Από την Προύσα στο Ράικο Ιωαννίνων
(Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης, ο Δάσκαλος, ο Ιερέας, 1884- 1963)
________________________________________
1. Σπουδές και Δασκαλική Πορεία
Ο Αναστάσης γεννιέται στο Ράικο Ιωαννίνων το 1884 και νήπιο ακόμη – μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του – ταξιδεύει με τον πατέρα του στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας διατηρούσε μισθωμένο φούρνο και η δουλειά του είναι ολοήμερη και πολύμοχθη. Έκτοτε, αρχίζει για τον Αναστάση μια ζωή πολυτάραχη και πολυώδυνη!
Ο μικρός Αναστάσης προκόβει στα γράμματα σε τέτοιο βαθμό που κι ο πασάς της πόλης ζητάει από τον πατέρα του να μελετάει μαζί με το γιο του. Αφού υποχωρούν οι ενδοιασμοί του πατέρα του – γιατί η ενδυμασία και η καθαριότητά του μαρτυρούσαν την έλλειψη της μητρικής φροντίδας – τα παιδιά μελετούν μαζί και δένονται με φιλία. Μια φιλία που θα έρθει η συγκυρία να δοκιμαστεί! Μετά το δημοτικό, λόγω της σχολικής του επίδοσης και με την υποστήριξη των δασκάλων του, εισάγεται τρόφιμος και μαθητής σε Σχολή του Γένους. Μελετάει ακόμη και τη νύχτα μ’ ένα αμυδρό φως. Και παρόλες τις αντιξοότητες κατορθώνει στο σχολείο να αριστεύει και αποφοιτάει με πλούσια κλασσική παιδεία, θεολογική κατάρτιση και άπταιστα τούρκικα και γαλλικά.
Στα 1902, άλλο από το νόστο της Πατρίδας κι άλλο (και κυρίως) από τις φήμες που έφταναν για σφαγές Αρμενίων και τα επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων, πατέρας και γιος, 18 ετών πια, επισπεύδουν την επιστροφή στο Ράικο, με αποσκευές μόνο τον πολιτισμό του τόπου εκείνου και τις σπουδές του!
Από ανέχεια ο Αναστάσης δέχεται να γίνει δάσκαλος εκείνα τα χρόνια που ο δάσκαλος πληρωνόταν από τους χωριανούς με μισθό σε είδος, από την παραγωγή του τόπου και «οσσάκις ήθελoν και όσο ήθελον», σύμφωνα με την επίδοση του δασκάλου. Η διαπίστωση δε της ικανότητας του δασκάλου γινότανε με εξετάσεις των μαθητών «ενώπιον της Δημογεροντίας», συνήθως αστοιχείωτης. Μια παρωδία αλλά καθόλου άδολη, γιατί ήθελε το δάσκαλο υποχείριο, κάτι για τον Αναστάση αδιανόητο.
Το 1904 αρχίζει στο Ριζό Ιωαννίνων το δασκαλικό του οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που θα κρατήσει πενήντα χρόνια. Δίδασκε συστηματικά με ζήλο και ενδιαφέρον και η πρόοδος των μαθητών ήταν η καλύτερη αμοιβή του. Και δεν ήταν μόνο το έργο του να μαθαίνει τα παιδιά προχωρημένα γράμματα του Σχολαρχείου κι αργότερα τάξεων του Γυμνασίου αλλά και ότι τα παρακινούσε να συνεχίσουν στα γράμματα και να μεταπείθει τους γονείς, που στα παιδιά τους λογάριαζαν χέρια να τους ξελαφρώσουν, πρόβατα και σοδειές.
Μια αφιέρωση στο πρόσωπό του κάνει περιττό κάθε άλλο σχόλιο: «Τω θερμώς πεφιλημένω ημίν διδασκάλω αξιοτίμω Κυρίω Αναστασίω Δ. Οικονομίδη τόδε το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης ελάχιστον τεκμήριον της μεγίστης ημών αγάπης και αφοσιώσεως μετ’ ασπασμού ανατιθέμεθα οι εν Πειραιεί παρεπιδημώντες φίλοι τε και συγγενείς αυτού Ριζώται. Εν Πειραιεί τη 18 Αυγούστου 1906».
Και καθημερινά πηγαίνει στο Ριζό με τα πόδια, απόσταση δέκα χιλιομέτρων, και γυρίζει την ίδια μέρα στο Ράικο, και πάντοτε συνεπής στην ώρα του για το σχολείο. Ενόσω, μάλιστα, ήταν δάσκαλος εκεί έκανε και τον αγωγιάτη. Μετέφερνε αλάτι, φορτωμένο σ’ άλογο από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας στα χωριά μας, πέρα από τις ασχολίες στα κτήματά του. Παράλληλα, λόγω της γλωσσομάθειάς του, τον καλούνε τακτικά στα Γιάννενα για διερμηνέα ενώπιον του Τούρκου Κατή (δικαστή) σε υποθέσεις Χριστιανών και Τούρκων. Και προσπαθεί ν’ αποδώσει τα λεγόμενα ευνοϊκά για τους Χριστιανούς. Το ίδιο συνεχίζεται και αργότερα στα ελληνικά Δικαστήρια. Πρόσθετα μεταφράζει, έγκυρα, τούρκικα κιτάπια (συμβόλαια). Και τη διαδρομή Ράικο – Γιάννενα, 30 χιλιόμετρα, την κάνει με το πόδι και η αποζημίωση είναι πενιχρή. Το μόνο που μένει είναι η γνωριμία και η αποδοχή του από τους Γιαννιώτες.
Από το Ριζό, το φθινόπωρο του 1907, έρχεται στην Τσερκοβίστα (Εκκλησοχώρι), γιατί το χωριό ήταν εύπορο και η αμοιβή του διπλάσια και επί πλέον βρίσκεται πιο κοντά στο Ράικο. Παρότι η πρώτη σύσταση είναι επιφυλακτική: «Δάσκαλέ μου, εδώ, τα παιδιά νιώθουν πλούσια και είναι πολύ ζωηρά, δε θα τα κάνεις ζάφτι», εκείνος αναλαμβάνει το σχολείο. Κατά την Άνοιξη, ο συνομιλητής, τυχαίνοντας στο δρόμο των παιδιών βάζει την αγκλίτσα του εμπόδιο μπροστά τους, και όμως τα παιδιά τον αντιπαρέρχονται ψύχραιμα, ενώ εκείνος θα περίμενε ν’ ακούσει ..τον αναβαλλόμενο! Ο συνομιλητής αυτός γνώριζε βέβαια, ότι δεν ήταν η σύστασή του υπερβολική, κι έτσι αβίαστα αντιλήφθηκε ότι η αλλαγή συμπεριφοράς τους ήταν έργο του δασκάλου Αναστάση. Πολλοί ήτανε οι μαθητές του, που πρόκοψαν στα γράμματα ή τις ασχολίες τους, έγιναν επιστήμονες. Ο μαθητής που ξεχώριζε στην επίδοσή του γίνεται λαμπρός δικηγόρος στην Αθήνα και δεν έπαυε ν’ αποδίδει την εξέλιξή του στο δάσκαλό του.
Μετέπειτα, μεταξύ 1909-13, έρχεται δάσκαλος στην Ιερομνήμη, μεγάλο χωριό της περιοχής και πλησιέστερα στο Ράικο. Και φτάνει, εκεί, τον καιρό που δρούσε στην περιοχή εναντίον των Τούρκων ο ονομαστός Καπετάν Κρομμύδας.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Τούρκο, το 1913, έρχεται δάσκαλος στο αγαπημένο του Ράικο και από το 1917 για ένα διάστημα καλείται στο στρατό. Μόλις απολύεται, χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στο Ράικο δάσκαλος και εφημέριος, για να γράψει, εκεί, για πολλά χρόνια μια υποδειγματική παρουσία.
Εξαρχής πρώτη του έγνοια και φροντίδα γίνεται η ανέγερση διδακτηρίου, γιατί το παλιό ήταν ένα δωματιάκι δίπλα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας. Με επίπονες προσπάθειες ξεδιπλώνει διαθήκες και αξιοποιεί το κληροδότημα του Ηπειρώτη Δημητρίου Φιλίτη, μεγάλου ευεργέτη. Κατορθώνει να εξασφαλίσει ένα σεβαστό ποσό και με την επίβλεψη και την προσωπική του εργασία κτίζεται μεταξύ 1930-37, εκεί που ήταν άλλοτε το τούρκικο Κονάκι, ένα σύγχρονο διδακτήριο που παίρνει την επωνυμία «Φιλίτιος Σχολή». Ακόμη υπάρχει στην είσοδο του προαύλιου σχετική επιγραφή και στην αίθουσα η προσωπογραφία του ευεργέτη.
Ο ίδιος ο παπα-Αναστάσης, φιλομαθής, δεν εγκαταλείπει το διάβασμα. Η εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» γίνεται εγχειρίδιο γνώσης. Συνεχώς ενημερώνεται με τα παιδαγωγικά περιοδικά και βιβλία της εποχής και το 1936 μετεκπαιδεύεται στα Γιάννενα στο μονοτάξιο Διδασκαλείο. Ανάμεσα στα λίγα βιβλία που διασώζονται από την αξιόλογη προσωπική Βιβλιοθήκη του έχει τη θέση του και το πρωτοποριακό ήδη από το 1925 βιβλίο του Δ. Γληνού «Ένας Άταφος Νεκρός», το οποίο αποτέλεσε μια «μελέτη για μεταρρύθμιση, μια γενικότερη πνοή ανορθωτική στο σχολείο», όπως προσδοκούσε ο ίδιος ο συγγραφέας του. Παρά την αρχαιογνωσία του, ο Παπαναστάσης δεν πάσχει από προγονοπληξία και διακρίνει πως η προσήλωση στο τυπικό της αττικής σύνταξης γίνεται μια ιδεολογικοπολιτική θέση που θέλει να παραμελεί τη μόρφωση του λαού. Με επίγνωση του έργου του και της σημασίας του για την κοινωνία εργάζεται για την πρόοδο των παιδιών και του τόπου. Οι συγχωριανοί τον υπολήπτονται και οι μαθητές του, γενιές και γενιές, προχωρούν στα γράμματα.
Την επώδυνη περίοδο του 1945-49, ενώ βρίσκεται πρόσφυγας στα Γιάννενα, ο Δεσπότης του αναθέτει τη διδασκαλία σε κάποιο τμήμα του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Κι αργά αργά έρχονται αδυσώπητα τα γεράματα, κι αφού γράφει τον επίλογο της σταδιοδρομίας του τη χρονιά 1950-51 στο γειτονικό Σουλόπουλο, παίρνει τη σύνταξή του.
Τα ακόλουθα χρόνια η Σχολική Επιτροπή Ραΐκου, με δάσκαλο τον Αλέκο Καραμπίνα, αποφασίζει ν’ αναρτήσει στο Γραφείο του σχολείου τη φωτογραφία του παπα-Αναστάση σε αναγνώριση του εν γένει έργου του και εξαιρετικά για την ανέγερση του διδακτηρίου.
Κι ενώ είναι συνταξιούχος συνεχίζει με κατ’ οίκον διδασκαλία, χωρίς αμοιβή, να συμπληρώνει γνωστικά κενά μαθητών και από γειτονικά χωριά για να μπορέσουν να μεταπηδήσουν δυο και τρεις τάξεις και να κερδίσουν το χαμένο χρόνο στα χρόνια του εμφύλιου. Ο συντάκτης του αφιερώματος τούτου – και ο αδερφός του Μιχάλης – είχε δοκιμάσει την επιμονή του στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και ακόμη τώρα τον παιδεύουν οι β΄ αόριστοι, η ετυμολογία του «δεύτε» και της λέξης «καθετήρας». Από την άλλη ο παππούς του παπα-Αναστάσης δίνει τις συστάσεις του για τα χρονογραφήματα του Π. Παλαιολόγου στο Βήμα και τα ευθυμογραφήματα του Δ. Ψαθά, για τη λογοτεχνία με αφετηρία τα διηγήματα του Χρ. Χρηστοβασίλη – κοντοχωριανού από το Σούλι Χρηστοβασίλη και αναδεκτού του γιου του Ανδρέα – γιατί τα θεωρούσε ότι, κυρίως, καλλιεργούν τη νεοελληνική γλώσσα.
Το σχολείο συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι να έχει κι αυτό την κοινή τύχη των σχολείων της υπαίθρου. Κλείνει και το διδακτήριο παραχωρείται στην Κοινότητα. Έκτοτε φιλοξενεί κατά καιρούς υπηρεσίες και εκδηλώσεις του χωριού. Το σχολείο με τα ιστορικά του στοιχεία στη θέση τους, με το αρχείο του και τη Βιβλιοθήκη του με τα δυσεύρετα βιβλία της (Ηπειρωτικά Χρονικά κλπ.), είναι για μας μοναδική κληρονομιά που αξίζει όλη μας τη στοργή και το ενδιαφέρον. Αρκετά από τα βιβλία είναι δωρεά της Αδελφότητας και μελών της που ουδέποτε επιλανθάνονται τη γενέτειρά τους.
Κάνε Like στο:
(Αναστάσιος Δ. Οικονομίδης, ο Δάσκαλος, ο Ιερέας, 1884- 1963)
________________________________________
1. Σπουδές και Δασκαλική Πορεία
Ο Αναστάσης γεννιέται στο Ράικο Ιωαννίνων το 1884 και νήπιο ακόμη – μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του – ταξιδεύει με τον πατέρα του στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου ο πατέρας διατηρούσε μισθωμένο φούρνο και η δουλειά του είναι ολοήμερη και πολύμοχθη. Έκτοτε, αρχίζει για τον Αναστάση μια ζωή πολυτάραχη και πολυώδυνη!
Ο μικρός Αναστάσης προκόβει στα γράμματα σε τέτοιο βαθμό που κι ο πασάς της πόλης ζητάει από τον πατέρα του να μελετάει μαζί με το γιο του. Αφού υποχωρούν οι ενδοιασμοί του πατέρα του – γιατί η ενδυμασία και η καθαριότητά του μαρτυρούσαν την έλλειψη της μητρικής φροντίδας – τα παιδιά μελετούν μαζί και δένονται με φιλία. Μια φιλία που θα έρθει η συγκυρία να δοκιμαστεί! Μετά το δημοτικό, λόγω της σχολικής του επίδοσης και με την υποστήριξη των δασκάλων του, εισάγεται τρόφιμος και μαθητής σε Σχολή του Γένους. Μελετάει ακόμη και τη νύχτα μ’ ένα αμυδρό φως. Και παρόλες τις αντιξοότητες κατορθώνει στο σχολείο να αριστεύει και αποφοιτάει με πλούσια κλασσική παιδεία, θεολογική κατάρτιση και άπταιστα τούρκικα και γαλλικά.
Στα 1902, άλλο από το νόστο της Πατρίδας κι άλλο (και κυρίως) από τις φήμες που έφταναν για σφαγές Αρμενίων και τα επεισόδια σε βάρος των Ελλήνων, πατέρας και γιος, 18 ετών πια, επισπεύδουν την επιστροφή στο Ράικο, με αποσκευές μόνο τον πολιτισμό του τόπου εκείνου και τις σπουδές του!
Από ανέχεια ο Αναστάσης δέχεται να γίνει δάσκαλος εκείνα τα χρόνια που ο δάσκαλος πληρωνόταν από τους χωριανούς με μισθό σε είδος, από την παραγωγή του τόπου και «οσσάκις ήθελoν και όσο ήθελον», σύμφωνα με την επίδοση του δασκάλου. Η διαπίστωση δε της ικανότητας του δασκάλου γινότανε με εξετάσεις των μαθητών «ενώπιον της Δημογεροντίας», συνήθως αστοιχείωτης. Μια παρωδία αλλά καθόλου άδολη, γιατί ήθελε το δάσκαλο υποχείριο, κάτι για τον Αναστάση αδιανόητο.
Το 1904 αρχίζει στο Ριζό Ιωαννίνων το δασκαλικό του οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που θα κρατήσει πενήντα χρόνια. Δίδασκε συστηματικά με ζήλο και ενδιαφέρον και η πρόοδος των μαθητών ήταν η καλύτερη αμοιβή του. Και δεν ήταν μόνο το έργο του να μαθαίνει τα παιδιά προχωρημένα γράμματα του Σχολαρχείου κι αργότερα τάξεων του Γυμνασίου αλλά και ότι τα παρακινούσε να συνεχίσουν στα γράμματα και να μεταπείθει τους γονείς, που στα παιδιά τους λογάριαζαν χέρια να τους ξελαφρώσουν, πρόβατα και σοδειές.
Μια αφιέρωση στο πρόσωπό του κάνει περιττό κάθε άλλο σχόλιο: «Τω θερμώς πεφιλημένω ημίν διδασκάλω αξιοτίμω Κυρίω Αναστασίω Δ. Οικονομίδη τόδε το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης ελάχιστον τεκμήριον της μεγίστης ημών αγάπης και αφοσιώσεως μετ’ ασπασμού ανατιθέμεθα οι εν Πειραιεί παρεπιδημώντες φίλοι τε και συγγενείς αυτού Ριζώται. Εν Πειραιεί τη 18 Αυγούστου 1906».
Και καθημερινά πηγαίνει στο Ριζό με τα πόδια, απόσταση δέκα χιλιομέτρων, και γυρίζει την ίδια μέρα στο Ράικο, και πάντοτε συνεπής στην ώρα του για το σχολείο. Ενόσω, μάλιστα, ήταν δάσκαλος εκεί έκανε και τον αγωγιάτη. Μετέφερνε αλάτι, φορτωμένο σ’ άλογο από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας στα χωριά μας, πέρα από τις ασχολίες στα κτήματά του. Παράλληλα, λόγω της γλωσσομάθειάς του, τον καλούνε τακτικά στα Γιάννενα για διερμηνέα ενώπιον του Τούρκου Κατή (δικαστή) σε υποθέσεις Χριστιανών και Τούρκων. Και προσπαθεί ν’ αποδώσει τα λεγόμενα ευνοϊκά για τους Χριστιανούς. Το ίδιο συνεχίζεται και αργότερα στα ελληνικά Δικαστήρια. Πρόσθετα μεταφράζει, έγκυρα, τούρκικα κιτάπια (συμβόλαια). Και τη διαδρομή Ράικο – Γιάννενα, 30 χιλιόμετρα, την κάνει με το πόδι και η αποζημίωση είναι πενιχρή. Το μόνο που μένει είναι η γνωριμία και η αποδοχή του από τους Γιαννιώτες.
Από το Ριζό, το φθινόπωρο του 1907, έρχεται στην Τσερκοβίστα (Εκκλησοχώρι), γιατί το χωριό ήταν εύπορο και η αμοιβή του διπλάσια και επί πλέον βρίσκεται πιο κοντά στο Ράικο. Παρότι η πρώτη σύσταση είναι επιφυλακτική: «Δάσκαλέ μου, εδώ, τα παιδιά νιώθουν πλούσια και είναι πολύ ζωηρά, δε θα τα κάνεις ζάφτι», εκείνος αναλαμβάνει το σχολείο. Κατά την Άνοιξη, ο συνομιλητής, τυχαίνοντας στο δρόμο των παιδιών βάζει την αγκλίτσα του εμπόδιο μπροστά τους, και όμως τα παιδιά τον αντιπαρέρχονται ψύχραιμα, ενώ εκείνος θα περίμενε ν’ ακούσει ..τον αναβαλλόμενο! Ο συνομιλητής αυτός γνώριζε βέβαια, ότι δεν ήταν η σύστασή του υπερβολική, κι έτσι αβίαστα αντιλήφθηκε ότι η αλλαγή συμπεριφοράς τους ήταν έργο του δασκάλου Αναστάση. Πολλοί ήτανε οι μαθητές του, που πρόκοψαν στα γράμματα ή τις ασχολίες τους, έγιναν επιστήμονες. Ο μαθητής που ξεχώριζε στην επίδοσή του γίνεται λαμπρός δικηγόρος στην Αθήνα και δεν έπαυε ν’ αποδίδει την εξέλιξή του στο δάσκαλό του.
Μετέπειτα, μεταξύ 1909-13, έρχεται δάσκαλος στην Ιερομνήμη, μεγάλο χωριό της περιοχής και πλησιέστερα στο Ράικο. Και φτάνει, εκεί, τον καιρό που δρούσε στην περιοχή εναντίον των Τούρκων ο ονομαστός Καπετάν Κρομμύδας.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Τούρκο, το 1913, έρχεται δάσκαλος στο αγαπημένο του Ράικο και από το 1917 για ένα διάστημα καλείται στο στρατό. Μόλις απολύεται, χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στο Ράικο δάσκαλος και εφημέριος, για να γράψει, εκεί, για πολλά χρόνια μια υποδειγματική παρουσία.
Εξαρχής πρώτη του έγνοια και φροντίδα γίνεται η ανέγερση διδακτηρίου, γιατί το παλιό ήταν ένα δωματιάκι δίπλα στο γυναικωνίτη της εκκλησίας. Με επίπονες προσπάθειες ξεδιπλώνει διαθήκες και αξιοποιεί το κληροδότημα του Ηπειρώτη Δημητρίου Φιλίτη, μεγάλου ευεργέτη. Κατορθώνει να εξασφαλίσει ένα σεβαστό ποσό και με την επίβλεψη και την προσωπική του εργασία κτίζεται μεταξύ 1930-37, εκεί που ήταν άλλοτε το τούρκικο Κονάκι, ένα σύγχρονο διδακτήριο που παίρνει την επωνυμία «Φιλίτιος Σχολή». Ακόμη υπάρχει στην είσοδο του προαύλιου σχετική επιγραφή και στην αίθουσα η προσωπογραφία του ευεργέτη.
Ο ίδιος ο παπα-Αναστάσης, φιλομαθής, δεν εγκαταλείπει το διάβασμα. Η εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός» γίνεται εγχειρίδιο γνώσης. Συνεχώς ενημερώνεται με τα παιδαγωγικά περιοδικά και βιβλία της εποχής και το 1936 μετεκπαιδεύεται στα Γιάννενα στο μονοτάξιο Διδασκαλείο. Ανάμεσα στα λίγα βιβλία που διασώζονται από την αξιόλογη προσωπική Βιβλιοθήκη του έχει τη θέση του και το πρωτοποριακό ήδη από το 1925 βιβλίο του Δ. Γληνού «Ένας Άταφος Νεκρός», το οποίο αποτέλεσε μια «μελέτη για μεταρρύθμιση, μια γενικότερη πνοή ανορθωτική στο σχολείο», όπως προσδοκούσε ο ίδιος ο συγγραφέας του. Παρά την αρχαιογνωσία του, ο Παπαναστάσης δεν πάσχει από προγονοπληξία και διακρίνει πως η προσήλωση στο τυπικό της αττικής σύνταξης γίνεται μια ιδεολογικοπολιτική θέση που θέλει να παραμελεί τη μόρφωση του λαού. Με επίγνωση του έργου του και της σημασίας του για την κοινωνία εργάζεται για την πρόοδο των παιδιών και του τόπου. Οι συγχωριανοί τον υπολήπτονται και οι μαθητές του, γενιές και γενιές, προχωρούν στα γράμματα.
Την επώδυνη περίοδο του 1945-49, ενώ βρίσκεται πρόσφυγας στα Γιάννενα, ο Δεσπότης του αναθέτει τη διδασκαλία σε κάποιο τμήμα του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς. Κι αργά αργά έρχονται αδυσώπητα τα γεράματα, κι αφού γράφει τον επίλογο της σταδιοδρομίας του τη χρονιά 1950-51 στο γειτονικό Σουλόπουλο, παίρνει τη σύνταξή του.
Τα ακόλουθα χρόνια η Σχολική Επιτροπή Ραΐκου, με δάσκαλο τον Αλέκο Καραμπίνα, αποφασίζει ν’ αναρτήσει στο Γραφείο του σχολείου τη φωτογραφία του παπα-Αναστάση σε αναγνώριση του εν γένει έργου του και εξαιρετικά για την ανέγερση του διδακτηρίου.
Κι ενώ είναι συνταξιούχος συνεχίζει με κατ’ οίκον διδασκαλία, χωρίς αμοιβή, να συμπληρώνει γνωστικά κενά μαθητών και από γειτονικά χωριά για να μπορέσουν να μεταπηδήσουν δυο και τρεις τάξεις και να κερδίσουν το χαμένο χρόνο στα χρόνια του εμφύλιου. Ο συντάκτης του αφιερώματος τούτου – και ο αδερφός του Μιχάλης – είχε δοκιμάσει την επιμονή του στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και ακόμη τώρα τον παιδεύουν οι β΄ αόριστοι, η ετυμολογία του «δεύτε» και της λέξης «καθετήρας». Από την άλλη ο παππούς του παπα-Αναστάσης δίνει τις συστάσεις του για τα χρονογραφήματα του Π. Παλαιολόγου στο Βήμα και τα ευθυμογραφήματα του Δ. Ψαθά, για τη λογοτεχνία με αφετηρία τα διηγήματα του Χρ. Χρηστοβασίλη – κοντοχωριανού από το Σούλι Χρηστοβασίλη και αναδεκτού του γιου του Ανδρέα – γιατί τα θεωρούσε ότι, κυρίως, καλλιεργούν τη νεοελληνική γλώσσα.
Το σχολείο συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι να έχει κι αυτό την κοινή τύχη των σχολείων της υπαίθρου. Κλείνει και το διδακτήριο παραχωρείται στην Κοινότητα. Έκτοτε φιλοξενεί κατά καιρούς υπηρεσίες και εκδηλώσεις του χωριού. Το σχολείο με τα ιστορικά του στοιχεία στη θέση τους, με το αρχείο του και τη Βιβλιοθήκη του με τα δυσεύρετα βιβλία της (Ηπειρωτικά Χρονικά κλπ.), είναι για μας μοναδική κληρονομιά που αξίζει όλη μας τη στοργή και το ενδιαφέρον. Αρκετά από τα βιβλία είναι δωρεά της Αδελφότητας και μελών της που ουδέποτε επιλανθάνονται τη γενέτειρά τους.
Κάνε Like στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου