19 Νοεμβρίου
Σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος είναι προληπτικός. Ο φόβος του
θανάτου, άγνωστα στοιχεία κρυμμένα σε απρόσιτες γωνιές του μυαλού, τον διαφεντεύουν και κάποιες φορές νικάνε την απλή λογική, την άλλη τάση του για την αποδεικτική μέθοδο.
Το έχουμε ακούσει, το έχουμε διαβάσει, το βλέπουμε συνεχώς στη ζωή. Η μαύρη γάτα, ο αριθμός 13, το κακό συναπάντημα! Ένα παλαιό τραγούδι λέει:
Ο μήνας έχει δεκατρείς
καταραμένη μέρα
δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο
ούτε για καλημέρα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σ’ εμένα. Έναν άνθρωπο με θετικές σπουδές, «ψυχρό αναλυτή» των φαινόμενων της φύσης και της κοινωνίας, στον οποίο όμως, πίσω απ’ αυτήν την εξωτερική κρούστα, κρύβεται ένα άτομο ευάλωτο σε κάθε είδους επιρροές. Ελπίζω το ίδιο να συμβαίνει στους περισσότερους. Το λέω αυτό για να πάρω κουράγιο. Εγώ είμαι κολλημένος με μια ημερομηνία μαύρη και άραχνη:
19 Νοεμβρίου!
Κάθε φορά που έρχεται νιώθω μέσα μου ένα σφίξιμο. Με κυριαρχεί ένα καρδιοχτύπι, ένας υπόκωφος φόβος: Από κάπου θα μου έρθει μια κεραμίδα, κάτι κακό θα συμβεί. Προσέχω τις λακκούβες, τα αυτοκίνητα, το κάθε τι γύρω μου. Όταν εκείνη τη μέρα χτυπάει το τηλέφωνο αυθόρμητα λέω μέσα μου:
« Νάτο! Αυτό είναι!»
Δύο απανωτά τραγικά συμβάντα στη ζωή μου έγιναν στις 19 Νοεμβρίου και μέσα μου αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώξω, με το κακό. Ξέρω ότι όλα αυτά είναι βλακείες, είναι απλοϊκές προλήψεις, αλλά έλα εσύ, φίλε μου, να πείσεις τον άλλο Λευτέρη, που πίσω από χίλια αδιαφανή πέπλα, κρύβεται μέσα μου.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1967 πέθανε ο Πατέρας! Στη μονάδα της Πρέβεζας, όπου υπηρετούσα εκείνη την εποχή τη στρατιωτική μου θητεία, ήρθε το τηλεγράφημα. Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής, ένας ανασφαλής και πνιγμένος στις ευθύνες του Επτανήσιος, μου το κοινοποίησε ευγενικά στο γραφείο του:
« Θα σου δώσω τρεις μέρες άδεια να πας στην κηδεία»
Εγώ, με το θυμό που είχα μαζέψει από όλη την προηγούμενη πίεση στο στρατό του, το είπα ρητά και κατηγορηματικά:
« Είμαι είκοσι δύο μήνες φαντάρος. Θέλω την κανονική μου άδεια! Πότε θα την πάρω; Όταν απολυθώ; Τη δικαιούμαι!»
Εκείνη την εποχή βέβαια το «δικαιούμαι» ήταν ασαφές και ακαθόριστο.
« Δεν μπορώ Τσίλογλου! Έχω ευθύνες!»
« Εγώ πάντως στο λέω, δε γυρίζω πίσω, να το ξέρεις!»
Απ’ ό,τι κατάλαβα, πήρε τηλέφωνο στη Μεραρχία στα Γιάννενα να πάρει έγκριση, κι ενώ ετοίμαζα τα πράγματά μου να φύγω, ήρθε γεμάτος χαρά και μου το ανακοίνωσε:
« Λευτέρη εγκρίθηκε. Θα πάρεις την κανονική σου!»
Αυτό το ερμήνευσα σαν την τελευταία –έμμεση– προσφορά του βασανισμένου Πατέρα στο γιό του λίγο πριν τον σκεπάσει για πάντα το χώμα.
Έστειλα τηλεγράφημα στο Βόλο να με περιμένουν. Με το λεωφορείο της γραμμής φτάνω στα Γιάννενα αλλά δυστυχώς το δρομολόγιο για τα Τρίκαλα και Λάρισα είχε φύγει και το επόμενο ήταν την άλλη μέρα. Τότε πήρα μια πρωτοβουλία, ασυνήθιστη για το συγκρατημένο και ντροπαλό μου χαρακτήρα. Έπεισα έναν ντόπιο ταξιτζή, χωρίς να έχω στην τσέπη μου τα αντίστοιχα κόμιστρα, να με πάει στο Βόλο. Του εξήγησα ότι έχω να θάψω τον Πατέρα μου. Τελικά δέχτηκε ο άνθρωπος και μέσα μου είπα πως τα λεφτά θα τα έβρισκα εκεί. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από την αφιλόξενη διάβαση της Κατάρας, φτάσαμε τελικά στο Βόλο. Ο μεγάλος μου αδερφός τακτοποίησε με το παραπάνω την υποχρέωση στον ταξιτζή.
Εκεί όλα ήταν έτοιμα. Σε λίγο κάναμε το πρέπον. Θυμάμαι μια σκηνή στο νεκροταφείο όταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με πλησίασε και μου είπε:
« Λευτέρη, στην αρχή ήμασταν 45 Αξαρλήδες στη Νέα Ιωνία. Τώρα μείναμε έξι»
Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Αργότερα κατάλαβα την πίκρα και τον πόνο των λόγων του. Αναφερόταν στους συμπατριώτες του από το Αξάρ της Μ. Ασίας. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας.
Τώρα είχα μπροστά μου έναν ολόκληρο μήνα ελεύθερο. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για μένα στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, όπου ήμουν δακτυλοδεικτούμενος.
Μια σειρά γνωστοί έλειπαν ενώ άλλοι, σοφά ποιούντες, με απέφευγαν. Έπαιρνα λοιπόν το λεωφορείο Νέα Ιωνία-Άναυρος και κατέβαινα στο τέρμα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, έκανα μοναχικούς περιπάτους Γορίτσα-Μουσείο. Συχνά αντιλαμβανόμουν μια σκιά πίσω μου. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου. Δεν είδα άνθρωπο. Διάβασα ή ξαναδιάβασα κάποια βιβλία που βρέθηκαν στο σπίτι και μια φορά με τον αδερφό μου το Γιάννη είδα μια ταινία στον κινηματογράφο. Αυτές ήταν όλες οι «κοινωνικές μου συναναστροφές».
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, με συμπληρωμένους 23 μήνες θητείας γύρισα πίσω στην Πρέβεζα Ενδιάμεσα είχε γίνει και το «κίνημα» του βασιλιά. Πίσω μου, με την κανονική διαδικασία ακολούθησε η «έκθεση» του διοικητή του αστυνομικού τμήματος –Παϊζάνος το όνομά του, αδελφός του Θωμά– που τόσο μ’ αγαπούσε. Σε λίγες μέρες, στην αναφορά έπεσε για μια ακόμα φορά μια «εικοσαήμερος αυστηρά φυλάκισις».
« Γιατί, κύριε Διοικητά!»
« Υποχρεώνομαι από την έκθεση, που ήρθε: Στη διάρκεια της αδείας του ήρθε σε επαφή με επικίνδυνους κομμουνιστές!»
Χοντρό ψέμα! Γιατί και να ήθελα πού θα τους έβρισκα αφού τους είχαν μαζέψει;
Ευτυχώς, σ’ αυτήν τη μονάδα δεν υπήρχε, όπως στην Αλεξανδρούπολη, πειθαρχείο. Όμως την υπηρέτησα κι αυτήν μέχρι τελευταίας σταλαγματιάς. Από την Πρέβεζα πήρα απολυτήριο.
Για λίγο πήγα στο Βόλο να δω τους δικούς μου αλλά αμέσως άρχισα να «πνίγομαι».
« Τι θα κάνω; Πώς θα βρω άκρη;»
Χριστέ μου! Το κίνημα εμένα περίμενε!
Εν τω μεταξύ έπρεπε να ζήσω. Να βρω ένα κρεβάτι να κοιμάμαι. Με φιλοξένησε η ξαδέλφη μου η Στέλλα σε μια συνοικία του Πειραιά. Δουλειά για να βγαίνουν τα βασικά έξοδα βρήκα στις αποθήκες της Ζίμενς στο Περιστέρι, ως φορτοεκφορτωτής. Ενώ τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, το μυαλό μου πέταγε στο «καθήκον».
Η ένταξη μου στις οργανώσεις με ανάγκασε να «εξαφανιστώ από την πιάτσα». Άρχισα να βλέπω παλαιούς γνωστούς, επαφές, μεταφορά και διανομή παράνομου τύπου και άλλα αντίστοιχα «συνταρακτικά».
Σε λίγο όμως με κυρίευσε η μελαγχολία του αδιεξόδου. Εγώ, ο αφελής, νόμιζα ότι το «καζάνι βράζει» αλλά σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι η ζωή αδυσώπητη και ρεαλίστρια συνεχιζόταν κανονικά. Αντίθετα εμείς ήμασταν οι εκτός κοινωνίας, καρικατούρες ενός σύγχρονου Δον Κιχώτη. Απελπισία!
Το αδιέξοδο το «έλυσε» η σύλληψή μου.
Σύμπτωση! Αυτή έγινε 19 Νοεμβρίου 1968. Ένα χρόνο ακριβώς μετά το θάνατο του Πατέρα.
Από τότε αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε μέσα μου με το κακό και μέχρι και σήμερα ακόμα με «κυνηγάει».
Μετά από 52 μέρες στην Μπουμπουλίνας, με μετέφεραν στις φυλακές Αβέρωφ και «ηρέμησα». Τα προβλήματα, δυστυχώς, μεταφέρθηκαν στους ανθρώπους που με περίμεναν έξω τα επόμενα πέντε χρόνια…
Σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος είναι προληπτικός. Ο φόβος του
θανάτου, άγνωστα στοιχεία κρυμμένα σε απρόσιτες γωνιές του μυαλού, τον διαφεντεύουν και κάποιες φορές νικάνε την απλή λογική, την άλλη τάση του για την αποδεικτική μέθοδο.
Το έχουμε ακούσει, το έχουμε διαβάσει, το βλέπουμε συνεχώς στη ζωή. Η μαύρη γάτα, ο αριθμός 13, το κακό συναπάντημα! Ένα παλαιό τραγούδι λέει:
Ο μήνας έχει δεκατρείς
καταραμένη μέρα
δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο
ούτε για καλημέρα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σ’ εμένα. Έναν άνθρωπο με θετικές σπουδές, «ψυχρό αναλυτή» των φαινόμενων της φύσης και της κοινωνίας, στον οποίο όμως, πίσω απ’ αυτήν την εξωτερική κρούστα, κρύβεται ένα άτομο ευάλωτο σε κάθε είδους επιρροές. Ελπίζω το ίδιο να συμβαίνει στους περισσότερους. Το λέω αυτό για να πάρω κουράγιο. Εγώ είμαι κολλημένος με μια ημερομηνία μαύρη και άραχνη:
19 Νοεμβρίου!
Κάθε φορά που έρχεται νιώθω μέσα μου ένα σφίξιμο. Με κυριαρχεί ένα καρδιοχτύπι, ένας υπόκωφος φόβος: Από κάπου θα μου έρθει μια κεραμίδα, κάτι κακό θα συμβεί. Προσέχω τις λακκούβες, τα αυτοκίνητα, το κάθε τι γύρω μου. Όταν εκείνη τη μέρα χτυπάει το τηλέφωνο αυθόρμητα λέω μέσα μου:
« Νάτο! Αυτό είναι!»
Δύο απανωτά τραγικά συμβάντα στη ζωή μου έγιναν στις 19 Νοεμβρίου και μέσα μου αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώξω, με το κακό. Ξέρω ότι όλα αυτά είναι βλακείες, είναι απλοϊκές προλήψεις, αλλά έλα εσύ, φίλε μου, να πείσεις τον άλλο Λευτέρη, που πίσω από χίλια αδιαφανή πέπλα, κρύβεται μέσα μου.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1967 πέθανε ο Πατέρας! Στη μονάδα της Πρέβεζας, όπου υπηρετούσα εκείνη την εποχή τη στρατιωτική μου θητεία, ήρθε το τηλεγράφημα. Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής, ένας ανασφαλής και πνιγμένος στις ευθύνες του Επτανήσιος, μου το κοινοποίησε ευγενικά στο γραφείο του:
« Θα σου δώσω τρεις μέρες άδεια να πας στην κηδεία»
Εγώ, με το θυμό που είχα μαζέψει από όλη την προηγούμενη πίεση στο στρατό του, το είπα ρητά και κατηγορηματικά:
« Είμαι είκοσι δύο μήνες φαντάρος. Θέλω την κανονική μου άδεια! Πότε θα την πάρω; Όταν απολυθώ; Τη δικαιούμαι!»
Εκείνη την εποχή βέβαια το «δικαιούμαι» ήταν ασαφές και ακαθόριστο.
« Δεν μπορώ Τσίλογλου! Έχω ευθύνες!»
« Εγώ πάντως στο λέω, δε γυρίζω πίσω, να το ξέρεις!»
Απ’ ό,τι κατάλαβα, πήρε τηλέφωνο στη Μεραρχία στα Γιάννενα να πάρει έγκριση, κι ενώ ετοίμαζα τα πράγματά μου να φύγω, ήρθε γεμάτος χαρά και μου το ανακοίνωσε:
« Λευτέρη εγκρίθηκε. Θα πάρεις την κανονική σου!»
Αυτό το ερμήνευσα σαν την τελευταία –έμμεση– προσφορά του βασανισμένου Πατέρα στο γιό του λίγο πριν τον σκεπάσει για πάντα το χώμα.
Έστειλα τηλεγράφημα στο Βόλο να με περιμένουν. Με το λεωφορείο της γραμμής φτάνω στα Γιάννενα αλλά δυστυχώς το δρομολόγιο για τα Τρίκαλα και Λάρισα είχε φύγει και το επόμενο ήταν την άλλη μέρα. Τότε πήρα μια πρωτοβουλία, ασυνήθιστη για το συγκρατημένο και ντροπαλό μου χαρακτήρα. Έπεισα έναν ντόπιο ταξιτζή, χωρίς να έχω στην τσέπη μου τα αντίστοιχα κόμιστρα, να με πάει στο Βόλο. Του εξήγησα ότι έχω να θάψω τον Πατέρα μου. Τελικά δέχτηκε ο άνθρωπος και μέσα μου είπα πως τα λεφτά θα τα έβρισκα εκεί. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από την αφιλόξενη διάβαση της Κατάρας, φτάσαμε τελικά στο Βόλο. Ο μεγάλος μου αδερφός τακτοποίησε με το παραπάνω την υποχρέωση στον ταξιτζή.
Εκεί όλα ήταν έτοιμα. Σε λίγο κάναμε το πρέπον. Θυμάμαι μια σκηνή στο νεκροταφείο όταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με πλησίασε και μου είπε:
« Λευτέρη, στην αρχή ήμασταν 45 Αξαρλήδες στη Νέα Ιωνία. Τώρα μείναμε έξι»
Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Αργότερα κατάλαβα την πίκρα και τον πόνο των λόγων του. Αναφερόταν στους συμπατριώτες του από το Αξάρ της Μ. Ασίας. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας.
Τώρα είχα μπροστά μου έναν ολόκληρο μήνα ελεύθερο. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για μένα στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, όπου ήμουν δακτυλοδεικτούμενος.
Μια σειρά γνωστοί έλειπαν ενώ άλλοι, σοφά ποιούντες, με απέφευγαν. Έπαιρνα λοιπόν το λεωφορείο Νέα Ιωνία-Άναυρος και κατέβαινα στο τέρμα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, έκανα μοναχικούς περιπάτους Γορίτσα-Μουσείο. Συχνά αντιλαμβανόμουν μια σκιά πίσω μου. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου. Δεν είδα άνθρωπο. Διάβασα ή ξαναδιάβασα κάποια βιβλία που βρέθηκαν στο σπίτι και μια φορά με τον αδερφό μου το Γιάννη είδα μια ταινία στον κινηματογράφο. Αυτές ήταν όλες οι «κοινωνικές μου συναναστροφές».
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, με συμπληρωμένους 23 μήνες θητείας γύρισα πίσω στην Πρέβεζα Ενδιάμεσα είχε γίνει και το «κίνημα» του βασιλιά. Πίσω μου, με την κανονική διαδικασία ακολούθησε η «έκθεση» του διοικητή του αστυνομικού τμήματος –Παϊζάνος το όνομά του, αδελφός του Θωμά– που τόσο μ’ αγαπούσε. Σε λίγες μέρες, στην αναφορά έπεσε για μια ακόμα φορά μια «εικοσαήμερος αυστηρά φυλάκισις».
« Γιατί, κύριε Διοικητά!»
« Υποχρεώνομαι από την έκθεση, που ήρθε: Στη διάρκεια της αδείας του ήρθε σε επαφή με επικίνδυνους κομμουνιστές!»
Χοντρό ψέμα! Γιατί και να ήθελα πού θα τους έβρισκα αφού τους είχαν μαζέψει;
Ευτυχώς, σ’ αυτήν τη μονάδα δεν υπήρχε, όπως στην Αλεξανδρούπολη, πειθαρχείο. Όμως την υπηρέτησα κι αυτήν μέχρι τελευταίας σταλαγματιάς. Από την Πρέβεζα πήρα απολυτήριο.
Για λίγο πήγα στο Βόλο να δω τους δικούς μου αλλά αμέσως άρχισα να «πνίγομαι».
« Τι θα κάνω; Πώς θα βρω άκρη;»
Χριστέ μου! Το κίνημα εμένα περίμενε!
Εν τω μεταξύ έπρεπε να ζήσω. Να βρω ένα κρεβάτι να κοιμάμαι. Με φιλοξένησε η ξαδέλφη μου η Στέλλα σε μια συνοικία του Πειραιά. Δουλειά για να βγαίνουν τα βασικά έξοδα βρήκα στις αποθήκες της Ζίμενς στο Περιστέρι, ως φορτοεκφορτωτής. Ενώ τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, το μυαλό μου πέταγε στο «καθήκον».
Η ένταξη μου στις οργανώσεις με ανάγκασε να «εξαφανιστώ από την πιάτσα». Άρχισα να βλέπω παλαιούς γνωστούς, επαφές, μεταφορά και διανομή παράνομου τύπου και άλλα αντίστοιχα «συνταρακτικά».
Σε λίγο όμως με κυρίευσε η μελαγχολία του αδιεξόδου. Εγώ, ο αφελής, νόμιζα ότι το «καζάνι βράζει» αλλά σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι η ζωή αδυσώπητη και ρεαλίστρια συνεχιζόταν κανονικά. Αντίθετα εμείς ήμασταν οι εκτός κοινωνίας, καρικατούρες ενός σύγχρονου Δον Κιχώτη. Απελπισία!
Το αδιέξοδο το «έλυσε» η σύλληψή μου.
Σύμπτωση! Αυτή έγινε 19 Νοεμβρίου 1968. Ένα χρόνο ακριβώς μετά το θάνατο του Πατέρα.
Από τότε αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε μέσα μου με το κακό και μέχρι και σήμερα ακόμα με «κυνηγάει».
Μετά από 52 μέρες στην Μπουμπουλίνας, με μετέφεραν στις φυλακές Αβέρωφ και «ηρέμησα». Τα προβλήματα, δυστυχώς, μεταφέρθηκαν στους ανθρώπους που με περίμεναν έξω τα επόμενα πέντε χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου