Κρίκος στην αλυσίδα
Η μνήμη μερικές φορές είναι μια κοντή κι αποκρουστική παλιόγρια, που όταν έρχεται απρόσκλητη στο οπτικό πεδίο του κοινού ανθρώπου του δημιουργεί φαινόμενα πνιγμού. Για αυτό κι ο άνθρωπος σε τέτοιες περιπτώσεις την αποδιώχνει μετά βδελυγμίας. Τις περισσότερες φορές όμως μάταια, γιατί- κακίστρα όπως είναι- επιμένει να του κάνει τη ζωή δύσκολη …………………………………………………………………………..
…….Μια χοντρή βελόνα σα σακοράφα μπήγεται στο στήθος του κάθε φορά που- παρά τη θέληση του- η καταραμένη ανάμνηση έρχεται και διαλύει τη σκέψη του. Αυτό νιώθει κάθε φορά που θυμάται εκείνη την νύχτα….……………..
Ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έκανε την νύχτα μέρα, ενώ τη σιγαλιά της νύχτας την έκοβαν μόνο μακρινές φωνές ζώων, ενώ οι αναπνοές τους ακόμα δεν είχαν αποκτήσει την κανονικότητά τους, μετά από ένα υπέροχο ερωτικό ταίριασμα που έζησαν οι δυο τους, εκείνο το λατρεμένο αθώο πρόσωπο, εκείνο το κορίτσι που αγάπησε παράφορα απ’ την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, εκείνη η υπέροχη μαντόνα που του είχε εμπνεύσει το μεγάλο, για πρώτη φορά στη ζωή του, έρωτα, με μια ψυχρή φωνή, που με τέτοια χροιά δεν είχε ακούσει να ξαναβγαίνει μέχρι τώρα από το στόμα της, του πέταξε τις λέξεις, που τις ένιωσε σαν κοτρόνες, να τον χτυπάνε χωρίς λύπηση στο πρόσωπο. Βουρδουλιές πάνω στη γυμνή κι απροφύλακτη ράχη.
«Σε μισώ κύριε! Ακούς; Βρωμάς σαπίλα ολόκληρος. Σε σιχαίνομαι! Με τη σκέψη και μόνο ότι θα μ’ ακουμπήσεις πάλι, μου έρχεται εμετός»
«Μα…»
«Δεν έχει μα και ξε μα! Με σένα τελείωσα!. Αυτό που ήθελα έγινε. Μ’ αγάπησες και τώρα ρούφα την πίκρα της εγκατάλειψης. Είσαι, κύριε, ένας ακόμα κρίκος στον όρκο που έδωσα στον τάφο της μάνας μου. Θα εκδικηθώ τον άντρα!»
« Κι εγώ σε τι φταίω;»
«Φταις, γιατί υπάρχεις. Φταις, γιατί μου τον θυμίζεις. Φταις, γιατί είσαι άντρας. Μέσα μου ακόμα υπάρχει πολύ μίσος και πρέπει να το καταναλώσω. Μόνο τότε θα απελευθερωθώ από τον άνθρωπο, που από φύλακας άγγελος έγινε ο στυγνότερος βιαστής του σώματος και της ψυχής μου. Το ορκίστηκα, ναι! Θα πάρω το αίμα μου πίσω! Οι άντρες θα πληρώσουν το τίμημα»
Έτσι με μια έκφραση μίσους και απέχθειας στο πρόσωπό της την είδε για τελευταία φορά. Εξαφανίστηκε σε αμελητέο χρόνο, αρπάζοντας τα ρούχα που ήταν πεταμένα δίπλα γι αυτά που είχαν προηγηθεί. Σαν να ήταν καπνός και διαλύθηκε με μια απότομη ριπή του ανέμου. Μάταια την αναζήτησε σε όλα τα σημεία που συχνάζανε, αλλά κανένα ίχνος της. Όταν πήγε στο νοικιασμένο δωμάτιο που καθόταν και μέσα εκεί είχαν ζήσει ονειρεμένες βραδιές η νοικοκυρά με έκπληξη του είπε
«Καλά εσείς δεν ξέρετε τίποτα; Πριν δυο μέρες το άδειασε το δωμάτιο παίρνοντας τα λιγοστά της πράγματα. Τα έπιπλα είναι δικά μου. Δεν έχω παράπονο. Πλήρωσε όλους τους λογαριασμούς. Μου είπε ότι πάτε σε άλλη πόλη…, Δεν είναι αλήθεια;»
Σιώπησε γιατί δεν ήξερε τι να πει. Όμως από μέσα του κατέληξε
«Ήταν, λοιπόν, προσχεδιασμένο..»
Έφερε στο μυαλό του την αρχή της ιστορίας.
Εκεί που μόνος του καθόταν κι έκλαιγε τη μαύρη μοίρα του, που δεν του έδωσε μέχρι στιγμής ένα κομμάτι ευτυχίας, αυτό που ανήκει στον καθένα, αισθάνθηκε το διαπεραστικό της βλέμμα να τον διαπερνά. Στην αρχή θεώρησε ότι απευθύνεται σε κάποιον πίσω του, μα όταν κοίταξε πίσω δεν ήταν κανείς.
Τον έπιασε το συνηθισμένο τρέμουλο που πάντα αισθανόταν για τις όμορφες γυναίκες που τις θεωρούσε απλησίαστες για τον ίδιο και δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία. Είδε με τρόμο να τον πλησιάζει
«Θα με κεράσεις ένα ποτό;»
Του έκανε τόσο εντύπωση το γεγονός, πως όταν προσπάθησε να μιλήσει δε βγήκε ήχος από το λαιμό του. Μια αμηχανία λίγων δευτερολέπτων κι αυτή του είπε
«Φαίνεται πως δε θες. Συγνώμη για την ενόχληση»
Στη λέξη συγνώμη σαν να ξύπνησε από τον ύπνο
«Βεβαίως. Βεβαίως. Τι ποτό να παραγγείλω»
«Ένα ουίσκι με πάγο..»
Τσακίστηκε να το φέρει και στο χρόνο που μεσολάβησε βρήκε λίγο το θάρρος του και της συστήθηκε
«Τάκης Τσιτσιρίκος. Χαίρομαι που θα πιούμε μαζί ένα ποτό»
«Αντωνία»
Έτσι σκέτο. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε δείξει ενδιαφέρον γι αυτόν τέτοια γυναίκα. Κάτι ξώφαλτσες περιπέτειες, περιστασιακές με χρονικό ορίζοντα μιας νύχτας του είχαν μέχρι στιγμής τύχει, μαζί με κάποιες πληρωμένες εκδουλεύσεις, που βρίσκεις στη μεγάλη ανάγκη, αρκεί να είσαι διαθέσιμος να ξοδέψεις ένα χρηματικό ποσόν
Πού είναι τα όμορφα φλερτ, οι δύσκολες διεκδικήσεις ενδιαφέροντος, ο μεγάλος έρωτας, αυτός για τον οποίο ο άνθρωπος δίνει τα ρέστα του; Μέχρι τώρα αυτά τα είχε δει σε κινηματογραφικές ταινίες ή σπανιότερα τα είχε διαβάσει στα λίγα μυθιστορήματα που έτυχε να διαβάσει. Και τώρα του ήρθε το θεόσταλτο αυτό δώρο, που ούτε στα πιο φιλόδοξα όνειρα δεν μπορούσε να ελπίζει.
Του προσφέρθηκε με όλη τη δύναμη του εαυτού της, του έδωσε χωρίς δισταγμούς και προϋποθέσεις ότι πολύτιμο είχε. Αισθανόταν ο τυχερότερος άνδρας του πλανήτη. Πού να φανταστεί ο αδαής και άπειρος άνδρας την πολυπλοκότητα της γυναικείας καρδιάς και τα χίλια δυο μυστικά δωμάτια που αυτή έχει. Πως πίσω από την εμφανή μάσκα που σου παρουσιάζει μπορεί να υποκρύπτονται άλλες σκοτεινότερες επιδιώξεις
Την αγάπησε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του κι από την πρώτη φάση ήταν αποφασισμένος να δώσει τα πάντα γι αυτήν. Νωρίς της πρότεινε να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, αλλά αυτή με υπεκφυγές το ανέβαλλε για αργότερα.
Δεν παραιτήθηκε εύκολα από την αναζήτησή της. Χρησιμοποίησε κάθε δυνατότητα, αλλά το μόνο που κατόρθωσε να βρει ήταν ένα προηγούμενο θύμα της συλλογής της. Μόνο που αυτός ήξερε -άγνωστο με ποιο τρόπο- περισσότερες λεπτομέρειες. Η μάνα της έμεινε νωρίς χήρα και για να μεγαλώσει τη μικρή της κόρη ξαναπαντρεύτηκε κάποιον, που είχε τον τρόπο και τα μέσα. Δεν ήταν αγάπη αλλά μια οικονομική συμφωνία
Άτυχη από τη γέννα, η μάνα της, αρρώστησε βαριά κι όταν πλησίαζε το τέλος της μπροστά στην κόρη της, που πια ήταν κοπελίτσα, τον όρκισε να την προσέχει σαν τα μάτια του. Μετά την κηδεία όταν επέστρεψαν στο σπίτι ο θετός της πατέρας την βίασε με τον αγριότερο τρόπο ματώνοντας το σώμα και την ψυχή της.
«Να το ξέρεις μικρή μου. Από καιρό σε λιμπιζόμουν»
Φοβούμενος τις συνέπειες, τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε. Όταν συνήλθε η μικρή δεν κοινολόγησε το συμβάν από ντροπή σε κανέναν, αλλά ορκίστηκε εκδίκηση. Επειδή τον ίδιο δεν τον εύρισκε με τίποτα έκανε μια νοητή μετατόπιση. Ο πόνος, που αμέσως είχε μεταλλαχθεί σε μίσος την έπνιγε. Επειδή δε μπόρεσε να εντοπίσει τον φυσικό αυτουργό, που σαν καπνός εξαφανίστηκε, το συμπυκνωμένο μίσος το έστρεψε σε κάθε άνδρα. Ο ένοχος είναι το αντρικό φύλο κι αυτός έγινε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εκδίκησής της.
Παρά την πολύχρονη αναζήτηση δεν πέτυχε στην ουσία τίποτα περισσότερο……
Η μνήμη μερικές φορές είναι μια κοντή κι αποκρουστική παλιόγρια, που όταν έρχεται απρόσκλητη στο οπτικό πεδίο του κοινού ανθρώπου του δημιουργεί φαινόμενα πνιγμού. Για αυτό κι ο άνθρωπος σε τέτοιες περιπτώσεις την αποδιώχνει μετά βδελυγμίας. Τις περισσότερες φορές όμως μάταια, γιατί- κακίστρα όπως είναι- επιμένει να του κάνει τη ζωή δύσκολη …………………………………………………………………………..
…….Μια χοντρή βελόνα σα σακοράφα μπήγεται στο στήθος του κάθε φορά που- παρά τη θέληση του- η καταραμένη ανάμνηση έρχεται και διαλύει τη σκέψη του. Αυτό νιώθει κάθε φορά που θυμάται εκείνη την νύχτα….……………..
Ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έκανε την νύχτα μέρα, ενώ τη σιγαλιά της νύχτας την έκοβαν μόνο μακρινές φωνές ζώων, ενώ οι αναπνοές τους ακόμα δεν είχαν αποκτήσει την κανονικότητά τους, μετά από ένα υπέροχο ερωτικό ταίριασμα που έζησαν οι δυο τους, εκείνο το λατρεμένο αθώο πρόσωπο, εκείνο το κορίτσι που αγάπησε παράφορα απ’ την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, εκείνη η υπέροχη μαντόνα που του είχε εμπνεύσει το μεγάλο, για πρώτη φορά στη ζωή του, έρωτα, με μια ψυχρή φωνή, που με τέτοια χροιά δεν είχε ακούσει να ξαναβγαίνει μέχρι τώρα από το στόμα της, του πέταξε τις λέξεις, που τις ένιωσε σαν κοτρόνες, να τον χτυπάνε χωρίς λύπηση στο πρόσωπο. Βουρδουλιές πάνω στη γυμνή κι απροφύλακτη ράχη.
«Σε μισώ κύριε! Ακούς; Βρωμάς σαπίλα ολόκληρος. Σε σιχαίνομαι! Με τη σκέψη και μόνο ότι θα μ’ ακουμπήσεις πάλι, μου έρχεται εμετός»
«Μα…»
«Δεν έχει μα και ξε μα! Με σένα τελείωσα!. Αυτό που ήθελα έγινε. Μ’ αγάπησες και τώρα ρούφα την πίκρα της εγκατάλειψης. Είσαι, κύριε, ένας ακόμα κρίκος στον όρκο που έδωσα στον τάφο της μάνας μου. Θα εκδικηθώ τον άντρα!»
« Κι εγώ σε τι φταίω;»
«Φταις, γιατί υπάρχεις. Φταις, γιατί μου τον θυμίζεις. Φταις, γιατί είσαι άντρας. Μέσα μου ακόμα υπάρχει πολύ μίσος και πρέπει να το καταναλώσω. Μόνο τότε θα απελευθερωθώ από τον άνθρωπο, που από φύλακας άγγελος έγινε ο στυγνότερος βιαστής του σώματος και της ψυχής μου. Το ορκίστηκα, ναι! Θα πάρω το αίμα μου πίσω! Οι άντρες θα πληρώσουν το τίμημα»
Έτσι με μια έκφραση μίσους και απέχθειας στο πρόσωπό της την είδε για τελευταία φορά. Εξαφανίστηκε σε αμελητέο χρόνο, αρπάζοντας τα ρούχα που ήταν πεταμένα δίπλα γι αυτά που είχαν προηγηθεί. Σαν να ήταν καπνός και διαλύθηκε με μια απότομη ριπή του ανέμου. Μάταια την αναζήτησε σε όλα τα σημεία που συχνάζανε, αλλά κανένα ίχνος της. Όταν πήγε στο νοικιασμένο δωμάτιο που καθόταν και μέσα εκεί είχαν ζήσει ονειρεμένες βραδιές η νοικοκυρά με έκπληξη του είπε
«Καλά εσείς δεν ξέρετε τίποτα; Πριν δυο μέρες το άδειασε το δωμάτιο παίρνοντας τα λιγοστά της πράγματα. Τα έπιπλα είναι δικά μου. Δεν έχω παράπονο. Πλήρωσε όλους τους λογαριασμούς. Μου είπε ότι πάτε σε άλλη πόλη…, Δεν είναι αλήθεια;»
Σιώπησε γιατί δεν ήξερε τι να πει. Όμως από μέσα του κατέληξε
«Ήταν, λοιπόν, προσχεδιασμένο..»
Έφερε στο μυαλό του την αρχή της ιστορίας.
Εκεί που μόνος του καθόταν κι έκλαιγε τη μαύρη μοίρα του, που δεν του έδωσε μέχρι στιγμής ένα κομμάτι ευτυχίας, αυτό που ανήκει στον καθένα, αισθάνθηκε το διαπεραστικό της βλέμμα να τον διαπερνά. Στην αρχή θεώρησε ότι απευθύνεται σε κάποιον πίσω του, μα όταν κοίταξε πίσω δεν ήταν κανείς.
Τον έπιασε το συνηθισμένο τρέμουλο που πάντα αισθανόταν για τις όμορφες γυναίκες που τις θεωρούσε απλησίαστες για τον ίδιο και δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία. Είδε με τρόμο να τον πλησιάζει
«Θα με κεράσεις ένα ποτό;»
Του έκανε τόσο εντύπωση το γεγονός, πως όταν προσπάθησε να μιλήσει δε βγήκε ήχος από το λαιμό του. Μια αμηχανία λίγων δευτερολέπτων κι αυτή του είπε
«Φαίνεται πως δε θες. Συγνώμη για την ενόχληση»
Στη λέξη συγνώμη σαν να ξύπνησε από τον ύπνο
«Βεβαίως. Βεβαίως. Τι ποτό να παραγγείλω»
«Ένα ουίσκι με πάγο..»
Τσακίστηκε να το φέρει και στο χρόνο που μεσολάβησε βρήκε λίγο το θάρρος του και της συστήθηκε
«Τάκης Τσιτσιρίκος. Χαίρομαι που θα πιούμε μαζί ένα ποτό»
«Αντωνία»
Έτσι σκέτο. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο όμορφη. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε δείξει ενδιαφέρον γι αυτόν τέτοια γυναίκα. Κάτι ξώφαλτσες περιπέτειες, περιστασιακές με χρονικό ορίζοντα μιας νύχτας του είχαν μέχρι στιγμής τύχει, μαζί με κάποιες πληρωμένες εκδουλεύσεις, που βρίσκεις στη μεγάλη ανάγκη, αρκεί να είσαι διαθέσιμος να ξοδέψεις ένα χρηματικό ποσόν
Πού είναι τα όμορφα φλερτ, οι δύσκολες διεκδικήσεις ενδιαφέροντος, ο μεγάλος έρωτας, αυτός για τον οποίο ο άνθρωπος δίνει τα ρέστα του; Μέχρι τώρα αυτά τα είχε δει σε κινηματογραφικές ταινίες ή σπανιότερα τα είχε διαβάσει στα λίγα μυθιστορήματα που έτυχε να διαβάσει. Και τώρα του ήρθε το θεόσταλτο αυτό δώρο, που ούτε στα πιο φιλόδοξα όνειρα δεν μπορούσε να ελπίζει.
Του προσφέρθηκε με όλη τη δύναμη του εαυτού της, του έδωσε χωρίς δισταγμούς και προϋποθέσεις ότι πολύτιμο είχε. Αισθανόταν ο τυχερότερος άνδρας του πλανήτη. Πού να φανταστεί ο αδαής και άπειρος άνδρας την πολυπλοκότητα της γυναικείας καρδιάς και τα χίλια δυο μυστικά δωμάτια που αυτή έχει. Πως πίσω από την εμφανή μάσκα που σου παρουσιάζει μπορεί να υποκρύπτονται άλλες σκοτεινότερες επιδιώξεις
Την αγάπησε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του κι από την πρώτη φάση ήταν αποφασισμένος να δώσει τα πάντα γι αυτήν. Νωρίς της πρότεινε να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, αλλά αυτή με υπεκφυγές το ανέβαλλε για αργότερα.
Δεν παραιτήθηκε εύκολα από την αναζήτησή της. Χρησιμοποίησε κάθε δυνατότητα, αλλά το μόνο που κατόρθωσε να βρει ήταν ένα προηγούμενο θύμα της συλλογής της. Μόνο που αυτός ήξερε -άγνωστο με ποιο τρόπο- περισσότερες λεπτομέρειες. Η μάνα της έμεινε νωρίς χήρα και για να μεγαλώσει τη μικρή της κόρη ξαναπαντρεύτηκε κάποιον, που είχε τον τρόπο και τα μέσα. Δεν ήταν αγάπη αλλά μια οικονομική συμφωνία
Άτυχη από τη γέννα, η μάνα της, αρρώστησε βαριά κι όταν πλησίαζε το τέλος της μπροστά στην κόρη της, που πια ήταν κοπελίτσα, τον όρκισε να την προσέχει σαν τα μάτια του. Μετά την κηδεία όταν επέστρεψαν στο σπίτι ο θετός της πατέρας την βίασε με τον αγριότερο τρόπο ματώνοντας το σώμα και την ψυχή της.
«Να το ξέρεις μικρή μου. Από καιρό σε λιμπιζόμουν»
Φοβούμενος τις συνέπειες, τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε. Όταν συνήλθε η μικρή δεν κοινολόγησε το συμβάν από ντροπή σε κανέναν, αλλά ορκίστηκε εκδίκηση. Επειδή τον ίδιο δεν τον εύρισκε με τίποτα έκανε μια νοητή μετατόπιση. Ο πόνος, που αμέσως είχε μεταλλαχθεί σε μίσος την έπνιγε. Επειδή δε μπόρεσε να εντοπίσει τον φυσικό αυτουργό, που σαν καπνός εξαφανίστηκε, το συμπυκνωμένο μίσος το έστρεψε σε κάθε άνδρα. Ο ένοχος είναι το αντρικό φύλο κι αυτός έγινε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εκδίκησής της.
Παρά την πολύχρονη αναζήτηση δεν πέτυχε στην ουσία τίποτα περισσότερο……
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου