Οι δάσκαλοι στον Καζαντζάκη
Από 2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ο Καζαντζάκης περιγράφει γλαφυρά τους δασκάλους της εποχής:«Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες...».
«… γυαλάκιας, με μεγάλες ιδέες, και δεν κάτεχε να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχερα. …Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται).
Στις μέρες μας τα Παιδαγωγικά Τμήματα των ΑΕΙ της χώρας έχουν γίνει ανάρπαστα. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και τα παλιότερα χρόνια… Ας παρακολουθήσουμε την πένα του Νίκου Καζαντζάκη σε περιγραφές δασκάλων, μαθητών και παιδαγωγικών μεθόδων.
ας τον κάνουμε δάσκαλο
«Είχε κάμει έντεκα γιους και τέσσερις θυγατέρες, όλοι θεριά. Μονάχα ο στερνός, το αποσπόρι, δε φελούσε, ήταν πολλά φτενός…
-Τι να τον κάνουμε; Βουλεύονταν με τη γυναίκα του. Βοσκός δεν κάνει, δεν έχει ανάκαρα να κλέψει. Ζευγάς δεν κάνει, νεφρά δεν έχει ν’ αλετρίσει. Καραβοκύρης δεν κάνει, τον πιάνει η θάλασσα…
-Κάνει για παπάς, πρότεινε η γριά που αγαπούσε ξέχωρα το στερνοβύζι της.
-Παπάς για δάσκαλος, παπά έχουμε, δάσκαλο δεν έχουμε στο χωριό, ας τον κάμουμε δάσκαλο…» (Ο Καπετάν Μιχάλης).
πρώτη μέρα στο σκολείο
«Όταν γίνηκα πέντε χρονών με πήγαν σε μια κολλυβοδασκάλα να με μάθει να γράφω στην πλάκα γιώτες και κουλούρες, να ξεπάρει το χέρι μου και να μπορώ να ζωγραφίζω, σαν μεγαλώσω, τα γράμματα της αλφαβήτας… Ήταν μια αγαθή γυναικούλα, λίγο καμπουρίτσα, κυρα- Αρετή την έλεγαν, κοντή, παχουλή, με μια κρεατοελιά δεξιά στο πιγούνι. Μου οδηγούσε το χέρι, μύριζε η ανάσα της, και μου αρμήνευε πώς να κρατώ το κοντύλι και να κυβερνώ τα δάκτυλά μου…» (Αναφορά στον Γκρέκο).
το εργαλείο που κάνει ανθρώπους
«Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορυφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εγώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Τι περιμένεις; Δάσκαλος!
«…Μίση μερίδα ο κακομοίρης, φτωχός, ασκημομούρης, φοβητσιάρης, με τα γυαλάκια, και θαρρεί πως είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Φοράει το λοιπόν χάρτινη περικεφαλαία και γεμίζει τα μυαλά των παιδιών με χάρτινες περικεφαλαίες. Τι περιμένεις; Δάσκαλος!».
Σε άλλο σημείο και για τον ίδιο δάσκαλο: «…γυαλάκιας, με μεγάλες ιδέες, και δεν κάτεχε να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχερα… Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες».
«…Κακομοίρη δάσκαλε, είπε, εσένα τι να σου πω; Πλυμένα κι άπλυτα σου είναι τα ίδια, λίγο το μυαλουδάκι σου, λίγο καλό, λίγο κακό μπόρεσες να κάμεις. Ήθελες, κακομοίρη, να κάμεις μεγάλο καλό, μα δε μπόρεσες, ήθελες να κάμεις μεγάλο κακό, μα δεν μπόρεσες . Ψιλοδουλειές. Ψιλικατζίνα η ψυχή σου, πουλούσε σε λογικές τιμές πλάκες, κοντύλια, χαλκομανίες, γομολάστιχα, φυλλάδες… Δάσκαλος. Πουλούσες και φούσκες, λόγια παχιά, μα τα πίστευες, χαλάλι σου» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
Από 2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ο Καζαντζάκης περιγράφει γλαφυρά τους δασκάλους της εποχής:«Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες...».
«… γυαλάκιας, με μεγάλες ιδέες, και δεν κάτεχε να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχερα. …Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται).
Στις μέρες μας τα Παιδαγωγικά Τμήματα των ΑΕΙ της χώρας έχουν γίνει ανάρπαστα. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και τα παλιότερα χρόνια… Ας παρακολουθήσουμε την πένα του Νίκου Καζαντζάκη σε περιγραφές δασκάλων, μαθητών και παιδαγωγικών μεθόδων.
ας τον κάνουμε δάσκαλο
«Είχε κάμει έντεκα γιους και τέσσερις θυγατέρες, όλοι θεριά. Μονάχα ο στερνός, το αποσπόρι, δε φελούσε, ήταν πολλά φτενός…
-Τι να τον κάνουμε; Βουλεύονταν με τη γυναίκα του. Βοσκός δεν κάνει, δεν έχει ανάκαρα να κλέψει. Ζευγάς δεν κάνει, νεφρά δεν έχει ν’ αλετρίσει. Καραβοκύρης δεν κάνει, τον πιάνει η θάλασσα…
-Κάνει για παπάς, πρότεινε η γριά που αγαπούσε ξέχωρα το στερνοβύζι της.
-Παπάς για δάσκαλος, παπά έχουμε, δάσκαλο δεν έχουμε στο χωριό, ας τον κάμουμε δάσκαλο…» (Ο Καπετάν Μιχάλης).
πρώτη μέρα στο σκολείο
«Όταν γίνηκα πέντε χρονών με πήγαν σε μια κολλυβοδασκάλα να με μάθει να γράφω στην πλάκα γιώτες και κουλούρες, να ξεπάρει το χέρι μου και να μπορώ να ζωγραφίζω, σαν μεγαλώσω, τα γράμματα της αλφαβήτας… Ήταν μια αγαθή γυναικούλα, λίγο καμπουρίτσα, κυρα- Αρετή την έλεγαν, κοντή, παχουλή, με μια κρεατοελιά δεξιά στο πιγούνι. Μου οδηγούσε το χέρι, μύριζε η ανάσα της, και μου αρμήνευε πώς να κρατώ το κοντύλι και να κυβερνώ τα δάκτυλά μου…» (Αναφορά στον Γκρέκο).
το εργαλείο που κάνει ανθρώπους
«Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορυφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εγώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Τι περιμένεις; Δάσκαλος!
«…Μίση μερίδα ο κακομοίρης, φτωχός, ασκημομούρης, φοβητσιάρης, με τα γυαλάκια, και θαρρεί πως είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Φοράει το λοιπόν χάρτινη περικεφαλαία και γεμίζει τα μυαλά των παιδιών με χάρτινες περικεφαλαίες. Τι περιμένεις; Δάσκαλος!».
Σε άλλο σημείο και για τον ίδιο δάσκαλο: «…γυαλάκιας, με μεγάλες ιδέες, και δεν κάτεχε να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχερα… Πάλι καλά που δεν πετάει πέτρες».
«…Κακομοίρη δάσκαλε, είπε, εσένα τι να σου πω; Πλυμένα κι άπλυτα σου είναι τα ίδια, λίγο το μυαλουδάκι σου, λίγο καλό, λίγο κακό μπόρεσες να κάμεις. Ήθελες, κακομοίρη, να κάμεις μεγάλο καλό, μα δε μπόρεσες, ήθελες να κάμεις μεγάλο κακό, μα δεν μπόρεσες . Ψιλοδουλειές. Ψιλικατζίνα η ψυχή σου, πουλούσε σε λογικές τιμές πλάκες, κοντύλια, χαλκομανίες, γομολάστιχα, φυλλάδες… Δάσκαλος. Πουλούσες και φούσκες, λόγια παχιά, μα τα πίστευες, χαλάλι σου» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου