπούλου
Ισχυριστήκαμε στα «Πολιτισμένα» του UNFOLLOW 29 ότι η πολιτιστική γεωγραφία της Αθήνας έχει αρχίσει να μετατοπίζεται προς τον άξονα της λεωφόρου Συγγρού. Η ανάπτυξη αυτή σχετίζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη δραστηριότητα μεγάλων ιδιωτικών φορέων, κυρίως του Ιδρύματος Νιάρχου, του Ιδρύματος Ωνάση και του Οργανισμού ΝΕΟΝ, και δεν είναι ανεξάρτητη από ευρύτερες οικονομικές, πολεοδομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές. Τις αποτυπώνει και τις προοικονομεί.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τον πολιτιστικό άξονα της Συγγρού υπό το πρίσμα δύο επίδικων ζητημάτων που αφορούν το δημόσιο χώρο και βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης, την πώληση του Ελληνικού και το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό. Πρόκειται για δύο σημαίνουσες πολιτικές αποφάσεις ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας, που αλλάζουν ριζικά τον αστικό χάρτη: η Αθήνα που ανοίγεται προς τη θάλασσα και αποκτά καινούργιο μέτωπο χαράσσει νέες διαδρομές και σχέσεις.
Η άρθρωση μεγάλων και μνημειακών κέντρων πολιτισμού, όπως η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και το σύμπλεγμα Εθνικής Βιβλιοθήκης και Λυρικής Σκηνής μαζί με το Πάρκο Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου, κατά μήκος του κατεξοχήν κόμβου ταχείας κυκλοφορίας που οδηγεί προς την παραλία, δεν είναι χωρίς συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίον εντάσσεται η πολιτιστική δραστηριότητα στη ζωή της πόλης. Το καθένα ορίζει έναν δικό του χώρο αυτονομίας, αποσπασμένο από το κέντρο και τις χρήσεις του. Είναι παραδειγματική η αντίφαση: ενώ πεζοδρομείται η Πανεπιστημίου και προγραμματίζεται η ανάπλασή της ως κομβικού δημόσιου χώρου περιπάτου και ήπιας πολιτιστικής ανάπτυξης στο κέντρο της πόλης, η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταφέρεται από την Πανεπιστημίου στο σύμπλεγμα του φαληρικού Δέλτα. Εκεί εντάσσεται σε έναν νέο χώρο περιπάτου και πολιτιστικής ανάπτυξης, αυτή τη φορά όμως οριοθετημένο και ξέχωρο από την αστική ροή.
Η ανάδειξη των μεγάλων αυτών ιδιωτικών φορέων σε πρωταγωνιστές της πολιτιστικής ζωής συμπίπτει χρονικά με την υποχώρηση τόσο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων όσο και των ιδιωτικών χορηγιών για τον πολιτισμό. Μολονότι πολλά άλλα ιδιωτικά ιδρύματα και πολιτιστικοί φορείς έχουν δραστηριοποιηθεί συστηματικά και έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ελληνική καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή, εδώ έχουμε ορισμένα κοινά ποιοτικά γνωρίσματα, που μας επιτρέπουν να μιλάμε για αλλαγή παραδείγματος.
Καταρχάς, η συστηματική εμπλοκή στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου. Έτσι, η πολιτική των ιδρυμάτων δεν εξαντλείται στο κατεξοχήν πολιτιστικό έργο, αλλά επεκτείνεται σε ζητήματα πολεοδομικής τάξης και σχεδιασμού. Η ανάπλαση του φαληρικού Δέλτα έχει μείζονα συμβολή στον καθορισμό του θαλάσσιου μετώπου της πόλης, ενώ η χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Ωνάση των μελετών για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου παρεμβαίνει ριζικά στο κέντρο του αστικού ιστού. Μικρότερης εμβέλειας, η ανάπλαση του Εθνικού Κήπου από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στοχεύει, ωστόσο, στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του βασικού βοτανικού μνημείου και πάρκου της πόλης.
Κατά δεύτερο λόγο, ο τρόπος συνεργασίας με το Δημόσιο. Σε περιβάλλον κρίσης, τα ιδρύματα έχουν αναλάβει διττό ρόλο. Από τη μία, να υποστηρίξουν με επενδύσεις μακροπρόθεσμης πνοής τις πολιτιστικές υποδομές που το κράτος δεν μπορεί πλέον να αναλάβει. Από την άλλη, να εξασφαλίσουν μια στοιχειώδη κίνηση της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής με χρηματοδότηση παραγωγών, καλλιτεχνών και έργων. Πρόκειται στην ουσία για σύμπραξη με το Δημόσιο και όχι για μονόδρομη (προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όπως ίσχυε κυρίως έως τώρα) χρηματοδότηση.
Μολονότι θα έλεγε κανείς πως αυτή η σχέση σύμπραξης έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για το δημόσιο συμφέρον, καθώς πάγιες ανάγκες του κράτους καλύπτονται με ιδιωτική πρωτοβουλία, εντούτοις δεν είναι χωρίς προβλήματα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τις ισχνές επιδόσεις του ελληνικού δημοσίου στον προγραμματισμό και τη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής. Ο κάθε φορέας έχει τον δικό του τομέα ευθύνης, τη δική του πολιτική και το δικό του πλαίσιο αναφοράς που, είτε λειτουργούν προσθετικά είτε συμπληρωματικά, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δημόσια πολιτική. Ένα παράδειγμα: με την υπό ανέγερση Λυρική Σκηνή η Αθήνα θα διαθέτει μια ακόμη υψηλής ποιότητας αίθουσα λυρικού θεάτρου, εκεί που το καταχρεωμένο Μέγαρο Μουσικής δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη λειτουργία του και ήδη σχεδιάζεται η ανάπλαση του Ωδείου Αθηνών και η ανάδειξη των αναξιοποίητων χώρων του μνημειακού κτιρίου του Ιωάννη Δεσποτόπουλου.
Επιπλέον, θα άξιζε κανείς να αναρωτηθεί εάν η σύμπραξη αυτή δεν αλλοιώνει ορισμένες πάγιες προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής για την παιδεία και τον πολιτισμό. Έτσι, όπως επισημαίναμε και στο προηγούμενο τεύχος, ο αυτονόητος εκσυγχρονισμός του ρόλου και του χαρακτήρα μιας βιβλιοθήκης σήμερα συνδέεται από το Ίδρυμα Νιάρχου με έναν εμφατικά ψυχαγωγικό και ανάλαφρο χαρακτήρα στο σχεδιασμό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Προγραμματικά, αυτή η αναθεώρηση δεν σημαίνει πως αλλοιώνεται ο αρχειακός και ερευνητικός ρόλος που οφείλει να επιτελεί ένας τέτοιος δημόσιος θεσμός. Για να είναι όμως αποτελεσματική θα πρέπει να συνδέεται με αντίστοιχες αλλαγές στη δημόσια πολιτική για το βιβλίο, στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια, στις ερευνητικές προτεραιότητες του κράτους – αποφάσεις, δηλαδή, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις αρμοδιότητες του Ιδρύματος Νιάρχου.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, το περιεχόμενο και οι μορφές που προκρίνουν. Οι πολιτιστικές πολιτικές των ιδιωτικών φορέων συνδέονταν παραδοσιακά με κάποιου είδους παρωχημένη και ακαδημαϊκή τέχνη – σε κάποιο βαθμό λογικό και άμεσα συνδεδεμένο με τα γνωρίσματα του πλούτου εκείνου που μπορούσε και ήθελε να χρηματοδοτεί τον πολιτισμό. Όχι χωρίς κάποιες εξαιρέσεις, κυρίως στη μοναχική περίπτωση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και στις διστακτικές προσπάθειες του Μουσείου Μπενάκη και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης να συνομιλήσουν με το σύγχρονο. Στην περίπτωση ωστόσο των φορέων αυτών το βάρος πέφτει όχι μόνο στη σύγχρονη τέχνη αλλά, ακόμη περισσότερο, στη διερεύνηση και την ανάδειξη του καινοτόμου λόγου, των πειραματικών και των ερευνητικών, ατελών μορφών, εκείνων που αποκαλούμε –συνήθως με κάποια αμηχανία– πρότζεκτ. Είναι αλήθεια βέβαια πως ζούμε σε μια εποχή μεταπρωτοπορίας όπου θεσμικό και ρηξικέλευθο, ακαδημαϊκό και ριζοσπαστικό συνυπάρχουν στο ίδιο πλαίσιο.Στο ελληνικό περιβάλλον όμως της ισχυρής αναδίπλωσης και του διάτρητου κεντρικού σχεδιασμού, η προβολή των σύγχρονων μορφών δεν είναι χωρίς προβλήματα. Δύο παραδείγματα. Η αναγραφή στίχων του Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ένα έργο που είχε χρηματοδοτήσει η Στέγη στο πλαίσιο του έτους Καβάφη, υπονομεύτηκε τελικά από μια διπλή ατολμία. Αφενός της επιτροπής που ανέλαβε το έργο και δεν τόλμησε να αναδείξει τον αποσπασματικό, θραυσματικό χαρακτήρα της αρχικής ιδέας. Αφετέρου, της λόγιας κριτικής που δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον μηχανισμό αποσύνταξης του καβαφικού έργου. Την ίδια αμηχανία συναντάμε και στην υποδοχή της πρότασης του Οργανισμού ΝΕΟΝ για τη διοργάνωση μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης στον Εθνικό Κήπο. Η πρόταση δεν συνάντησε την κριτική μόνο εκείνων που ανησυχούσαν για την αλλοίωση του χαρακτήρα του βοτανικού μνημείου. Συνάντησε επιπλέον τη λυσσαλέα αμηχανία των περιοίκων της οδού Ηρώδου Αττικού, που φοβούνται πως η σύγχρονη τέχνη είναι ο προθάλαμος μιας επικίνδυνης εκλαΐκευσης του μνημείου και του περιβάλλοντός τους.
Τα παραπάνω κοινά σημεία στην πολιτική των ιδρυμάτων δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Το Ίδρυμα Ωνάση έχει ορίσει κατά κύριο λόγο έναν περιγεγραμμένο χώρο δράσης, ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό κέλυφος εντός του οποίου διαχειρίζεται τις δικές του παραγωγές και αναθέσεις. Το Ίδρυμα Νιάρχου, από την άλλη, με μεγάλη παράδοση στις πολιτιστικές χορηγίες κάθε επιπέδου, από τη σύγχρονη τέχνη έως παραδοσιακούς συλλόγους, έχει αναλάβει
την κατασκευή ενός κεφαλαιώδους έργου υποδομής το οποίο θα παραχωρήσει στο ελληνικό δημόσιο. Αν και η αρχική συμφωνία προέβλεπε την παράδοση των κλειδιών αμέσως μετά το τέλος της κατασκευής των κτιρίων, φαίνεται σήμερα πως η εμπλοκή του Ιδρύματος στη συνέχεια θα είναι μεγαλύτερη και δεν θα περιορίζεται στη διαχείριση του Πάρκου Πολιτισμού. Ο Οργανισμός ΝΕΟΝ, τέλος, συνεργάζεται δομικά με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Υπουργείο Παιδείας αναλαμβάνοντας πιο παραδοσιακούς χορηγικούς ρόλους.
Εκτός όμως από τις διαφορές στην οργάνωση των πολιτιστικών τους δραστηριοτήτων, ενδεικτικός είναι και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο τα ιδρύματα εγγράφονται στην ιστορία και ο τρόπος με τον οποίο η δράση τους μπορεί να αποτελέσει σημαίνον μιας ευρύτερης πολιτικής, ιστορικής και συμβολικής αφήγησης. Από τη μία ο Οργανισμός ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, μη κερδοσκοπική εταιρεία που διαχειρίζεται την προσωπική περιουσία του ιδρυτή της, είναι παραδειγματικός για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας: τη μετάβαση από το παραγωγικό μοντέλο της γαλακτοβιομηχανίας ΔΕΛΤΑ την οποία δημιούργησε η προηγούμενη γενιά της οικογένειας Δασκαλόπουλου στο χρηματοπιστωτικό μοντέλο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και το αξιακό σύστημα που αυτό δημιουργεί. Από την άλλη, το Ίδρυμα Ωνάση και το Ίδρυμα Νιάρχου είναι η καταληκτική έως τώρα στιγμή μιας ιστορίας εμπλοκής της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας, της αίγλης και της ταραχής, των αδιαφανών επιχειρηματικών συμφερόντων και των πολιτικών περιπετειών της Ελλάδας στον εικοστό αιώνα.
Μολονότι θα ήταν αστόχαστα αφελές να συνδέσει κανείς άμεσα την ιστορία αυτή με την πολιτική των ιδρυμάτων, θα ήταν αδύνατο και εξίσου αφελές να προσεγγίσει τους μηχανισμούς της συγκρότησης και της ανάπτυξής τους, αγνοώντας την. Καθώς η Αθήνα επεκτείνεται προς τη θάλασσα, τα ίχνη μιας παλιάς ιστορίας αναγγέλλουν την ανέγερση της καινούργιας αυτής πόλης κατά μήκος ενός κόμβου που κόβει την πόλη στη μέση.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 30
08/07/2014 · από Theophilos Tramboulis · in ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ · 5 σχόλια
Καθώς η Αθήνα επεκτείνεται προς τη θάλασσα, τα ίχνη μιας παλιάς ιστορίας αναγγέλλουν την ανέγερση της καινούργιας αυτής πόλης κατά μήκος ενός κόμβου που την κόβει στη μέση.
Του Θεόφιλου Τραμπούλη και της Έφης Γιαννοπούλου
Ισχυριστήκαμε στα «Πολιτισμένα» του UNFOLLOW 29 ότι η πολιτιστική γεωγραφία της Αθήνας έχει αρχίσει να μετατοπίζεται προς τον άξονα της λεωφόρου Συγγρού. Η ανάπτυξη αυτή σχετίζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη δραστηριότητα μεγάλων ιδιωτικών φορέων, κυρίως του Ιδρύματος Νιάρχου, του Ιδρύματος Ωνάση και του Οργανισμού ΝΕΟΝ, και δεν είναι ανεξάρτητη από ευρύτερες οικονομικές, πολεοδομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές. Τις αποτυπώνει και τις προοικονομεί.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τον πολιτιστικό άξονα της Συγγρού υπό το πρίσμα δύο επίδικων ζητημάτων που αφορούν το δημόσιο χώρο και βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης, την πώληση του Ελληνικού και το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό. Πρόκειται για δύο σημαίνουσες πολιτικές αποφάσεις ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας, που αλλάζουν ριζικά τον αστικό χάρτη: η Αθήνα που ανοίγεται προς τη θάλασσα και αποκτά καινούργιο μέτωπο χαράσσει νέες διαδρομές και σχέσεις.
Η άρθρωση μεγάλων και μνημειακών κέντρων πολιτισμού, όπως η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και το σύμπλεγμα Εθνικής Βιβλιοθήκης και Λυρικής Σκηνής μαζί με το Πάρκο Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου, κατά μήκος του κατεξοχήν κόμβου ταχείας κυκλοφορίας που οδηγεί προς την παραλία, δεν είναι χωρίς συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίον εντάσσεται η πολιτιστική δραστηριότητα στη ζωή της πόλης. Το καθένα ορίζει έναν δικό του χώρο αυτονομίας, αποσπασμένο από το κέντρο και τις χρήσεις του. Είναι παραδειγματική η αντίφαση: ενώ πεζοδρομείται η Πανεπιστημίου και προγραμματίζεται η ανάπλασή της ως κομβικού δημόσιου χώρου περιπάτου και ήπιας πολιτιστικής ανάπτυξης στο κέντρο της πόλης, η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταφέρεται από την Πανεπιστημίου στο σύμπλεγμα του φαληρικού Δέλτα. Εκεί εντάσσεται σε έναν νέο χώρο περιπάτου και πολιτιστικής ανάπτυξης, αυτή τη φορά όμως οριοθετημένο και ξέχωρο από την αστική ροή.
Η ανάδειξη των μεγάλων αυτών ιδιωτικών φορέων σε πρωταγωνιστές της πολιτιστικής ζωής συμπίπτει χρονικά με την υποχώρηση τόσο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων όσο και των ιδιωτικών χορηγιών για τον πολιτισμό. Μολονότι πολλά άλλα ιδιωτικά ιδρύματα και πολιτιστικοί φορείς έχουν δραστηριοποιηθεί συστηματικά και έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ελληνική καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή, εδώ έχουμε ορισμένα κοινά ποιοτικά γνωρίσματα, που μας επιτρέπουν να μιλάμε για αλλαγή παραδείγματος.
Καταρχάς, η συστηματική εμπλοκή στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου. Έτσι, η πολιτική των ιδρυμάτων δεν εξαντλείται στο κατεξοχήν πολιτιστικό έργο, αλλά επεκτείνεται σε ζητήματα πολεοδομικής τάξης και σχεδιασμού. Η ανάπλαση του φαληρικού Δέλτα έχει μείζονα συμβολή στον καθορισμό του θαλάσσιου μετώπου της πόλης, ενώ η χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Ωνάση των μελετών για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου παρεμβαίνει ριζικά στο κέντρο του αστικού ιστού. Μικρότερης εμβέλειας, η ανάπλαση του Εθνικού Κήπου από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στοχεύει, ωστόσο, στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του βασικού βοτανικού μνημείου και πάρκου της πόλης.
Κατά δεύτερο λόγο, ο τρόπος συνεργασίας με το Δημόσιο. Σε περιβάλλον κρίσης, τα ιδρύματα έχουν αναλάβει διττό ρόλο. Από τη μία, να υποστηρίξουν με επενδύσεις μακροπρόθεσμης πνοής τις πολιτιστικές υποδομές που το κράτος δεν μπορεί πλέον να αναλάβει. Από την άλλη, να εξασφαλίσουν μια στοιχειώδη κίνηση της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής με χρηματοδότηση παραγωγών, καλλιτεχνών και έργων. Πρόκειται στην ουσία για σύμπραξη με το Δημόσιο και όχι για μονόδρομη (προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όπως ίσχυε κυρίως έως τώρα) χρηματοδότηση.
Μολονότι θα έλεγε κανείς πως αυτή η σχέση σύμπραξης έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για το δημόσιο συμφέρον, καθώς πάγιες ανάγκες του κράτους καλύπτονται με ιδιωτική πρωτοβουλία, εντούτοις δεν είναι χωρίς προβλήματα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τις ισχνές επιδόσεις του ελληνικού δημοσίου στον προγραμματισμό και τη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής. Ο κάθε φορέας έχει τον δικό του τομέα ευθύνης, τη δική του πολιτική και το δικό του πλαίσιο αναφοράς που, είτε λειτουργούν προσθετικά είτε συμπληρωματικά, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δημόσια πολιτική. Ένα παράδειγμα: με την υπό ανέγερση Λυρική Σκηνή η Αθήνα θα διαθέτει μια ακόμη υψηλής ποιότητας αίθουσα λυρικού θεάτρου, εκεί που το καταχρεωμένο Μέγαρο Μουσικής δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη λειτουργία του και ήδη σχεδιάζεται η ανάπλαση του Ωδείου Αθηνών και η ανάδειξη των αναξιοποίητων χώρων του μνημειακού κτιρίου του Ιωάννη Δεσποτόπουλου.
Επιπλέον, θα άξιζε κανείς να αναρωτηθεί εάν η σύμπραξη αυτή δεν αλλοιώνει ορισμένες πάγιες προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής για την παιδεία και τον πολιτισμό. Έτσι, όπως επισημαίναμε και στο προηγούμενο τεύχος, ο αυτονόητος εκσυγχρονισμός του ρόλου και του χαρακτήρα μιας βιβλιοθήκης σήμερα συνδέεται από το Ίδρυμα Νιάρχου με έναν εμφατικά ψυχαγωγικό και ανάλαφρο χαρακτήρα στο σχεδιασμό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Προγραμματικά, αυτή η αναθεώρηση δεν σημαίνει πως αλλοιώνεται ο αρχειακός και ερευνητικός ρόλος που οφείλει να επιτελεί ένας τέτοιος δημόσιος θεσμός. Για να είναι όμως αποτελεσματική θα πρέπει να συνδέεται με αντίστοιχες αλλαγές στη δημόσια πολιτική για το βιβλίο, στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια, στις ερευνητικές προτεραιότητες του κράτους – αποφάσεις, δηλαδή, που υπερβαίνουν κατά πολύ τις αρμοδιότητες του Ιδρύματος Νιάρχου.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, το περιεχόμενο και οι μορφές που προκρίνουν. Οι πολιτιστικές πολιτικές των ιδιωτικών φορέων συνδέονταν παραδοσιακά με κάποιου είδους παρωχημένη και ακαδημαϊκή τέχνη – σε κάποιο βαθμό λογικό και άμεσα συνδεδεμένο με τα γνωρίσματα του πλούτου εκείνου που μπορούσε και ήθελε να χρηματοδοτεί τον πολιτισμό. Όχι χωρίς κάποιες εξαιρέσεις, κυρίως στη μοναχική περίπτωση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και στις διστακτικές προσπάθειες του Μουσείου Μπενάκη και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης να συνομιλήσουν με το σύγχρονο. Στην περίπτωση ωστόσο των φορέων αυτών το βάρος πέφτει όχι μόνο στη σύγχρονη τέχνη αλλά, ακόμη περισσότερο, στη διερεύνηση και την ανάδειξη του καινοτόμου λόγου, των πειραματικών και των ερευνητικών, ατελών μορφών, εκείνων που αποκαλούμε –συνήθως με κάποια αμηχανία– πρότζεκτ. Είναι αλήθεια βέβαια πως ζούμε σε μια εποχή μεταπρωτοπορίας όπου θεσμικό και ρηξικέλευθο, ακαδημαϊκό και ριζοσπαστικό συνυπάρχουν στο ίδιο πλαίσιο.Στο ελληνικό περιβάλλον όμως της ισχυρής αναδίπλωσης και του διάτρητου κεντρικού σχεδιασμού, η προβολή των σύγχρονων μορφών δεν είναι χωρίς προβλήματα. Δύο παραδείγματα. Η αναγραφή στίχων του Καβάφη στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ένα έργο που είχε χρηματοδοτήσει η Στέγη στο πλαίσιο του έτους Καβάφη, υπονομεύτηκε τελικά από μια διπλή ατολμία. Αφενός της επιτροπής που ανέλαβε το έργο και δεν τόλμησε να αναδείξει τον αποσπασματικό, θραυσματικό χαρακτήρα της αρχικής ιδέας. Αφετέρου, της λόγιας κριτικής που δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον μηχανισμό αποσύνταξης του καβαφικού έργου. Την ίδια αμηχανία συναντάμε και στην υποδοχή της πρότασης του Οργανισμού ΝΕΟΝ για τη διοργάνωση μιας έκθεσης σύγχρονης τέχνης στον Εθνικό Κήπο. Η πρόταση δεν συνάντησε την κριτική μόνο εκείνων που ανησυχούσαν για την αλλοίωση του χαρακτήρα του βοτανικού μνημείου. Συνάντησε επιπλέον τη λυσσαλέα αμηχανία των περιοίκων της οδού Ηρώδου Αττικού, που φοβούνται πως η σύγχρονη τέχνη είναι ο προθάλαμος μιας επικίνδυνης εκλαΐκευσης του μνημείου και του περιβάλλοντός τους.
Τα παραπάνω κοινά σημεία στην πολιτική των ιδρυμάτων δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Το Ίδρυμα Ωνάση έχει ορίσει κατά κύριο λόγο έναν περιγεγραμμένο χώρο δράσης, ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό κέλυφος εντός του οποίου διαχειρίζεται τις δικές του παραγωγές και αναθέσεις. Το Ίδρυμα Νιάρχου, από την άλλη, με μεγάλη παράδοση στις πολιτιστικές χορηγίες κάθε επιπέδου, από τη σύγχρονη τέχνη έως παραδοσιακούς συλλόγους, έχει αναλάβει
την κατασκευή ενός κεφαλαιώδους έργου υποδομής το οποίο θα παραχωρήσει στο ελληνικό δημόσιο. Αν και η αρχική συμφωνία προέβλεπε την παράδοση των κλειδιών αμέσως μετά το τέλος της κατασκευής των κτιρίων, φαίνεται σήμερα πως η εμπλοκή του Ιδρύματος στη συνέχεια θα είναι μεγαλύτερη και δεν θα περιορίζεται στη διαχείριση του Πάρκου Πολιτισμού. Ο Οργανισμός ΝΕΟΝ, τέλος, συνεργάζεται δομικά με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Υπουργείο Παιδείας αναλαμβάνοντας πιο παραδοσιακούς χορηγικούς ρόλους.
Εκτός όμως από τις διαφορές στην οργάνωση των πολιτιστικών τους δραστηριοτήτων, ενδεικτικός είναι και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο τα ιδρύματα εγγράφονται στην ιστορία και ο τρόπος με τον οποίο η δράση τους μπορεί να αποτελέσει σημαίνον μιας ευρύτερης πολιτικής, ιστορικής και συμβολικής αφήγησης. Από τη μία ο Οργανισμός ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, μη κερδοσκοπική εταιρεία που διαχειρίζεται την προσωπική περιουσία του ιδρυτή της, είναι παραδειγματικός για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας: τη μετάβαση από το παραγωγικό μοντέλο της γαλακτοβιομηχανίας ΔΕΛΤΑ την οποία δημιούργησε η προηγούμενη γενιά της οικογένειας Δασκαλόπουλου στο χρηματοπιστωτικό μοντέλο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και το αξιακό σύστημα που αυτό δημιουργεί. Από την άλλη, το Ίδρυμα Ωνάση και το Ίδρυμα Νιάρχου είναι η καταληκτική έως τώρα στιγμή μιας ιστορίας εμπλοκής της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας, της αίγλης και της ταραχής, των αδιαφανών επιχειρηματικών συμφερόντων και των πολιτικών περιπετειών της Ελλάδας στον εικοστό αιώνα.
Μολονότι θα ήταν αστόχαστα αφελές να συνδέσει κανείς άμεσα την ιστορία αυτή με την πολιτική των ιδρυμάτων, θα ήταν αδύνατο και εξίσου αφελές να προσεγγίσει τους μηχανισμούς της συγκρότησης και της ανάπτυξής τους, αγνοώντας την. Καθώς η Αθήνα επεκτείνεται προς τη θάλασσα, τα ίχνη μιας παλιάς ιστορίας αναγγέλλουν την ανέγερση της καινούργιας αυτής πόλης κατά μήκος ενός κόμβου που κόβει την πόλη στη μέση.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου