Μαρούλης Δημήτριος
(1842 - 1916)
Γεννήθηκε στο χωριό Κατσικά, κοντά στα Ιωάννινα, το1840.
Στην αρχή σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων και στη συνέχεια στάλθηκε ως οικότροφος της πόλης για παραπέρα μόρφωση στη Ριζάρειο Θεολογική σχολή της Αθήνας, απ' όπου και ύστερα από "ευδόκιμες" σπουδές, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Πριν, όμως, καλά - καλά τελειώσει τις σπουδές του o νεαρός Μαρούλης, ο διευθυντής της Ριζαρείου Κολιάτσος, τον στέλνει δάσκαλο των θρησκευτικών στην Σμύρνη, στην εκεί Ευαγγελική σχολή, που είχε ιδρυθεί από το ιεραποστολικό σωματείο της γερμανικής πόλης Μπρέμεν, με σκοπό τη διάδοση του χριστιανισμού και στη συνέχεια για περαιτέρω σπουδές στην Γερμανία. Εκεί, ο Δ. Μαρούλης επιδόθηκε στις σπουδές της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, καθώς και σε διατριβές με διάφορα παιδαγωγικά μαθήματα σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια, δεχόμενος από αυτά κάποιες επιρροές του προτεσταντικού πνεύματος. Το καλοκαίρι του 1864, ο Μαρούλης επιστρέφει στην Αθήνα ως διδάκτωρ της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου της Γοτίγγης και αμέσως καλείται να διδάξει στο τότε Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης.
Αλλά, ο Μαρούλης στα είκοσι εννέα του χρόνια, είναι πια ένας κατασταλαγμένος καινοτόμος εκπαιδευτικός, με μια έμπνευση που πράγματι μπορεί να αναμορφώσει την ελληνική παιδεία σε καιρούς χαλεπούς και χειμαζόμενους. Και σαν τέτοιος, δεν άργησε να ακολουθήσει τον μακρύ και ανηφορικό δρόμο που ακολουθούν όλοι σχεδόν οι φωτισμένοι διανοητές και να έρθει πολύ γρήγορα σε σύγκρουση με το τότε κατεστημένο, αντιμετωπίζοντας με περίσσια τόλμη και θάρρος τις αντιδράσεις που ξεσήκωσαν οι ριζοσπαστικές και καινοτόμες μέθοδοι της παιδαγωγικής του. Γι' αυτό, γρήγορα πικραίνεται, αλλά δεν απογοητεύεται και αναζητά άλλους χώρους δράσης.
Έτσι, όταν την επόμενη χρόνια (1870) η ελληνική κοινότητα Σερρών τον καλεί και του προσφέρει τη διεύθυνση του Ανωτάτου Ελληνικού σχολείου (και αργότερα Γυμνασίου), ο Μαρούλης δε διστάζει ούτε στιγμή και δέχεται, για να παίξει πολύ γρήγορα -και όπως ήταν επόμενο- από τη νέα του θέση, ρόλο ηγετικό και αξιοθαύμαστο σε μια εποχή που ο Ελληνισμός της Μακεδονίας δοκιμάζονταν άγρια. Και για το λόγο αυτό, όπως θα πει αργότερα ο Αθ. Αργυρός, «...η δεκαπενταετής περίπου δράσις του Δ. Μαρούλη εν Σέρραις υπήρξε ου μόνον γενικώς υψίστης εθνικής σημασίας έργον αλλά και ειδικώς έργον πρωτοπορίας εν τω Σταδίω της εκπαιδευτικής ανά τον Ελληνικόν κόσμον αναμορφώσεως...». Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ο Δ. Μαρούλης «επεζήτησε και την αφύπνισιν του λαού δια της αμέσου μετ' αυτού επικοινωνίας...». Κατ' αρχήν, συνεργάζεται με το φιλεκπαιδευτικό σύλλογο των Σερρών στον οποίο συμμετέχουν τα πλέον φωτισμένα μυαλά, αλλά και τα πιο προοδευτικά στοιχεία της εποχής, με πρόεδρο τον Ιωάννη Θεοδωρίδη. Ταυτόχρονα συναρπάζει το πλήρωμα των ελληνικών εκκλησιών από άμβωνος, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού, αλλά και κατακεραυνώνοντας την αριστοκρατική μερίδα της πόλης, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των μεγάλων έριδων και αντιθέσεων, που για αρκετό χρονικό διάστημα θα σαρώνουν την κοινωνία της πόλης, χωρίζοντας τον πληθυσμό της σε «τσιπλάκηδες και τσορμπατζήδες».
«...Ως πρώτη εκδήλωσις του επικρατήσαντος πλέον νέου πνεύματος εν τη κοινωνία -θα πει αργότερα ο Αργυρός- ήτο ο χωρισμός του ελληνικού πληθυσμού της πόλεως εις δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, το κοσμοβριθές των τσιπλάκηδων και το ολιγάριθμον των κοτζαμπάσηδων...»
Ο Δ. Μαρούλης "φύσις θερμουργός" και εν τη ακμή των 30 χρόνων του κάνει τον τότε εκκλησιαστικό αρχηγό της πόλης και όσους βρίσκονταν στα πράγματα, να ταραχτούν. Παίρνει ενεργό μέρος στη διάρκεια αυτής της διαμάχης, στην αρχή με τους "τσιπλάκηδες" εναντίον των "Κοτζαμπάσηδων", που ήσαν "αυθαίρετοι και αποκλειστικοί εν τη διοικήσει των κοινών". Ο Μητροπολίτης αποφασίζει να ανακόψει το δρόμο του Μαρούλη προς τον άμβωνα, επικαλούμενος τις εκκλησιαστικές διατάξεις περί ιεροκηρύκων, αλλά, ο Μαρούλης αντιτάσσει την κατά την παιδική ηλικία χειροτονία του "ως αγνώστου της εκκλησίας και εξηκολούθησε το κήρυγμά του...". Αποτέλεσμα αυτών των φλογερών του κηρυγμάτων ήταν δύο από τις κορυφαίες «εν πλούτω και επιβολή» σερραϊκές οικογένειες να αναγκασθούν να φύγουν από την πόλη! Όμως -λέει σε μια του διάλεξη στα Σέρρας τον Απρίλιο του 1938 ο Αθ. Αργυρός- ο Μαρούλης συνέχισε το «αφυπνιστικόν του έργον» και ο ίδιος κατέκτησε το φωτοστέφανο «ανδρός αφόβου και τολμητίου επαναστάτου και ηγέτου λαών, εμπνέων ένα είδος μυστικοπαθούς ευλάβειας προς το πρόσωπόν του». Αποτέλεσμα ήταν να ξεσηκώσει εναντίον του τις τουρκικές αρχές της πόλης, με τις οποίες στο εξής θα είχε συνεχείς προστριβές, για να αναγκαστούν στο τέλος αυτές να υποχωρήσουν μπροστά στην προσωπικότητά του, αλλά και για το λόγο ότι ο Δ. Μαρούλης ήταν υπήκοος και προστατευόμενος της "κραταιάς Βισμαρκείου τότε Γερμανίας".
Τίι ακριβώς ήταν και τί κρύβονταν πίσω από αυτές τις έριδες και τους μετά πρωτοφανούς φανατισμού διεξαγόμενους αγώνες ανάμεσα στους Σερραίους, μας λέει ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, που στο βιβλίο του το σχετικό με την ιστορία και το αρχείο της οικογένειας του Εμμ. Παπά, γράφει: «...Νομίζω ότι πίσω από τις ωμές και ταπεινές καταγγελίες για ευνοιοκρατία υπήρχαν ορισμένα βαθύτερα κίνητρα. Οι νεοσχηματιζόμενοι αστοί ζητούσαν να προωθήσουν τη μόρφωση των παιδιών τους και αυτό θα γινόταν με τη μετατροπή του ημιγυμνάσιου σε πλήρες γυμνάσιο... ».
Το εκπαιδευτικό έργο του Δ. Μαρούλη
Το Διδασκαλείο και το Οικοτροφείο Σερρών
Ο Δ. Μαρούλης υπήρξε διευθυντής του ανωτάτου ελληνικού σχολείου Σερρών για δύο ακέραια χρόνια (1870 και 1871 - 72). Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του εισηγήθηκε στους υπεύθυνους του συλλόγου τη σύσταση διδασκαλείου, δηλαδή ενός σχολείου που θα μόρφωνε δασκάλους και θα τους προετοίμαζε ειδικά για τον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Τα χρήματα, όμως, του συλλόγου για τη σύσταση του Διδασκαλείου (η δημιουργία του οποίου έγινε αμέσως αποδεκτή από τα μέλη του συλλόγου) ήσαν λιγοστά και για το λόγο αυτό ο Μαρούλης κατέφυγε στους φίλους του στη Γερμανία.
Έτσι, το καλοκαίρι του 1872, στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές κοινότητες της διοικητικής περιφέρειας Σερρών άνθρωποι του συλλόγου για να καλέσουν όλους τους απόφοιτους των ανωτέρων σχολών «ως υπότροφους του Συλλόγου προς ανωτέρας εν Σέρραις σπουδάς». Σ' αυτούς θα προστίθενταν και όσοι από τους απόφοιτους του Ανωτέρου σχολείου της πόλης των Σερρών θα ήθελαν να παρακολουθήσουν τις ανώτερες αυτές σπουδές και οι οποίοι φυσικά, αφού διέμεναν με τις οικογένειές τους στα Σέρρας, δε θα επιβάρυναν οικονομικά το Διδασκαλείο ως οικότροφοι. Για τους άλλους όμως βρέθηκε "μία αρκετά ευρύχωρος δαιδαλώδης ολίγον πενιχρά οικία της ενορίας του Αγίου Αντωνίου" η οποία και νοικιάστηκε για να χρησιμεύσει και ως διδακτήριο και ως οικοτροφείο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να φθάνουν στα Σέρρας στις αρχές εκείνου του φθινοπώρου, απόφοιτοι από τη Νιγρίτα, το Δεμίρ Ισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο), την Τζουμαγιά (Ηράκλεια), τη Ζηλιάχωβα (Ν. Ζίχνη), την Αλιστράτη, το Ροδολείβος, το Κιούπκιοϊ (Πρώτη) την Προβίστα (Παλαιοκώμη), το Εγρί Δερέ (Καλλιθέα), το Ζύρνοβο (Κάτω Νευροκόπι) αλλά και την Καβάλα, την Καριέγκοβα της Χαλκιδικής, καθώς και από τις εκτός των ελληνικών συνόρων κοινότητες της Στρώμνιτσας, του Μελένικου, του Πετριτσίου, του Νευροκοπίου κ.α.
Αλλά, ας μη νομίσει κανείς ότι τα πράγματα εκείνης της εποχής τα σχετικά με την εκπαίδευση των νέων θα μπορούσαν να έχουν κάποια έστω σχέση με τα σημερινά εκπαιδευτικά μας προβλήματα. Μάλλον περισσότερο σαν να ήσαν βγαλμένες μέσα από κάποιο διήγημα του Κάρολου Ντίκενς θα έμοιαζαν οι σκηνές και οι εικόνες που λάβαιναν χώρα, αν δεχτούμε μία χαρακτηριστική περιγραφή της εισαγωγής του στο τότε Διδασκαλείο και Οικοτροφείο εκείνον το Σεπτέμβριο του 1872, που μας έχει αφήσει ο Αθανάσιος Αργυρός, όπου ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: "...δεν εβράδυνα να επιτύχω την εισαγωγήν μου εις το Οικοτροφείον επί καταβολή εξήκοντα γροσίων κατά μήνα, 15 περίπου χρυσών δραχμών και ούτω κάποια ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1872 εισεκόμιζα και εγώ τας αποσκευάς μου εις το Οικοτροφείον και ετοποθέτησα τη στρωμνή και το σκέπασμά μου εις το δάπεδον όπως και οι συνάδελφοί μου εντός των ισογείων δωματίων της ιστορικής οικίας της αλησμονήτου οικοδεσποίνης μου Μαργαρίτας, της οποίας εις μάτην αναζητώ σήμερον τα ίχνη... "
(1842 - 1916)
Γεννήθηκε στο χωριό Κατσικά, κοντά στα Ιωάννινα, το1840.
Στην αρχή σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων και στη συνέχεια στάλθηκε ως οικότροφος της πόλης για παραπέρα μόρφωση στη Ριζάρειο Θεολογική σχολή της Αθήνας, απ' όπου και ύστερα από "ευδόκιμες" σπουδές, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Πριν, όμως, καλά - καλά τελειώσει τις σπουδές του o νεαρός Μαρούλης, ο διευθυντής της Ριζαρείου Κολιάτσος, τον στέλνει δάσκαλο των θρησκευτικών στην Σμύρνη, στην εκεί Ευαγγελική σχολή, που είχε ιδρυθεί από το ιεραποστολικό σωματείο της γερμανικής πόλης Μπρέμεν, με σκοπό τη διάδοση του χριστιανισμού και στη συνέχεια για περαιτέρω σπουδές στην Γερμανία. Εκεί, ο Δ. Μαρούλης επιδόθηκε στις σπουδές της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, καθώς και σε διατριβές με διάφορα παιδαγωγικά μαθήματα σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια, δεχόμενος από αυτά κάποιες επιρροές του προτεσταντικού πνεύματος. Το καλοκαίρι του 1864, ο Μαρούλης επιστρέφει στην Αθήνα ως διδάκτωρ της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου της Γοτίγγης και αμέσως καλείται να διδάξει στο τότε Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης.
Αλλά, ο Μαρούλης στα είκοσι εννέα του χρόνια, είναι πια ένας κατασταλαγμένος καινοτόμος εκπαιδευτικός, με μια έμπνευση που πράγματι μπορεί να αναμορφώσει την ελληνική παιδεία σε καιρούς χαλεπούς και χειμαζόμενους. Και σαν τέτοιος, δεν άργησε να ακολουθήσει τον μακρύ και ανηφορικό δρόμο που ακολουθούν όλοι σχεδόν οι φωτισμένοι διανοητές και να έρθει πολύ γρήγορα σε σύγκρουση με το τότε κατεστημένο, αντιμετωπίζοντας με περίσσια τόλμη και θάρρος τις αντιδράσεις που ξεσήκωσαν οι ριζοσπαστικές και καινοτόμες μέθοδοι της παιδαγωγικής του. Γι' αυτό, γρήγορα πικραίνεται, αλλά δεν απογοητεύεται και αναζητά άλλους χώρους δράσης.
Έτσι, όταν την επόμενη χρόνια (1870) η ελληνική κοινότητα Σερρών τον καλεί και του προσφέρει τη διεύθυνση του Ανωτάτου Ελληνικού σχολείου (και αργότερα Γυμνασίου), ο Μαρούλης δε διστάζει ούτε στιγμή και δέχεται, για να παίξει πολύ γρήγορα -και όπως ήταν επόμενο- από τη νέα του θέση, ρόλο ηγετικό και αξιοθαύμαστο σε μια εποχή που ο Ελληνισμός της Μακεδονίας δοκιμάζονταν άγρια. Και για το λόγο αυτό, όπως θα πει αργότερα ο Αθ. Αργυρός, «...η δεκαπενταετής περίπου δράσις του Δ. Μαρούλη εν Σέρραις υπήρξε ου μόνον γενικώς υψίστης εθνικής σημασίας έργον αλλά και ειδικώς έργον πρωτοπορίας εν τω Σταδίω της εκπαιδευτικής ανά τον Ελληνικόν κόσμον αναμορφώσεως...». Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ο Δ. Μαρούλης «επεζήτησε και την αφύπνισιν του λαού δια της αμέσου μετ' αυτού επικοινωνίας...». Κατ' αρχήν, συνεργάζεται με το φιλεκπαιδευτικό σύλλογο των Σερρών στον οποίο συμμετέχουν τα πλέον φωτισμένα μυαλά, αλλά και τα πιο προοδευτικά στοιχεία της εποχής, με πρόεδρο τον Ιωάννη Θεοδωρίδη. Ταυτόχρονα συναρπάζει το πλήρωμα των ελληνικών εκκλησιών από άμβωνος, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού, αλλά και κατακεραυνώνοντας την αριστοκρατική μερίδα της πόλης, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των μεγάλων έριδων και αντιθέσεων, που για αρκετό χρονικό διάστημα θα σαρώνουν την κοινωνία της πόλης, χωρίζοντας τον πληθυσμό της σε «τσιπλάκηδες και τσορμπατζήδες».
«...Ως πρώτη εκδήλωσις του επικρατήσαντος πλέον νέου πνεύματος εν τη κοινωνία -θα πει αργότερα ο Αργυρός- ήτο ο χωρισμός του ελληνικού πληθυσμού της πόλεως εις δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, το κοσμοβριθές των τσιπλάκηδων και το ολιγάριθμον των κοτζαμπάσηδων...»
Ο Δ. Μαρούλης "φύσις θερμουργός" και εν τη ακμή των 30 χρόνων του κάνει τον τότε εκκλησιαστικό αρχηγό της πόλης και όσους βρίσκονταν στα πράγματα, να ταραχτούν. Παίρνει ενεργό μέρος στη διάρκεια αυτής της διαμάχης, στην αρχή με τους "τσιπλάκηδες" εναντίον των "Κοτζαμπάσηδων", που ήσαν "αυθαίρετοι και αποκλειστικοί εν τη διοικήσει των κοινών". Ο Μητροπολίτης αποφασίζει να ανακόψει το δρόμο του Μαρούλη προς τον άμβωνα, επικαλούμενος τις εκκλησιαστικές διατάξεις περί ιεροκηρύκων, αλλά, ο Μαρούλης αντιτάσσει την κατά την παιδική ηλικία χειροτονία του "ως αγνώστου της εκκλησίας και εξηκολούθησε το κήρυγμά του...". Αποτέλεσμα αυτών των φλογερών του κηρυγμάτων ήταν δύο από τις κορυφαίες «εν πλούτω και επιβολή» σερραϊκές οικογένειες να αναγκασθούν να φύγουν από την πόλη! Όμως -λέει σε μια του διάλεξη στα Σέρρας τον Απρίλιο του 1938 ο Αθ. Αργυρός- ο Μαρούλης συνέχισε το «αφυπνιστικόν του έργον» και ο ίδιος κατέκτησε το φωτοστέφανο «ανδρός αφόβου και τολμητίου επαναστάτου και ηγέτου λαών, εμπνέων ένα είδος μυστικοπαθούς ευλάβειας προς το πρόσωπόν του». Αποτέλεσμα ήταν να ξεσηκώσει εναντίον του τις τουρκικές αρχές της πόλης, με τις οποίες στο εξής θα είχε συνεχείς προστριβές, για να αναγκαστούν στο τέλος αυτές να υποχωρήσουν μπροστά στην προσωπικότητά του, αλλά και για το λόγο ότι ο Δ. Μαρούλης ήταν υπήκοος και προστατευόμενος της "κραταιάς Βισμαρκείου τότε Γερμανίας".
Τίι ακριβώς ήταν και τί κρύβονταν πίσω από αυτές τις έριδες και τους μετά πρωτοφανούς φανατισμού διεξαγόμενους αγώνες ανάμεσα στους Σερραίους, μας λέει ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, που στο βιβλίο του το σχετικό με την ιστορία και το αρχείο της οικογένειας του Εμμ. Παπά, γράφει: «...Νομίζω ότι πίσω από τις ωμές και ταπεινές καταγγελίες για ευνοιοκρατία υπήρχαν ορισμένα βαθύτερα κίνητρα. Οι νεοσχηματιζόμενοι αστοί ζητούσαν να προωθήσουν τη μόρφωση των παιδιών τους και αυτό θα γινόταν με τη μετατροπή του ημιγυμνάσιου σε πλήρες γυμνάσιο... ».
Το εκπαιδευτικό έργο του Δ. Μαρούλη
Το Διδασκαλείο και το Οικοτροφείο Σερρών
Ο Δ. Μαρούλης υπήρξε διευθυντής του ανωτάτου ελληνικού σχολείου Σερρών για δύο ακέραια χρόνια (1870 και 1871 - 72). Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του εισηγήθηκε στους υπεύθυνους του συλλόγου τη σύσταση διδασκαλείου, δηλαδή ενός σχολείου που θα μόρφωνε δασκάλους και θα τους προετοίμαζε ειδικά για τον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Τα χρήματα, όμως, του συλλόγου για τη σύσταση του Διδασκαλείου (η δημιουργία του οποίου έγινε αμέσως αποδεκτή από τα μέλη του συλλόγου) ήσαν λιγοστά και για το λόγο αυτό ο Μαρούλης κατέφυγε στους φίλους του στη Γερμανία.
Έτσι, το καλοκαίρι του 1872, στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές κοινότητες της διοικητικής περιφέρειας Σερρών άνθρωποι του συλλόγου για να καλέσουν όλους τους απόφοιτους των ανωτέρων σχολών «ως υπότροφους του Συλλόγου προς ανωτέρας εν Σέρραις σπουδάς». Σ' αυτούς θα προστίθενταν και όσοι από τους απόφοιτους του Ανωτέρου σχολείου της πόλης των Σερρών θα ήθελαν να παρακολουθήσουν τις ανώτερες αυτές σπουδές και οι οποίοι φυσικά, αφού διέμεναν με τις οικογένειές τους στα Σέρρας, δε θα επιβάρυναν οικονομικά το Διδασκαλείο ως οικότροφοι. Για τους άλλους όμως βρέθηκε "μία αρκετά ευρύχωρος δαιδαλώδης ολίγον πενιχρά οικία της ενορίας του Αγίου Αντωνίου" η οποία και νοικιάστηκε για να χρησιμεύσει και ως διδακτήριο και ως οικοτροφείο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, άρχισαν να φθάνουν στα Σέρρας στις αρχές εκείνου του φθινοπώρου, απόφοιτοι από τη Νιγρίτα, το Δεμίρ Ισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο), την Τζουμαγιά (Ηράκλεια), τη Ζηλιάχωβα (Ν. Ζίχνη), την Αλιστράτη, το Ροδολείβος, το Κιούπκιοϊ (Πρώτη) την Προβίστα (Παλαιοκώμη), το Εγρί Δερέ (Καλλιθέα), το Ζύρνοβο (Κάτω Νευροκόπι) αλλά και την Καβάλα, την Καριέγκοβα της Χαλκιδικής, καθώς και από τις εκτός των ελληνικών συνόρων κοινότητες της Στρώμνιτσας, του Μελένικου, του Πετριτσίου, του Νευροκοπίου κ.α.
Αλλά, ας μη νομίσει κανείς ότι τα πράγματα εκείνης της εποχής τα σχετικά με την εκπαίδευση των νέων θα μπορούσαν να έχουν κάποια έστω σχέση με τα σημερινά εκπαιδευτικά μας προβλήματα. Μάλλον περισσότερο σαν να ήσαν βγαλμένες μέσα από κάποιο διήγημα του Κάρολου Ντίκενς θα έμοιαζαν οι σκηνές και οι εικόνες που λάβαιναν χώρα, αν δεχτούμε μία χαρακτηριστική περιγραφή της εισαγωγής του στο τότε Διδασκαλείο και Οικοτροφείο εκείνον το Σεπτέμβριο του 1872, που μας έχει αφήσει ο Αθανάσιος Αργυρός, όπου ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: "...δεν εβράδυνα να επιτύχω την εισαγωγήν μου εις το Οικοτροφείον επί καταβολή εξήκοντα γροσίων κατά μήνα, 15 περίπου χρυσών δραχμών και ούτω κάποια ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1872 εισεκόμιζα και εγώ τας αποσκευάς μου εις το Οικοτροφείον και ετοποθέτησα τη στρωμνή και το σκέπασμά μου εις το δάπεδον όπως και οι συνάδελφοί μου εντός των ισογείων δωματίων της ιστορικής οικίας της αλησμονήτου οικοδεσποίνης μου Μαργαρίτας, της οποίας εις μάτην αναζητώ σήμερον τα ίχνη... "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου