Η «αναχώρηση» (διήγημα)
Η πρωινή αυγούλα σε αργή κίνηση έλουζε, με το αχνό φως της, τα αντικείμενα γύρω του. Καθάριζε τις θολές κι απροσδιόριστες γωνιές τους, τα οριοθετούσε. Έδιωχνε τις απειλητικές σκιές που σκέπαζαν πριν το τοπίο. Σε λίγη ώρα οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου θα ξανάφερναν στη ζωή τα κοιμισμένα στοιχειά της φύσης. Κι αυτός ήταν κομμάτι αδιαίρετο μαζί της.
Χαμηλά, στην μεγάλη απλωσιά που απλωνόταν μπροστά του, ήταν τα σπίτια της πόλης με τα νυχτερινή φώτα να υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη κι αξεπέραστη φυσική πηγή φωτός που είναι ο ήλιος. Από δω μακριά που βρισκόταν αχνοέβλεπε την κίνηση που άρχιζε μέσα στην πόλη και στ’ αυτιά του ίσως να έφταναν κάποιοι μισοσβησμένοι ήχοι μιας πόλης που τώρα ξυπνούσε.
Ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο η κοιμισμένη πόλη αποκτούσε ζωή. Πως οι άδειοι δρόμοι άρχιζαν να έχουν κίνηση, πως τα κατεβασμένα ρολά ανέβαιναν, οι κλειδαριές άνοιγαν στα μαγαζιά και άφηναν ελεύθερη την είσοδο στους πελάτες. Πως οι εργάτες τραβούσαν προς τα εργοστάσια και τα παιδιά ετοιμάζονταν για το σχολείο. Πριν αρκετό καιρό ήταν κι αυτός ενεργό μέλος αυτής της πόλης, ένα κομμάτι της.
Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τα δρομάκια της πόλης, τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν σ’ αυτούς, τα συνήθη καθημερινά συμβάντα. Πολύ περισσότερο ήξερε πολλά από τα μυστικά των κατοίκων της, τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ακόμα και τα χωμένα βαθειά στο μυαλό απωθημένα τους. Μέχρι τη μέρα που έγινε αναχωρητής κουβαλούσε ένα αβάσταχτο φορτίο. Δικών του, αλλά και ξένων, αμαρτιών.
Αυτές αποτέλεσαν το υπόστρωμα που τον έκανε να χάσει την εμπιστοσύνη του στην οργανωμένη κοινωνία. Φτάνει πια ο φαρισαϊσμός! Το ψέμα έγινε κανόνας. Δεν αντέχει άλλο τα υποκριτικά χαμόγελα, τις δύσκολα καλυμμένες κακίες, την άκρατη πλεονεξία μερικών, την αλόγιστη επίδειξη των περισσοτέρων. Όχι, αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, δεν είναι στοιχεία του χαρακτήρα του. Για αρκετό καιρό έκανε υπομονή και σε κάποια φάση επιχείρησε να βελτιώσει μερικές καταστάσεις. Έπεσε πάνω σ’ ένα ανυποχώρητο τείχος άρνησης ν’ αλλάξει το οτιδήποτε. Γι’ όλους υπήρχε μια βολική ισορροπία, ένας εύσχημος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων που ενσωμάτωνε στο σύστημα όλα τα χαρακτηριστικά τους. Είτε καλά, είτε κακά.
- Ως εδώ, είπε κάποια στιγμή.
Ρύθμισε τα θέματα της προσωπικής του περιουσίας, κράτησε μόνο κάτι ενθύμια από τους πρόωρα χαμένους δικούς του και, χωρίς να ενημερώσει κανέναν από τους περίοικους, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα κι αναχώρησε πάνω στο βουνό. Εκεί έκανε ένα πρόχειρο καλύβι, κανόνισε τις πρώτες απαραίτητες προμήθειες και ξεκίνησε μια μοναχική ζωή αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμα και στις πιθανές τυχαίες συναντήσεις μαζί τους. Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τα σχόλια που ενδεχομένως θα προκάλεσε η βιαστική κι ανεξήγητη αναχώρησή του. Τον άφηναν τελείως αδιάφορο.
-Ας πούνε ό,τι θέλουν! Ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να τους δω.
Έκανε αναγνώριση του περιβάλλοντος γύρω από το καλύβι του. Βρήκε εναλλακτικές θέσεις να πηγαίνει σε ώρες ανάγκης, πηγές φρέσκου και δροσερού νερού. Ρύθμισε τις βιοτικές του ανάγκες στο ελάχιστο και μέχρι τώρα που είχε συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της εθελούσιας απομόνωσής του είχε κατέβει στις παρυφές της πόλης, στην αντίθετη πλευρά από τη γειτονιά του, για μερικές απαραίτητες προμήθειες, όπως αλεύρι και διάφορους σπόρους, μόνο δυο φορές. Άρχισε να μαζεύει την πρώτη σοδιά στον πρόχειρο μπαξέ που έφτιαξε κοντά του.
Έπρεπε να μάθει τους τρόπους που οι μοναχικοί άνθρωποι επιβίωσαν κόντρα σ’ όλες τις δυσκολίες. Θυμήθηκε τον Ρομβισώνα Κρούσο, που είχε κάποια στιγμή διαβάσει κι έκανε τις αυτόματες συγκρίσεις. Η δική του απομόνωση ήταν εθελούσια σε αντίθεση με τον Κρούσο, που την επέβαλαν οι ατυχείς συνθήκες του ναυαγίου. Ο Ρομβισώνας περίμενε την εξωτερική άφιξη του πολιτισμού που θα τον σώσει από το έρημο νησί. Αυτός μπορούσε με μια πορεία λίγων ωρών να βρεθεί στον «πολιτισμό». Ο ίδιος τον απαρνήθηκε, τον απέρριψε κι έφυγε μακριά του. Δεν θ’ ανεχόταν τη συνδρομή κανενός Παρασκευά.
Το σπουδαιότερο κίνητρο για τη φυγή του ήταν η απέχθεια που ένιωθε για τους ανθρώπους γύρω του, αλλά όχι μόνο. Το ίδιο σπουδαίο γι’ αυτόν ήταν η μοναξιά κι η επαφή του με τη φύση να γίνει αφετηρία για μια πλήρη ενδοσκόπηση του εαυτού του. Μέσα του υπήρχαν αναπάντητα ερωτήματα, χίλιες απορίες. Ήταν η δική του ιδιομορφία ή το κακό ήταν αντικειμενικά υπαρκτό; Πίεσε το μυαλό του, κατέγραψε σ’ ένα πρόχειρο τεφτέρι ό,τι ερώτημα κατέβαζε η κούτρα του και προσπάθησε τίμια, με πείσμα κι επιμονή να δώσει στον εαυτό του πειστικές απαντήσεις.
Ο μέχρι τώρα απολογισμός της προσπάθειάς του ήταν πενιχρός. Έστυβε καλά το μυαλό του. Δεν είχε τους περισπασμούς των απασχολήσεων της αστικής κοινωνίας, δεν αποπροσανατολιζόταν από τη συνεχή ροή των συμβάντων της καθημερινής συγκυρίας. Κι όμως, οι αναμενόμενες απαντήσεις δεν έρχονταν.
- Τελικά δεν διαθέτω το απαιτούμενο μυαλό να βρω τη λύση, ούτε είμαι τόσο προικισμένος σε γνώσεις κι εξυπνάδα για να φέρω σε πέρας το στόχο μου!
Δεν παραιτήθηκε. Με τον ίδιο αρχικό ενθουσιασμό συνέχισε, λες κι ήταν ο αισιόδοξος χρυσοθήρας που από μέρα σε μέρα θα πέσει πάνω στην αστείρευτη φλέβα που θ’ ανοίξει όλες τις πόρτες και θα δώσει πειστικές απαντήσεις σε κάθε ερώτημα.
Όλα όμως τελικά έχουν το όριό τους. Όταν συμπληρώθηκε κι ο δεύτερος χρόνος η αμφιβολία μέσα του άρχισε να κερδίζει πόντους.
- Λες να μη φταίω εγώ; Μήπως κυνηγώ μια ουτοπία; Χιλιάδες μυαλά στο παρελθόν με ιδιαίτερες ικανότητες, τουλάχιστον περισσότερο από μένα, για τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν ν’ απαντήσουν κι εγώ μια σκέτη μονάδα θα το πετύχω; Μάλλον δεν έκανα τους σωστούς λογαριασμούς!
Είχε κάνει τις επιλογές του πια κι αισθανόταν ότι είναι μη αναστρέψιμες. Του ήταν αδύνατο να επιστρέψει στους παλιούς ρυθμούς. Μπορεί να μην είχε βρει απάντηση στα ερωτήματα που τον ταλάνιζαν βρήκε όμως έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που γι’ άλλους ίσως νάταν ανυπόφορος, αλλά για τον ίδιο κάλυπτε τα νέα ποιοτικά του κριτήρια.
Ένας ήταν ο νέος μελλοντικός κίνδυνος που άρχισε σιγά- σιγά να διαγράφεται ενώπιόν του. Ενώ απαρνήθηκε τον πολιτισμό και τις ανέσεις του, αισθανόταν ότι αυτός, χρόνο με το χρόνο έφτανε πάλι κοντά του. Η πόλη συνεχώς επεκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήδη τα περάσματα από ανθρώπους έγιναν συχνότερα. Σε κάποια βέβαια απόσταση είχε ανοίξει κι ένας νέος δρόμος από τον οποίο περνούσαν αυτοκίνητα.
Το ερώτημα εισχώρησε στη σκέψη του, σαν βασανιστικό καρφί που στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του για να του υπενθυμίζει χωρίς διακοπή κι έλεος αυτά που ήρθαν αλλά κυρίως αυτά που αναμένονται:
- Και τώρα τι γίνεται;
Μια λύση ήταν να ψάξει για νέο καταφύγιο, να μετακινηθεί ακόμα πιο μέσα στο δάσος, να προφυλαχθεί από πιθανούς απρόσκλητους επισκέπτες, να επιμείνει στην αρχική του απόφαση. Η απέχθεια για τον πολιτισμό παρέμεινε μέσα του αλώβητη, όπως ήταν στην αφετηρία του εγχειρήματός του. Όμως έπρεπε ν’ αρχίσει πάλι να τακτοποιήσει τις πρώτες ανάγκες: Νέο γιατάκι, νέο περβόλι, όλα εξαρχής. Ο σωματικός κόπος δεν τον φόβιζε, οι ενδεχόμενες δυσκολίες δεν ήταν παράγοντας αποτροπής. Άλλες σκέψεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν στο μυαλό του και να γίνονται οι νέοι δαίμονές του.
Μέχρι πότε θα έχω το κουράγιο, την σωματική ικανότητα ν’ αυτοσυντηρούμαι; Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και στο πέρασμα του αφήνει ευδιάκριτα τα σημάδια πάνω του. Ήδη άρχισαν τα όργανα, δεν ήταν όπως παλιά. Οι αντοχές του περιορίζονται. Βεβαίως οι επιπτώσεις δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Αλλά μέσα στην προοπτική του χρόνου; Έτσι το ερώτημα επανήλθε ενώπιόν του.
Δύο είναι τα ενδεχόμενα. Ένα γυρίζει πίσω. Εντάξει, δεν του ταιριάζει η οργανωμένη ζωή, αυτή άλλωστε ήταν κι η αίτια της αναχώρησης του. Αλλά η πόλη έχει τα γηροκομεία, τα νοσοκομεία, τους γιατρούς της και σε λίγο αυτά θα του ήταν απαραίτητα. Το άλλο ενδεχόμενο ήταν η ηθελημένη διακοπή της ζωής. Θα επέλεγε ένα εύκολα προσβάσιμο μέρος που διέθετε γκρεμό κι όταν έφτανε στο Αμήν θα έριχνε έναν πήδο κι όλα θα έσβηναν σε δευτερόλεπτα. Ηθικές ή θρησκευτικές αναστολές δεν είχε. Έπρεπε σύντομα να πάρει τις οριστικές αποφάσεις του.
Ιούνιος 2009
Η πρωινή αυγούλα σε αργή κίνηση έλουζε, με το αχνό φως της, τα αντικείμενα γύρω του. Καθάριζε τις θολές κι απροσδιόριστες γωνιές τους, τα οριοθετούσε. Έδιωχνε τις απειλητικές σκιές που σκέπαζαν πριν το τοπίο. Σε λίγη ώρα οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου θα ξανάφερναν στη ζωή τα κοιμισμένα στοιχειά της φύσης. Κι αυτός ήταν κομμάτι αδιαίρετο μαζί της.
Χαμηλά, στην μεγάλη απλωσιά που απλωνόταν μπροστά του, ήταν τα σπίτια της πόλης με τα νυχτερινή φώτα να υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη κι αξεπέραστη φυσική πηγή φωτός που είναι ο ήλιος. Από δω μακριά που βρισκόταν αχνοέβλεπε την κίνηση που άρχιζε μέσα στην πόλη και στ’ αυτιά του ίσως να έφταναν κάποιοι μισοσβησμένοι ήχοι μιας πόλης που τώρα ξυπνούσε.
Ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο η κοιμισμένη πόλη αποκτούσε ζωή. Πως οι άδειοι δρόμοι άρχιζαν να έχουν κίνηση, πως τα κατεβασμένα ρολά ανέβαιναν, οι κλειδαριές άνοιγαν στα μαγαζιά και άφηναν ελεύθερη την είσοδο στους πελάτες. Πως οι εργάτες τραβούσαν προς τα εργοστάσια και τα παιδιά ετοιμάζονταν για το σχολείο. Πριν αρκετό καιρό ήταν κι αυτός ενεργό μέλος αυτής της πόλης, ένα κομμάτι της.
Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τα δρομάκια της πόλης, τους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν σ’ αυτούς, τα συνήθη καθημερινά συμβάντα. Πολύ περισσότερο ήξερε πολλά από τα μυστικά των κατοίκων της, τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ακόμα και τα χωμένα βαθειά στο μυαλό απωθημένα τους. Μέχρι τη μέρα που έγινε αναχωρητής κουβαλούσε ένα αβάσταχτο φορτίο. Δικών του, αλλά και ξένων, αμαρτιών.
Αυτές αποτέλεσαν το υπόστρωμα που τον έκανε να χάσει την εμπιστοσύνη του στην οργανωμένη κοινωνία. Φτάνει πια ο φαρισαϊσμός! Το ψέμα έγινε κανόνας. Δεν αντέχει άλλο τα υποκριτικά χαμόγελα, τις δύσκολα καλυμμένες κακίες, την άκρατη πλεονεξία μερικών, την αλόγιστη επίδειξη των περισσοτέρων. Όχι, αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του, δεν είναι στοιχεία του χαρακτήρα του. Για αρκετό καιρό έκανε υπομονή και σε κάποια φάση επιχείρησε να βελτιώσει μερικές καταστάσεις. Έπεσε πάνω σ’ ένα ανυποχώρητο τείχος άρνησης ν’ αλλάξει το οτιδήποτε. Γι’ όλους υπήρχε μια βολική ισορροπία, ένας εύσχημος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων που ενσωμάτωνε στο σύστημα όλα τα χαρακτηριστικά τους. Είτε καλά, είτε κακά.
- Ως εδώ, είπε κάποια στιγμή.
Ρύθμισε τα θέματα της προσωπικής του περιουσίας, κράτησε μόνο κάτι ενθύμια από τους πρόωρα χαμένους δικούς του και, χωρίς να ενημερώσει κανέναν από τους περίοικους, έριξε πίσω του μαύρη πέτρα κι αναχώρησε πάνω στο βουνό. Εκεί έκανε ένα πρόχειρο καλύβι, κανόνισε τις πρώτες απαραίτητες προμήθειες και ξεκίνησε μια μοναχική ζωή αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμα και στις πιθανές τυχαίες συναντήσεις μαζί τους. Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τα σχόλια που ενδεχομένως θα προκάλεσε η βιαστική κι ανεξήγητη αναχώρησή του. Τον άφηναν τελείως αδιάφορο.
-Ας πούνε ό,τι θέλουν! Ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να τους δω.
Έκανε αναγνώριση του περιβάλλοντος γύρω από το καλύβι του. Βρήκε εναλλακτικές θέσεις να πηγαίνει σε ώρες ανάγκης, πηγές φρέσκου και δροσερού νερού. Ρύθμισε τις βιοτικές του ανάγκες στο ελάχιστο και μέχρι τώρα που είχε συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της εθελούσιας απομόνωσής του είχε κατέβει στις παρυφές της πόλης, στην αντίθετη πλευρά από τη γειτονιά του, για μερικές απαραίτητες προμήθειες, όπως αλεύρι και διάφορους σπόρους, μόνο δυο φορές. Άρχισε να μαζεύει την πρώτη σοδιά στον πρόχειρο μπαξέ που έφτιαξε κοντά του.
Έπρεπε να μάθει τους τρόπους που οι μοναχικοί άνθρωποι επιβίωσαν κόντρα σ’ όλες τις δυσκολίες. Θυμήθηκε τον Ρομβισώνα Κρούσο, που είχε κάποια στιγμή διαβάσει κι έκανε τις αυτόματες συγκρίσεις. Η δική του απομόνωση ήταν εθελούσια σε αντίθεση με τον Κρούσο, που την επέβαλαν οι ατυχείς συνθήκες του ναυαγίου. Ο Ρομβισώνας περίμενε την εξωτερική άφιξη του πολιτισμού που θα τον σώσει από το έρημο νησί. Αυτός μπορούσε με μια πορεία λίγων ωρών να βρεθεί στον «πολιτισμό». Ο ίδιος τον απαρνήθηκε, τον απέρριψε κι έφυγε μακριά του. Δεν θ’ ανεχόταν τη συνδρομή κανενός Παρασκευά.
Το σπουδαιότερο κίνητρο για τη φυγή του ήταν η απέχθεια που ένιωθε για τους ανθρώπους γύρω του, αλλά όχι μόνο. Το ίδιο σπουδαίο γι’ αυτόν ήταν η μοναξιά κι η επαφή του με τη φύση να γίνει αφετηρία για μια πλήρη ενδοσκόπηση του εαυτού του. Μέσα του υπήρχαν αναπάντητα ερωτήματα, χίλιες απορίες. Ήταν η δική του ιδιομορφία ή το κακό ήταν αντικειμενικά υπαρκτό; Πίεσε το μυαλό του, κατέγραψε σ’ ένα πρόχειρο τεφτέρι ό,τι ερώτημα κατέβαζε η κούτρα του και προσπάθησε τίμια, με πείσμα κι επιμονή να δώσει στον εαυτό του πειστικές απαντήσεις.
Ο μέχρι τώρα απολογισμός της προσπάθειάς του ήταν πενιχρός. Έστυβε καλά το μυαλό του. Δεν είχε τους περισπασμούς των απασχολήσεων της αστικής κοινωνίας, δεν αποπροσανατολιζόταν από τη συνεχή ροή των συμβάντων της καθημερινής συγκυρίας. Κι όμως, οι αναμενόμενες απαντήσεις δεν έρχονταν.
- Τελικά δεν διαθέτω το απαιτούμενο μυαλό να βρω τη λύση, ούτε είμαι τόσο προικισμένος σε γνώσεις κι εξυπνάδα για να φέρω σε πέρας το στόχο μου!
Δεν παραιτήθηκε. Με τον ίδιο αρχικό ενθουσιασμό συνέχισε, λες κι ήταν ο αισιόδοξος χρυσοθήρας που από μέρα σε μέρα θα πέσει πάνω στην αστείρευτη φλέβα που θ’ ανοίξει όλες τις πόρτες και θα δώσει πειστικές απαντήσεις σε κάθε ερώτημα.
Όλα όμως τελικά έχουν το όριό τους. Όταν συμπληρώθηκε κι ο δεύτερος χρόνος η αμφιβολία μέσα του άρχισε να κερδίζει πόντους.
- Λες να μη φταίω εγώ; Μήπως κυνηγώ μια ουτοπία; Χιλιάδες μυαλά στο παρελθόν με ιδιαίτερες ικανότητες, τουλάχιστον περισσότερο από μένα, για τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν ν’ απαντήσουν κι εγώ μια σκέτη μονάδα θα το πετύχω; Μάλλον δεν έκανα τους σωστούς λογαριασμούς!
Είχε κάνει τις επιλογές του πια κι αισθανόταν ότι είναι μη αναστρέψιμες. Του ήταν αδύνατο να επιστρέψει στους παλιούς ρυθμούς. Μπορεί να μην είχε βρει απάντηση στα ερωτήματα που τον ταλάνιζαν βρήκε όμως έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής που γι’ άλλους ίσως νάταν ανυπόφορος, αλλά για τον ίδιο κάλυπτε τα νέα ποιοτικά του κριτήρια.
Ένας ήταν ο νέος μελλοντικός κίνδυνος που άρχισε σιγά- σιγά να διαγράφεται ενώπιόν του. Ενώ απαρνήθηκε τον πολιτισμό και τις ανέσεις του, αισθανόταν ότι αυτός, χρόνο με το χρόνο έφτανε πάλι κοντά του. Η πόλη συνεχώς επεκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήδη τα περάσματα από ανθρώπους έγιναν συχνότερα. Σε κάποια βέβαια απόσταση είχε ανοίξει κι ένας νέος δρόμος από τον οποίο περνούσαν αυτοκίνητα.
Το ερώτημα εισχώρησε στη σκέψη του, σαν βασανιστικό καρφί που στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του για να του υπενθυμίζει χωρίς διακοπή κι έλεος αυτά που ήρθαν αλλά κυρίως αυτά που αναμένονται:
- Και τώρα τι γίνεται;
Μια λύση ήταν να ψάξει για νέο καταφύγιο, να μετακινηθεί ακόμα πιο μέσα στο δάσος, να προφυλαχθεί από πιθανούς απρόσκλητους επισκέπτες, να επιμείνει στην αρχική του απόφαση. Η απέχθεια για τον πολιτισμό παρέμεινε μέσα του αλώβητη, όπως ήταν στην αφετηρία του εγχειρήματός του. Όμως έπρεπε ν’ αρχίσει πάλι να τακτοποιήσει τις πρώτες ανάγκες: Νέο γιατάκι, νέο περβόλι, όλα εξαρχής. Ο σωματικός κόπος δεν τον φόβιζε, οι ενδεχόμενες δυσκολίες δεν ήταν παράγοντας αποτροπής. Άλλες σκέψεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν στο μυαλό του και να γίνονται οι νέοι δαίμονές του.
Μέχρι πότε θα έχω το κουράγιο, την σωματική ικανότητα ν’ αυτοσυντηρούμαι; Ο χρόνος είναι αδυσώπητος και στο πέρασμα του αφήνει ευδιάκριτα τα σημάδια πάνω του. Ήδη άρχισαν τα όργανα, δεν ήταν όπως παλιά. Οι αντοχές του περιορίζονται. Βεβαίως οι επιπτώσεις δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Αλλά μέσα στην προοπτική του χρόνου; Έτσι το ερώτημα επανήλθε ενώπιόν του.
Δύο είναι τα ενδεχόμενα. Ένα γυρίζει πίσω. Εντάξει, δεν του ταιριάζει η οργανωμένη ζωή, αυτή άλλωστε ήταν κι η αίτια της αναχώρησης του. Αλλά η πόλη έχει τα γηροκομεία, τα νοσοκομεία, τους γιατρούς της και σε λίγο αυτά θα του ήταν απαραίτητα. Το άλλο ενδεχόμενο ήταν η ηθελημένη διακοπή της ζωής. Θα επέλεγε ένα εύκολα προσβάσιμο μέρος που διέθετε γκρεμό κι όταν έφτανε στο Αμήν θα έριχνε έναν πήδο κι όλα θα έσβηναν σε δευτερόλεπτα. Ηθικές ή θρησκευτικές αναστολές δεν είχε. Έπρεπε σύντομα να πάρει τις οριστικές αποφάσεις του.
Ιούνιος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου