Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016


   1   Η ιστορία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Σπάρτη χαρακτηρίζεται για την αυστηρότητα στην εκπαίδευση. Τα αγόρια από πολύ μικρά μάθαιναν να σκληραγωγούνται σύμφωνα με το σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και μάθαιναν τα οικιακά μαζί με τη μητέρα τους. Αν οι γονείς ήταν φτωχοί τα παιδιά δεν είχαν το δικαίωμα εισαγωγής στη σπαρτιατική εκπαίδευση εκτός και αν κάποιος πλήρωνε το απαιτούμενο ποσό. Μετά το έβδομο έτος τα αγόρια οργανώνονταν σε αγέλες ή «βούες». Οι αγέλες βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου. Βοηθοί ήταν οι μαστιγοφόροι οι οποίοι επέβαλλαν σκληρή πειθαρχία. Το κάθε σχολείο το αναλάμβανε ένας νέος που είχε κλείσει το εικοστό έτος της ηλικιάς του και ονομαζόταν «είρην». Αν και ο στόχος της σπαρτιατικής εκπαίδευσης δεν ήταν η καλλιέργεια της γνώσης και του μυαλού, αυτό δε σημαίνει πως δε θεωρούνταν εκπαιδευτική δύναμη.

Το εκπαιδευτικό σύστημα της Κρήτης εμφανίζει πολλές ομοιότητες με το σύστημα της Σπάρτης. Η εκπαίδευση στην Κρήτη κόστιζε πολύ λιγότερο συγκριτικά με τη Σπάρτη. Οι γυναίκες έπαιρναν το γεύμα τους στο σπίτι ενώ οι άντρες στις λέσχες που ονομάζονταν «ανδρεία». Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν γράμματα, γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στα όπλα, αλλά μάθαιναν και πολεμικούς χορούς όπως για παράδειγμα των Κουρητών και ο πυρίχειος. Ωστόσο, αδικαιολόγητο ήταν να μη γνωρίζουν τους νόμους της πατρίδας τους γι’ αυτό και τους αποστήθιζαν σαν τραγούδια. Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν στην ατομική και στην ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες λέσχες. Η αντοχή ήταν αυτή που τους χαρακτήριζε καθώς τη διδασκόντουσαν σε όλες τις δυσκολίες. Μάθαιναν να αντέχουν σ’ όλες τις θερμοκρασίες, να αψηφούν τη ζέστη και το κρύο. Μέχρι και το δέκατο έβδομο έτος τους παρέμεναν στο σχολείο. Ο κάθε νέος στην Αθήνα έδινε όρκο υπακοής στο κράτος και μίσους ενάντια στους εχθρούς και στη συνέχεια έμπαιναν στις σχολές. Ο αριθμός των ατόμων που συγκεντρώνονταν σε μια αγέλη εξαρτώνταν από τον πλούτο και τη δημοτικότητα του νέου, γεγονός που προσδίδει στο θεσμό ένα αριστοκρατικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη Σπάρτη.  Η ζωή των Σπαρτιατών περιβαλλόταν από μια πολεμική ατμόσφαιρα και θεωρούσαν πολύτιμα αγαθά τη στρατιωτική στολή και τα όπλα τους. Οι Κρήτες έμεναν ως τη μέρα του γάμου τους.


Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική ανάπτυξη του σώματος και του νου. Κάθε είδους τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσες. Από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε οι τέχνες και το εμπόριο ήταν κυρίως κληρονομική ενασχόληση. Παράδειγμα, η γιοί των τεχνιτών μάθαιναν την εργασία του πατέρα τους. Υπήρχε λοιπόν, ένα σύστημα μεταβίβασης της γνώσης σε ό,τι αφορούσε το εμπόριο και τις τέχνες. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να είναι καλός πολίτης, ικανός να κυβερνήσει και να υπακούσει. Οι Σπαρτιάτες και οι Κρήτες

είχαν την υποστήριξη ολόκληρης της Ελλάδας ώστε να εξορίσουν από τα σχολεία τους κάθε ιδέα τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση παρέμενε μισή από τη στιγμή που απευθύνονταν μόνο στα αγόρια. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση των γυναικών. Θεωρεί πως οι γυναίκες δεν ήταν μόνο σύζυγοι αλλά και φύλακες. Είναι ικανές για δημιουργική συνεισφορά στο κτίσιμο της κοινότητας αλλά αυτό εξυπακούεται πως θα γίνει εκτός κοινωνικής ζωής. Και αυτή η άποψη του Πλάτωνα εναντιώνεται στην επικρατούσα άποψη για τις γυναίκες της εποχής.

Η Παιδεία στην Αθήνα ήταν διαρθρωμένη όπως και στις άλλες πόλεις. Η εκπαίδευση στην Αθήνα είναι ευθύνω των γραμματιστών, των κιθαριστών και των παιδοτρίβων. Οι γραμματιστές δίδασκαν γραφή, ανάγνωση και στοιχεία αριθμητικής. Οι κιθαριστές δίδασκαν στα αγόρια πώς να παίξουν την επτάχορδη λύρα και να τραγουδούν τα έργα των λυρικών ποιητών. Οι παιδοτρίβες φρόντιζαν για τη φυσική τους ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικό. Δίδασκαν την πάλη, το παγκράτιο, την πυγμαχία, το τρέξιμο και τη ρίψη του δίσκου. Όλα αυτά διδάσκονταν ταυτόχρονα και τα αγόρια ξεκινούσαν από την ηλικία των έξι ετών. Για τις πιο περίπλοκες ασκήσεις και τεχνικές έπρεπε να παραμένουν τουλάχιστον μέχρι τα δώδεκα. Σε παλαιότερες εποχές η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαρκούσε ως τα δεκαοχτώ. Αλλά προς το τέλος του πέμπτου αιώνα δημιουργήθηκε ένα δευτεροβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Μετά τα δεκαοχτώ οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσαν στην πολεμική τους εκπαίδευση. Τον πρώτο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσαν στην Αθήνα και το δεύτερο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διέθεταν λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηναίων υπό τη Μακεδονική κυριαρχία τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά και η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε Πανεπιστήμιο το οποίο είχαν τη δυνατότητα να το παρακολουθήσουν λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι. Η αθηναϊκή εκπαίδευση όπως και η εκπαίδευση των άλλων πόλεων διαιρείται σε τρία στάδια: - Το Πρωτοβάθμιο: Από τα 6 – 14 - Το Δευτεροβάθμιο: Από τα 14 – 18 - Το Τριτοβάθμιο: Από τα 18-20 Από τα τρία στάδια το τρίτο ήταν και το υποχρεωτικό κι το παρείχε η πόλη – κράτος. Το δεύτερο ήταν εντελώς προαιρετικό. Από το πρώτο, τα γράμματα ήταν από το νόμο υποχρεωτικά όπως μας το δείχνει ένας παλιός νόμος που αποδίδεται στο Σόλωνα και ο οποίος αναφέρει ότι το παιδί ήταν υποχρεωμένο να μαθαίνει γράμματα και κολύμπι. Οι φτωχοί έστρεφαν την προσοχή τους στη γεωργία, το εμπόριο και οι πλουσιότεροι στη μουσική, την ιππασία, τη γυμναστική το κυνήγι και τη φιλοσοφία.

Απ’ όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η παιδεία των αρχαίων στην πλήρη μορφή της υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων.

.

  Η εκπαίδευση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας      Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Τούρκους δε σήμαινε μόνο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και τον περιορισμό κάθε πνευματικής δραστηριότητας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο. Ο αναπόφευκτος μαρασμός στην εκπαίδευση χρειάστηκε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αντιμετώπιση του. Ελάχιστα σχολεία υπολειτούργησαν σε ελληνικές περιοχές στα τέλη του 16ου αιώνα. Τον 17ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη, το εθνικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, άρχισε να παρουσιάζει κάποια εξέλιξη στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως αποδεικνύεται από την αρτιότερη οργάνωση και τη διεύρυνση του αντικειμένου διδασκαλίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η αναβάθμιση της σχολής σε πανεπιστημιακό επίπεδο και η συμπλήρωση των θεολογικών μαθημάτων και της φιλοσοφίας έδωσε τη δυνατότητα σε αρκετούς νέους όχι μόνο να μορφωθούν οι ίδιοι, αλλά και σταδιακά να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους στερημένους Έλληνες.     Με αργά, αλλά σταθερά βήματα αρχίζει η ίδρυση σχολείων με την επίβλεψη, την συνεισφορά και την οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας, των αποδήμων Ελλήνων και των κοινοτήτων. Τα  σχολεία  της πρώτης βαθμίδας, τα «κοινά», διδάσκουν στα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν ήταν το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος και ο Απόστολος, μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε κυκλοφόρησαν τα πρώτα Αλφαβητάρια. «Ελληνικά» συνήθως ονομαζόταν τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδας, τα οποία είχαν περισσότερα αντικείμενα διδασκαλίας, όπως Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, ρητορική, ηθική, γεωμετρία, φυσική και θεολογία.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε κεντρικό σύστημα δημόσιας παιδείας για τους Τούρκους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για τη μεγάλη μάζα των μουσουλμάνων υπήρχαν τα Κορανικά Σχολεία τα οποία λειτουργούσαν σαν παραρτήματα των τζαμιών και προσέφεραν μια βασική θρησκευτική εκπαίδευση, κυρίως αποστήθιση του Κορανικά Σχολεία οι οποίοι ήταν αγράμματοι. Μια ανώτερη βαθμίδα παιδείας προσέφεραν οι «μενδρεσέδες», όπου δινόταν ευρύτερη θρησκευτική και κοσμική παιδεία. Όσοι ήθελαν μια πρακτική και χρηστική παιδεία έπρεπε είτε να αυτοδιδαχτούν είτε  να συμμετέχουν σε κύκλους μορφωμένων. Για ειδικές κατηγορίες πολιτών υπήρχαν ιδρύματα όπως η σχολή Λικαίου μέσα στο Τοπ- Καπί ή η σχολή των γενιτσάρων. Τα Κορανικά σχολεία χρηματοδοτούνταν (βακούφια) καθώς και από εισφορές των γονέων των μαθητών.

Στις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση υπήρξαν μικρές βραχύβιες εκπαιδευτικές εστίες, οι προσπάθειες όμως κάποιων λογίων και δασκάλων για τη μόρφωση υπήρξαν μεμονωμένες και περιορισμένες. Η ευθύνη για την ίδρυση σχολείων βάραινε το πατριαρχείου ως θρησκευτική, πνευματική και πολιτική ηγεσία του γένους. Η αδυναμία του πατριαρχείου να ανταποκριθεί προς αυτόν τον σκοπό οφείλεται τόσο σε αντικειμενικά προβλήματα (αυτονόητες αντιξοότητες της δουλείας, έλλειψη πόρων και δασκάλων, αμάθεια λαού που ίσχυε ως κανόνας στην Υστεροβυζαντινή εποχή και κληρονόμησε ο ελληνικός χώρος). Λειτουργούσαν επίσης και Εκκλησίες που χρησίμευαν ως χώροι διδασκαλίας.

Από τον 18ο αιώνα το Οθωμανικό κράτος άρχισε να ιδρύει δυτικού τύπου εκπαιδευτικά ιδρύματα με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας. Πάντως η παιδεία των μη μουσουλμάνων γνώρισε σημαντική βελτίωση με την αναθεώρηση του 1856 ( Φιρμάνι islahat ), γεγονός που ανάγκασε την Υψηλή Πύλη να θεσμοθετήσει επίσης ένα σύστημα δημόσιων σχολείων και για του μουσουλμάνους.

Από το τέλος του 16ου αιώνα, χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες [που σώζονται και πραγματεύονται την κατάσταση της ελληνικής παιδείας, βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Μετά την άλωση η πρώτη πνευματική αναγέννηση της υπόδουλης Ελλάδας με την ελληνική παιδεία να γνωρίζει σημαντική βελτίωση που συνεχίστηκε τις επόμενες δεκαετίες. Ένα από τα παλαιότερα έργα Έλληνα συγγραφέα για τα σχολεία και την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων είναι το Status praesens ecclesiae graecae του Αλέξανδρου Ελλάδιου, εκδοθέν το 1714 σε λατινική γλώσσα. Εκεί αναφέρεται με λεπτομέρειες η διδασκαλία των παιδιών, που στο χαμηλότερο επίπεδο περιστρεφόταν γύρω από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Ο Ελλάδιος είναι ίσως ο πρώτος που αναφέρει τον όρο ‘’κλυβογράμματα’’. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, όπου λειτουργούσαν επίσης η Ελληνική Ιατρική Ακαδημία, η Πατριαρχική Μουσική Σχολή, η Εμπορική Σχολή της Χάλκης και η Θεολογική Σχολή, αρκετά εκπαιδευτήρια ιδρύθηκαν μέχρι το 19ο αιώνα σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Τότε η ανοδική πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης έφθασε στο αποκορύφωμά της, με το φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.    Τα Μαθηματικά και η Ηλιοκεντρική θεωρία, βασικά συστατικά του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, έφεραν τους προοδευτικούς λογίους, αντιμέτωπους με το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής και τη Μεγάλη Εκκλησία. Θύματα οι περισσότεροι της ιδεολογικής σύγκρουσης που ξέσπασε μεταξύ του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της Εκκλησιαστικής Συντήρησης, θέτουν με τον αγώνα τους τις βάσεις για την εισαγωγή της σύγχρονης επιστήμης στον ελληνικό χώρο και προετοιμάζουν τις συνειδήσεις των Ελλήνων για τη μεγάλη ελληνική Επανάσταση και τη δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.    Στη συλλογική προσπάθεια για την αφύπνιση του Γένους έδωσαν το «παρών» όχι μόνον κληρικοί και σπουδασμένοι δάσκαλοι αλλά και πολλοί Έλληνες που εργαζόταν στον ευρωπαϊκό χώρο και είχαν αποκτήσει ευρύτερη μόρφωση, εμπλουτισμένη με τα σύγχρονα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

      Η ιδεολογική και γλωσσική διαμάχη ανάμεσα στους αρχαϊστές, τους καθορολόγους και στους υποστηριχτές της απλής γλώσσας του λαού οδήγησε σε συγκρούσεις και αντιθέσεις μεγάλο αριθμό οπαδών αυτών των ομάδων. Παράλληλα όμως, παρουσιάστηκε έντονη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, γεγονός που συντέλεσε ουσιαστικά στη διάδοση και την αναβάθμιση της επίπονης προσπάθειας για την πνευματική και εθνική αναγέννηση του Ελληνισμού.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου