Άσημες ιστορίες – Ο Νώντας
Μικρής εμβέλειας η παρουσία του στη στενή κοινωνία που απ’ τη γέννησή του αξιώθηκε να ζήσει και να κυκλοφορήσει. Ασήμαντη η επίδρασή του στα δρώμενα της γειτονιάς και σχεδόν αδιάφορη η ύπαρξη του από τα περιβάλλοντα άτομα. Ουδέν άξιο αναφοράς από τρίτους για το άτομό του. Κι όμως, δε μπορεί αυτό να είναι απόλυτο και σωστό. Για κάθε άνθρωπο που διατρέχει ένα βίο πάνω στην έρμη Γη, υπάρχουν «σημαντικές στιγμές», που μένουν ανεξίτηλα καταγραμμένες στη μνήμη του και τον συντροφεύουν σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.. Κάθε άτομο πικράθηκε και χάρηκε για πολλούς λόγους και κάθε άτομο έχει δικαίωμα στο όνειρο. Το μεγάλο, το μικρό και το ασήμαντο.
Έτσι ο Νώντας Αλευρόπουλος είχε κι αυτός το δικό του «όνειρο». Μια φορά στη ζωή του, καλέ μου θεέ, να του πέσει ο πρώτος αριθμός του λαχείου! Να λύσει μια κι έξω το βιοποριστικό του πρόβλημα. Για την περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε είχε καταστρώσει αναλυτικά σχέδια για τις επόμενες πράξεις του κι αυτό γέμιζε με χαρά και προσμονή την επίπεδη κι ακύμαντη ζωή του. Μέχρι στιγμής ήταν βοηθός στην αποθήκη του έμπορου εδώδιμων κι αποικιακών που ήταν στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς,
Εκεί τον είχε βάλει ο συγχωρεμένος πατέρας του, μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο κι εκεί έμεινε σ’ όλη τη ζωή. Οι γονείς του αθόρυβα είχαν φύγει απ’ τη ζωή και τον είχαν αφήσει νωρίς μόνο να πορεύεται. Το πατρικό ήταν ένα χαμόσπιτο της γειτονιάς μαζί με άλλα, μα επειδή έλειπε η νοικοκυρά να το φροντίσει, όλο και υποβαθμιζόταν σε αντίθεση με τα διπλανά που κάθε τόσο έπεφτε κανένα σοβάντισμα στους τοίχους, καμιά λαδομπογιά στα κουφώματα και μια συνεχή λάτρα από την αντίστοιχη νοικοκυρά. Αυτός τα είχε σχεδόν παρατημένα. Το σπίτι με τα δυο δωμάτια και τη μικρή κουζινούλα μύριζε αφροντισιά.
Από τις ποικιλίες των παιχνιδιών της τύχης ο Νώντας είχε κολλήσει αποκλειστικά στο Λαϊκό λαχείο. Τον γέμιζε που κλήρωνε κάθε βδομάδα και χωρίς εξαίρεση γι αυτό δαπανούσε ένα ελεγχόμενο μικρό, το ίδιο πάντα ποσόν. Όχι ότι αυτά του περίσσευαν. Απλώς δεν ξόδευε φράγκο σε καφενεία, τσιγάρα, γήπεδα, τομείς που άλλοι γύρω του έδιναν πολλά και με φανατισμό. Αυτός το βιολί του. Την επόμενη μέρα της κλήρωσης με την προφανή αγωνία στηνόταν στη βιτρίνα του προποτζίδικου και κοίταζε με αδημονία τον κατάλογο των κερδών.
-Τζίφος πάλι ! Έλεγε με πίκρα.
Κι επί τόπου αγόραζε το μερίδιο του για την επόμενη κλήρωση. Όλα τα βράδια που έπεφτε για ύπνο πριν κοιμηθεί συντρόφευε τη μοναξιά του με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα συμβεί το θαύμα. Ένας τρίτος θα έλεγε ότι αυτή η ελπίδα ξεχρέωνε με κάποιο τρόπο την εβδομαδιαία δαπάνη. Μέχρι τώρα όλα τα χρόνια δεν είχε κερδίσει τίποτα εκτός από το λήγοντα μερικές φορές. Τότε κατ’ εξαίρεση επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια τα μικροκέρδη να γίνουν κι αυτά λαχεία, αυξάνοντας την πιθανότητα επιτυχίας και άρα την ελπίδα της αναμονής.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά κι έμεινε στο κρεβάτι. Η αγωνία του δεν ήταν που η υγεία του ραγδαία επιδεινωνόταν. Περισσότερο νοιαζόταν αν θα προλάβει την επόμενη κλήρωση. Όταν χώνεψε το αναπόφευκτο είπε στη φιλάνθρωπη γειτόνισσα που ήρθε να τον γιατροπόρευσει
-Κυρά Καλλιόπη, στην πίσω τσέπη του παντελονιού έχω μια πεντάδα του Λαϊκού λαχείου. Αν δεν μπορέσω κοίτα την Τετάρτη αν κέρδισα τίποτα
Δεν πρόλαβε. Την Τρίτη δυο τρεις γείτονες τσόνταραν και τον έθαψαν στο νεκροταφείο. Μετά από μέρες η Καλλιόπη θυμήθηκε το λαχείο. Κοιτώντας τον κατάλογο είδε ότι ο αριθμός του δεν περιλαμβανόταν στους κερδίζοντες
Η γκαντεμιά συνεχίστηκε και μετά θάνατον …
Μικρής εμβέλειας η παρουσία του στη στενή κοινωνία που απ’ τη γέννησή του αξιώθηκε να ζήσει και να κυκλοφορήσει. Ασήμαντη η επίδρασή του στα δρώμενα της γειτονιάς και σχεδόν αδιάφορη η ύπαρξη του από τα περιβάλλοντα άτομα. Ουδέν άξιο αναφοράς από τρίτους για το άτομό του. Κι όμως, δε μπορεί αυτό να είναι απόλυτο και σωστό. Για κάθε άνθρωπο που διατρέχει ένα βίο πάνω στην έρμη Γη, υπάρχουν «σημαντικές στιγμές», που μένουν ανεξίτηλα καταγραμμένες στη μνήμη του και τον συντροφεύουν σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του.. Κάθε άτομο πικράθηκε και χάρηκε για πολλούς λόγους και κάθε άτομο έχει δικαίωμα στο όνειρο. Το μεγάλο, το μικρό και το ασήμαντο.
Έτσι ο Νώντας Αλευρόπουλος είχε κι αυτός το δικό του «όνειρο». Μια φορά στη ζωή του, καλέ μου θεέ, να του πέσει ο πρώτος αριθμός του λαχείου! Να λύσει μια κι έξω το βιοποριστικό του πρόβλημα. Για την περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε είχε καταστρώσει αναλυτικά σχέδια για τις επόμενες πράξεις του κι αυτό γέμιζε με χαρά και προσμονή την επίπεδη κι ακύμαντη ζωή του. Μέχρι στιγμής ήταν βοηθός στην αποθήκη του έμπορου εδώδιμων κι αποικιακών που ήταν στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς,
Εκεί τον είχε βάλει ο συγχωρεμένος πατέρας του, μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο κι εκεί έμεινε σ’ όλη τη ζωή. Οι γονείς του αθόρυβα είχαν φύγει απ’ τη ζωή και τον είχαν αφήσει νωρίς μόνο να πορεύεται. Το πατρικό ήταν ένα χαμόσπιτο της γειτονιάς μαζί με άλλα, μα επειδή έλειπε η νοικοκυρά να το φροντίσει, όλο και υποβαθμιζόταν σε αντίθεση με τα διπλανά που κάθε τόσο έπεφτε κανένα σοβάντισμα στους τοίχους, καμιά λαδομπογιά στα κουφώματα και μια συνεχή λάτρα από την αντίστοιχη νοικοκυρά. Αυτός τα είχε σχεδόν παρατημένα. Το σπίτι με τα δυο δωμάτια και τη μικρή κουζινούλα μύριζε αφροντισιά.
Από τις ποικιλίες των παιχνιδιών της τύχης ο Νώντας είχε κολλήσει αποκλειστικά στο Λαϊκό λαχείο. Τον γέμιζε που κλήρωνε κάθε βδομάδα και χωρίς εξαίρεση γι αυτό δαπανούσε ένα ελεγχόμενο μικρό, το ίδιο πάντα ποσόν. Όχι ότι αυτά του περίσσευαν. Απλώς δεν ξόδευε φράγκο σε καφενεία, τσιγάρα, γήπεδα, τομείς που άλλοι γύρω του έδιναν πολλά και με φανατισμό. Αυτός το βιολί του. Την επόμενη μέρα της κλήρωσης με την προφανή αγωνία στηνόταν στη βιτρίνα του προποτζίδικου και κοίταζε με αδημονία τον κατάλογο των κερδών.
-Τζίφος πάλι ! Έλεγε με πίκρα.
Κι επί τόπου αγόραζε το μερίδιο του για την επόμενη κλήρωση. Όλα τα βράδια που έπεφτε για ύπνο πριν κοιμηθεί συντρόφευε τη μοναξιά του με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα συμβεί το θαύμα. Ένας τρίτος θα έλεγε ότι αυτή η ελπίδα ξεχρέωνε με κάποιο τρόπο την εβδομαδιαία δαπάνη. Μέχρι τώρα όλα τα χρόνια δεν είχε κερδίσει τίποτα εκτός από το λήγοντα μερικές φορές. Τότε κατ’ εξαίρεση επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια τα μικροκέρδη να γίνουν κι αυτά λαχεία, αυξάνοντας την πιθανότητα επιτυχίας και άρα την ελπίδα της αναμονής.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά κι έμεινε στο κρεβάτι. Η αγωνία του δεν ήταν που η υγεία του ραγδαία επιδεινωνόταν. Περισσότερο νοιαζόταν αν θα προλάβει την επόμενη κλήρωση. Όταν χώνεψε το αναπόφευκτο είπε στη φιλάνθρωπη γειτόνισσα που ήρθε να τον γιατροπόρευσει
-Κυρά Καλλιόπη, στην πίσω τσέπη του παντελονιού έχω μια πεντάδα του Λαϊκού λαχείου. Αν δεν μπορέσω κοίτα την Τετάρτη αν κέρδισα τίποτα
Δεν πρόλαβε. Την Τρίτη δυο τρεις γείτονες τσόνταραν και τον έθαψαν στο νεκροταφείο. Μετά από μέρες η Καλλιόπη θυμήθηκε το λαχείο. Κοιτώντας τον κατάλογο είδε ότι ο αριθμός του δεν περιλαμβανόταν στους κερδίζοντες
Η γκαντεμιά συνεχίστηκε και μετά θάνατον …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου